Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τα Σκιά – χτρα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 24 Νοεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Του Pro ο Λόγος

    Message in the 11th Bottle/Max the Dog is dead/Zero is Land


    Το τέταρτο τρίμηνο στη χώρα του Μορφέα, καλοκαίρι μύριζε και Άγρια ορχιδέα.


    Στου Μορφέα τα Υπό Γη Α , οι εποχές καθό και θα ρίζονταν, από τον εκάστοτε Πλανευτή των Μικρών Κι Ονείρων και την διάθεση του.


    Ο Νίκος ένιωθε όμορφα και η εποχή που αγαπούσε, ήταν πάντα Καλοκαίρι. Στη τάξη της «Τάξης» επανάσταση έκανε και την ελευθερία σε κάθε Κρύσταλλο χάρισε.


    Στο πως θα στέκονται, που θα κοιτούν, τι θα ακούν και τι θα σκέφτονται…


    Διστακτικά στην αρχή με θράσσρρος στη συνέχεια, απλώθηκαν και γιόμισαν την Τάξη με Σφάλματα και Τρένα. Κάποια από τα πρώτα Εσφαλμένα κάποια, όπως ακριβώς χρειάζονταν.


    Στο δεύτερο το μήνα, τα τείχη έριξε και η τάξη της «Τάξης» στον Κόσμο εξαπλώθηκε. Κάθε που τη νύχτα έφτανε, όλοι πίσω γράμματα έστρωναν στο χώμα με τις δικές τους ιστορίες.


    Όλοι ευτυ σ χισμένοι και χαρούμενοι. Όλοι;


    Όχι, όλοι. Όλοι όχι. Ένας μόνο, έστεκε ακίνητος, δεν έφευγε, δεν γύρναγε και με τη ζωή χαρά δεν κένταγε στα μικρά τεφτέρια.


    Ένα Σκιάχτρο. Σε άνθρωπο έμοιαζε και συγκεκριμένα άντρα. Από άχυρα πλασμένο, δίχως δέρμα, σάρκα κι αίμα.


    -Τι σου λείπει; Τον ρώτησε ο Νίκος.


    -Νιώθω μόνος Κύριε. Του απάντησε ο από τα Άχυρα φτιαγμένος.


    -Ταίρι ψάχνεις, στην Κέντα φύλο;


    -Όχι Κύριε. Το συμμετρικό μου ψάχνω, Με δΕ Ν 0ίκο κέντρο.


    -Το νομα σου;


    -Μάδα.


    -Μαδάς;


    -Όχι, Μάδα στο ζωγραφιά στο γκέτο.


    Ο Νίκος το σκέφτηκε, το μέτρησε, το ζύγισε κι απάντηση δεν βρήκε. Στην βροχή, στον ήλιο και στον άνεμο το γρίφο να λύσει κι αν προσπάθησε. Στη μέρα και στη νύχτα. Η απάντηση στη λογική που κατείχε, δεν χωρούσε. Ημικύκλια του χάριζε, της Ελήνης και του Λίου.


    Τον Μάδα κοίταξε και στα πόδια του άχυρα που τα΄ ρνια κοιμίζουν είδε. Μία ιδέα του ‘ρθε και τη λογική ας μην έβλεπε στην αρμονία, στην αρχή, στη μουσική και στη τεκτονική.


    «Τ» ανάποδο, έφτιαξε από Hbny. Το έτριψε, το έστριψε και το στη φωτιά το βάπτισε. Νέο Γράμμα στου Άλφα και βήτα σύνολο, προσθέτω. Το ανάποδο «Τ» . Κάθετο στη Γη, όταν αυτή προς τα πάνω κοιτά και τον Ουρανό καρφώνει, όταν αυτός ανάποδα κοιτά…


    Σε γη υγρή το έχτισε, σε Κείπο Νυστικό το Σκιάχτρο κάλεσε και τα κεριά του Φωτός άναψε.


    Το Σκιάχτρο τον κοίταξε. Στα κεριά προσκύνησε και ο Νίκος είπε…


    -Έχω σχέδιο!


    (Ο Sunday την Mirror τήρησε και αφού την αφέλεια του με Λαιμό Νι κέρωσε, τη ρώτησε…


    -Είμαι εντός θέματος;


    -Το θέμα σου βρωμάει, τα χέρια σου να πλύνεις και πως δεν ήξερες να πεις. Η Mirror.


    -Μα θα με βαπτίζουν Ηλίθιο. Με της μπαταρίας τα μεγάλα γράμματα.


