Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τοκάτα και Φούγκα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 8 Δεκεμβρίου 2023.

  1. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Και στο τέλος όλοι μαζί σε ένα απολαυστικό σουαρε.
    Θέλω πρόσκληση για την παρουσίαση των βιβλίων που θα είναι σίγουρα σε τόμους
     
  2. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Αλλά θέλω την συλλεκτική έκδοση.
    Την χρυσοδετη με προσωπική αφιέρωση.
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 9ο - The inner light

    Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου και παρά το γεγονός ότι δεν είχε περάσει και πολλή ώρα που είχε τελειώσει, δε μου πήρε ούτε 5-10 λεπτά να δρέψω τους καρπούς των κόπων μου. Με το χέρι του, που εδώ και λίγη ώρα μου έδινε ρυθμό, με κράτησε ακίνητη και τέλειωσε στο στόμα μου. Ήταν και πάλι πικρούτσικος και παρόλο που με έκανε να νιώσω άσχημα δεν μπόρεσα να μην το συγκρίνω με τη γεύση του Μιχάλη, η οποία ήταν αρκετά καλύτερη. Κατάπια, του έδωσα ένα μικρό φιλάκι στο κεφαλάκι και ανέβηκα ξανά στην αγκαλιά του και εκεί, μοιραία, ήρθε και ακόμα μία σύγκριση, ο Μιχάλης με φιλούσε πάντα μετά το στοματικό, ο Αρίστος δεν το έκανε ούτε την Κυριακή, ούτε σήμερα.

    Και μεταξύ μας; Παρά το γεγονός ότι κάθισα υπάκουα να με πάρει από πίσω, δε μου άρεσε το γεγονός που την πρώτη φορά που κάναμε σεξ ήταν μ’ αυτό τον τρόπο. Ναι, μου είχε λείψει το από πίσω, ναι, μου άρεσε που του άρεσε αλλά ρε γαμώ το, ας γινόταν μετά αυτό. Βέβαια με το κοπάνισμα που είχα φάει χθες το βράδυ από το Μιχάλη, ούτε αυτό θα το απολάμβανα ιδιαίτερα -σωματικά, μιλώντας- but still. Και τι έκανα; Το κατέπνιξα και προσπάθησα να βρω ενθουσιασμό παίρνοντάς τον στο στόμα μου και ούτε ένα φιλί, έτσι για το γαμώτο.

    - «Μαριλίζα;»
    - «Πες μου» του είπα προσπαθώντας να καθαρίσω το κεφάλι μου από τις κακές σκέψεις.
    - «Σα να έπεσε ξαφνικά η διάθεσή σου»
    - «Δεν είναι τίποτα»
    - «Σου είπα πριν ότι δε θέλω να προσπαθείς να με αποκρυπτογραφήσεις, αν είναι κάτι που θέλεις να μάθεις να με ρωτάς ευθέως» μου είπε και απλά τον κοίταξα. «Το ίδιο ισχύει και για μένα, οπότε θα σε ρωτήσω ξανά, πες μου τι συμβαίνει or forever hold your peace»
    - «Θα προτιμούσα να με είχε πάρει κανονικά την πρώτη φορά. Και… και θα μου άρεσε να μου δείχνεις πόσο σου άρεσε το… το στοματικό»
    - «Νομίζω πως το ειδικά το τελευταίο δε σηκώνει παρερμηνεία οπότε το πρόβλημά σου δεν είναι ότι δεν είναι φανερό το πόσο μου άρεσε» μου απάντησε και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Κοίτα με» με διέταξε και σήκωσα πάλι το βλέμμα μου για να το ξανακατεβάσω την ίδια στιγμή. Σήκωσα και πάλι το βλέμμα μου και ένιωσα τη ματιά του να με διαπερνά. «Δεν είναι ότι δε μ’ αρέσει η τρυφερότητα αλλά δε μου είναι εύκολο μόλις έχω τελειώσει και αν το έκανα θα το καταλάβαινες ότι είναι κάλπικο και θα ήταν ακόμα χειρότερο. Χρειάζομαι το χρόνο μου»
    - «Εντάξει Αρίστο μου» είπα νιώθοντας ένα μικρό βάρος να φεύγει από τα στήθη μου, μπορεί να μη μου άρεσε το γεγονός καθαυτό αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός.
    - «Όσο για το άλλο… Well… ομολογώ ότι παρασύρθηκα. Όταν σε έβαλα να σκύψεις μου γύρισε λίγο το μάτι, τι να σε κάνω που έχεις υπέροχο κώλο; Δεν συνηθίζω να γλείφω κωλαράκια αλλά σε σένα παραλίγο να κάνω …λεύκανση» μου είπε και δεν ήξερα αν πρέπει να θυμώσω ή να χαρώ. Εντάξει, σε ποιον άνθρωπο δεν αρέσει να τον εκθειάζουν αλλά και πάλι… ουφ. «Και ακόμα περισσότερο μου άρεσε που ήσουν υπάκουη». Εμ πες το έτσι!
    - «Πού και να ήταν του γούστου σου το D/s» είπα προσπαθώντας να τον πειράξω.
    - «Δεν ήταν D/s αυτό. Κοίτα, ψεύτης μην είμαι, στο κρεββάτι μόνο έτσι μπορώ να λειτουργήσω, αλλά το όποιο D περιορίζεται αυστηρά εκεί, και όταν λέω κρεββάτι εννοώ και τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Δεν είναι ωστόσο D/s στη δική μου οπτική, θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερα απαιτητικό T/b. Μου αρέσει να νιώθω ότι επιβάλλομαι και με ερεθίζει η υπακοή, πάντα αυστηρά στα πλαίσια της κρεβατοκάμαρας και του playroom»
    - «Το ξέρω Αρίστο μου, μου τα είχες πει και την περασμένη Τετάρτη. Και δεν είναι ότι χαλάστηκα…»
    - «Αυτό έδειξες, πάντως»
    - «Δεν χαλάστηκα ακριβώς. Μου άρεσε που το απόλαυσες, κι έπειτα σε ποιον άνθρωπο θα του έλεγες ότι τον ξετρέλανες και θα τον χαλούσε, ωστόσο… δεν ξέρω…»
    - «Σου χαλάει το ρομαντισμό;»
    - «Δε χρειάζεται να γίνεσαι κυνικός» του απάντησα ξερά.
    - «Δεν είναι κυνισμός. Τι έχει για σένα σημασία, το πως κάνεις για πρώτη φορά σεξ σε μια σχέση ή η σχέση καθ’ αυτή; Το “Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός” σημαίνει τελείως διαφορετικό πράγμα, και το ξέρεις!»
    - «Μια κοπέλα στο forum είχε γράψει ένα απόφθεγμα του Oscar Wilde, το οποίο είχα βρει εξαιρετικά αστείο. Κυνικό αλλά αστείο. “Everything in this world is about sex. Except sex. Sex is about power”»
    - «…and?»
    - «Λαμβάνοντας υπόψη όσα μου έχεις πει, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ αν γι’ αυτό που έγινε η αιτία δεν ήταν ότι σε ξεμυάλισε το κωλαράκι μου»
    - «Αλλά;»
    - «Αλλά ότι δεν ήταν παρά μια επίδειξη ισχύος από τη μεριά σου»
    - «Ας υποθέσουμε για χάρη της συζήτησης ότι συνέβη αυτό»
    - «Οκ…;»
    - «Ποιος χρειαζόταν την επιβεβαίωση, εγώ ή εσύ;» με ρώτησε και η αλήθεια είναι ότι στούκαρα.
    - «Εεεε… δεν ξέρω… εσύ;» απάντησα διστακτικά.
    - «Για να πείσω τον εαυτό μου ή για να πείσω εσένα;»
    - «Δεν… δεν ξέρω»
    - «Μάλιστα» απάντησε μονολεκτικά και ξαφνικά ένιωσα απαίσια.
    - «Αρίστο μου, συγνώμη… δεν… δεν ξέρω τι μ’ έπιασε»
    - «Συγνώμη γιατί; Έστω και με σπρώξιμο, τελικά έγινε αυτό που σου είχα εξαρχής ζητήσει, αν κάτι να σε τρώει να μου το λες»
    - «Χαλάστηκες όμως… και…»
    - «Όχι ματάκια μου, δε χαλάστηκα, απλά σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να σκεφτώ πως να απαντήσω καλύτερα»
    - «Σίγουρα;» τον ρώτησα αβέβαιη.
    - «Σίγουρα, χαζούλα» μου είπε και όπως είχα γυρίσει στην αγκαλιά του για να μπορώ να τον κοιτάζω όσο μιλάμε, με χάιδεψε τρυφερά.
    - «Λοιπόν… η ισχύς στις ανθρώπινες σχέσεις δεν μετριέται σε Watt. Μπορεί να τον βαριέμαι το Martin αλλά ο διάλογος μεταξύ Varys και Tyrion είναι αριστούργημα.
    - «Ναι, κατάλαβα σε τι αναφέρεσαι, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της σειράς, όσα δηλαδή έχουν βγει μέχρι τώρα»
    - «Power resides where men believe it resides. No more and no less. Τι θέλω να πω με αυτό; Η όποια ισχύς νομίζεις ότι έχω πάνω σου, είναι αυτή ακριβώς που νομίζεις ότι έχω πάνω σου, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο»
    - «Έστω»
    - «Πιστεύεις ότι χρειαζόμουν το κωλαράκι σου για να δω πάνω σου αυτό που ήθελα να δω; Ή, ακόμα χειρότερα, πιστεύεις ότι πίστευα πως χρειάζεσαι επίδειξη ισχύος; Με αδικείς και ακόμα χειρότερα, αδικείς τον ίδιο σου τον εαυτό»
    - «Συγνώμη» μουρμούρισα νιώθοντας ακόμα χειρότερα.
    - «Δεν σε έχω για άνθρωπο με ανασφάλειες, ή μάλλον, σε έχω κόψει για άνθρωπο που μπορεί να τις διαχειριστεί. Τι σου συμβαίνει, ματάκια μου;» με ρώτησε εξαιρετικά τρυφερά.
    - «PTSD» του απάντησα ειλικρινά. «Μετά τη χλαπάτσα που έφαγα στα 15 μου με το Διονύση έχτισα πολύ γερές άμυνες, πολύ γερές, μα τις διαπερνάς σα να είναι από χαρτί και αυτό ταυτόχρονα με εξιτάρει και με τρομάζει, σα να στέκομαι στην άκρη ενός θεόρατου γκρεμού και να κοιτάζω προς τα κάτω τα βράχια και… και αν κάνω το παραμικρό λάθος θα πέσω και θα γίνω χίλια κομμάτια»
    - “Battle not with monsters, lest ye become a monster, and if you gaze into the abyss, the abyss gazes also into you.”
    - «Δε νομίζω ότι εδώ κολλάει ο Νίτσε!»
    - «Το πρώτο μέρος όχι, έχεις δίκιο, το αν κοιτάξεις την άβυσσο θα σε κοιτάξει και εκείνη, είναι αυτό που περιγράφει ακριβώς την τρομαχτική σαγήνη, γιατί αυτό ακριβώς νιώθεις, τρομακτική σαγήνη. Δεν σου γκρεμίζω εγώ τα τείχη, Μαριλίζα μου, εσύ τα γκρεμίζεις και αυτό είναι που σε τρομάζει πάνω απ’ όλα. Οι επιλογές μας πάνε χέρι-χέρι όχι μόνο με τα πιθανά οφέλη αλλά και με τις συνέπειες. Δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, δεν μπορείς να απολαμβάνεις τα οφέλη χωρίς να πάρεις τα ρίσκα των συνεπειών. Θυμάσαι τι λέγαμε; Υπάρχουν μερικές φορές που πρέπει να ρίξεις το ζάρι, μόνο που αυτό δεν έχει μόνο εξάρες, υπάρχουν και τα ντόρτια και αν δεν μπορείς να αντέξεις τις συνέπειες του δεύτερου, τότε μη το ρίξεις το ρημάδι.»
    - «Το έριξα, όμως»
    - «Αν φοβάσαι τα ντόρτια τότε μπορείς ακόμα να αποχωρίσεις»
    - «Όχι!» απάντησα ταραγμένη. «Όχι!»
    - «Τότε έχεις την απάντησή σου. You’re here for the ride, enjoy!»
    - “I will”
    - «Good, because I really like your ass and I plan to continue enjoying it in the future, hopefully without the ending of you reflecting on your life choices »
    - «Τσούζει Θανάση μου!» προσπάθησα να αστειευτώ.
    - “Don’t I know that? Υπενθυμίζω, πρώην σφιχτοκώλης!» μου είπε και τα γέλια διέλυσαν την όποια ένταση μου είχε απομείνει.
    - «Τι θέλεις να κάνουμε;»
    - «Χμμμ, δεν είναι ακριβώς αυθόρμητο, θέλω να δούμε ένα επεισόδιο από το Star Trek Next Generation»
    - «Μη το πάρεις στραβά αλλά είχα προσπαθήσει να δω με τον Κώστα και δε μου άρεσε. Η αγάπη μου για την επιστημονική φαντασία εξαντλήθηκε στο Γυρίστε το γαλαξία με ωτοστόπ»
    - «Είμαι σίγουρος ότι αυτό το επεισόδιο θα το λατρέψεις, trust me. Και να έχεις και χαρτομάντηλα πρόχειρα, όχι τίποτε άλλο είσαι και κλαψιάρα, αν κρίνω από το Τσερνόμπιλ»
    - «Είμαι» ομολόγησα. «Δεν το έχω και πολύ δύσκολο»
    - «Οπότε φέρε το laptop σου και φέρε και χαρτομάντηλα, θα τα χρειαστείς». Σηκώθηκα και πήγα μέσα και έφερα το laptop και το άνοιξα.
    - «Υποθέτω ότι θα το δούμε στο Streamio, ε;»
    - «Όχι, το έχει το Netflix»
    - «Εχμ, δεν έχω βάλει Netflix στο laptop, βλέπω κατευθείαν στην τηλεόραση» είπα και έκλεισα το laptop και άνοιξα την τηλεόραση, που μπορεί να μην ήταν τέρας σαν του Αρίστου αλλά ήταν αξιοπρεπέστατη, για δωμάτιο δηλαδή. Άνοιξα το Netflix και μετά έδωσα του έδωσα το τηλεχειριστήριο για να βρει το επεισόδιο που ήθελε να δούμε παρέα. Ήταν το προτελευταίο επεισόδιο του πέμπτου κύκλου και είχε τίτλο “The Inner Light”
    - «Ξέρεις ποιος είναι ποιος;» με ρώτησε πατώντας pause.
    - «Ναι, έχω μια ιδέα, είχα δει μερικά επεισόδια με τον Κώστα»
    - «Οκ, συνεχίζουμε τότε»

    Ναι, τα χρειάστηκα τελικά τα χαρτομάντηλα, το τέλος του επεισοδίου με βρήκε να κλαίω με λυγμούς, έχοντας μου προξενήσει έντονο αίσθημα απώλειας και αβάσταχτης μελαγχολίας. Ο Αρίστος με χάιδευε τρυφερά κι εγώ έκλαιγα καλού καιρού και πάνω που πήγαινα να ηρεμίσω, έβαζα τα κλάματα και πάλι, το κεφάλι μου είχε γίνει αχταρμάς, από ένα σημείο και πέρα δεν ήξερα γιατί έκλαιγα. Ή μάλλον ήξερα… θρηνούσα και πάλι την απώλεια του Διονύση και του Κώστα αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν σαν τότε, ήταν καθαρτικό. Ο Αρίστος απλά με άφησε να κλαίω με την ησυχία μου, δε μου είπε ούτε μια φορά «σώπα», με άφησε να το βγάλω από μέσα μου, να ξεσπάσω και το μόνο που έκανε ήταν να μου λέει με το χάδι του «είμαι εδώ» και στη συνειδητοποίηση ακολούθησε και νέος γύρος κλάματος.

    - «Θέλω να μάθεις να παίζεις στο φλάουτο το Inner Light» μου είπε όταν ηρέμισα κάποια στιγμή, αρκετή ώρα αργότερα.
    - «Θα το κάνω, Αρίστο μου» του υποσχέθηκα ρουφώντας τη μύτη μου. «Συγνώμη για το ξέσπασμα, ήταν υπέροχο το επεισόδιο»
    - «Μη ζητάς συγνώμη, χαζούλα. Εντάξει, το ομολογώ, δεν περίμενα ότι θα ρίξεις τόσο κλάμα, ο σκοπός μου ήταν, με όχημα το γλυκά μελαγχολικό επεισόδιο, να επισκεφτείς το παρελθόν σου όχι με την αίσθηση της πίκρας που σου προκάλεσε ο πόνος, αλλά με τη αίσθηση της νοσταλγίας για τις όμορφες στιγμές που έζησες. Να τον αφήσεις στην άκρη και να κρατήσεις τα όσα όμορφα έζησες χωρίς ωστόσο να ξεχάσεις τα μαθήματα που πήρες. Είμαστε όλα όσα έχουμε ζήσει, Μαριλίζα μου, και τα όμορφα και τα άσχημα»
    - «Ξέρεις γιατί έκλαιγα;»
    - «Γιατί είσαι κλαψιάρα!» με πείραξε αλλά μετά σοβάρεψε. «Ναι, έχω μια ιδέα… και μιλάω εκ πείρας»
    - «Έβαλες κι εσύ τα κλάματα;»
    - «Την πρώτη φορά που το είδα όχι, απλά ήταν ένα όμορφο μελαγχολικό, γλυκόπικρο επεισόδιο. Τη δεύτερη φορά που το ξαναείδα, πολλά χρόνια αργότερα, άνοιξαν οι βρύσες και δεν έκλειναν. Όπως, εικάζω, εσύ, έτσι κι εγώ, θρήνησα τις δικές μου απώλειες αλλά στο τέλος αυτό που έμεινε ήταν αυτή η αίσθηση της νοσταλγίας για τις όμορφες στιγμές και της γλυκιάς μελαγχολίας των όμορφων πραγμάτων που έχουν παρέλθει» είπε και αναστέναξε. «Δεν είσαι η μόνη που έστησες τείχη, Μαριλίζα μου»
    - «Το ξέρω» τον διαβεβαίωσα. «Το ξέρω Αρίστο μου» είπα ξανά και τον χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο.
    - «Δεν είναι ότι έχω ανοσία στη ζήλεια και ούτε έχω κάνει εμβόλιο κατά των όποιων ανασφαλειών μου» μου εξομολογήθηκε.
    - «Αρίστο αν ζηλεύεις…» πήγα να ξεκινήσω και με έκοψε.
    - «Μην το πεις αυτό που πήγες να πεις»
    - “Ok, zipping it”
    - «Και ούτε να διανοηθείς να σταματήσεις με το Μιχάλη αν είναι αυτός ο λόγος»
    - «Μα πώς να το κάνω αυτό, με ποια όρεξη να το κάνω όταν ξέρω πως θα σε κάνει να νιώσεις άσχημα;»
    - «Γιατί αφενός δεν νιώθω άσχημα, η ζήλεια αν τη διαχειριστείς σωστά γίνεται αλατοπίπερο και νοστιμίζει αντί να πικραίνει, και αφετέρου γιατί δρέπω κι εγώ τους καρπούς του να περνάς όμορφα. Και επιπλέον, έχω και μια δόση μαζοχισμού μέσα μου και χρειάζεται και αυτός το φαγάκι του»
    - «Το ξέρω ότι σε κουράζει -και ίσως να σε εκνευρίζει κιόλας- να επανέρχομαι στα ίδια και στα ίδια, αλλά please bear with me, όλα αυτά για μένα είναι πρωτόγνωρα»
    - «Και είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν εκνευρίζομαι, και πίστεψέ με, δε μου είναι και δύσκολο»
    - «Ναι, το κατάλαβα αυτό τη Δευτέρα με το Skype και η αλήθεια είναι ότι μου έκανε εντύπωση. Εννοώ φτιάχνεις πράγματα με τα χέρια σου, επισκευάζεις ηλεκτρονικά, φροντίζεις τα λουλούδια σου, έχεις σκύλο και γατιά, δε γίνεται να μη σ’ έχουν μάθει να είσαι υπομονετικός!»
    - «Είμαι υπομονετικός εκεί που απαιτείται υπομονή. Σε πράγματα που δεν απαιτείται, εκνευρίζομαι όταν… απαιτηθεί! Δε μου αρέσει να μου ανατρέπεται το πρόγραμμα, δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις, δε μου αρέσει όταν δεν λειτουργούν τα απλά πράγματα και ναι, εκνευρίζομαι. Παλεύω πολλά χρόνια να καταφέρω να το διαχειριστώ αλλά ακόμα στις προσπάθειες είμαι, οπότε ναι, μπορώ από τη μια στιγμή στην άλλη αν κάτι μου πάει στραβά να εκνευριστώ και να γίνω ψυχρός και απότομος ή ακόμα και να βάλω και τις φωνές για πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα. That’s a cross you have to bear»
    - «Εγώ;»
    - «Κι εσύ και όλοι όσοι είναι στη ζωή μου, την υπομονή που ώρες-ώρες αδυνατώ να δείξω εγώ πέφτει ο κλήρος να τη δείξουν οι υπόλοιποι γιατί αν δεν… δεν πάει καλά. Ωστόσο, για να σε καθησυχάσω, τα S/m παιχνίδια ανήκουν στην κατηγορία των πραγμάτων που χρειάζονται υπομονή και επιπλέον ποτέ μα ποτέ δεν κάνω session όταν είμαι, για τον όποιο λόγο, ταραγμένος»
    - «Χμμμ»
    - «Είναι ο λόγος που κάμποσες φορές δεν έχω κάνει session ενώ αρχικά ήθελα, κάτι με χάλασε, κάτι με εκνεύρισε, και μείναμε αμφότεροι με την όρεξη. Δηλαδή οι άλλοι, εμένα μου ήδη είχε φύγει!»
    - «Δεν πήγε καλά, ε;»
    - «Αν είχε ξεκινήσει chances are θα πήγαινε ακόμα χειρότερα!»
    - «Είναι κι αυτό»
    - «Είναι σαν το ποτό» μου εξήγησε. «Αν δεν προσέξεις αντί να το πιείς εσύ θα σε πιεί αυτό, το S/m παιχνίδι είναι για την καύλα που προσφέρει και όχι για να ξεσπάσεις τα νεύρα σου ή -από την ανάποδη- για να χορτάσεις το μαζοχισμό σου!»
    - «Κάτσε, εσύ αυτό δεν κάνεις;»
    - «Τον ταΐζω, δεν τον χορταίνω. Δεν χορταίνει Μαριλίζα μου ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.»
    - «Θα πονέσει αυτό» προσπάθησα να αστειευτώ και πάλι.
    - «Ναι, αυτή είναι η ιδέα και θα εξερευνήσουμε μαζί και τις αντοχές σου. Τούτου λεχθέντος ωστόσο σε καμία περίπτωση δε θα σε σπρώξω πέρα από τα όριά σου και ούτε θα δοκιμάζω μαζί σου πράγματα που δε θέλεις»
    - «Τότε τι διαφορά έχει το δικό σου Topping από αυτό ενός servicing?»
    - «Στο ότι θα κάνουμε τα δικά μου παιχνίδια, στο ότι δε θα κατευθύνεις τη σκηνή και φυσικά θα φτάνει κοντά στα όριά του τι αντέχεις ξεπερνώντας τα όρια του μέχρι πόσο το βρίσκεις απολαυστικό. Για παράδειγμα -και είναι απλό παράδειγμα, έτσι;- εσύ μπορεί μέχρι τις 30 με το paddle να νιώθεις ηδονή αλλά δε θα σταματήσω στις 30, θα το πάω μέχρι το σημείο που είσαι κοντά στα όρια του πόσο αντέχεις.»
    - «Κάθε φορά θα είναι μέχρι το safeword, δηλαδή;»
    - « Κοίτα, στην αρχή, όσο σε μαθαίνω και με μαθαίνεις, η χρήση του θα είναι μάλλον συχνή. Όσο σε μαθαίνω ωστόσο, τόσο λιγότερο θα γίνεται απαραίτητο και εννοώ ότι θα έχω αρχίσει να μαθαίνω το πόσο μας παίρνει. Πάντα θα υπάρχει αλλά όπως θα διαπιστώσεις από ένα σημείο και πέρα εξαιρετικά σπάνια θα χρειάζεται.»
    - «Αρίστο, όχι βελόνες σε παρακαλώ»
    - «Δεν είναι του γούστου μου έτσι και αλλιώς. Τι άλλο δεν έχεις δοκιμάσει και τι δε θα ήθελες καν να δοκιμάσεις;»
    - «Δεν έχω δοκιμάσει whip και να σου πω την αλήθεια -και χωρίς να το απορρίπτω κατηγορηματικά- δεν καίγομαι ιδιαίτερα να το δοκιμάσω»
    - «Ας το πάμε αλλιώς, τι σου αρέσει;»
    - «Τι μου αρέσει… χμμμ… με το χέρι, με ζώνη, με paddle, μου αρέσει με το flogger στο στήθος, ως ένα σημείο δηλαδή και χμμμ… δε μου πολυαρέσει η βίτσα… μου αρέσει το κερί… όταν με είχε ρωτήσει ο Μιχάλης είχα γουρλώσει τα μάτια μου αλλά όταν με έδεσε στο σταυρό και μου έριξε κερί… αχ… ήταν ωραία»
    - «Το δοκίμασες όμως!»
    - «Ναι, το δοκίμασα και διαπίστωσα ότι μου άρεσε αλλά στην αρχή δεν είχα τι να σκεφτώ, μου είχε προκαλέσει απλά έκπληξη. Φαντάζομαι ότι μαζί σου θα δοκιμάσω και το whip, αν και εκεί έχω μια ιδέα του τι με περιμένει και κατά πάσα πιθανότητα δε θα μ’ αρέσει»
    - «Το έχεις δοκιμάσει;»
    - «Όχι»
    - «Τότε πως έχεις μια ιδέα;»
    - «Γιατί φαντάζομαι ότι προκαλεί οξύ πόνο, πιο οξύ από της βίτσας, την οποία έχω δοκιμάσει»
    - «Ναι, είναι πιο οξύς»
    - «Δεν έχω μεγάλες αντοχές» ομολόγησα χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Έχω… έχω παρακολουθήσει το Μιχάλη να παίζει με άλλες κοπέλες και κάποιες φορές τις έφτανε να ματώνουν στην πλάτη με το μαστίγιο…»
    - «Όμως με το Μιχάλη το ζητούμενο ήταν να πάτε μέχρι όσο εσένα σε ερεθίζει σαν παιχνίδι, σωστά;»
    - «Σωστά» είπα ξεφυσώντας.
    - «Γιατί ξεφυσάς, Μαριλίζα μου; Δεν το επικρίνω, απλά έχω διαφορετικά ζητούμενα, αλλά, όπως σου είπα και πριν, αν και θέλω να εξερευνήσω τις αντοχές σου δε σκοπεύω ούτε να σε τεντώσω ούτε να σε φέρνω κάθε φορά στα όριά σου και θα στο θέσω και αλλιώς, αν το σημείο μέχρι το οποίο είναι απολαυστικό για σένα μου είναι και για μένα, δε θα προχωρήσω καν παραπάνω. Αν το σημείο που χρειάζομαι να φτάσω είναι κοντά στις αντοχές σου, ωστόσο, θα το πάω μέχρι εκεί. Αν τις ξεπερνάει, απλά δε θα το κάνω αυτό μαζί σου, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν κάμποσες play partners που τα thresholds τους μου φτάνουν και μου περισσεύουν.»
    - «Θέλω να σου δώσω ό,τι μου ζητάς!»
    - «Δεν αρκεί η θέληση, πρέπει και να το μπορείς. Ωστόσο μην υποτιμάς το πόσο το εκτιμώ ότι το θέλεις, ακόμα και αν τελικά δεν το μπορέσεις»
    - «Δε θα χαλαστείς;»
    - «Θα μου προσφέρεις τον εαυτό σου ως εκεί που αντέχεις Μαριλίζα και αυτό μου αρκεί. Δε θέλω να θυσιάσεις για μένα, θέλω να προσφέρεις επειδή σε γεμίζει αυτή η προσφορά για όσο σε γεμίζει αυτή η προσφορά»
    - «Θέλεις καφεδάκι;» τον ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα. «Δεν έχω καφετιέρα σαν τη δική σου οπότε θα παραγγείλουμε!»
    - «Ναι, ένα καφεδάκι θα το έπινα τώρα» απάντησε και, καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελα να συζητήσω περισσότερο, δεν το συνέχισε.
    - «Ωραία, θα το παραγγείλω και θα κατέβω να τα πάρω. Και τις τάρτες! Ξέχασα τις τάρτες! Φτου!» είπα δεν μπόρεσε να πνίξει ένα χαχανητό.
    - «Αν δε σε πειράζει να κατέβω κι εγώ κάτω στο αυτοκίνητο να πάρω κάποια πραγματάκια από το πορτμπαγκάζ. Δηλαδή πιο άνετα ρούχα, τα έφερα καλού-κακού, για να μην είμαι όλη την ώρα με το κουστούμι!»
    - «Θα κάτσεις μαζί μου σήμερα;» τον ρώτησα με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
    - «Αν με θέλεις, θα το ήθελα. Γιατί νομίζεις ότι τα κουβάλησα;»
    - «Αχ υπέροχα!» είπα και σηκώθηκα και του τράβηξα ένα ρουφηχτό φιλί. «Και να σου πω, δε χρειάζεται να ντύνεσαι και να γδύνεσαι, τώρα που θα κατέβω να πάρω τους καφέδες, θα σου φέρω εγώ τα πράγματά σου από το αυτοκίνητο»
    - «Ναι, γιατί όχι;» μου είπε. «Άντε, κάνε τα κουμάντα σου!»
    - «Αμέσως!» του είπα χαμογελαστή και πήρα τηλέφωνο στο ζαχαροπλαστείο. «Καλησπέρα, θέλω ένα διπλό americano σκέτο και ένα καπουτσίνο μέτριο με μαύρη ζάχαρη, και τα δύο ζεστά. Ναι, η Μαριλίζα είμαι. Σε πόση ώρα; Α, να κατέβω τώρα; Εντάξει, ευχαριστώ» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο και μετά γύρισα προς τον Αρίστο. «Πάω να τους πάρω!»
    - «Κάτσε να σηκωθώ να σου δώσω και τα κλειδιά μου» μου είπε και αφού έβαλα τη φόρμα μου, πήγαμε προς το σαλόνι που είχε αφήσει το σακάκι του, ψάρεψε από μέσα τα κλειδιά του και μου τα έδωσε.
    - «Έρχομαι αμέσως» του είπα και έφυγα σχεδόν πετώντας από τη χαρά μου.

    Είχα ελπίσει να θέλει να κοιμηθούμε μαζί το βράδυ αλλά δεν ήθελα να του το ζητήσω και δε χρειάστηκε καν, το ήθελε και ο ίδιος τόσο που είχε έρθει προετοιμασμένος. Πήγα να και πήρα τους καφέδες -και τάρτες, εννοείται!- και μετά πέρασα από το αυτοκίνητό του να πάρω τα πράγματά του. Δεν είχε κάτι στο πίσω κάθισα οπότε άνοιξα το πορτμπαγκάζ που και πήρα από μέσα ένα μικρό σακβουαγιάζ. Και εκεί ένιωσα κάτι υγρό ανάμεσα στα πόδια μου, μου είχε έρθει περίοδος. Γαμώ το! Γαμώ το, δηλαδή! Δε μπορούσε να περιμένει μια μέρα η ρημάδα; Ανέβηκα πάνω με τα μούτρα ελαφρά ξινισμένα και ο Αρίστος το έπιασε αμέσως.

    - «Τι έπαθες εσύ βρε;»
    - «Υδραυλικά… βρήκε τη μέρα!» του είπα με το παράπονο να με πνίγει.
    - «Εντάξει ματάκια μου, και τι έγινε; Έλα εδώ χαζούλα!» μου είπε και άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της.
    - «Γιατί σήμερα, γιατί;» ρώτησα το σύμπαν και εκεί με πήραν και πάλι τα ζουμιά, το έχω εύκολο, τι να κάνω; Ο Αρίστος με έσφιξε πάνω του και με χάιδεψε τρυφερά. «Είμαι κλαψιάρα» μουρμούρισα ρουφώντας ελαφρά τη μύτη μου.
    - «Είσαι γλύκα σκέτη!» μου είπε και μου σκούπισε τα μάτια. «Και μου πήρες και τάρτες!»
    - «Εμ τι, έτσι θα σ’ άφηνα;» τον ρώτησα χαμογελαστή. «Αρίστο μου, πρέπει να αλλάξω και….»
    - «Ναι, ναι, πήγαινε» μου είπε διακόπτοντάς με. «Εχμ… τα ρούχα μου θα φορέσεις;» με ρώτησε καθώς αφηρημένη πήρα το σακβουαγιάζ του μαζί μου.
    - “Ooops!” είπα χαμογελαστή και γύρισα να του το δώσω. «Φιλάκι;»
    - «Φιλάκι!» μου είπε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.

    Πήγα στο μπάνιο να αλλάξω και να κάνω ένα γρήγορο ντουζ. Ευτυχώς είμαι από τις γυναίκες τις οποίες η περίοδος δεν ταλαιπωρεί ιδιαίτερα, εντάξει έχω φούσκωμα και αυξημένη ευαισθησία στα στήθη αλλά όχι ιδιαίτερους πόνους. Βέβαια με τις ορμόνες αχταρμά γίνομαι λίγο πιο κλαψιάρα απ’ ότι συνήθως αλλά δε βαριέσαι, υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Όταν γύρισα στο σαλόνι ο Αρίστος ήταν και αυτός ντυμένος με μια φόρμα και μέχρι και παντόφλες φορούσε.

    - «Να σου πω, δεν πιστεύω να σε πειράζει να τα αφήσω αυτά εδώ αύριο φεύγοντας, έτσι;»
    - «Άκου τι ρωτάει! Φυσικά και δεν με πειράζει Αρίστο μου!!!!»
    - «Το Σάββατο που θα έρθεις…»
    - «Κυριακή δεν έχεις κανονίσει με το Στεργίου;» τον διέκοψα.
    - «Το Σάββατο που θα έρθεις, ξαναλέω, θα φέρεις κι εσύ ρούχα για να έχεις στο σπίτι μου»
    - «Νομίζω ότι το έπιασα το υπονοούμενο» του είπα χαμογελώντας σα χαζή.
    - «Την Κυριακή το πρωί που θα ξυπνήσουμε για να φτιάξουμε το αντικριστό δε θα χαμογελάς τόσο πολύ» με πείραξε.
    - «Χα! Νομίζεις!»

    Θα ξυπνήσουμε! Θα φτιάξουμε αντικριστό! Θα βγάλουμε βόλτα την Sadie! Μαζί! Το μυαλό μου πάσχιζε ακόμα να συνειδητοποιήσει ότι μετά από ένα χρόνο βρισκόμουν και πάλι σε σχέση με κάποιον. Βέβαια ήταν σχέση αρκετά διαφορετική από όλες όσες είχα μέχρι τώρα, αλλά, όσο και αν αυτό κάπου με τσίνιζε, είχε και τα καλά του, θα συνέχιζα να έχω στη ζωή μου το Μιχάλη με τον τρόπο που τον είχα και τώρα, θα συνεχίζαμε να κάνουμε παρέα και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίζαμε να βγάζουμε τα μάτια μας όποτε είχαμε κέφι, και όλα αυτά έχοντας κανονική σχέση με τον Αρίστο. Μακάρι να γινόταν αυτό που πραγματικά πίστευα, να συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον! Και ξαφνικά ένωσα ανήσυχη για την Παρασκευή, τι θα γινόταν αν δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους; «Όχι, όχι, δε θα σκέφτεσαι έτσι» μάλωσα τον εαυτό μου.

