Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τοκάτα και Φούγκα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 8 Δεκεμβρίου 2023.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 15ο - Ghostbusters

    Παρά το γεγονός ότι πλέον είχα αυτόματα ρυθμισμένο το πότε θα ανάβει ο θερμοσίφωνας, έβαλα το ξυπνητήρι μου πάλι στις 06:30 για να έχω το χρόνο να φτιάξω την ομελέτα που έταξα στο Μιχάλη. Ήθελα απελπισμένα καφέ αλλά το ζαχαροπλαστείο απέναντι άνοιγε στις 07:00 οπότε θα έπρεπε να κάνω υπομονή. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο και όταν τελείωσα πήγα στην κουζίνα για να ετοιμάσω την ομελέτα. Κατά τα φαινόμενα η μυρωδιά του bacon και του λουκάνικου ξύπνησαν το Μιχάλη που ήρθε και με βρήκε στην κουζίνα.

    - «Καλημέρα μαγδάλω μου!»
    - «Καλημέρα αρκούδο μου!»
    - «Τι φτιαν’ς εκεί;»
    - «Την ομελέτα που σου έταξα!»
    - «Καφέεεεεε»
    - «Το ζαχαροπλαστείο ανοίγει στις 07:00, κάνε κουράγιο Άννα»
    - «Δε μου λες, σκοπεύεις να μου βγάλεις τ’ όνομα; Άκου Άννα!»
    - «Έλα μωρέ Μιχάλη, από το τραγούδι των Κατσιμιχαίων και του Νταλάρα»
    - «Ούτε που το ‘χω ματαξανακούσει! Οι μόνες Άννες που ξέρω είναι αυτές που είναι στα χιόνια, τους δίνεις κοχύλια απ΄ το Αιγαίο και έχουν χαρακωμένο βλέμμα!»
    - «Όλα μαζί τα κάνουν;»
    - «Τι να πεις, οι γυναίκες είστε καλύτερες στο multitasking! Τι έχεις βάλει στην ομελέτα;»
    - «Τι δεν έχω βάλει; bacon, λουκάνικο, gouda, mozzarella, ντομάτα, πιπεριά, μανιτάρια και ελιές. Θέλεις να βάλω και κρεμμύδι; Έχω»
    - «Κρεμμύδι πρωινιάτικα;»
    - «Βρε ρεμάλι, εσύ δεν σηκώθηκες τις προάλλες και έφαγες το γύρο που σου είχε μείνει από την προηγούμενη και μετά με κυνηγούσες στο σπίτι σου για γλωσσόφιλα!»
    - «Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…»
    - «Μα είδες; Λοιπόν, θες κρεμμύδι ή όχι, πες το τώρα που γυρίζει!»
    - «Δε γαμιέται, βάλε, χαμένο δε θα πάει!»
    - «Κάπως ήμουν σίγουρη. Πόσα αυγά, τέσσερα;»
    - «Δίαιτα μου κάνεις;»
    - «Βρε θα πάθεις… μπα, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» τον πείραξα και πήγα και πήγα να κόψω ένα μικρό κρεμμύδι. «Μπα π’ ανάθεμά σε» είπα όταν το καθάρισα, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου με το πίσω μέρος του χεριού μου. Πέταξα και τα υπόλοιπα υλικά στο τηγάνι να τσιγαρίζονται και πήρα ένα μπολ και έσπασα μέσα έξι αυγά και μετά τα πέταξα στο τηγάνι και λίγη ώρα αργότερα η ομελέτα ήταν έτοιμη. Πήρα και τη σέρβιρα σε μια πιατέλα, μήπως χώραγε σε πιάτο; και του την έδωσα.
    - «Εσύ δε θα φας;»
    - «Όχι Μιχαλιώ μου, για σένα την έφτιαξα. Κάτσε να τη φας να πάω να κάνω κι εγώ το ντουζάκι μου και να ετοιμαστώ»
    - «Πόση ώρα θα σου πάρει παιδάκι μου; 08:00 δεν πιάνεις δουλειά;»
    - «Έχω και το πρωινό σαφάρι του να βρω να παρκάρω»
    - «Δε χρειάζεται, θα σε πάω εγώ και το απόγευμα θα έρθω να σε πάρω, οπότε κάτσε τον κώλο σου κάτω να μου κάνεις παρέα»
    - «Όχι μωρέ Μιχαλιώ μου, δε φτάνει όσα έκανες, να σε κάνω και ταρίφα;»
    - «Ρε κάτσε τον κώλο σου κάτω μην αγριέψω!»
    - «Τσουτσούριασα τώρα!» του είπα αλλά κάθισα κι εγώ στο τραπέζι. «Δε μου λες, τι έγινε με την Εύη;»
    - «Τι να γίνει;» μου είπε μασουλώντας. «Γαμάει η ομελέτα!»
    - «Σ’ ευχαριστώ αλλά μην αλλάζεις θέμα!»
    - «Ε, τι να γίνει; Την είχα δεμένη στο σταυρό και της έριχνα κερί όταν με πήρες τηλέφωνο. Το πήρε πολύ άσχημα που απάντησα και ακόμα χειρότερα που με άκουσε να σου λέω ότι παίρνω ταξί κι έρχομαι. Βρε καλή μου βρε χρυσή μου, έκτακτο περιστατικό αλλά μου είπε να πάω να γαμηθώ κι εγώ και ο γρύλος μου»
    - «Δεν της είπες ότι θα έκανες το ίδιο και για εκείνη;»
    - «Δε θα το έκανα… εννοώ θα της έλεγα να έρθει να με βρει αλλά δε θα παρατούσα session στη μέση… Μαριλίζα, δεν είσαι το ίδιο» μου είπε και άνοιξαν και πάλι οι βρύσες. «Μωρή σταμάτα να κλαις γιατί την επόμενη φορά θα σε αφήσω να έρθεις ποδαράτο!»
    - «Είχα αυτοκίνητο!»
    - «Σιγά μη σου επέτρεπα να οδηγήσεις σε αυτή την κατάσταση!»
    - «Μπα; Μωρ’ τι μας λες, και σιγά που θα σε υπάκουα!» πήγα να τον πειράξω.
    - «Θα το έκανες, και το ξέρεις! Και το ξέρω πως το ξέρεις» είπε και με κοίταξε σταθερά στα μάτια αναγκάζοντάς με να κατεβάσω το βλέμμα μου.
    - «Με εκνευρίζεις όταν έχεις δίκιο»
    - «Ξυδάκι!»
    - «Ο Αρίστος το λέει “υγεία και ζουμί από λάχανο”»
    - «Αλήθεια, τι σου είπε το βράδυ;»
    - «Παραλίγο να αρχίσει να ψάχνει να βρει πτήσεις για να γυρίσει πίσω, ικανό τον είχα να πήγαινε και μέσω Καπερναούμ! Με το ζόρι τον σταμάτησα, δεν άκουσες;»
    - «Χα! Δεν είσαι η μόνη που έχεις κάνει τσιχλόφουσκα τη λαμαρίνα!»
    - «Λες;» τον ρώτησα γεμάτη ελπίδα.
    - «Χωριό που φαίνεται… Πότε πρόλαβες και τον τύλιξες μωρή;»
    - «Τι να πω, είμαι υπέροχη!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις που καθόσουν χθες και κλαψούριζες για το μαλάκα!»
    - «Ε μου ήρθε απότομο ρε Μιχάλη»
    - «Απότομο; Εσύ ήσουν να κόψεις τις φλέβες σου φέτες!»
    - «Το ξέρω… ήταν σα να γύρισα ένα χρόνο πριν, τη μέρα που με παράτησε. Αυτό είναι το γιατί που με τριβελίζει ρε Μιχάλη, με χώρισε και δεν κατάλαβα το γιατί. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί, τρία χρόνια του πήρε να καταλάβει ότι δεν του κάνω; Τρία χρόνια; Τουλάχιστον με το Διονύση ήξερα το λόγο»
    - «Και τι θα άλλαζε Μαριλίζα; Έστω ότι σου έλεγε ότι σε χώρισε για αυτό και αυτό το λόγο, τι θα άλλαζε;»
    - «Θα είχα το closure μου, Μιχάλη, ακόμα και αν οι λόγοι ήταν ηλίθιοι ή ακόμα και αν οι λόγοι ήταν τόσο σοβαροί που θα έμπηγαν ακόμα μια μαχαιριά στην καρδιά μου»
    - «Το έλαβες χθες το closure σου. Έκανες τα πρώτα σου βήματα και είδες με τα ίδια σου τα μάτια ότι ο Κώστας τα έχει κάνει εδώ και καιρό. Τι έχει μείνει ανοιχτό για να κλείσει;»
    - «Δεν ξέρω… Μιχάλη, πρέπει να πάω να κάνω ένα ντουζάκι. Θα κατέβεις σε παρακαλώ να πάρεις καφέ;»
    - «Ναι, πήγαινε, θα κατέβω»

    Χαλάνδρι, Γενάρης 20203

    Πήγα στο μπάνιο και άνοιξα το νερό στο πιο καυτό που άντεχε το δέρμα μου και χώθηκα από κάτω και το άφησα να τρέξει πάνω μου. Η αίσθηση ήταν δυσάρεστη, το νερό ήταν οριακά ανεκτό και στο δέρμα μου πήρε κάμποση ώρα να το συνηθίσει. Το μυαλό μου ακόμα και δυο ώρες αργότερα, αρνούνταν να πάρει στροφές. Κάποιες στιγμές ξεχνιόμουν και ερχόντουσαν στο μυαλό μου σκέψεις της καθημερινότητας και μαζί τους ερχόταν και ο Κώστας και ο Κώστας δεν ήταν πια εδώ.

    Ήμουν μόνη μου και πάλι. Έφυγε, με παράτησε, ήμουν μόνη μου. Χωρίς να ξέρω, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Γιατί; Τι του έκανα; Τι του έλειψε; Τι δεν του έδωσα; Τι άδειαζε μέσα του και δεν του το γέμιζα; Τι έκανα από το να είμαι πάντα εκεί όταν με χρειαζόταν, από το να τον βάζω πάντα πρώτο, από το να είναι η πρώτη μου σκέψη κάθε πρωί και η τελευταία κάθε βράδι; Δεν έχω μάθει να κρατάω για τον εαυτό μου, όταν τα έδινα, τα έδινα όλα. Όλα! Γιατί; Γιατί;

    Κουλουριάστηκα στη μπανιέρα και ο πρώτος λυγμός ήρθε ξαφνικά, σα μαχαιριά, σαν ακόμα μία μαχαιριά. Και μετά δεύτερος, και μετά τρίτος και έμεινα εκεί, στο πάτωμα της μπανιέρας, να κλαίω με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα. Το αρχικό μούδιασμα είχε περάσει και το ακολούθησε ο πόνος. Ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Γιατί; Κάθε μου λυγμός και ένα γιατί και κάθε γιατί και λυγμός. Και έκλαιγα… και έκλαιγα… μέχρι που το νερό άρχισε να γίνεται λιγότερο ζεστό και όλο λιγότερο ζεστό μέχρι που έγινε κρύο, παγωμένο, σαν την παγωνιά που ένιωθα στην ψυχή μου. Γιατί; Γιατί; Γιατί;

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2024


    Σήμερα, μιας και είχα το χρόνο, αποφάσισα να περιποιηθώ τον εαυτό μου λίγο παραπάνω και στο πνεύμα αυτό, ντύθηκα και καλύτερα απ’ ότι απαιτούνταν, μέχρι και τα χείλη μου έβαψα σε απαλό τόνο του κόκκινου. Μου έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και ικανοποιημένη από αυτό που είδα, έκανα να επιστρέψω στην κουζίνα αλλά ο Μιχάλης ήταν στο σαλόνι, έχοντας ανοίξει το laptop του.

    - «Πώς σου φαίνομαι;» τον ρώτησα κάνοντας μια στροφή. Είχα επιλέξει μια όμορφη κρουαζέ μπλούζα με διακριτικό ντεκολτέ που τη συνόδευε μια φούστα μέχρι τα γόνατα, μαύρο καλτσόν και χαμηλά μποτάκια στιλέτο.
    - «Στη δουλειά θα πας ή στη δεξίωση του πρέσβη; Κούκλα είσαι!»
    - «Αν θέλεις να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι έχει νερό… Μισό, έχεις να αλλάξεις;»
    - «Προνόησα, δεν θα έπαιρνα το μεγάλο σακίδιο αν ήταν να κουβαλήσω μόνο το laptop!»
    - «Θαυμάσια! Σου άρεσε η ομελέτα Μιχαλιώ μου;»
    - «Ήταν απαίσια, απαίσια λέμε, αλλά επειδή σ’ αγαπάω έκανα τη θυσία να τη φάω όλη για να μην αναγκαστείς κι εσύ να ζήσεις το δράμα που πέρασα!»
    - «Αχ, καημενούλη μου!» του είπα γελώντας. «Το απόγευμα τι θες να σου φτιάξω;»
    - «Το απόγευμα θα βρεις το τραπέζι στρωμένο, τα είπαμε αυτά!»
    - «Αφού θα έρθεις να με πάρεις!»
    - «Λεπτομέρειες! Θα παραγγείλω είπαμε, μην τα ξαναλέμε!»
    - «Έλα μωρέ Μιχάλη, όλο απ’ έξω τρως, ήρθε μια εβδομάδα η μανούλα σου κι έφαγες σαν άνθρωπος. Δεν ακούω κουβέντα, τι θες να σου μαγειρέψω;»
    - «Μωρή μουρλέγκω, σχολάς στις 17:00 και μέχρι να γυρίσουμε θα πάει 18:00, μέχρι να μαγειρέψεις θα έχω αφήσει τα κόκαλά μου από την ασιτία!»
    - «Δε θα πάθεις τίποτα… έχεις μαζέψει απόθεμα, θα ζήσεις!»
    - «Με λες χοντρό μωρή μαγδάλω;»
    - «Όχι αρκούδε μου, εύσωμο σε λέω» τον πείραξα.
    - «Θα σε μαυρίσω στο ξύλο κάποια στιγμή!»
    - «Πολύ μπλα-μπλα και από κοκό τίποτα» τον πείραξα.
    - «Καλά… λοιπόν, πάρε τα πράγματά σου και τον καφέ σου και πάμε!»
    - «Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς γοριλλάκι μου;»
    - «Αν είναι δυνατόν…»

    Με το Μιχάλη να με πειράζει και να με τσιγκλάει σε όλη τη διαδρομή είχα σχεδόν ξεχάσει τα χθεσινοβραδινά και όταν έφτασα στη δουλειά η διάθεσή μου ήταν εξαιρετική και έγινε ακόμα καλύτερη γύρω στις 09:30 που με πήρε τηλέφωνο ο Αρίστος

    - «Καλημερούδια!» του είπα κεφάτη.
    - «Καλημέρα Μαριλίζα μου, πώς είσαι;»
    - «Καλά είμαι Αρίστο μου, εδώ, στον αγώνα για το παντεσπάνι!»
    - «Κεφάτη σε ακούω, πολύ χαίρομαι!»
    - «Τώρα που σε άκουσα έγινα ακόμα πιο κεφάτη!»
    - «Ε, τότε χαίρομαι ακόμα περισσότερο!»
    - «Εσύ που είσαι μεσιέ;»
    - «Κατέβηκα για πρωινό, είναι 07:30 τοπική ώρα!»
    - «Τι ώρα ξεκινάει το συνέδριο;»
    - «Στις 09:00 αλλά γίνεται στο ξενοδοχείο που μένω, γι’ αυτό το επέλεξα, οπότε έχω όλο το χρόνο»
    - «Ουφ, μακάρι να μπορούσα να είχα έρθει κι εγώ»
    - «Δεν πειράζει κοριτσάρα μου, εμείς να είμαστε καλά»

    Συνεχίσαμε την κουβεντούλα για λίγη ώρα ακόμα και μετά κλείσαμε, εκείνος για να πάει να ετοιμαστεί και εγώ για να επιστρέψω στη δουλειά μου. Γύρω στις 12:00 με πήρε ξανά τηλέφωνο ο Αρίστος.

    - «Μαριλίζα μου, μικρή αλλαγή σχεδίων. Σου είχα πει ότι θα μιλήσουμε το απόγευμα και το βράδι στο Skype αλλά στο συνέδριο ήρθε και ο Sergey και το βράδυ θα βγάλει όλους όσους έχουν έρθει από τη Google και με κάλεσε κι εμένα, να θυμηθούμε λέει τα παλιά»
    - «Ποιος Sergey?»
    - «Ο Brin»
    - «Κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα!»
    - «Είναι ο ένας από τους δύο ιδρυτές της Google, ο άλλος είναι ο Larry»
    - «Γκλουπ»
    - «Γιατί ξεροκαταπίνεις;»
    - «Γιατί μιλάς γι’ αυτούς σα να είστε παλιά φιλαράκια»
    - «Εχμ, και με τους δύο είμαστε παλιά φιλαράκια, Μαριλίζα μου, ήμουν από τους πρώτους στη Google, από την εποχή του Lucky Building, πριν πάμε στο Googleplex, μαζί το χτίσαμε το μαγαζί»
    - «Και τα παράτησες όλα αυτά για να γυρίσεις στην Ψωροκώσταινα;»
    - «Όσο και αν τα αναπολώ με νοσταλγία, δεν ήταν εύκολα τα πρώτα χρόνια εκεί, ένιωσα ότι έκαψα κομμάτι της ψυχής μου. Επιπλέον, και όσο και αν ωφελήθηκα οικονομικά, και ακόμα ωφελούμαι, από την κατεύθυνση που είχε αρχίσει να παίρνει η εταιρία, τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα ήταν διαφορετικά. Το οικονομικό μου πρόβλημα το είχα λυμένο μέχρι και για τα τρισέγγονά μου, που λέει ο λόγος, μου έλειπε η Κρήτη, και ο ερευνητικός μου τομέας δεν απαιτεί hi-tech εξοπλισμό, οπότε γιατί να κάτσω;»
    - «Δεν γύρισες Κρήτη όμως!»
    - «Κρήτη επέστρεψα αρχικά, απλά έτυχε να βρω πρώτα θέση στο ΕΜΠ, βάλε και ότι είχα αρχίσει να τα ψήνω και με τη Χριστίνα, οπότε μετακόμισα Αθήνα. Έτσι και αλλιώς σκεφτόμουν πως όποτε μου τη βίδωνε, δυο ώρες μακριά ήταν το Ηράκλειο»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, έτσι κι αλλιώς το απόγευμα έλεγα να μαγειρέψω στο Μιχάλη οπότε μη νιώθεις άσχημα!»
    - «Μόνο θα μαγειρέψεις;» με πείραξε ο Αρίστος.
    - «Και δε φαντάζεσαι τη γκρίνια που έφαγα, ακόμα και γι’ αυτό! Ακόμα και αν ήθελα να του κάτσω…»
    - «Δε θέλεις;»
    - «Με το Μιχάλη δεν είναι όπως με σένα που θέλω όλη την ώρα! Είναι ανάλογα τα φεγγάρια μας, και του ενός και του άλλου, έχω φάει κάμποσες φορές χυλόπιτα! Τέλος πάντων, ακόμα και αν μου έρθει η όρεξη, αφενός θα πρέπει να έχει και εκείνος, και αφετέρου θα θέλει να είναι σίγουρος ότι δεν το κάνω από ευγνωμοσύνη, θα με αφαλοκόψει!»
    - «Λαχταράς να τρυγάς το μεσήλικο κορμί μου, αφορισμένη;»
    - «Τι να σε κάνω που είσαι ζουμπουρλούδος και γλύκας και υπέροχος;»
    - «Θα σου πω τα ξημερώματα του Σαββάτου» μου υποσχέθηκε. «Λοιπόν, πρέπει να σε κλείσω, θα σε πάρω κάποια στιγμή το απόγευμα!»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, φιλάκια!»
    - “Later alligator!”
    - “After ‘while crocodile”

    Ήταν ήσυχη μέρα σήμερα και παρά το γεγονός ότι είχα αρκετή δουλειά, βρήκα το χρόνο για να ψάξω να βρω κάποια Κρητική παραδοσιακή συνταγή, αλλά είτε δεν είχα τα υλικά, είτε θα έπαιρνε πολύ ώρα το μαγείρεμα. Πήρα απόφαση πάντως ότι θα μάθαινα να φτιάχνω μόνη μου σκιουφιχτά και θα ζητούσα και από τον Αρίστο να μου φέρει σπιτική στάκα και θα έκανα και στους δυο τους το τραπέζι. Αχ η στάκα… βέβαια με τον ένα στα 50 και τον άλλον στα 40, ήθελε προσοχή γιατί μετά τη κατανάλωση στάκας χρειάζεσαι τουμποφλό για τις αρτηρίες αλλά… τι να σας πω, όποιος δεν έχει φάει στάκα δεν μπορεί να καταλάβει. Τι να του μαγείρευα χωρίς να μας πάρει η νύχτα; Κάτι κατά προτίμηση χωρίς αυγά, μη μου πάθαινε και καμιά αναφυλαξία. Μου είχε πει ότι του άρεσε το ιμάμ μπαϊλντί και είναι εύκολο αλλά θέλει και κοντά στη μιάμιση ώρα, θα άντεχε τόσο; Αποφάσισα τελικά να τον πάρω τηλέφωνο.