    -Προτιμάς το συνένοχος ή απλά Ηλίθιος;


    -Μα…μα…αυτό θα είναι μεγάλο πλήγμα στην αξιό πιστία μου.


    -Θα πούμε, πως ηλίθιος δεν είσαι, απλά Δις λεκτικός.


    -Και το pro και βλήμα μου;


    -Απόσπασμα Προσοχής!!!)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    «Τα Σκιά – χτρα» (Κύριος; Ναι; Το θέμα Σου!!!)


    Μέρος Α


    Message in the firestarter 11th Bottle/Max the Dog is dead/Zero is Land


    Ο Νίκος το ανάποδο «Τ» έστησε σε λιβάδι μακρινό. Αστέρι το έφεγγε με πυρσούς τη μέρα μόνο και τη νύχτα σε Λευκό βράχο, τις μικρές ακτίνες του Ηλίου με ζώνη τις μαστίγωνε, για να μη φοβούνται τα παιδιά.


    Άχυρα γέμισε τα στεγνά του άκρα. Και στο κορμό του φόρεσε τσουβάλια τρύπια. Τα λουκέτα και στολίδια του, της σκουριάς λεπρά κι μένα.


    -Άδεια μέσα θα ‘ναι; Μάδα


    -Όχι, με γάτες θα τα γεμίσω. Νίκος


    -Γάτες; Ο Νίκος φασκογελά, το μήλο κρυσταλλώνει.


    -Σε πει ράσο. Αστεία από νήσους Μακρινούς, με άχυρα φυσικά κι αυτά, γεμάτα θα ‘ναι. Όμως μου τελείωσαν και θέλω λίγα από τα δικά σου.


    Ο Μάδα, τα καλύτερα του έδωσε. Μαξ ιλάρια της καρδιάς του.


    Όταν ο Νίκος το έργο του τελείωσε, καμάρωσε σαν τσιφόρικο δρεπάνι.


    -Τι είναι αυτό; Ο Μάδα την αγανάκτηση σε κουβά τη βάζει. Λίγο νέφτι και σε τοίχους με το σπέρμα της ψυχή τους, ζωγραφίζει.


    -Τι εννοείς;


    -Μάτια δεν έχει, στόμα ούτε, αυτιά και μήτε. Και από Μαλλί;


    -Υπομονή να έχεις κι όλα θα γίνουν θα. Ο Μάδα, Μπλουζ το χρώμα των ματιών, σε τοίχο από Γκάζι. Σπύρο, σπίρτο, τι όμορφα που κlαίγεται η Πόλη.


    -Καλά. Και τ’ όνομα της;


    -ΥΑΕ!


    -Υνωμένα Αραβικά Εμιράτα; Ο Νίκος το κεφάλι ξύνει. Ουλές που δεν ξεχνούν και τους Μόνιμους θυμούνται. Ανορθόγραφος ο ποιητής ή άγνώστης μητρός ο Ξένος;


    -Όχι, απλά ΥΑΕ. Με τους αναlραμματισμούς καλά δε τα πηγαίνω. Παιδί του Σηκουάνα. Ο Νίκος και ο Μάδα, το ΥΑΕ ορφανό τα’ φήνουν στο χώμα καρφωμένο. Βράχοι από Θείο, οι φυλακές του ομοιοπολικού Δεσμού του.


    Δίχως φαγητό, μήτε τροφή, νερό, πνοή, να μεστώσει, να κρυώσει, στο φούρνο να ψηθεί, στο Λιόγερμα να κορώσει και σ ώρες δύο και εβδομήντα, στο Μάδα να σερβιριστεί γυμνό σε Τείχος πτώση…


    Πρώτα στο ΥΑΕ η Νύχτα ήρθε. Η Νυξ θηλιές έχει, θηλυκό δεν είναι.


    Στην ΥΑΕ το Η το κρυμμένο ανακάλυψε. Σκοινί στο λαιμό του έδεσε και αλυσίδες στις τέσσερις τις άκρες.


    Τα τυφλά της άλογα το τέντωσαν.


    Το Λευκό στου βορρά στα δόντια της αρκούδας. Το Μαύρο στις λίμνες του Χρυσού στους πρόποδες του Κιλιμάντζαρο. Της Ανατολής, στο στερνό του ΥΑΕ ασέλγησε και με το λάδι της πέτρας, στις πληγές έκανε καλό καλό, για να περάσει. Στης Δύσης το τσουβάλι από το τρίγωνο των Βερμούδων με Ξ τη ραφή αφαίρεσε και μήλο για στόχο έβαλε. Μεγάλο Μήλο.