    - «Τελείωσε η διάσκεψη την ολομέλειας;» με ρώτησε ο Αρίστος με αυτό το αιώνιο smirk του.
    - «Είμαστε σε σχέση!» μονολόγησα
    - «Γαμώτο, όλα τελευταίος τα μαθαίνω» μου απάντησε συνεχίζοντας το δούλεμα.
    - «Και τώρα ανάκριση!» του δήλωσα. «Κατσ’ κατ!»
    - «Να ‘τα και τα πιπεράτα!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες; Λοιπόν, Αρίστο!»
    - «Διατάξτε!» συνέχισε ακάθεκτος το δούλεμα.
    - «Για come to δώθε!» του είπα και φορώντας ακόμα το smirk του ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. «Πόσες φορές έχεις ερωτευτεί;»
    - «Τρεις» μου απάντησε χωρίς να το σκεφτεί. «Τη Μυρτώ, τη Φοίβη και τη Χριστίνα!»
    - «Τη Φοίβη; Τη γνωστή Φοίβη; Και ποια είναι η Μυρτώ;»
    - «Ναι, στη Μαρτίνου αναφέρομαι. Όσον αφορά τη Μυρτώ, she was my first love, στο πολυτεχνείο, είμασταν μαζί τρία χρόνια.»
    - «Οκ, θα μου πεις μετά για τη Μυρτώ!»
    - «Μάλιστα κύριε λοχαγέ!»
    - «Το αντιπαρέρχομαι αυτό! Με τη Φοίβη πώς; Δεν ήταν με τον Ανδρέα;»
    - «Με τον ίδιο τρόπο που ερωτεύτηκες και εσύ το Μιχάλη, I guess. Σου είπα, για κάποιους σαν εμένα είναι αδύνατο να μην την ερωτευτούν. Ομολογώ ότι ενδεχομένως να δάγκωσα πιο δυνατά τη λαμαρίνα απ’ ότι εσύ με τον Μιχάλη αλλά έτσι ή γιουβέτσι την ερωτεύτηκα, και ακόμα είμαι λίγο, το ομολογώ!»
    - «Η Μυρτώ;»
    - «Η Μυρτώ ήταν συμφοιτήτριά μου στο πολυτεχνείο, πρωτοετής εκείνη, τριτοετής κι εγώ. Γνωριστήκαμε σε ένα φοιτητικό πάρτι και κολλήσαμε αμέσως. Όπως εκείνης έτσι κι εγώ, ήμασταν οι πρώτοι πραγματικοί έρωτες και ήταν πολύ έντονο. Με εκείνη έκανα τα πρώτα μου S/m παιχνίδια.»
    - «Τι έγινε;»
    - «Τι να γίνει, οι πρώτοι έρωτες όσο δυνατοί και αν είναι, σπάνια είναι οι τελευταίοι. Ναι, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα όπως η Φοίβη με τον Ανδρέα και τη Χριστιάνα»
    - «Την ποια;»
    - «Ναι… Την κουμπάρα τους εννοώ. Μεγάλη ιστορία αυτή η γυναίκα, Μαριλίζα δεν αστειεύομαι όταν σου λέω πως όταν εγώ πήγαινα εκείνη γύριζε για δέκατη φορά. Τέλος πάντων, η Φοίβη τα είχε στην αρχή με τον Ανδρέα και μετά έγιναν τρίο με τη Χριστιάνα και η σχέση τους κράτησε πολλά χρόνια και δε νομίζω ότι σταμάτησαν ποτέ να είναι ερωτευμένες η μία με την άλλη»
    - «Και ο Ανδρέας;»
    - «Ο Ανδρέας τι; Τη νιρβάνα του ζούσε, τη Φοίβη την έχεις δει έτσι; Που να δεις τη Χριστιάνα. Ποιο αγοράκι θα είχε δύο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά να τον ξεμυαλίζουν και θα χαλιόταν; Βέβαια η Χριστιάνα είναι λεσβία οπότε τα παιχνίδια της με τον Ανδρέα ήταν περιορισμένου εύρους αλλά, συναισθηματικά μιλώντας, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, ίσως όχι στον ίδιο βαθμό που αγαπούσαν τη Φοίβη, αλλά αγαπιόντουσαν nonetheless.»
    - «Και όλα αυτά στα μέσα του ’90;»
    - «Ω ναι! Μυθιστόρημα σκέτο. Τέλος πάντων»
    - «Με τη Χριστίνα πότε γνωριστήκατε;»
    - «Το 2007, όταν γύρισα από Αμερική. Στο forum τη γνώρισα, αν και έχει πάψει εδώ και χρόνια να μπαίνει. Χωρίσαμε το 2013, το γιατί στο έχω πει»
    - «Μου το έχεις πει, μωρό μου» του είπα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά και τότε συνειδητοποίησα ότι τον είπα «μωρό μου». Εκείνος πάλι δεν έδειξε ούτε να πειράζεται, ούτε να χαλιέται, αν μη τι άλλο ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο.
    - «Είχε πονέσει πολύ αυτό, Μαριλίζα μου. Πολύ. Ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου, η Χριστίνα να χτυπιέται και να κλαίει και να μου λέει πως μ’ αγαπάει, πως δε θέλει να με αφήσει, πως αφού ο Θεός δεν ήθελε να μπορέσει να κάνει δικό της παιδί ας μην έκανε κι εγώ… κι εγώ με τα μέσα μου να ουρλιάζουν, με τα σωθικά μου να καίγονται, να προσπαθώ να φανώ σκληρός και για τους δυο μας… το μόνο… το μόνο που ήθελα ήταν να την πάρω στην αγκαλιά μου…» είπε και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ. «Ξέρεις κάτι;» συνέχισε. «Ήταν η σωστή απόφαση. Γνώρισε το Νικήτα, έκανε δυο υπέροχα κοριτσάκια και ζει ευτυχισμένη. Εγώ… εγώ έμεινα πίσω. Έκανα σχέσεις που δε φτουρούσαν, η Χριστίνα ήταν το μέτρο σύγκρισης για το τι αποζητώ από μια σύντροφο και ο έρωτάς μου για τη Μυρτώ, τη Φοίβη και φυσικά για τη Χριστίνα, το μέτρο της έντασης των συναισθημάτων μου.»
    - «Είναι άδικο αυτό για όλες όσες ακολούθησαν» του είπα καθότι κι εγώ προς το παρόν σε αυτή την κατηγορία άνηκα.
    - «Άδικο γιατί; Είμαστε όλα όσα έχουμε ζήσει, Μαριλίζα, αλλά και κάτι παραπάνω, είμαστε και αυτά που θέλαμε να ζήσουμε και απλά καμία από Χριστίνα και μετά δεν το είχε. Με κάποιες από αυτές κρατήσαμε επαφές, γίναμε play partners και με κάποιες ακόμα είμαστε, αλλά καμία δεν είχε αυτό το κάτι. It is what it is, η ζωή δεν έχει εγγυήσεις. Μπορείς να ξεκινήσεις κάτι και να μην περπατήσει αλλά σίγουρα αποκλείεται να περπατήσει αυτό που δεν έχεις ξεκινήσει»
    - «Ισχύει. Que sera, sera, whatever will be will be, που λέει και το τραγούδι!»
    - «Το ξέρεις;» με ρώτησε έκπληκτος
    - «Ε, μπορεί να είμαι το ’98 αλλά δεν έπεσα με αλεξίπτωτο από τον Άρη βρε Αρίστο! Το συγκεκριμένο άρεσε πολύ στη μακαρίτισσα τη γιαγιά, τη μαμά της μαμάς μου»
    - «Έχω μια ιδέα» μου είπε. «Έχεις Spotify; Ή μάλλον άστο, έχεις κάποιο Bluetooth ηχείο;»
    - «Ναι, έχω… εχμ» είπα και σταμάτησα και με κοίταξε ερωτηματικά. «Ουφ… με… ουφ…»
    - «Παιδί μου τι έπαθες;»
    - «Με… με αυτό έκανα χθες στριπτήζ»
    - «Σοβαρά τώρα;» με ρώτησε και προς στιγμή κοκάλωσα. «Φέρε το ηχείο βρε διάολε… δεν είμαστε με τα καλά μας» συνέχισε να μουρμουράει.
    - «Στο… δεν…»
    - «Ρε πήγαινε φέρε το ηχείο και άσε το μελόδραμα!» μου είπε και τι να κάνω, σηκώθηκα και πήγα και το έφερα. «Α, είναι και καλό!» μου είπε όταν το είδε.
    - «Μου το έφερε ο Άγιος Βασίλης» του είπα παιχνιδιάρικα. «Το κέρδισα στη Χριστουγεννιάτικη κλήρωση»
    - «Να είσαι πάντα καλότυχη.»
    - «Σ’ ευχαριστώ. Κάτσε να ανοίξω το Bluetooth να το συνδέσεις και αν έχεις όρεξη κατέβασε και την εφαρμογή της JBL, νομίζω ότι με αυτήν μπορείς να κάνεις παραπάνω πράγματα!»
    - «Δε χρειάζεται κοριτσάκι μου, να παίξω απλά μουσική θέλω. Ωραία, συνδέθηκα» μου είπε και ψαχούλεψε το κινητό του και μετά σηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος του. «Θα μου χαρίσετε αυτό το χορό ωραία μου δεσποινίς;»
    - «Πολύ ευχαρίστως καλέ μου κύριε» του είπα και μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ. Πάτησε να ξεκινήσει η μουσική και αφού άφησε το κινητό με έπιασε και με έσφιξε πάνω του. Δεν το ήξερα το τραγούδι.

    Are you going to Scarborough Fair?
    Parsley, sage, rosemary, and thyme
    Remember me to one who lives there
    She once was a true love of mine


    Το τραγούδι, όμορφο και μελαγχολικό είχε ένα μεσαιωνικό vibe και, όπως και το επεισόδιο του Star Trek που είδαμε, μου γέννησε μια αίσθηση μελαγχολίας και νοσταλγίας χωρίς ωστόσο να μου γεννήσει την αίσθηση της απώλειας. Συνεχίσαμε να το χορεύουμε αλλά όταν πλησίαζε προς το τέλος ήθελα να του βάλω κι εγώ ένα τραγούδι.

    - «Αρίστο μου, μπορώ να διαλέξω εγώ το επόμενο;»
    - «Αμέ!» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το κινητό του. «Μη μου πεις ποιο είναι, βάλ’το απλά να το ακούσουμε, αρκεί να είναι μπαλάντα!»
    - «Μπαλάντα είναι» του είπα βρίσκοντας το τραγούδι. Πάτησα να ξεκινήσει να παίζει και γύρισα στην αγκαλιά του.

    What would I do without your smart mouth?
    Drawing me in, and you kicking me out
    You've got my head spinning, no kidding, I can't pin you down
    What's going on in that beautiful mind?
    I'm on your magical mystery ride
    And I'm so dizzy, don't know what hit me, but I'll be alright


    - «Δεν το ήξερα, όμορφο ήταν!» μου είπε όταν το τραγούδι έφτανε στο τέλος του. «Το επόμενο δικό μου» είπε και έπιασε το κινητό στο χέρι και διάλεξε τραγούδι. «Αυτό είναι για το παρελθόν, εσύ μετά θέλω να διαλέξεις ένα για το μέλλον»
    - «Αμέ» του είπα και σταμάτησα καθώς άρχισαν να πέφτουν οι νότες. Αυτό το ήξερα, το είχα συναντήσει σε μια ιστορία στο φόρουμ!

    Where the Nile flows
    And the moon glows
    On the silent sand
    Of an ancient land
    When a dream dies
    And the heart cries
    Shahadaroba
    Is the word they whisper low


    Τον είχα αγκαλιάσει σφιχτά και είχα δακρύσει, θυμήθηκα την ιστορία στην οποία το είχα συναντήσει για πρώτη φορά, μια γλυκόπικρη, μελαγχολική ιστορία που το τέλος της με είχε αφήσει με κόμπο στο στομάχι να κλαίω του καλού καιρού. Το τραγούδι ήταν υπέροχο αλλά εγώ ήθελα να επιλέξω κάτι λιγότερο μελαγχολικό και είχα λατρέψει και την ταινία και μεταξύ μας, για το μέλλον δε μου ζήτησε; Ε, ποιο αισιόδοξο δεν έχει!

    Now I've had the time of my life
    No, I never felt like this before
    Yes I swear, it's the truth
    And I owe it all to you
    'Cause I've had the time of my life
    And I owe it all to you


    Και εκεί με περίμενε μια έκπληξη. Μια τεράστια, υπέροχη έκπληξη! Όταν το τραγούδι άρχισε να γίνεται πιο γρήγορο ο Αρίστος σταμάτησε να με έχει αγκαλιά και άρχισε με χορεύει πιο γρήγορα και εντάξει, μπορεί να μην το κάναμε Dirty Dancing, but boy, I had the time of my life χορεύοντάς το μαζί του!!!!

    - «Αχ, κάτσε να κάτσουμε λίγο γιατί δεν είμαι για τέτοια στην ηλικία μου και έχω ξεμάθει» είπε λαχανιασμένος.
    - «Πού έμαθες εσύ να χορεύεις έτσι;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη.
    - «Με τη Χριστίνα, της άρεσε πολύ ο χορός. Και… το ομολογώ, ένας από τους λόγους ήταν και η Φοίβη»
    - «Η Φοίβη;» τον ρώτησα με απορία.
    - «Ναι, ήθελα να …να την εντυπωσιάσω, το παραδέχομαι. Σου είπα την είχα δαγκώσει πολύ γερά τη λαμαρίνα με την πάρτη της.»
    - «Πριν γνωρίσεις τη Χριστίνα;»
    - «Ναι, το 2002 ή 2003, δε θυμάμαι, που την είχα γνωρίσει από κοντά όταν ήρθαν Αμερική. Είχαμε βγει οι πέντε μας…»
    - «Ποιοι πέντε;» τον διέκοψα
    - «Εγώ, προφανώς, η Φοίβη με τον Ανδρέα και η Χριστιάνα με τη σύζυγό της, δε θυμάμαι πως τη λένε, και είχαμε πάει για χορό και τους είδα και έπαθα ντιριντάχτα. Φοίβη και Χριστιάνα ήταν μια κατηγορία μόνες τους αλλά ο Ανδρέας ήταν και εκείνος εξαιρετικός στο χορό… και το ομολογώ, τους ζήλεψα. Όταν γνώρισα τη Χριστίνα το είδα σαν ευκαιρία να μάθω κι εγώ να χορεύω και… κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Σου άρεσε;»
    - «Δεν το περίμενα, ήταν πολύ πολύ πολύ ευχάριστη έκπληξη γιατί… κι εμένα μ’ αρέσει να χορεύω… και μου έχει λείψει… πήγε και ο χορός σαν το φλάουτο…»
    - «Ε πες το μου αυτό κοριτσάρα μου! Θέλεις να ξεκινήσουμε ξανά; Μαζί;»

    Δεν του απάντησα, απλά του όρμισα και… νομίζω ότι το έπιασε το υπονοούμενο!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 22 Δεκεμβρίου 2023
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 10ο - Το αμαρτωλό τεφτέρι

    Αν και αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα ήταν να κάνουμε σεξ, τελικά αρκέστηκα στην ικανοποίηση που άντλησα ικανοποιώντας τον ξανά με το στόμα μου, και αυτή τη φορά με ζόρισε κάμποσο, με την έννοια ότι του πήρε αρκετή ώρα να τελειώσει. Τουλάχιστον, και κρίνοντας από τις ανάσες του και τα σιγανά βογγητά του, το απόλαυσε. Όπως και τις προηγούμενες φορές, αφού κατάπια, τραβήχτηκα απαλά, του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και σηκώθηκα προς τα πάνω. Φιλάκι μπορεί να μην είχε, πάλι, αλλά αυτή τη φορά με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει 20:00.

    - «Δε μου λες κοριτσάρα μου, έχεις όρεξη να πάμε καμιά βόλτα;»
    - «Βόλτα; Πού;»
    - «Όπου θέλεις, και δεν εννοώ απαραίτητα να πάμε να κάτσουμε κάπου, απλή βόλτα με το αυτοκίνητο»
    - «Ναι αμέ, γιατί όχι; Δώσε μου λίγο να αλλάξω!»
    - «Γιατί, τι έχεις; Κι εγώ με τη φόρμα θα κατέβω!»
    - «Εντάξει τότε. Θα βγούμε έξω από το αυτοκίνητο, να πάρω μπουφάν;»
    - «Χμμμ… μπορεί, αν και εγώ δεν έχω αλλά μην ανησυχείς, το πάνω μέρος της φόρμας μου είναι χοντρό και από μέσα έχει γούνα… δηλαδή όχι ακριβώς γούνα… κατάλαβες!»

    Πήρα το μπουφάν μου, φόρεσε και εκείνος το πάνω μέρος της φόρμας του και κατεβήκαμε προς το αυτοκίνητο και, αφού δεθήκαμε, βγήκε προς τα έξω και ξεκινήσαμε. Ο Αρίστος πήρε την κατεύθυνση προς την Αγία Παρασκευή και όταν βγήκαμε στη Μεσογείων έστριψε αριστερά.

    - «Λέω να πάμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι Νέα Μάκρη και μετά να ανέβουμε την Πεντέλη και να πάμε από την πίσω πλευρά. Έχεις πάει;»
    - «Νέα Μάκρη ναι, από την πίσω μεριά της Πεντέλης όχι!»
    - «Είναι όμορφη διαδρομή!»
    - «Είμαι σίγουρη» του είπα χαμογελαστή. «Αν θέλεις να πάμε από Πεντέλη, πάμε από Πεντέλη, αν θέλεις να πάμε μέσω Λαμίας, πάμε μέσω Λαμίας»
    - «Μια άλλη φορά αυτό» μου είπε χαμογελαστός. «Φτου, τα φανάρια μου μέσα, θα φάμε πολύ φανάρι!»
    - «Δεν πειράζει!» του είπα και το εννοούσα, ήταν υπέροχα που ήμουν μαζί του, ας πηγαίναμε και σα χελώνες. Στο ραδιόφωνο έπαιζε μουσική από το Rock FM και έπαιζε και κάποια αποσπάσματα από μια πρωινή εκπομπή που είχαν πολύ πλάκα και έκανα νοερή σημείωση για να την ακούσω και κάποια στιγμή ζωντανά. Η Μεσογείων είχε όντως κίνηση αλλά δεν πήγαινε σημειωτόν οπότε δεν μας πήρε και πολλή ώρα μέχρι να φτάσουμε Ραφήνα.
    - «Αλήθεια» με ρώτησε κάποια στιγμή, «που πήγες διακοπές φέτος;»
    - «Φέτος Κεφαλονιά στους δικούς μου. Με τον Κώστα έχουμε πάει σε διάφορα νησιά, Πάρο, Νάξο, Σποράδες, Σαντορίνη, Μύκονο και Μήλο. Επίσης είχαμε κάνει και εκδρομές και Πελοπόννησο και Πήλιο και έχουμε πάει μαζί και Κεφαλονιά. Μικρή με τους γονείς μου έχουμε γυρίσει σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα»
    - «Κρήτη έχεις πάει;»
    - «Όχι δεν έχω πάει και θα ήθελα πολύ!»
    - «Καλά να είμαστε και θα πάμε Κρήτη, έχω να κατέβω Ηράκλειο από το καλοκαίρι, ε, έχω και τις αδερφές μου και τη θεια μου.»
    - «Οι γονείς σου;»
    - «Έχουν πεθάνει και οι δύο»
    - «Αλήθεια, το πατρικό σου πού είναι;»
    - «Ηράκλειο, δεν στο έχω πει;»
    - «Μέσα-μέσα ή κανένα χωριό»
    - «Μέσα, κοντά στην πλατεία Κορνάρου. Ξέρεις από Ηράκλειο;»
    - «Όχι, καθόλου»
    - «Ε, θα το δεις όταν κατέβουμε. Έχω αγοράσει και ένα στούντιο στη μικρή Έβανς το οποίο το δίνω μέσω του Airbnb, όταν πάμε εκεί θα μείνουμε» μου δήλωσε κάνοντάς με να λερώσω ακόμα μία φορά τα βρακιά μου, όχι απλά έκανε σχέδια για το μέλλον αλλά με συμπεριλάμβανε κιόλας μέσα σε αυτά σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Δεν απάντησα, απλά του χαμογέλασα τρίβοντάς του το χέρι που είχε πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων.
    - «Οι αδερφές σου;»
    - «Η Κατερίνα, η μεγαλύτερη, ζει στο πατρικό μας. Η μικρή, η Βασιλική, μένει κοντά στον Εσταυρωμένο. Η θεια η Μαριγώ μένει πάνω από την Κατερίνα.»
    - «Έχουν παιδιά;»
    - «Ναι, δύο η κάθε μία. Η Κατερίνα έχει το Μαθιό και την Ελένη, και η Βασιλική το Μηνά και τη Μαρία. Ελένη λέγαν τη συγχωρεμένη τη μητέρα μας και Μηνά τον συγχωρεμένο τον πατέρα μας. Τους δικούς σου γονείς πως τους λένε;»
    - «Γιώργο λένε τον πατέρα μου και Χαριτίνη τη μητέρα μου, όσο για τις γιαγιάδες μου, φαντάζομαι να το κατάλαβες από το όνομα, Μαρία τη μητέρα του πατέρα μου και Ελισσάβετ την άλλη μου γιαγιά»
    - «Η μητέρα σου έχει υπέροχο όνομα!»
    - «Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή. Με τούτα και με κείνα περάσαμε και τη Νέα Μάκρη και στρίψαμε αριστερά για Διόνυσο και πήραμε να ανεβαίνουμε την Πεντέλη, μέχρι που κάποια στιγμή έβγαλε alarms και πήγε πολύ προσεκτικά στην άκρη, σε ένα μεγάλο πλάτωμα.
    - «Βάλε το μπουφάν σου, είμαστε κοντά στο Πανόραμα, το σημείο έχει υπέροχη θέα» μου είπε. Φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα έξω, έκανε πολλή ψύχρα.
    - «Δεν κρυώνεις Αρίστο μου;»
    - «Μωρέ τον έχω δαγκώσει αλλά μερικά λεπτά θα αντέξω. Έλα να δεις!» μου είπε και πήγαμε προς το παρατηρητήριο.

    Είχε δίκιο, η θέα ήταν υπέροχη, η Νέα Μάκρη ολοφώτιστη και απέναντί μας τα φώτα της Εύβοιας. Με έσφιξε πάνω του και άρχισα να τον τρίβω για να τον κρατήσω ζεστό. Λίγη ώρα αργότερα μπήκαμε και πάλι στο αυτοκίνητο και πήραμε την πίσω μεριά της Πεντέλης και γύρω στις 21:30 ήμασταν και πάλι σπίτι.

    - «Αρίστο μου, μήπως πείνασες; Θέλεις να σου βάλω να φας;»
    - «Πεινάω λίγο αλλά θα μου πέσει βαρύ το λαγωτό τέτοια ώρα»
    - «Θέλεις να σου φτιάξω τοστάκια; Θα σου βάλω σε τάπερ το λαγωτό για να πάρεις μαζί σου αύριο, αν σου άρεσε»
    - «Αν μου άρεσε λέει… μα δεν είδες πόσο βασανίστηκα το μεσημέρι να φάω το δεύτερο πιάτο; Μαρτύριο σκέτο ήταν… και μετά λες εμένα σαδιστή» με πείραξε.
    - «Πάω να φτιάξω τα τοστάκια»
    - «Έρχομαι να σου κάνω παρεούλα»
    - «Θέλεις ντομάτα;»
    - «Αν κόψεις και για σένα, γιατί όχι;»

    Ετοίμασα στα γρήγορα τα τρία τοστ και, αφού τα έλειψα από πάνω με λίγο βούτυρο, τα έβαλα να ψήνονται.

    - «Τι ώρα να του πω του Μιχάλη την Παρασκευή;»
    - «Εξαρτάται, τι ώρα θα είσαι έτοιμη για να περάσω να σε πάρω;»
    - «Σχολάω στις 20:00 και μου παίρνει από σαράντα λεπτά ως μία ώρα να έρθω σπίτι, οπότε λογικά γύρω στις 21:30 θα είμαι έτοιμη»
    - «Ωραία, τότε πες του στις 22:00, θα πάρω αύριο να κλείσω και τραπέζι»
    - «Ωραία!» είπα κι εγώ με τη σειρά μου. «Αλήθεια, το Σάββατο τι ώρα να έρθω;»
    - «Σφαίρα με το που σχολάσεις. Πάρε ό,τι ρούχα χρειάζεσαι και για το Σάββατο και για την Κυριακή»
    - «Έτσι θα έρθω; Χωρίς να κάνω ένα ντουζάκι;»
    - «Ντουζ έχω και στο σπίτι μου, δύο για την ακρίβεια. Σφαίρα, ακούς;»
    - «Στας διαταγάς σας!» τον πείραξα αλλά μέσα μου χαμογελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου. «Θα πάμε πουθενά το Σάββατο το βράδυ; Ρωτάω για να δω τι ρούχα να φέρω»
    - «Δεν είχα στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο, να κάτσουμε στο τζάκι, να χαλαρώσουμε και να δούμε καμιά ταινία αλλά αν θέλεις να βγούμε έξω, πολύ ευχαρίστως»
    - «Προτιμώ τζάκι και ταινία. Και ρακόμελο!»
    - «Ρακόμελο θέλει το κορίτσι; Ρακόμελο θα πιεί!»

    Στο μεταξύ είχαν γίνει και τα τοστ και τα μασουλήσαμε συνεχίζοντας την περί ανέμων και υδάτων κουβέντα. Αφού φάγαμε τα τοστ πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε στο κρεββάτι ανοίγοντας την τηλεόραση. Ο Αρίστος μου πρότεινε να ξεκινήσουμε μια κωμωδία με τον Michael Duglas και τον Alan Arkin με τίτλο “The Kominsky method” και ήταν πραγματικά υπέροχη και έτσι όπως ήταν και μικρά τα επεισόδια, παραλίγο να κάνουμε binge watch όλη την πρώτη σαιζόν, αλλά μετά το τέταρτο μου ζήτησε να σταματήσουμε.

    - «Είναι απίθανοι οι δυο τους!» του είπα.
    - «Ναι, έχουν εξαιρετική χημεία, είχε δίκιο η φίλη μου η Ναντίν που μου την πρότεινε»
    - «Και μπράβο της!» υπερθεμάτισα. «Τι ώρα θέλεις να βάλω το ξυπνητήρι;»
    - «Και αύριο από το σπίτι θα δουλέψω οπότε δε χρειάζεται να ξυπνήσουμε με τα κοκόρια. Να πούμε γύρω στις 09:00»
    - «Μια χαρά, κι εγώ εκείνη την ώρα ξυπνάω όταν δουλεύω στις 12:00» του είπα.

    Άναψα ένα μικρό φωτάκι ώστε να μπορεί να βλέπει ο Αρίστος το βράδυ αν χρειαζόταν να πάει στο μπάνιο και μετά έκλεισα τα φώτα και χώθηκα στην αγκαλιά του, αν ήμουν γάτα θα χουρχούριζα, και εκεί θυμήθηκα ότι το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί στο ίδιο κρεββάτι στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα, άνδρα με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη κι από πάνω. «Ναι, λες και δεν έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι και τον Αρίστο» μου υπενθύμισε η φωνούλα μέσα μου και …ήταν αλήθεια, είχα αρχίσει να τη δαγκώνω τη λαμαρίνα και παρ’ όλους τους προβληματισμούς μου υπήρχε και το προφανές, «απ΄ την Κική και την Κοκό» δε θα χρειαζόταν να διαλέξω καμία, both and more!

    More… λέμε τώρα.

    - «Καληνύχτα κοριτσάρα μου» μου είπε δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί.
    - «Καληνύχτα Αρίστο μου» του είπα και στριμώχτηκα ακόμα πιο πολύ πάνω του. Ένιωθα και πάλι ζεστασιά και ασφάλεια και λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσα πως σε αντίθεση με το Μιχάλη, ο Αρίστος δε ροχάλιζε, τι άλλο να ζητήσει κανείς;

    Κοιμήθηκα σαν πουλάκι και το πρωί που χτύπησε το ξυπνητήρι σηκώθηκα από το κρεβάτι ξεκούραστη και με υπέροχη διάθεση. Άφησα τον Αρίστο να κοιμάται και πήγα στο μπάνιο να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να αλλάξω και σερβιέτα. Αφού έπλυνα τα δόντια μου, άναψα και το θερμοσίφωνα καθότι έξω είχε συννεφιά και βάζοντας τη φόρμα μου κατέβηκα κάτω για να πάρω καφεδάκια. Σκέφτηκα προς στιγμή να πάρω και σ’ εκείνον μια πίτσα αλλά τελικά είχα καλύτερη ιδέα, θα του έφτιαχνα μια στραπατσάδα. Πήρα τους καφέδες και επέστρεψα στο διαμέρισμά μου, ο Αρίστος ακόμα κοιμόταν, οπότε άφησα τους καφέδες στο σαλόνι και πήγα να τον ξυπνήσω.

    - «Καλημέρα Αρίστο μου» του είπα τρυφερά χαϊδεύοντάς τον. Άνοιξε τα μάτια του και του πήρε λίγη ώρα να κάνει boot, αλλά όταν τo κατάφερε μου χαμογέλασε.
    - «Καλημέρα κουκλί μου»
    - «Σήκω να ετοιμαστείς, σου έχω πάρει καφεδάκι, είναι στο σαλόνι, και πάω να μας φτιάξω πρωινό. Σ’ αρέσει η στραπατσάδα;»
    - «Τη λατρεύω» μου απάντησε χαρίζοντάς μου ένα φωτεινό χαμόγελο.
    - “Then you ‘re in for a treat” του υποσχέθηκα. «Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς. Θέλεις πορτοκαλάδα;»
    - «Ναι, γιατί όχι. Λοιπόν πάω να ετοιμαστώ και έρχομαι μέσα να σε βρω»

    Πήγα μέσα και έβγαλα δυο ώριμες ντομάτες, μια πιπεριά και ένα μέτριου μεγέθους κρεμμύδι και τα ψιλόκοψα και μετά πέταξα στο τηγάνι τις τομάτες και τις άφησα, ανακατεύοντας που και που, μέχρι να πιούν όλο το ζουμί τους. Στο μεταξύ είχε έρθει και ο Αρίστος και κάθισε δίπλα μου παρακολουθώντας τη διαδικασία. Πρόσθεσα λάδι και έριξα την πιπεριά και το κρεμμύδι και πρόσθεσα και αλατοπίπερο.

    - «Θέλεις να με βοηθήσεις;» τον ρώτησα.
    - «Και το ρωτάς; Τι θες να κάνω;»
    - «Βγάλε τέσσερα αυγά από το ψυγείο και χτύπησε τα ελαφρά, στο μπολ που έχω αφήσει στον πάγκο»
    - «Αμέσως»
    - «Ωραία, σ’ ευχαριστώ» του είπα όταν μου έδωσε τα αυγά. Χαμήλωσα τελείως τη φωτιά και πέταξα μέσα τα αυγά και άρχισα να ανακατεύω. «Αρίστο μου, ανακάτευε που και που μέχρι να στύψω την πορτοκαλάδα»
    - «Θα τη στύψω εγώ» μου είπε και πήγε στο ψυγείο και έβγαλε πορτοκάλια. «Να σου πω, να βάλω και λίγα μανταρίνια;»
    - «Αμέ!»
    - «Δώσε μου μόνο το λεμονοστύφτη!»

    Άφησα για λίγο το τηγάνι και πήγα και του βρήκα τον λεμονοστύφτη. Όσο εγώ ανακάτευα τη στραπατσάδα εκείνος έστυψε και την πορτοκαλάδα μας. Η στραπατσάδα είχε γίνει αλλά έμενε κάτι ακόμα. Τη σέρβιρα σε ένα μπολ και στο τηγάνι πέταξα τέσσερεις φέτες ψωμί του τοστ, αφού τις άλειψα με βούτυρο, και ανεβάζοντας τη φωτιά τις άφησα μέσα μέχρι να πάρουν χρυσαφί χρώμα. Έκλεισα το μάτι και πήρα τις φέτες με το ψωμί και τις άφησα σε ένα πιάτο. Μετά έβγαλα και τυρί κρέμα από το ψυγείο και την άπλωσα προσεκτικά πάνω στη στραπατσάδα.

    - «Καλή μας όρεξη!»
    - «Καλή μας όρεξη, Αρίστο μου»
    - «Αμάν… είναι υπέροχη!» μου είπε και με έκανε και πάλι να λερώσω τα βρακιά μου. Όταν αποφάγαμε κάθισε και μου έκανε παρέα όσο έπλενα τα πιάτα, τα ποτήρια και το τηγάνι και μετά πήγαμε στο σαλόνι για να πιούμε τον καφέ μας.

    Η μέρα είχε ξεκινήσει υπέροχα!

    Γύρω στις 10:00 έφυγε με το ταπεράκι του και πήγα κι εγώ να κάνω ένα ντουζ και να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τη δουλειά, δουλειά στην οποία τελικά έφτασα με δέκα λεπτά καθυστέρηση γιατί από τη μία γινόταν της μουρλής στους δρόμους και από την άλλη δεν έβρισκα και να παρκάρω. Η μέρα ήταν αρκετά κουραστική και όταν γύρισα σπίτι απλά ξεράθηκα στον καναπέ για δέκα-δεκαπέντε λεπτά με κλειστά τα φώτα για να καθαρίσει το κεφάλι μου και μετά πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο.

    - «Καλώς τη μου, γύρισες;»
    - «Ναι, πριν λίγη ώρα γύρισα και ξεράθηκα στον καναπέ με κλειστά φώτα να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου»
    - «Δύσκολη μέρα;»
    - «Όχι, απλά ήταν κουραστική. Εσύ τι κάνεις;»
    - «Ετοιμάζομαι να βγάλω τη Sadie βόλτα και μιας και χθες δεν την έβγαλα θα πρέπει να αναπληρώσω.»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, όταν γυρίσεις πάρε με»
    - «Εννοείται. Λοιπόν, τα λέμε σε μια-μιάμιση ώρα!»

    Πήγα στο δωμάτιο για να αλλάξω και να βάλω τις πιτζάμες μου και στο μεταξύ άναψα και το θερμοσίφωνα. Ζέστανα το λαγωτό και στο μεταξύ έκοψα και λίγη σαλάτα για να μην το φάω σκέτο. Όταν έφαγα πήγα και έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσω και όταν τελείωσα ξαναέβαλα τις πιτζάμες μου και επέστρεψα στο σαλόνι και πήρα τηλέφωνο τους γονείς μου με τους οποίους είχα να μιλήσω από την Δευτέρα. Όταν τέλειωσα και μ’ αυτό και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, πήρα να γράψω, και πάλι με καθυστέρηση μιας μέρας το ημερολόγιό μου.

    Alligator’s diaries

    Τετάρτη 17/1

    Σήμερα ήταν υπέροχη μέρα! Υπέροχη!

    Απορροφημένη δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα μέχρι που με κάλεσε ο Αρίστος.

    - «Καλώς τον μου»
    - «Τι κάνεις εσύ κοριτσάρα μου;»
    - «Έγραφα στο ημερολόγιό μου αν και έχω μια καλή ιδέα ότι ξέρεις τι έκανα χθες!»
    - «Ξέρω από την οπτική μου, η αξία του ημερολογίου είναι να βλέπω τα πράγματα από τη δική σου οπτική»
    - «Το ξέρω Αρίστο μου, σε πειράζω!»
    - «Πειράζεις τον παλιό χωρίς καμιά ντροπή; Δέκα με τη βίτσα!»
    - «Άουτς!»
    - «Ακόμα δεν άρχισα!»
    - «Προθερμαίνομαι» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Πώς πήγε η βόλτα;»
    - «Με ξεθέωσε η άτιμη. Άλλες δέκα με τη βίτσα!»
    - «Εγώ τι φταίω;»
    - «Με παρέσυρες!»
    - «Ουφ, αυτό είναι καταπίεση!»
    - «Αν δε σε καταπιέσω εγώ ποιος θα σε καταπιέσει;»
    - «Έλα μου ντε;»
    - «Άλλες δέκα με τη βίτσα για αντίσταση κατά της αρχής!»
    - «Μα δεν αντιστάθηκα!»
    - «Και άλλες δέκα με τη βίτσα γιατί… γιατί έτσι!»
    - «Μήπως να αρχίσω να τις σημειώνω; Έτσι όπως μοιράζεις τις δεκάρες στο τέλος θα χάσουμε το λογαριασμό!»
    - «Εξαιρετική ιδέα! Θα πάρεις ένα τετράδιο και θα το ονομάσεις “Αμαρτωλό τεφτέρι” και θα τις καταγράφεις εκεί και άλλες δέκα γιατί μ’ αρέσεις!»
    - «Ε, αυτές να τις κάνουμε είκοσι τότε» του είπα και του έστειλα ένα φιλάκι.
    - «Χαλάω εγώ χατίρι; Πού είμαστε τώρα;»
    - «Εγώ στο σπίτι μου και εσύ στο δικό σου και άλλες δέκα με τη βίτσα γιατί σε δουλεύω!»
    - «Εσύ θα πας μπροστά! Για λέγε!»
    - «Λοιπόν, έχουμε και λέμε, δέκα γιατί πειράζω τον παλιό, δέκα γιατί σε παρέσυρα, δέκα για κατά φαντασίαν αντίσταση κατά της αρχής, δέκα γιατί έτσι, είκοσι γιατί σ’ αρέσω, άλλες δέκα γιατί σε δουλεύω, και, φαντάζομαι, άλλες δέκα για το «κατά φαντασίαν», όλες με τη βίτσα!»
    - «Ορθά φαντάζεσαι και μπράβο σου!»
    - «Άμα δεν μπορώ να κάτσω να δω πως θα ψήσουμε το αντικριστό»
    - «Αφενός δεν είναι οβελίας να κάθεσαι να το γυρίζεις και αφετέρου ακόμα και αν ήταν, ποιο το πρόβλημα; Θα καθόσουν με πονεμένο κώλο, win-win στα κιτάπια μου»
    - «Εμ βέβαια, τι θα έλεγες;»
    - «Είπες στο Μιχάλη για αύριο;» με ρώτησε αλλάζοντας θέμα.
    - «Αμάν, το ξέχασα. Του είχα πει για την έξοδο και μου είπε ότι θα έρθει αλλά ξεχάστηκα και δεν του είπα ώρα… ναι, ξέρω… άλλες δέκα με τη βίτσα»
    - «Χαχαχα, σωστά. Στείλε του ένα μήνυμα τώρα»
    - «Θα του στείλω αργότερα, μπορεί να το δει και να τον πιάσει όρεξη για πάρλα και θα γράψει και άλλο το κοντέρ!»
    - «Στείλε μήνυμα βρε βάσανο, δε μου αρέσει να μένουν εκκρεμότητες!»
    - «Καταπίεση, αυτό έχω να πω. Και… sent!»

    Μιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμα αλλά ήταν κουρασμένος και ήθελε να πάει να κάνει μπάνιο και να ξαπλώσει να χαλαρώσει, οπότε κλείσαμε και είπε ότι θα με πάρει για καληνύχτα πριν πέσει να κοιμηθεί. Στο μεταξύ απάντησε και ο Μιχάλης με thumbs up και επειδή ψιλοβαριόμουν του έκανα κλήση στο messenger.