    - «Μαγδάλω μου;»
    - «Αρκούδε μου εσύ! Τι κάνεις;»
    - «Αμαρτάνω, ήθελα κάτι γλυκό και πήγα απέναντι και τσάκισα λίγο γαλακτομπούρεκο, ρε συ, τι είναι τούτο;»
    - «Ναι, είναι πολύ καλός ο απέναντι. Χμμμ… έλεγα να φτιάξω ιμάμ μπαϊλντί που σ’ αρέσει και πήρα να σε ρωτήσω αν θα άντεχες αλλά τελικά άλλαξα γνώμη!»
    - «Ναι μωρέ, δε χρειάζεται να μπεις σε φασαρία, θα παραγγείλουμε κάτι!»
    - «Δεν με κατάλαβες μικρέ! Η αλλαγή γνώμης αφορά στο ότι δε θα σε ρωτήσω, θα φτιάξω ιμάμ και θα περιμένεις όσο χρειάζεται για να γίνει, θα σε κρατήσει το γαλακτομπούρεκο!»
    - «Μα…» πήγε να διαμαρτυρηθεί.
    - «Μαμούνια! Το απόγευμα που θα έρθεις δώσε μου 10 λεπτάκια να πεταχτώ απέναντι στο σούπερ μάρκετ να πάρω μελιτζάνες, όλα τα άλλα τα έχω!»
    - «Με στεναχώρησες τώρα, θα πνίξω τον πόνο μου στο άλλο κομμάτι!»
    - «Πόσο πήρες βρε αθεόφοβε;»
    - «Ένα ταψάκι!»
    - «Το καλό που σου θέλω είναι να βρω πως θα λείπουν μόνο δύο κομμάτια!»
    - «Εχμ… πειράζει αν το άλλο κομμάτι που θα λείπει θα είναι τα υπόλοιπα τρία τέταρτα;»
    - «Με βλέπεις να γελάω, Μιχάλη;»
    - «Κάτσε μωρή, ποιος καταπιέζει ποιον;»
    - «Σήμερα; Εγώ εσένα! Λοιπόν, κλείνω να κάνω και καμιά δουλειά και το νου σου ρεμάλι!»
    - “Party pooper!”

    Είναι απίθανος ο κερατάς, τον είχα συμπαθήσει από τα πρώτα του μηνύματα στο ***, και δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή. Γλυκούλης, αλέγκρο, κιμπάρης και μεγάλος χωρατατζής, δεν ήταν να απορείς που είχε χαρέμι, παρά το γεγονός ότι ξεκαθάριζε με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι δεν ήταν για σχέσεις. Ήξερα ότι μου έχει αδυναμία, αλλά πίστευα πραγματικά πως αυτό που έκανε χθες για μένα θα το έκανε για όλες του τις μικρούλες, και να που διαψεύστηκα, κι εγώ δεν ήμουν καν μέρος του χαρεμιού του, είχα φάει δυο-τρεις φορές πόρτα ενώ είχα ορεξούλες και ο Μιχάλης δεν είναι από αυτούς που χαρίζουν κάστανα στα ραντεβού του, άμα βρει μπαίνει!

    Ίσχυε απόλυτα αυτό που είχα πει στον Αρίστο, το crush μου με το Μιχάλη ήταν τελείως διαφορετικής φύσης, με τον Αρίστο είχα διάθεση για σεξ κάθε φορά που βρισκόμασταν, κάτι που δεν ίσχυε με τον Μιχάλη. Το κοινό που είχαν ωστόσο οι δυο τους ήταν πως έβαζα την ικανοποίησή τους πολύ πιο ψηλά από τη δική μου, κάτι που είχα κάνει μόνο με το Διονύση και τον Κώστα, π’ ανάθεμά τον κι αυτόν. Όχι, δεν θα τον άφηνα να μου χαλάσει τη διάθεση, να πάει να γαμηθεί. Από την άλλη πάλι ξαφνικά ήθελα να μιλήσω με το Μανώλη, ήθελα να τον ρωτήσω αν ήξερε για όλα αυτά.

    Μαρούσι, Γενάρης 2023

    Ήμουν σε μια από τις καφετέριες στο σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι και περίμενα τον Μανώλη. Δάσκαλός μου στο ωδείο, υπήρξα πολλά χρόνια τσιμπημένη μαζί του, ωστόσο ήταν εκείνος που με είχε συστήσει στον Κώστα. Τον Κώστα που με παράτησε στα κρύα του λουτρού χωρίς καν να μου πει το γιατί. Ήταν Κυριακή, είχαν περάσει τρεις μέρες και ήμουν ακόμα κατατονική, ακόμα σε άρνηση, υπήρχαν φορές που ξεχνιόμουν τελείως και έβλεπα κάτι, και το πρώτο που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν να το δείξω στον Κώστα και τότε η πραγματικότητα επέστρεφε σαν σωρός από τούβλα στο κεφάλι μου. Αφηρημένη, δεν τον είδα που ερχόταν.

    - «Μαριλίζα;»
    - «Γεια σας κύριε Μανώλη», ακόμα και τώρα του μιλούσα στον πληθυντικό και τον αποκαλούσα κύριο.
    - «Τι κάνεις; Πώς είσαι;»
    - «Πώς να είμαι κύριε Μανώλη, εδώ, προσπαθώ»
    - «Λυπάμαι μωρέ κορίτσι μου, πραγματικά. Ήσασταν τόσο όμορφο, τόσο ταιριαστό ζευγάρι. Τι έγινε;»
    - «Δεν σας είπε ο Κώστας;»
    - «Μου είπε και δεν μου είπε»
    - «Πιάστε κόκκινο» του είπα πικρά.
    - «Ένα ελληνικό, μέτριο» είπε στο γκαρσόνι που ήρθε να πάρει την παραγγελία του. «Λοιπόν, θα μου πεις;»
    - «Μήπως ξέρω και τι να σας πω; Ήρθε από τη δουλειά τη Τετάρτη το βράδυ και μου ανακοίνωσε ότι χωρίζουμε. Έτσι απλά. Άδειασα, είπε. Τον ρώτησα ξανά και ξανά αλλά κάθε φορά μου έδινε την ίδια απάντηση. Μου ορκίζεται ότι δεν με παράτησε για κάποια άλλη αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τι να πιστέψω. Χθες μου έστειλε μήνυμα να μην τον ξαναενοχλήσω, λες και είμαι κάποια παρείσακτη, κάποια ενοχλητική. Απλά να μάθω ήθελα κύριε Μανώλη, ούτε του κλάφτηκα, ούτε τον παρακάλεσα. Να μου απαντήσει απλά, να μου απαντήσει αυτό το τεράστιο γιατί που τριβελίζει το μυαλό μου. Γιατί ρε Κώστα; Γιατί; Τι μου ζήτησες και δεν στο έδωσα;»
    - «Δεν… δεν ξέρω τι να σου πω. Κι εμένα δε μου έδωσε περισσότερες εξηγήσεις, μου είπε απλά ότι δεν πήγαινε άλλο και αν το συνέχιζε το μόνο που θα κέρδιζε ήταν ακόμα περισσότερος χαμένος χρόνος, δικός του και δικός σου»
    - «Και να μου λέει τα Χριστούγεννα πως δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα; Τρία ολόκληρα χρόνια μαζί και του πήρε δυο εβδομάδες να καταλάβει ότι δεν πήγαινε άλλο;»
    - «Δεν έχω απάντηση να σου δώσω Μαριλίζα μου. Μπορεί να το έλεγε προσπαθώντας… ξέρω ‘γω; Να το πιστέψει ο ίδιος;»
    - «Από τη Τετάρτη το βράδυ και μετά σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν είχε αλλάξει κάτι, οτιδήποτε, στη συμπεριφορά του. Ήξερα ότι περνούσε μεγάλα ζόρια στη δουλειά
    αλλά σ’ εμένα τουλάχιστον -και αν εξαιρέσεις την κούραση- ήταν ο ίδιος όπως τις πρώτες μέρες. Ήταν τρυφερός, μου έλεγε αστεία, γελούσε με τα δικά μου, μιλούσαμε, με έπαιρνε αγκαλιά και με κρατούσε… σας λέω, μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι, εγώ είχα αρχίσει να κάνω όνειρα για το μέλλον μας κι εκείνος…»
    - «Δεν ξέρω Μαριλίζα μου, δεν ξέρω»
    - «Τον ρώτησα αν είχε κάποια άλλη… Θα με σκότωνε αλλά… δεν ξέρω, θα μου έδινε closure και ας με σκότωνε.»
    - «Δεν έχει άλλη»
    - «Πώς είστε τόσο σίγουρος;»
    - «Τον ρώτησα κι ο ίδιος, Μαριλίζα. Το ξέρεις πως τον ξέρω από παιδάκι, πως ο πατέρας του είναι αδελφικός μου φίλος, και πως ακόμα και τώρα με αποκαλεί θείο. Τον κοιτούσα στα μάτια όταν τον ρώτησα, αν είχε βρει άλλη θα τον είχε πάρει και θα τον είχε σηκώσει και όχι μόνο από μένα. Ο Χρήστος και η Βαγγελιώ σε αγαπάνε σαν κόρη, και αν και δεν σας το έλεγαν, ανυπομονούσαν πότε θα τους χαρίσετε ένα εγγόνι. Και σ’ εκείνους τους έπεσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι»
    - «Δεν ξέρω τι να πιστέψω κύριε Μανώλη»
    - «Όχι… όχι… όποιος και αν ήταν ο λόγος, δεν ήταν άλλη γυναίκα, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε, δεν το είπες και η ίδια ότι δεν είχε αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά του; Δεν περνούσε το χρόνο του μαζί σου;»
    - «Όχι πάντα τον τελευταίο καιρό, εννοώ ότι υπήρχαν και φορές που κάναμε και δυο και τρεις μέρες να βρεθούμε, δε βοηθούσε και το πρόγραμμά μου. Όταν βρισκόμασταν πάντως, και αν εξαιρέσεις την κούραση του, δεν είχε αλλάξει η συμπεριφορά του ή, τουλάχιστον, δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι που ήταν εκτός χαρακτήρα»
    - «Δεν ξέρω τι να πω, λυπάμαι πολύ βρε κορίτσι μου»

    Νέο Ψυχικό, Γενάρης 2024


    Δε μπορούσα να τον πάρω τηλέφωνο αυτή τη στιγμή και ούτε θα το έκανα το απόγευμα, βάζοντας σε ρίσκο να δηλητηριάσω τη βραδιά μου με το Μιχάλη. Θα έκανα υπομονή και θα τον έπαιρνα τηλέφωνο αύριο το απόγευμα. Ήθελα να μάθω, χρειαζόμουν να μάθω αν αυτή τη γυναίκα τη γνώρισε μετά από εμένα ή όσο ήμασταν μαζί. Μπορεί να με έπαιρνε και να με σήκωνε, και πάλι, αλλά όφειλα στον εαυτό μου να το μάθω. Έπεσα ξανά με τα μούτρα στη δουλειά και κατά τις 16:00 πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.

    - «Έλα μαγδάλω μου!»
    - «Σου υπενθυμίζω να έρθεις δέκα λεπτά αργότερα ώστε να προλάβω να πάω στο σούπερ μάρκετ»
    - «Αλλαγή σχεδίων. Θα είμαι εκεί στις 17:00 και θα είμαι με το δικό μου, οπότε έτσι και αργήσεις έστω και ένα λεπτό θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»
    - «Με το δικό σου; Πήγες σπίτι σου;»
    - «Ναι, πήγα και γύρισα»
    - «Και τι σατανικό έχεις σχεδιάσει;»
    - «Θα δεις!»
    - «Χμμμ…»
    - «Χμούξις! Τα λέμε σε μια ώρα!»

    Τι σχεδίαζε πάλι; Έστειλα μήνυμα στον Αρίστο να τον ρωτήσω τι κάνει και λίγο αργότερα με πήρε με κάμερα στο Skype.

    - «Κροκοδειλάκι μου!» του έκανα γλυκουλινιάρικα κάνοντάς τον να γελάσει.
    - «Να τα και τα πιπεράτα! Τι κάνεις, κοριτσάρα μου;»
    - «Καλά είμαι Αρίστο μου, εδώ σε μια ώρα σχολάω και ο έτερος κρητικός Μακιαβέλλι μου ανέτρεψε τα σχέδια, κάτι σατανικό ετοιμάζει!»
    - «Έτερος;»
    - «Μη μου παριστάνεις εμένα τον αθώο, κι εσύ Μακιαβέλλι είσαι!»
    - «Αν είναι ποτέ δυνατόν! Με έχεις για τέτοιο;»
    - «Και χειρότερο!»
    - «Είναι να μου σου βγει το όνομα!»
    - «Πώς τα περνάτε εις τας Ιρλανδίας;»
    - «Καλά είναι, ενδιαφέρον έχει και δεν φαντάζεσαι ποιος άλλος είναι εδώ!»
    - «Χμμμ… ο Bill Gates?»
    - «Χαχαχα, όχι, δεν είναι διασημότητα. Δηλαδή είναι, αλλά στους κύκλους μας. Δεν είχα ιδέα ότι είναι εδώ!»
    - «Χμμμ… για να το λες έτσι… μήπως είναι ο έρωτάς σου από το ’98 και δώθε;»
    - «Είδες τι δυνατή που είσαι στο σταυρόλεξο; Ναι, στουκάραμε ο ένας πάνω στον άλλον και κόντεψε να κάνει σκηνή, άρχισε να χοροπηδάει σαν κατσίκι και να χτυπάει παλαμάκια»
    - «Χαχαχα, θα ήθελα να το δω αυτό!»
    - «Όλο και κάποια security camera θα μας έχει πιάσει!»
    - «Είναι μαζί και ο άντρας της;»
    - «Όχι, ήρθε σόλο»
    - «Κάτσε, πώς και δεν την πέτυχες στο αεροπλάνο;»
    - «Είχε έρθει από προχθές. Το Σάββατο το βράδυ θα έρθει και ο Ανδρέας με την κόρη τους και θα κάτσουν όλη την ερχόμενη εβδομάδα εδώ»
    - «Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά φουκαρά μου έτσι και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου το Σάββατο το πρωί, θα σε φυτέψω στον κήπο σου!» του δήλωσα. «Εχμ… δέκα;?»
    - «Γκούχου γκούχου!»
    - «Είκοσι; Δεν πάω ούτε μία παραπάνω από τριάντα, στις σαράντα τραβάω γραμμή! Καλά, πενήντα!» του είπα και έβαλε τα γέλια.
    - «Είσαι λατρεία αλλά άδικα τις μάζεψες, η Φοίβη δεν κάνει τίποτα χωρίς τον Ανδρέα!»
    - «Κι εσύ το ήξερες, δεν είπες κουβέντα, πήρα και άλλες πενήντα και μετά απορείς που σε λέω Μακιαβέλλι;»
    - «Τι να πεις, πρώτα σου φεύγει η ψυχή και μετά το χούι!»
    - «Μου λείπεις πολύ πολύ πολύ!»
    - «Κι εμένα μου λείπεις κοριτσάρα μου. Λοιπόν, πρέπει να σε αφήσω τώρα γιατί έχω βγει στα μουλωχτά γιατί ήθελα να σου μιλήσω»
    - «Εντάξει μωρό μου! Αχ, πολύ χάρηκα που με πήρες στο Skype, είσαι υπέροχος!!!»
    - «Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, μούτρο! Later alligator»
    - “After ‘while crocodile”

    Άντε μετά από όλα αυτά να συγκεντρωθείς στη δουλειά και όχι τίποτε άλλο αλλά είχα σχεδόν μια ώρα ακόμα. Από τη μία ο Μιχάλης μου ετοίμαζε έκπληξη και ο Μιχάλης δεν αστειεύεται, οι εκπλήξεις του είναι επικές, και από την άλλη ο Αρίστος που μου έδειχνε με κάθε τρόπο ότι τα αισθήματα που είχα αρχίσει να τρέφω ήταν αμοιβαία, πώς να μην πετάω στα σύννεφα; Εντάξει, έφαγα και ένα κεραυνό στο ενδιάμεσο, αλλά all-in-all η ζωή μου είχε αρχίσει να γίνεται και πάλι όμορφη. Είχε δίκιο τελικά ο Μιχάλης, τι είχε μείνει που να χρειαζόταν κλείσιμο; Αποφάσισα τελικά να μην πάρω τηλέφωνο τον Μανώλη, κλείνοντας οριστικά και για πάντα το κεφάλαιο Κώστας.

    Στις 17:00 μάζεψα τα πράγματά μου γρήγορα και κατέβηκα κάτω που ο Μιχάλης με περίμενε με το τανκ του, ένα Hummer A3 του 2007 που είχε αγοράσει στη Γερμανία που είχε κάνει το διδακτορικό του. Δεν ήταν μόνο ο Αρίστος που δεν ήξερε τι είχε, μόνο εγώ ήμουν μπατίρω και, σε αντίθεση με το τι μπορεί να πίστευε ο κόσμος, αυτό με έκανε να νιώθω άσχημα, μπορούσαν να έχουν μια ζωή που δε θα μπορούσα να την ακολουθήσω με ιδίες δυνάμεις και δεν ένιωθα καλά όταν ο άλλος πλήρωνε για μένα.

    Ο Αρίστος μου είχε εξομολογηθεί ότι η αγορά του σπιτιού του στην Ιπποκράτειο πολιτεία για εκείνον ήταν σχεδόν pocket change, και μπορεί να μη μου είχε πει πόσα είχε δώσει, αλλά όπως το έβλεπα, δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο από μια πεντακοσάρα, και μπορεί να λέω και λίγα. Ομοίως και ο Μιχάλης είναι μοναχοπαίδι πολύ πλούσιας οικογένειας. Μου είχε πει ότι το 2000 ένα συγκρότημα ξενοδοχείων είχε αγοράσει μια παραθαλάσσια έκταση που είχαν για ενάμιση δις, ποσό εξωφρενικό ακόμα και σε δραχμές, και σα να μην έφτανε αυτό, ένα χρόνο αργότερα αγόρασαν ένα μικρό κομμάτι που είχε κρατήσει ο Σήφης για να φτιάξει εξοχικό άλλο ένα δις, ώστε να έχουν από το ξενοδοχείο αποκλειστική πρόσβαση στην μικρή παραλία.

    Είχα αναρωτηθεί μήπως ο λόγος που και οι δυο τους ήταν διστακτικοί με τις σχέσεις ήταν ο φόβος του να μην τους βλέπει η οποιαδήποτε σαν πορτοφόλια. Τον Αρίστο τώρα άρχιζα να τον μαθαίνω, αλλά ο Μιχάλης, πέρα από το hummer και τα gadget τελευταίας τεχνολογίας που είχε στο σπίτι του, δεν ζούσε εξεζητημένη ζωή, δεν σκορπούσε λεφτά στις εξόδους του και γενικά αν δεν τον ήξερες, δε θα τον έκανες για κάτι παραπάνω από κάποιον που έχει απλά οικονομική άνεση. Βέβαια, έχει κάνει και τα παλαβά του, πχ το καλοκαίρι πήγε με την Αντιγόνη κρουαζιέρα στην Καραϊβική, εμένα με είχε πάει τριήμερο στο Παρίσι και στη Euro Disney, με τη Μάνια μου είχε πει ότι είχαν πάει πέρσι τα Χριστούγεννα Φινλανδία, στο χωριό του άγιου Βασίλη, και άλλα τέτοια, δεν αστειευόμουν όταν έλεγα ότι οι εκπλήξεις του ήταν επικές. Δεν ξέρω τι σχεδίαζε σήμερα αλλά για ένα ήμουν σίγουρη, θα περνούσα αξέχαστα!

    - «Τι μου ετοιμάζεις μακιαβελικέ αρκούδε;» τον ρώτησα όταν ξεκινήσαμε.
    - «Θα δεις!» μου είπε χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. «Τώρα θα πάμε σπίτι σου να αλλάξεις και να αλλάξω και θα φύγουμε κατά τις 20:00»
    - «Δε θα φάμε;»
    - «Όχι, θα φάμε εκεί που θα πάμε»
    - «Τι ώρα θα γυρίσουμε;»
    - «Λογικά μετά τα μεσάνυχτα, αναλόγως…»
    - «Θα είμαι σαν βραστό χταπόδι αύριο στο γραφείο!»
    - «Θα ζήσεις! Σιωπή, μην ομιλείτε στον οδηγό!»

    Είχε απίστευτη κίνηση και τελικά καταφέραμε να φτάσουμε σπίτι στις έξι παρά. Πάρκαρε πίσω από το δικό μου, κλείνοντάς με, και όταν βγήκαμε είδα ότι κουβαλούσε μια μικρή βαλίτσα. Τι σχεδίαζε π’ ανάθεμά τον, ταξίδι δεν ήταν αφού θα επιστρέφαμε σπίτι έστω και μετά τα μεσάνυχτα, γιατί κουβαλούσε μαζί του τη βαλίτσα;

    - «Γιατί κουβαλάς βαλίτσα;»
    - «Πολλά ρωτάς. Πήγαινε να κάνεις ντουζάκι, θα σε περιμένω»
    - «Να τσιμπήσω τουλάχιστον κάτι; Με δυο καφέδες είμαι από το πρωί!»
    - «Εντάξει, ένα τοστάκι μπορείς να το φας. Άντε, κουνήσου!»
    - «Ουφ, εντάξει!» του είπα και πήγα στο δωμάτιο να βγάλω τα ρούχα μου και αφού άλλαξα πήγα και έφαγα ένα τοστάκι και μετά έφυγα σφαίρα για το ντουζ και μόλις είχα ξεκινήσει όταν μου χτύπησε την πόρτα.
    - «Μαριλίζα, με την ησυχία σου, δε βιαζόμαστε. Θα πάμε κάπου καλά έξω οπότε θέλω να ετοιμαστείς ανάλογα!»
    - «Εντάξει Μιχαλιώ μου» του είπα και τελικά αντί για γρήγορο ντουζ, χώθηκα μέσα στη μπανιέρα να λιώσω και έκανα πλήρη περιποίηση.

    Σχεδόν μια αργότερα τελείωσα και πήγα στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Τι να φορούσα; Πήγα με το μπουρνούζι στο σαλόνι που καθόταν και διάβαζε κάτι στο κινητό του.