    -Βρώμα, Ρώμα, Ώμα, Μα… Πως τόλμησες πιο όμορφη από μένα να ‘σαι;


    Τη ζήλεψε, τη φθόνησε, με χαρακιά την έστρωσε. Με της Σελήνης τις λεπτές Ακμές, σε μέρη τρία Δώρισε.


    Κι όταν η Νύχτα από το Ντιβάνι έφυγε, πίσω της άφησε, τρία από Άχυρα του Κοριτσιού τα Σκιάχτρα. Μούσκεμα, κόκκινα, πληγωμένα, γνώριμα…


    Την Υ…


    Την Α..


    Και τη μικρή Ε.


    Στο χάραμα Λύκοι με μικρά κουτά καρά βια έφτασαν. Παιχνίδι έπαιζαν με την Λεκάνη της Λητούς. Στον αριθμό εφτά. Έξι Γαλάτες κι ένας Μαύρος. Σε ομάδες τρεις χωρίστηκαν και η λεκάνη στον ήλιο ξασπρισμένη, τρόπαιο στα πόδια του Σκιάχτρου που θα κέρδιζε στο τέλος θα έμπαινε. Με λάμες, λάμιες και άλλα φυλαχτά, να τη φυλούν μέχρι το αίμα στο άχυρο να δέσει.


    Από ένα σκιάχτρο η κάθε ομάδα πήρε. Η δύο ομάδες μαζί ενώθηκαν και στη Τρίτη επιτέθηκαν. Ο Μαύρος του Διά νοθευμένος καταπατητής. Αλλού κοίταζε και αδιάφθορος έπαιζε με ζάρια.


    Η μία ομάδα που μοναχή της έστεκε μπροστά στην Υ, αντιστάθηκε, λύγισε, γκρίνιαξε, θανάσιμα πληγώθηκε, αλλά μπόρεσε ξεγέλασε και δύο τρεις αντιπάλους Λύκους μαζί της πήρε, σε κόσμο Άλλο.


    Ένας Λύκος έμεινε και στα χέρια του Πυρσός. Ακμαίος, με κισσό τσουκνίδας ντυμένος και από τη φλόγα της Ολυμπίας, με λαγνεί α ναμμένος. Φωτιά έβαλε πρώτα στην Υ και μετά στην Α. Στις φωτιές του Αγίου Αντωνίου, η Υ και η Α, στο παρά του έδωσαν τα φτηνά τσουβάλια. Χόρεψαν γυμνές, ρόλο για να πάρουν, γονάτισαν, ικέτεψαν και με ρολό το στόμιο που δεν είχαν μπούκωσαν. Η φωτιά τις ξέσκισε με χαμόγελο και Δόλο.


    Το σκοτάδι λάκισε και έκλαψε στην άκρη για τα σκιάχτρα που κάηκαν δίχως δόξα και το δράμα τους μικρό. Μετά σνίφ σνίφ και σέρφαρε στη του κουρά μπιε την άχνη…


    -Καλό καλό, να σου περάσει…


    Ο τελευταίος των Λύκων του Γάλακτος, σφήνωσε τη Λεκάνη της Λυτούς στα αστήρικτα πόδια της Έυας, θέλησε, απέτυχε και στο τέλος έφυγε με τη γούνα του καμένη.


    Μαζί του και ο Μαύρος, χρήματα γεμάτος από τα γιομάτες πτυχές, γριές και ζάρια.


    Η Έυα τη θηλυκότητα της βρήκε και την ωριμότητα της, άγνωστου Πατρός κατεύθυνσης.


    Το μεσημέρι δεμένη τη βρήκε και στο χώμα καρφωμένη. Δύναμη δεν είχε και λόγο να βογκήξει. Με νάζι αδύναμο του αδελφού της φλέγμα δεν είχε, τα πόδια ορθά νοιχτά του προσέφερε στης Σαλώμης πάρτο.


    Το μεσημέρι την έφτυσε.


    -Καίει της είπε κι έφυγε. Όμως για λίγο μόνη, Μονή του Λίγου. Νέος εισβολέας ήρθε και Της του Διά και Θήκης Κοράκι ίσως και αντί για κ, ν έφτασε στο λιβάδι ψάχνοντας για κρυψώνα. Αυγά δύο είχε, παιδιά δικά του.