    - «Μαγδάλω μου!»
    - «Αρκούδε μου!»
    - «Τι κάνεις εσύ νεαρά;»
    - «Μέχρι στιγμής την S/m μου προίκα, έχω μαζέψει… κάτσε να μετρήσω… 90 με τη βίτσα για διάφορους λόγους!»
    - «Σκληρός καριόλης!»
    - «Τελείως. Άσχετο, ξέρεις που είναι η μικρή Έβανς και η πλατεία Κορνάρου;»
    - «Κοντά στο κέντρο, γιατί;»
    - «Στην πλατεία Κορνάρου είναι το πατρικό του και μου είπε ότι έχει αγοράσει και ένα στούντιο στη μικρή Έβανς και πως όταν θα πάμε εκεί θα μείνουμε στο στούντιο και ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε το πρώτο πληθυντικό!»
    - «Μια χαρά, ούτε καν αυτοκίνητο δε θα χρειαστείτε για να βολτάρετε στο κέντρο»
    - «Το δικό σου πατρικό που είναι;»
    - «Μασταμπά»
    - «Φέξε μου και γλίστρησα!»
    - «Ε αφού δεν ξέρεις από Ηράκλειο μωρή σουραύλω, τι ρωτάς;»
    - «Πήρα προαγωγή;»
    - «Ε, έτσι θα σε άφηνα;» με πείραξε. «Για λέγε, πώς τα περάσατε;»
    - «Έτσουξε Θανάση μου» του είπα και του διηγήθηκα τα καθέκαστα.
    - «Ορίστε, εγώ σε έχω στα ώπα-ώπα και πας και δίνεις το κωλαράκι σου αλλού!»
    - «Εμ, άμα στο δώσω θα πάψει να είναι κωλαράκι, θα γίνει η σπηλιά του Αλή Μπαμπά!»
    - «Υπερβολές… και στο κάτω-κάτω οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν… κλέφτες;»
    - «Λύσσα κακιά με το κωλαρίνι μου!»
    - «Λίγο μόνο!»
    - «Θα σας ειδοποιήσουμε!»
    - «Κατάλαβα, στο χέρι θα πλύνουμε και πάλι!»
    - «Εγώ φταίω βρε αχάριστε που φροντίζω να κάνεις γερά μπράτσα! Λοιπόν, τέρμα η συζήτηση του …κώλου, τι έκανες σήμερα;»
    - «Προσευχή και περισυλλογή, φεύγει η κυρά-Λένη αύριο το πρωί και είπα να κάνω τον καλό γιο και κάθισα σπίτι!»
    - «Χθες δεν κάθισες;»
    - «Χθες είχε Μάνια το πρόγραμμα»
    - «Βρε λυσσάρη, προχθές βγάλαμε τα μάτια μας!»
    - «Η Μάνια δε μου κάνει τη δύσκολη με το κωλαράκι της» με πείραξε.
    - «Λύσσαξες!»
    - «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνω;»
    - «Και άφησες τη μανούλα μόνη για δεύτερη σερί μέρα βρε αχρείε;»
    - «Όχι, το βράδυ γύρισα σπίτι, δεν άντεχα δεύτερο γύρο γκρίνιας!»
    - «Χαχαχα, εσύ να τα βλέπεις αυτά που ξενοκοιμάσαι!»
    - «Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ αλλά έχε χάρη που το πρωί μου έφτιαξες τη διάθεση!»
    - «Μα δεν είμαι υπέροχη;»
    - «Είσαι, είσαι… αλλά ώρες-ώρες γίνεσαι πολύ σφιχτόκωλη βρε αδερφάκι μου»
    - «Και εννοώ να παραμείνω»
    - «Καλά, κάνε όνειρα!»
    - «Εγώ ή εσύ;»
    - «Εσύ μαγδάλω μου, εσύ. One way or another, που λέει και το τραγούδι…»
    - «Βρε ουστ! Λοιπόν αύριο στις 22:00, ξέρεις που είναι το Ραχάτι;»
    - «Ξέρω κοριτσάρα μου, it’s not my first rodeo. Θα τα πούμε εκεί!»
    - «Εντάξει γοριλλάκι μου!»
    - «Θα πάθω διχασμό, αποφάσισε μωρή σουραυλωμαγδάλω, γοριλλάκι ή αρκούδος;»
    - “Both and more, Μιχαλιώ μου, both and more!”

    Αφού καληνυχτιστήκαμε πήγα κι εγώ και ξάπλωσα στο κρεββάτι. Αν και πολύ θα ήθελα να συνεχίσω το Kominsky Method, πήρα να συνεχίσω -χωρίς ιδιαίτερη όρεξη είναι η αλήθεια- το Shogun και τελικά κατάφερα να απορροφηθώ μέχρι που με πήρε τηλέφωνο ο Αρίστος για καληνύχτα.

    - «Α, μου απάντησε και ο Μιχάλης, πριν λίγο κλείσαμε, θα είναι στην ώρα που είπαμε»
    - «Θαυμάσια!»
    - «Πού είναι ο Μασταμπάς;»
    - «Που να σου εξηγώ τώρα… θα σου δείξω αύριο στο χάρτη. Γιατί ρωτάς;»
    - «Από περιέργεια, εκεί μου είπε ο Μιχάλης ότι είναι το πατρικό του»
    - «Τι να σου πω, είναι αρκετά μεγάλη περιοχή, σου είπε αν είναι κοντά στο Ναό κοιμήσεως της Θεοτόκου;»
    - «Όχι, δεν τον ρώτησα λεπτομέρειες, καλά, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία»
    - «Λοιπόν, κοριτσάρα μου, κλείνουν τα μάτια μου. Τέλειωσες το ημερολόγιό σου;»
    - «Χμμμ… άλλες δέκα γιατί ξεχάστηκα και το άφησα εκεί που είχα μείνει;»
    - «Πόσες έχουμε φτάσει;»
    - «Με αυτές τις δέκα, εκατό μέχρι τώρα!»
    - «Εντάξει, δέκα τότε για να μείνει στρογγυλό το νούμερο και σε παρακαλώ να πας να το τελειώσεις!»
    - «Θα το κάνω Αρίστο μου»

    Καληνυχτιστήκαμε και έπιασα και πάλι το ημερολόγιο και με έπιασε η προκοπή και έγραψα και για τη σημερινή μέρα, άλλωστε δεν είναι ότι είχα να ξυπνήσω και πρωί-πρωί. Γύρω στις 01:00 τέλειωσα και με το ημερολόγιο οπότε έκλεισα το laptop και έπεσα για ύπνο. Η Παρασκευή ήταν και αυτή αρκετά κουραστική στη δουλειά αλλά η προοπτική της βραδινής μας εξόδου διατήρησε τη διάθεσή μου σε υψηλά επίπεδα. Και, ομολογώ, το ίδιο συνέβη και με το άγχος μου για το αν θα πάει καλά, δεν ήθελα καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο Αρίστος και Μιχάλης να μην τα βρουν μεταξύ τους.

    Γύρισα στο σπίτι και πήγα αμέσως να ετοιμαστώ καθώς στις 21:30 θα περνούσε να με πάρει ο Αρίστος και ντύθηκα αρκετά απλά. Όταν τελείωσα γύρισα στο σαλόνι και έβαλα ν’ ακούσω μουσική όσο τον περίμενα. Κοντά στις 21:30 χτύπησε το τηλέφωνό μου.

    - «Έλα κοριτσάκι μου, είμαι από κάτω και σε περιμένω»
    - «Κατεβαίνω Αρίστο μου» του είπα και πήρα το μπουφάν μου και κατέβηκα. Δεν είχε έρθει με τη μπέμπα οπότε στην αρχή σκάλωσα για λίγο. Με τα πολλά πήγα στο αυτοκίνητό του, μπήκα μέσα και φιληθήκαμε.
    - «Καλώς τη μου, δέσε σε παρακαλώ τη ζώνη σου να ξεκινήσουμε»
    - «Έτοιμη» του είπα και ξεκίνησε. «Πώς ήταν η μέρα σου;»
    - «Σήμερα είχα κατέβει Ζωγράφου και έφαγα κίνηση και στο πήγαινε και στο έλα»
    - «Φαντάζομαι, εδώ τρώω εγώ σχεδόν μια ώρα από Χαλάνδρι σε Ψυχικό που είναι και δίπλα»
    - «Δε βαριέσαι. Πώς ήταν η δική σου;»
    - «Κουραστική όπως και η χθεσινή και δουλεύω και αύριο!»
    - «Δε θα το ξενυχτίσουμε, μη μου ανησυχείς!»

    Λίγο πριν τις 22:00 ήμασταν στο Ραχάτι το οποίο ήταν γεμάτο αλλά ο Αρίστος είχε κλείσει τραπέζι. Ο Μιχάλης δεν είχε έρθει ακόμα οπότε όταν καθίσαμε και είπαμε στο παιδί που ήρθε να μας πάρει την παραγγελία ότι περιμένουμε παρέα και να έρθει λίγο αργότερα. Κοίταξα τον κατάλογο από περιέργεια και, όπως ήμουν και νηστική, άρχισαν να μου τρέχουν τα σάλια. Πάνω που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι που βόσκαγε το ρεμάλι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα με μια σακούλα στο χέρι και κοίταξε αριστερά-δεξιά μέχρι να μας βρει. Χαμογέλασε όταν με είδε και ήρθε προς το μέρος μας και σηκωθήκαμε και οι δύο όρθιοι.

    - «Να σας συστήσω!»
    - «Δε χρειαζόμαστε συστάσεις, χωριό που φαίνεται» είπε ο Μιχάλης και έδωσε το χέρι του στον Αρίστο. «Μιχάλης!»
    - «Αρίστος, χαίρω πολύ!» του είπε και σφίξανε εγκάρδια τα χέρια τους. «Έχω ακούσει τα χειρότερα από τη μικρή, εδώ!» είπε χαμογελαστός
    - «Έλα εδώ μωρή μαγδάλω!» μου είπε και με έσφιξε στην αρκουδοαγκαλιά του φιλώντας με στο κεφάλι. «Διασύρεις το όνομά μου;»
    - «Λίγο μόνο!» του είπα χαμογελαστή, ανταποδίδοντας το σφίξιμο. Κάθισε απέναντί μας και ξεκίνησε εκείνος την κουβέντα.
    - «Πατριωτάκι λοιπόν, όπως με έχουν πληροφορήσει οι ρουφιάνοι μου!»
    - «Ναι, μου τα πρόλαβαν κι εμένα οι δικοί μου!»
    - «Κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις» είπε σαρκαστικά ο Μιχάλης ενώ ο …ρουφιάνος χαμογελούσε σαν το χαζό.

    Τελικά άδικα ανησυχούσα, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όπως είχα υποθέσει αρχικά, οι δυο τους είχαν εξαιρετική χημεία και έχοντας εμένα και ως …στόχο, δε με άφησαν σε χλωρό κλαρί με τα πειράγματά τους όλο το βράδυ, ειδικά αφού ο Μιχάλης έδωσε τη σακούλα στον Αρίστο… και ναι, ήταν μια μεγάλη οικογενειακή τάρτα φράουλα.

    - «Βέβαια δεν είναι από το ζαχαροπλαστείο απέναντί της αλλά δεν προλάβαινα!»
    - «Χαχαχα, σε ευχαριστώ!» είπε ο Αρίστος χωρίς να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις, άλλωστε τα είχα γράψει με το νι και με το σίγμα στο ημερολόγιο.

    Και μετά, με αφορμή το …πρώτο δωράκι που έκανα στον Μιχάλη, πιάσανε συζήτηση για το star wars και κάπου εκεί τους έχασα αλλά δε με πείραζε καθόλου, το φαγητό ήταν υπέροχο, το ρακόμελο ακόμα καλύτερο, και οι δυο μου …άντρες μιλούσαν και γελούσαν σα να ήταν παλιά φιλαράκια. Παρόλο που στο βάθος είχα ακόμα αυτό το κάτι που μ’ έτρωγε, ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένη. Ξαναξύπνησα όταν η συζήτηση, δεν ξέρω κι εγώ πώς, έφτασε στα σαδομαζοχιστικά paraphernalia και άρχισαν να περιγράφουν ο ένας στον άλλον τι είχαν στα play rooms τους.

    - «Τροχό; Σοβαρά μιλάς;» τον ρώτησε ο Μιχάλης.
    - «Proof of concept, εννοείται ότι δεν το έχω δοκιμάσει»
    - «Now I have to see this!»
    - «Σε αυτή την περίπτωση, πάρε τη μικρή σου και ελάτε κι εσείς την Κυριακή, θα φτιάξω αντικριστό και έχω καλέσει το …συμπέθερο, στα είπε νομίζω η Μαριλίζα»
    - «Εντάξει, τώρα με γονάτισες!» του απάντησε ο Μιχάλης. «Ναι, θα της το πω, δε νομίζω να έχει αντίρρηση. Α, θα ήθελα να δω και τα μοντέλα σου!»
    - «Εννοείται!» του απάντησε με ενθουσιασμό ο Αρίστος και αν είχε και ανάλογα γούστα ο Στεργίου, μάλλον θα την περνούσα με τις πιτσιρίκες και τα σκυλιά την Κυριακή… oh well…

    Τελικά καθίσαμε μέχρι περίπου τις 00:30 όπου ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την Κυριακή και κοντά στις 01:00 είμασταν κάτω από το σπίτι μου.

    - «Θα κατέβεις;»
    - «Βρε έχεις πρωινό ξύπνημα αύριο, δε θες να κοιμηθείς;»
    - «Αγκαλίτσα κοιμάμαι καλύτερα!»
    - «Αγκαλίτσα θέλει το κορίτσι;»
    - «Πολύ πολύ!» του είπα παίζοντας τα βλέφαρα.
    - «Θα μου γκρινιάζει η Sadie αύριο που την άφησα πάλι έξω!»
    - «Προτιμάει να κοιμάται μέσα;»
    - «Όχι, προτιμάει γενικά το έξω αλλά γκρινιάζει για λόγους αρχής!»
    - «Κατά μάνα κατά κύρη και αισίως πάμε στις 110!» τον πείραξα.
    - «Βρε, πότε γκρίνιαξα εγώ; Και όχι δε θα πάμε στις 110, θα τις φας σήμερα με τη ζώνη!»
    - «Εχμ…» πήγα να πω γιατί το ξανασκέφτηκα αλλά το ύφος με το οποίο με κοίταξε με έκανε να το βουλώσω.
    - «Και δε θα είναι μόνο δέκα! Ωραία, κάτσε να βρούμε να παρκάρουμε!»
    - «Κλείσε εμένα» του είπα. «Από πίσω δεν παρκάρει κανείς για να μη με κλείνει αλλά με το δικό σου δεν έχουμε θέμα»

    Αν και είχα ψιλοδαγκωθεί με το ύφος που με κοίταξε λίγο πριν, τελικά αποδείχτηκε ότι απλά με ψάρωσε για χαβαλέ, πράγμα που αποδείχτηκε όταν έσκυψα γυμνή μπροστά του και αντί να μου ρίξει με τη ζώνη άρχισε να μου χαϊδεύει και να μου χουφτώνει απαλά τους γλουτούς εκθειάζοντας το κωλαράκι με ευγλωττία που θα ζήλευαν και οι πιο φιλόδοξοι λεξιπλάστες, ούτε που θυμάμαι τι έλεγε, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κόντεψα να μείνω από τα γέλια, πραγματικά όμως, σταμάτησε μόνο όταν με έπιασε βήχας.

    Αν και πολύ θα ήθελα να κοιμηθώ γυμνή στην αγκαλιά του για τεχνικούς λόγους ήταν αδύνατο, οπότε περιορίστηκα στο next best thing, κουλουριάστηκα μέσα της φορώντας μόνο το κάτω μου εσώρουχο. Μιας και την επόμενη έπιανα δουλειά στις 10:00 έβαλα το ξυπνητήρι στις 07:30 για να σηκωθώ να ανοίξω το θερμοσίφωνα και να πάρω και τα καφεδάκια μας. Αν και κοιμήθηκα καλά, ένιωθα ακόμα κουρασμένη, με δυσκολία σηκώθηκα να ανάψω το θερμοσίφωνα και φλέρταρα να γυρίσω στο κρεββάτι, αλλά μισή ώρα παραπάνω δε θα με έσωζε, οπότε κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία κατέβηκα και πήρα τους καφέδες μας και όταν ανέβηκα πάνω έβαλα να φτιάξω και δύο τοστ, ένα για τον καθένα μας, για πρωινό.

    - «Αρίστο μου» του είπα και τον φίλησα για να τον ξυπνήσω.
    - «Καλημέρα κοριτσάρα μου» μου είπε και τεντώθηκε. «Τι ώρα είναι;»
    - «07:45, έχω πάρει καφεδάκια και σου έχω φτιάξει και ένα τοστάκι, δεν προλάβαινα να φτιάξω πάλι στραπατσάδα!»
    - «Δεν πειράζει Μαριλίζα μου» μου είπε και σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Ήρθε και με βρήκε στην κουζίνα και φάγαμε χωρίς να μιλάμε τα τοστάκια μας και μετά πήγαμε να κάτσουμε στο σαλόνι. «Το απόγευμα όπως είπαμε, θα έρθεις καρφί από τη δουλειά στο σπίτι μου». Βασικά δεν είπαμε, είπε, αλλά D/s ή όχι, what Aristos wants is what Aristos gets, και, μεταξύ μας, όλο αυτό το σκηνικό πολύ μου άρεσε! Βέβαια θα μου πεις ότι δε μου είχε ζητήσει και τίποτα που θα έκανε το μάτι μου να γυρίσει, but still, τον έφτιαχνε η υπακοή και, πάλι μεταξύ μας, ομοίως έφτιαχνε και μένα.

    Έφυγε όταν τελείωσε τον καφέ του και εγώ, αφού έκανα ένα μπανάκι στα γρήγορα, μάζεψα σε μια βαλίτσα τα πράγματα που θα έπαιρνα μαζί μου, τόσο για αυτά που θα φορούσα σήμερα και αύριο, όσο και πράγματα που θα άφηνα στο σπίτι του. Ήθελα να πάω σούπερ μάρκετ να πάρω και διάφορα άλλα πράγματα όπως σαμπουάν, αφρόλουτρο και οδοντόβουρτσα αλλά θα καθυστερούσα, οπότε τα άφησα για το απόγευμα που θα έφευγα από τη δουλειά, δόξα τω Θεώ, είχε τα πάντα γύρω-γύρω. Πήγα στο γραφείο και αν και η μέρα ήταν εύκολη, δεν πέρναγε με τίποτα η ρημάδα! Στις 18:00 ακριβώς, έκλεισα laptop και αφού πετάχτηκα να κάνω τα ψώνια που ήθελα, μπήκα στο αυτοκίνητο και ανηφόρησα προς τον Αρίστο και ήμουν τόσο χαρούμενη που ούτε η απίστευτη κίνηση που είχε δε στάθηκε ικανή να μου χαλάσει τη διάθεση.

    Όταν έφτασα σπίτι του σταμάτησα και τον πήρα τηλέφωνο και μου άνοιξε την γκαραζόπορτα και πέρασα μέσα όπου με περίμενε συνοδεία της Sadie, η οποία μου έκανε τέτοιες χαρές που με συγκίνησε, το τριχωτό δεινοσαυράκι. Βέβαια λόγω ενθουσιασμού προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω μου και επειδή είχε σχεδόν τα διπλά κιλά μου, για να μην αναφέρω ότι μου έριχνε καμιά τριανταριά πόντους στο μπόι, βρέθηκα κάτω φαρδιά πλατιά και με τον Αρίστο από τη μία να προσπαθεί να μαλώσει τη Sadie, και από την άλλη να συγκρατήσει τα γέλια του.

    - «Συγνώμη κοριτσάκι μου» είπε γελώντας ακόμα «σε έχει λατρέψει, η Sadie δε συνηθίζει να κάνει τέτοιες χαρές και με αιφνιδίασε!»
    - «Γουφ» έκανε συμφωνώντας ο τριχωτός δεινόσαυρος.
    - «Γουφ στα μούτρα σου» την ψευτομάλωσα κάνοντας τον Αρίστο να βάλει και πάλι τα γέλια και τη Sadie να έρθει να με γλείψει στη μούρη. «Βρε κερατόσκυλο!» την μάλωσα και πάλι, για να εισπράξω ένα νέο «Γουφ!» Ο Αρίστος πήρε τη βαλίτσα μου και ανεβήκαμε πάνω.
    - «Θέλεις να κάνεις ένα ντουζάκι πρώτα; Ταχτοποιείς τα πράγματά σου αργότερα»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι ένα ντουζ θα το χρειαζόμουν»
    - «Ωραία» είπε και άρχισε να γδύνεται. «Τι με κοιτάς, στο πηγάδι κατούρησα;»
    - «Θα είσαι φρόνιμος;» προσπάθησα να αστειευτώ γιατί η αλήθεια είναι ότι μια αμηχανία την ένιωσα, ανάθεμά με και αν ξέρω το γιατί.
    - «Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!» μου ξεκαθάρισε. Μάλλον θα έτσουζε και πάλι, Θανάση μου. Αναστέναξα και έμεινα με τα εσώρουχα.
    - «Αρίστο μου, να μπω εγώ πρώτη; Ξέρεις…»
    - «Όχι, δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω κιόλας. Προχώρα!» μου είπε και πήγαμε στο μπάνιο του. Ναι, δεν ήταν απλά μπάνιο αυτό το πράγμα, ήταν μεγάλο σαν το σαλόνι μου και τη μία γωνία έπιανε μια θεόρατη καμπίνα υδρομασάζ. «Θέλω άπλα!» μου εξήγησε και με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα. «Το καλό είναι πως ούσα βαθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σα μπανιέρα»
    - «Μπανιέρα; Απλωτές μπορώ να κάνω εδώ!»
    - «Είπαμε, θέλω την άπλα μου». Άνοιξε το τηλέφωνο και άφησε το νερό να τρέχει και όταν έφτασε στη θερμοκρασία που ήθελε μου έκανε νόημα. «Δοκίμασέ το, στα κοριτσάκια ξέρω ότι αρέσει το ζεστό αλλά εγώ ως εδώ αντέχω!»
    - «Μια χαρά είναι» τον διαβεβαίωσα.

    Η αλήθεια είναι ότι θα το προτιμούσα πιο ζεστό ακόμα, αλλά θα βολευόμουν και με δαύτο. Γύρισε ένα διακόπτη και το νερό άρχισε να πέφτει από το ταβάνι λες και ήταν καταρράκτης ένα πράγμα. Χωθήκαμε και οι δύο από κάτω και αφήσαμε το ζεστό νερό να πέφτει πάνω μας. Ο Αρίστος κάτι έκανε και από καταρράκτης έγινε και πάλι ντουζ. Κάτω από το ζεστό νερό με γύρισε να μ’ έχει με την πλάτη και φιλώντας με στο σβέρκο και στ’ αφτιά χούφτωσε και με τα δυο του χέρια τα στήθη μου και άρχισε να τα μαλάζει και ένιωσα το όργανό του να φουσκώνει. Με γύρισε προς το μέρος του και πιέζοντάς μου τους ώμους μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να γονατίσω.

    Αυτή τη φορά δε με άφησε να πάρω την πρωτοβουλία, με άρπαξε -προσεκτικά είναι η αλήθεια- από το μαλλί στο πάνω μέρος του κεφαλιού και, κρατώντας με ακίνητη, άρχισε να μπαινοβγαίνει στο στόμα μου. Το νερό που έπεφτε από πάνω δε βοηθούσε και κάμποσες φορές βρέθηκα να πνίγομαι και να μη μπορώ να πάρω ανάσα. Εκείνος σα να το καταλάβαινε, χαλάρωνε το ρυθμό του και μου έδινε το χρόνο να βρω τις ανάσες μου και μετά άρχιζε και πάλι. Η σκέψη ότι με χρησιμοποιούσε σαν fuck toy σε συνδυασμό με τους ήχους της απόλαυσής του και την αυξημένη μου λίμπιντο με είχαν κάνει κι εμένα πύραυλο, και παρότι ο ρόλος μου αυτή τη φορά ήταν παθητικός, έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, και μιας και τα χέρια μου ήταν ελεύθερα, κατέβασα το ένα ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισα να χαϊδεύομαι και εκεί ο Αρίστος έκλεισε το νερό και με σταμάτησε.

    - «Σου έδωσα εγώ άδεια να χαϊδευτείς;» με ρώτησε αυστηρά.
    - «Ο… όχι» απάντησα αιφνιδιασμένη.
    - «Κανόνας νούμερο ένα, δε θα παίζεις με τον εαυτό σου αν δε σου δώσω εγώ την άδεια»
    - «Μα… μάλιστα» ψέλλισα τελείως ψαρωμένη.
    - «Κανόνας νούμερο δύο, δε θα τελειώσεις άμα δεν στο επιτρέψω»
    - «Μάλιστα» απάντησα σα ρομπότ, ούτε καν διανοήθηκα εκείνη τη στιγμή να του φέρω αντίρρηση.
    - «Σε περίπτωση που παραβείς οποιοδήποτε κανόνα θα τιμωρηθείς. Κατανοητό;»
    - «Μάλιστα» του απάντησα και πάλι.

    Δεν είπε κάτι άλλο, άνοιξε και πάλι το νερό να τρέχει και τον έβαλε και πάλι στο στόμα μου και συνέχισε από εκεί που είχαμε μείνει. Παρά το αρχικό μου ξάφνιασμα, αν ήμουν μία φορά καυλωμένη πριν, τώρα είχα γίνει δέκα, αλλά σάμπως ήμουν η μόνη; Η ένταση του mouth fuck πολλαπλασιάστηκε, και ευτυχώς δεν του πήρε πολλή ώρα να τελειώσει, γιατί με κάρφωνε τόσο βαθιά που παρά το ότι μπορούσα να τον πάρω όλο στο στόμα μου, είχα αρχίσει να ζορίζομαι πολύ.

    Με κράτησε ακίνητη και ένιωσα το όργανό του στην αρχή να αναδεύεται και μετά σχεδόν να τραντάζεται, πλημμυρίζοντάς με, και τον είχα σχεδόν όλο μέσα μου, ένας θεός ξέρει πως κατάφερα και δεν πνίγηκα, ουσιαστικά έχυσε σχεδόν στο φάρυγγά μου και το να καταπιώ, με το στόμα μου γεμάτο από το όργανό του, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. Τα βογγητά του από την άλλη -αν και όχι τόσο δυνατά όσο του Μιχάλη, γαμώτο, πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό!- ήταν έντασης που εγώ τουλάχιστον δεν τον είχα ξαναζήσει, το οποίο σήμαινε ότι το ευχαριστήθηκε πολύ, κατά τα φαινόμενα πολύ περισσότερο από τις προηγούμενες φορές.

    Τραβήχτηκε αργά και επιτέλους μπόρεσα να πάρω καλύτερες ανάσες, νόμιζα ότι θα γίνω μωβ. Ύψωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια έχοντας ακόμα το κεφαλάκι του στο στόμα μου. Είχα κρατήσει -ένας θεός ξέρει πως- λίγο στο στόμα μου και το άνοιξα και του το έδειξα και κατάπια επιδεικτικά γλείφοντας προκλητικά τα χείλη μου. Μου χαμογέλασε και με βοήθησε να σηκωθώ όρθια.

    - «Ήσουν υπέροχη» μου είπε.
    - “I live to serve” προσπάθησα να τον πειράξω.
    - «Όχι κοριτσάρα μου, δεν υπηρετείς. Προσφέρεις… και αυτό είναι που μετράει πάνω απ’ όλα για μένα… προσφέρεις» μου είπε και με τράβηξε προς το μέρος του και για πρώτη φορά μετά από πίπα με φίλησε στο στόμα…

    …και το εννοούσε!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 22 Δεκεμβρίου 2023
  5. sapfw

    sapfw Hard to handle Contributor

    εξαιρετική σειρά!!!  
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 11ο - Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα

    Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς ο Αρίστος με έσφιγγε στην αγκαλιά του και με φιλούσε χωρίς αύριο κάνοντάς με να λιώσω. Πρώτη φορά με φιλούσε μετά από πίπα και δε με πείραζε που δεν είχε ίχνος τρυφερότητας, αναπληρωνόταν και με το παραπάνω από το πάθος. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει και στην αρχή αιφνιδιάστηκα και έκανα να τραβηχτώ, είχα ακόμα περίοδο, αλλά εκείνος με κράτησε ακίνητη και συνέχισε να με παίζει, κάνοντάς με να το χάσω τελείως. Ήθελα να του φωνάξω «Πάρε με» αλλά το στόμα του έφραζε το δικό μου.

    - «Σε θέλω» μου ψιθύρισε διακόπτοντας το φιλί. «Σε θέλω» επανέλαβε.
    - «Κι εγώ σε θέλω… πολύ» του απάντησα με κομμένη σχεδόν την ανάσα. Με έσπρωξε στο τοίχωμα της καμπίνας και με γύρισε με πλάτη προς εκείνον. Δε με ένοιαζε που θα μπει, μπροστά ή πίσω, δε με ένοιαζε καθόλου, ήθελα απλά να μπει μέσα μου, να με πάρει με όποιο τρόπο του έκανε κέφι.

    Άρχισε να με φιλάει και πάλι στο σβέρκο ενώ με τα χέρια του μου χούφτωσε και τα δυο μου στήθη, μαλάζοντάς τα δυνατά και όπως ήταν και ευαίσθητα πονούσαν αλλά ο πόνος αυτός ήταν σχεδόν υπέροχος. Οι ανάσες μου έγιναν κοφτές, οι καυτές δικές του πάνω στο σβέρκο μου με ξετρέλαιναν, και το ένα χέρι του είχε κατέβει και πάλι ανάμεσα στα πόδια μου και μ’ έπαιζε με μαεστρία. Μου ξέφυγε ένα βογγητό στην αρχή και μετά δεύτερο και μετά τρίτο.

    - «Σε θέλω… σε θέλω μέσα μου» του φώναξα και εκείνος έφερε το άλλο του χέρι μπροστά και μου έκλεισε το στόμα.

    Ένιωθα το όργανό του να φουσκώνει και να θεριεύει και με γύρισε απότομα προς το μέρος του και γονάτισα αμέσως και τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου και αρπάζοντάς τον από τους γοφούς άρχισα να κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι μου, παίρνοντάς τον μέχρι το λαιμό. Με σταμάτησε μετά από λίγο και με σήκωσε και πάλι όρθια και με κόλλησε ξανά στο τοίχωμα της καμπίνας και τραβώντας με από τη λεκάνη με έκανε να του τουρλώσω το κωλαράκι μου. Σταμάτησε για λίγο για να φορέσει προφυλακτικό και έσφιξα τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου αλλά ο Αρίστος δεν είχε στο νου του το κωλαράκι μου, μπήκε μπροστά μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα δυνατό βογγητό ηδονής.

    Κάθισε για λίγο ακίνητος και μετά άρχισε να κινείται, βασανιστικά, σαδιστικά αργά, ήθελα να καρφωθεί μέσα μου και να με κοπανήσει δίχως αύριο, αλλά εκείνος συνέχισε τον αργό, νωχελικό του ρυθμό, κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου από την προσμονή. Σταμάτησε και πάλι και αρπάζοντάς με από τα στήθη με έφερε προς το μέρος του και καρφώθηκε όλος μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ακόμα ένα δυνατό βογγητό. Επανέλαβε αυτή την κίνηση μερικές φορές ακόμα και μετά άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του.

    - «Ναι!!!! Ναι!!!!» φώναζα ξανά και ξανά. «Ναι… πιο δυνατά… αααχ! Πιο δυνατά!!!»
    - «Σ’ αρέσει καυλιάρα μου;» με ρώτησε σχεδόν αγκομαχώντας.
    - «Με τρελαίνεις… Με τρελαίνεις!!!!» του απάντησα, επίσης αγκομαχώντας.

    Είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που έχω καταφέρει να τελειώσω με διείσδυση και ο οργασμός μου που ήρθε από το πουθενά, καθώς ο Αρίστος μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο, μου έκοψε την ανάσα, μπορεί να μην ήταν τόσο δυνατός όσο ο προχθεσινός αλλά ήταν αναπάντεχος και μου έκανε το μυαλό πουρέ, με την καλή έννοια, και όταν βρήκα και πάλι τις ανάσες μου, βρέθηκα να φωνάζω σαν ξαναμμένη σκύλα και τα ουρλιαχτά της ηδονής μου τα συνόδεψαν μετά από λίγη ώρα και τα δικά του βογγητά, καθώς κοκάλωσε και το ένιωσα μέσα μου να κάνει σπασμούς. Τραβήχτηκε προσεκτικά και έβγαλε το προφυλακτικό και με γύρισε προς τη μεριά του.

    - «Καθάρισέ τον» μου είπε και γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου αχόρταγα, ρουφώντας και γλείφοντας ό,τι είχε μείνει και αφού σχεδόν του τον γυάλισα, του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και ακουμπώντας τα χέρια μου στα μπούτια του σήκωσα το βλέμμα μου για να τον κοιτάξω και… έλιωσα και πάλι βλέποντας τα γελαστά του μάτια να λάμπουν. «Είσαι υπέροχη μωρό μου» μου είπε χαϊδεύοντάς με τρυφερά στο πρόσωπο και αφού δε χύθηκα μαζί με το νερό, πάλι καλά να λέω.

    Μωρό μου!!!! Με είπε μωρό μου!!!!

    - «Που ήθελες να κάνεις ντουζ μόνη σου» μου είπε πειρακτικά βοηθώντας με να σηκωθώ
    - «Τριάντα με τη βίτσα!» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Έφερες το αμαρτωλό τεφτέρι να το σημειώσεις;»
    - «Ναι, είναι στην τσάντα μου» του απάντησα.
    - «Λοιπόν, έλα να τελειώσουμε το ντουζάκι μας και πάμε κάτω, σου έχω μαγειρέψει» μου είπε χαμογελαστός και εκεί ένιωσα τόση ευτυχία που με πήραν και πάλι τα ζουμιά. «Κλαψιάρα μου εσύ» μου είπε πειρακτικά αλλά ταυτόχρονα με έσφιξε πάνω του και με χάιδεψε τρυφερά.
    - «Είμαι και φαίνομαι!» του είπα ρουφώντας τη μύτη μου, ο ρομαντισμός θα με φάει!
    - «Αν ανέβεις σε σκαμπό κάτι γίνεται» με πείραξε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Είσαι υπέροχος! Υπέροχος!» του είπα κοιτάζοντάς τον σαν κουτάβι.
    - “It takes two to tango!”

    Συνεχίσαμε το ντουζάκι μας και εκεί με περίμενε ακόμα μια έκπληξη, με έλουσε και αυτό δεν ήταν απλά λούσιμο, κανονικό μασάζ στο κεφάλι ήταν, κάνοντάς με να βιώσω και πάλι τη Νιρβάνα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω έτσι, όταν ξεπλυθήκαμε, έβαλα αφρόλουτρο στο σφουγγάρι και τον έκανα από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μου έδωσε ένα άλλο σφουγγάρι και έκανα και εγώ το σώμα μου και όταν ξεπλυθήκαμε τελείως βγήκε και φόρεσε το μπουρνούζι του και εκεί είχε ακόμα μια έκπληξη, ένα υπέροχο κοράλ μπουρνούζι που είχε πάρει για μένα.

    - «Αλλά μη μου βάλεις τα κλάματα πάλι!» με πείραξε τρυφερά.
    - «Θα προσπαθήσω!» του απάντησα και η αλήθεια είναι ότι ζορίστηκα λίγο για να το καταφέρω, σας το’ πα, είμαι κλαψιάρα!

    Φόρεσα μια λεπτή φόρμα που είχα πάρει μαζί μου για να αφήσω εκεί και ο Αρίστος βρήκε την ευκαιρία να μου χώσει μια δυνατή στο κωλαράκι μου.

    - «Τι έκανα πάλι;»
    - «Τίποτα, ήταν για λόγους αρχής, δεν μπορώ να έχω τέτοιο κωλαράκι διαθέσιμο και να μη του ρίξω τη σφαλιάρα του!» μου δήλωσε κάνοντάς με να χαχανίσω. Κατεβήκαμε στο σαλόνι και τα γατιά του όρμισαν στα πόδια μας και άρχισαν να μας τρίβονται.
    - «Τι πάθανε τούτα; Άουτς, μη δαγκώνεις μωρή!»
    - «Μας μαρκάρουν… θέλουν να έχουμε πάνω μας τη μυρωδιά τους!»
    - «Μας μαρκάρουν;»
    - «Δεν είχες ποτέ γάτα, ε;»
    - «Όχι αλλά έχω φίλους με γάτες»
    - «Δεν υιοθετείς γάτα, η γάτα υιοθετεί εσένα, αυτή είναι η μεγάλη τους διαφορά με τα σκυλιά. Είναι σημάδι, τελικά!»
    - «Ποιο;»
    - «Η συμπάθεια που σου δείχνει, όλη η τριάδα! Δεν την έχω ξαναδεί τη Sadie να κάνει τέτοιες χαρές, σε κανέναν! Ομοίως και οι αδερφοί Κατσάμπα!» μου είπε και λέρωσα και πάλι τα βρακιά μου.
    - «Αλήθεια, που είναι ο τριχωτός δεινόσαυρος;» τον ρώτησα και έβαλε τα γέλια.
    - «Έξω, όταν θέλει να μπει μέσα μου χτυπάει το τζάμι» μου είπε και μου έδειξε την μπαλκονόπορτα. «Αφού φάμε έχουμε να την πάμε και τη βόλτα της»
    - «Αμέ! Είπες όμως τη μαγική λέξη τώρα, τι θα φάμε;»
    - «Πεινάς αλιγατοράκι;»
    - «Μία πείνα την κάνει είναι η αλήθεια!»
    - «Μου είχες πει ότι σ’ αρέσουν τα πικάντικα!»
    - «Τα λατρεύω!!!! Τι έχεις φτιάξει, θα με σκάσεις!»
    - «Μου έστειλε τις προάλλες η Βασιλική σκιουφιχτά, τα έφτιαξε με τα χεράκια της.»
    - «Τι είναι τα σκιουφιχτά;»
    - «Τα σκιουφιχτά μακαρόνια είναι παραδοσιακά κρητικά ζυμαρικά. Τα έκανα με πικάντικο καυτερό λουκάνικο. Έχω πάρει και φέτα, Κεφαλονιάς εννοείται» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι «αλλά εγώ θα σου πρότεινα αντί για τριμμένη φέτα να βάλεις ξύγαλο»
    - “You know how to make a woman happy!”

    Εντάξει, δεν υπήρχε αυτό που έφαγα και μιας και δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, έφαγα και δεύτερο πιάτο και παραλίγο να φάω και τρίτο με κίνδυνο να αρχίσουν να μου βγαίνουν από τη μύτη.

    - «Ναι αλλά μη μου φας και το χέρι!» με πείραξε ο Αρίστος
    - «Θα σας ειδοποιήσουμε» τον πείραξα κι εγώ με τη σειρά μου.
    - «Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο» μου δήλωσε. «Θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;»
    - «Δέκα με τη βίτσα γιατί κάνεις χαζές ερωτήσεις!»
    - «Εχμ…»
    - «Καλά, θα τις φάει ο υπεργολάβος σου» του είπα και έβαλε τα γέλια. «Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα;»
    - «Θα σου στρίψω. Βάλε το μπουφάν σου όμως, έχει δροσούλα!»