    - «Μιχάλη, τι να φορέσω;»
    - «Το πιο καλό σου βραδινό φόρεμα, αυτό που είχες πάρει μαζί σου και στο Παρίσι»
    - «Που θα με πας βρε;»
    - «Θα δεις. Allez, έχω κι εγώ να ετοιμαστώ. Μπάνιο έκανα σπίτι, μόνο να αλλάξω χρειάζεται. Άντε, πήγαινε!»
    - «Λύσσαξες!» του είπα αλλά χαμογελούσανε ακόμα και τα ανύπαρκτά μου μουστάκια.

    Το φόρεμα στο οποίο αναφερόταν ήταν ένα μαύρο αμπιγέ strapless, διακοσμημένο με στρας στη μέση, το οποίο είχα συνδυάσει με ψηλό πέδιλο με λουριά. Ευτυχώς με είχε πιάσει προκοπή την προηγούμενη εβδομάδα και είχα κάνει νύχια σε χέρια και πόδια αλλιώς δε θα φεύγαμε με την καμία στις 20:00. Όταν τέλειωσα και γύρισα στο σαλόνι ήταν και αυτός ντυμένος με κουστούμι και παπιγιόν. Μια φορά τον είχα ξαναδεί έτσι, στο Παρίσι!

    - «Είσαι κούκλος! Που θα πάμε, θα μου πεις;»
    - «Στο Regency Καζίνο στο Mont Parnes» μου είπε και μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. «Ποιο είναι το ποσό που αντέχεις να χάσεις; Μην κάνεις τσιγκουνιές αλλά μην το παρακάνεις κιόλας, το ποσό που θα πάρεις μαζί σου θα το πάρεις με την προοπτική να το χάσεις, παίζοντας και διασκεδάζοντας!»
    - «Ε… εκατό ευρώ;» είπα μαγκωμένη. Εντάξει και διακόσα θα άντεχα αλλά δεν ήθελα να ζοριστώ.
    - «Μια χαρά»
    - «Θα χρειαστεί να πάμε σε ATM»
    - «Όχι, σε καλύπτω εγώ, έχω πάνω μου μετρητά»
    - «Δεν υπάρχει περίπτωση!» του είπα και το εννοούσα.
    - «Ωραία, μετέφερε τα μου με e-banking, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σε κάθε περίπτωση δεν θα πάμε από ATM»

    Ξεκινήσαμε γύρω στις 20:00 και κοντά μια ώρα αργότερα ήμασταν στο Τελεφερίκ. Δεν είχα μπει ποτέ στο συγκεκριμένο και η αλήθεια είναι ότι χάζευα απ’ έξω σε όλη τη διαδρομή, για να μην αναφέρω την αδρεναλίνη καθώς μια υψοφοβία την έχω. All in all, η βραδιά είχε ξεκινήσει πολύ όμορφα. Δεν είχα πάει ποτέ σε καζίνο, δεν ήξερα τι να περιμένω. Φάγαμε το φαγητό μας, ήπιαμε τα ποτά μας και ένιωθα σα να βρίσκομαι σε παραμύθι.

    - «Λοιπόν, μαγδάλω μου, πώς σου φαίνεται;»
    - «Είναι υπέροχα, σαν παραμύθι!»
    - «Μόνο τα καλύτερα για τη μαγδάλω μου» μου είπε χαμογελαστός. «Λοιπόν, πάμε να παίξουμε!»
    - «Ναι, πάμε!»

    Μπορεί να έμεινα με είκοσι ευρώ στο τέλος αλλά ήταν απίθανα, γαμώτο, μακάρι να είχα θυσιάσει άλλα εκατό ευρώ, και ας ζοριζόμουν. Δε με είχε πιάσει η μέθη του τζόγου, δεν περίμενα ότι θα κερδίσω, αλλά ήταν τόσο όμορφα! Παίξαμε ρουλέτα, παίξαμε μπλακ τζακ, παίξαμε κουλοχέρηδες, ήταν απίθανα.

    - «Το τελευταίο μου χιλιάρικο» είπε, είχε πάρει μαζί του τρία. «Πάμε να παίξουμε πόκερ!»
    - «Έχω μείνει με είκοσι ευρώ, θα σκάσουν στα γέλια αν έρθω να παίξω. Πάμε και όταν σου πάρουν τα σώβρακα, πάμε να τα χάσω στον κουλοχέρη και φεύγουμε!»

    Ο Μιχάλης είναι πολύ δυνατός στο πόκερ, μια ώρα μετά είχε ρεφάρει την αρχική του χασούρα και δεν έδειχνε ότι θα τελειώσει γρήγορα και άρχισα να βαριέμαι.

    - «Πάω να πιώ ένα ποτάκι και να καταθέσω τις τελευταίες μου ευρώπουλα!»
    - «Βαρέθηκες ε; Εντάξει, πήγαινε και θα σταματήσω κι εγώ και θα έρθω να σε βρω»
    - «Μιχάλη μου δεν πειράζει, παίξε εσύ!»
    - «Αυτό που σου είπα. Πήγαινε να πιείς το ποτό σου και θα έρθω να σε βρω σε λίγο»
    - «Εντάξει Μιχαλιώ μου»

    Πήγα στο μπαρ και καθώς έπινα το ποτό μου έκανα video κλήση μέσω Skype στον Αρίστο

    - «Καλώς το μου!»
    - «Δε φαντάζεσαι που με έφερε ο Μιχάλης!»
    - «Πού;»
    - «Στο καζίνο στην Πάρνηθα!»
    - “Damn, that’s fucking brilliant! Για κάνε λίγο την κάμερα να σε δω!” μου είπε και έκανα αυτό που μου ζήτησε. «OH MY FUCKING GODS!»
    - «Εγκρίνεις;» τον ρώτησα νιώθοντας ότι θα σκάσω από τη χαρά μου.
    - «Το καλό που σου θέλω, το Σάββατο στο γάμο θα φοράς αυτό ή κάτι ανάλογο, δε δίνω δεκάρα τσακιστή αν κλέψεις την παράσταση από τη νύφη!»
    - «Χαχαχα, εντάξει Αρίστο μου»
    - «Ο Μιχάλης που είναι;»
    - «Ξεπαραδιάζει το καζίνο, τους έχει πάρει τα σώβρακα στο πόκερ. Εντάξει, υπερβάλλω λίγο, μέχρι πριν από λίγο είχε ρεφάρει την αρχική του χασούρα στα άλλα παιχνίδια. Τον άφησα γιατί βαρέθηκα αλλά μου είπε να πιώ το ποτό μου και θα έρθει να με βρει»
    - «Εσύ;»
    - «Μου έχουν μείνει δύο δεκάρικα όλα κι όλα, θα πάω να τα χάσω κι αυτά και θα σφυρίξω λήξη. Εσύ πώς τα περνάς εκεί;»
    - «Εδώ, μας έχει πιάσε και θυμόμαστε τα παλιά»
    - «Άντε, σ’ αφήνω με το κολλητάρι σου το Sergey και πάω να χάσω και τα τελευταία μου ευρώπουλα»
    - «Να πας κοριτσάρα μου! Later alligator!»
    - “After ‘while crocodile”

    Επέστρεψα στους κουλοχέρηδες και έχωσα το προτελευταίο δεκάρικο στη σχισμή και τράβηξα το μοχλό αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Μιχάλης και γύρισα να τον δω.

    - «Άλλο ένα και τελειώνω του είπα» και εκείνη τη στιγμή άκουσα σειρήνες και κουδούνια και ταράχτηκα. Ο Μιχάλης είχε γουρλώσει τα μάτια του. «Μιχάλη τι έγινε;» ρώτησα κοιτάζοντας ανήσυχη αριστερά και δεξιά. Χωρίς να μιλήσει με έπιασε από το κεφάλι και μου το γύρισε προς τον κουλοχέρη και για μερικές στιγμές κοκκάλωσα.

    Η σειρήνα ήταν από το μηχανάκι που έπαιζα, είχα κερδίσει στο τζακπότ 75.000 ευρώ!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 29 Δεκεμβρίου 2023
  2. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Τελικά είχες δεν είχες.
    Το έφερες από δω το πήγες από εκεί .
    Δυναστεία το έκανες.
    Μήπως είσαι η μετενσάρκωση του Φώσκολου;;;;;;
    Μήπως να το ψάξεις;;;;
     
  3. dark_princess

    dark_princess Regular Member

    @Arioch έχεις σκεφτεί να στειλεις κανένα σενάριο στο Netflix?
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 16ο - Αν έχεις τύχη διάβαινε

    Γύρω-γύρω άρχισε να μαζεύεται κόσμος ενώ εγώ πάσχιζα να συνειδητοποιήσω τι είχε γίνει. 75.000 ευρώ; Ένιωσα να ζαλίζομαι και αν δεν ήταν ο Μιχάλης να με κρατήσει, θα σωριαζόμουν στο πάτωμα. 75.000 ευρώ; Το μυαλό μου αρνούνταν να πάρει στροφές.

    - «Συγχαρητήρια! Συγχαρητήρια!» άκουγα τις φωνές δίπλα μου ενώ το μυαλό μου ακόμα πάσχιζε να επεξεργαστεί το τι είχε μόλις συμβεί.
    - «Μιχάλη; Μιχάλη κέρδισα; Κέρδισα;»
    - «Ναι μαγδάλω μου, κέρδισες! Κέρδισες!» είπε κι εκείνος μόλις έχοντας αρχίσει να το χωνεύει. Πετάχτηκα σα σούστα και χώθηκα στην αγκαλιά του και με σήκωσε σαν κοριτσάκι και με έφερε τρεις γυροβολιές. «Κέρδισες! Κέρδισες!»

    Τον άρπαξα και τον φίλησα σα να μην υπάρχει αύριο ενώ δίπλα μας ακούγαμε χαρούμενες φωνές, σφυρίγματα και χειροκροτήματα. Φωτογραφίες, φλας να αστράφτουν κι εγώ να πασχίζω να χωνέψω αυτό το απίστευτο γύρισμα της τύχης. Για τον Αρίστο και το Μιχάλη τα 75.000 μπορεί να ήταν ρέστα από το περίπτερο, που λέει ο λόγος, αλλά για μένα το ποσό ήταν απίστευτο. Εντάξει, δε θα έλυνα το οικονομικό μου μέχρι τα γεράματα αλλά ένα σωρό πράγματα που ήθελα να κάνω και δεν μπορούσα, τα κάλυπταν και με το παραπάνω. Να κάνω την ανακαίνιση που ήθελα στο σπίτι. Να αγοράσω επιτέλους καινούργιο αυτοκίνητο. Να ξεχρεώσω μεγάλο μέρος του επισκευαστικού που είχαν πάρει οι γονείς μου για να ανακαινίσουν το πατρικό της μητέρας μου στο Αργοστόλι. Ο φόρος ήταν είκοσι τοις εκατό αλλά ακόμα και έτσι, είχα από το πουθενά στο χέρι εξήντα ολόκληρα χιλιάρικα. Από εκείνη τη στιγμή φύγαμε μέχρι που φτάσαμε και στο σπίτι όλα είχαν μια ονειρική χροιά, μπήκαμε σπίτι γύρω λίγο μετά τις 02:00 και ακόμα τσιμπιόμουν.

    - «Μιχάλη… πες μου ότι δεν ονειρεύομαι!»
    - «Δεν ονειρεύεσαι, Μαριλίζα μου, αύριο το πρωί θα τα δεις και στο λογαριασμό σου!»
    - «Πρέπει να πάρω τηλέφωνο τον Αρίστο! Πρέπει να πάρω τηλέφωνο τους δικούς μου!»
    - «Να το κάνεις! Πάω στο μπάνιο, κοντεύω να σκάσω!»
    - «Μη φύγεις σε παρακαλώ, μη φύγεις!»
    - «Δεν σκόπευα!» μου είπε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι έφυγε σφαίρα για το μπάνιο. Τα χέρια μου έτρεμαν, με τα χίλια ζόρια κατάφερα να ανοίξω το skype και να κάνω κλήση στον Αρίστο.
    - «Καλώς το μου! Γυρίσατε κιόλας;» είπε αναγνωρίζοντας ότι ήμουν σπίτι.
    - «Αρίστο κρατήσου! Κρατήσου!»
    - «Τι έγινε;» με ρώτησε ξαφνικά ανήσυχος.
    - «Κέρδισα στον κουλοχέρη 75.000 ευρώ! 75.000 ευρώ! Το λέω και δεν το πιστεύω!»
    - «Μου κάνεις πλάκα, έτσι;» με ρώτησε δύσπιστος.
    - «Στο ορκίζομαι Αρίστο μου, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω καλά-καλά η ίδια!»
    - «Μπράβο Μαριλίζα μου, μπράβο! Γαμώ την Ιρλανδία μου μέσα, τα καλύτερα χάνω! Μπράβο κοριτσάρα μου!» μου είπε χαμογελώντας σα χαζός. «Το είπες στους δικούς σου;»
    - «Όχι όχι… μόλις μπήκαμε σπίτι, εσένα πήρα πρώτα!»
    - «Εμένα;»
    - «Ε, ποιον θα έπαιρνα, τον γείτονα;»
    - «Τους γονείς σου βρε!»
    - «Θα τους πάρω μόλις κλείσουμε… ουφ, θα φάνε ταραχή στην αρχή!»
    - «Θα αποζημιωθούν και με το παραπάνω!»
    - «Χαχαχα ναι, ισχύει!»
    - «Και Μαριλίζα… να το γιορτάσετε!»
    - «Εννοείς…;»
    - «Εννοώ! Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα να το γιορτάσεις μαζί μου but it would be unfair για το Μιχάλη και δεν μπορώ καν να πω μακάρι να ήμουν εκεί, αν δεν είχα φύγει δε θα είχε συμβεί αυτό»
    - «Δεν πειράζει Αρίστο μου, θα σε περιμένω να το γιορτάσουμε παρέα»
    - «Όχι. Όχι. Αν έχετε όρεξη, κάψτε το, κάντε το Κούγκι!»
    - «Δεν ξέρω… Δεν… δεν είναι ότι δε θα ήθελα να το γιορτάσω αλλά…»
    - «Δεν έχει αλλά!»
    - «Μωρέ Αρίστο μου θα νιώθω λίγο άσχημα, ειδικά με αυτό που είπες!»
    - «Να μη νιώθεις κοριτσάκι μου, αν δεν το κάψεις σήμερα πότε θα το κάψεις;»
    - «Ξημερώματα Σαββάτου;»
    - «Δες το σημερινό σαν προθέρμανση» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. «Δεν ξέρω πως, I will have to top that!»
    - «Χαχαχα, δε χρειάζεται Αρίστο μου!»
    - «Ρωξάνη, εγώ ομιλώ Ρωξάνη… Χμμμ, ξέχασα, δεν έχεις δει το Θόδωρο και το δίκαννο, εντάξει, διορθώνεται αυτό!»
    - «Και θα με βοηθήσεις να διαλέξω αυτοκίνητο! Θεέ μου, το λέω και δεν το πιστεύω, θα μπορέσω να πάρω αυτοκίνητο!»
    - «Ευχαρίστως κοριτσάρα μου και αν θέλεις στο κάνω και τούρμπο!»
    - «Χαχαχα, όχι-όχι, ότι έχει από τη μαμά!»
    - «Λοιπόν, άντε πήγαινε να το πεις στους δικούς σου πριν πάει ακόμα πιο αργά. Πολύ χάρηκα κοριτσάκι μου, να είσαι πάντα καλότυχη! Και όπως σου είπα… Κούγκι!»
    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου!» και ήμουν τόσο χαρούμενη που παραλίγο και να του πετάξω «σ’ αγαπάω» αλλά πρόλαβα και κρατήθηκα.
    - “Later alligator”
    - “After ‘while crocodile”

    Εντωμεταξύ που είχε χαθεί ο Μιχάλης; Πήγα και του χτύπησα την πόρτα στο μπάνιο.

    - «Μιχάλη, είσαι καλά;»
    - “Danger Will Robinson” μου είπε από μέσα και έβαλα τα γέλια. «Πρόσεχε και είσαι και σαραντάρης, γεράκος δηλαδή, και ξέρεις τι λένε για τους γέρους!»
    - «Φύγε φουκαριάρα μου γιατί θα ανοίξω την πόρτα και θα σε φέρω μέσα και δε θα ξέρεις από που σου ήρθε!»
    - «Μωρέ ακριβώς επειδή θα ξέρω λέω να εξαφανιστώ για λίγο! Πάω ν’ αλλάξω!»
    - «Φύγε, βάσανο, άσε με στον πόνο μου!»

    Γελώντας σα βλαμμένο πήγα στο δωμάτιο και ξεντύθηκα. Ήθελα και να ξεβαφτώ αλλά μου είχαν τελειώσει οι αντιασφυξιογόνες οπότε φρονίμως ποιούσα είπα να το αναβάλλω για αργότερα. Πολύ αργότερα. Ίσως μετά την ανακαίνιση! Ανακαίνιση! Θα μπορούσα να κάνω ανακαίνιση! Θεέ μου, εξήντα ολόκληρα χιλιάρικα στο χέρι. Ουφ! Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να το γιορτάσω μαζί με το Μιχάλη και όχι μόνο σαν ένα απλό ευχαριστώ. Από την άλλη, ακόμα και υπό αυτές τις απίθανες συνθήκες, δεν ήθελα να υπάρχει ούτε καν η παραμικρή πιθανότητα ο Αρίστος στο πίσω μέρος του μυαλού του να σκεφτεί πως τρεις μέρες έλειψε κι εγώ πήγα και έβγαλα τα μάτια μου με άλλον, ακόμα και αν αυτός δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας ή, ακόμα χειρότερα, επειδή ακριβώς δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας.

    Και ο Αρίστος όχι απλά μου έδωσε τις ευλογίες του, ήταν ο ίδιος που το πρότεινε αλλά όταν μου είπε ότι θα προτιμούσε να το γιορτάσει αυτό μαζί μου, με χάλασε πάλι. Εννοώ ότι από τη μία δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω αλλά από την άλλη ήθελα να το κάνω αυτό με το Μιχάλη, και όχι γιατί θα ήταν απλά άδικο, που είπε ο Αρίστος. Ο Μιχάλης, ειδικά σήμερα, δε θα έκανε σε καμία περίπτωση την πρώτη κίνηση, οπότε αν ήταν να γίνει κάτι, θα έπρεπε την πρώτη κίνηση να την κάνω εγώ. Ήθελα; Φυσικά και ήθελα. Και ο Αρίστος; «Σταμάτα να το σκέφτεσαι, εκείνος στο πρότεινε».

    Πήρα την απόφασή μου, φόρεσα το πιο προκλητικό νεγκλιζέ που είχα, ένα μαύρο ημιδιάφανο με δαντέλα και κρόσσια, με μαύρο στρινγκ και χωρίς σουτιέν. Αν και δεν κρύωνα, φόρεσα από πάνω και μια ρόμπα και κίνησα για το σαλόνι. Περνώντας ξανά έξω από το μπάνιο, χτύπησα την πόρτα στο Μιχάλη.

    - «Όταν με το καλό τελειώσεις πήγαινε στο δωμάτιο να αλλάξεις και έλα να με βρεις στο σαλόνι»
    - «Μαριλίζα έχει νερό; Θέλω να κάνω ντουζ»
    - «Έχει Μιχαλιώ μου, είχε λιακάδα σήμερα και δεν το έφαγα όλο το νερό το απόγευμα, αλλά καλού-κακού θα σου ανάψω και θερμοσίφωνα, δώς’ του ένα δεκάλεπτο για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο»
    - «Ναι, άναψέ τον σε παρακαλώ!»
    - «Θα το κάνω, πάω να πάρω τους γονείς μου!» του είπα και όπως πήγαινα άναψα το διακόπτη από το κινητό, τελικά ήταν χρήσιμο το μπιχλιμπίδι. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και το άφησα να χτυπάει κάμποση ώρα. Το σήκωσε και όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ανήσυχη.
    - «Μαριλίτσα μου;»
    - «Μαμουλίνι μου εσύ!» της είπα ενθουσιασμένη. «Μη μου ανησυχείς, για την ακρίβεια σας έχω υπέροχα νέα, τόσο υπέροχα που δεν άντεχα να περιμένω μέχρι το πρωί! Ξύπνα το μπαμπά!»
    - «Τι είδους νέα;» με ρώτησε καχύποπτη, γούστο θα έχει να νομίζει ότι τους σκάρωνα κανένα εγγόνι!
    - «Όχι από αυτά που κάνουν ουά-ουά!» τη διαβεβαίωσα.
    - «Αχ θα με τρελάνει αυτό το κορίτσι!»
    - «Ξύπνα το μπαμπά και βάλε ανοιχτή ακρόαση! Σε παρακαλώ μανουλίτσα μου!»
    - «Γιώργο; Γιώργο; Μη μου μουγκανίζεις εμένα, δεν την καταλαβαίνω τη μητρική σου» την άκουσα να λέει και έβαλα τα γέλια.

    Λάτρευα πως τους άρεσε να πειράζουν ο ένας τον άλλον, ήταν και οι δυο τους μεγάλα τρολ και δεν είχα καταλάβει πως κατάφερα και βγήκα έτσι εσωστρεφής. Έχω φάει δούλεμα από παιδί μέχρι την εφηβεία… δηλαδή ακόμα τρώω, αλλά τους αγαπάω, τους λατρεύω. Με τα πολλά κατάφερε να ξυπνήσει και τον πατέρα μου.

    - «Λοιπόν… σήμερα ένας φίλος με πήγε στο καζίνο στην Πάρνηθα!»
    - «Τι έγινε λέει;» ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Μεγάλη ιστορία, θα σας την πω αύριο με την ησυχία μας. Αυτό που έχει σημασία είναι… κρατηθείτε… κέρδισα 75.000 ευρώ στον κουλοχέρη!»