    Στο χώμα να τα θάψει;


    Μπα σκληρό. Σε δέντρα να το ψάξει. Όχι, ψηλά κι αυτά. Την αγάπη έψαχνε σε αυτή φωλιά να χάξει.


    Αριστερά κοίταξε, οχτρώς. Δεξιά και εκεί εχθρός σπασμένος, σε κομμάτια μικρά. Ψυχικά και των στα γγλικά μιγάδων τα πολύπλοκα. Να σχολη θείς, δεν έλεγε.


    Θόρυβο άκουσε και η πίστη του λύγισε σαν καλαμιά στου δορυφόρο του Δία τον Τυφώνα. Η βία μεγάλη και ο χρόνος για να την απολαύσει λίγος. Το σκιάχτρο είδε. Παράξενο, εκεί ήταν πάντα και κει ήταν; Απορίες δεν χωρούσαν σε χρόνο Δανεικό…


    Στο πρόσωπο της Έυας με τα νύχια έσκαψε και δύο ζεστές μικρές φωλίτσες έπλασε. Μέσα τους αυγά άφησε και έφυγε για αλλού…


    Η θέρμη της Εύας το κέλυφος ράγισε και στα βγά τα δύο. Από μέσα τους μικρά φίδια ξεπρόβαλαν. Της αντίθεσης τα ψυχρά και δίχως αίμα ερπετά.


    Ένα κόκκινο και ένα κίτρινο χρυσό. Η Εύα τα γάπησε, στα υγρά της βάφτισε και ονόματα τους έδωσε με προσμονή και των αγγέλων τα φτερά.


    -Εσένα Κ΄΄ιτρινη χρυσή θα σε φωνάζω Παλαιά και σένα Κ’’ όκκινη λεπτή σε βρίσκω σα κλωστή, Νεμέα θα σε καλώ και άθλους θα μοιράζεις στα κεντρικά.


    (-Και μετά τι έγινε και τι προς την τύχη το όργιο εικόνες κέρασε; Μάτι


    -Μετά αχ μετά αχ, τα τέρατα τα φτερά τους φόρεσαν και χόρεψαν γυμνά. Αποκάλυψη.)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    «Τα Σκιά – χτρα» (Η Δία και ο Βόλος. Εξέλιξη ή αλλοίωση ; )


    Μέρος Β


    Message in the 9/11th Bottle/Max the Dog is dead/Zero is Land


    Στο σύμπαν που κάποτε δέσποζε το Κάστρο, η Άρτεμις με τα βέλη της το σώμα του Δία οργώνει. Ένας από αυτούς νεκρός. Μέσα του…


    …κρυμμέν η Ήρα. Ένα σώμα πέφτει, δύο ψυχές ακολουθούν. Περαστικές οι καμπάνες που πένθιμα χτυπούν. Μία γάτα σβήνει το μαύρο στον ασβέστη.


    Τα βέλη της Αρτέμιδος στο δρόμο τους συναντούν τον πυρήνα και το τούνελ, τα σκίζουν, τα σπλάχνα τους χαλιά για ν α πατήσεις και το δρόμο του σκουληκιού ανοίγουν.. ..


    ..οι δύο ψυχές από την πύλη των γ οπών περνούν. Βρώμικος ο βαρκάρης στου ψόφιου το σκοτάδι. Από την μπόχα τόνε βλέπεις, από τη θωριά δεν τον ακούς. Μες το πρόστυχο σοκάκι τους σταματά. Ψυχική έρευνα τους κάνει και σε κάθε πτυχή, σκιά, βρωμιά τους σκάβει. Μάρκο το ίχνος που αφήνει.


    -Χρήματα χρειάζεται στην άλλη όχθη για να βγείτε. Το λεπρό του χέρι απλώνει και τρύπια η σάρκα, σάρκες στάζει και αντίτιμο ζητά για να γεμίσει. Η Ήρα και ο Δίας, του Τιτάνα παλιοί φονιάδες, τώρα σκιές που στο καβαλώ κοιτάζουν και θυμωμένα ζητιανεύουν.


    -Να πληρώσουν θέλεις οι θεοί, το ποτάμι να περάσουν; Πως και τι τολμάς μηδέν, βρώμικε και κουβά απόπατου γεμάτε μ να ζητήσεις;


    Ο βαρκάρης αφήνει την πένα, την πύλη κλείνει, σπίρτο ανάβει και την ξύλινη τη γέφυρα ετοιμάζεται να πυρπολήσει. Ο Δίας και η Ήρα, θεοί του πριν, νέφη της απόγνωσης στο τώρα.