    Βγήκαμε έξω να κάνουμε το τσιγάρο μας και εκεί εμφανίστηκε και η Sadie και έτσι όπως ήταν σκοτάδια στην αρχή μου κόπηκαν τα ύπατα, προς στιγμή νόμιζα ότι μας την έπεσε αρκούδα.

    - «Με κοψοχόλιασε το σκασμένο, νόμιζα ότι μας την έπεσε αρκούδα! Αλήθεια, έχει αρκούδες η Πάρνηθα;»
    - «Παλιά είχε, τώρα δεν ξέρω. Έχει λύκους πάντως!»
    - «Δε φοβάσαι τα βράδια που τη βγάζεις βόλτα;»
    - «Αφενός οι λύκοι δεν κατεβαίνουν τόσο χαμηλά και αφετέρου δεν είναι αυτοκτονικοί, τα καυκάσια μπορούν να σκοτώσουν και αρκούδα, μη με κοιτάς έτσι, they were breed this way!»
    - «Άσχετο, τι ώρα θα σηκωθούμε το πρωί;»
    - «Νωρίς, το αντικριστό χρειάζεται δυνατή και σταθερή φωτιά και το ψήσιμό του είναι τρεις με τέσσερις ώρες, χώρια το πέρασμα στη σούβλα που και αυτό παίρνει ώρα. Δε μου λες, σου είπε ο Μιχάλης αν θα έρθουν τελικά;»
    - «Όχι, δεν έχουμε μιλήσει από χθες και είναι και με την Αντιγόνη και δεν θέλω να τον ενοχλήσω»
    - «Κατανοητό αλλά στείλε σε παρακαλώ ένα μήνυμα, πρέπει να ξέρω πόσο αρνί θα ψήσω»
    - «Του στέλνω τώρα» του είπα και έτσι και έκανα. Αν και δεν περίμενα να απαντήσει, τουλάχιστον όχι αμέσως, ο Μιχάλης με εξέπληξε απαντώντας σχεδόν αμέσως και επιβεβαιώνοντας ότι θα έρθουν και ρώτησε κιόλας την ώρα και αν θέλαμε να βοηθήσει. «Θα έρθουν» μου έγραψε «και με ρωτά τι ώρα να έρθει και αν θέλουμε να βοηθήσει»
    - «Να τον ευχαριστήσεις εκ μέρους μου αλλά αν είναι να βοηθήσει θα πρέπει να έρθουν πολύ νωρίς. Πάντως όσο νωρίτερα μπορεί τόσο το καλύτερο, έχω και σπιτική ρακή!»
    - «Βαριέμαι να τα γράφω, μπορώ να τον πάρω τηλέφωνο;»
    - «Ρε συ Μαριλίζα μου ζητάς άδεια; Σοβαρά τώρα;»
    - «Όχι μωρέ Αρίστο μου… αλλά…»
    - «Ρε άσε την πάρλα και πάρε τον άνθρωπο τηλέφωνο!»
    - «Ουφ, καλά!» του είπα και έκανα κλήση στο messenger
    - «Μαγδάλω μου!» μου απάντησε ο Μιχάλης και με ζόρισε λιγάκι γιατί δεν ήθελα να του κάνω γλυκουλινιές παρουσία του Αρίστου… fuck!
    - «Γοριλλάκι μου εσύ. Τι κάνετε;» του απάντησα τελικά και αποδείχτηκε για ακόμα μία φορά ότι άδικα ανησυχούσα, κρίνοντας από το χαχανητό του Αρίστου.
    - «Είμαστε στο ένα τσιγάρο μετά… για πέμπτη φορά, σκελετό με έκανε!»
    - «Αφενός δεν καπνίζεις και αφετέρου καλά σου κάνει, να χάσεις και κανένα κιλό!»
    - «Πάλι με λες χοντρό αλλά δεν έχω το κουράγιο να σε δείρω τώρα, επιφυλάσσομαι πάντως!»
    - «Ναι, μη χάσεις. Να σου πω, ο Αρίστος λέει σε ευχαριστεί αλλά δε χρειάζεται να έρθετε και από τα χαράματα, ωστόσο είπε πως όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο και πως έχει και σπιτική ρακή!»
    - «Now you ‘re talking! Κατά τις 12:00 είναι καλά;» με ρώτησε και μετέφερα την ερώτηση προς τον Αρίστο που απάντησε καταφατικά. «Ναι, μια χαρά!»
    - «Ωραία, τα λέμε αύριο στις 12:00… δε μου λες, την τάρτα την έφαγε;»
    - «Πότε να προλάβει βρε χριστιανέ μου, χθες του την έδωσες και είναι για ένα λόχο!»
    - «Αμάν η γκρίνια σου… καλά, κάτι θα σκαρφιστώ! Λοιπόν φιλάκια και τα λέμε αύριο και κοίτα μην τον κάνεις και δε μπορεί να πάρει τα πόδια του ή έστω κάνε τον αύριο αφού φάμε!»
    - «Φιλάκια» του είπα γελώντας ακόμα και μετά γύρισα προς τον Αρίστο που με κοίταξε ερωτηματικά. «Μου είπε να μη σε ρέψω σήμερα αλλά να περιμένω αύριο αφού φάμε!»
    - «Χαχαχα, έχεις κακούς σκοπούς προς το άτομό μου;»
    - «Τους χειρότερους!» τον διαβεβαίωσα

    Τελειώσαμε το τσιγάρο μας και μιας και ήμασταν ήδη έξω, πήραμε τη Sadie και ξεκινήσαμε τη βόλτα η οποία τελικά διήρκησε πάνω από μια ώρα. Γυρίσαμε και αφού έβαλε σε Sadie και γατιά να φάνε, πήγαμε στην κουζίνα για να μου φτιάξει ρακόμελο, μου το είχε τάξει άλλωστε. Επιστρέψαμε στο σαλόνι, με το ρακόμελό μου εγώ και με το κρασί του εκείνος, και αφού έριξε ένα τεράστιο κούτσουρο στο τζάκι, γύρισε στον καναπέ.

    - «Ταινία θέλεις ή σειρά;»
    - «Σειρά, αλλά όχι το Τσερνόμπιλ!»
    - «Δε σου άρεσε;»
    - «Πολύ αλλά θα μου χαλάσει τη διάθεση!»
    - «Εντάξει… μπορούμε να συνεχίσουμε το Kominsky method αλλά αν θέλεις μου πρότεινε και μια σειρά η Φοίβη… η ρουφιάνα είναι απίστευτη.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Της απάντησα ότι θα κάνω review το paper της αλλά να μου δώσει μια εβδομάδα πριν ξεκινήσω, και μου πρότεινε να δω τη σειρά “Why women kill”, είναι σπονδυλωτή μαύρη κωμωδία, και φυσικά το έπιασα το υπονοούμενο και της υποσχέθηκα ότι θα ξεκινήσω αμέσως!»

    Ένα έχω να πω, μπορεί να μην την είχα γνωρίσει ακόμα τη γυναίκα, αλλά είχα αρχίσει να τη συμπαθώ, αν και η αλήθεια είναι ότι τη ζήλευα και λίγο, ο Αρίστος είχε παραδεχτεί ότι τον είχε ξεμυαλίσει και… ε, κι εγώ ήθελα το ίδιο πράγμα. Το ανομολόγητο μυστικό μου ήταν πώς αυτό που πραγματικά επιθυμούσα ήταν να τον κάνω να μην έχει μάτια για άλλη και ήταν υποκρισία του κερατά γιατί …γιατί ήθελα να έχω και το Μιχάλη στη ζωή μου. Χώρια που εδώ που τα λέμε ούτε καν με τη Χριστίνα δεν είχε αλλάξει.

    Η σειρά ήταν όντως πολύ ωραία και αν και δεν προκαλούσε αβίαστο γέλιο όπως το Kominsky method, σε άφηνε -παρά το θέμα της που ήταν απατημένες σύζυγοι- με το χαμόγελο στα χείλη, και παρά το γεγονός ότι τα επεισόδια ήταν σαράντα λεπτά το καθένα, είδαμε τρία σερί.

    - «Αααχ αυτή η Daddario, θεέ μου τι γυναικάρα είναι!» είπε εννοώντας την κοπέλα του τρίο, από το τρίτο ζευγάρι. «Και που να τη δεις στην πρώτη σαιζόν του true detective τα πετάει όλα»
    - «Με είχε φάει ο Κώστας να δούμε αυτή τη σειρά και δεν το έψηνα, δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα αστυνομικά και έχοντας δει και το The Wire… τι να μου πουν οι υπόλοιπες.»
    - «Το έχεις δει;» με ρώτησε έκπληκτος.
    - «Το έχω δει Αρίστο μου, προς τι η έκπληξη; Μην ξεχνάς ότι έχω σπουδάσει κοινωνιολογία με κατεύθυνση εγκληματολογία, και το The Wire είναι κάτι πολύ παραπάνω από σειρά, είναι κοινωνιολογική μελέτη. Κάθε σαιζόν του εξετάζει και μια διαφορετική πτυχή της αμερικανικής κοινωνίας ή, για να είμαι ακριβής, αυτού που αποκαλούμε σύστημα. Όχι απλά έχω δει το The Wire, ήταν και το αντικείμενο της πτυχιακής μου!»
    - «Οκ, θέλω να τη διαβάσω. Οπωσδήποτε θέλω να τη διαβάσω!»
    - «Θα στη στείλω Αρίστο μου» του είπα ενθουσιασμένη.
    - «Όπως και να έχει, οφείλω να σου πω πως είχε δίκιο ο Κώστας, μπορεί οι επόμενες σαιζόν να μην ήταν αντάξιες, αλλά η πρώτη ήταν αριστούργημα και σε ρεαλισμό δεν υπολείπεται του The Wire… εντάξει, βλασφημία, σε ρεαλισμό δεν υπολείπεται και πολύ του The Wire. Δε μου λες» είπε αλλάζοντας κουβέντα «δεν πάμε να την πέσουμε γιατί έχει πάρει αργάμιση και αύριο έχει πρωινή έγερση;»
    - «Ναι, πάμε»

    Ανεβήκαμε πάνω και χωθήκαμε κάτω από το πάπλωμα αλλά παρά τα λεγόμενά του ότι είχαμε πρωινό ξύπνημα είχε ορεξούλες. Στην αρχή απλά με φίλησε αλλά μετά άρχισε να μου χουφτώνει και να μου μαλάζει τα στήθη και το έπιασα το υπονοούμενο και η αλήθεια είναι ότι από ορεξούλες δεν πήγαινα πίσω. Η μπλούζα μου βρέθηκε στο πάτωμα και λίγες στιγμές αργότερα την ακολούθησε και το κάτω μέρος της φόρμας μένοντας με το εσώρουχο. Ο Αρίστος από την άλλη έμεινε τελείως γυμνός και ανέβηκα πάνω του και άρχισα να τον φιλάω στο λαιμό και μετά στο στέρνο και σιγά-σιγά κατέβηκα προς τα κάτω και τον πήρα στο στόμα μου.

    Νόμιζα ότι ήθελε απλά πίπα και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου, με τον Αρίστο πραγματικά είχα αρχίσει να το απολαμβάνω, είχε και υπέροχο όργανο που… δεν ξέρω, ένιωθα ότι θα μπορούσα να το ρουφάω με τις ώρες και παρόλο που το μέγεθός του ήταν άνω του μετρίου, μπορούσα να το χειριστώ χωρίς να με ζορίζει, ή τουλάχιστον να μη με ζορίζει όσο δε γινόταν mouthfuck. Πάνω που είχα αρχίσει να επιταχύνω με σταμάτησε και αφού με γύρισε μπρούμητα, μου κατέβασε το εσώρουχο.

    - «Βάλε ένα μαξιλάρι κάτω από το στομάχι σου» μου είπε και έτσι έκανα.

    Εκείνος καθισμένος γονατιστός φόρεσε το προφυλακτικό του και μετά άπλωσε λιπαντικό στο κωλαράκι μου. Αυτή τη φορά δεν είχε δάχτυλο, σκόπευε να με ανοίξει με το όργανό του, κάτι που κατάλαβα όταν άρχισε να τον τρίβει πίσω μου. Ξεκίνησε να σπρώχνει δυνατά και ένιωθα να με ξεσκίζει όπως έμπαινε μέσα μου και δε μπόρεσα να συγκρατήσω ένα δυνατό μουγκρητό, πόνεσε, πόνεσε πολύ και ο Αρίστος δε σταμάτησε μέχρι που μπήκε όλος μέσα. Έσφιξα τα δόντια μου και άρχισε να κινείται και αν και ξεκίνησε αργά εξακολουθούσε να πονάει σαν τρελό, τόσο που παραλίγο να του ζητήσω να σταματήσει. Από την άλλη ωστόσο φοβόμουν πως αυτό θα τον χαλούσε και το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να χαλαστεί, οπότε έσφιξα ακόμα περισσότερο τα δόντια, αν και ήταν φανερό από τα μουγκρητά μου ότι πονούσα.

    Ο Αρίστος πέρασε τα χέρια του από κάτω και μου έσφιξε τα στήθη συνεχίζοντας να με σφυροκοπάει και η σκέψη ότι με χρησιμοποιεί για την καύλα του ήταν αυτή που το έκανε ανεκτό και είναι περίεργο, η σκέψη αυτή ταυτόχρονα με καύλωνε και μου προκαλούσε ντροπή και όσο μεγάλωνε η ντροπή τόσο αυξανόταν και η καύλα. Καύλα, τέλος πάντων, η όρεξή μου να τον ικανοποιήσω με τον τρόπο που επιθυμούσε. Παρόλο που ο πόνος είχε υποχωρήσει αισθητά η ενόχληση ήταν αρκούντως έντονη για να το ευχαριστηθώ και σωματικά, οπότε βρήκα παρηγοριά στα δικά του βογγητά, στις δικές του κοφτές ανάσες, στη δική του ηδονή που αντλούσε χρησιμοποιώντας το κορμί μου.

    Μου έσφιξε τα στήθη δυνατά και αφού καρφώθηκε, βογκώντας, για τελευταία φορά μέσα μου, έμεινε ακίνητος και ένιωσα το όργανό του να κάνει σπασμούς καθώς τελείωνε. Τραβήχτηκε σιγά και ένιωσα απέραντη ανακούφιση όταν βγήκε τελείως έξω. Σηκώθηκε να πάει να πετάξει το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό και όταν γύρισε με βρήκε ακριβώς στην ίδια θέση που με είχε αφήσει.

    - «Μαριλίζα;»
    - «Αρίστο μου… σε παρακαλώ την επόμενη φορά πιο σιγά»
    - «Γιατί δε μου το είπες ότι σε πόνεσα;»
    - «Πάντα πονάει το από πίσω, Αρίστο μου… και… και δεν ήθελα να σε κόψω»
    - «Ακριβώς επειδή το ξέρω ότι πονάει, γιατί δε μου είπες ότι δεν αντέχεις και να πάω πιο σιγά;»
    - «Γιατί… γιατί σου άρεσε και… και δεν ήθελα να σε κόψω. Και μ’ αρέσει να σε ικανοποιώ, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να το καταφέρω… αλλά σε παρακαλώ πιο σιγά την επόμενη φορά»
    - «Αχ βρε κορίτσι μου» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του. «Την επόμενη φορά που νιώθεις ότι δεν αντέχεις, θέλω να μου το πεις»
    - «Δεν είναι ότι ξεπέρασες τις αντοχές μου… απλά… απλά σήμερα έφτασα στα όριά μου και… και ξέρω… ξέρω ότι σου αρέσει να με παίρνεις έτσι και… και… και δε θέλω να σταματήσεις… και… και δε θέλω να γίνει κάτι και να ξενερώσεις και…» είπα με σπασμένη φωνή και καθώς τα μέσα μου είχαν γίνει και πάλι αχταρμάς, με χίλια ζόρια κρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα.
    - «Μαριλίζα, κοίτα με στα μάτια» με διέταξε και με δυσκολία ύψωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. «Αν είχαμε σχέση D/s τώρα θα σε έβαζα τιμωρία και μη με κοιτάζεις έτσι, μιλάω πολύ σοβαρά.»
    - «Γιατί μωρέ Αρίστο;» τον ρώτησα βάζοντας τα κλάματα. «Γιατί;»
    - «Γιατί βρε χαζούλα δε θέλω να νιώθεις έτσι! Δε θέλω να ζεις διαρκώς στο φόβο ότι θα κάνεις κάτι και θα με απογοητεύσεις. Δε θέλω να ζεις διαρκώς στο φόβο ότι θα με ξενερώσεις. Δε θέλω να ζεις στο φόβο, τελεία. Θέλω να απολαμβάνεις κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, θέλω να μην υπάρχει κάτι που το δηλητηριάζει. Θέλω να μου μιλάς, θέλω να μου λες τι σκέφτεσαι, τι φοβάσαι, τι σε θυμώνει, τι σε πληγώνει. Θέλω… θέλω να με βλέπεις σα φίλο σου, τον άνθρωπο στον οποίο μπορείς να πεις τα πάντα. Τα πάντα! Το ξέρω… αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη… αλλά μπορεί να ξεκινήσει με τα απλά πράγματα, αν κάτι σε ενοχλεί, αν κάτι δε σ’ αρέσει, αν κάτι σε ζορίζει, θέλω να το ξέρω τη στιγμή που γίνεται, όχι μετά. Αν μου είχες ζητήσει να πάω πιο σιγά, θα το είχα κάνει βρε κουτορνίθι, δε θα είχα ξενερώσει. Μου προσφέρεις το σώμα σου, μου το προσφέρεις, πώς θα μπορούσα να ξενερώσω επειδή μου ζήτησες να πάω πιο σιγά;»
    - «Συγνώμη» του είπα κλαίγοντας με λυγμούς και με έσφιξε πάνω του δυνατά.
    - «Μη ζητάς από εμένα συγνώμη, Μαριλίζα, από τον εαυτό σου να ζητήσεις, αυτόν αδίκησες πρώτον απ’ όλους»
    - «Κι εσένα αδίκησα» είπα με λυγμούς που με ξέσκιζαν γιατί αυτό με πονούσε ακόμα περισσότερο.
    - «Τον εαυτό σου αδίκησες, εμένα μόλις έχεις αρχίσει να με μαθαίνεις, λάθη όσο μαθαίνεις έναν άνθρωπο θα συμβούν και εδώ θα είμαστε να τα διορθώσουμε, αλλά το πρώτο και κύριο, το θεμελιώδες, είναι να είσαι καλά με τον εαυτό σου, αν όχι, δεν θα είσαι καλά με κανέναν… με κανέναν»
    - «Είσαι υπέροχος» του είπα όπως μ’ έσφιγγε πάνω του όταν καταλάγιασαν οι λυγμοί.
    - «Είμαι και σε παρακαλώ να κρατήσεις καλά μέσα σου αυτό που σου είπα, γιατί αν έχουμε υπαρξιακά δράματα κάθε φορά που παίρνω το κωλαράκι σου θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα, γιατί το λατρεύω και σκοπεύω να του δώσω να καταλάβει» μου είπε κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Κάτι έχω καταλάβει… και Αρίστο μου… πραγματικά… πραγματικά θέλω να σου δώσω ό,τι ζητάς!»
    - «Το ξέρω Μαριλίζα μου, και θέλω να το βάλεις καλά στο ξεροκέφαλό σου ότι στο δικό μου αξιακό σύστημα, η προθυμία είναι που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας»
    - «Να σου πω κάτι, αλλά μη θυμώσεις… δηλαδή το πιθανότερο είναι να βάλεις τα γέλια…»
    - «Γιατί να θυμώσω;»
    - «Έχει να κάνει με το Μιχάλη»
    - «Και γιατί να θυμώσω που έχει να κάνει με το Μιχάλη;»
    - «Εχμ…» είπα και σκάλωσα και πάλι. «Ε… δεν είναι ωραίο να λες στο… στον δικό σου για κάποιον άλλον άνδρα»
    - «Σε μένα θέλω να λες τα πάντα, ακούς; Τα πάντα!»
    - «Εντάξει… λοιπόν… έτσι και του πω τι έγινε σήμερα θα αρχίσει πάλι τη γκρίνια... που εδώ που τα λέμε δεν είναι γκρίνια, περισσότερο αφορμή είναι για να με τσιγκλάει, του αρέσει πολύ να με τσιγκλάει.»
    - «Δεν είμαι σίγουρος ότι σ’ έχω…»
    - «Να μωρέ, με τσιγκλάει που δεν του κάθομαι να με πάρει από πίσω, όπως με τσίγκλαγε που δεν κατάπινα. Γιατί μωρή μαγδάλω, μου λέει, εμένα μανούλα δε μ’ έκανε; Εγώ δε θα δοκιμάσω το κωλαράκι σου; Του είπα ότι αν το δοκιμάσει θα πάψει να είναι κωλαράκι και θα γίνει η σπηλιά του Αλή μπαμπά και τι μου λέει ο κερατάς; Και οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν, κλέφτες;»
    - «Κι εσύ γιατί δεν του το δίνεις να του φύγει και το γινάτι;»
    - «Γιατί αυτό δε θα είναι σεξ, ανασκολοπισμός θα είναι, είναι… είναι πολύ προικισμένος!»
    - «Τι να σου πω, εσύ ξέρεις καλύτερα, πάντως με …σάλιο και υπομονή όλα γίνονται!»
    - «Αν μετά έχει αντίλαλο μη μου ζητάς τα ρέστα!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - “Cross my heart and hope to die”
    - «Προς το παρόν θα αρκεστεί στη χαρά της κατάποσης… και δεν είναι και εύκολο τρομάρα του, κράμπα στο σαγόνι παθαίνω κάθε φορά με το θηρίο!»
    - «Εντάξει, θα με κάνεις να αρχίσω να ζηλεύω!»
    - «Καθόλου να μη ζηλεύεις… το δικό σου είναι το υπεροχοτεροτερότερο όργανο που έχω δει στη ζωή μου!»
    - «Και, αν επιτρέπεται, πόσα έχεις δει ως τώρα;»
    - «Το παραδέχομαι δεν είναι πολλά… Ουσιαστικά μετά το Διονύση, σεξ άρχισα να κάνω και πάλι μετά τα 19, αλλά χμμμ… πέραν από τις σχέσεις που έκανα, έκανα και τις ξεπέτες μου»
    - «Ξεπέτες ε;»
    - «Ναι, το έχω κάνει και αυτό… όποιος ντρέπεται μένει νηστικός λέει ο μπαρμπα-Γιώργος και το ασπάζομαι πλήρως. Εντάξει, δεν είμαι και η Samantha από το Sex and the city, αλλά δεν είμαι και από εκείνες που ντρέπονται ή που κάνουν σεξ μόνο σε σχέση. Το σεξ είναι σεξ…»
    - «Είσαι αρκούντως αντιφατική». Δηλώνεις introvert αλλά δε σου φαίνεται καθόλου, δηλώνεις συνεσταλμένη αλλά όποιος ντρέπεται μένει νηστικός!»
    - «Τι να πω, είμαι γρίφος μέσα σε ένα αίνιγμα τυλιγμένο σε μυστήριο»
    - «Που έλεγε και ο μπαρμπα-Γουίνστον» συμπλήρωσε.
    - «Δεν τον ξέρω τον κύριο οπότε αποκλείω να το είπε για μένα, μπορεί να είμαι σουραύλω, που λέει και ο Μιχάλης, αλλά θυμάμαι με ποιους έχω πάει!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
    - «Ναι, θα ήταν λίγο δύσκολο να το πει για σένα εκτός και αν είχε μασήσει τίποτα φύλα δάφνης και το έπαιζε Πυθία, πρόλαβε να τα τινάξει πολλά-πολλά χρόνια πριν γεννηθείς!»
    - «Τι να πω, αυτός έχασε!»
    - «Το μόνο σίγουρο, Μαριλίζα μου, το μόνο σίγουρο» είπε εξακολουθώντας να γελάει. «Λοιπόν, έλα τώρα να πέσουμε για ύπνο, έχω βάλει το ξυπνητήρι στις 08:00»
    - «Εντάξει μωρουλίνι μου» του απάντησα γλυκουλινιάρικα.
    - «Πήρα προαγωγή από μεσήλικας;»
    - «Ναι, live with it!»
    - «Χαχαχα, καληνύχτα κοριτσάρα μου!»
    - «Καληνύχτα Αρίστο μου… Δε μου λες, μήπως να αλλάξεις όνομα;»
    - «Γιατί; Τι έχει το Αρίστος;»
    - «Μωρέ μια χαρά είναι αλλά τώρα θα προτιμούσα να σε λένε Γιάγκο!»
    - «Και γιατί αυτό;»
    - «Για να μπορώ να σε λέω Γιαγκούκο!» του είπα βάζοντας τα γέλια.
    - «Το εν λόγω παραμύθι δεν έχει …Δράκους, pun intended! Άντε, τσούπρα, πέσε για ύπνο!»
    - «Τι έτσι; Χωρίς φιλάκι;»
    - «Έλα εδώ βρε βάσανο» μου είπε και με τράβηξε πάνω του και με φίλησε. «Καληνύχτα κοριτσάρα μου!»
    - «Καληνύχτα …όχι Γιαγκούκο μου» του είπα και τον έκανα και πάλι να βάλει τα γέλια, Θεέ μου, πόσο το λάτρευα το γέλιο του. Χταποδιάστικα πάνω του και έκλεισα τα μάτια μου και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεββάτι. Πού ήταν ο Αρίστος; Κοίταξα το ρολόι μου, έλεγε 08:47. Πετάχτηκα και έβαλα τη μπλούζα και τη φόρμα μου και κατέβηκα κάτω.

    - «Αρίστο;»
    - «Στην κουζίνα είμαι Μαριλίζα μου, μας έφτιαχνα πρωινό.»
    - «Γιατί δε με ξύπνη…» πήγα να πω αλλά σταμάτησα όταν είδα τι έκανε.
    - «Ήθελα να σου κάνω έκπληξη» μου είπε χαμογελαστός. Έφτιαχνε pancakes και στον πάγκο είχε ένα δίσκο με μια κανάτα χυμό, δυο ποτήρια, δύο κούπες καφέ, και δύο μπολ με τις μαρμελάδες της θειας Μαριγούς.
    - “Breakfast in bed μωρουλίνι μου;”
    - “Now you’ll never know!” με πείραξε.
    - «Πάω να ξανακοιμηθώ!»
    - «Χαχαχα, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου»
    - «Ουφ καλά» είπα και πήγα πάνω. Από τη μία ένιωθα υπέροχα για την έκπληξη που ήθελε να μου κάνει και από την άλλη χάλια που τη του χάλασα. Κατέβηκα μετά από λίγη ώρα, είχε καθίσει στον πάγκο και με περίμενε.
    - «Έλα να φάμε το πρωινό μας γιατί πρέπει να πάμε να ανάψουμε τη φωτιά και έχω να περάσω και το αρνί στις σούβλες.»
    - «Αλήθεια, που είναι το αρνί;»
    - «Στο μεγάλο ψυγείο που έχω έξω, μου το έκοψε ο χασάπης όπως το ήθελα, μένει μόνο να το περάσουμε στις σούβλες και να το αλατίσουμε.»
    - «Τι ώρα ξύπνησες;»
    - «Γύρω στις 07:00»
    - «Γιατί δε με ξύπνησες και μένα;»
    - «Αφενός γιατί ήθελα να σε αφήσω να κοιμηθείς λίγο παραπάνω και αφετέρου, ήθελα να σου σερβίρω πρωινό στο κρεββάτι»
    - «Ουφ… στο χάλασα!»
    - «Δεν πειράζει Μαριλίζα μου. Έλα, ξεκίνα να τρως, τα καφεδάκια μας θα τα πάρουμε έξω»

    Ξεκινήσαμε να μασουλάμε και μου εξηγούσε πως γίνεται το αντικριστό, περνάς το κρέας στις σούβλες περιμετρικά της φωτιάς, σε αυτό που στην αρχή είχα περάσει για κλουβί, και το αφήνεις να ψηθεί για περίπου δυόμιση με τρεις ώρες και όταν ροδίσει το γυρνάς ώστε η εξωτερική μεριά να βλέπει προς τη φωτιά και το αφήνεις για άλλη μισή με μία ώρα. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι το πέρασμα στις σούβλες, είναι σχεδόν κέντημα. Μετά χρειάζεται καλό αλάτισμα, μόνο αλάτι, τίποτε άλλο, και μετά το μόνο που χρειάζεται είναι να τροφοδοτείς τη φωτιά με ξύλα καθώς απαιτείται δυνατή και σταθερή φωτιά.

    Όταν τελειώσαμε πήγαμε έξω και πριν αρχίζει να ετοιμάζει το κρέας πήγε και άναψε τη φωτιά, μου εξήγησε ότι το καλύτερο ξύλο για αυτή τη δουλειά είναι η ελιά γιατί καίγεται αργά και βγάζει δυνατή φωτιά, ωστόσο ακριβώς επειδή είναι βραδύκαυστο, χρειάζεται αρκετή ώρα για να κάνει τη δυνατή θράκα που απαιτείται. Όταν τέλειωσε με αυτό, γύρισε προς το υπόστεγο και άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε τα κομμάτια του αρνιού για να τα περάσει στη σούβλα, και ναι, είναι αρκετά μεγάλο μανίκι. Μετά άρχισε να ρίχνει αλάτι σε μεγάλη ποσότητα.

    - «Αρίστο μου, σα να ρίχνεις πολύ αλάτι!»
    - «Το αντικριστό χρειάζεται πολύ αλάτι, το μεγαλύτερο μέρος του θα λιώσει μαζί με τα λίπη»

    Δεν επέμεινα, άλλωστε τι ήξερα εγώ από αντικριστό; Ήπιαμε το καφεδάκι μας και μόλις έκρινε ότι η θράκα είχε τη θερμοκρασία που χρειαζόταν, στερέωσε προσεκτικά τις σούβλες περιμετρικά στο πλέγμα που σχημάτιζε το κλουβί, με το εσωτερικό του αρνιού προς τη φωτιά. Όταν τέλειωσε κόντευε να πάει 10:00.

    - «Τι ώρα θα πρέπει να το γυρίσουμε;»
    - «Γύρω στις 13:00 για κανένα μισάωρο ως σαράντα λεπτά. Λογικά κατά τις 14:00 θα ξεκινήσουμε να τρώμε»
    - «Αλήθεια, με τι μεζέδες θα συνοδέψουμε τη ρακή;»
    - «Το ιδανικό είναι άγρια αγκινάρα αλλά άντε βρες τη. Οφτές πατάτες, ελιές, μανούρι και μήλο σκεφτόμουν και κανένα παξιμάδι. Πάει και με στραπατσάδα αλλά είναι πολύ φασαρία, ίσως να βράσουμε δυο-τρία αυγά και ως εκεί.»
    - «Σιγά τη φασαρία! Εσύ βάλε τις πατάτες όταν χρειαστεί και όλα τα υπόλοιπα θα τα αναλάβω εγώ.»
    - «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου! Δεν… δεν ήθελα…»
    - «Δέκα με τη βίτσα!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
    - «Εντάξει, παραδίνομαι!»
    - «Και μπράβο σου γιατί έχω μαζέψει ήδη αρκετές»
    - «Είδες για να έχω καλό υπεργολάβο;»
    - «Τον καλύτερο!» τον διαβεβαίωσα και πρώτα μου έδωσε ένα φιλάκι και μετά μια γερή στα κωλομέρια, προφανώς για να μην ξεχνιόμαστε.

    Το αντικριστό, πέραν από το να συντηρείς όποτε χρειάζεται τη φωτιά, δε θέλει ιδιαίτερη παρακολούθηση και στην καρδιά του χειμώνα δε χρειαζόταν να ανησυχείς για σπίθες, οπότε ήρθε μαζί μου στην κουζίνα και ο Αρίστος για να με βοηθήσει στην προετοιμασία των μεζέδων. Όσο έφτιαχνα τη στραπατσάδα εκείνος τύλιξε τέσσερις-πέντε πατάτες σε αλουμινόχαρτο και βγήκε να πάει να τις θάψει στη θράκα. Οι ελιές, το μήλο και το μανούρι δε χρειάζονταν προετοιμασία, οπότε θα τα βγάζαμε έξω όταν ήταν να τα σερβίρουμε.

    - «Αλήθεια, ο Μιχάλης ξέρει να έρθει εδώ;»
    - «Ξέχασες ότι το προηγούμενο Σάββατο έβαλες ως όρο να του στείλω το στίγμα του σπιτιού για να με ξεναγήσεις στον Ιεροεξεταστή;»
    - «Ου γαρ έρχεται μόνον!»
    - «Θα με πεθάνεις εσύ… άλλες δέκα με τη βίτσα» είπα στενάζοντας αλλά το γέλιο του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
    - «Πόσες έχουμε φτάσει μέχρι τώρα;»
    - «Ήμασταν στις 100… για να δούμε… 30 προσφορά της yours truly γιατί ήθελα να κάνω ντους μόνη μου, άλλες δέκα υπεργολαβία γιατί έκανες χαζή ερώτηση, άλλες δέκα, επίσης υπεργολαβία, γιατί δεν ήθελες να σε βοηθήσω στην προετοιμασία και τέλος άλλες δέκα, και αυτές υπεργολαβία, γιατί σε είπες γέρο. Αρίστο μου, για συμμαζέψου λίγο, γιατί ο υπεργολάβος σου στο τέλος δε θα μπορεί να κάτσει το κωλαράκι του κάτω για κάνα μήνα!»
    - «Και άλλες δέκα επειδή μου λες να συμμαζευτώ!»
    - «Τι βρεγμένη, τι μούσκεμα!»
    - «Μαριλίζα;»
    - «Ναι;»
    - «Είσαι λατρεία!» μου είπε και η καρδιά μου έκανε άλλες δέκα τούμπες.

    Ω ναι, είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι για τα καλά!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 12ο - Disclosures

    Καθόμασταν αντίκρυ στη θράκα και γελούσαμε, πειράζοντας ο ένας τον άλλον, και ήταν τόσο όμορφα, τόσο απίστευτα όμορφα. Δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις ότι δε θα υπήρχαν και οι δύσκολες στιγμές, ότι δε θα ζοριζόμουν, και δεν είχαμε αρχίσει καν τα S/m παιχνίδια που για τον Αρίστο είναι εκ των ων ουκ άνευ, και παρόλες τις φαντασιώσεις μου, είχα διαπιστώσει με το Μιχάλη ότι δεν έχω ιδιαίτερες αντοχές στον πόνο, και ο Αρίστος «φώναζε» ότι δεν αστειευόταν. Στο σεξ μαζί του απουσίαζε τελείως η παιχνιδιάρικη τρυφερότητα του Μιχάλη που, δεν το κρύβω, ήταν ένας από τους λόγους για τον οποίο είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί του. Ο Αρίστος μου είχε δηλώσει ορθά-κοφτά ότι δεν τον ενδιέφερε να με σπρώξει πέρα από τα όριά μου, μπορούσε να βρει αυτό που ήθελε κι αλλού.

    Χωρίς να βρίσκω καθόλου παράλογη τη φιλοσοφική θεώρηση του Αρίστου ότι σε κάθε άνθρωπο δίνεις και από κάθε άνθρωπο παίρνεις διαφορετικά πράγματα, ότι εσύ και μόνο εσύ είσαι που κρίνεις πόσο θα δώσεις και αν σου κάνουν τα όσα θα λάβεις, ότι μπορείς να διεκδικήσεις, μπορείς να παλέψεις για να κερδίσεις αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχεις δικαίωμα να απαιτήσεις, κατά βάθος με ζόριζε. Μέχρι τότε θεωρούσα αυτονόητο πως όταν κάνεις μια σχέση αφοσιώνεσαι πλήρως στον άνθρωπο που σχετίζεσαι και πως μια σχέση μπορεί να στεριώσει μόνο όταν αμφότεροι είναι ικανοποιημένοι και μπορούν να αρκεστούν στα όσα μπορεί να δώσει ο ένας στον άλλον και πως το «υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές» ήταν πριν… ή μετά… σε καμία περίπτωση ωστόσο κατά τη διάρκεια.

    Μου είχε δείξει με χίλιους τρόπους ότι δεν τον ζόριζε στο παραμικρό η ύπαρξη του Μιχάλη, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν απλά fuck buddy, ήμουν και ερωτευμένη μαζί του από πάνω. Προχθές το βράδυ τους παρακολουθούσα προσεκτικά προσπαθώντας να ερμηνεύσω τη γλώσσα του σώματος και του ενός και του άλλου. Όπως είχα υποθέσει και στην αρχή, οι δυο τους είχαν εξαιρετική χημεία και ήμουν σίγουρη ότι υπό διαφορετικές προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι κολλητάρια. Με εμένα στη μέση θα μπορούσε να συμβεί; Αυτό πάσχιζα να καταλάβω προχθές και είχα διστακτικά -αν και με απέραντη ανακούφιση- διαπιστώσει πως η ύπαρξή μου δεν έβαζε κανένα εμπόδιο, ίσα-ίσα, έγινα ο στόχος των καλόκαρδων πειραγμάτων τους και το καταδιασκέδαζαν… όπως κι εγώ.

    Θα μπορούσε να δουλέψει αυτό; Η ψυχρή λογική έλεγε ότι αυτή η εσωτερική μου αντιφατικότητα, από τη μία να με φτιάχνει να με χρησιμοποιούν χωρίς να δίνουν δεκάρα για το πως νιώθω εγώ και από την άλλη να έχω ανάγκη να νιώσω τρυφερότητα στο σεξ, μπορούσε μια χαρά να ικανοποιηθεί, δίνοντας αυτό που αποζητούσε ο καθένας τους και παίρνοντας από τον καθένα τους αυτό που αποζητούσα εγώ. Μα όσο και αν φαινόταν λογικό, για μένα, που δεν είχα τις παραστάσεις ούτε του ενός ούτε του άλλου, απαιτούσε ένα paradigm shift το οποίο ούτε τετριμμένο είναι, ούτε απλό.