    Νεκρική σιγή.

    - «Δεν σας κάνω πλάκα, δεν είμαι μεθυσμένη, ακόμα και αν ακούγομαι. Κέρδισα 75 χιλιάρικα σε κλιμακούμενο τζακπότ. Εντάξει, στο χέρι θα πάρω τα εξήντα γιατί έχει και είκοσι τα εκατό φορολογία… αλλά ναι!!!!»
    - «Δεν κάνεις πλάκα, έτσι;» με ρώτησε η μητέρα μου πασχίζοντας ακόμα να χωνέψει τι τους είπα.
    - «Ακόμα τσιμπιέμαι, δεν το έχω πιστέψει καλά-καλά η ίδια! Θα μπορέσω επιτέλους να πάρω αυτοκίνητο! Να κάνω ανακαίνιση στο σπίτι! Να σας βοηθήσω να ξεπληρώσετε μέρος τους στεγαστικού!!!!»
    - «Γιαβρί μου αυτά είναι υπέροχα νέα! Πω-πω!!! Μακάρι να είσαι πάντα καλότυχη Μαριλίτσα μου» μου είπε ο πατέρας μου ενώ η μητέρα μου, σ’ αυτό της είχα μοιάσει, έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της.
    - «Αγάπη μου να είσαι πάντα τυχερή» κατάφερε να μου πει όταν ηρέμισε.
    - «Μαριλίτσα μου, να κάνεις όλα αυτά που θέλεις αλλά άσε το στεγαστικό. Όσα σου μείνουν να τα βάλεις στην άκρη!»
    - «Μπαμπούλη μου, θέλω να βοηθήσω κι εγώ, εσείς έχετε κάνει τόσα για μένα, θέλω να κάνω κι εγώ για εσάς»
    - «Το μόνο που θέλουμε από εσένα είναι να είσαι ευτυχισμένη και να έρχεσαι πιο συχνά να μας βλέπεις. Γιαβρί μου, είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις ένα ποσό στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, καλύτερα θα είμαστε γνωρίζοντας ότι υπάρχουν αν τα χρειαστείς, το βολεύουμε το άλλο, μη σε απασχολεί!»
    - «Αυτό που σου είπε ο πατέρας σου. Να πάρεις καινούργιο αυτοκίνητο και μετά την ανακαίνιση!»
    - «Εντάξει μανουλίτσα!»
    - «Αλήθεια, πώς βρέθηκες εσύ στο καζίνο;»
    - «Θα σας τα πω αναλυτικά αύριο το απόγευμα που θα γυρίσω από το γραφείο, μεγάλη ιστορία! Και κάποια στιγμή το Φλεβάρη, σας το υπόσχομαι, θα πάρω δυο μέρες άδεια και θα έρθω τετραήμερο να σας δω!»
    - «Ναι, να το κάνεις, μαύρα μάτια έχουμε κάνει να σε δούμε!» γκρίνιαξε ο πατέρας μου.
    - «Είσαι γλύκας όταν γκρινιάζεις!»
    - «Σαν τα μούτρα σου την έχεις κάνει, την ακούς;» κατηγόρησε τη μάνα μου.
    - «Δεν λες πάλι καλά, αν την είχα κάνει σαν τα δικά σου θα έτρωγε όλα της τα λεφτά σε πλαστικές!» του απάντησε.
    - «Χαχαχα, σας αγαπάω, σας λατρεύω! Καληνυχτούδια σας και θα τα πούμε αύριο!»
    - «Καληνύχτα αγάπη μου» μου είπαν και οι δύο και κλείσαμε.

    Άκουσα το νερό στο μπάνιο να τρέχει, ο Μιχάλης έκανε το ντουζ του. Δε μπορούσα να κάθομαι έτσι, πήγα και έβαλα δύο ποτήρια κρασί, από το λευκό ξηρό που του αρέσει και κάθισα στον καναπέ προσπαθώντας να κάνω μια λίστα με τα πράγματα που θα έκανα. Πρώτα θα έπαιρνα αυτοκίνητο, είχε καταντήσει κάθε επίσκεψη στο συνεργείο να μου πάει και τρακοσάρι και τρακόσια καλά-καλά δεν άξιζε ολόκληρο το φιατάκι. Τι να έπαιρνα; Ονειρευόμουν το 500αράκι το κάμπριο ή το AYGO αλλά μέχρι και πριν μερικές ώρες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αυτό, όνειρο. Χαμένη στα σχέδια που έκανα δεν πήρα χαμπάρι το Μιχάλη που είχε τελειώσει το μπάνιο και ήρθε να με βρει στο σαλόνι.

    - «Χμμμ» μου είπε όταν είδε τι φορούσα. Μέσα στην έξαψή μου είχα βγάλει τη ρόμπα και ήμουν μόνο με το νεγκλιζέ. Εκείνος φορούσε τη φόρμα του και από πάνω μια μπλούζα.
    - «Ετοιμάσου να πας να συναντήσεις τους προγόνους σου!» του δήλωσα.
    - «Γίνεται να το καθυστερήσουμε λίγο; Όχι πολύ, καμιά εκατοστή χρόνια!»
    - «It’s up to you και δεν σε ρωτάω αν θα μου κάτσεις. Θα μου κάτσεις και αν ζήσεις, έζησες!»
    - «Μαναράκι μου, δεν σκόπευα να μη σου κάτσω, αλλά θα προτιμούσα να μη στερήσουμε από το γυναικείο πληθυσμό που δε μ’ έχει γνωρίσει την ευκαιρία του να το κάνει!»
    - «Αν ζήσεις, έζησες, μην τα ξαναλέμε!»
    - «Μ’ αρέσεις όταν μου μιλάς πρόστυχα!»
    - «Έχω βάλει κρασάκι, έλα κάτσε να πιούμε. Ρε Μιχάλη μα τω Θεώ, νομίζω ότι βλέπω όνειρο και θα ξυπνήσω απότομα πάλι μπατίρω!»
    - «Έλα όμως που δεν είναι όνειρο!»
    - «Σκουτελοβαρίσκω σε!» του είπα και του έκλεισα το μάτι.
    - «Τσε αντιστέκομαί σε!» μου απάντησε. «Μωρή, κι αυτό το έμαθες;»
    - «Έχω καλούς δασκάλους!»
    - «Έχεις και μπράβο σου»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Θα σε δείρω πολύ ή λίγο;»
    - «Χρειάζεσαι δικαιολογία, αρκούδε μου;»
    - «Όχι, αλλά έχει πιο πολλή πλάκα έτσι! Για λέγε!»
    - «Το πρωί σκεφτόμουν κάποια στιγμή να πάρω το Μανώλη να τον ρωτήσω αν ο Κώστας την γυναίκα του την είχε γνωρίσει πριν από εμένα ή μετά. Μη με διακόψεις, άκουσέ με. Μία ώρα μετά, έμαθα ότι μου ετοιμάζεις έκπληξη -και οι δικές σου εκπλήξεις είναι έπη- και μετά μίλησα και με τον Αρίστο και ήμουν τόσο χαρούμενη και ξέρεις κάτι; Αν δεν με είχε χωρίσει ο Κώστας δεν θα είχα γνωρίσει ούτε εσένα, ούτε τον Αρίστο. Προχώρησε τη ζωή του και όσο και αν με πόνεσε που το έκανε χωρίς εμένα και χωρίς καν να καταλάβω το γιατί, δεν έμεινε κάτι ανοιχτό για να κλείσει. Για τον Κώστα το κεφάλαιο Μαριλίζα έκλεισε πριν ένα χρόνο, τι νόημα είχε να βασανίζομαι κρατώντας το ανοιχτό από τη μεριά μου; Δεν θα τον πάρω το Μανώλη τηλέφωνο, το κεφάλαιο Κώστας έκλεισε οριστικά»
    - «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι, είδες επιτέλους το φως το αληθινό!»
    - «Το είδα Μιχαλιώ μου, το είδα!»

    Με πήρε αγκαλιά και με έσφιξε πάνω του και έτσι καθισμένοι ήπιαμε το κρασάκι μας χωρίς να μιλάμε. Ήταν όμορφη αυτή η σιωπή, δεν ήταν σαν χθες. Δεν ένιωθα ευγνωμοσύνη για το Μιχάλη, ένιωθα ευγνωμοσύνη στο σύμπαν που τον έφερε στο δρόμο μου. Ήταν πάντα εκεί δίπλα μου όταν τον χρειάστηκα, πάντα. Φίλος και εραστής και, παρά το crush μου, δεν έδινα δεκάρα που τσιλημπούρδιζε αριστερά και δεξιά γιατί το μόνο που είχε πραγματικά σημασία ήταν πως όποτε τον χρειάστηκα ήταν εδώ. Είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον Αρίστο αλλά τα συναισθήματά μου προς το Μιχάλη, αν και διαφορετικής φύσης, δεν είχαν ατονήσει, ίσα-ίσα γινόντουσαν ακόμα πιο δυνατά.

    Η παλιά Μαριλίζα θα είχε πάθει κοκομπλόκο, η καινούργια σκόπευε να το απολαύσει. Η παλιά Μαριλίζα ήταν δημιούργημα του Διονύση και του Κώστα, η καινούργια ήταν του Μιχάλη, κυρίως του Μιχάλη, και σιγά-σιγά θα γινόταν και του Αρίστου. Παραλίγο να μου ξεφύγει το «αγάπη μου» προς τον Αρίστο αλλά για το Μιχάλη δεν έτρεφα καμιά αμφιβολία. Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα και σαν άνθρωπο, και σα φίλο και σαν εραστή. Τον αγαπούσα και δεν του το είχα πει ποτέ, παρά μόνο κάνοντας χαβαλέ.

    - «Μιχάλη;» του είπα και ανασηκώθηκα να τον κοιτάξω στα μάτια.
    - «Μαριλίζα;» με ρώτησε στον ίδιο ακριβώς τόνο πειράζοντάς με.
    - «Μιχάλη σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω. Σε παρακαλώ μη φρικάρεις αλλά σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω γι’ αυτό που είσαι, μην αλλάξεις, ποτέ σου μην αλλάξεις»
    - «Γιατί να φρικάρω βρε όργιο, εγώ νομίζεις ό,τι δε σ’ αγαπάω;»
    - «Μου το έχεις δείξει με όλους τους δυνατούς τρόπους, δε χρειαζόταν να μου το πεις»
    - «Μαριλίζα, θυμάσαι όταν έπαθα covid το Νοέμβρη; Θυμάσαι που είχες κατασκηνώσει σπίτι μου μια εβδομάδα και δεν είχες κουνηθεί ρούπι και πως ο μόνος χρόνος που έλειψες ήταν για να πας να πας στο φαρμακείο, για να πας να κάνεις ψώνια και να πας και να φέρεις την Αντιγόνη από τα ΚΤΕΛ; Νομίζεις ότι εσύ δε μου το έχεις δείξει με όλους τους δυνατούς τρόπους; Πίστευες ότι για οποιαδήποτε εκτός από την Αντιγόνη κι εσένα, θα παράταγα session στη μέση για να τρέχω νυχτιάτικα στο αεροδρόμιο; Πίστευες ότι για οποιαδήποτε εκτός από την Αντιγόνη κι εσένα θα καθόμουν δίπλα της σα σκυλάκι μέχρι να βεβαιωθώ ότι είναι καλά; Αν πίστευες τέτοιο πράγμα, αδερφάκι μου είσαι μεγάλος μπούφος!»

    Δεν απάντησα γιατί είχα αρχίσει και πάλι να κλαίω του καλού καιρού. Ο Μιχάλης γέλασε σιγανά, κούνησε το κεφάλι του, και με πήρε αγκαλιά και μ’ έσφιξε, κρατώντας με μέχρι να σταματήσω να κλαίω.

    - «Και το πεντακάβαλο που μου ‘ταξες;» προσπάθησα να αστειευτώ, ακόμα δακρυσμένη.
    - «Ε, κάπου θα βρούμε και άλλες τρεις!»

    Ανασηκώθηκα και τον φίλησα, τον φίλησα σαν εραστή, όχι σαν περιστασιακό fuck buddy. Σήμερα δε θα έκανα σεξ μαζί του, σήμερα θα έκανα έρωτα. Ο Μιχάλης με σήκωσε στα χέρια του και με πήγε στο δωμάτιο, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Με απίθωσε απαλά στο κρεβάτι και έκανα πιο μέσα για να ξαπλώσει δίπλα μου. Ξάπλωσε στο πλάι και έγειρε το κεφάλι του και παραδοθήκαμε και οι δύο σε ένα ατέλειωτο, ερωτικό, παθιασμένο και συνάμα τρυφερό φιλί. Έφερε το δεξί του χέρι στο στήθος μου και άρχισε να μου το μαλάζει απαλά και μετά σέρνοντας το δάχτυλο πάνω στο κορμί μου το κατέβασε πιο χαμηλά, και πιο χαμηλά, μέχρι που το χέρι του βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.

    Έκανε πέρα το στρινγκάκι και άρχισε να με χαϊδεύει κάνοντας το κορμί μου να τεντωθεί. Σταμάτησε, με σήκωσε απίστευτα τρυφερά και με βοήθησε να γδυθώ τελείως. Με φίλησε και πάλι και μετά άφησε το στόμα μου και ξεκίνησε να με φιλάει και να με γλείφει, αρχικά στο λαιμό και μετά στο στήθος και φέρνοντας το χέρι του στο άλλο μου στήθος, άρχισε και πάλι να το μαλάζει τρυφερά, τσιμπώντας απαλά που και που τη ρώγα, ενώ η άλλη ρώγα είχε παραδοθεί στο χάδι των χειλιών του και της γλώσσας του. Κατέβασε το χέρι του προς τα κάτω και άρχισε να με παίζει με τα δάχτυλά του, κάνοντας το κορμί μου να τεντωθεί και πάλι. Δε χρειαζόμουν άλλα προκαταρκτικά, ήμουν έτοιμη για εκείνον, ήμουν έτοιμη από τη στιγμή που μ’ έκανε να βάλω τα κλάματα από τη συγκίνηση και τη χαρά στο σαλόνι.

    Τον σταμάτησα και τον βοήθησα κι εκείνον να γδυθεί με τη σειρά του. Ο Μιχάλης ήταν ήδη ερεθισμένος αλλά αυτό δε με εμπόδισε από το να κατέβω χαμηλά και να τον πάρω στο στόμα μου, ίσα-ίσα! Στην αρχή τον πιπίλησα στο κεφαλάκι και μετά με τη γλώσσα μου τον έγλειψα από την κορυφή μέχρι τη βάση. Χαμήλωσα ακόμα περισσότερο και άρχισα να γλείφω διαδοχικά τα μπαλάκια του ενώ με το χέρι μου έπαιζα σιγανά το θεριεμένο Διαμαντή. Ανασηκώθηκα και τον πήρα ξανά μέσα στο στόμα μου όσο χωρούσε, τον πήρα μέχρι που δάκρυσαν τα μάτια μου. Άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου και τα πνιχτά του βογγητά ήταν η ανταμοιβή μου. Ήθελα να κάνουμε έρωτα αλλά αν δε με σταματούσε θα το πήγαινα μέχρι τέλους, ο Μιχάλης ήταν ο ένας από τους δύο άνδρες των οποίων την ικανοποίηση έβαζα πάνω από οτιδήποτε δικό μου.

    Δε σταμάτησα εγώ αλλά με σταμάτησε εκείνος. Έγειρε προς το κομοδίνο μου και έβγαλε ένα προφυλακτικό και το φόρεσε. Με γύρισε ανάσκελα και στηριζόμενος προσεκτικά με το ένα χέρι, οδήγησε με το άλλο το όργανό του μέσα μου και η αίσθηση με έκανε και έχασα τα μυαλά μου, μη μπορώντας να συγκρατήσω ένα δυνατό βογγητό. Αλλά αν έχασα τα μυαλά μου όταν μπήκε, δεν έχω λόγια να περιγράψω τι ένιωσα όταν άρχισε να κινείται και δεν έδινα δεκάρα ακόμα και αν με ακούγανε μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Άρχισε να επιταχύνει αλλά όχι με το συνήθη φρενήρη του ρυθμό, κάνοντάς με να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια.

    Δεν έχω λόγια, δε βρίσκω τα λόγια. Μπορεί να θεωρούσα τον οργασμό ως κερασάκι στην τούρτα, όχι περιττό αλλά και όχι απολύτως αναγκαίο, αλλά όταν με κερνούσαν αυτό το κερασάκι, το έτρωγα και έλεγα κι ευχαριστώ. Και το κερασάκι είναι λέξη που αδικεί αυτό που ένιωσα, κήπος με κερασιές θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Ο Μιχάλης δεν είχε τελειώσει ακόμα και παρά το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά έγινε ενοχλητικό, δεν διανοήθηκα ούτε μια στιγμή να το σταματήσω. Σταμάτησε ο ίδιος αλλά δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τον αφήσω έτσι.

    - «Μη βγάλεις το προφυλακτικό» του είπα, έχοντας πάρει την απόφασή μου. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από μέσα το λιπαντικό και του το έδωσα.
    - «Μαριλίζα;»
    - «Σιγά-σιγά σε παρακαλώ»
    - «Μαριλίζα είσαι σίγουρη;»
    - «Σιγά-σιγά σε παρακαλώ» του επανέλαβα και βάζοντας ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά μου ξάπλωσα μπρούμητα. That would hurt a lot αλλά δε με ένοιαζε. Ο Μιχάλης γούσταρε το κωλαράκι μου, ο Μιχάλης θα έπαιρνε το κωλαράκι μου, και ας γινόταν έστω και για μια νύχτα η σπηλιά του Αλή Μπαμπά, των σαράντα κλεφτών και πιθανώς μιας διμοιρίας αστυνομικών.

    Έβαλε λιπαντικό στο δάχτυλό του και πολύ σιγά, πολύ προσεκτικά, το βύθισε στο κωλαράκι μου. Έκλεισα τα μάτια μου, η αίσθηση ήταν ευχάριστα-δυσάρεστη αλλά όταν ακολουθούσε ο Διαμαντής η αίσθηση θα γινόταν δυσάρεστη. Πολύ! Με έπαιξε αρκετή ώρα κάνοντας κυκλικές κινήσεις, προσπαθώντας να με ανοίξει όσο γινόταν. Μετά άπλωσε μια σεβαστή ποσότητα λιπαντικού στην τρυπούλα μου και γύρω-γύρω και έβαλε και άπλωσε και πάνω στο προφυλακτικό.

    - «Μαριλίζα, είσαι σίγουρη;» με ξαναρώτησε.
    - «Οι σαράντα κλέφτες τι θα γίνουν, κλέφτες θα γίνουν;» του είπα επαναλαμβάνοντας την ατάκα του όταν με πείραζε που δεν του έδινα κωλαράκι. Αν Αντιγόνη και Μάνια μπορούσαν να του το δώσουν, θα το μπορούσα κι εγώ.

    Τον έτριψε πίσω μου και δάγκωσα το μαξιλάρι στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, αν είχα πονέσει με τον Αρίστο, εδώ θα με έπαιρνε και θα με σήκωνε. Άρχισε να σπρώχνει προσπαθώντας να μπει και νομίζω ότι πρέπει να έκοψα κομμάτι από το μαξιλάρι και ακόμα και έτσι δεν μπόρεσα να αποφύγω ένα πνιχτό βογγητό. Ο Μιχάλης σταμάτησε αλλά δεν είχα σκοπό να τον αφήσω έτσι.

    - «Μη σταματάς!» του είπα και δάγκωσα ξανά το μαξιλάρι.

    Πονούσα τόσο πολύ που δάκρυσα αλλά ο Μιχάλης ήταν και έμπειρος και προσεκτικός, δεν μπήκε παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν ο ίδιος και οι κινήσεις του ήταν απαλές. Άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου και παρόλο που στην αρχή ένιωθα σα να ανοίγω στα δύο, τελικά άνοιξα τόσο, όσο ο πόνος να πέσει σε υποφερτά επίπεδα, να εξαφανιστεί ούτε λόγος. Πώς διάολο τα κατάφερναν Αντιγόνη και Μάνια και το έκαναν και το ξαναέκαναν; Την απάντησή μου την πήρα μετά από λίγο καθώς παρά το γεγονός ότι ο Μιχάλης άρχισε να επιταχύνει, ο πόνος μειώθηκε και άλλο, έγινε ακόμα πιο υποφερτός. Ίσως αυτό να είναι το μυστικό, να μπορέσεις να αντέξεις μαζί του τα απίστευτα επώδυνα πρώτα λεπτά. Τα βογγητά του Μιχάλη αυξήθηκαν σε ένταση, μέχρι που κάποια στιγμή κοκάλωσε και με ένα ακόμα πιο δυνατό βογγητό, τελείωσε μέσα μου.

    Τραβήχτηκε σιγά-σιγά και παρά το τσούξιμο, αισθάνθηκα ανακούφιση όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Γύρισα προσεκτικά ανάσκελα γιατί ο κώλος μου πονούσε και αυτό που είδα ήταν η ανταμοιβή μου, ο Μιχάλης καθισμένος γονατιστός, προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του, με το βλέμμα του να κοιτάζει το άπειρο. Δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να του δώσω ποτέ ξανά το κωλαράκι μου, αλλά έστω και μία, το είχα κάνει. Ναι, ήταν η προσφορά μου στο Μιχάλη αλλά ήταν και κάτι παραπάνω, δεν ήταν προσφορά για τη χαρά της πράξης, ήταν προσφορά για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς.