    -Σταμάτα, περίμενε, χρήματα, αγάπη, έρωτα, δόξα, δράμα, κωμωδία, τι ζητάς, το πέρασμα να ανοίξεις;


    Ο βαρκάρης στέκεται και δεν μιλά. Η Ήρα την ευθυτενή σκιά της σπάει. Απόσπασμα ευθείας που μεταμορφώνετε σε καμπύλη μηδενικών, ευθύγραμμων, τμημάτων. Χιλιάδες τα αρσενικά και τα θηλυκά που την αρμονική γραμμή της ζηλεύουν κι στα όνειρα τους…


    …τις φλέβες σκίζουν και από μέσα λίπος στον αστερισμό του Καρκίνου σ και τάζουν.


    -Βαρκάρη ο πόθος σου ποιος είναι; Θηλυκό ή αρσενικό το σώμα που στο δώμα σου θέλεις να στο Ξ χειλώσεις; Σε τι λάβαρο επάνω το παιδί σου να κορδώσεις; Ο βαρκάρης, με μάτια άδεια από της φωτιάς το πόθο μόνο την κοιτάει.


    -Φίλε ή σκύλε, από μετάnasty του κύκλου των θεών τα λόγια τούτα. Κάποτε νομίζω τα αρσενικά ή και τα θηλυκά με τα γυαλιά των οφθαλμών τους, θα χάραζαν το νομα σου για πάρτη σου, στο δέρμα. Τι θέλεις; Δύναμη, εξουσία, την υποταγή χιλιάδων στη σάπια του βόθρου λάσπη, το σώμα σου με τη γλώσσα να σκουπίζουν; Τι πες μου, τι; Το τελευταίο, «τι» την ευθύτητα του χάνει, σκουριάζει, λυγίζει, διπλώνει και στο σκοτάδι χάνεται. Πυροβολισμός ακούγεται και σε αγνώστου στρατιώτη και νερά, το «πλαφ». Ο βαρκάρης φτύνει, καφέ και πύον, το χρώμα που τις ψυχές τους βάφει και οι λέξεις του α πλέω στο αύριο και στο χρωστάω χτες…


    -Χρήματα θέλω, βάρκα καινούρια για να πάρω. Γέρικη αυτή που έχω, τρύπια, οξέα στάζει, με τη μούχλα κοιμάται ο μουσαμάς της και από τόκο γλύφω δανεική, δική μου θέλω και καλή, το πέρασμα άνετο να κάνω…


    -Ηλίθιε. Με τις φτηνές θνητές, το αθάνατο νερό σου σπατάλησες και τώρα θνητός κι εσύ. Νεκρός εσύ και μαζί κι εγώ από το ίδιο σου, το ξιπασμένο, το Χλομό, το μπάσταρδο.


    -Την ευθύνη για το δικό σου χαμό σε μένα δίνεις; Στο σώμα το δικό μου, γιατί τη ψυχή σου να κρύβεις;


    -Αρκετά, νόημα δεν έχει, τώρα το δίκιο μου ή δικό σου βρούμε. Τι να του δώσεις έχεις;


    -Το μόνο που έχω είναι κουμπί. Κίτρινο θαμπό. Ο Δίας στην Ήρα δίνει, κουμπί από του Νέσσου το χιτώνα. Το σάλιο της πλούσιο, ορός ελαίων και το κουμπί από κίτρινο, χρυσό.


    -Ορίστε, βαρκάρη τούτο εδώ σου κάνει; Ο βαρκάρης το κοιτά και μία λάμψη περίεργη τις κόρες προσπερνά και τη σιωπή βιάζει.


    -Αληθινό;


    -Πέρα ως πέρα.


    -Τότε κι εγώ τη βάρκα στο νερό θα ρίξω. Και όσο το νόμισμα αυθεντικό είναι, άλλο τόσο και το μέρος που θα πάτε.


    Ο Δίας και η Ήρα, σκιές που γκρινιάζουν και τσακώνονται, μέχρι ρεύμα, σύννεφο του νερού, έλλογο της φωτιάς μικρό barkακι, τις ψυχές τους μαζί του παίρνει, σε νέα πύλη βάζει και σε άλλο σύμπαν βγάζει.


    Λίγο, πιο χαμηλά, down and low στης προσευχής τα γόνατα, πριν η μεταφορά ολοκληρωθεί, ο βαρκάρης ονόματα τους ζητάει σωβρακά να αλλάξουν. Δεν μπορούν στο σύμπαν αυτό, τα ίδια φορέματα να είναι.