    - «Πού ταξιδεύεις πάλι;» με ρώτησε επαναφέροντάς με.
    - «Σκεφτόμουν…»
    - «Αυτό είναι εμφανές αλλά, μιας και οι τηλεπαθητικές μου ικανότητες είναι μηδαμινές, θα βοηθούσε να μου πεις τι σκέφτεσαι, γιατί δείχνεις σαν πάλι κάτι να σε τρώει.»
    - «Δεν με τρώει ακριβώς. Μου είπες ότι δεν έχεις σκοπό να με τεντώσεις πέρα από τα όριά μου καθώς αν χρειάζεσαι το κάτι παραπάνω μπορείς να το βρεις και αλλού. Το… το ίδιο -φαντάζομαι- ότι ισχύει και για μένα»
    - «Δεν χρειάζεται να το φαντάζεσαι, στο επιβεβαιώνω.»
    - «Από τη σκοπιά της ψυχρής λογικής makes sense αλλά…»
    - «Αλλά;»
    - «Αυτό… το να είσαι σε ερωτική σχέση με έναν άνθρωπο αλλά να παίρνεις και να δίνεις και σε άλλους, και εννοώ στον ερωτικό τομέα, απαιτεί ένα major paradigm shift που ούτε τετριμμένο είναι, ούτε απλό. Δεν έχω τις παραστάσεις σου Αρίστο!»
    - «Ωραία, ας το δούμε αλλιώς, όταν κάνεις μια ερωτική σχέση με έναν άνθρωπο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση το εκτός από εραστής να είναι και φίλος σου;»
    - «Προφανώς, δεν αρκεί μόνο το να ταιριάζεις ερωτικά!»
    - «Λαμπρά. Το γεγονός αυτό σε εμποδίζει από το να έχεις άλλους φίλους; Να βγαίνεις να διασκεδάζεις μαζί τους, να μιλάς μαζί τους, να τους εκμυστηρευτείς τα μυστικά σου και να σου εκμυστηρευτούν τα δικά σου; Να τους αγαπάς και να σ’ αγαπάνε; Να θέλεις το καλό τους και να θέλουν το καλό σου; Να τους βοηθάς και να τους στηρίζεις και να σε βοηθάνε και να σε στηρίζουν;»
    - «Όχι, φυσικά όχι»
    - «Ακριβώς. Μπορεί από διαφορετικούς φίλους να αναζητάς διαφορετικά πράγματα, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι χαβαλετζής, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι περιπετειώδης, κάποιος να σου αρέσει γιατί είναι μετρημένος και τα λοιπά. Γιατί αυτό να περιορίζεται; Γιατί να μην επεκτείνεται και στο ερωτικό; Μπορεί για παράδειγμα να σου αρέσει η αιδοιολειχία αλλά στο φίλο σου να μη του αρέσει να το κάνει, ωστόσο να σου κάνει άλλα πράγματα που σου αρέσουν. Γιατί να το θυσιάσεις και να μην το ζητήσεις από αλλού; Αντιστοίχως, του φίλου σου μπορεί να του αρέσει να πηδάει κωλαράκια αλλά εσύ να μη θέλεις να το κάνεις από εκεί, γιατί να του το στερήσεις; Γιατί να περιορίζει ο ένας τον άλλον όταν κάλλιστα μπορούν να βρουν και αλλού το κάτι το διαφορετικό που επιζητούν; Γιατί ντε και σώνει αυτό πρέπει να έχει αρνητική επίπτωση;»
    - «Στο είπα και η ίδια, από τη μεριά της ψυχρής λογικής makes sense. Ωστόσο δεν είμαστε computers να δουλεύουμε με μηδενικά και άσσους, είμαστε άνθρωποι, έχουμε αισθήματα, ένστικτα, έχουμε τις δικές μας οπτικές, τις δικές μας προκαταλήψεις, τα δικά μας θέλω, τα δικά μας δε θέλω. Ναι, με βάση την ψυχρή λογική όλα αυτά που είπες έχουν νόημα αλλά δεν αρκεί, χρειάζεται αυτό το paradigm shift και δεν είναι εύκολο το ρημάδι»
    - «Το ξέρω κοριτσάκι μου. Μπορεί να είναι δύσκολο αλλά δεν παύει να είναι απλό»
    - «Τα απλά, τα προφανή, μερικές φορές είναι και τα πιο δύσκολα»
    - «Το ξέρω αλλά ξέρεις κάτι; Το μόνο που απαιτείται είναι θέληση, θέληση να κάνεις το πρώτο βήμα, θέληση να κάνεις το δεύτερο βήμα και το τρίτο και το τέταρτο.»
    - «Δεν αρκεί να θέλεις, πρέπει και να μπορείς, εσύ το είπες!»
    - «Ισχύει, αλλά η βασική, η βασικότερη, προϋπόθεση είναι να το θέλεις. Μπορεί να το προσπαθήσεις και να μην το καταφέρεις, το σίγουρο είναι, ωστόσο, πως αποκλείεται να το καταφέρεις αν δεν θέλεις καν να το προσπαθήσεις»
    - «Η ύπαρξη του Μιχάλη ή -ακόμα χειρότερα- το γεγονός ότι είμαι ερωτευμένη και μαζί του δείχνει να μη σε ζορίζει καθόλου»
    - «Θα ήταν παράλογο να με ζορίζει, Μαριλίζα, ο Μιχάλης προϋπήρχε της αφεντιάς μου. Κοίτα, στο είπα και τις προάλλες, δεν γεννήθηκα με φυσική ανοσία στη ζήλεια, εμβολίασα ωστόσο τον εαυτό μου και δεν την αφήνω να με ορίσει. Η ζήλεια μπορεί να γίνει αλατοπίπερο αλλά μπορεί να γίνει και δηλητήριο, it’s up to you»
    - «Αλατοπίπερο… απλά δεν βλέπω το πως, και στο λέω εγώ που δεν είμαι ζηλιάρα»
    - «Η βασική πηγή της ζήλειας, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ, είναι οι ανασφάλειες. Αν μπορείς να τις διαχειριστείς, μπορείς και να την διαχειριστείς»
    - «Δεν ξέρω αν είναι τόσο απλό. Μπορεί να μην έχεις ανασφάλειες αλλά να σου προκαλεί ο άλλος ανασφάλειες»
    - «Τότε γιατί κάθεσαι μαζί του; Κοίτα, Μαριλίζα μου, το να πηδάς και να πηδιέσαι αριστερά και δεξιά δεν είναι πρόβλημα υπό μία βασική προϋπόθεση, να είσαι καλά με όποιον/όποιους είσαι. Να καλύπτεσαι συναισθηματικά, αν αυτό το έχεις ανάγκη»
    - «Δεν το έχουμε όλοι μας;»
    - «Όχι, δεν το έχουμε όλοι μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει η συναισθηματική κάλυψη, δεν επενδύουν στο συναίσθημα και δεν το χρειάζονται, αν εσύ το έχεις ανάγκη απλά θα πρέπει να αποφύγεις να μπλέξεις μαζί τους ή τουλάχιστον να μην επενδύσεις συναισθηματικά πάνω τους»
    - «Αρίστο, να σε ρωτήσω κάτι στα ίσια;»
    - «Πάντα θέλω να με ρωτάς στα ίσια»
    - «Έχω προοπτικές;»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Μου είπες ότι εδώ και δέκα χρόνια έκανες διάφορες απόπειρες για σχέση αλλά καμία δεν είχε αυτό το κάτι που απαιτούνταν. Θα στο πω ξερά και ας το μετανιώσω, έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι και αν δεν έχω αυτό το κάτι, και όσο και αν με πονέσει -και θα με πονέσει πολύ- θα πρέπει να το σταματήσω τώρα που είναι νωρίς γιατί δε… δε θα αντέξω για τρίτη φορά να χάσω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου»

    Ο χρόνος σταμάτησε.

    - «Κι εγώ!» μου απάντησε απλά. «Μπούφο, ε μπούφο!» συμπλήρωσε τρυφερά και ο χρόνος άρχισε να κυλάει και πάλι.
    - «Είμαι και φαίνομαι» του είπα όπως με πήρε στην αγκαλιά του, τον έσφιξα δυνατά και οι βρύσες ανοίξανε εκ νέου. Είχα ρίξει τη ζαριά και δεν είχαν έρθει ντόρτια.
    - «Εχμ, Μαριλίζα; Αφενός χρειάζεται να αναπνεύσω και αφετέρου πρέπει να ρίξω ξύλα στη θράκα!»
    - «Η ανάσα είναι υπερτιμημένη!» του είπα σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια μου.
    - «Βρίσκεις; Χθες το βράδυ στο μπάνιο άλλα έδειχνες» με πείραξε.
    - «Ρίξε ξύλο στη φωτιά!» του είπα. «Τώρα!»

    Μόλις το έκανε, τον πήρα από το χέρι και πήγαμε μέσα, και όταν φτάσαμε στο σαλόνι σχεδόν τον πέταξα στον καναπέ. Γονάτισα και του τράβηξα φόρμα και μποξεράκι και τον πήρα στο στόμα μου και τον έκανα να μιλήσει με το Θεό, δεν χρειάστηκε καν να με πιάσει από το κεφάλι να μου δώσει ρυθμό, κάτι που μου είχε πει ότι για εκείνον ήταν περίπου απαραίτητο για να τελειώσει σε πίπα. Ούτε μερικά λεπτά δεν μου πήρε να τον κάνω να σπαρταράει μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το, και ήταν σεβαστή η ποσότητα, πώς διάολο μαζεύτηκε τόσο πολύ σε ένα βράδυ; Κατάπια -και ήταν και πάλι πικρό τρομάρα του- και αφού τραβήχτηκα απαλά, του έδωσα όπως πάντα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι και σήκωσα το βλέμμα μου προς εκείνον, που εκείνη τη στιγμή ατένιζε το άπειρο, all-in-all a job very well done! Και τι job, blowjob!

    - «Που θα μου πεις για τις ανάσες μου!»
    - «Ποιος; Τι;» ρώτησε ακόμα χαμένος.
    - «Αριστοτέλης Σαμιωτάκης» του είπα. «Στο υπενθυμίζω πως λέγεσαι σε περίπτωση που σ’ έκανα να το ξεχάσεις!»
    - «Ποιος είναι πάλι τούτος;» με ρώτησε με προσποιητή απορία και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια.
    - «Όπως λες κι εσύ καλά να είμαστε και δεν πειράζει, θα είμαι εγώ να σου θυμίζω ποιος είσαι!»
    - «Αφού πρώτα με κάνεις να το ξεχάσω!»
    - “My pleasure my good Sire!”
    - «Εμένα να δεις!» μου είπε με πρόσωπο που έλαμπε. Αχ, είναι γλύκας! «Καλά, όπως είσαι τώρα εσύ και τον Κουασιμόδο γλύκα θα τον έβρισκες, πόσο μάλλον τον Αρίστο που είναι από μόνος του μια γλύκα σκέτη» είπα στον εαυτό μου
    - «Γλυκούλη!»
    - «Έτσι και το μάθουν στο φόρουμ θα μου κρεμάσουν κουδούνια!»
    - «Μια χαρά, θα ξέρω κάθε στιγμή που βρίσκεσαι χωρίς να σε ψάχνω… ναι ξέρω, άλλες δέκα, σε μάθαμε κύριε!»
    - «Είσαι λατρεία!» μου είπε γελώντας.

    Επιστρέψαμε έξω και μάλιστα πάνω στην ώρα, καθώς εκείνη τη στιγμή άρχισε να βουίζει το κινητό μου.

    - «Αρκούδο μου!»
    - «Κατά τα φαινόμενα εδώ που μ’ έφερες δεν θα είμαι ο μόνος!»
    - «Δεν υπάρχουν αρκούδες, τις έφαγαν οι λύκοι!»
    - «Ε, πες μου έτσι ησυχάσω! Φτάσαμε… δηλαδή νομίζω!»
    - «Θα σου ανοίξει ο Αρίστος την γκαραζόπορτα, βάλε το τανκ μέσα!» του είπα και μετά γύρισα στον Αρίστο. «Μωρό μου, ήρθαν τα παιδιά, κάνε τα ταχυδακτυλουργικά σου!»
    - «Αμέσως …μωρό μου» μου απάντησε πειρακτικά αλλά κρατήθηκα και δεν φόρτωσα τον υπεργολάβο του με άλλες δέκα γιατί πλάκα στην πλάκα είχα μαζέψει ήδη αρκετές.
    - «Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!» είπα σε Μιχάλη και Αντιγόνη όταν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και -μεταξύ μας- δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα, και οι δυο τους ήταν γεματούληδες και ο Μιχάλης λόγω μεγέθους έφερνε λιγάκι σε αρκούδο. Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της η έτερη αρκούδα και σε αντίθεση με την Αντιγόνη, ο αρκούδος μου μια αλλαγή πάνας τη χρειάστηκε.
    - «Sadie, κάτσε κάτω» τη διέταξε ο Αρίστος
    - «Ο Χριστός και ο Παναγίας και καμιά διακοσαριά άγιοι! Ίντα’ ν’ τούτο;» είπε ο Μιχάλης προσπαθώντας να μαζέψει το σαγόνι του από το πάτωμα.
    - «Που να δεις το γαμπρό ή τον αδερφό της, είναι ακόμα μεγαλύτερα» του είπα καθόλου καθησυχαστικά.
    - «Τι κουκλί είσαι εσύ!!!!» ξεφώνισε η Αντιγόνη που μάλλον είχε μεγαλύτερη εμπειρία με σκυλιά. Πλησίασε προσεκτικά αλλά θαρρετά τη Sadie γεμίζοντάς την γλυκόλογα και της πρότεινε το χέρι της για να το μυρίσει. «Μπορώ να τη χαϊδέψω;» μας ρώτησε.
    - «Ναι αλλά μην παραπονιέσαι μετά που δε θα ξεκολλάει από σένα!» της είπε ο Αρίστος.
    - «Ναι κοριτσάρα μου; Θα γίνουμε κολλητές;» της είπε και άρχισε να τη χαϊδεύει τρυφερά κάνοντας τη Sadie να λερώσει τα ανύπαρκτα βρακιά της.
    - «Γουφ» της είπε ενώ η ουρά της παραλίγο να ξεκολλήσει το γκαζόν.
    - «Θεέ μου!!! Θεέ μου!!! Είναι υπέροχη, υπέροχη!!!!» είπε η Αντιγόνη που κατά τα φαινόμενα ερωτεύτηκε σφόδρα τη Sadie, κάνοντας μας όλους να χαμογελάμε σαν κρετίνοι.
    - «Ομολογώ ότι έχω δει και μικρότερες αρκούδες» είπε ο Μιχάλης.
    - «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου;» τον πείραξα και έβαλε τα γέλια χαλαρώνοντας.
    - «Αν με φάει το κρίμα στο λαιμό σας!»
    - «Μιχαλιώ μου, αν θες να αλλάξεις σώβρακο, η τουαλέτα είναι μέσα» συνέχισα να τον τσιγκλάω.
    - «Λέγε εσύ λέγε… γράφει το κοντέρ!»
    - «Ορίστε, στο τέλος θα βρεθώ να κρατάω διπλά βιβλία και άντε να πείσω την εφορία ότι δεν είμαι ελέφαντας» δήλωσα σοβαρή-σοβαρή και του Αρίστου, που είχε εκείνη τη στιγμή την ατυχή έμπνευση να πιει μια γουλιά, του βγήκε ο καφές από τη μύτη.
    - «Θα με πνίξεις» είπε όταν κατάφερε να βρει τις ανάσες του ενώ εγώ απλά έκανα σα να φύσαγα την κάννη ενός πιστολιού. «Μιχάλη, θα πιες ρακή;»
    - «Με τόσες αρκούδες που έχουν μαζευτεί εδώ δε σε συμφέρει να ρωτήσεις τι κάνουν στο δάσος!» είπε προκαλώντας ένα νέο γύρο γέλιου. «Πολύ γελάτε οι δυο σας» παρατήρησε. «Αν ήπιατε τίποτα περίεργο δώσε και μένα μπάρμπα!»

    Πήγαμε μέσα και ετοίμασα στα γρήγορα τους υπόλοιπους μεζέδες και επιστρέψαμε έξω, εγώ με το δίσκο με τους μεζέδες και ο Αρίστος με τη ρακή και τα ρακοπότηρα.

    - «Δεν περιμένουμε κι άλλους;» ρώτησε ο Μιχάλης
    - «Ας ερχόντουσαν και εκείνοι νωρίς!» του απάντησε ο Αρίστος.
    - «Α, ξέχασα!» είπε ο Μιχάλης και πήγε στο αυτοκίνητό του και επέστρεψε με μια σακούλα με ένα κουτί. «Δεν είναι τάρτες, είναι κάτι καλύτερο, καλτσούνια από τα χεράκια της κυρά-Λένης»
    - «Θα τσούξει Θανάση μου» μου είπε συνωμοτικά στο αυτί ο Αρίστος και το έπιασα αμέσως το υπονοούμενο. Άουτς! Εκείνος θα έτρωγε τα καλτσούνια το δικό μου κωλαράκι θα πήγαινε υπέρ πίστεως και πατρίδας …και Μιχάλη.
    - «Ποιος ήρθε;» ρώτησε ο Μιχάλης που δεν κατάλαβε τι έγινε.
    - «Τίποτα Μιχαλιώ μου, εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει» του είπα εγώ μοιρολατρικά. Ωχ Παναγία μου
    - «Και μπράβο της» υπερθεμάτισε χωρίς να είσαι σίγουρος τι είχε παιχτεί αλλά… δεν έσκαγε ο Μιχάλης από τέτοια.
    - «Α-Αρίστο;» τον ρώτησε η Αντιγόνη.
    - «Διατάξτε!» την πείραξε ο Αρίστος και η μικρή σκάλωσε για λίγο.
    - «Θα… θα την ζευγαρώσετε;»
    - «Αυτός ήταν ο σκοπός των προξενιών την προηγούμενη Κυριακή και του σημερινού play date!»
    - «Αν… θα τα δώσετε όλα;»
    - «Ο συμπέθερος έχει ζητήσει τέσσερα και η αλήθεια είναι ότι ένα θα ήθελα να κρατήσω κι εγώ. Μου έχουν ζητήσει και οι αδερφές μου αλλά μόνο η Βασιλική έχει το χώρο που απαιτεί ένα σκυλί τέτοιου μεγέθους» της απάντησε ο Αρίστος.
    - «Αν… αν μείνει κάποιο πολύ θα ήθελα ένα παιδί της. Είχα κι εγώ… μεγάλωσα με τον Ρούμπι μου… και μου λείπει… τον… τον είχα σαν αδερφό μου… σαν αδερφό μου» είπε δακρυσμένη και η αλήθεια είναι ότι δάκρυσα κι εγώ.
    - «Τι ράτσα ήταν ο Ρούμπι;» την ρώτησε ο Αρίστος.
    - «Λεονμπέργκερ» είπε και ο Αρίστος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Εγώ δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει τέτοια ράτσα.
    - «Άρα ξέρεις από μεγάλα σκυλιά!»
    - «Ναι, ξέρω. Και έχω και το χώρο, δε ζω σε διαμέρισμα!»
    - «Εντάξει Αντιγόνη μου… αν κάνει πάνω από πέντε το ένα είναι δικό σου!»
    - «Σε… σ’ ευχαριστώ πολύ» του είπε δακρυσμένη και γονάτισε μπροστά από τη Sadie και την πήρε αγκαλιά κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στη γούνα της. Η Sadie, σα να κατάλαβε τη συναισθηματική φόρτιση της Αντιγόνης, την έτριψε απαλά με τη μουσούδα της και μετά την έγλειψε τρυφερά στο πρόσωπο. Ήταν απίστευτα συγκινητική εικόνα και όπως είμαι και κλαψιάρα… well sue me!
    - «Τι ώρα είπες στον Στεργίου;» ρώτησα τον Αρίστο όταν ηρέμισα.
    - «Δεν του είχα πει συγκεκριμένη ώρα, απλά του έστειλα ένα μήνυμα προχθές για να επιβεβαιώσω ότι θα έρθουν και μου απάντησε καταφατικά.»

    Δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο Τζόκερ; Πάνω στην ώρα χτύπησε το τηλέφωνο του Αρίστου, ήταν ο Στεργίου που τον ειδοποιούσε ότι είχε έρθει και ήταν απ’ έξω. Ο Αρίστος του είπε και εκείνου να βάλει το αυτοκίνητό του μέσα, και πράγματι μερικές στιγμές αργότερα σταμάτησε και εκείνος πίσω από το τέρας του Μιχάλη. Το άλλο τέρας, μη μου κάνετε τους ξύπνιους. Η Sadie που πήρε χαμπάρι ότι είχε έρθει το κομενάκι, αν και δεν έφυγε από την αγκαλιά της Αντιγόνης, σηκώθηκε και άρχισε να κουνάει χαρούμενη την ουρά της.

    - «Γεια σας!» είπε ο Στεργίου βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ενώ ταυτόχρονα βγήκε και η Αναστασία από την άλλη. «Σας φέραμε το γαμπρό!»
    - «Μιχαλιώ μου, το νου σου, ο Ράντι είναι ακόμα μεγαλύτερος» τον πείραξα.
    - «Τουλάχιστον θα το φορέσω εύκολα, κίτρινο μπροστά, καφέ πίσω!»
    - «Σίχαμα!» τον πείραξα γελώντας ενώ ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω ο έτερος Καπαδόκης.
    - «ΑΑΑΑΧ!!!! Κι άλλος κούκλος» είπε η Αντιγόνη λερώνοντας για διαφορετικό λόγο και τα δικά της βρακιά!
    - «Ο Χριστός και η Παναγία, δις!» μονολόγησε ο Μιχάλης συνειδητοποιώντας το μέγεθος του Ράντι. Η Sadie κλαψούρισε και ο Αρίστος της έδωσε το οκ. Πλησίασε το Ράντι κουνώντας την ουρά της, όχι ότι εκείνος πήγαινε πίσω, και αφού μυριστήκανε εκ νέου, ξεκίνησαν και πάλι να τρέχουν σαν παλαβά κυνηγώντας ο ένας τον άλλον.

    Κάναμε τις συστάσεις και δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως χαλάρωσαν αμφότεροι Στεργίου και Αναστασία όταν κατάλαβαν ότι η Αντιγόνη ήταν η κοπελιά του Μιχάλη, και εκεί σιγουρεύτηκα ότι κάτι έπαιζε μεταξύ τους. Ήταν φανερό ότι απέναντί τους είχαν ζευγάρια με μεγάλη διαφορά ηλικίας και αυτό ταυτόχρονα ήταν και πρόβλημα, γιατί εγώ γνώριζα ποιος είναι ο Στεργίου ενώ εκείνος πίστευε ότι έχει απέναντί του ουσιαστικά άγνωστούς του. Τράβηξα διακριτικά στην άκρη Αρίστο και Μιχάλη.

    - «Guys… είμαι 1000% σίγουρη ότι η Αναστασία δεν είναι απλά νοικάρισσα του Στεργίου»
    - «Δε σε αφορά» μου είπε ξερά ο Αρίστος και ο Μιχάλης συμφώνησε μαζί του.
    - «Ξεκαβαλήστε λίγο και οι δυο σας…» τους είπα αυστηρά κερδίζοντας γουρλωμένα βλέμματα εις διπλούν και συνέχισα «…και ελάτε λίγο στη θέση του. Είναι ο δεύτερος στην ιεραρχία σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην Ελλάδα και έχει σχέση με μια κοπελίτσα που με το ζόρι είναι ενήλικη και εγώ δουλεύω στην ίδια εταιρία και ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα. Έχουν απέναντί τους δυο ζευγάρια με φανερή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους και καθώς από την οπτική τους τούς είμαστε άγνωστοι μπορεί να ανοιχτούν. Αν τους κρύψω ότι τον γνωρίζω θα τους έχω στερήσει την επιλογή να το κρατήσουν κρυφό!»
    - «Έχεις δίκιο» ομολόγησε ο Αρίστος.
    - «Αν ήταν να μην τους ξαναδούμε δεν θα το έκανα θέμα, Αρίστο, αλλά όπως δείχνουν τα πράγματα θα συμπεθερέψετε και ας είναι και εντός εισαγωγικών»
    - “When she’s right, she’s right” είπε από τη μεριά του ο Μιχάλης. «Νομίζω ότι πρέπει να του το πεις και μετά ας κάνει ό,τι τον φωτίσει»
    - «Awkward, αλλά συμφωνώ» είπε και ο Αρίστος.
    - «Την τύχη μου μέσα» βλαστήμησα καθώς ήταν προφανές ότι σ’ εμένα θα έπεφτε ο κλήρος. Προφανώς και δε φοβόμουν για τη δουλειά μου αλλά από την άλλη ήταν γαμημένα awkward.
    - “Wish me luck”
    - “Break a leg” απάντησαν μαζί και οι δύο. Ξεροκατάπια και πήγα προς τον Στεργίου ενώ Αρίστος και Μιχάλης γύρισαν προς τη φωτιά, ο ένας ρίχνοντας κι άλλα ξύλα και ο άλλος ανακατεύοντας. Αναστασία και Αντιγόνη έπαιζαν με τα σκυλιά στο γρασίδι και ο Αντώνης είχε μείνει μόνος του. Τώρα ή ποτέ.
    - «Αντώνη, να σου πω λίγο;»
    - «Βεβαίως, πώς μπορώ να βοηθήσω;»
    - «Δεν ξέρω πως να το πω…»
    - «Ποιο;»
    - «Αντώνη… κύριε Στεργίου… εργαζόμαστε στην ίδια εταιρία» του είπα ξεροκαταπίνοντας. Του το αναγνωρίζω, δεν έδειξε καμία απολύτως ταραχή, δεν έπαιξε καν το βλέφαρό του, και αυτό ήταν που στα δικά μου μάτια τον κάρφωσε, το αναμενόμενο, αν μη τι άλλο, θα ήταν να δείξει έστω και μια μικρή έκπληξη.
    - «Σοβαρά; Σε ποιο τμήμα;» με ρώτησε εγκάρδια.
    - «Στο τηλεφωνικό κέντρο» του απάντησα σε ουδέτερο τόνο. Με κοίταξε και η αλήθεια είναι ότι ανατρίχιασα για μερικές στιγμές, γιατί δε με κοίταζε απλά, με μετρούσε με το μυαλό του να δουλεύει στις 10000 στροφές προσπαθώντας να καταλάβει που το πήγαινα. Αν και ήταν εξαιρετικά άβολο, του είπα απλά την αλήθεια.
    - «Ακούστε… έχετε απέναντί σας δυο ζευγάρια με μεγάλη διαφορά ηλικίας και χωρίς να υπονοώ ότι συμβαίνει κάτι μεταξύ υμών και της Αναστασίας, αν πράγματι συμβαίνει, δε θα ήθελα να… να ανοιχτείτε νομίζοντας ότι έχετε απέναντί σας αγνώστους, έστω και αν σκοπεύετε να συμπεθερέψετε εντός εισαγωγικών με τον Αρίστο»
    - “Well, this is awkward” μονολόγησε.
    - «Κύριε Στεργίου, αν…»
    - «Αντώνης» μου είπε τελικά. «Μαριλίζα, ξέρεις τι; Πολύ σπάνια συναντάς ανθρώπους με ακεραιότητα σαν τη δική σου, πολύ σπάνια.»
    - «Σας… σας ευχαριστώ»
    - «So, finally the cat is out of the bag. Τόσο πολύ φαινόμαστε;»
    - «Όχι, όχι… Από την άλλη μερικά πράγματα δεν μπορούν να κρυφτούν σε κάποιον που έχει τα μάτια να δει»
    - «Και εσύ ανήκεις κατά τα φαινόμενα στους παραπάνω»
    - “That I do” του απάντησα νιώθοντας ακόμα πιο αμήχανα.
    - «Well, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό»
    - «Και ούτε χρειάζεται να κάνετε» του είπα βρίσκοντας το κουράγιο, κι εγώ δεν ξέρω από που, να τον κοιτάξω στα μάτια.
    - «Ο Αρίστος; Ο Μιχάλης;»
    - «Σας μοιάζουν για άνθρωποι που θα κατέκριναν μια σχέση με μεγάλη διαφορά ηλικίας; Τόσο εγώ όσο και η Αντιγόνη έχουμε τα μισά τους χρόνια!»
    - «Αλήθεια, εσύ πόσο είσαι αν επιτρέπεται; Δε σε κόβω για πάνω από 21-22»
    - “Can you keep a secret?” τον ρώτησα συνωμοτικά προσφέροντάς του και τη διέξοδο που έψαχνε.
    - “I surely can” με διαβεβαίωσε, πιάνοντας το υπονοούμενο.
    - “So do I” του ανταπάντησα “and don’t call me Shirley” συμπλήρωσα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Δε μου απάντησες» με ρώτησε ακόμα χαμογελαστός.
    - «Εικοσιπέντε είμαι!» του είπα, και μετά, φέρνοντας το δάχτυλό μου μπροστά από τη μύτη του έκανα την παντομίμα της σιωπής, κάνοντάς τον να χαμογελάσει ακόμα περισσότερο.
    - «Μαριλίζα;»
    - «Πείτε μου»
    - «Σταμάτα σε παρακαλώ τον πληθυντικό, δεν είμαστε στο γραφείο. Εδώ είμαι ο Αντώνης»
    - «Θα… θα προσπαθήσω»
    - «Δε μου λες, ρακή είναι αυτό που πίνετε;»
    - «Ναι, ρακή. Αμάν, δεν έχει ποτήρια, πάω να φέρω» του είπα και πετάχτηκα μέσα και έφερα δύο ακόμα ρακοπότηρα. Γέμισε το δικό του.
    - «Στην υγειά σου και… σ’ ευχαριστώ!»
    - «Για ποιο πράγμα;» του είπα και του έκλεισα συνωμοτικά το μάτι.

    Οι σφυγμοί μου είχαν φτάσει τους 200, θα άφηνα το Μιχάλη να πάει να αλλάξει τα βρακιά του και μετά θα πήγαινα να αλλάξω κι εγώ τα δικά μου. Και μετά… θα είχα όλο το χρόνο να πάθω έμφραγμα με την ησυχία μου και αν μη τι άλλο θα με έβρισκαν με καθαρά βρακιά. Λίγη ώρα αργότερα ο Αντώνης αιφνιδίασε ευχάριστα την Αναστασία, παίρνοντάς την αγκαλιά από τη μέση και αν και στην αρχή αιφνιδιάστηκε, αμέσως έπιασε το υπονοούμενο, και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.

    That cat was indeed out of the bag!

    - «Θα υποθέσω ότι του έδωσες την επιλογή και την έκανε!» μου είπε ο Αρίστος πιάνοντάς με αγκαλιά από πίσω και φιλώντας με τρυφερά στο κεφάλι.
    - «Σωστά θα υποθέσεις» του απάντησα γυρίζοντας το κεφάλι να τον κοιτάξω.
    - «Είναι όμορφο ζευγάρι!» παρατήρησε και δε μπορούσα παρά να συμφωνήσω, ο Αντώνης είναι αντικειμενικά ωραίος άντρας με το άσπρο του μαλλί περισσότερο να ενισχύει παρά να μειώνει τη γοητεία του όσο για την Αναστασία… πολύ όμορφη αλλά με κοριτσίστικα γλυκό τρόπο, είναι μια κατηγορία μόνη της.
    - «Κι εμείς είμαστε! Και ας έχουμε τα κοιλουμπίνια μας! Και ας έχω ελιά στο λαιμό! Και ας φτιάχνεις αεροδιάδρομο στη σοφή σου κεφάλα»
    - «Μπορεί να έχω λιγότερο μαλλί να χτενίζω αλλά θα έχω περισσότερο πρόσωπο να πλένω» απάντησε αυτοσαρκαζόμενος ο γλυκούλης μου.
    - «Οι τρίχες είναι υπερτιμημένες! Δεν βλέπεις τι τραβάμε κάποια κοριτσάκια για να απαλλαγούμε από δαύτες;»
    - «Ξέρεις τι μ’ αρέσει σε σένα, μικρή;»
    - «Τι μεγάλε και σοφέ;»
    - «Ότι αποφεύγεις τις γενικεύσεις»
    - «Δε σου τριβελίζει το μαθηματικό σου κεφάλι;»
    - «Ορίστε, με λέει μαθηματικό η αχρεία!»
    - «Δέκα με τη βίτσα;» τον ρώτησα πειρακτικά.
    - «Και λίγες είναι… αλλά τι να σε κάνω που είσαι λατρεία;»
    - «Εχμ… να μου σβήσεις τις ποινές;»
    - “Don’t push your luck girl!”

    Well, you can’t blame a girl for trying!

    Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν, αλλά λίγη ώρα αργότερα οι τρεις τους αρχίσανε να μιλάνε πάλι για επιστημονική φαντασία. Για όνομα του Θεού! Απελπισμένη τους παράτησα και πήγα στα κορίτσια που είχαν επιστρέψει και έπαιζαν με τα σκυλιά.

    - «Με θέλετε στην παρέα σας; Χίλιες φορές να με γλείφουν και τα δυο κοπρόσκυλα στη μούρη παρά να τους ακούω να μιλάνε για επιστημονική φαντασία!»
    - «Τι συζητάνε;» με ρώτησε η Αναστασία.
    - «Ανάθεμά με και αν κατάλαβα. Κάτι για Cylons? Cyclons ? Cyclops?»
    - «Για BSG συζητάνε;;; Έφυγα!» είπε και μας παράτησε σύξυλες.
    - “Cometh pussy to your place που λέει κι ένας στο forum” είπα στην Αντιγόνη.
    - «Ποιο forum?»
    - «Το greekbdsmcommunity»
    - «Α, ναι… είχα γραφτεί κι εγώ παλιά αλλά με πετάξανε με τις κλωτσιές»
    - «Γιατί;»
    - «Κάποιος τους σφύριξε ότι είμαι ανήλικη… που ήμουν τότε, εδώ που τα λέμε, αλλά δεν ξαναμπήκα»
    - «Πώς σου φαίνεται ο γαμπρός;»
    - «Κούκλος, τα κουτάβια τους θα είναι υπέροχα!!!!» είπε και ο Ράντι, ένας Θεός ξέρει πώς, σάμπως να κατάλαβε ότι μιλάμε για κείνον και τράβηξε ένα μεγαλοπρεπέστατο γλωσσόφιλο στην Αντιγόνη.
    - «Βρε σιχαμένε!» τον ψευτομάλλωσε η Αντιγόνη για να εισπράξει ένα ακόμα μεγαλοπρεπέστατο γλείψιμο στη μύτη από το Ράντι και μετά από τη Sadie, γιατί τι; στο πηγάδι κατούρησε το κορίτσι;
    - «Αντιγόνη, λέω να αφήσουμε τα σκυλιά γιατί στο τέλος βλέπω να το καίνε το αρνί!»
    - «Ναι, πάμε!» είπε και σηκώθηκε από το γκαζόν, προς μεγάλη απογοήτευση αμφότερων των τεράτων.
    - «Άμαχος πληθυσμός» τους προειδοποίησα όταν πλησιάσαμε.
    - “Party pooper!” με κατηγόρησε ο Μιχάλης.

    Όπως και να έχει, σταμάτησαν να συζητάνε για ότι συζητούσανε και καθίσαμε όλοι στο τραπέζι πίνοντας ρακή και τσιμπολογώντας τους μεζέδες, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Που και που ο Αρίστος τροφοδοτούσε τη φωτιά με ξύλο και γύρω στη μία και κάτι, γύρισε όλες τις σούβλες περιμετρικά της φωτιάς ώστε να ψηθεί και η άλλη μεριά. Η μυρωδιά του κρέατος μας είχε σπάσει τις μύτες αλλά χρειαζόταν ακόμα 30-40 λεπτά.

    - «Αρίστο, πάω μέσα να κόψω καμιά πατάτα και τη σαλάτα»
    - «Μιχάλη, πρόσεχε σε παρακαλώ τη φωτιά για λίγο» του είπε ο Αρίστος.
    - «Ναι, βέβαια!»
    - «Αμάν! Αναστασία τα γλυκά ξεχάσαμε!» φώναξε με απελπισία ο Αντώνης.
    - «Παγωτά ήταν;» τον ρώτησε ο Αρίστος
    - «Όχι, όχι… η Κλέλια μου είπε ότι της είπε ο Κώστας ότι σ’ αρέσει το γαλακτομπούρεκο και σου φέραμε… από το Βάρσο!»
    - «Μωρέ αν δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε!»
    - «Κάτσε να συμπεθεριάσουμε πρώτα, γιατί δεν βλέπω το καμάρι μου να κάνει κίνηση, πολύ μπλα-μπλα και από κοκό τίποτα!»
    - «Ε μα κι εσύ ρε Αντώνη, έτσι τον έφερες; Δεν του είπες τίποτα για τις μελισσούλες και τα λουλουδάκια;» τον πείραξε ο Μιχάλης.
    «Πάω να τα φέρω» είπε η Αναστασία και κίνησε προς το SUV του Αντώνη
    - «Μαριλίζα, έλα λίγο μέσα μαζί μου» μου είπε ο Αρίστος και τον ακολούθησα μέσα στο σπίτι. «Μαριλίζα μου, σ’ ευχαριστώ πολύ και πραγματικά εκτιμώ…» πήγε να πει και τον έκοψα.
    - «Μη το πεις αυτό που πας να πεις. Από τη στιγμή που είμαστε μαζί, όσο είμαστε μαζί, όταν είμαστε στο σπίτι σου και είμαι κι εγώ εδώ, οι καλεσμένοι σου είναι και δικοί μου καλεσμένοι. Deal with it!» του δήλωσα ορθά-κοφτά και τον άφησα σύξυλο και πήγα στην κουζίνα για να καθαρίσω και να κόψω πατάτες. Με ακολούθησε μετά από λίγο.
    - «Είσαι υπέροχη» μου είπε και με φίλησε τρυφερά στο σβέρκο. «Σ’ ευχαριστώ!»
    - «Αρίστο;»
    - «Πες μου!»
    - «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου. Δεν είναι αγγαρεία Αρίστο μου, είναι χαρά μου!»
    - «Χαρά σου ξε-χαρά σου δε θα καθαρίσεις μονάχη τις πατάτες. Δώσε και σώσε!»
    - «Δε χρειάζεται Αρίστο μου, πραγματικά. Πήγαινε έξω με τα παιδιά, δε θα αργήσω»

    Με κοίταξε διστακτικός για μερικά δευτερόλεπτα και του έκανα ξανά νόημα να πάει έξω. Έφυγε μουρμουρίζοντας ότι είμαι ξεροκέφαλη και ότι θα μου δείξει αυτός, θα δω τι θα πάθω! Χαμογελώντας ακόμα έπιασα να καθαρίσω και να κόψω τις πατάτες και τις άφησα σε μια λεκάνη με νερό και θα τις έβαζα να τηγανίζονται όσο ο Αρίστος θα έκοβε το αρνί σε μερίδες και τότε θα έκοβα και τη σαλάτα για να τη φάμε φρέσκια. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα και η Αναστασία έχοντας μια σακούλα στο χέρι.