    - «Μιχαλιώ μου, πάω στο μπάνιο»
    - «Ναι… ναι, πήγαινε»

    Δεν πέρασα καλά στο μπάνιο, το ομολογώ. Κάθισα κάμποση ώρα μέσα νιώθοντας το κωλαράκι μου να έχει πιάσει φωτιά. «Καλά που είχα κόψει τις jalapenos δηλαδή», χαχάνισα από μέσα μου και ένιωσα ακόμα καλύτερα. Κάποια στιγμή ο Μιχάλης ανησύχησε και μου χτύπησε την πόρτα.

    - «Μαριλίζα, είσαι καλά;»
    - «Καλά είμαι αλλά λέω να αποφύγω τα καυτερά για μερικές μέρες… δυο, τρεις χιλιάδες, δε νομίζω ότι θα μου πάρει παραπάνω!» του είπα αστειευόμενη.
    - «Τα καυτερά είναι υπερτιμημένα» μου είπε χαλαρωμένος.
    - «Πήγαινε να ξαπλώσεις κι έρχομαι!»
    - «Θες να σου φτιάξω σοκολάτα;»
    - «Όχι Μιχαλιώ μου, πρέπει να κοιμηθούμε και κάποια στιγμή, κοντεύει 03:00»

    Βγήκα μετά από λίγη ώρα, τουλάχιστον δεν δυσκολευόμουν να περπατήσω γιατί αν το είχα κι αυτό, πώς θα πήγαινα στη δουλειά; Πήγα στο δωμάτιο, ήμουν ακόμα τσίτσιδη ενώ ο Μιχάλης είχε ντυθεί ξανά.

    - «Γδύσου!» τον διέταξα.
    - «Ορίστε;» με ρώτησε εμφανώς απορημένος.
    - «Θέλω να νιώσω σάρκα σε σάρκα!»
    - «Κι αν ζήσω, έζησα;»
    - «Κάπως έτσι» του είπα χαμογελαστή. Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και κουλουριάστηκα πάνω του. «Σου άρεσε;»
    - «Πολύ, αλλά δε θα ξαναγίνει αυτό, δεν το αντέχεις»
    - «Μιχάλη, ακόμα και αν δεν ξαναγίνει, δεν το μετανιώνω, σε παρακαλώ μη νιώθεις άσχημα»
    - «Δε μου χρωστάς τίποτα, Μαριλίζα»
    - «Φυσικά και σου χρωστάω, αλλά δεν το έκανα γι’ αυτό. Με λες μπούφο αλλά δεν είσαι καλύτερος. Δεν το έκανα γιατί σου χρωστάω, το έκανα γιατί ήθελα να στο προσφέρω, έστω και αν ήταν για μία και μόνη φορά»
    - «Η αίσθηση ευγνωμοσύνης σου είναι λανθασμένη»
    - «Όχι Μιχάλη, δεν είναι. Δεν το έκανα από ευγνωμοσύνη σε σένα. Το έκανα γιατί νιώθω ευγνωμοσύνη στο σύμπαν που σ’ έφερε στο δρόμο μου. Δεν το έκανα γιατί στο χρωστούσα, το έκανα γιατί το χρωστούσα στον εαυτό μου. Ξέρεις, είσαι ο ένας από τους δύο των οποίων την ικανοποίηση βάζω πάνω και πέρα από οτιδήποτε δικό μου»
    - «Μαριλίζα, για μένα υπάρχει ένας και μόνο τρόπος να μου δείξεις ευγνωμοσύνη, να περνάς όμορφα μαζί μου, δεν χρειάζομαι τίποτα περισσότερο»
    - «Μιχάλη, για μένα υπάρχει ένας και μόνο τρόπος να δείξω την αγάπη μου. Να δίνω»
    - «Και έδωσες, και το ευχαριστήθηκα… το ευχαριστήθηκα πολύ!»
    - «Χμμμ…» είπα νιώθοντας το Διαμαντή ύποπτα ξεσηκωμένο. «Βρε καβλοράπανο!;»
    - «Αφού σου λέω, το ευχαριστήθηκα!»

    Και τότε έκανα μια σκέψη και έσκασα στα γέλια, μιλάμε μ’ έπιασε η κοιλιά μου και ο Μιχάλης που με κοιτούσε απορημένος με έκανε να γελάω ακόμα περισσότερο.

    - «Τι σ’ έπιασε μωρή μαγδάλω, αυγά σου καθαρίζουν; Θα μου πεις να γελάσω κι εγώ;;»
    - «Να… σκέφτηκα…» του είπα και σταμάτησα γιατί με έπιασαν και πάλι τα γέλια. «Σκέφτηκα ότι πρώτα…» και σταμάτησα γιατί με έπιασαν ξανά. «Πρώτα… πρώτα κέρδισα το τζακπότ στον κουλοχέρη και μετά… μετά έγινα κωλόφαρδη!» κατάφερα με τα πολλά να του πω, κάνοντάς τον να σκάσει και εκείνος με τη σειρά του στα γέλια.
    - «Αααχ…σε καλό να μας βγει» μου είπε όταν ηρεμίσαμε. «Θα γίνουμε διάσημοι, από αύριο κιόλας θα αρχίσω να γράφω paper, εδώ έχουμε ξεκάθαρη παραβίαση αιτιότητας!»
    - «Επιτέλους θα γίνω διάσημη!»
    - «Είσαι σίγουρη ότι θα ήθελες να μάθουν οι γονείς σου το λόγο της αναπάντεχής σου διασημότητας;»
    - «Ωχ! Αυτό δεν το είχα σκεφτεί!»
    - «Αλλαγή θέματος, τι θα κάνεις με τα λεφτά που κέρδισες;»
    - «Αρχικά θα πάρω αυτοκίνητο, έχει καταντήσει κάθε επίσκεψη στο συνεργείο να πηγαίνει και τρακοσάρι και τρακόσια δεν κάνει καλά-καλά ολόκληρο. Μετά θα κάνω και ανακαίνιση στο σπίτι, είναι όπως μου του άφησαν οι γονείς μου. Όχι τρομερά πράγματα, βασικά βάψιμο σε νέα χρώματα, να αλλάξω αυτά τα απαίσια πλακάκια στο μπάνιο και ίσως να αλλάξω τη μπανιέρα σε μεγαλύτερη, χώρο έχει. Η κουζίνα είναι σχετικά καινούργια, ένα λουστράρισμα θα χρειαστεί και να αλλάξω και αυτή την παλιατζούρα βιτρίνα στο σαλόνι. Σκέφτομαι επιπλέον να κάνω θερμοπρόσωψη και να αλλάξω και αλουμίνια. Το σπίτι έχει καλή θέρμανση και είναι κρίμα να έχω απώλειες»
    - «Τι αυτοκίνητο θα πάρεις;»
    - «Ονειρευόμουν το 500άρακι το κάμπριο ή το AYGO αλλά μέχρι χθες ήταν απλά όνειρο, τώρα μπορώ!»
    - «Μια χαρά αυτοκίνητα αν είναι για δεύτερα. Εγώ θα σου πρότεινα να πας μια κατηγορία πιο πάνω, που θα μπορείς να κάνεις και ένα αξιοπρεπές ταξίδι με δαύτο. Πχ Yiaris ή C3, σαν του Αρίστου, γενικά η κατηγορία είναι πιο πλούσια από τα super mini.»
    - «Ε καλά, δεν είπα ότι θα πάω αύριο κιόλας να το αγοράσω, εννοείται ότι θα το ψάξω πρώτα»

    Πέσαμε να κοιμηθούμε αγκαλίτσα και παρόλο που το πρωί αρχικά είχα σκοπό να τον αφήσω να κοιμηθεί, τον ξύπνησα για να βεβαιωθώ ότι τα χθεσινοβραδινά δεν ήταν όνειρο. Ο Μιχάλης απείλησε ότι θα με τουλουμιάσει αλλά όταν άρχισα να του χαϊδεύω το Διαμαντή είπε κομμάτια να γίνει. Τελικά, μιας και θα φεύγαμε και οι δύο μαζί, μπήκαμε παρέα να κάνουμε ντουζ και ο Διαμαντής που είχε σηκωθεί δεν έλεγε να παλουκωθεί κάτω!

    - «Τι θα γίνει με την πάρτη σας, μεσιέ;»
    - «Είναι ξεροκέφαλος, το παραδέχομαι!»
    - «Τι θα σε κάνω βρε καυλοράπανο;»

    Ρητορική ερώτηση, παρά την δήθεν γκρίνια μου, είχα πολύ καλή ιδέα τι ήθελα να τον κάνω. Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου με τέτοιο ζήλο που έκανε το Μιχάλη να σαστίσει. Τι να πεις, τρώγοντας έρχεται η όρεξη, και την πρωινή πίπα που του έκανα την απόλαυσα, πραγματικά την απόλαυσα. Βέβαια όταν τελείωσε ένιωθα πάλι ότι θα πάθω κράμπα στο σαγόνι αλλά είχε και τη θετική του πλευρά, με τόση πρωτεΐνη δε θα χρειαζόμουν άλλο πρωινό. Κατάπια για τελευταία φορά και σηκώνοντας το βλέμμα μου του έκλεισα πονηρά το μάτι.

    - «Αυτό θα πει η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» μου είπε βοηθώντας με να σηκωθώ για να με φιλήσει, πάντα με φιλούσε μετά από πίπα.
    - «Ούτε bodybuilder στον όγκο με τόση πρωτεΐνη τις τελευταίες εβδομάδες!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις που τα έφτυνες λες και είχαν κουκούτσια!» με πείραξε.
    - «Ποτέ ξανά Μιχαλιώ μου, είδα επιτέλους το φως το αληθινό»
    - «Εσύ το είδες, εγώ το έχασα, μωρή εσύ έχεις γίνει πολύ καλή!»
    - «Είδες τι κάνει η συχνή εξάσκηση;»

    Τελειώσαμε το ντουζ μας και στις 07:10 κατεβήκαμε να πάρουμε τα καφεδάκια μας και να φύγουμε και μεταξύ μας, με χάλασε λίγο που θα περνούσα το απόγευμα και το βράδυ μονάχη. Ήλπιζα ο Αρίστος να μην έχει κανονίσει τίποτα σήμερα, να μπορέσω τουλάχιστον να τον δω. Έφτασα στο γραφείο λίγο πριν τις 08:00 και από περιέργεια άνοιξα το e-banking application… και είδα το υπόλοιπο… 65454,7! Δεν ήταν όνειρο! ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ! Με χίλια ζόρια και οικονομίες χρόνων είχα καταφέρει να μαζέψω σχεδόν πεντέμισι χιλιάρικα, και ένα απλό τράβηγμα του μοχλού μου έδωσε μέσα σε μια στιγμή άλλα εξήντα!

    Αν δεν είχα πετύχει τον Κώστα στο αεροδρόμιο, αν δεν είχα πάθει τόσο δυνατό ταράκουλο ώστε να κάνει το Μιχάλη να έρθει να με μαζέψει βραδιάτικα, αν δεν είχα νιώσει τόσο χάλια που έκανε το Μιχάλη να σκεφτεί κάτι πρωτότυπο να μου φτιάξει τη διάθεση, δε θα είχε συμβεί αυτό. Αυτό ναι, αυτό ήταν πραγματικό closure.

    «Μπορεί να μου γάμησες τη ζωή αλλά άθελά σου έγινες η αιτία να γνωρίσω το Μιχάλη και τον Αρίστο και από πάνω να βρεθώ και με εξήντα χιλιάρικα από το πουθενά. Αντίο Κώστα!»

    Ακόμα χαμογελαστή, ξεκίνησα τη δουλειά της ημέρας.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited by a moderator: 1 Ιανουαρίου 2024
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 17ο - Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!

    Πέμπτη και Παρασκευή κύλισαν αργά. Ο Αρίστος είχε κανονίσει την Πέμπτη το βράδυ να βγει με τη Φοίβη και την Παρασκευή το βράδυ πετούσε. Ο Μιχάλης είχε περάσει την Πέμπτη με τη Μάνια και Παρασκευή απόγευμα έφυγε για να πάει Πάτρα να πάρει την Αντιγόνη και μετά να πάνε για το σαββατοκύριακο στη Μονεμβάσια. Την Πέμπτη, όπως είχα υποσχεθεί και στους δικούς μου, τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα πως βρέθηκα στο καζίνο. Για το Μιχάλη ήξεραν ότι είναι φίλος, αν και όχι πόσο …στενός, αλλά για τον Αρίστο δίσταζα ακόμα να τους μιλήσω, είχε τα διπλά μου χρόνια και δεν ήξερα πως θα το πάρουν οι δικοί μου. Δηλαδή τι δεν ήξερα, μια χαρά ήξερα, εδώ μου είχαν γκρινιάξει στις αρχές που ο Κώστας ήταν τριαντάρης ενώ εγώ δεν είχα κλείσει καλά-καλά τα εικοσιένα. Οι γονείς μου με είχαν κάνει μεγάλοι, στα τριανταπέντε η μητέρα μου, στα σαραντατρία ο πατέρας μου, οπότε ο Αρίστος δεν ήταν ακριβώς συνομήλικός τους but still…

    Δε βαριέσαι, τουλάχιστον αφού έκλεισα με τους γονείς μου κάθισα να γράψω το ημερολόγιό μου στο οποίο είχα να γράψω από τη Δευτέρα το βράδυ και είχε πολύ πράγμα. Μετά ενημέρωσα το αμαρτωλό τεφτέρι με την νέα πενηντάρα και κάθισα και τα μέτρησα και ξεροκατάπια, αισίως είχαμε φτάσει τις 260 και οι 60 από αυτές ήταν ...προσφορά μου! Πλάκα στην πλάκα, θα χρειαζόμουν τελικά excel όπως πήγαινα. Γέλασα μέσα μου και πήγα και έφερα το laptop, laptop το οποίο είχε αρχίσει να δείχνει την ηλικία του, το είχα από τα 18 μου, δώρο από τους γονείς μου γιατί είχα περάσει τρίτη στη σχολή. Είχα βέβαια και το εταιρικό αλλά εκείνο ήταν κλειδωμένο και φυσικά δεν είχα σκοπό να το χρησιμοποιήσω για την ηλεκτρονική έκδοση του αμαρτωλού τεφτεριού. Μου έβγαλε λίγο την ψυχή, για browsing και για να δω καμιά ταινία ήταν μια χαρά, αλλά στα υπόλοιπα -και ειδικά σε σύγκριση με το εταιρικό που ήταν και καινούργιο, μόλις το Σεπτέμβρη μου το είχαν δώσει σε αντικατάσταση του παλαιότερου- ήταν δράμα. Θα μου πεις ότι εξήντα ολόκληρα χιλιάρικα μου ήρθαν από το πουθενά, αλλά κι έτσι δε μου έκανε καρδιά, είμαι κατά βάθος λίγο Σκωτσέζα, τι να κάνω; Από μικρή δε μου άρεσε να χαλάω χρήματα εκτός και αν υπήρχε πραγματική ανάγκη και είχα μάθει σε μετρημένη ζωή, βάζοντας στην άκρη όσο και όταν μπορούσα.

    Όταν τελείωσα και με το excel πήγα στο δωμάτιό μου και έβγαλα από τη ντουλάπα το φλάουτο και το αναλόγιο, και μετά από ένα χρόνο, άρχισα να παίζω και πάλι. Μπορεί να κουράστηκα σχετικά γρήγορα αλλά αυτό θα βελτιωνόταν όσο το σώμα μου και τα χέρια μου θα άρχιζαν να συνηθίζουν εκ νέου. Πώς το είχα αφήσει στην άκρη ένα ολόκληρο χρόνο; Πώς είχα αφήσει τον Κώστα να με χαράξει τόσο βαθιά; Όταν τελείωσα η διάθεσή μου είχε ανέβει και πάλι, και όταν τα μάζεψα δεν τα καταχώνιασα και πάλι στη ντουλάπα. Θα έμεναν εκεί που ήταν η θέση τους.

    Η Παρασκευή κύλησε ομοίως αργά αλλά το απόγευμα όταν γύρισα σπίτι μου άλλαξα στα γρήγορα και μετά από τρεις εβδομάδες πήγα ξανά γυμναστήριο. Ξεκίνησα χαλαρά αλλά με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι κατάφερα να βγάλω όλο το πρόγραμμα χωρίς να νιώθω ότι θα πάθω έμφραγμα. Όταν γύρισα έφτιαξα τονοσαλάτα και έφαγα. Η αλήθεια είναι ότι λιγουρευόμουν πίτσα αλλά μετά το γυμναστήριο μου φαινόταν λίγο άκυρο. Well, στην τελική αφού έπαιρνα τον Αρίστο από το αεροδρόμιο, μπορούσαμε να περάσουμε και από τη Βελανιδιά που είναι ανοιχτή όλο το εικοσιτετράωρο.

    Σειρά είχε ένα καλό ζεστό μπάνιο και ειδικά μετά το γυμναστήριο ήταν σκέτη απόλαυση. Όταν τελείωσα ήταν ακόμα 21:00 και ο Αρίστος θα ερχόταν γύρω στις 01:00 με 01:30. Έπιασα και πάλι το φλάουτο και έπαιξα για κανένα μισάωρο και μετά ξάπλωσα στο κρεβάτι για να χαζέψω στο χαζοκούτι. Μιας και το έχω εύκολο να με πάρει ο ύπνος στην τηλεόραση έβαλα καλού-κακού το ξυπνητήρι ακριβώς στα μεσάνυχτα. Τελικά δεν το χρειάστηκα, έκλεισα την τηλεόραση και πήρα το tablet και άρχισα να ψάχνω για αυτοκίνητα. Εξακολουθούσα να θέλω πάνω απ’ όλα το πεντακοσαράκι αλλά έψαξα όλες τις μάρκες που μπορούσα να θυμηθώ και τελικά έφτιαξα τη shortlist μου.

    Η ανυπομονησία μου είχε χτυπήσει κόκκινο, δε με χωρούσε ο τόπος, μου είχε λείψει πολύ ο Αρίστος. «Τι θα γίνει αν θέλει το κωλαράκι σου, Μαριλίζα;» Ναι, εκεί θα είχαμε θέμα, δεν είχα ακόμα ανακάμψει. Το είχα γράψει βέβαια στο ημερολόγιό μου και ήξερα ότι το έχει διαβάσει και ήλπιζα με όλη μου την ψυχή να μου δώσει το χρόνο μου. Δεν έτρεφα αυταπάτες με τον εαυτό μου, αν μου ζητούσε να κάτσω στα τέσσερα θα το έκανα χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι θα καταφέρω να το αντέξω και δεν ήθελα να τον ξενερώσω. Σκατά, αυτό έχω να πω. Θα του το έλεγα και από κοντά, θα του ζητούσα να κάνει λίγες μέρες υπομονή και ο θεός βοηθός. «Κούγκι» δε μου είχε πει να το κάνω; Ε, ο Μιχάλης μου τον είχε ανατινάξει!

    «Ναι, καλό θα ήταν να μη το πεις αυτό» μάλωσα τον εαυτό μου. Δεν ξέρω γαμώτο, αυτό το «θα προτιμούσα να το γιορτάζαμε μαζί πρώτα» με είχε διχάσει γιατί το είχα παρακάνει με το συγκεκριμένο εορτασμό. Δεν είχα μετανιώσει ούτε μια στιγμή που έδωσα στο Μιχάλη αυτό που λαχταρούσε αλλά από την άλλη αυτό με εμπόδιζε να το γιορτάσω και με τον Αρίστο, αν δηλαδή επιθυμούσε να το γιορτάσει με παρόμοιο τρόπο. Καλό το both and more αλλά θέλει και ρέγουλα κι εγώ ήμουν αρχάρια σε καταστάσεις τέτοιου είδους, ο πρώτος polyamorous που είχα γνωρίσει ήταν ο Μιχάλης.

    Χαλάνδρι, Μάρτης 2023

    Message from SirSpanksAlot

    «I felt a great disturbance in the Force... as if millions of voices suddenly cried out in awe and were suddenly silenced, probably fapping to death»

    Ναι, δεν έπρεπε να ανεβάσω αυτή τη φωτογραφία, με τσακίσανε στα μηνύματα αλλά πού και πού λάμβανα και μερικά έξυπνα. Η ατάκα κάτι μου θύμιζε, οπότε έβαλα να την ψάξω στο google. Μάλιστα, Star Wars, δεν είμαι ακριβώς fan της επιστημονικής φαντασίας αλλά τα star wars τα είχα δει. Άνοιξα το profile του, είχε ένα σκασμό φωτογραφίες, κυρίως με νεαρές κοπέλες αλλά και από το κατά πως φαίνεται πλήρως εξοπλισμένο play room του. Woah, ο τύπος πρέπει να είχε πολύ ελεύθερο χρόνο. Είχα πάρει το μάθημά μου και δεν απαντούσα πλέον τα μηνύματα, ακόμα και τα έξυπνα, ειδικά μετά το ανέβασμα της φωτογραφίας, καθώς όλοι το έριχναν με τη μία στο σεξουαλικό. Θα μου πεις, στο *** βρισκόμουν, όχι σε λέσχη φιλοτελισμού, but still. «Δε γαμιέται, θα του απαντήσω»

    «Εμένα περίμεναν όλα αυτά τα εκατομμύρια για να την κάνουν λάστιχο; Είχα την εντύπωση ότι αυτό είναι το modus operandi σε όλα τα αγόρια από 15-95»

    Μάλλον είχε ανοιχτό τον υπολογιστή γιατί μου απάντησε σχεδόν αμέσως.

    «Είναι αυτό που λένε, αν πετύχει η μαλακία τύφλα να ‘χει το γαμήσι. Δεν το κρύβω, έχω ρίξει μερικές πολύ πετυχημένες, αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!»