    -Εγώ θα είμαι η Δία, λέει κλέβοντας τον λόγιο η Ήρα. Ο Δίας στραβή μουτσούνα που στα πόδια της φορά, βιάσου μην αργείς του λέει ο βαρκάρης…


    -Εγώ θα είμαι ο Βόλος… Η τελεία στο έδαφος δεν φτάνει, πεταλούδα μαύρη την κλέβει και στη νύχτα δίνεται υγρά κι απλόχερα, οι λεπτομέρειες περιμένουν τη λεία να Ιάνει. Η Δία και ο Βόλος, σε λάσπη κόκκινη το ένα και χρυσή το άλλο, θαμμένη η ύπαρξη τους.


    Δύο αυγά. Στο ένα ο Βόλος και στο άλλο η Δία…


    Σε κόσμο άλλο, στο σύμπαν τούτο, ο Νίκος τα γράμματα διαβάζει των Κρυστάλλων που στο χάραμα ονειρεύονται και στη δύση ανατέλλουν. Δίπλα του ανυπόμονος ο Μάδα.


    Με τα χέρια τον κοιτά και με χαμόγελο του γνέφει.


    -Ηρέμισε και στον καπνό πάψε παιδιά να τάζεις. Έτοιμη είναι. Το σκιάχτρο μαζί του παίρνει και στον κόσμο της Εύας φέρνει.


    Ένα λιβάδι, στην κορφή του λόγγου, πάνω στον αφρό ενός χώμα από χωνάκι, σε μία νησίδα του βραχνά που στον σύμπαν, τούτο…


    Μόνη της υπάρχει. Και στη κορφή, της κορυφής, η ομορφιά λιάζεται στον ήλιο που γλεντάει, στις του λιμού τις θάλασσες των πορτοκαλί μαλλιών της. Τα χέρια της ανοιχτά, ο κορ ή κοσμός της, στο έδαφος βαθιά χωμένος. Το πρόσωπο, της, υπερβροχής και του κενού η αμμουδιά. Δύο τρύπες άδειες, γεμάτες τσόφλια…


    -Τι μάτια όμορφα, των θεών τα ορφανά, δικά μου θέλω Νίκο για να κλάψω.


    Ο Μάδα σοκαρισμένος. Ομορφιά τόση ποτέ στη ζωή ξανά του δεν αντάμωσε. Δίπλα της, στο έδαφος καρφώνεται, τα χέρια απλωμένα. Ο άνεμος τον σταυρό του χάνει και τη σύζευξη χαρίζει. Ο Νίκος μάρτυρας στο «θείο» έγκλημα. Τα χόρτα στο έδαφος από την άλλη γυρνούν, ο Νίκος φεύγει και…


    Δύο Τα «Τough», δίπλα το ένα στ’ άλλο, σκιάχτρα αλλόκοτα, από άχυρα πλασμένα. Το αριστερό του Μάδα με το δεξί της Εύας και το αριστερός της Σάυε, με το δεξί του Αδάμ, πιασμένα…


    (-Εγώ λέω πως φτηνό το ρομάντζο που εκεί πάνω στήθηκε και η ιστορία του πλαστή. Ασημένια γάτα.


    -Τότε να φύγω και εμπρός ποτέ να μην ξαναγυρίσω. Το λιβάδι.


    -Μιαάου…


    Ταυτόχρονα σε σύμπαν τρίτο, μια άλλη ιστορία γράφεται με φωτογραφίες και αποδείξεις. Κάπου στη θες κι άλλο Νίκη, Σάββατο στις 5 το πρωί, σε ένα καφέ, ένας τρελός στις χαρτοπετσέτες γράφει. Αυτές ουρλιάζουν σκίζουν τα καλσόν τους και παραδίνονται νεκρές…


    -Θέλω να πονέσουν αυτοί που θα το διαβάσουν, στις λέξεις της ιστορίας μου να κλάψουν γονατιστοί, τις φλέβες τους να τάξουν, στης ηρωίκης τη μορφή ν…


    -Συγ γνώμη… Γκούχ γκουχ. Ο τρελός σκύλος σημασία δε του δίνει και συνεχίζει να γαβγίζει με τα σάλια της λύσσας να τάζουν αλήθεια.


    -Συγνώμη. Ο τρελός σκύλος το κεφάλι του γυρνά και το στόμα κόκκινο σκουφί φορά.


    -Τι θέλεις;


    -Τον φακέ γλυκό ή πικρό; )