    - «Μαριλίζα, πού να το αφήσω αυτό;»
    - «Φέρε να το βάλω στο ψυγείο γιατί έχουμε και τους τρακαδόρους εδώ!»
    - «Τους ποιους;»
    - «Κατά φωνή!» είπα καθώς τα δύο γατιά αποφάσισαν να μας κάνουν την τιμή και η Αναστασία σχεδόν χοροπήδησε από τη χαρά της.
    - «Καλέ τι κουκλιά είναι αυτά;» είπε και κάθισε σκαμνάκι κάνοντάς τους τρίλιες και τα γατιά πήγαν τρέχοντας προς το μέρος της και άρχισαν να τις τρίβονται λες και ήταν παλιοί γνωστοί. «Έχουμε κι εμείς γάτες…δηλαδή και εγώ και ο Αντώνης! Πώς τα λένε;»
    - «Το τερατάκι δεξιά σου είναι ο Τσάρλι και η κιουρία αριστερά σου είναι η Σάνι!»
    - «Υποθέτω ότι τα πάνε καλά με την Sadie, ε;»
    - «Ναι, μεγαλώσανε άλλωστε μαζί, όπως μου έχει πει ο Αρίστος»
    - «Το ίδιο καλά τα πάει ο Ράντι με τα δικά μας και φαντάσου ότι ήταν ενάμιση έτους όταν τα είδε για πρώτη φορά. Είναι υπέροχο σκυλί»
    - «Είμαι σίγουρη» της είπα χαμογελαστή.
    - «Μαριλίζα, θέλεις βοήθεια;» με ρώτησε αφήνοντας τα γατιά.
    - «Όχι αγάπη μου, να τελειώνω σε λίγο»
    - «Σίγουρα;»
    - «Σιγουρότατα» τη διαβεβαίωσα.

    Αφού έφυγε η Αναστασία έβαλα το γαλακτομπούρεκο στο ψυγείο και τελειώνοντας με το καθάρισμα και το κόψιμο των πατατών βγήκα έξω να βρω και τους άλλους.

    - «Τι κάνει το ζεύγος;» τους ρώτησα.
    - «Παίζει τις κουμπάρες!» απάντησε ο Αρίστος. «Δεν πρόκειται να ζευγαρώσουν αν δεν της έρθει οίστρος, τώρα είμαστε ακόμα στο αζμπέτε!»
    - «Και πώς θα καταλάβεις ότι της ήρθε;» τον ρώτησα
    - «Το μόνο εύκολο, θα γίνεται απ’ έξω διαδήλωση. Κοντεύει τα δύο και μέχρι στιγμής δεν της έχει έρθει, ωστόσο την περιμένω, ο γιατρός μου είχε πει ότι είναι φυσιολογική αυτή η καθυστέρηση για γιγαντόσωμες ράτσες»
    - «Και τι θα γίνει τότε;»
    - «Θα πρέπει ο Αντώνης να φέρει το Ράντι εδώ και να τον αφήσει και μετά… η φύση θα ακολουθήσει το δρόμο της!»
    - «Ο ρους των γεγονότων!» είπε η Αναστασία και Αρίστος, Μιχάλης και Αντώνης, που προφανώς έπιασαν την αναφορά, χαχάνισαν. Εγώ πάλι, όπως και η Αντιγόνη, δεν καταλάβαμε σε τι αναφέρονται.
    - «Ο Θόδωρος και το δίκαννο» προσπάθησε να μας δώσει hint o Μιχάλης.
    - «Κι έχει και ένα περίεργο σχήμα η μύτη σου απόψε!» του είπε ο Αντώνης και βάλανε και πάλι τα γέλια οι τέσσερίς τους.

    Στις δύο παρά ο Αρίστος ανακοίνωσε ότι το αρνί ήταν έτοιμο οπότε Μιχάλης και Αντώνης τον βοήθησαν να βγάλει το κρέας από τη φωτιά. Πήγαμε μέσα με τον Αρίστο, εκείνος για να φέρει μαχαίρια για να κόψει το κρέας και εγώ για να βάλω τις πατάτες να τηγανίζονται. Στο μεταξύ έκοψα και τη σαλάτα οπότε όλα ήταν έτοιμα. Μιας και είχε λιακάδα και ήταν και ακόμα μεσημέρι αποφασίσαμε ομόφωνα, όπως και την προηγούμενη Κυριακή, να φάμε στο αίθριο.

    Εντάξει, δεν έχω φάει νοστιμότερο αρνί στη ζωή μου. Όταν πρωτάκουσα για το αντικριστό την προηγούμενη εβδομάδα, κάθισα και το έψαξα στο internet, αλλά όσοι διθύραμβοι και αν είχα διαβάσει δεν ήταν αρκετοί για να με προετοιμάσουν, πραγματικά λυπάμαι όποιον άνθρωπο δεν έχει δοκιμάσει αρνί αντικριστό. Δεν υπάρχουν λόγια, απλά δεν υπάρχουν. Το κρέας ήταν ζουμερό, ήταν τρυφερό, ήταν πεντανόστιμο, ήταν Α-Π-Ι-Θ-Α-Ν-Ο και δεν είχε χρειαστεί τίποτα περισσότερο από καλό αλάτισμα και δυνατή φωτιά. Αντώνης, Αναστασία και Αντιγόνη δοκίμασαν για πρώτη φορά ξύγαλο και σπιτική στάκα και βάλε και τις μπύρες, δεν είναι να απορείς που στο τέλος όλοι νιώθαμε σα βόες.

    Αντώνης και Αναστασία καθίσανε περίπου μέχρι τις 17:00 και εκεί, και προς μεγάλη απογοήτευση της κατά τα φαινόμενα ερωτοχτυπημένης Sadie, πήραν το Ράντι και έφυγαν. Έχοντας ήδη μαζέψει το τραπέζι και επειδή άρχισε να κάνει και ψύχρα, γυρίσαμε στο σπίτι και ο Αρίστος έφτιαξε καφεδάκια και για τους τέσσερεις και πιάσαμε την κουβέντα η οποία με αφορμή κάτι που είχε γραφτεί στο forum γύρισε στο BDSM.

    - «Κάτι μου είχες τάξει να μου δείξεις!» είπε ο Μιχάλης στον Αρίστο.
    - «Ευχαρίστως» απάντησε εκείνος και γελούσαν και τα μουστάκια του. «Από εδώ παρακαλώ» είπε και σηκώθηκε για να μας οδηγήσει στα ενδότερα αλλά πριν καν μπούμε στο κυρίως πιάτο, ο Μιχάλης είδε το τραπέζι του μπιλιάρδου και τα επισκευασμένα arcades και έπαθε ντιριντάχτα.
    - «Μιχάλη, συγκεντρώσου» του είπα για να τον επαναφέρω καθώς πήγαινε από arcade σε arcade και τα χάιδευε λες και ήταν καμιά από τις μικρούλες του.
    - «Ναι, καλή τύχη» μου είπε η Αντιγόνη.

    Και να ήταν μόνο ο Μιχάλης; Ο ενθουσιασμός του είχε ξεσηκώσει και τον Αρίστο και ολόκληροι μαντράχαλοι κάναν και οι δύο σαν παιδάκια, είδαμε και πάθαμε για να τους ξεκολλήσουμε. Ο Αρίστος άνοιξε τελετουργικά την πόρτα του Ιεροεξεταστή. Ο Μιχάλης κοίταξε μέσα για μερικές στιγμές και μετά γύρισε προς τον Αρίστο.

    - “Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship!”

    Εμένα μου λες; Το κωλαράκι μου το ξέρει!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 25 Δεκεμβρίου 2023
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 13ο - Be all my sins remember'd

    Ο Μιχάλης με την Αντιγόνη έφυγαν γύρω στις 20:00 για να πάνε να την αφήσει στα ΚΤΕΛ αλλά εγώ, παρά το γεγονός ότι αύριο είχα πρωινό ξύπνημα, δε βιαζόμουν να φύγω από το σπίτι του Αρίστου. Αν και μια συνάδελφος θα έλειπε με άδεια γάμου, είχε και τα καλά του το πρόγραμμα της εβδομάδας, τουλάχιστον το επόμενο Σάββατο, που ήταν και ο γάμος, θα είχα ρεπό.

    - «Ποιο είναι το πρόγραμμά σου αυτή την εβδομάδα;»
    - «Οχτώ με πέντε οπότε έχω πρωινά ξυπνήματα αλλά το καλό είναι ότι το Σάββατο θα έχω ρεπό»
    - «Μπορείς να πάρεις άδεια;»
    - «Γιατί;»
    - «Έχει ένα συνέδριο στο Δουβλίνο αυτή την εβδομάδα, Τετάρτη με Παρασκευή. Αν μπορείς να πάρεις άδεια, να πάμε παρέα, τα απογεύματα θα είμαι ελεύθερος»
    - «Δυστυχώς δεν γίνεται Αρίστο μου. Αφενός δεν με παίρνει οικονομικά…»
    - «Μη σε απασχολεί αυτό» με διέκοψε.
    - «Και αφετέρου αυτή την εβδομάδα η Μάχη έχει άδεια γάμου οπότε δεν μπορώ να λείψω ταυτόχρονα κι εγώ»
    - «Ποια είναι η Μάχη;»
    - «Συνάδελφος, team leader κι εκείνη, δε μπορούμε να λείπουμε ταυτόχρονα»
    - «Κρίμα»
    - «Το Σάββατο θα έχεις γυρίσει;»
    - «Ναι, θα φύγω Τρίτη βραδάκι και θα γυρίσω Σάββατο ξημερώματα, γιατί;»
    - «Θα ήθελες να με συνοδέψεις στο γάμο της Μάχης; Θα έχει και τραπέζι μετά!»
    - «Πολύ ευχαρίστως!» μου είπε χαμογελώντας.
    - «Τι ώρα πετάς την Τρίτη και τι ώρα έρχεσαι το Σάββατο;»
    - «Στις 21:00 την Τρίτη και θα είμαι πίσω στις 02:00 τα ξημερώματα του Σαββάτου, αν δηλαδή δεν υπάρξει κάποια καθυστέρηση!»
    - «Έχω μια ιδέα. Αν θέλεις κι εσύ, Τρίτη απόγευμα έλα στο σπίτι μου. Θα αφήσεις το αυτοκίνητό σου στο parking μου και θα σε πάω εγώ αεροδρόμιο και το Σάββατο θα έρθω και να σε πάρω»
    - «Σ’ ευχαριστώ Μαριλίζα μου αλλά δεν…»
    - «Δεν ακούω κουβέντα ακόμα και αν γράψει άλλες εκατό το τεφτέρι!»
    - «Εντάξει, παραδίνομαι» μου απάντησε χαμογελαστός.
    - «Έτσι! Σούζα!» του είπα και του έβγαλα πειραχτικά τη γλώσσα. «Χμμμ, δέκα;»
    - «Είκοσι!»
    - «Γιατί;;;;»
    - «Γιατί μπορώ!»
    - «Καταπίεση!»
    - «Καλά σου κάνω! Δε μου λες, έχεις όρεξη να κάνουμε παρέα ντουζάκι ή θες να πας να κοιμηθείς νωρίς;»
    - «Θα τσούξει, Θανάση μου;»
    - «Μπορεί ναι, μπορεί όχι, τι να πω, είμαι απρόβλεπτος!»
    - «Δε βοηθάς!»
    - «Έτσι, να σφίγγουν οι κώλοι!»
    - «Αν μου ζητήσεις να δώσω το κωλαράκι μου στο Μιχάλη, τσάμπα θα πάει το σφίξιμο!»
    - «Τι να πω, τα καλτσούνια της κυρα-Λένης απαιτούν θυσίες!»
    - «Να είναι καλά ο υπεργολάβος σου!»
    - «Δες το από τη θετική πλευρά!»
    - «Η οποία είναι;»
    - «Με τόση κωλοφαρδία θα αυξηθούν οι πιθανότητές σου να πιάσεις τον Τζόκερ» μου είπε με το αιώνιο deadpan ύφος του και δεν μπόρεσα να μη βάλω τα γέλια.
    - «Μου θυμίζεις αυτό που είχες γράψει σε ένα topic για τεχνικές δεσίματος, κάποια είχε ρωτήσει για σημεία πάνω στο σώμα που μπορούν να δεθούν για να γίνει αιώρηση και της απαντάς «από το λαιμό» και η άλλη το πήρε στα σοβαρά και ρώτησε «γίνεται από το λαιμό;» και της απαντάς απαθέστατος «αιώνες τώρα, αλλά καλό θα ήταν να μην το δοκιμάσετε σπίτι». Με είχε πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια!»
    - «Πήγαινε βρες τι είχα απαντήσει σε κάποιον που είχε ρωτήσει αν είναι επικίνδυνο το δέσιμο των όρχεων.»
    - «Αν γίνει με κονσερτίνα, σίγουρα! Ακόμα το θυμάμαι, έπινα καφέ εκείνη την ώρα και κόντεψα να πνιγώ, αφού από τότε όταν έβλεπα ότι έχεις απαντήσει στις τεχνικές άφηνα τον καφέ κάτω, μου είχε φύγει κάμποσες φορές από τη μύτη!»
    - «Λοιπόν, πάμε να ξεπλύνουμε τα κορμιά μας από την τσίκνα;»
    - «Και να λερώσουμε τις ψυχές μας;»
    - «Θα σε μαστιγώσω μετά για να εξαγνιστείς!»
    - «Solo θα αμαρτάνω;»
    - «Όχι, παρέα θα αμαρτάνουμε»
    - «Εσύ δε θα χρειαστείς εξαγνισμό;»
    - «Εννοείται, αλλά ευτυχώς έχω υπεργολάβο!»
    - «Ωχ Παναγία μου»
    - “That’s the spirit! Σήκω!”

    Ανεβήκαμε πάνω και πήγαμε στο μεγάλο μπάνιο.

    - «Θες να βάλω την τάπα να γεμίσουμε τη μπανιέρα;»
    - «Όχι ακόμα Αρίστο μου»
    - «Ωχ ναι… εντάξει κοριτσάρα μου, την επόμενη φορά. Δε μου λες, καλό είναι το νερό;»
    - «Αντέχεις λίγο πιο ζεστό;»
    - «Τώρα;» με ρώτησε ανοίγοντας περισσότερο το ζεστό.
    - «Καλό είναι. Εσύ θα το αντέξεις;»
    - «Οριακά ναι… έλα, μπες» μου είπε και πήγα και χώθηκα κάτω από τον καταρράκτη. Εντάξει, εγώ θα το ήθελα ακόμα πιο ζεστό αλλά ο Αρίστος δεν θα το άντεχε, ακόμα και τώρα τον είδα που δαγκώθηκε.
    - «Θέλεις να το χαμηλώσεις λίγο;»
    - «Όχι εντάξει, θα το αντέξω. Αφού άντεξα στο Πόζαρ, θα το αντέξω και αυτό»
    - «Να κάπου που δεν έχω πάει!»
    - «Έκλεισε, στο επόμενο Σ/Κ που δεν δουλεύεις και δεν έχεις γάμους. Αν, και να σου πω, πάρε και άδεια Παρασκευή και Δευτέρα μην είμαστε με την ψυχή στο στόμα»
    - «Σοβαρά;;;» τον ρώτησα ενθουσιασμένη.
    - «Σοβαρά!» μου απάντησε χαμογελαστός.

    Παρά τις εντός εισαγωγικών απειλές του δεν κάναμε αταξίες στο ντουζ οπότε δεν αργήσαμε να τελειώσουμε. Κάθισα τυλιγμένη με το μπουρνούζι μέσα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου και άφησα τον Αρίστο να πάει στο δωμάτιο και να ντυθεί αλλά όταν τελείωσα και γύρισα στο δωμάτιό του για να ντυθώ κι εγώ τον είδα ξαπλωμένο κάτω από το πάπλωμα και χτυπώντας το χέρι του στο κρεββάτι μου έκανε νόημα να πάω κι εγώ εκεί. Χαμογελώντας έβγαλα με αισθησιακές κινήσεις το μπουρνούζι μου και το άφησα να πέσει στο πάτωμα και μετά σκαρφάλωσα πάνω στο κρεββάτι και πήγα στα τέσσερα προς το μέρος του. Τον ξεσκέπασα και, ακόμα στα τέσσερα, άρχισα να τον φιλάω στο στέρνο και φιλώντας τον και πιπιλώντας τον κατέβηκα μέχρι κάτω και πήρα το ορθωμένο του όργανο στο στόμα μου.

    Ήταν πρωτόγνωρο για μένα αλλά πραγματικά είχα αρχίσει να απολαμβάνω να του κάνω πίπα, και δεν ήταν ότι πριν δεν έκανα, απλά το έκανα μόνο και μόνο γιατί άρεσε στον παρτενέρ μου. Με τον Αρίστο ωστόσο η απόλαυσή μου δεν περιοριζόταν στο να απολαμβάνω την απόλαυσή του, απολάμβανα και την ίδια την πράξη παρά το γεγονός ότι δε μου άρεσε η γεύση του στο τέλος. Τι να κάνουμε, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Όλοι με όσους είχα πάει, μετά το Διονύση, μου είχαν ζητήσει να τελειώσουν στο στόμα μου αλλά ο Κώστας ήταν ο πρώτος τον οποίο άφησα να το κάνει και ακόμα και μαζί του πολύ σπάνια κατάπινα, συνήθως τα έφτυνα.

    Τον Μιχάλη τον άφηνα πάντα να τελειώνει στο στόμα μου, ακόμα και την πρώτη φορά που πήγε να με σπρώξει λίγο πριν τελειώσει, εγώ ήμουν που του έκανα πέρα τα χέρια, αλλά όταν τα έφτυσα άρχισε το ψιλό γαζί, «τι το φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχει;» Δε με πείραζε, ο Μιχάλης πάντα έκανε χαβαλέ και ήξερα ότι το πείραγμά του ήταν καλόκαρδο και όχι έμμεση πίεση για να καταπιώ, που και αυτό το ξεκίνησα εκείνη την Κυριακή, παρά το γεγονός ότι κάπου μέσα μου ήξερα πως από εκεί δεν θα υπήρχε επιστροφή. Ήξερα πως ο Μιχάλης δεν θα το έκανε ποτέ θέμα αλλά επίσης ήξερα ότι κατά βάθος θα τον χαλούσε και ο Μιχάλης ήταν ο ένας από τους δύο ανθρώπους που η ικανοποίησή τους μετρούσε για μένα περισσότερο από τη δική μου.

    Ο άλλος ήταν ο κύριος που χαλαρωμένος είχε παραδοθεί στην περιποίηση που του πρόσφερα με τα χείλη και τη γλώσσα μου. Αν και θα ήθελα να με βάλει κάτω και να με κάνει να πω το δεσπότη Παναγιώτη, άρχισα να επιταχύνω έχοντας πάρει απόφαση ότι ο Αρίστος απλά ήθελε πίπα, και αυτό που ήθελε ο Αρίστος αυτό θα έπαιρνε, αλλά τελικά είχε άλλα σχέδια και ακόμα καλύτερα, σχέδια που δεν περιλάμβαναν το κωλαράκι μου. Με σταμάτησε, και αφού φόρεσε το προφυλακτικό του, με γύρισε ανάσκελα, μου άνοιξε τα πόδια και χωρίς πολλά-πολλά μπήκε μέσα μου, κάνοντάς με να μου φύγει ένα ηδονικό βογγητό.

    Σταύρωσα τα χέρια μου στην πλάτη του και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση πληρότητας ανάμεσα στα σκέλια μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου και ρουφώντας τις κοφτές του ανάσες στο πρόσωπό μου. Που και που μου ξέφευγαν και μένα σιγανά βογγητά ηδονής και, παρόλο που πολύ σπάνια τελείωνα με αυτό τον τρόπο, το απολάμβανα, πραγματικά το απολάμβανα. Για μένα ο οργασμός ήταν απλά το κερασάκι, δεν ήταν περιττός αλλά δεν ήταν και απολύτως αναγκαίος.

    - «Έλα εσύ από πάνω» μου είπε ο Αρίστος σταματώντας και ξαπλώνοντας ανάσκελα.
    - «Πώς με θέλεις μωρό μου;» τον ρώτησα βραχνά. «Πρόσωπο η πλάτη;»
    - «Πρόσωπο»

    Σκαρφάλωσα πάνω του και οδήγησα προσεκτικά το όργανό του μέσα μου και άρχισα να κουνάω τη λεκάνη μου μπρος πίσω, ενώ ο Αρίστος κρατώντας με από στήθη άρχισε να τα μαλάζει δυνατά, τσιμπώντας που και που τις ρώγες. Μου άρεσε πολύ αυτή η στάση, μου άρεσε να δίνω εγώ το ρυθμό, απολάμβανα το πόσο βαθιά έμπαινε το όργανο μέσα μου και φυσικά το ότι ο Αρίστος είχε τα χέρια του ελεύθερα για να παίζει με τα στήθη μου. Έκανα χρόνια χορό οπότε είχα και την ευλυγισία και την αντοχή, αν και όπως διαπίστωσα η δεύτερη πήγε περίπατο με τόση αποχή, αλλά όπως φαίνεται ήμουν πλέον σε καλό δρόμο να ξαναβρώ τη φόρμα μου.

    Κάποια στιγμή ο Αρίστος με σταμάτησε και φέρνοντάς με να σκύψω πάνω του, πήρε εκείνος την πρωτοβουλία και μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα απ’ ότι εγώ. Τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν συνοδεύοντας τα δικά του και όλο και ανέβαζε το ρυθμό του, μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο, μέχρι που κάποια στιγμή με κράτησε ακίνητη και τεντώθηκε και ένιωσα το όργανό του να σπαρταράει μέσα μου και Θεέ μου, ήταν υπέροχο, υπέροχο!

    Είχε ιδρώσει και ήταν λαχανιασμένος, κατέβηκα προσεκτικά από πάνω του και του έβγαλα το προφυλακτικό και πήρα το όργανό του στο στόμα μου και του το καθάρισα με τα χείλη και τη γλώσσα. Αφήνοντάς τον να βρει τις ανάσες του, σηκώθηκα και πήγα και πέταξα το προφυλακτικό και όταν γύρισα μου έκανε νόημα να χωθώ στην αγκαλιά του.

    - «Και τώρα πρέπει να ξανακάνουμε ντουζ» παρατήρησε.
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι ιδρώσαμε λιγάκι!»
    - «Δε μου λες, τι ώρα είπαμε ότι πρέπει να είσαι γραφείο;»
    - «Στις οχτώ το πρωί»
    - «Και τι ώρα ξυπνάς;»
    - «Στις 06:45. Την ώρα που πηγαίνω δεν έχει πολλή κίνηση. Τώρα το χειμώνα βάζω δύο ξυπνητήρια, το ένα στις 06:15 για να ανάψω το θερμοσίφωνα και το δεύτερο στις 06:45 όπου σηκώνομαι, κάνω ντουζάκι και μετά ετοιμάζομαι. Δεν είναι μακριά και όπως σου είπα τόσο πρωί δεν έχει κίνηση, ο λόγος που πηγαίνω νωρίτερα είναι ότι το παρκάρισμα εκεί που είναι το call center είναι θέμα, οπότε μπορεί να φάω κάμποση ώρα ψάχνοντας»
    - «Parking δεν έχει εκεί κοντά;»
    - «Έχει, πως δεν έχει, αλλά δε μου φτάνουν τα μισθά!»
    - «Και δε μου λες, αντί να βάζεις δυο ξυπνητήρια, έχεις σκεφτεί να βάλεις κάποιον έξυπνο διακόπτη;»
    - «Και εγώ έξυπνη είμαι!» του είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
    - «Δεν αμφιβάλλω, στο συγκεκριμένο ωστόσο είσαι μπούφος αλλά αυτό λύνεται!»
    - «Θα με ξεμπουφέψεις;»
    - «Κατά κάποιο τρόπο ναι. Την Τρίτη θα σου βάλω έξυπνο διακόπτη στον πίνακα ώστε να μπορείς να ανάβεις και να σβήνεις το θερμοσίφωνα και από τη δουλειά αν χρειάζεται, και εννοείται να τον προγραμματίζεις να ανάβει όποτε θέλεις και να σβήνει όποτε θέλεις!»
    - «Αχ, σ’ ευχαριστώ μωρό μου!!!! Αλλά κάτσε, δε χρειάζεται ηλεκτρολόγο;»
    - «Κι εγώ τι είμαι, βατραχάνθρωπος;»
    - «Σωστό και αυτό!»
    - «Έχεις ρούχα για να φορέσεις αύριο; Σε ρωτάω γιατί κι εγώ πρέπει να κατέβω Ζωγράφου και θα μπορούσα και να σε πάω το πρωί και να σε φέρω γυρίζοντας… αν θέλεις δηλαδή»
    - «Από τόσο πρωί θα κατέβεις;»
    - «Όταν έχω μαθήματα τι ώρα νομίζεις ότι πηγαίνω;»
    - «Ουφ… θέλω πώς δε θέλω… αλλά δεν έχω ρούχα μαζί μου, αυτά που έφερα για να αφήσω εδώ είναι πρόχειρα! Δεν είχα φανταστεί…»
    - «Δεν πειράζει. Θα σου πάρει πολλή ώρα να ετοιμαστείς;»
    - «Όχι, απλά θα βάλω τα ρούχα μου, δεν είναι ότι φτιασιδώνομαι ιδιαίτερα για να πάω γραφείο. Δεκάλεπτο και πολύ σου λέω»
    - «Ωραία, τότε θα σε κατεβάσω εγώ το πρωί κάτω και όσο ετοιμάζεσαι θα μας πάρω και καφεδάκια. Θέλεις;»
    - «Και το ρωτάς μωρέ Αρίστο; Άντε μην αρχίζω να χοροπηδάω σαν την Ινδιάνα!»
    - «Ναι, μόνο που θα ξυπνήσουμε πρωί-πρωί γιατί έχουμε να κάνουμε και ταξίδι!»
    - «Don’t care!!!!»
    - «Ωραία, σήκω ντύσου να πάμε μια βολτίτσα την Sadie και όταν γυρίσουμε να δούμε καμιά σειρά και να πέσουμε για ύπνο!»
    - «Τρέχω! Πετάω!»

    Βγάλαμε τη Sadie τη βόλτα της και όταν γυρίσαμε ήταν ακόμα 22:00. Κάναμε ένα γρήγορο ντουζ και μετά ο Αρίστος έφτιαξε και για τους δυο μας ζεστή σοκολάτα, και αγκαλίτσα στον καναπέ είδαμε άλλα δύο επεισόδια του “Why Women Kill” και γύρω στις 23:30 ανεβήκαμε πάνω και πέσαμε για ύπνο. Είχε βάλει ξυπνητήρι στις 06:30 αλλά του την έσκασα, έβαλα το ξυπνητήρι του ρολογιού μου στις 06:25 και τον ξύπνησα …οργασμικά. Για την ακρίβεια bootαρε κοντά στη μέση της πίπας και καταπίνοντας αναρωτήθηκα και πάλι, φιλοσοφικά, πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε τόσο πράγμα. Δε βαριέσαι, το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας και από πρωτεΐνη άλλο τίποτα, ούτε body builder στον όγκο, που λέει ο λόγος.

    Στις 07:15 ήμασταν μπροστά από το σπίτι μου και ανέβηκα πάνω σα σίφωνας για να ετοιμαστώ και όπως τον είχα διαβεβαιώσει και χθες μου πήρε γύρω στο δεκάλεπτο, εντάξει δεκαπεντάλεπτο. Ο γλυκούλης μου πήρε και καφεδάκια και έτσι δε χρειάστηκε να πάρω στο γραφείο και όχι τίποτε άλλο αλλά ο απέναντι φτιάχνει και καλύτερο καφέ απ’ ότι οι καφετέριες της περιοχής που είναι το Call Center. Είχα υπέροχη διάθεση, αυτό θα έλειπε, να μην είχα, και η μέρα που ήταν εύκολη τη βοήθησε να διατηρηθεί. Ο Αρίστος με ειδοποίησε ότι θα καθυστερούσε λόγω κίνησης οπότε με το που σχόλασα βρήκα την ευκαιρία να πεταχτώ στο σούπερ μάρκετ να πάρω μαϊντανό που μου είχε τελειώσει, γαρίδες και μικρά ψωμάκια μαργαρίτα, για να του φτιάξω γαριδομακαρονάδα που μου είχε πει ότι του αρέσει.

    - «Μαριλίζα μου, μπορείς να γυρίσεις με λεωφορείο αύριο από δουλειά;»
    - «Μπορώ αλλά γιατί;»
    - «Γιατί το αυτοκίνητό σου είναι σπίτι μου!»
    - «Αμάν ναι!»
    - «Σκεφτόμουν λοιπόν, να κάτσουμε μαζί σήμερα, το πρωί να σε κατεβάσω και πάλι στη δουλειά σου και μετά να ανέβω σπίτι. Το απόγευμα αντί να κατέβω με το δικό μου, θα κατέβω με το δικό σου και πάμε αεροδρόμιο και γυρίζεις σπίτι σου»
    - «Στις 21:00 δεν πετάς; Θα πρέπει να είμαστε εκεί στις 20:00 οπότε θα πρέπει να φύγουμε από το Χαλάνδρι το αργότερο στις 19:15… ναι, βγαίνει…»
    - «Τι ώρα θα γυρίσεις σπίτι σου;»
    - «Λογικά γύρω στις 18:00 θα έχω γυρίσει»
    - «Ωραία, εμένα δε θα μου πάρει πολλή ώρα να σου τοποθετήσω το διακόπτη, οπότε μια χαρά»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνουμε έτσι»
    - «Δώσε μου σε παρακαλώ τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου τώρα μην τα ξεχάσουμε, είμαι και μιας άλφα ηλικίας!»
    - «Σου έχω απαγορεύσει να σε λες γέρο, γιατί συνεχίζεις να είσαι ατάσθαλος;» τον πείραξα βγάζοντας το κλειδί του αυτοκινήτου μου από το μπρελόκ και δίνοντάς του το.
    - «Συγνώμη κυρία δε θα επαναληφθεί, και άλλες δέκα!»
    - «Κεριά και λιβάνια… και ναι… ξέρω… άλλες δέκα!»
    - «Τις έχεις σημειώσει ή τσάμπα τις μοιράζω;»
    - «Αμέ! Όταν πάμε σπίτι που θα τις γράψω στο τεφτέρι θα τις δεις… αλλά έτσι όπως πάμε, στο τέλος με βλέπω να χρειάζομαι excel»
    - «Μια χαρά, θα μπορείς να κάνεις και projections και να τρέχεις what-if σενάρια. Επίσης θα μπορείς να κάνεις pivots για να μετράς ανά κατηγορία εργαλείου, παραπτώματος και πολλά άλλα!» μου είπε συνεχίζοντας το δούλεμα. «Τι έχει η σακούλα;»
    - «Έκπληξη! Και θα παραμείνει έκπληξη, αν χρειαστεί θα σε κλειδώσω στο δωμάτιο!»
    - «Σου έχω πει ότι δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις!»
    - «Αυτή θα σου αρέσει!» τον διαβεβαίωσα.

    Φτάσαμε στο σπίτι γύρω λίγο μετά τις 18:00 και τον άφησα να κάτσει στην τραπεζαρία στο σαλόνι με το laptop του κι εγώ πήγα στην κουζίνα για να μαγειρέψω. Σκόπευα να την κάνω με φέτα και ούζο, είναι εύκολο, νόστιμο και γρήγορο φαγητό, δε χρειάζεται πάνω από μισή ώρα. Όταν τελείωσε τη σέρβιρα σε δυο πιάτα, πασπάλισα από πάνω και λίγο μαϊντανό και αυτό ήταν.

    - «Αρίστο, έτοιμο το φαγητό» του είπα.
    - «Ναι, κλείνω το laptop!»
    - «Κλείσε και τα μάτια σου!»
    - «Θα με σκάσεις εσύ!»
    - «Έλα, κλείσε τα μάτια σου σε παρακαλώ!»
    - «Εντάξει, τα έκλεισα!» μου είπε και γύρισα στην κουζίνα και έφερα τα πιάτα και το ψωμί και τα σέρβιρα.
    - «Μπορείς να τα ανοίξεις τώρα!»
    - «Μου έφτιαξες γαριδομακαρονάδα;;;;» είπε ανοίγοντας τα μάτια του.
    - «Ε ναι λοιπόν Γιάγκο, σου έφτιαξα γαριδομακαρονάδα! Ορίστε, χάθηκε να σε λένε Γιάγκο;»
    - «Είσαι όργιο» μου είπε και καθίσαμε να φάμε και έφαγε και του άρεσε τόσο πολύ που έφαγε και δεύτερο πιάτο.
    - «Θέλεις να σου βάλω κι άλλο; Έφτιαξα αρκετή, θα μείνει και για αύριο… αν και θα πρέπει να αρκεστείς σε κανονική μερίδα!»
    - «Όχι κοριτσάρα μου, εντάξει είμαι, ήταν υπέροχη!»
    - «Τα καλύτερα για τον όχι Γιαγκούκο μου!»

    Αφού τελειώσαμε το φαγητό μάζεψα τα πιάτα και τα πήγα μέσα και επέστρεψα στο σαλόνι όπου καθόταν και με περίμενε. Καθίσαμε για κανένα μισάωρο ακούγοντας μουσική ενώ εγώ του έλεγα για τη μέρα μου και μετά πήγαμε να κάνουμε ντουζ. Ξαπλώσαμε στο κρεββάτι, και εκείνος πήρε το tablet του και εγώ το βιβλίο μου και το ρίξαμε και οι δύο στο διάβασμα μέχρι περίπου τις 21:30 οπότε βάλαμε να δούμε το “Why women kill” μου με κάποιο τρόπο κατάφερε και το πρόβαλε από το tablet του στην τηλεόρασή μου και είδαμε δύο συνεχόμενα επεισόδια.

    - «Θέλεις να βάλουμε και τρίτο;» τον ρώτησα.
    - «Όχι Μαριλίζα μου, είμαι αρκετά κουρασμένος και ξυπνήσαμε και πρωινιάτικα»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, θες να κοιμηθείς;»
    - «Αφού με χαλαρώσεις πρώτα» μου είπε και το έπιασα το υπονοούμενο. Χαμήλωσα υπάκουα και του κατέβασα τη φόρμα του και το μποξεράκι του και τον πήρα στο στόμα μου. «Δε βιαζόμαστε» μου είπε, οπότε έκοψα με τη μία ρυθμό γιατί η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα κομμάτι επιθετικά.

    Στην αρχή χρησιμοποιούσα μόνο χείλη και γλώσσα αλλά κάποια στιγμή μου ζήτησε να χρησιμοποιήσω και το χέρι μου, οπότε αγκάλιασα το όργανό του από τη βάση και άρχισα να το παίζω συντονίζοντας την κίνηση του χεριού μου με αυτή του κεφαλιού μου. Συνέχισα έτσι για κάμποση ώρα αλλά με σταμάτησε και με γύρισε στο πλάι και κρατώντας με από το κεφάλι άρχισε να μου κάνει mouthfuck, και αν και με ζόρισε έτσι όπως καρφωνόταν σχεδόν μέχρι το λαρύγγι, κατάφερα να τον ικανοποιήσω με τον τρόπο που ήθελε, και κρίνοντας από τα βογγητά του και τις ανάσες του, το κατάφερα καλά!

    Όπως με είχε γραπώσει από τα μαλλιά κόντεψε να μου τα ξεριζώσει την ώρα που καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου αδειάζοντας με σπασμούς και όλως περιέργως σήμερα δεν ήταν πικρό, ήταν αλμυρό, όχι είχε σημασία, του Αρίστου θα το κατάπινα ακόμα και αν είχε γεύση μουρουνέλαιου, δεν έχω δοκιμάσει αλλά με έχουν διαβεβαιώσει ότι είναι απαίσια. Τραβήχτηκε από το στόμα μου και σηκώθηκα κι εγώ για να ξαπλώσω στη θέση μου. Φιλάκι αυτή τη φορά δεν είχε, αρκέστηκα στο να χωθώ στην αγκαλιά του και στο χάδι του χεριού του στα μαλλιά μου, αυτά που παραλίγο να μου ξεριζώσει πριν λίγη ώρα.

    Κατάλαβα ότι τον πήρε ο ύπνος αλλά εγώ δε νύσταζα ακόμα. Φλέρταρα για λίγη ώρα με την ιδέα να κάτσω να διαβάσω για λίγο αλλά ένιωθα τόσο όμορφα και ζεστά στην αγκαλιά του που δε μου έκανε καρδιά να κουνηθώ. Ένιωθα και πάλι να ερωτεύομαι και μου είχε λείψει τόσο πολύ αυτό το συναίσθημα. Θα μου πεις και με το Μιχάλη ερωτευμένη δεν ήμουν; Ήμουν αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο, με το Μιχάλη ήταν περισσότερο καψούρα παρά έρωτας, αυτό που οι Αμερικάνοι λένε crush, και συν τοις άλλοις ακόμα κι έτσι, ο Μιχάλης ήταν πρώτα και κύρια φίλος μου.