    Έβαλα τα γέλια με την απάντησή του, παρά το γεγονός ότι το είχε ρίξει με τη μία στο σεξουαλικό, το έκανε πολύ έξυπνα. Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να πιάνω αράχνες, είχα να κάνω σεξ από τα Χριστούγεννα στο πατρικό του Κώστα, π’ ανάθεμά τον και αυτόν. Αν και ντροπαλή δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, έχω γράψει κάμποσες ξεπέτες στο κοντέρ μου, και ένα καλό ξαράχνιασμα το χρειαζόμουν. Αποφάσισα να συνεχίσω την κουβέντα μαζί του.

    «Κρίνοντας από το nickname σου να υποθέσω ότι έχεις γνωρίσει πολύ κόσμο;»
    «Μπόλικο, δεν έχω παράπονο. Τι να πεις, ο καθένας έχει τα χόμπι του!»
    «Δε θα το έλεγα χόμπι!»
    «Don’t be a party pooper!»
    «Οι φωτογραφίες που έχεις ανεβάσει είναι δικές σου;»
    «Όχι, είναι των κοριτσιών που μου έκαναν την τιμή  »
    « »
    «Λιτή, δωρική, απέριττη!»
    «Ε, αφού σε ρωτάω και με δουλεύεις! Χρουμφ!  »
    «Γκρίνια! Πώς σε λένε;»
    «Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
    «Χαίρω πολύ “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, εμένα με λένε Μιχάλη  » μου έγραψε κάνοντας με να γελάσω. Είχε πλάκα τούτος!
    « »
    «Και δε μου λες “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, πόσων χρονών είσαι;»
    «Δύο πράγματα δε ρωτάνε ποτέ μια κυρία, την ηλικία της και τα κιλά της!»
    «Καλά που μου το θύμισες, πόσα κιλά είσαι “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!"; Μου αρέσουν οι ζουμπουρλούδες, αν είσαι αδύνατη θα έχει άμεση παχυντική δίαιτα!»
    «Μωρ’ τι μας λες;» του απάντησα αλλά τον έκανα απίστευτα χάζι!
    «Αμέ, τι νόμιζες;
    «Μεγάλη ιδέα έχετε για τον εαυτό σας, μεσιέ!»
    «Είσαι αντιβενιζελική; Έχεις κάτι με τις μεγάλες ιδέες;»
    «Και τι κοινό έχετε μεσιέ με το φίλο μας το Λευτεράκη;»
    «Πολλά, καταρχήν έχω καταγωγή από την Κρήτη»
    «Και;»
    «Τι και;»
    «Τι άλλα κοινά έχετε;»
    «Είμαστε και οι δυο από τα Χανιά εκτός από εμένα που είμαι από το Ηράκλειο» μου έγραψε και στην αρχή σκάλωσα, το παραδέχομαι, αλλά όταν το έπιασα έβαλα τα γέλια.
    «Είσαι όργιο!     »
    «Δεν έχεις ιδέα, “αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!”, δεν έχεις ιδέα!»
    «Λύσσαξες! Μαριλίζα με λένε!»
    «Τόση ώρα με κορόιδευες; Τέτοια είσαι;»
    «Και χειρότερη!»

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2024


    Κάπως έτσι είχε μπει στη ζωή μου ο Μιχάλης. Στην αρχή επικοινωνούσαμε μόνο μέσω μηνυμάτων, αλλά τον έκανα τόσο πολύ κέφι που του έδωσα το messenger και το Skype μου και στο τέλος ήμουν εγώ που του ζήτησα για πρώτη φορά να κάνουμε video κλήση και έτσι η εικόνα πίσω από το πληκτρολόγιο, πήρε σάρκα και οστά. Ψηλός, πάνω από 1,90, και γεματούλης, με ελαφρά μπάσα φωνή και γλυκό χαμογελαστό πρόσωπο, ήταν σαν αρκούδος. Γρήγορα κατάλαβα ότι οι σπόντες που πετούσε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από χαβαλέ, ούτε μια στιγμή δεν προσπάθησε να μπει στα βρακιά μου, παρά το γεγονός ότι είχα κρασάρει άσχημα μαζί του, και δεν το έκρυβα. Για σχέση δεν ήταν, το είχε ξεκαθαρίσει με όλους τους δυνατούς τρόπους, και άλλωστε, όσο -και παρά το crush μου- και αν δεν έδινα δεκάρα που γυρνούσε με τη μια και με την άλλη, ένας τέτοιος άνδρας δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα σε μια σχέση.

    Εγώ ήμουν τελικά εκείνη που του ζήτησα να βγούμε. Την πρώτη φορά βρεθήκαμε για καφέ σε μια από τις καφετέριες στο σταθμό του Αμαρουσίου, τη δεύτερη φορά βρεθήκαμε σε μια καφετέρια στο Χαλάνδρι, και την τρίτη φορά, ήρθε και με πήρε και κατεβήκαμε Βάρκιζα. Κάθε μα κάθε φορά που βγαίναμε περνούσα υπέροχα και η εβδομαδιαία έξοδός μας είχε γίνει για μένα το highlight κάθε εβδομάδας και εκτός από αυτό τα λέγαμε και τηλεφωνικώς τουλάχιστον μια-δυο φορές την εβδομάδα, πέραν φυσικά των μηνυμάτων στο messenger το οποίο γενικά προτιμούσε από το Skype. Με γνώρισε με κάμποσες από τις πιτσιρίκες του… πιτσιρίκες, λες κι εγώ ήμουν καμιά γριά να πούμε, τέλος πάντων. Κάποια στιγμή με κάλεσε και σε ιδιωτικό session με τη Μάνια, του είχα εκφράσει την περιέργεια να δω -και μεταξύ μας με έτρωγε και να δοκιμάσω- αλλά κώλωνα.

    Νέο Ηράκλειο, Μάης 2023

    Η Μάνια είναι κουκλί, δεκαεννιά χρονών, αθλήτρια του βόλεϊ, ψηλή, μαυρομάλλα και με σώμα που σκοτώνει. Και αντοχές, μεγάλες αντοχές. Ο Μιχάλης είναι γεννημένος performer και εκείνο το βράδυ έδωσε παράσταση. Η Μάνια τσιτσιδώθηκε σα να μην τρέχει τίποτα και ο Μιχάλης αρχικά την έβαλε στο pillory. Ξεκίνησε με το χέρι του και μετά έπιασε το paddle μέχρι που ο κώλος της Μάνιας είχε γίνει κατακόκκινος. Που και που σταματούσε και της έπαιζε το μουνάκι, και μετά ξεκινούσε και πάλι. Την έβγαλε από το pillory και αφού την έβαλε και του πήρε πίπα -ο Μιχάλης με είχε προειδοποιήσει ότι το μενού περιλαμβάνει σεξ- την έδεσε πάνω στο σταυρό και της έβαλε clamps στις ρώγες και ξεκίνησε να χτυπάει απαλά τα clamps με μια βίτσα. Μετά της έβγαλε τα clamps και πήρε το flogger και άρχισε να της κάνει τα στήθη και την κοιλιά και αν η Μάνια δεν έχυσε κουβάδες να μη με λένε Μαριλίζα.

    Είχα γίνει πύραυλος, είχα καυλώσει όσο δεν πήγαινε, αν μου έλεγε «κάτσε στο pillory να σε γαμήσω» θα τσακιζόμουν να του κάτσω… κανονικά, αυτό το πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω να μπει στο κωλαράκι μου, θα με άνοιγε στα δύο. Αυτό κατά πως φαίνεται δεν ήταν πρόβλημα για τη Μάνια, η οποία όταν την έλυσε γονάτισε και τον πήρε στο στόμα της και όταν του τον έκανε και πάλι κατάρτι, φόρεσε το προφυλακτικό του και αφού την πασάλειψε καλά-καλά με λιπαντικό, την πήρε από πίσω και δεν λέω, έχω δώσει κι εγώ το κωλαράκι μου και παρά τον πόνο το απολάμβανα, αλλά να έχω οργασμό με αυτό τον τρόπο, ούτε λόγος. Η Μάνια κατά τα φαινόμενα δεν είχε τέτοιους περιορισμούς σε σημείο που με έκανε να αναρωτηθώ αν η ηχομόνωση του Playroom θα ήταν αρκετή.

    Το βράδυ που γύρισα σπίτι πήρα το μεγάλο μου δονητή και μου έδωσα και κατάλαβα, επιβεβαιώνοντας το ρητό περί πετυχημένης μαλακίας. Από την άλλη ωστόσο, ψεύτρα μην είμαι, μου είχε λείψει απίστευτα η επαφή σάρκας με σάρκα, το βάρος του άλλου πάνω στο κορμί μου, οι καυτές του ανάσες στο πρόσωπό μου, τα βογγητά της ηδονής του… Ο Μιχάλης πέρα από τις σπόντες του δεν είχε κάνει καμία κίνηση να μου την πέσει, αν και ήταν ολοφάνερο ότι με γούσταρε με τα χίλια. Μάλλον θα χρειαζόταν τελικά να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση, και σας το είπα, δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται…

    Χαλάνδρι, Γενάρης 2024


    Ένιωσα ξαφνικά τύψεις, πως στο διάολο κατάφερα ενώ περιμένω τον Αρίστο να σκέφτομαι το Μιχάλη; «Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάποιες φορές που είσαι με το Μιχάλη, σκέφτεσαι τον Αρίστο» μου έδωσε απάντηση ο εαυτός μου. Όσο και αν τα συναισθήματά μου προς τον έναν και τον άλλον ήταν διαφορετικής υφής, δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσα να έχω αρχίσει να ερωτεύομαι έναν άντρα ενώ είμαι τρελά καψουρεμένη με άλλον, πώς στο διάολο το είχα καταφέρει; Πώς το λένε οι κινέζοι; «Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς και να γνωρίσεις ενδιαφέροντες ανθρώπους» και δόξα τω Θεώ, τους τελευταίους μήνες δεν είχα παράπονο.

    Κοίταξα το ρολόι, με τούτα και με κείνα είχε πάει 00:30, οπότε σηκώθηκα και ντύθηκα και κίνησα για το αεροδρόμιο, στο οποίο έφτασα γύρω στις 01:00. Άφησα το αυτοκίνητο στο μικρής διάρκειας και πήγα στις αφίξεις, το αεροδρόμιο δεν κοιμάται ποτέ και παρά την ώρα είχε αρκετό κόσμο. Κοίταξα τον πίνακα ψάχνοντας την πτήση του Αρίστου, είχε καθυστέρηση μισής ώρας, η νέα ώρα άφιξης ήταν 01:30. Μην έχοντας τι να κάνω, πήγα έξω να πάρω μια σοκολάτα και κάθισα χαζεύοντας τον κόσμο που είτε περίμενε να ταξιδέψει είτε περίμενε, όπως εγώ, κάποιον δικό του να επιστρέψει. Κάπου στις 01:30 χτύπησε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Αρίστος.

    - «Μωρουλίνι μου!!!!!» φώναξα ενθουσιασμένη.
    - «Κοριτσάρα μου!» απάντησε όχι λιγότερο ενθουσιασμένος. «Έφτασα στα πατρώα εδάφη!»
    - «Εδώ είμαι σε περιμένω! Κατέβηκες;»
    - «Ακόμα τροχιοδρομεί το αεροπλάνο, νομίζω ότι θα μας πάνε κατευθείαν σε terminal και όχι σε shuttle bus»
    - «Πες τους καν κάνουν πιο γρήγορα!»
    - «Να αρχίσω να φωνάζω τρέχα-τρέχα οδηγέ στα γεροντάματα;»
    - «Έχω μαζέψει ήδη 260 οπότε δε θα σχολιάσω!»
    - «Χαχαχα» τον άκουσα να γελάει. «Είσαι όργιο! Χμμμ, παρκάραμε. Λοιπόν σε κλείνω και τα λέμε σε λίγο!»
    - «Φιλάκια του!» είπα και με τα χίλια ζόρια δεν μπήκα ξανά μέσα τρέχοντας.

    Τον είδα να βγαίνει και η καρδιά μου άρχισε πάλι τα χοροπηδητά, θεούλη μου ήταν γλύκας. Φορούσε σακάκι, χωρίς γραβάτα, είχε στην πλάτη του το σακίδιό του και με το άλλο χέρι έσερνε την βαλίτσα. Άρχισα να τρέχω προς το μέρος του ενθουσιασμένη ενώ εκείνος έβγαλε την τσάντα από τον ώμο του και χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, μου άνοιξε την αγκαλιά του και σχεδόν χοροπήδησα μέσα της.

    - «Μωρουλίνι μουυυυυυυυυυυυυ» φώναξα ενθουσιασμένη και φιληθήκαμε σαν να μην υπάρχει αύριο. «Μου έλειψες, μου έλειψες πολύ!»
    - «Κι εσύ μου έλειψες κοριτσάρα μου!»
    - «Πολύ-πολύ σου έλειψα;»
    - «Πολύ-πολύ» με διαβεβαίωσε γελαστός.
    - «Έχω παρκάρει στο μικρής διάρκειας. Θέλεις να κρατήσω κάτι;»
    - «Όχι Μαριλίζα μου, έλα πάμε» μου είπε και αφού το φόρεσε στην πλάτη, πήρε το ένα χέρι μου στο δικό του ενώ με το άλλο έσερνε το βαλιτσάκι του.
    - «Πώς πέρασες;»
    - «Καλά ήταν. Πέρα από το συνέδριο που ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον είδα και παλιούς γνωστούς από τις πρώτες μέρες στη Google και φυσικά είδα και τη Φοίβη»
    - «Ήσουν φρόνιμος;» τον ψευτομάλωσα αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα τσίμπημα το είχα νιώσει όταν μου είπε ότι θα βγει μαζί της.
    - «Βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με …Αλή μπαμπά!» μου απάντησε κάνοντάς με κόκκινη.
    - «Hey, αυτό ήταν χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη!»
    - «Και να ήταν το μόνο πράγμα κάτω από τη ζώνη…» συνέχισε το δούλεμα.
    - “Touché” απάντησα μη νιώθοντας ιδιαίτερα καλά. Δεν ξέρω, παρά το ανάλαφρο ύφος του έδειχνε σα να έχει πειραχτεί. Ήλπιζα να είναι ιδέα μου.
    - «Όπως και να έχει, στο είπα και προχθές, η Φοίβη δεν κάνει αταξίες χωρίς τον Ανδρέα, ούτε εκείνος χωρίς τη Φοίβη. Πολύ περιοριστικό, αν θες τη γνώμη μου, αλλά αφού τα έχουν βρει έτσι, ποιος είμαι εγώ να κρίνω;»
    - «Και πώς ήταν μετά από τρία χρόνια;»
    - «Δεν ήταν ακριβώς τρία, την είχα δει πέρσι σε μια εκδήλωση που έκανε το Πανεπιστήμιο Κρήτης προς τιμήν της Πέτρου, δε σου είχα πει ότι είχαμε παίξει σκάκι και σε αγώνα επίδειξης, αλλά είχα καθίσει μόνο δυο μέρες οπότε δεν προλάβαμε να τα πούμε. Κάναμε catch-up, είχαν ανέβει και μια εβδομάδα Αθήνα προς τα τέλη Νοέμβρη αλλά όπως είχαμε ψιλοχαθεί, δεν το σκέφτηκε να με πάρει ένα τηλέφωνο»
    - «Αλήθεια, τη ρώτησες από που ξέρει τον Στεργίου;»
    - «Τι να τη ρωτήσω, αφού μας το είχε πει όταν την είχα καλέσει στο Skype, σε μια μάζωξη που είχε κάνει ένας παλιός συμφοιτητής της και κοινός γνωστός με τον Στεργίου»
    - «Ναι μωρέ, δίκιο έχεις»
    - «Της είπα ότι έχω ξεκινήσει να διαβάζω το paper της και ότι μου έχει βγει την ψυχή ανάποδα και μου είπε ότι μου το χρωστούσε από το τελευταίο που της είχα στείλει εγώ. Επίσης με απείλησε ότι την επόμενη φορά που θα κατέβω Ηράκλειο και δε θα την πάρω τηλέφωνο, να φύγω μετανάστης στη Μογγολία!»
    - «Χαχαχα, σκληρή!»
    - «Και που να τη δεις να παίζει σκάκι…»
    - «Αλλαγή θέματος, τι μου έφερες; Ε; ε; ε;»
    - «Θα δεις!» μου απάντησε χαμογελώντας μυστηριωδώς
    - «Βρε, σε πειράζω!» του είπα μαγκωμένη.
    - «Εγώ όχι!» μου απάντησε και μου έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.
    - «Ουφ, σου πάει να με αφήσεις να βράσω στο ζουμί μου;»
    - «Εχμ, να συστηθούμε;»
    - «Τι ρωτάω κι εγώ…»
    - «Λοιπόν πολλά λες, πάμε σπίτι σου τώρα και αύριο το πρωί που θα ανέβουμε πάνω σε παρακαλώ να ετοιμάσεις να πάρεις μαζί σου ό,τι χρειαστεί για το γάμο το βράδυ. Αλήθεια, έχεις πάρει δώρο;»
    - «Όχι, έλεγα να της δώσω χρήματα»
    - «Απρόσωπο αλλά χρήσιμο»
    - «Ε, δεν είμαστε και κολλητές, συνάδελφος είναι και να σου πω, από το να πάρω κάτι που ίσως δεν τους αρέσει και να πεταχτεί σε μια άκρη ή να γίνει δώρο σε κάποιο άλλο γάμο, καλύτερα χρήματα να πάρουν ό,τι θέλουν»
    - «Εντάξει, δεν επιμένω. Για πες μου, τι θα κάνεις τώρα με τα λεφτά που κέρδισες;»
    - «Αυτοκίνητο, ανακαίνιση και ίσως… ίσως πάρω και καινούργιο laptop και τα υπόλοιπα στην άκρη»
    - «Θα μου τα πεις πιο αναλυτικά στο σπίτι!»

    Όταν φτάσαμε σπίτι μου είπε ότι θέλει να κάνει ένα ντουζάκι και με παρακάλεσε να του φτιάξω και μια ζεστή σοκολάτα. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα μια και για μένα και μετά επέστρεψα στο σαλόνι έβαλα χαμηλά μουσική, περιμένοντάς τον και όταν τελείωσε ήρθε και με βρήκε.

    - «Έπαιξες φλάουτο;»
    - «Ναι, και δε θα επιστρέψει στη ντουλάπα!»
    - «Επιτέλους!» μου είπε χαμογελαστός. «Και τώρα τα δωράκια σου. Το πρώτο είναι αυτό!» μου είπε και μου έδωσε μια υπέροχη μάλλινη γκρι ζακέτα με φερμουάρ και κουκούλα.
    - «Αχ είναι υπέροχο, σ’ ευχαριστώ πολύ!!!!» του είπα ενθουσιασμένη και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα.
    - «Δεν τελειώσαμε!» μου είπε και μου έβγαλε ένα μικρό μακρόστενο κουτί.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Άνοιξέ το και θα δεις!» Μέσα στο κουτί είχε μια υπέροχη μαύρη, ιρλανδική παραδοσιακή, φλογέρα από ορείχαλκο. «Νομίζω ότι θα την καταφέρεις εύκολα!»

    Χαμογελώντας σα χαζή την πήρα στα χέρια μου και την περιεργάστηκα, ήταν στο ντο και κουρδιζόμενη. Την έφερα δοκιμαστικά στα χείλη μου και έπαιξα μερικές νότες.

    - «Και φυσικά μαζί και ένα βιβλίο με παραδοσιακή ιρλανδική μουσική για φλογέρα!» μου είπε και έβγαλε από τη βαλίτσα και μου έδωσε το βιβλίο.
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ Αρίστο μου, είναι υπέροχη. Είχα πολύ-πολύ καιρό να παίξω φλογέρα» του είπα χαμογελώντας ακόμα σα χαζή.
    - «Για έλα εδώ τώρα!» μου είπε και μου άνοιξε την αγκαλιά του. Έβαλα τη φλογέρα στη θήκη της και ξάπλωσα στην αγκαλιά του. «Τι ώρα είναι ο γάμος;»
    - «Στις 19:00, ο γάμος γίνεται στην Μυρτιδιώτισσα στον Άλιμο και μετά έχει και τραπέζι, στο Moorings, στη Βουλιαγμένη»
    - «Τι θα φορέσεις;
    - «Θες να σου δείξω;»
    - «Αμέ!»

    Πήγα μέσα στο δωμάτιο και έβγαλα από τη ντουλάπα το φόρεμα που είχα κατά νου, ένα όμορφο μάξι μωβ φόρεμα με μανίκια και ανοιχτό V και θα το συνδύαζα με μαύρες σατέν ψηλοτάκουνες γόβες. Φόρεσα το φόρεμα στα γρήγορα και πήγα στο σαλόνι.

    - «Πώς σου φαίνομαι;»
    - «Είσαι κουκλί!!! Κάνε μια στροφή να σε δω» μου είπε και το έκανα. «Κοριτσάρα μου εσύ!»
    - «Σ’ αρέσει;»
    - «Πολύ… όπως μου άρεσε και αυτό που φορούσες προχθές!»
    - «Αυτό είναι καλοκαιρινό φόρεμα Αρίστο μου και προχθές ήμασταν σε κλειστό χώρο» του είπα ελαφρά μαγκωμένη.
    - «Be that as it may, ήταν πολύ όμορφο»
    - «Θέλεις να φορέσω εκείνο αντί γι’ αυτό;»
    - «Όχι βρε, απλά σου είπα ότι μου άρεσε πολύ. Πήγαινε να αλλάξεις και έλα να πιούμε τη σοκολάτα μας»
    - «Ναι Αρίστο μου, έρχομαι» του είπα και πήγα στο δωμάτιο και έβγαλα το φόρεμα και το έβαλα ξανά στη σακούλα του και το κρέμασα, μόνο που αντί για πιτζάμες, έβαλα ένα σέξι μαύρο ημιδιάφανο babydoll. «Κλείσε τα μάτια σου!» του είπα πριν μπω στο σαλόνι.
    - «Χμμμ… τα έκλεισα» μου είπε και πήγα και στάθηκα μπροστά του.
    - «Μπορείς να τα ανοίξεις»
    - «Αχ, θα με πεθάνεις εσύ!» μου είπε χαμογελαστός.
    - «Είπαμε να το γιορτάσουμε, μισές δουλειές θα κάνουμε;» τον πείραξα και όπως καθόταν στον καναπέ πήγα και γονάτισα μπροστά του.

    Του κατέβασα τη φόρμα και το μποξεράκι και χωρίς να χρονοτριβήσω πήρα το κεφαλάκι στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω και να το παίζω με τη γλώσσα. Ο Αρίστος έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και με πίεσε προς τα κάτω και τον πήρα όλο στο στόμα μου, κερδίζοντας ένα ηδονικό βογγητό του. Κρατώντας με απαλά από το μαλλί μου έδωσε ρυθμό από τον οποίο κατάλαβα ότι ήθελε να τελειώσει στο στόμα μου. Απογοητεύτηκα λίγο καθώς τον ήθελα μέσα μου, αλλά έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου ακολουθώντας υπάκουα το ρυθμό του μέχρι που κοκκάλωσε μέσα μου και τελείωσε με ένα δυνατό και μακρόσυρτο βογγητό. Αν είχα την οποιαδήποτε αμφιβολία ότι είχε κάτσει φρόνιμος όσο ήταν στο Δουβλίνο, αυτή διαλύθηκε κρίνοντας από το πόσο γρήγορα τελείωσε και κυρίως από την ποσότητα που πλημμύρισε το στόμα μου, να με πνίξει κόντεψε. Τουλάχιστον σήμερα ήταν απλά αλμυρούτσικο, ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά. Τον καθάρισα τελείως με τη γλώσσα και τα χείλη μου και δίνοντας του ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι, σήκωσα το βλέμμα μου προς εκείνον και στο δικό του πήρα την ανταμοιβή μου. «Εντάξει, του άρεσε!»

    - «Μη σταματάς, συνέχισε» μου είπε και μου πίεσε ξανά το κεφάλι. «Και δεύτερη στο καπάκι;» αναρωτήθηκα παίρνοντάς τον ξανά στο στόμα μου. Αυτή τη φορά δε μου έδωσε ρυθμό, με άφησε να το κάνω μόνη μου. Ξεκίνησα αργά, τον έβγαλα από το στόμα μου και κρατώντας τον με το χέρι μου άρχισα να διατρέχω όλο το μήκος του με τη γλώσσα μου, από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του. Μετά χαμήλωσα ακόμα πιο κάτω και άρχισα να του γλείφω τα μπαλάκια και μάλλον του άρεσε πολύ γιατί με πίεσε προς το μέρος τους και αυτό που ήθελε ο Αρίστος, αυτό θα του έδινα. Πήρε το χέρι του από το κεφάλι μου και άρχισα να τον γλείφω με την ανάποδη φορά και όταν έφτασα ξανά στο κεφαλάκι, τον πήρα όλο μέσα στο στόμα μου και μετά τραβήχτηκα και πάλι απαλά, και άρχισα να ανεβοκατεβάζω το κεφάλι μου παίρνοντάς τον κάθε φορά όλο μέσα μου. Αυτό συνεχίστηκε για κανένα δεκάλεπτο και τότε με σταμάτησε.

    Με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω με τα τέσσερα στον καναπέ και αφού μου έβγαλε το εσώρουχο, γονάτισε από πίσω μου και άρχισε να με γλείφει πρώτα στο μουνάκι και μετά στο κωλαράκι. Μάλλον ήθελε το κωλαράκι μου και παρά τα όσα σκεφτόμουν το απόγευμα, δεν είπα τίποτα. Θα πονούσε σα διάολος, αλλά αν ήθελε κωλαράκι, θα έπαιρνε κωλαράκι. Δεν ξέρω, αυτή η σπόντα που μου είχε πετάξει με τον «Αλή μπαμπά» ένιωθα μέσα μου ότι ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πείραγμα, είχε ζηλέψει και αυτό με έκανε ταυτόχρονα να χαίρομαι, να στεναχωριέμαι και να θυμώνω, στην τελική εκείνος μου είχε πει να το κάνουμε Κούγκι και εκείνος που μου είχε πει «θα τσούξει Θανάση μου» όταν ο Μιχάλης του έφερε τα καλτσούνια. Ο Αρίστος σταμάτησε και πήγε να φορέσει το προφυλακτικό του. Με τράβηξε προς το μέρος του κάνοντάς με να τουρλωθώ και έκλεισα τα μάτια μου περιμένοντας το αναπόφευκτο.

    Τελικά άδικα ανησυχούσα, ο Αρίστος τον έτριψε στα χείλη μου και μπήκε μέσα μου από μπροστά και Θεέ μου! Θεέ μου! Μου είχε λείψει, πόσο μου είχε λείψει. Κρατώντας με από τους γλουτούς άρχισε να κινείται πιο γρήγορα και κάθε κίνηση μέσα μου συνοδευόταν και από βογγητό μου. Που και που μου έριχνε σφαλιάρες στα κωλομέρια, κάνοντάς με ακόμα περισσότερο πύραυλο. Τελικά η πίπα που του είχα κάνει πριν τον βοήθησε να κρατηθεί για πολύ ώρα και αν και σήμερα δεν είχε κερασάκι το απολάμβανα στο έπακρο. Τα βογγητά του έγιναν πιο συχνά μέχρι που καρφώθηκε για τελευταία φορά μέσα μου και με ένα τελευταίο δυνατό βογγητό τελείωσε. Τραβήχτηκε προσεκτικά και μου έχωσε μια τελευταία παιχνιδιάρικη σφαλιάρα στα κωλομέρια.

    - «Μου έλειψες Μαριλίζα μου!»
    - «Κι εμένα μου έλειψες Αρίστο μου» του είπα ξαπλώνοντας στην αγκαλιά του. «Θες να πάμε να ξαπλώσουμε στο πάπλωμα να χουχουλιάσουμε;»
    - «Και οι σοκολάτες;»
    - «Δε θα παρεξηγηθούν αν τις πιούμε μέσα!» του απάντησα χαμογελαστή και τις πήραμε και πήγαμε μέσα. «Αρίστο μου, μη φορέσεις τη φόρμα σου σε παρακαλώ!»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι» μου είπε και χώθηκα γυμνή στην αγκαλιά του κάτω από το πάπλωμα νιώθοντας πάνω μου τη ζέστη του κορμιού του. «Έχεις σκεφτεί τι αυτοκίνητο θα πάρεις;»
    - «Έχω φτιάξει και λίστα αλλά θέλω να τη δούμε μαζί, δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα. Βασικά το όνειρό μου ήταν το 500αράκι το κάμπριο και… μέχρι προχθές ήταν αυτό, όνειρο!»
    - «Είναι κουκλί το ρημάδι αλλά είναι πόλης. Εγώ θα σε συμβούλευα να πας σε μεγαλύτερη κατηγορία» μου είπε και εδώ που τα λέμε αυτό μου είχε πει και ο Μιχάλης.
    - «Εσύ τι θα πρότεινες;»
    - «Αν θέλεις fiat θα πρότεινα να πας σε Panda. Από εκεί και πέρα, Yiaris από Toyota, C3 σαν το δικό μου, Picando από KIA και I10 από Hyundai.»
    - «Αυτά έχω βάλει και στη λίστα μου. Είχα και Fiesta και Ibiza και Twingo»
    - “Not fan” μου είπε και συμπλήρωσε «δεν είναι κακά αυτοκίνητα, απλά όχι του γούστου μου.»
    - «Το C3 σου ποιο είναι;»
    - «Το C-Series, με αυτόματο κιβώτιο το οποίο στο προτείνω θερμά. Έχει ελαφρά μεγαλύτερη κατανάλωση αλλά για μέσα στην πόλη είναι ό,τι πρέπει. Ιδέα, το πρωί που θα πάμε σπίτι, πάμε να το βγάλεις μια βόλτα να δεις πως είναι. Πρέπει να κατέβω για ψώνια οπότε θα μου κάνεις τη σοφερίνα!»
    - «Δηλαδή σκοπεύεις να με χρησιμοποιήσεις στο έπακρο!»
    - «Μα είδες τι παλιάνθρωπος είμαι;»
    - «Βλέπω και φρίττω!» του είπα του έβγαλα τη γλώσσα.
    - «Όπως λέει και μια γνωστή μου, ΠΡΡΡΡΡ» μου έκανε και έσκασα στα γέλια παρά το γεγονός ότι με γέμισε σάλια.
    - «Σίχαμα!» τον πείραξα τρυφερά. «Τι ώρα να βάλω αύριο το ξυπνητήρι, γλυκούλη;»
    - «Δε χρειάζεται να βάλεις ξυπνητήρι, σπάνια ξυπνάω μετά τις 09:30, οπότε θα μας ξυπνήσω εγώ. Για πες μου τώρα, στο σπίτι τι ανακαίνιση θα κάνεις;»
    - «Χμμμ, όχι τρομερά πράγματα. Αρχικά θερμοπρόσοψη και αλλαγή αλουμινίων, το σπίτι έχει πολύ καλή θέρμανση και είναι κρίμα να μην έχει τόσο καλή μόνωση»
    - «Θα συμφωνήσω μαζί σου. Τι άλλο;»
    - «Το μπάνιο, θα αλλάξω τα πλακάκια -μα τι σκεφτόντουσαν όταν πήραν αυτά τα αίσχη;- και λέω και να αλλάξω μπανιέρα, χωράει μεγαλύτερη, τι να το κάνω τόσο πεζούλι; Τέλος θέλω να ξεφορτωθώ αυτή τη βιτρίνα στο σαλόνι, τους αγαπάω τους γονείς μου αλλά το γούστο τους, Θεέ μου. Η κουζίνα θέλει ένα απλό λουστράρισμα»
    - «Την κουζίνα και τη νέα βιτρίνα θα στα κάνω εγώ! Έχεις κάποιο σχέδιο κατά νου; Αν όχι, να σου κάνω εγώ μερικά να σου δείξω!»
    - «Μιλάς σοβαρά;» τον ρώτησα χωρίς να πιστεύω στ’ αφτιά μου!
    - «Εμ τι, λες να σου κάνω πλάκα; Και αν θες να πάρεις το χαζοκούτι από εδώ και να το πας στο σαλόνι, θα σου κάνω και μια όμορφη σύνθεση!»
    - «Μ’ αρέσει να χαλαρώνω στο κρεββάτι βλέποντας τηλεόραση, με νανουρίζει να σου πω!»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» είπε και άδειασε τη σοκολάτα του. «Και τώρα ύπνο γιατί είμαι από το πρωί στο πόδι και με το ζόρι κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου. Όνειρα γλυκά κοριτσάρα μου» μου είπε και με φίλησε τρυφερά.
    - «Καληνυχτούδια μωρό μου» του απάντησα και χταποδιάστηκα πάνω του. Την πρώτη φορά που τον είχα πει «μωρό μου» μου είχε ξεφύγει αλλά τσάμπα ανησυχούσα, τον Αρίστο δεν τον πείραζαν οι εκδηλώσεις τρυφερότητας, ίσα-ίσα, τις απολάμβανε. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου, μέσα στην αγκαλιά του ένιωθα ζέστη και ασφάλεια και ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει.

    Το πρωί που ξύπνησα ήμουν μόνη στο κρεββάτι. Να, αυτά δε μου αρέσουν! Σηκώθηκα και έβαλα τις πιτζάμες μου και πήγα μέσα. Χτύπησα την πόρτα του μπάνιου αλλά ο Αρίστος δεν ήταν μέσα. Ούτε στην κουζίνα ήταν, ούτε στο σαλόνι! Δε μπορεί να ήταν όνειρο, στο σαλόνι ήταν ακόμα η βαλίτσα του. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα κρατώντας δυο ποτήρια στο χέρι.

    - «Καλημέρα κοριτσάρα μου, πετάχτηκα απέναντι να πάρω καφεδάκια» μου είπε και σάστισε όπως όρμισα να τον αγκαλιάσω. «Απέναντι πήγα βρε, όχι μετανάστης!»
    - «Έλα μωρέ Αρίστο, μη μου τα κάνεις αυτά!» του είπα παραπονεμένη σφίγγοντάς τον πάνω μου.
    - «Ποια βρε βάσανο; Καφεδάκι πήγα και πήρα!»
    - «Γιατί δε με ξύπνησες;»
    - «Δε μου έκανε καρδιά έτσι γλυκά που κοιμόσουν!»
    - «Άντεεεεεε» του έκανα παραπονιάρικα.
    - «Είσαι μια γλύκα!»

    Καθίσαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας και είχα κολλήσει σα στρείδι στην αγκαλιά του, μου είχε λείψει πολύ ο γλυκούλης μου. Κάποια στιγμή πήγε να σηκωθεί και του έκανα «ΓΚΡΡΡΡΡΡ» και βάζοντας τα γέλια κάθισε και πάλι στη θέση του.

    - «Ποιος κυβερνάει επιτέλους αυτόν τον τόπο;» που έλεγε και ο μεγάλος!
    - «Δε βαριέσαι, ένα απέραντο φρενοκομείο είναι, σύμφωνα με το …μεγάλο»
    - «Εσύ θα πας μπροστά!»
    - «Αμέ! Και δε σου είπα και το άλλο, πέρασα το αμαρτωλό τεφτέρι σε excel!»
    - «Πόσες έχεις μαζέψει;»
    - «260, εκ των οποίων οι 30 είναι προσφορά της yours truly και άλλες 30 υπεργολαβία!»
    - «Και άλλες 40 οι τόκοι, τριακόσια! Μια χαρά!»
    - «Αυτό είναι καθαρή τοκογλυφία!» διαμαρτυρήθηκα.
    - «Μπορούν να γίνουν και 140, το τετρακόσια είναι εξίσου στρογγυλό!»
    - «Με βρήκες μικρή και με καταπιέζεις!»
    - «Αν δεν σε καταπιέσω εγώ, ποιος θα σε καταπιέσει;»
    - «Καθόλου καταπίεση, μπα ε;»
    - «Ε, τι πλάκα θα είχε έτσι;»
    - «Ε βέβαια, τι θα έλεγες; Σάμπως εσύ θα τις φας; Εγώ θα τις φάω!»
    - «Αυτή ήταν η ιδέα εξαρχής κοριτσάρα μου, με αλγολάγνο έμπλεξες, όχι με πρόσκοπο!»
    - «Και με πρόσκοπο που έμπλεξα είδα τι καλά που πήγε!»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Ο Κώστας ήταν πρόσκοπος στα παιδικάτα του»
    - «Θα μπορούσε να είναι χειρότερα, πχ σαδιστής πρόσκοπος!»
    - «Ο Κώστας; Ούτε καν, εδώ μια φορά του είπα να μου ρίξει μια στον κώλο και κόντεψε να μου μείνει, πιο vanilla βάζεις ένα κουτάλι και κάνεις το υποβρύχιο!»
    - «Αλήθεια, εσύ πως κατάλαβες ότι σε έλκει το συγκεκριμένο;»
    - «Άρεσε στο Διονύση το spanking.»
    - «Δεν ξεκινάς καλά…» είπε αναφερόμενος στην ηλικία μου όταν τα είχα με το Διονύση.
    - «Be that as it may. Δε μου το είχε ζητήσει ο ίδιος, η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου. Μου έχωνε καμιά φορά παιχνιδιάρικες στον κώλο -σιγανές, μη φανταστείς- και διαπίστωσα ότι μου άρεσαν. Μια μέρα κάναμε role play, αυτό μωρέ της αδιάβαστης μαθήτριας, η αρχική ιδέα ήταν να του πω να με πάρει από πίσω, αλλά αντιθέτως του είπα να με δείρει στο κωλαράκι. Σάστισε για λίγο αλλά ήταν φανερό ότι του άρεσε, ειδικά όταν του είπα ότι δε θα πάθω τίποτα να ρίξει και καμιά πιο δυνατή. Ε, δεν έγινα μόνο εγώ πύραυλος, έγινε και εκείνος και μετά… μετά διαπίστωσα ότι το από πίσω μου άρεσε πολύ περισσότερο αν πρώτα είχα φάει ξυλιές… ε, και κάπως έτσι κύλισα στο βούρκο!»
    - «Το έχεις κάνει με άλλους;»
    - «Το spanking ή το άλλο;»
    - «Και τα δύο»
    - «Spanking μόνο με Διονύση και μετά με το Μιχάλη, σαν προθέρμανση και φυσικά αυτές που μου έχεις ρίξει εσύ»
    - «Το άλλο;»
    - «Με… με τέσσερις. Το Διονύση, τον Κώστα, εσένα και… και προχθές με το Μιχάλη» είπα και ξαφνικά ένιωσα και πάλι άσχημα. «Αν και με το Μιχάλη θα είναι και η τελευταία»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί πόνεσε πολύ, πολύ όμως. Και ο ίδιος ο Μιχάλης μου είπε ότι αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει»
    - «Δεν του άρεσε;»
    - «Μωρέ η πράξη μια χαρά του άρεσε. Το πόσο ζορίστηκα και πόνεσα δεν του άρεσε»
    - «Γιατί δε σταμάτησε;»
    - «Προσπάθησε δύο φορές» του ομολόγησα. «Εγώ του ζήτησα να συνεχίσει»
    - «Γιατί;»
    - «Δεν ήταν θυσία, αν με ρωτάς αυτό Αρίστο. Ήταν προσφορά, όχι για τη χαρά της πράξης, για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς. Ναι πόνεσε, ναι, ακόμα δεν μπορώ να κάτσω καλά-καλά, που λέει ο λόγος, αλλά δε το μετάνιωσα. Ήθελα να του δώσω και του έδωσα, το έκανα με όλη μου την ψυχή. Με μάλωσε μετά, μου είπε ότι μόνο με ένα τρόπο μπορώ να του δείξω ευγνωμοσύνη, με το να περνάω όμορφα όταν είμαι μαζί του»
    - «Σ’ αγαπάει, ε;»
    - «Ναι μ’ αγαπάει. Αρίστο… κι εγώ τον αγαπάω»
    - «Δεν έπεσα από τον Άρη με αλεξίπτωτο, Μαριλίζα μου, είναι προφανές ότι τον αγαπάς»
    - «Δεν σε πειράζει;»
    - «Αυτά που νιώθεις για το Μιχάλη εμποδίζουν αυτά που νιώθεις για μένα;»
    - «Όχι» του απάντησα με σιγουριά.
    - «Τότε έχεις την απάντησή σου… μπούφο!»
    - «Είμαι και φαίνομαι!» του απάντησα και χώθηκα ξανά στην αγκαλιά του.

    Ίσως τελικά να ήταν ιδέα μου και αυτό που είδα σαν μπηχτή να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα απλό πείραγμα. Μακάρι να ήταν όντως έτσι. Ναι, αν μου ζητούσε να σταματήσω τα πάρε δώσε με το Μιχάλη θα το έκανα… αλλά πλέον δε θα μου άρεσε… δε θα μου άρεσε καθόλου.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 2 Ιανουαρίου 2024
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 18ο - 18. Ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα

    Πήγα στο δωμάτιο και πήρα το φόρεμα και το παλτό με τις κρεμάστρες τους καθώς και τις γόβες που θα φορούσα το βράδυ και φυσικά και το ταξιδιωτικό μου νεσεσέρ. Προσπάθησα να σκεφτώ αν χρειάζομαι κάτι άλλο αλλά δε μου ερχόταν, οπότε με τα πράγματα ανά χείρας γύρισα στο σαλόνι που με περίμενε υπομονετικά ο Αρίστος.

    - «Θα πρέπει να σταματήσουμε και σε κάποιο ATM να τραβήξω χρήματα και μετά σε κάποιο βιβλιοπωλείο να πάρω ένα καλό φάκελο»
    - «Για το δεύτερο δε χρειάζεται, έχω στο σπίτι φακέλους»
    - «Μωρέ σκεφτόμουν κάποιο πιο φαντεζί και αστείο»
    - «Εντάξει, θα σταματήσουμε και από βιβλιοπωλείο. Έτσι κι αλλιώς εσύ θα οδηγάς!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Χαχαχα, είσαι γλύκα. Λοιπόν, τα έχεις μαζέψει όλα;»
    - «Ναι, νομίζω καλά είμαι!»
    - «Ωραία, πάμε!»

    Μισή ώρα με σαράντα λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι του, ο Αρίστος έκανε κάτι με το κινητό του και άνοιξε η γκαραζόπορτα και μπήκαμε μέσα όπου μας περίμενε κλαίγοντας από τη χαρά της η Sadie, έκανε λες και είχε να δει τον Αρίστο τρεις αιώνες. Όχι ότι δεν πήρα το μετρικό μου, σύχρηστη έγινα, αλλά ήταν τόσο χαρούμενη που δε μου έκανε καρδιά να τη μαλώσω. Όταν μπήκαμε στο σπίτι, μαζί με τη Sadie που είχε πάρει στο κατόπι τον Αρίστο και δεν τον άφηνε να απομακρυνθεί ούτε μισό μέτρο, ακολούθησε νέος γύρος πανηγυρικών από Τσάρλι και Σάνι που σε αντίθεση με τη Sadie ήταν αρκετά πιο μετρημένοι μαζί μου.