    Ίσως εξαιτίας της ήττα που έφαγα από το Διονύση μου έγινε δύσκολο να ερωτευτώ και οι σχέσεις που είχα κάνει μετά τα 19 μου δε φτουρούσαν για αυτό το λόγο. Η πρώτη τράβηξε ένα εξάμηνο μέχρι να το πάρω απόφαση ότι δεν πρόκειται και επειδή ο Ανέστης με είχε ερωτευτεί και είχαμε δράματα, πήρα την απόφαση πως αν στο μήνα …δεν, θα το διέλυα με συνοπτικές διαδικασίες και μέχρι και που τα έφτιαξα με τον Κώστα αυτό συνέβαινε. Δεν ξέρω, ίσως αυτή η εσωτερική μου σκληράδα να ήταν αυτή που μου επέτρεπε τις ξεπέτες αλλά το σεξ από μόνο του δεν έφτανε παρόλο που κάποιοι από τους εφήμερους παρτενέρ μου με είχαν κάνει να πιάσω γραμμή με Βαλχάλα.

    Και αυτό που είχα βρει στον Αρίστο ήταν και αυτό ακριβώς που με τρόμαζε, ούτε τον Διονύση δεν είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τόσο γρήγορα και στα 15 μου δεν είχα προλάβει να χτίσω καμιά άμυνα. Δεν ξέρω αν ήταν ο Αρίστος που διαπερνούσε τα τείχη που είχα υψώσει σα να μην υπήρχαν ή αν τα γκρέμιζα με τα ίδια μου τα χέρια αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, τον ερωτευόμουν. Παρά τα τείχη μου, παρά τη διαφορά στην ηλικία, παρά το γεγονός ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ήθελα να κάνω παιδιά, απλά I couldn’t’ help it που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι.

    Και να ήταν μόνο αυτό; Η πολυγαμία του ακόμα με τριβέλιζε, και μπορεί να μου επέτρεπε να μείνει ο Μιχάλης και ως περιστασιακός εραστής στη ζωή μου, ωστόσο μια χαρά θα ήμουν και έχοντας τον απλά ως φίλο. Αυτή ήταν η διαφορά μου με τον Αρίστο, για εμένα η πολυγαμία είναι πολυτέλεια ενώ για εκείνον ανάγκη. Το ίδιο ίσχυε και για το S/m, το προφανές πλεονέκτημα ήταν ότι ο Αρίστος μπορούσε να αναζητήσει αλλού αυτά που δε θα μπορούσε να πάρει από εμένα, λόγω αντοχών και όχι μόνο, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι με ενοχλούσε, αν με καλορωτούσες θα έλεγα ότι προτιμούσα να έχω με κάποιο μαγικό τρόπο τη δυνατότητα να του τα δώσω εγώ από να τα βρει αλλού.

    Με αυτές τις ευχάριστες σκέψεις με πήρε ο ύπνος και δεν κοιμήθηκα καλά, είχα ανήσυχα όνειρα, παρόλο που το πρωί δε θυμόμουν τι ακριβώς είχα δει στον ύπνο μου. Ο Αρίστος ήταν ευδιάθετος και κάπως κατάφερε να μου φτιάξει τη διάθεση και έτσι η μέρα μου στη δουλειά ξεκίνησε ανεκτά. Επειδή φοβήθηκα μην αργήσω για κάποιο λόγο το απόγευμα, το πρωί του είχα δώσει ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιών που είχα για να μπορεί να ανέβει σπίτι αν φτάσει και δεν έχω έρθει και να μη με περιμένει στο αυτοκίνητο. Στις 17:00 τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι ξεκινάω και με πληροφόρησε ότι και εκείνος ήταν στο δρόμο. Αποφάσισα τελικά να πάρω ταξί και όχι λεωφορείο αλλά ακόμα και έτσι όταν έφτασα σπίτι, ο Αρίστος ήταν ήδη εκεί.

    - «Καλώς το κορίτσι μου!» μου είπε χαμογελαστός ενώ κάτι πάλευε στον πίνακα.
    - «Συγνώμη που άργησα Αρίστο μου, έχεις ώρα που ήρθες;»
    - «Όχι κοριτσάκι μου, μην ανησυχείς, πριν δέκα λεπτά ήρθα. Α, σου πήρα και καφεδάκι από κάτω»
    - «Αχ γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» του είπα χωρίς να το καλοσκεφτώ.
    - «Μα είμαι πραγματικά αξιαγάπητος!» μου είπε πειράζοντάς με.
    - «Είσαι! Πάω να ζεστάνω το φαγητό, δεν έχεις φάει φαντάζομαι, ε;»
    - «Όχι ότι δε με έκοψε πείνα αλλά έδειξα χαρακτήρα για να μη μας μείνει γαριδομακαρονάδα!»
    - «Είσαι μια σύγχρονη Ιφιγένεια με μούσια» τον πείραξα.
    - «Και λιγότερο μαλλί» είπε αναστενάζοντας.
    - «Αλλά περισσότερο πρόσωπο!» τον πείραξα με τη σειρά μου. «Αλήθεια, τη Sadie και τα γατιά ποιος θα τα ταΐζει; Θες να ανεβαίνω εγώ τα απογεύματα;»
    - «Όχι μάτια μου, δε χρειάζεται, το έχω κανονίσει με την Ελένη που μένει και σχετικά κοντά. Τη θυμάσαι; Είναι η πιτσιρίκα που κάνει κούρα ομορφιάς σε Sadie και στους αδερφούς Κατσάμπα!»
    - «Εντάξει τότε. Βόλτα όμως ποιος θα το βγάζει το κορίτσι; Η Ελένη είναι η μισή από τη Sadie!»
    - «Το κορίτσι θα κάνει υπομονή και ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός!»
    - «Ουφ, δε θα είναι το μόνο! Θα μου λείψεις!»
    - «Τρεις μέρες θα λείπω βρε, δε θα φύγω μετανάστης!»
    - «Τρεις μέρες είναι τρεις μέρες too many!»
    - «Βρε πήγαινε ζέστανε το φαγητό και έχω λυσσάξει!»
    - «Κροκόδειλε!» τον πείραξα αλλά σταμάτησα την πάρλα και πήγα μέσα να ετοιμάσω το φαγητό. Μέχρι να ετοιμαστεί είχε τελειώσει και ο Αρίστος και ήρθε μέσα και μου έδωσε ένα χαρτάκι.
    - «Σκάναρε σε παρακαλώ το QR Code για να κατεβάσεις την εφαρμογή!»
    - «Ποια εφαρμογή;»
    - «Αυτή που χειρίζεται το διακόπτη. Σου είπα, μπορείς να τον ανοιγοκλείνεις από το κινητό, είτε είσαι εδώ στο σπίτι είτε εκτός. Μπορείς επίσης να τον προγραμματίσεις πότε να ανάβει και πότε να σβήνει, οπότε από εδώ και πέρα δε χρειάζεται να βάζεις δύο ξυπνητήρια!»
    - «Αχ σ’ ευχαριστώ μωρό μου»
    - «Και τι μωρό ε; Με γκρίζα αραιωμένα μαλλιά και περίεργες ορέξεις!»
    - «Πρρρρρ» του είπα βγάζοντας τη γλώσσα μου και κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. «Έτοιμο το φαγητό» είπα και σέρβιρα να φάμε στην κουζίνα.

    Φάγαμε πειράζοντας ο ένας τον άλλον αλλά όσο περνούσε η ώρα και πλησίαζε εκείνη που θα έπρεπε να φύγουμε, η διάθεσή μου άρχισε να βουλιάζει. Θα μου πεις τρεις μέρες ήταν όλες κι όλες αλλά δεν ήταν το χρονικό διάστημα το πρόβλημα, θα μπορούσε να συμβεί λόγω φόρτου εργασίας και με τους δυο στην Αθήνα, ήταν η ιδέα της απόστασης, δε θα μπορούσαμε αν μας την έδινε να πάρουμε το αυτοκίνητο και σε μισή ώρα να είμαστε μαζί. Δεν είχα απλά δαγκώσει τη λαμαρίνα μαζί του, τσιχλόφουσκες την είχα κάνει.

    - «Τι είναι Μαριλίζα μου;» με ρώτησε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.
    - «Θα μου λείψεις Αρίστο μου» του απάντησα ειλικρινά.
    - «Κι εμένα θα μου λείψεις κοριτσάκι μου. Τρεις μέρες είναι ωστόσο, θα περάσουν γρήγορα.»
    - «Θα μιλάμε τα βράδια στο Skype?»
    - «Και το ρωτάς βρε χαζούλα; Έλα εδώ, αγκαλίτσα!»
    - «Ναι!!! Αγκαλίτσα!» του είπα και του χίμηξα όπως καθόταν στον καναπέ.

    Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και ο Αρίστος άρχισε να με πασπατεύει και λίγη ώρα αργότερα βρέθηκα να κάθομαι στα πόδια του, γυμνή από τη μέση και πάνω, με τον Αρίστο να με κρατάει δυνατά με το ένα χέρι από το σβέρκο ενώ το άλλο του χέρι μου μάλαζε το δεξί μου στήθος. Είχα γίνει πύραυλος και όπως καθόμουν πάνω του τον ένιωθα ότι είχε γίνει κι εκείνος. Σηκώθηκα και γονάτισα μπροστά του και κατεβάζοντας παντελόνι και εσώρουχο, τον πήρα στο στόμα μου αλλά λίγα λεπτά αργότερα με σταμάτησε. Μου ζήτησε να του φέρω ένα προφυλακτικό από το τσαντάκι του και όταν το φόρεσε μου ζήτησε να κάτσω πάνω του με την πλάτη προς εκείνον.

    Δεν το είχα ξανακάνει έτσι, όχι τουλάχιστον σε καναπέ, οπότε μου πήρε λίγη ώρα να συντονιστώ μαζί του αλλά η αίσθηση το αποζημίωσε. Άρχισα να κουνιέμαι πάνω κάτω ενώ ο Αρίστος, που με κρατούσε από τη μέση, άλλοτε μου έδειχνε πότε να επιταχύνω το ρυθμό και άλλοτε πότε να τον κόψω. Κάποια στιγμή με σταμάτησε και με έβαλε να γείρω πάνω του και αρπάζοντάς με από τα στήθη άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου κουνώντας τη λεκάνη του και εκεί τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν αλλά αυτός ο έντονος ρυθμός τον κούρασε, οπότε με σταμάτησε και μου ζήτησε να κατέβω.

    - «Θες να με πάρεις από πίσω;» τον ρώτησα, δεν ήθελα να τον αφήσω χωρίς να τελειώσει, και ας έτσουζε Θανάση μου.
    - «Το μεν πνεύμα πρόθυμο…» μου είπε λαχανιασμένος.
    - «Δε θέλω να σ’ αφήσω έτσι» του είπα και έκανα να του βγάλω το προφυλακτικό για να τον πάρω στο στόμα μου.
    - «Δεν χρειάζεται κοριτσάρα μου» μου είπε σταματώντας με.
    - «Σίγουρα;» τον ρώτησα αβέβαιη.
    - «Σίγουρα μάτια μου» μου είπε. Ανέβηκα στον καναπέ και με τράβηξε πάνω του. «Δεν χρειάζεται να χύσω για να πω ότι το έχω ευχαριστηθεί, δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα Μαριλίζα μου, το ευχαριστήθηκα, το ευχαριστήθηκα πολύ!»
    - «Όπως λέω κι εγώ χωρίς να είναι περιττό δεν είναι και απολύτως αναγκαίο»
    - «Με μένα αυτό γενικά δεν ισχύει»
    - «Τότε γιατί δε θέλεις να σε κάνω να τελειώσεις;»
    - «Γιατί εσύ δεν είσαι ούτε fuck buddy ούτε ξεπέτα. Μπούφο!»
    - «Είμαι!» του είπα και με πήραν πάλι τα ζουμιά. «Κλαψιάρης μπούφος!»
    - «Κάτι έχω καταλάβει» μου είπε και βρέθηκα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα. «Λοιπόν, πάμε να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι να φρεσκαριστούμε γιατί σε λίγο θα πρέπει να φύγουμε»
    - «Να κλάψω λίγο ακόμα;» τον πείραξα.
    - «Ναι αλλά μην το παρακάνεις γιατί αλλιώς θα σε κάνω να κλαις με περισσότερη όρεξη!» με πείραξε με τη σειρά του. «Το κατέβασες το app?»
    - «Ναι, το κατέβασα»
    - «Ωραία, για άνοιξέ το»

    Με καθοδήγησε να κάνω register τον διακόπτη, και αφού το έκανα μου έδειξε πως να τον ανοιγοκλείνω και πώς να τον προγραμματίσω να ανάβει και να σβήνει είτε ad-hoc είτε σε σταθερή βάση. Ομολογώ πως ενώ είχα ακούσει για έξυπνους διακόπτες, άλλωστε τέτοιους είχε στο σπίτι του και ο Μιχάλης μέχρι και για τις λάμπες, δεν είχα καν σκεφτεί να βάλω κάτι τέτοιο στο σπίτι μου, παρά τα προφανή πλεονεκτήματα. Βέβαια από την άλλη, έχω ηλιακό, οπότε τις περισσότερες μέρες το χρόνο δε το χρειαζόμουν αλλά όπως λένε καλύτερα να έχεις κάτι και να μην το χρειάζεσαι παρά να το χρειαστείς και να μην το έχεις. Σε κάθε περίπτωση, έτσι ή γιουβέτσι, μπήκα κι εγώ στην εποχή του Smart Home.

    - «Λοιπόν, και τώρα που σε ξεβλάχεψα, πάμε να καθαρίσουμε τις κορμάρες μας!»
    - «Με ξεβλάχεψε λέει! Ω Θεοί, τι ακούνε τα τρυφερά μου αυτάκια!»
    - «Προχώρα βρε και άσε τις περιττές διαμαρτυρίες!»
    - «Άσχετο, Αρίστο τι ομάδα είσαι;» του είπα καθώς κάναμε το ντουζ μας.
    - «Άλλο πάλι τούτο» είπε και σταμάτησε για λίγο να λούζεται. « Δεν με απασχολεί ιδιαίτερα το θέμα»
    - «Πιο μικρός;»
    - «Ούτε πιο μικρό με απασχολούσε. Άντε να πω ότι λόγω εντοπιότητας είχα μια συμπάθεια σε ΟΦΗ και Εργοτέλη αλλά ως εκεί» είπε και συνέχισε το λούσιμο. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;»
    - «Από περιέργεια. Δεν υπάρχει κάποιο παιχνίδι που να σου αρέσει;»
    - «Ο αθλητισμός δεν είναι το φόρτε μου, και δε νομίζω ότι το αγωνιστικό σκάκι ανήκει στην κατηγορία»
    - «Αγωνιστικό σκάκι;»
    - «Ναι, δε στο έχω πει; Έχω υπάρξει και πρωταθλητής Κρήτης στην εφηβεία μου»
    - «Δεν είχα ιδέα! Είσαι τόσο καλός;»
    - «Έτσι νόμιζα μέχρι που έπαιξα σκάκι με την Φοίβη…»
    - «Είναι καλή;»
    - «You have no idea, με τσάκισε! Very humbling experience, ακόμα τσούζει ο κώλος μου! Αν ασχολούνταν επαγγελματικά με αυτό θα ήταν grand master εδώ και πολλά χρόνια, δεν αστειεύομαι. Το ξέρεις ότι έχει νικήσει τον Kramnic?»
    - «Κάτι μου θυμίζει το όνομα». Ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι και έβλεπε με τις ώρες το κανάλι του Agadmator, κάπου νομίζω ότι το είχα ακούσει το όνομα. «Ποιος είναι;»
    - «Μόνο αυτός που εκθρόνισε τον Kasparov το 2000 και ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής για εφτά συνεχόμενα χρόνια»
    - «Τόσο καλή είναι;» τον ρώτησα εντυπωσιασμένη.
    - «Και που να γνωρίσεις και την κόρη της…»
    - «Έφαγες κι απ’ αυτή ξύλο;»
    - «Απ’ αυτή και αν έφαγα, και η πιτσιρίκα τότε μόλις είχε κλείσει τα δώδεκα. Με πήρε και με σήκωσε!»
    - «Καημενούλη μου» του είπα τρυφερά. «Δεν ξέρω μωρέ Αρίστο, δε μου αρέσει το σκάκι. Δεν είναι πως το αντιπαθώ, απλά δε με ενδιαφέρει»
    - «Περί ορέξεως. Πάντως αν αλλάξεις ποτέ γνώμη, εδώ είμαι εγώ»
    - «Δε νομίζω. Μη το πάρεις στραβά, αλλά και ο Κώστας ήταν φανατικός με το σκάκι και είχε προσπαθήσει κι εκείνος να με κάνει να το αγαπήσω. Και μετά έγινε ό,τι έγινε… οπότε καταλαβαίνεις…»
    - «Εντάξει, δεν επιμένω»
    - «Αλλαγή θέματος, είδες το paper της Φοίβης;»
    - «Δεν το έχω τελειώσει ακόμα και το ρημάδι είναι πολύ απαιτητικό, σε κάποια σημεία ζορίζομαι πολύ να το ακολουθήσω»
    - «Εσύ;» τον ρώτησα με έκπληξη.
    - «Ναι εγώ, δεν είμαι δα και ο Einstein και τα μαθηματικά της είναι εξαιρετικά ζόρικα. Εξετάζει ένα πρόβλημα βελτιστοποίησης χρησιμοποιώντας πολύ εφευρετικά το θεώρημα Πέτρου που μέχρι τώρα απλά το είχα ακουστά και …πολλή άλγεβρα για τα γούστα μου»
    - «Πέτρου; Δεν είναι αυτή που πήρε πέρσι ένα σημαντικό βραβείο;»
    - «Αυτή ακριβώς, και το θεώρημά της ήταν ο λόγος που πήρε το βραβείο, και δεν είναι απλά σημαντικό, είναι το πιο σημαντικό βραβείο στον κόσμο των μαθηματικών και έγινε μόλις η δεύτερη γυναίκα που το κερδίζει»
    - «Την έχεις γνωρίσει;»
    - «Ναι και είχαμε παίξει και σκάκι σε αγώνα επίδειξης και μου πήρε και εκείνη τα σώβρακα αλλά στη Φοίβη και την κόρη της βρήκε το δάσκαλό της»
    - «Σ’ έκαναν του αλατιού, ε;»
    - «Του αλατιού δε θα πει τίποτα, μωρέ τέτοιο ξύλο είχα να φάω από το πανελλήνιο πρωτάθλημα στα 15 μου!»

    Τελειώσαμε, και αφού ντυθήκαμε επιστρέψαμε στο σαλόνι και καθίσαμε αγκαλίτσα στον καναπέ χωρίς να μιλάμε, μέχρι που ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η διάθεσή μου είχε βουλιάξει και πάλι αλλά προσπάθησα να μη το δείξω, ο Αρίστος ανυπομονούσε να πάει στο Δουβλίνο, το περίμενε καιρό εκείνο το συνέδριο, και δεν ήθελα να του χαλάσω την διάθεση. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο και παρόλο που θα πηγαίναμε με το δικό μου, κάθισε εκείνος στη θέση του οδηγού και δεν μου πέρασε καν από το νου να του φέρω αντίρρηση. Είχε κίνηση και στην Κηφισίας και στην Αττική οδό αλλά ακόμα και έτσι, λίγο πριν τις 20:00 ήμασταν στο αεροδρόμιο.

    - «Θες να κατέβεις να μου κάνεις παρεούλα μέχρι να επιβιβαστώ;»
    - «Το ρωτάς; Δεν πρέπει να κάνεις check-in?»
    - «Έχω κάνει ήδη οπότε θα πάω κατευθείαν στην επιβίβαση που δε νομίζω να είναι πριν τις 20:30 ακόμα και αν δεν υπάρχει κάποια έκτακτη καθυστέρηση»

    Έβαλε το αυτοκίνητο στο μικρής διάρκειας και πήγαμε με τα πόδια μέχρι τις αναχωρήσεις, πέρα από την τσάντα με το laptop του και το προσωπικό του τσαντάκι, όλη και όλη είχε μια μικρή βαλίτσα με ρόδες και μιας και είχαμε ακόμα ώρα μπροστά μας μέχρι να περάσει τον έλεγχο εισιτηρίων, βολτάραμε χαζεύοντας τα μαγαζιά στην περιοχή ελεύθερης πρόσβασης. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο βούλιαζε η διάθεσή μου και παρά τις προσπάθειές μου να το κρατήσω μέσα μου, με κατάλαβε.

    - «Οι μέρες θα περάσουν πολύ γρήγορα, κοριτσάκι μου, θα δεις!»
    - «Θα μου λείψεις Αρίστο μου» του είπα σχεδόν βουρκωμένη.
    - «Κι εσύ θα μου λείψεις, αλιγατοράκι μου» μου είπε τρυφερά και με το ζόρι κρατήθηκα και δεν άνοιξαν οι βρύσες.

    Πήγαμε μαζί μέχρι τον έλεγχο εισιτηρίων και εκεί άφησε κάτω τη τσάντα του laptop και με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε τρυφερά. Τον άρπαξα από το σβέρκο και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά του, με μεγάλη δυσκολία το σταμάτησα.

    - «Θα σου στείλω μήνυμα όταν φτάσω!»
    - «Όχι! Να με πάρεις τηλέφωνο!»
    - «Θα είναι αργά, Μαριλίζα μου, θα κοιμάσαι!»
    - «Δε με νοιάζει! Πάρε με σε παρακαλώ τηλέφωνο!»
    - «Εντάξει κοριτσάκι μου, θα το κάνω»
    - «Καλό ταξίδι» του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
    - «Ευχαριστώ ματάκια μου» μου είπε και τον άφησα απρόθυμα να περάσει προς τον έλεγχο εισιτηρίων και κάθισα και τον παρακολουθούσα αμίλητη με τα μάτια μου να τρέχουν, μέχρι που τον έχασα από τα μάτια μου.

    Πήρα μερικές βαθιές ανάσες προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου και πήρα το δρόμο να γυρίσω στο parking και με το μυαλό μου αλλού, σχεδόν τράκαρα πάνω σε ένα ζευγάρι που ήταν με το μωράκι τους. Ο άντρας φορούσε μάρσιππο αγκαλιάζοντάς το προστατευτικά με το ένα του χέρι, χέρι στο οποίο φορούσε βέρα. Με το ελεύθερο χέρι του κρατούσε μια γυναίκα.

    - «Συγνώμη» έκανα να πω αλλά όταν σήκωσα το βλέμμα μου και τους είδα, πάγωσα.

    Ο άντρας με τη γυναίκα και το παιδί ήταν ο Κώστας.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 26 Δεκεμβρίου 2023
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 14ο - The ghost of the Christmas past

    - «Κώστα;» τον ρώτησα εμβρόντητη με το μυαλό μου να αρνείται να πάρει στροφές. Ομοίως εμβρόντητος ήταν και ο Κώστας αλλά αυτός κατάφερε να ανακτήσει την ψυχραιμία του αρκετά πιο γρήγορα.
    - «Μαριλίζα!»
    - «Μαριλίζα;» ρώτησε η γυναίκα που κατά τα φαινόμενα το όνομα μου της έκανε κλικ.
    - «Από εδώ η σύζυγός μου η Ζωή» είπε ο Κώστας.

    Η σύζυγός του. Το παιδί του. Ξαφνικά ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.

    - «Χαίρω πολύ» της είπα βρίσκοντας, ένας θεός ξέρει πως, την αυτοκυριαρχία μου. «Χίλια συγνώμη, ήμουν απρόσεκτη!»
    - «Δεν πειράζει» είπε ουδέτερα η Ζωή… η σύζυγός του Κώστα… του Κώστα που ένα μόλις χρόνο πριν με είχε χωρίσει χωρίς καμία εξήγηση. Του Κώστα που στο μάρσιπο που φορούσε είχε ένα μωράκι.
    - «Πάτε ταξίδι;» τους ρώτησα τελείως άκυρα, τι να έλεγα, τι μπορούσα να πω;
    - «Ναι… πάμε στην Θεσσαλονίκη, στους παππούδες»
    - «Καλό ταξίδι να έχετε. Συγνώμη αλλά έχω αφήσει έξω το αυτοκίνητο και πρέπει να πάω να το πάρω πριν περάσει το δεκάλεπτο» τους είπα ψέματα.
    - «Ναι ναι… πήγαινε» είπε αρκετά ανακουφισμένος ο Κώστας.

    Έφυγα από το αεροδρόμιο σα να με κυνηγάνε όλοι οι δαίμονες της κόλασης. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έπεσα πάνω στο τιμόνι, ξαφνικά με είχε πιάσει δύσπνοια, με δυσκολία έπαιρνα ανάσες. Πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο αλλά ήταν κλειστό, μάλλον το είχε σε λειτουργία πτήσης από πριν επιβιβαστεί. Πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη, με κάποιον έπρεπε να μιλήσω, δεν άντεχα… νόμιζα ότι θα πνιγώ.

    - «Έχεις ένα απίθανο timing μωρή μαγδάλω, θα νομίζει η Εύη ότι το κάνεις επίτηδες!»
    - «Μιχάλη μου» του είπα με σπασμένη φωνή και έβαλα τα κλάματα.
    - «Μαριλίζα; Μαριλίζα τι συμβαίνει» με ρώτησε ανήσυχος. «Αν σου έκανε τίποτα ο Αρίστος, στο ορκίζομαι στα κόκκαλα του πατέρα μου πως θα τον φυτέψω στον ίδιο του τον κήπο!»
    - «Είδα τον Κώστα…» του είπα σε λυγμούς. «Ήταν με τη γυναίκα του και το παιδί του… το παιδί του!»
    - «Ηρέμισε κοριτσάκι μου; Πού είσαι; Πού είναι ο Αρίστος;»
    - «Στο αεροδρόμιο, είχα φέρει τον Αρίστο που αυτή τη στιγμή πετάει για Δουβλίνο. Είχε παιδί ρε Μιχάλη, παιδί! Ούτε καν ένας χρόνος δεν έχει περάσει»
    - «Παίρνω ταξί και έρχομαι, μην κουνηθείς από εκεί που είσαι, ακούς;»
    - «Και η Εύη;»
    - «ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ. ΕΡΧΟΜΑΙ!»
    - «Έχω αυτοκίνητο»
    - «ΚΑΤΣΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΜΑΥΡΗ! ΕΡΧΟΜΑΙ!»

    Έπεσα ξανά πάνω στο τιμόνι και ένιωθα σα να έχουν μπήξει μαχαίρι στην καρδιά μου και να το στριφογυρίζουν με μανία. Οι λυγμοί μού έκοβαν την ανάσα, γιατί; Γιατί μου το είχε κάνει αυτό; Τι είχα κάνει γαμώτο πέρα από το να του δώσω την ίδια μου την ψυχή;

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

    Είχα γυρίσει από τη δουλειά αρκετά κουρασμένη, αλλά η διάθεσή μου είχε φτιάξει καθώς ο Κώστας με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα περάσει από το σπίτι το βράδυ, αφού σχολάσει. Είχα να τον δω δυο μέρες, μου είχε λείψει. Ήμασταν μαζί κάτι παραπάνω από τρία χρόνια και αν και ο καθένας είχε το δικό του σπίτι, τα πιο πολλά βράδια τα περνούσαμε μαζί, είτε στο σπίτι μου, είτε στο δικό του. Τον τελευταίο καιρό περνούσε μεγάλα ζόρια στη δουλειά οπότε του είχα δώσει το χώρο του. Προσπαθούσε να μην κουβαλάει τη δουλειά στο σπίτι αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα.

    Τα Χριστούγεννα είχαμε πάει για διακοπές στο πατρικό του, στη Θεσσαλονίκη, και ο φουκαράς είχε περάσει σχεδόν όλο του το χρόνο πάνω από το laptop. Μου είχε ζητήσει να κάθομαι δίπλα του για να νιώθει την παρουσία μου, οπότε με εξαίρεση μια-δυο φορές που βγήκαμε για καφέ με τη Νάντια, περάσαμε σχεδόν όλες τις μέρες μας στο σαλόνι και στο δωμάτιό του.

    - «Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα!»
    - «Θα έβλεπες σκάκι από το πρωί μέχρι το βράδυ!» τον πείραξα.

    Με είχε πάρει στα χέρια του και αφού με πήγε στο κρεβάτι κάναμε έρωτα ξανά και ξανά, και με τους γονείς του στο σαλόνι, προσπαθούσαμε να μην κάνουμε φασαρία. Ήταν τόσο όμορφα, κάναμε σαν ερωτευμένοι έφηβοι. Μετά το Διονύση και την ήττα που είχα φάει στα δεκαπέντε μου, ο Κώστας ήταν ο πρώτος που με έκανε να ερωτευτώ και πάλι, και τρία χρόνια μετά ήμουν ακόμη το ίδιο ερωτευμένη.

    Δεν είχα ποτέ κάτσει να σκεφτώ το μέλλον μου στα σοβαρά, ήθελα κάποια στιγμή να κάνω οικογένεια, αλλά ως εκεί. Μετά από τρία χρόνια μαζί, για πρώτη φορά άρχισα να κάνω όνειρα για το μέλλον μας. Λες να σκεφτόταν το ίδιο πράγμα; Χμμμ… για αρχή θα έπρεπε να συγκατοικήσουμε αλλά εκεί δεν πίστευα ότι θα έχουμε πρόβλημα. Βέβαια άλλο το να περνάς κάποιες ώρες μαζί και άλλο να είστε στο ίδιο σπίτι αλλά αν το καλοσκεφτείς τι θα άλλαζε; Εκείνος ήταν πάντα πρωινός και με το πρόγραμμά μου, υπήρχαν μέρες που τον έβλεπα μόνο αργά το απόγευμα ή το βράδυ. Ο Κώστας, όπως κι εγώ, ήταν άνθρωπος που του άρεσε η καθαριότητα και η τάξη, πολλές φορές βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον με τις δουλειές, είτε στο σπίτι του, είτε στο δικό μου, οπότε ούτε εκεί θα υπήρχε πρόβλημα.

    «Μαριλίζα, συμμαζέψου» μάλωσα τον εαυτό μου. Πήγα και έκανα το ντουζάκι μου και μετά φόρεσα ένα σέξι νεγκλιζέ που του άρεσε πολύ, η περίοδός μου είχε τελειώσει πριν δυο μέρες και είχα πολλές ορέξεις, μωρέ θα τον ξεζούμιζα. Είχε κλειδιά του σπιτιού μου όπως είχα κι εγώ του δικού του, αλλά δε με παραξένεψε όταν μου χτύπησε το κουδούνι, ο Κώστας ήταν πολύ αφηρημένος και πολύ συχνά το ξεχνούσε.

    Του άνοιξα χαρούμενη και γεμάτη προσμονή την πόρτα και τον πήρα αγκαλιά να τον φιλήσω. Κατάλαβα ότι δεν είχε καλή διάθεση οπότε, όσο και αν σκόπευα να του τη φτιάξω αργότερα, προς το παρόν θα τον άφηνα στην ησυχία του.

    - «Καλώς το μου. Έχεις φάει αγάπη;»
    - «Ναι, τσίμπησα στο γραφείο, τώρα πριν λίγο έφυγα κι εγώ»
    - «Δύσκολη μέρα, ε;»
    - «Έχω ξεχάσει πως είναι οι εύκολες» μου είπε αναστενάζοντας.
    - «Έλα να σε χαλαρώσω» του είπα και τον πήρα από το χέρι για να τον πάω στο σαλόνι. Έκανα κότσο το μαλλί μου και γονάτισα μπροστά του, νομίζω ότι θα το έπιανε το υπονοούμενο.
    - «Όχι τώρα Μαριλίζα μου»
    - «Θα καταπιώ!» του είπα ναζιάρικα και έκανα να τον ξεκουμπώσω αλλά με σταμάτησε.
    - «Όχι τώρα σε παρακαλώ»
    - «Εντάξει αγάπη μου» του είπα ελαφρώς απογοητευμένη. «Τι θες να κάνουμε;»

    Με κοίταξε για μερικές στιγμές με απλανές βλέμμα αλλά το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό, ήταν προφανώς μία από αυτές τις μέρες που έφερε τη δουλειά στο σπίτι.

    - «Μαριλίζα… θέλω να χωρίσουμε»

    Αεροδρόμιο, Γενάρης 2024


    Το τηλέφωνο που χτύπησε με επανάφερε στο παρόν. Κοίταξα το ρολόι, είχαν περάσει σαράντα λεπτά από τη στιγμή που ο Μιχάλης μου είπε ότι έρχεται, πότε πέρασαν σαράντα λεπτά;

    - «Μιχαλιώ μου;»
    - «Πού είσαι;»
    - «Στο parking μικρής διάρκειας»
    - «Βγες από το αυτοκίνητο να σε δω!»
    - «Να… να έρθω στην έξοδο;»
    - «ΜΗΝ ΚΟΥΝΗΘΕΙΣ ΡΟΥΠΙ. Απλά βγες από το αυτοκίνητο για να σε δω»

    Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκα έξω και λίγη ώρα αργότερα με είδε ο Μιχάλης που ήρθε σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος μου.

    - «Μιχάλη μου» του είπα και με πήρε στην αγκαλιά του και άρχισα να κλαίω και πάλι με λυγμούς.
    - «Εδώ είμαι κοριτσάκι μου. Εδώ είμαι καρδούλα μου. Εδώ είμαι» μου είπε σφίγγοντάς με στην αγκαλιά του. Δε με σταμάτησε, με άφησε να κλαίω με λυγμούς που με ξέσκιζαν και το μόνο που έκανε ήταν να με κρατάει σφιχτά πάνω του και να μου λέει ξανά και ξανά «εδώ είμαι»
    - «Σ’ ευχαριστώ» του είπα όταν ηρέμισα κάπως. «Σ’ ευχαριστώ Μιχαλιώ μου»
    - «Τι με ευχαριστείς βρε χαζούλα; Υπήρχε περίπτωση να αφήσω έτσι τη μαγδάλω μου; Τη μαγδάλω μου;»
    - «Και η Εύη;»
    - «Θα ζήσω και χωρίς αυτήν!»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Δεν το πήρε καλά που έφυγα στη μέση… αντί να με ευχαριστεί η αχάριστη που δεν την άφησα δεμένη στο σταυρό» μου είπε και κατάφερε να με κάνει να γελάσω. «Έτσι μπράβο, έτσι να σε βλέπω να γελάς»
    - «Συγνώμη μωρέ Μιχάλη που σου έκανα χαλάστρα!»
    - «Ανοησίες, γι’ αυτό είναι οι φίλοι! Αν με παρατήσει η Αντιγόνη, δε θα έρθεις να με κρατήσεις στα στιβαρά σου μπράτσα και να με παρηγορήσεις;»
    - «Και το ρωτάς, αρκούδε μου; Και θα ανέβω και μια θέση στην κλίμακα, αυτό που το πας;» τον ρώτησα προσπαθώντας απεγνωσμένα να αστειευτώ.
    - «Λοιπόν, έλα να σε πάω σπίτι. Έχεις σοκολάτα να πιούμε;»
    - «Ναι Μιχαλιώ μου έχω!»
    - «Ωραία, έμπα… εχμ, για που το έβαλες;» μου είπε όταν είδε ότι έκανα να μπω στη θέση του οδηγού. «Θα οδηγήσω εγώ το go-cart» με πείραξε. Ο φουκαράς δε χωρούσε καλά-καλά στο φιατάκι μου, έκανε το κάθισμα όσο γινόταν πιο πίσω και ακόμα κι έτσι δυσκολευόταν.

    Σε όλη τη διαδρομή δεν αναφερθήκαμε ούτε στιγμή στο τι είχε συμβεί λίγη ώρα πριν, ο Μιχάλης προσπαθούσε να τραβήξει τη συζήτηση από εκεί, ρωτώντας για το ταξίδι του Αρίστου, για το πως περάσαμε την Κυριακή, για το τι έκανε του λόγου του χθες και σήμερα, και γενικά για οτιδήποτε άλλο εκτός από το γεγονός που τον έκανε να τρέχει σαν τον τρελό νυχτιάτικα για να έρθει να με μαζέψει από το αεροδρόμιο. Φτάσαμε στο σπίτι μου 30-40 λεπτά αργότερα και ανεβήκαμε πάνω.

    - «Μαριλίζα μου πήγαινε να αλλάξεις και έλα στο σαλόνι, πάω να φτιάξω σοκολάτες»
    - «Μιχαλιώ μου δεν…» πήγα να του πω αλλά με αγριοκοίταξε και με την ουρά στα σκέλια πήγα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω.

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

    - «Τι;» τον ρώτησα αποσβολωμένη και χωρίς να είμαι σίγουρη ότι άκουσα καλά.
    - «Θέλω να χωρίσουμε» μου επανέλαβε. Τον κοίταξα σαν χαζή, το μυαλό μου αρνιόταν να λειτουργήσει. Δε μπορεί! Δε μπορεί να μου το είπε αυτό!
    - «Γιατί;» τον ρώτησα χωρίς ακόμα να έχω χωνέψει τι μου είπε. Ήμουν σε άρνηση, τι συζητούσαμε;
    - «Δεν μπορώ άλλο Μαριλίζα, απλά δεν μπορώ»
    - «Κώστα…» ξεκίνησα να λέω αλλά σταμάτησα, είχε κολλήσει το μυαλό μου. «Γιατί; Τι έγινε;»
    - «Δεν έγινε κάτι… απλά δε μπορώ άλλο!»
    - «Τι λες ρε Κώστα; Πριν μερικές μέρες μου έλεγες ότι δεν ήξερες τι θα έκανες χωρίς εμένα. Τι σε έπιασε στα καλά καθούμενα; Τι σου έκανα;»
    - «Δεν μου έκανες τίποτα Μαριλίζα. Νιώθω άδειος, απλά νιώθω άδειος»
    - «Έτσι; Στα καλά καθούμενα;»
    - «Τι θέλεις να σου πω τώρα ρε Μαριλίζα;»
    - «Είμαστε τρία χρόνια μαζί ρε Κώστα! Τρία χρόνια! Και έρχεσαι από το πουθενά και μου πετάς αυτή τη βόμβα και περιμένεις τι, ακριβώς; Να πω δεν πειράζει, shit happens, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα;»
    - «Ακριβώς Μαριλίζα, είμαστε τρία χρόνια και για μένα δεν έχει άλλο, δεν πάει άλλο. It’s the end of line… Λυπάμαι…»
    - «Αν εσύ λυπάσαι εγώ τι να κάνω ρε Κώστα; Εγώ τι να κάνω;» φώναξα ξεσπώντας.
    - «Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου… και… θα κατέβω να σου φέρω και τα δικά σου, τα έχω φέρει μαζί μου»
    - «Καλοσύνη σου» του απάντησα γεμάτη πίκρα.

    Είχα μουδιάσει ολόκληρη, μάζεψε τα πράγματά του και έφερε τα δικά μου, και εγώ εκεί, παγωμένη, να κάθομαι στον καναπέ και να κοιτάζω το άπειρο, νιώθοντας σα ζω ένα σουρεαλιστικό εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορώ να ξυπνήσω.

    - «Σου… σου εύχομαι να βρεις κάποιον που σου αξίζει… είσαι υπέροχος άνθρωπος Μαριλίζα μου…»
    - «Όπως φαίνεται δεν ήταν αρκετό»
    - «Συγνώμη…. Συγνώμη… Αντίο Μαριλίζα»

    Δεν του απάντησα

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2024


    Επέστρεψα στο σαλόνι σα ρομπότ με το μυαλό μου ακόμα μουδιασμένο. Όπως και πριν ένα χρόνο που με χώρισε, έτσι και σήμερα, απλά μπήκα σε άρνηση, πέρσι μη μπορώντας να πιστέψω τι άκουσαν τ’ αφτιά μου και σήμερα μη μπορώντας να πιστέψω τι είδαν τα μάτια μου. Είχε παιδί! Μέσα στην ταραχή μου δεν πρόσεξα πόσο ήταν. Γι’ αυτό με είχε χωρίσει; Με είχε απατήσει και είχε αφήσει την άλλη έγκυο; Ο Μανώλης με είχε διαβεβαιώσει πως όποιος και αν ήταν ο λόγος που με είχε χωρίσει, δεν ήταν επειδή είχε βρει κάποια άλλη. Μου είχε πει ψέματα; Ο Μανώλης; Ο κόσμος μου είχε γκρεμιστεί, δεν ήξερα ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Αλλά ακόμα και αν την είχε γνωρίσει και την είχε αφήσει έγκυο αφού με χώρισε, πώς; Πότε; Ο Κώστας σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν ήταν έτοιμος για παιδιά και δε με είχε πειράξει, άλλωστε ούτε εγώ ήμουν. Πώς; Γιατί; Γιατί γαμώ το Χριστό μου;

    Ο Μιχάλης ήρθε, και αφού άφησε τις σοκολάτες στο τραπεζάκι, κάθισε δίπλα μου χωρίς να μιλήσει. Έγειρα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Μείναμε στη σιωπή, έτσι καθισμένοι για λίγη ώρα, εκείνος περιμένοντας υπομονετικά να μιλήσω, κι εγώ ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρω τα λόγια.

    - «Κάθισα εκεί στον έλεγχο εισιτηρίων κοιτάζοντας τον Αρίστο μέχρι που τον έχασα. Με είχε ρωτήσει αν μπορώ να πάρω άδεια για να πάω κι εγώ μαζί του αλλά δε μπορούσα. Δεν είχαν περάσει ούτε μερικά λεπτά που αποχωριστήκαμε και ένιωθα να μου λείπει φριχτά. Κίνησα να γυρίσω χωρίς να βλέπω που πηγαίνω και σχεδόν τράκαρα πάνω σε ένα ζευγάρι. Ο άντρας φορούσε μάρσιπο και το αγκάλιαζε προστατευτικά με το ένα του χέρι, χέρι στο οποίο φορούσε βέρα. Δίπλα, κρατώντας το άλλο του χέρι, περπατούσε μια γυναίκα. Πήγα να ζητήσω συγνώμη και όταν σήκωσα το βλέμμα μου συνειδητοποίησα ότι ο άντρας με το παιδί και τη γυναίκα του ήταν ο Κώστας. Πάγωσα για μερικές στιγμές και το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν «Κώστα;» Απάντησε εξίσου κεραυνοβολημένος «Μαριλίζα;» και μετά η γυναίκα του είπε ερωτηματικά «Μαριλίζα;» σα να γνώριζε ποια είμαι. Είχε κολλήσει το μυαλό μου και τους ρώτησα τελείως άκυρα αν πηγαίνουν ταξίδι. Μου απάντησε ο Κώστας ότι πήγαιναν Θεσσαλονίκη, στους παππούδες. Ψέλλισα μια δικαιολογία και έφυγα σαν κυνηγημένη. Έφτασα, ούτε κι εγώ ξέρω πως, στο αυτοκίνητο. Ένιωθα να πνίγομαι, να μη μπορώ να ανασάνω. Πήρα τηλέφωνο τον Αρίστο αλλά ήταν κλειστό. Πήρα εσένα, ούτε κι εγώ ξέρω τι θα έκανα αν δεν είχες απαντήσει. Είχα ανάγκη κάποιον… κάποιον… Δε μπορούσα να ανασάνω. Δε… δε μπορούσα…»

    Έσπασα και έβαλα και πάλι τα κλάματα και ο Μιχάλης με έσφιξε ακόμα πιο δυνατά πάνω του και με κράτησε μέχρι που ηρέμισα. Ήπια μια γουλιά σοκολάτα προσπαθώντας να ταχτοποιήσω τις σκέψεις μου. «Γιατί σοκολάτα;» αναρωτήθηκα τελείως στο ξεκούδουνο. «Γιατί ο Μιχάλης δε θέλει να γίνεις λιάρδα» απάντησα στον εαυτό μου. Ήπια μηχανικά ακόμα μια γουλιά και άφησα κάτω την κούπα.

    - «Όσο σε περίμενα να έρθεις έπαιζε σε replay στο μυαλό μου, και με εκπληκτική διαύγεια, η σκηνή του χωρισμού μας. Πώς είχε εξατμιστεί η κούραση μου όταν με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι θα ερχόταν από το σπίτι. Πώς πήγα να ετοιμαστώ φορώντας ένα σέξι νεγκλιζέ για να του φτιάξω τη διάθεση. Πώς λίγη ώρα πριν έρθει σκεφτόμουν το μέλλον μας και πόσο εύκολο θα ήταν να συγκατοικήσουμε. Θυμήθηκα τις διακοπές των Χριστούγεννων στο πατρικό του που τις είχα περάσει καθισμένη δίπλα του, για να του κάνω παρέα, ενώ εκείνος δούλευε σχεδόν όλη μέρα. Που μου είχε πει ότι δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα, που με είχε σηκώσει στην αγκαλιά του και με είχε πάει στο κρεββάτι και κάναμε έρωτα ενώ οι δικοί του ήταν στο σαλόνι, σαν έφηβοι που δεν μπορούσαν να κρατηθούν»

    Σηκώθηκα από τον καναπέ και πήγα και κοίταξα έξω από τη μπαλκονόπορτα. Ο Μιχάλης ήπιε μια γουλιά από τη σοκολάτα του και την άφησε κάτω χωρίς να μιλήσει. Επέστρεψα στον καναπέ και κάθισα αντικριστά του.

    - «Σκεφτόμουν καμιά φορά… έβλεπα στις ειδήσεις θανάτους σε δυστυχήματα και αναρωτιόμουν τι να σκεφτόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι το πρωί που είχαν ξυπνήσει, μην έχοντας ιδέα ότι η μέρα που τους ξημέρωσε θα ήταν και η τελευταία. Τι σκεφτόντουσαν ότι θα κάνουν το απόγευμα; Το βράδυ; Την άλλη μέρα; Σε μια εβδομάδα; Έτσι κι εγώ… είχε ξημερώσει η τελευταία μου μέρα με τον Κώστα κι εγώ έκανα σχέδια και όνειρα δίχως να έχω ιδέα ότι η μέρα αυτή ήταν η τελευταία μου μαζί του…» Αναστέναξα και έχασα τον ειρμό μου. «Μιχάλη, γιατί έφτιαξες σοκολάτα;»
    - «Γιατί δεν θέλω να πιείς αλκοόλ» μου απάντησε ειλικρινά, χωρίς να αιφνιδιάζεται από την παντελώς άκυρη ερώτηση και επιβεβαιώνοντας την υποψία μου. «Στα 15 μου είχα ερωτευτεί σφόδρα μια συμμαθήτριά μου, την Κατερίνα. Μιλάμε για καψούρα, έτσι; Ήμουν πολύ ντροπαλός και δεν έβρισκα το κουράγιο να της μιλήσω»
    - «Εσύ; Ντροπαλός;»
    - «Ναι, εγώ. Με τα χίλια ζόρια πήγα και της εξομολογήθηκα τον έρωτά μου και ξέρεις τι έκανε; Γέλασε στα μούτρα μου. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Πιτσιρικάς ήμουν, έκανα ένα σωρό δραματικές σκέψεις. Ο συγχωρεμένος ο μπάρμπα-Σήφης κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε και με έβαλε κάτω μέχρι που τελικά ομολόγησα. Περίμενα ότι θα αρχίσει να μου λέει να μην κάνω έτσι, πως οι άντρες δεν κλαίνε, πώς πρέπει να δείξω δύναμη και γενικά όλες αυτές τις κλισεδιάρικες σαχλαμάρες. Μιχαλιώ, μου είπε. Έλα μαζί μου. Πού θα πάμε; τον ρώτησα. Να πιούμε, μου είπε. Περίμενα ότι θα με ποτίσει ρακή αλλά ξέρεις τι έκανε; Με πήγε στην Ουτοπία, στη Χάνδακος, και ο Σήφακας που περπατούσε και έτριζαν τα πεζοδρόμια, κάθισε μαζί μου και ήπιε σοκολάτα! Σοκολάτα! Ήταν τόσο σουρεαλιστικό που είχα χάσει τη μιλιά μου. Μιχαλιώ μου, πονάει ο έρωτας. Αν δεν πονούσε δε θα είχε αξία. Αν γέλασε αυτή μαζί σου, γέλα εσύ καλύτερα. Γέλα τελευταίος. Και αν δε σε θέλει το Κατερινιώ θα υπάρξουν χίλιες άλλες Κατερίνες που θα σε θέλουν. Κάποιες θα σε πληγώσουν, κάποιες θα τις πληγώσεις εσύ. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι»
    - «Σοφός ο μπάρμπα-Σήφης»
    - «Δύο πράγματα με έμαθε. Πρώτον ότι ο έρωτας με έρωτα περνάει και δεύτερον την αξία μιας καλής σοκολάτας. Όταν με το καλό κατεβείτε με τον καλό σου Ηράκλειο, ζήτα του να σε πάει για σοκολάτα στην Ουτοπία. Θα με θυμηθείς!» μου είπε κάνοντάς με μετά από πολύ ώρα να βάλω τα γέλια.
    - «Α ρε Μιχάλη, τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
    - «Χαρούμενη την Εύη but that’s water under the bridge» μου είπε και ξαναέβαλα τα γέλια.
    - «Συγνώμη βρε Μιχαλιώ μου!»
    - «Μη ζητάς συγνώμη μαγδάλω μου, άντε με την αχάριστη!»
    - «Μα και αυτή να μην εκτιμήσει το ότι δεν την άφησες πάνω στο σταυρό;»
    - «Μα είδες; Γι’ αυτό σου λέω, μη ζητάς συγνώμη!»
    - «Αυτή χάνει!»
    - «Σε μένα το λες;»

    Με σαφώς βελτιωμένη διάθεση έγειρα και πάλι στην αγκαλιά του και συνέχισα την ανασκόπηση στο πρόσφατο παρελθόν μου. Την είχε ξανακούσει την ιστορία αλλά δε με διέκοψε, με άφησε να την ξαναπώ κρατώντας με σφιχτά στην αρκουδίσια αγκαλιά του.

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2023

    Κόντευε να πάει δέκα κι εγώ ήμουν ακόμα καθισμένη στην ίδια θέση με το μυαλό μου να αρνείται να πάρει στροφές. «Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!» έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μητέρα μου. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω, θα καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά είχαμε να τα πούμε από προχθές και δεν ήθελα να την ανησυχήσω.

    - «Καλησπέρα μανουλίτσα μου!»
    - «Καλησπέρα Μαριλίτσα μου, τι κάνεις ψυχή μου;»
    - «Καλά είμαι μανούλα μου, εδώ, κάθομαι στο σαλόνι»
    - «Μόνη σου είσαι; Πού είναι ο Κωστής, δουλεύει πάλι;»

    Ένιωθα να πέφτουν απανωτές μαχαιριές στην καρδιά μου και να θέλω να ουρλιάξω και να μη μπορώ! Να μη μπορώ… Τι να της έλεγα νυχτιάτικα; Θα με ρωτούσε τι έγινε και τι να της πω; Σάμπως ήξερα; Σάμπως είχα καταλάβει;

    - «Ναι, δούλευε μέχρι αργά και πήγε σπίτι του»
    - «Εσύ είσαι πρωινή αύριο;»
    - «Όχι, αύριο είμαι 12:00 – 20:00»
    - «Είσαι καλά μωρό μου; Δεν μου ακούγεσαι καλά!»
    - «Κουρασμένη είμαι μανουλίτσα μου. Τι κάνει ο μπαμπάς;»
    - «Καλά είναι. Κάτσε να στον φωνάξω να του μιλήσεις. Γιώργο; Γιώργο! Έλα στο τηλέφωνο, μιλάω με το παιδί. Καληνύχτα αγάπη μου»
    - «Καληνύχτα μανούλα!»
    - «Καλησπέρα γιαβρί μου, τι κάνεις; Τι κάνει ο Κωστής σου;»
    - «Καλά είμαι μπαμπάκα μου, εδώ κάθομαι στο σαλόνι και ξεκουράζομαι. Εσύ πώς είσαι;»
    - «Εδώ, με τη μάνα σου που μου έφαγε τα νιάτα!»
    - «Αλλά τι κορίτσαρο σου έδωσε, ε;»
    - «Γι’ αυτό την κρατάω ακόμα!»
    - «Να σου κάνει και δεύτερο κορίτσαρο;»
    - «Αφού ο πρώτος έχει ρίξει μαύρη πέτρα και δεν έρχεται να δει τους γονείς του» μου ψευτογκρίνιαξε.
    - «Αφού δουλεύω βρε μπαμπά»
    - «Δούλευες και τα Χριστούγεννα;»
    - «Αφού το έχουμε πει, Χριστούγεννα πάνω, Πάσχα σε εσάς, γιατί γκρινιάζεις πάλι;»
    - «Καλά σου κάνω!»
    - «Είσαι γλύκας όταν μου κάνεις το στριμμένο άντερο!»
    - «Άκου τι λέει για τον πατέρα της το ίδιο του το σπλάχνο!»
    - «Σ’ αγαπάω πολύ πολύ πολύ πολύ μπαμπούλη μου!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω γιαβρί μου. Άντε, καληνύχτα σου και να δώσεις τα φιλιά μας στον Κωστή, πες του να σκύψει σ’ αυτό της μάνας σου μπας και το γλυτώσει!»
    - «Χαχαχα, εντάξει μπαμπούλη μου, καληνύχτα»

    Έκλεισα το τηλέφωνο και έπεσε μαζί με το χέρι μου στον καναπέ. Πώς θα τους το έλεγα; Τι θα τους έλεγα; Ήρθε απλά και μου ανακοίνωσε ότι χωρίζουμε. Τι του έκανα; Τι του έκανα γαμώ τα πάντα μου όλα; Τι δεν του έδωσα; Τι μου ζήτησε και δεν το πήρε; Έχωσα τα χέρια μου στα μαλλιά μου και άρχισα να τα ανακατεύω. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον αλλά δεν είχα κανένα. Η Νάντια ήταν στη Θεσσαλονίκη και ο Γρηγόρης στο Παρίσι. Οι φίλοι του Κώστα έγιναν και δικοί μου, δεν είχα δικό μου κύκλο, δεν είχα κανέναν. Κανέναν! Γιατί; Γιατί;

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2024


    Με είχαν πιάσει και πάλι τα κλάματα, σα να είχε γίνει κάποιο reset και η ψυχή μου είχε γυρίσει ένα χρόνο πριν. Ο Κώστας είχε παιδί. Ήταν παντρεμένος και είχε παιδί. Πότε πρόλαβε να τη γνωρίσει, πότε πρόλαβε να την παντρευτεί, πότε πρόλαβε να φέρει στον κόσμο το παιδί του; Μόλις ένα χρόνος είχε περάσει που με είχε παρατήσει σύξυλη να μην ξέρω από που μού ‘ρθε. Προσπάθησα να θυμηθώ πόσο ήταν το μωράκι αλλά στην ταραχή μου δεν το είχα προσέξει. Αλλά και νεογέννητο να ήταν, σημαίνει ότι την είχε αφήσει έγκυο τρεις μήνες αφού με παράτησε. Ο Κώστας όσο ήμασταν μαζί δεν σκεφτόταν καν το γάμο, την παντρεύτηκε άραγε επειδή την άφησε έγκυο;

    Βασάνιζα το μυαλό μου με ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να απαντηθούν και ακόμα και αν είχαν απαντηθεί ποιο θα ήταν το νόημα; Το παρελθόν δεν αλλάζει αλλά υπήρχε αυτό το τεράστιο γιατί που στριφογύριζε και δε με άφηνε σε ησυχία από εκείνη την νύχτα. Γιατί; Γιατί με χώρισε; Τι έκανα λάθος; Ο Διονύσης είχε εξαφανιστεί από τη ζωή μου, χωρίς να απαντάει ούτε καν σε μηνυματα αλλά τουλάχιστον εκεί ήξερα το λόγο. Θα τον πήγαιναν μέσα σηκωτό και είχε δυο παιδιά. Με είχε ρημάξει το πόσο απότομα εξαφανίστηκε χωρίς να καν μια κουβέντα, αλλά τουλάχιστον κατάλαβα το λόγο λίγες μέρες μετά, όταν με ρώτησε μια φίλη στη σχολή χορού αν έτρεχε κάτι μεταξύ μας.

    Είχα προσπαθήσει να μιλήσω με τον Κώστα, είχα προσπαθήσει να μάθω το γιατί αλλά απάντηση δεν είχα πάρει. Τις πρώτες φορές μου απαντούσε στο τηλέφωνο αλλά η μόνη απάντηση που έπαιρνα όσο και αν τον πίεζα ήταν η ίδια, «είμαι άδειος». Τον ρώτησα αν με είχε αφήσει για κάποια άλλη, αν είχε κάποια παράλληλη σχέση και το είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Κάποια στιγμή σταμάτησε να μου απαντάει αλλά εγώ επέμενα μέχρι που μου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε «Σε παρακαλώ μη με ξαναενοχλήσεις. Δέξου ό,τι συνέβη και προχώρα τη ζωή σου».

    Ακόμα μια μαχαιριά, μια τελευταία μαχαιριά, στην καρδιά μου. Δεν τον ξαναενόχλησα, βυθίστηκα στο βουβό μου πόνο. Δυο-τρεις μήνες μετά προσπάθησα να κάνω νέο ξεκίνημα, και χωρίς να περιμένω ότι θα βγει κάτι, γράφτηκα στο community και στο ***. Και γνώρισα το Μιχάλη, τον αρκούδο μου, που παράτησε την μικρούλα του σύξυλη και ήρθε τρέχοντας να με μαζέψει, τον Μιχάλη μου που με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του την ώρα που έκλαιγα, την ώρα που είχα ανάγκη όσο τίποτα μια τρυφερή ανθρώπινη επαφή.

    - «Σ’ ευχαριστώ Μιχαλιώ μου, σ’ ευχαριστώ για όλα» του είπα ακόμα δακρυσμένη.
    - «Πήγαινε να βάλεις τη φόρμα σου, πάμε στη Βελανιδιά να τη σηκώσουμε!»
    - «Δεν πεινάω Μιχαλιώ μου!»
    - «Πεινάω εγώ όμως! Έλα, κούνα το απίθανο κωλαράκι σου και πάμε να σε χτυπήσει και λίγο αέρας»
    - «Είχες δεν είχες, πάλι το κωλαράκι μου λιγουρεύεσαι» τον πείραξα αλλά σοβάρεψα απότομα φοβούμενη μην το πάρει αλλιώς. «Μιχάλη, πλάκα κάνω!»
    - «Το ξέρω μαγδάλω μου» μου είπε τρυφερά.
    - «Μιχάλη μου;»
    - «Μαριλίζα μου;»
    - «Θα κάτσεις μαζί μου σήμερα;»
    - «Έτσι όπως σκοπεύω να φάω, σάμπως θα μπορώ μετά να πάρω τα πόδια μου;» μου απάντησε πειρακτικά.
    - «Αχ!!! Υπέροχα!!! Και να σου πω, δε χρειάζεται να ξυπνήσεις νωρίς όπως εγώ, ξύπνα ό,τι ώρα θέλεις!»
    - «Δε θα φύγω καν, work from home, τσάμπα νομίζεις ότι κουβαλούσα το σακίδιο στην πλάτη;»
    - «Έχεις φέρει το laptop σου;» τον ρώτησα μην μπορώντας να πιστέψω στ’ αφτιά μου από την ξαφνική μου χαρά.
    - «Αμ τι, έτσι θα άφηνα τη μαγδάλω μου; Και αύριο το απόγευμα που θα έρθεις θα σου έχω παραγγείλει με τα ίδια μου τα χεράκια, και ξέρεις τι αστέρι είμαι στις παραγγελίες!»
    - «Αν με σουτάρει ο Αρίστος θα σου κάτσω στο σβέρκο, να το ξέρεις!»
    - «Αν σε σουτάρει ο Αρίστος θα σε βάλω εκεί με τα ίδια μου τα χέρια!»
    - «Awwww»
    - «Ναι, θα το πάμε πεντακάβαλο και όσο αντέξω!»
    - «Θα είμαι και στην πρώτη πεντάδα; Θα λιποθυμήσω!»
    - «Αμέ, τι νόμιζες; Άντε, κούνα το κωλαράκι σου μην σε κάνω να το κουνήσεις με όρεξη!»
    - «Γορίλλα μου εσύ!» του είπα και του έσκασα ένα φιλάκι στη μύτη. «Επιστρέφω Δημήτρια!»
    - «Αποφάσισε μωρή, αρκούδος ή γορίλλας; Άμα δεν πάθω διχασμό να μου τρυπήσεις τη μύτη»

    Τον άφησα να μουρμουράει μόνος του και πήγα στο δωμάτιο να βγάλω τις πιτζάμες μου και να βάλω τη φόρμα μου. Και, μεταξύ μας, μια πίτσα θα τη χτυπούσα. Πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου και ανέβηκα στη ζυγαριά που έγραψε 47,2, βγάλε μισό κιλό φόρμα και μπλούζα, πώς στο διάολο έπεσα στα 46,7, την Κυριακή κόντεψα να αφήσω τα κόκαλά μου στο τραπέζι με την ποσότητα που έφαγα. Well, σιγά μην καθόμουν να σκάσω, θα έτρωγα και την πίτσα χωρίς τύψεις.

    - «Έτοιμη!» φώναξα επιστρέφοντας στο σαλόνι
    - «Άντε, πάμε και έχω λυσσάξει στην πείνα!»
    - «Μιχάλη, θέλεις αντί να πάμε στη Βελανιδιά να σου φτιάξω τη μακαρονάδα που σ’ αρέσει; Έχω όλα τα υλικά, δε θα μου πάρει πάνω από μισή ώρα»
    - «Όχι. Σήμερα θα φάμε στη Βελανιδιά και αύριο θα γυρίσεις και θα βρεις το τραπέζι στρωμένο»
    - «Σίγουρα;» τον ρώτησα. Ήθελα κάτι να κάνω αποκλειστικά γι’ αυτόν, να του δείξω με κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη μου.
    - «Σιγουρότατα. Δε θέλω να κάνεις τίποτα, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ! ήμουν ξεκάθαρος;» με ρώτησε πολύ σοβαρός, λες και διάβασε τις σκέψεις μου.
    - «Θέλω εγώ όμως!» του απάντησα εξίσου σοβαρή.
    - «Θέλε! Λοιπόν, πάμε γιατί θα σε κάνω μαύρη, φουκαριάρα μου!»
    - «Χρουμφ!»
    - «Χρουμφ στα μούτρα σου!»
    - «Ουφ, αυτό λέγεται καταπίεση!»
    - «Καλά σου κάνω! Κουνήσου μωρή μαγδάλω και έχω λυσσάξει!»
    - «Κουνιέμαι εντόνως διαμαρτυρόμενη!»
    - «Προχώρα βάσανο!»

    Ξεκινήσαμε να πάμε προς τη Βελανιδιά και ο κρύος αέρας ήταν πραγματικά ευλογία. Του είχα πιάσει το χέρι αγκαζέ και έτσι όπως είναι και ψηλός με μεγάλο διασκελισμό, η βόλτα είχε κάτι από τεστ κοπώσεως.

    - «Γιατί τρέχουμε;» τον ρώτησα λαχανιασμένη.
    - «Γιατί πεινάω!» μου απάντησε. «Και δεν τρέχουμε, κανονικά πάω!»
    - «Και το γρήγορο δηλαδή πώς είναι;» έκανα το λάθος να τον ρωτήσω.

    Ας πρόσεχα, όταν φτάσαμε στη Βελανιδιά η γλώσσα μου είχε βγει έξω. Ναι, πρέπει να επιστρέψω στο γυμναστήριο, τρεις εβδομάδες έλειψα και γύρισα στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Το καλό με το τεστ κοπώσεως που μου έκανε ο Μιχάλης είναι ότι έκανε το μυαλό μου να αδειάσει, να μην έχω χρόνο να σκεφτώ τι είχε γίνει πριν δυο ώρες. Χμμμ, μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που με πήγε σα να του έχουν βάλει νέφτι.

    - «Είσαι γλύκας» του είπα ακόμα ξέπνοη.
    - «Είμαι!» απάντησε χωρίς να είναι σίγουρος προς τι το κομπλιμέντο αλλά δεν το συνέχισα.
    - «Τι θα πάρουμε;»
    - «Εγώ θα πάρω δύο πίτσες και ένα πεϊνιρλί»
    - «Δικά μου» του είπα. «Σπέσιαλ ή απλή; Και ποιο πεϊνιρλί;»
    - «Το σπέσιαλ! Και να σου πω, πάρε κι ένα δεύτερο να έχω για αύριο το πρωί!»
    - «Αύριο το πρωί θα σου φτιάξω ομελέτα και μην πεις κουβέντα, σ’ έφαγα!»
    - «Μωρή εσύ θα ξυπνήσεις με τα κοκόρια, δε με λυπάσαι;»
    - «Καθόλου!» του είπα και γύρισα προς τον ταμεία που μας κοίταζε. «Τρεις πίτσες σπέσιαλ και ένα πεϊνιρλί, σπέσιαλ κι’ αυτό. Και δυο zero!»
    - «Zero;» ρώτησε με απελπισία ο Μιχάλης.
    - «Ναι, είπαμε όχι αλκοόλ σήμερα!»
    - «Όι όι όι, ίντα ‘παθα στα γεράματα»
    - «Κάνε κουράγιο Άννα!»
    - «Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Σήφη!»
    - «Του Σήφη που πήγε το φαρμακωμένο του κοπέλι για σοκολάτα;»
    - «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια!»

    Πήραμε τα φαγητά μας και γυρίσαμε στο σπίτι και όταν φτάσαμε, μου είχε βγει και πάλι η γλώσσα έξω, παίζει να είχα κάψει την πίτσα πριν καν την φάω. Του πρότεινα να φάμε στο κρεββάτι ώστε να μπορέσουμε να δούμε και τηλεόραση και ο Μιχάλης δεν είχε αντίρρηση.

    - «Θέλεις να δούμε καμιά ταινία;»
    - «Έχει πάει 23:00, δεν έχεις πρωινό ξύπνημα;»
    - «Περιμένω έτσι κι αλλιώς τον Αρίστο να με πάρει τηλέφωνο όταν φτάσει»
    - «Μαριλίζα, όσο και αν δεν θέλω να το ξαναζήσεις και πάλι, θα πρέπει να του πεις τι έγινε»
    - «Το ξέρω μωρέ Μιχάλη, όσο και αν δεν θέλω να τον ταράξω νυχτιάτικα»
    - «It’s part of the game, Μαριλίζα μου»
    - “Don’t I know that?” τον ρώτησα αναστενάζοντας. «Λοιπόν, θες να δούμε ταινία;»
    - «Γιατί όχι. Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για το Grand Budapest Hotel, ψήνεσαι;»
    - «Κωμωδία θέλω!»
    - «Κωμωδία είναι και έχει και φοβερό cast. Πρωταγωνιστεί ο Ralph Fiennes και εμφανίζονται ένα σωρό άλλοι γνωστοί ηθοποιοί, Abraham, Swindon, Norton, Keitel, Law, Murrey, Dafoe, Goldblum»
    - «Εντάξει, αγόρασα!»

    Η ταινία ήταν πολύ περίεργη, ιστορία μέσα σε ιστορία μέσα σε ιστορία, αλλά έβγαζε αβίαστο γέλιο και ήταν slapstick με τρόπο που θύμιζε παλιές ασπρόμαυρες κωμωδίες του προηγούμενου αιώνα. Το τέλος της όμως ήταν απροσδόκητα μελαγχολικό και αυτό οδήγησε μοιραία στο να θυμηθώ και πάλι τι είχε γίνει το βράδι, και να βάλω και πάλι τα κλάματα.

    - «Γιατί ρε Μιχάλη; Γιατί; Γιατί;»
    - «Δεν έχω να σου δώσω απάντηση, κοριτσάκι μου και στο τέλος-τέλος τι σημασία έχει;»
    - «Έχει ρε Μιχάλη, έχει για μένα. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί, τρία χρόνια. Τι έκανα πέραν από το να του δώσω ό,τι ζητούσε; Τι έκανα πέρα από το να τον στηρίξω όποτε με είχε ανάγκη; Τι έκανα πέραν από το να του δώσω την καρδιά μου; Έχει παιδί ρε Μιχάλη, παιδί. Τι βρήκε σ’ εκείνη που δεν το έβρισκε σε μένα;»
    - «Μη μπαίνεις σ’ αυτό το τριπάκι, Μαριλίζα μου. Προχώρησες, έχεις κάνει το νέο σου ξεκίνημα με τον Αρίστο σου, μην το δηλητηριάσεις επιστρέφοντας σε ένα παρελθόν που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να αλλάξει. Θέλεις να τον εκδικηθείς; Γίνε ευτυχισμένη και θάψ’τον, ξέχασέ τον, να φτάσει να μην αξίζει να του αφιερώσεις ούτε μια δεύτερη σκέψη. Όχι θυμό, όχι. Αδιαφορία, και αυτή με ένα τρόπο κερδίζεται, γίνε ευτυχισμένη με κάποιον άλλον, νιώσε την πληρότητα που θα σου δώσει η ύπαρξη του στη ζωή σου»

    Δεν απάντησα, έγειρα και πάλι στην αγκαλιά του και με κράτησε σφιχτά, έκλεισα τα μάτια μου και αφήνοντας το μυαλό μου ν’ αδειάσει ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα κάποια στιγμή αργότερα, το Μιχάλη και παρά την άβολη θέση, τον είχε πάρει ο ύπνος και ροχάλιζε του καλού καιρού, αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του με κρατούσε σφιχτά. Τον χάιδεψα τρυφερά για να τον ξυπνήσω.

    - «Μιχαλιώ μου, έλα να ξαπλώσεις καλύτερα!»
    - «Μμμμ τι ώρα είναι;»
    - «Μία» του είπα κοιτάζοντας το ρολόι μου. «Έλα αρκούδι μου, ξάπλωσε να μην πιαστείς»

    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Αρίστος.

    - «Αρίστο μου; Έφτασες;»
    - «Ναι κοριτσάρα μου, τώρα ετοιμάζομαι να βγω να πάρω ταξί για να πάω στο ξενοδοχείο. Με πήρες τηλέφωνο; Η μαλακία είχε κάνει reboot και δεν το πήρα χαμπάρι μέχρι να μπω στο αεροπλάνο και να πάω να το βάλω σε λειτουργία πτήσης»
    - «Ναι…» είπα και πήρα βαθιά ανάσα. «Ναι, σε πήρα… φεύγοντας… φεύγοντας έπεσα πάνω στον Κώστα… και ήταν… και ήταν με τη γυναίκα του… με τη γυναίκα του και το παιδί του… το παιδί του. Σε πήρα τηλέφωνο… ήταν κλειστό…»
    - «Ωχ μάτια μου… λυπάμαι… γαμώτο μου μέσα… Γιατί… γιατί δεν πήγες να ζητήσεις να με φωνάξουν;»
    - «Δεν είχα μυαλό να σκεφτώ Αρίστο και έπειτα… και έπειτα είχες το ταξίδι σου!»
    - «Σοβαρά τώρα μωρέ Μαριλίζα; Να πάει να γαμηθεί το Δουβλίνο, είναι δυνατόν;»
    - «Δε χρειάζεται Αρίστο μου… πραγματικά δε χρειάζεται. Πήρα… πήρα το Μιχάλη και ήρθε και με μάζεψε από το αεροδρόμιο, δε με άφησε καν να οδηγήσω.»
    - «Πολύ καλά έκανες! Σε παρακαλώ ζήτα του να κάτσει μαζί σου αύριο, θα… θα κοιτάξω να πάρω… Πρέπει να βρω πτήσεις…»
    - «Αρίστο, όχι! Όχι! Δε θα τον αφήσω να σου γαμήσει το ταξίδι που τόσο περίμενες. Με γάμησε μια φορά, με γάμησε και δεύτερη, δε θα τον αφήσω να μας γαμήσει και τρίτη»
    - «Είναι ακόμα εκεί ο Μιχάλης;»
    - «Ναι, εδώ είναι.»
    - «Μπορείς σε παρακαλώ να μου τον δώσεις να του μιλήσω;»
    - «Ναι, μισό λεπτό να του το πω» απάντησα στον Αρίστο και γύρισα προς το Μιχάλη. «Μιχαλιώ μου, θέλει να σου μιλήσει ο Αρίστος, μπορείς;»
    - «Ναι, δώσ’ τον μου» είπε και πήρε το τηλέφωνο και σηκώθηκε όρθιος. «Έλα Αρίστο. Ναι, καλύτερα είναι. Ναι… Όχι, δεν σκοπεύω να το κουνήσω από εδώ σήμερα και έλεγα να κάτσω και μέχρι αύριο το βράδυ… Εννοείται, θα την προσέχω σαν τα μάτια μου. Μη μ’ ευχαριστείς… είναι και δική μου φίλη, έτσι θα την άφηνα; Όχι… συμφωνώ μαζί της, μην τον αφήσετε τον πούστη να σας γαμήσει κι’ άλλο, αρκετά. Εντάξει… ναι, ναι, στην δίνω. Καληνύχτα»
    - «Έλα μωρό μου» του είπα παίρνοντας το τηλέφωνο και σηκώθηκα με τη σειρά μου από το κρεββάτι.
    - «Το μπαγάσα, τον συμπάθησα ακόμα περισσότερο!»
    - «Ξέρεις κάτι Αρίστο μου; Θα κρατήσω αυτό, ό,τι και αν έγινε τελικά στάθηκε αφορμή για να γνωρίσω πρώτα το Μιχάλη και μετά εσένα. Να πάει να γαμηθεί, δεν φτάνει ούτε το μικρό σας νυχάκι. Πήγαινε στο ξενοδοχείο μωρό μου να ξεκουραστείς και όταν με το καλό ξυπνήσεις το πρωί, πάρε με τηλέφωνο, δεν πειράζει που θα είμαι στη δουλειά, πολύ σπάνια κάνω ακουστικό»
    - «Εντάξει αλιγατοράκι μου. Πέσε κι εσύ να κοιμηθείς με …τον αρκούδο σου και θα τα πούμε αύριο το πρωί. Και το μεσημέρι. Και το απόγευμα. Και το βράδι!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.
    - «Καληνύχτα Αρίστο μου… σε σκέφτομαι και μου λείπεις!»
    - «Σάμπως εγώ είμαι καλύτερος νομίζεις; Later alligator, καλή σου νύχτα»
    - «After ‘while crocodile. Καληνυχτούδια!»

    Έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα στο κρεβάτι, ο Μιχάλης ήταν είδη ξαπλωμένος.

    - «Αγκαλίτσα;» του έκανα αγαπουλινιάρικα.
    - «Άκου λέει!» μου είπε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και έκανα σχεδόν μακροβούτι μέσα της.
    - «Καληνύχτα Μιχαλιώ μου και… σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ για όλα!»
    - «Μην το συζητάμε πάλι αυτό» μου είπε και καλά αυστηρά. «Καληνύχτα μαγδάλω μου!»

    Έκλεισα τα μάτια μου, και παρά τα όσα είχαν συμβεί απόψε, κοιμήθηκα σαν πουλάκι.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 28 Δεκεμβρίου 2023
  10. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Έχουμε Μιχάλη και Αρίστο και ασχολούμεθα με τον Κώστα!
    Άσε μας Κώστα κουκλίτσε μου! 
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Είμαστε το ολοκλήρωμα των παρελθοντικών στιγμών μας και ο Κώστας δεν ήταν απλά κάποιος τυχαίος που βρέθηκε σε σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στη ζωή της Μαριλίζας. Ασχολούμεθα με τον Κώστα γιατί η Μαριλίζα ασχολείται με τον Κώστα, καθώς δεν ήταν κάποιος τυχόντας, έχει βάλει το λιθαράκι του (ή μάλλον το βράχο του) σε αυτό που είναι σήμερα η Μαριλίζα.
     
  12. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Όλοι έχουν τη σημασία τους σε αυτό που είμαστε σήμερα, όντως.
    Εγώ μάλιστα, θα έλεγα και αυτοί που πέρασαν σύντομα απ τη ζωή μας, και εκείνοι που δεν έκλεισαν τον κύκλο ,ή αυτοί που τον έκλεισαν απότομα.

    Η ιστορία ωστόσο όσο πάει και «γεμίζει» προοπτικές, κι εγώ δεν φημίζομαι για την υπομονή μου σε τέτοιες εξελίξεις..