    Αφήσαμε τα πράγματα στο δωμάτιό του και, αφού ταΐσαμε τα ζωντανά, κατεβήκαμε για να βγούμε να κάνουμε τα ψώνια που ήθελε ο Αρίστος, τα οποία συμπεριλάμβαναν τα υλικά για τη μακαρονάδα που είχα φάει τη μέρα που μιλήσαμε για πρώτη φορά και που μου είχε δηλώσει πως ήθελε δοκιμάσει. Δεν είχα οδηγήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου αυτόματο και το πόδι μου στην αρχή έψαχνε συνεχώς το συμπλέκτη, αλλά τα λίγα χιλιόμετρα που κάναμε μέχρι να φτάσουμε στο μεγάλο Βασιλόπουλο της Εθνικής ήταν αρκετά για να με πείσουν για τη βολή του. Έβγαλα τα χρήματα που σκόπευα να κάνω δώρο από το ATM και μετά περάσαμε από ένα βιβλιοπωλείο και με λίγο ψάξιμο, βρήκα αυτό που ήθελα. Όταν επιστρέψαμε, και μιας και το βράδυ δε θα ήμασταν εκεί, βγάλαμε και τη Sadie τη βόλτα της και γυρίσαμε πήγαμε στην κουζίνα, εγώ για να φτιάξω τη μακαρονάδα και ο Αρίστος για να μου κάνει παρέα.

    - «Λοιπόν πώς σου φάνηκε το αυτόματο;»
    - «Αγόρασα, είναι απίστευτα βολικό!»
    - «Είναι, ειδικά για όταν κυκλοφορείς μέσα στην πόλη. Αλήθεια, πέρα από το πεντακοσαράκι, ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;»
    - «Το τρίπορτο το Yaris αλλά είναι τρελοί οι γιαπωνέζοι, άκου 50.000»
    - «Εχμ, φαντάζομαι ότι αναφέρεσαι στο GR. Ναι, δεν κάνει 50.000 γιατί είναι τρίπορτο και σίγουρα δε βγαίνει σε αυτόματο!»
    - «Ε, εμένα αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλα»
    - «Κοίτα το Σουμάχερ!» με πείραξε.
    - «Ούτε καν, απλά μου αρέσει οπτικά. Γενικά τα Yaris μου αρέσουν οπτικά πιο πολύ απ’ όλα, να φανταστείς χθες που έπαιζα διαμόρφωσα ένα που μου άρεσε, αν και μου βγήκε κομματάκι ακριβούτσικο, πάνω από 23 μαζί με το χρώμα και τα διακοσμητικά. Το πρόβλημα με το αυτόματο είναι ότι είναι διαθέσιμο μόνο για το υβριδικό μοντέλο και που θα το φορτίζω;»
    - «Είναι αυτοφορτιζόμενο, Μαριλίζα μου, φορτίζει με την κίνηση και το φρενάρισμα. Ο ηλεκτροκινητήρας αναλαμβάνει μέσα στην πόλη και σε χαμηλές ταχύτητες, όταν το γκαζώσεις χρησιμοποιεί τον βενζινοκινητήρα του»
    - «Huh, είμαι τελείως άσχετη από αυτά»
    - «Δεν πειράζει, γι’ αυτό είμαι εγώ. Λοιπόν, πάω να φέρω το tablet μου, έχω μια ιδέα για μια σύνθεση που θα ταίριαζε στο σαλόνι σου»
    - «Σ’ ευχαριστώ πολύ μωρουλίνι μου» του είπα χαρούμενη

    Έβαλα την κατσαρόλα στην κεραμική εστία για να βράσω το νερό για τα μακαρόνια και ο Αρίστος πήγε να πάρει το tablet του. Είχαμε το ίδιο μοντέλο, μόνο που εγώ είχα πάρει το μικρότερο από τα τρία σε μέγεθος ενώ εκείνος είχε πάρει το μεγαλύτερο, ήταν μεγάλο σα laptop. Επίσης, σε αντίθεση με μένα, ο Αρίστος χρησιμοποιούσε πολύ τη γραφίδα, ενώ εγώ στο δικό μου την είχα βγάλει και την είχα φυλάξει στο κουτί του για να μη τη χάσω. Ο Αρίστος ζωγράφιζε και μουρμούριζε μόνος του, ήταν μια γλύκα, και έτσι όπως τον χάζευα παραλίγο να ξεχαστώ!

    - «Αρίστο μου, θέλεις να βάλω τη σάλτσα ξεχωριστά ή να την ανακατέψω με τα μακαρόνια;»
    - «Ανακάτεψέ την!» μου είπε χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι, είχε αφοσιωθεί πλήρως στο σχέδιο που ζωγράφιζε… για μένα! Και θα μου την έφτιαχνε και με τα ίδια του τα χέρια. Είναι ν’ απορείς που η καρδιά μου χοροπηδούσε; Έριξα τη σάλτσα στα μακαρόνια και την ανακάτεψα καλά.
    - «Μωρό μου το φαγητό είναι έτοιμο. Θες να σερβίρω;»
    - «Δώσε μου πέντε λεπτάκια ακόμα… εεεπ… μην κλέβεις, θα το δεις όταν τελειώσω!» Τουλάχιστον δεν έγραψε κι άλλο το κοντέρ, κάτι είναι κι αυτό!

    Αν αυτό που μου έδειξε ήταν κάτι πρόχειρο, πώς θα ήταν το καλό; Εντάξει, όταν ο Θεός μοίραζε ταλέντα στον Αρίστο πρέπει να του έφυγε το καπάκι, δεν εξηγείται! Μέχρι και τους δύο καναπέδες είχε ζωγραφίσει για να μου δείξει πως θα ταίριαζε η νέα σύνθεση με τα υπάρχοντα έπιπλα.

    - «Αρίστο μου είναι υπέροχο!»
    - «Το τραπεζάκι αν πρόσεξες δεν είναι το ίδιο με αυτό που έχετε, θα σου φτιάξω εγώ καινούργιο που να ταιριάζει μαζί τους»
    - «Ούτε το τραπεζάκι ταιριάζει ούτε αυτό το φρικτό έπιπλο, βλέπεις τους καναπέδες τους διάλεξα εγώ με αυτή την ελπίδα, να ξεφορτωθούμε τη σαβούρα αλλά οι γονείς μου ήταν ανένδοτοι και το γούστο τους το διαπίστωσες φαντάζομαι!»
    - «Η κουζίνα πώς τους ξέφυγε;»
    - «Και την κουζίνα εγώ τη διάλεξα, και το τραπέζι της κουζίνας και τις καρέκλες»
    - «Κόβει το μάτι σου πάντως, και μπράβο σου. Λοιπόν, σ’ αρέσει;»
    - «Είναι τέλειο!!!!»
    - «Είσαι σίγουρη ότι δε θες να βγάλεις το χαζοκούτι από την κρεβατοκάμαρα;»
    - «Σίγουρη, προτιμώ να βλέπω τηλεόραση χουχουλιασμένη και με νανουρίζει. Άλλωστε και το καλοκαίρι, μόνο στο υπνοδωμάτιο έχω air condition»
    - «Εχμ… και γιατί δε βάζεις και στο σαλόνι;»
    - «Γιατί μέχρι προχθές δε μου έφταναν!»
    - «Έλα μωρέ που δε σου έφταναν, πόσο κάνει ένα 12άρι κλιματιστικό;»
    - «Αρίστο, τι μισθό νομίζεις ότι παίρνω;»
    - «Κανένα χιλιοπεντακοσάρι;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια. «Όχι;»
    - «Τι χιλιοπεντακοσάρι μωρό μου; 970 στο χέρι παίρνω και αυτά από τον Σεπτέμβρη και μετά που έγινα team leader, μέχρι τότε έπαιρνα το βασικό. Έχω το πλυντήριο, το στεγνωτήριο, την τηλεόραση και το tablet μου σε δόσεις, βάλε ΔΕΗ, Cosmote, υγραέριο και κοινόχρηστα, βάλε ΕΝΦΙΑ, βάλε τη βενζίνη στο σαραβαλάκι, βάλε το σούπερ μάρκετ, βάλε γυμναστήριο, βάλε και τα υπόλοιπα μικροέξοδα, πόσα νομίζεις ότι μου έμεναν στο τέλος κάθε μήνα; Ευτυχώς μαζί με την αύξηση πήρα και 130 το μήνα σε κάρτα σούπερ μάρκετ καθώς και εταιρικό κινητό και μπόρεσα και πάλι να αρχίσω να βάζω ξανά στην άκρη»
    - “Ooh” έκανε ο Αρίστος μαγκωμένος.
    - «Μπορεί για σένα τα 60.000 να είναι ρέστα από το περίπτερο αλλά για μένα είναι πολύ μεγάλο ποσό»
    - «Εντάξει, δεν επιμένω»
    - «Σ’ αρέσει η μακαρονάδα;» ρώτησα αλλάζοντας θέμα καθώς είδα ότι δεν αισθανόταν άνετα.
    - «Αν κάνετε delivery θα σας προτιμήσω!» αστειεύτηκε.
    - «Αμέ, κάνουμε!»
    - «Αμάν! Πρέπει να πάμε τη μπέμπα για πλύσιμο, το ξέχασα τελείως!»
    - «Γιατί; Καθαρή είναι!» τον ρώτησα ελαφρά απορημένη.
    - «Θέλω σήμερα που θα πάμε στο γάμο τα κορίτσια μου να λάμπουν!» είπε κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου.
    - «Να, τέτοια μου κάνεις και με λιώνεις!» απάντησα κάνοντάς του μια παιχνιδιάρικη γκριμάτσα.

    Τελειώσαμε και κατεβήκαμε, με δύο αυτοκίνητα, στο βενζινάδικο που προτιμάει ο Αρίστος όταν θέλει να τα πάει για πλύσιμο. Το παιδί μας είπε ότι το αυτοκίνητο θα ήταν έτοιμο γύρω στις τέσσερις, είχε ήδη κάμποσα αυτοκίνητα που προηγούνταν. Ο Αρίστος είχε επιλέξει το συγκεκριμένο βενζινάδικο γιατί πλύσιμο και κέρωμα το κάνουν στο χέρι και όχι με μηχανήματα, οπότε αναγκαστικά θα έπρεπε να κάνουμε υπομονή, αλλά ευτυχώς το 16:00 δε μας πέταγε έξω το πρόγραμμα, καθώς θα φεύγαμε από το σπίτι του κατά τις 18:00. Όταν γυρίσαμε σπίτι του, πήγαμε και κάτσαμε στο σαλόνι βάζοντας μουσική.

    - «Μαριλίζα μου, σου είχα τάξει Πόζαρ το ερχόμενο Σαββατοκύριακο αλλά θα πρέπει να κατέβουμε Κρήτη, έχω το γάμο μιας πρώτης μου ξαδέρφης και το είχα ξεχάσει!» μου είπε και αν είχα λερώσει μια φορά τα βρακιά μου πριν, η χρήση του πρώτου πληθυντικού με έκανε να τα λερώσω δέκα.
    - «Χαχαχα, μου είχες τάξει Πόζαρ το πρώτο Σαββατοκύριακο που δε θα είχα γάμο. Ε, θα έχω, οπότε δεν αλλάζει κάτι. Αλήθεια, μιας και το είχες ξεχάσει, θα το έχεις το σπίτι;»
    - «Ναι, το έχω φροντίσει εδώ και καιρό, απλά το είχα ξεχάσει όταν σου είπα για Πόζαρ. Μπορείς να πάρεις τέσσερις μέρες άδεια; Λέω να πάμε στο Ηράκλειο Πέμπτη πρωί και να φύγουμε Τρίτη βράδυ»
    - «Θα μπορέσω, έχω και τέσσερις μέρες υπόλοιπο από την περσινή άδεια και ήδη γκρινιάζουν να την πάρω»
    - «Και η συνάδελφος σου που παντρεύεται σήμερα, δε θα πάει γαμήλιο ταξίδι;»
    - «Θα πάει αλλά στα μέσα του Φλεβάρη, την Τρίτη θα είναι γραφείο οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλήθεια, δεν πρέπει να κλείσουμε εισιτήρια;»
    - «Δεν θα κλείσουμε, θα κλείσω, και μη με κοιτάζεις έτσι!»
    - «Αρίστο μου…»
    - «Γράψε άλλες τριάντα για αντίσταση κατά της αρχής!»
    - «Σοβαρά τώρα…» πήγα να πω αλλά με διέκοψε
    - «Και άλλες είκοσι»
    - «Ουφ» είπα και σηκώθηκα να πάω να πάρω το αμαρτωλό τεφτέρι για να τις γράψω. «Οι άλλες είκοσι;»
    - «Γιατί είσαι ξεροκέφαλη!»
    - «Και αισίως φτάσαμε τις 350» είπα αφού έγραψα στο τεφτέρι. «Θα σε πιάσει το χέρι σου!»
    - «Μην ανησυχείς γι’ αυτό, έχω αντοχές…»
    - «Δεν ανησυχώ για τις αντοχές σου, για τις δικές μου ανησυχώ» είπα ξερά κάνοντάς τον να γελάσει.
    - «Έτσι, να σφίγγουν και οι κώλοι που …χαλάρωσαν» μου είπε κοροϊδευτικά κάνοντάς με πάλι να νιώσω ότι ήταν περισσότερο μπηχτή παρά δούλεμα.
    - «Αρίστο, σοβαρά τώρα, σε πείραξε που το έκανα αυτό με το Μιχάλη;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον κατάματα.
    - «Μαριλίζα τι λες;» με ρώτησε εμφανώς τσαντισμένος.
    - «Συγνώμη Αρίστο μου, δε θέλω να σε νευριάσω… αλλά…»
    - «Αλλά, τι;»
    - «Νιώθω από προχθές σα να μου πετάς μπηχτές!»
    - «Σε πειράζω με τον ίδιο τρόπο που σε πειράζω κι άλλες φορές. Όχι Μαριλίζα, δε σου πετάω μπηχτές αλλά αναρωτιέμαι, μήπως είσαι εσύ που έχεις μετανιώσει και παίρνεις το πείραγμά μου αλλιώς;»
    - «Δεν το έχω μετανιώσει αλλά… αλλά νιώθω μπερδεμένη. Εννοώ… δεν είμαι σαν εσένα, δεν έχω τέτοιες εμπειρίες… νιώθω…νιώθω ενοχές»
    - «Μάλιστα… Κοίτα Μαριλίζα, αυτό δεν μπορώ να σε κάνω εγώ να το ξεπεράσεις, θα πρέπει να το ξεπεράσεις μόνη σου. Αν δε μπορείς και θέλεις να το σταματήσεις, κάν’το απλά μην περιμένεις να κάνω κάτι αντίστοιχο»
    - «Δε θέλω να το σταματήσω Αρίστο, αυτό είναι το πρόβλημά μου. Δε θέλω να το σταματήσω!»
    - «Ούτε εγώ θέλω να το σταματήσεις. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις ότι ΔΕ θέλω να σταματάς να κάνεις πράγματα που σε γεμίζουν; Λαμβάνω κι εγώ μέρος αυτής της ενέργειας βρε χαζούλα»
    - «Και τι θα γίνει στην υποθετική περίπτωση που αυτό που γεμίζει εμένα αδειάζει ταυτόχρονα εσένα;»
    - «Αυτό είναι που φοβάσαι Μαριλίζα ή το αντίστροφο;»
    - «Δεν το έχω ξανακάνει αυτό ρε Αρίστο και φοβάμαι. Ναι, δε θα έπρεπε, αλλά φοβάμαι»
    - «Έλα εδώ!» μου έκανε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και με έσφιξε δυνατά. «Μπούφο!»
    - «Είμαι!»
    - «Λοιπόν, έχουμε να πάμε σε γάμο σήμερα, δε θέλω κακές σκέψεις. Μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις το tablet μου από το γραφείο;»
    - «Ναι μωρό μου, πάω να στο φέρω» του είπα και πήγα στο γραφείο του και του έφερα το tablet. «Τι θα κάνουμε;»
    - «Αρχικά θα κλείσω τα εισιτήρια για Ηράκλειο και να νοικιάσω και αυτοκίνητο… Λοιπόν, έχει την Πέμπτη το πρωί στις 08:00 και επιστροφή στην Αθήνα την Τρίτη στις 22:00 το βράδυ. Πώς σου φαίνεται;»
    - «Νωρίς δεν είναι;»
    - «Θέλω να έχουμε όλη τη μέρα διαθέσιμη!»
    - «Εντάξει μωρό μου»
    - «Ωραία… πάμε παρακάτω… Δε μου λες, “Mihalitsianos” με h ή με “ch”; Πώς το έχεις στην ταυτότητά σου;»
    - «Εγώ με “ch” το γράφω αλλά να σου πω, δεν είμαι σίγουρη»
    - «Πήγαινε σε παρακαλώ να μου τη φέρεις, πρέπει να γράψω το ονοματεπώνυμό σου ακριβώς όπως είναι στην ταυτότητα» μου είπε και πήγα και του την έφερα. «Το Gmail σου είναι αυτό που έχεις στο Skype?» με ρώτησε και του έγνεψα καταφατικά. «Ωραία… Τα νεύρα μου… Εντάξει, το βρήκα το κινητό σου… ΟΚ, χμμμ έχει διαθέσιμο Renegade… sold» μουρμούρισε μόνος του. «Εντάξει… ωραία, μου ήρθε η ειδοποίηση… ναι εγώ είμαι… ναι αποδέχομαι… ουφ… finished, σε λίγο θα σου έρθει και e-mail»
    - «Μου ήρθε!» είπα ακούγοντας το ping του κινητού μου που είχα στο τραπεζάκι. «Να το ανοίξω;»
    - «Αν θες άνοιξέ το, να επιβεβαιώσουμε ότι είναι όντως το εισιτήριό σου»

    Πήρα το κινητό μου και είδα τις ειδοποιήσεις και αφού επιβεβαίωσα ότι όντως μου είχε έρθει το mail με το εισιτήριο, ξάπλωσα στην αγκαλιά του και κάτσαμε έτσι ακούγοντας μουσική μέχρι λίγο πριν τις 16:00 όπου κατεβήκαμε να πάμε να πάρουμε τη μπέμπα. Όταν επιστρέψαμε ανεβήκαμε πάνω για να ξεκινήσουμε να ετοιμαζόμαστε. Αυτή τη φορά δε μπήκαμε μαζί στο μπάνιο, με άφησε να μπω μόνη μου και βρήκα ευκαιρία να κάτσω να λιώσω κάτω από το υδρομασάζ έχοντας επιλέξει θερμοκρασία που δε θα την άντεχε ο Αρίστος. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που με άφησε να μπω μόνη μου. Δε χρειαζόταν να κάνω μασχάλες, πόδια και μπικίνι, τα είχα κάνει την Τετάρτη και ένιωσα και πάλι τύψεις γιατί όλα αυτά τα είχα κάνει πριν μου δώσει ο Αρίστος τις ευλογίες του να το κάνω Κούγκι με το Μιχάλη. «Θα πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις αυτό», μάλωσα για ακόμα μια φορά τον εαυτό μου.

    Πώς στο διάολο τα είχα καταφέρει και τους είχα και τους δυο συνεχώς στο μυαλό μου; Τελικά το both and more ήταν πιο ζόρι απ’ όσο το είχα φανταστεί. Και εδώ που τα λέμε, σάμπως και το είχα φανταστεί και ποτέ μου; Μέχρι που γνώρισα το Μιχάλη σεξ έκανα μόνο μέσα σε σχέση ή σε ξεπέτες. Είχα ακούσει φυσικά τον όρο friends with benefits αλλά για μένα η ξεπέτα ήταν αυτό, wham bam thank you ma’am, so long and thank for all the fish, αν ήθελες κάτι πιο μόνιμο έκανες σχέση ή έμενες με την όρεξη.

    Νέο Ηράκλειο, Μάιος 2023

    Ήταν δυο εβδομάδες μετά το session που είχε γίνει με τη Μάνια όταν ξαναβρεθήκαμε σπίτι του για νέο session, ξανά με την ίδια, αλλά εκείνη την ημέρα μας έκατσε στραβή, η Μάνια τραυματίστηκε ελαφρά στην προπόνηση οπότε θα έπρεπε να το αναβάλουμε. Αποφασίσαμε να μην κάτσουμε μέσα και πήγαμε και κάτσαμε να τα πιούμε σε ένα κοντινό μπαράκι και ο Μιχάλης, παρά τη στραβή, δεν είχε χάσει καθόλου τη διάθεσή του, παρασέρνοντας έτσι κι εμένα.

    - «Δουλεύεις αύριο;»
    - «Όχι, είναι το Σάββατο που έχω ρεπό, γιατί;»
    - «Για να πιούμε!»
    - «Και πώς θα πάω σπίτι μου;»
    - «Δε θα πας!» μου είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. Μου την έπεφτε; Ήθελα σαν τρελή να πηδηχτώ μαζί του, και όχι μόνο να πηδηχτώ, αλλά δίσταζα. Ο Μιχάλης δεν ήθελε σχέση κι εγώ δεν ήθελα να χάσουμε αυτό που είχαμε μεταξύ μας. Οι ξεπέτες για μένα ήταν ξεπέτες, πηδιόσουνα – εξαφανιζόσουνα.
    - «Καλά, θα δούμε!» είπα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο.

    Όταν γυρίσαμε σπίτι του είχα κάνει κεφάλι για τα καλά. Μέσα μου είχα το άγχος τι θα έκανα αν μου την έπεφτε αλλά τελικά παρά τα πειράγματά του δεν έγινε τίποτα. Ή μάλλον έγινε, του την έπεσα τελικά εγώ. Είχα απίστευτες καύλες και το ποτό μου είχε λύσει τις αναστολές.

    - «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» με ρώτησε και αντί για απάντηση του ρίχτηκα και πήγαν να τον φιλήσω. «Ώπα-ώπα…» μου είπε και με σταμάτησε απαλά.
    - «Κατάλαβα… καλοφάγωτη» είπα με την ουρά στα σκέλια θεωρώντας ότι έφαγα χυλόπιτα και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν ήμουν και σε θέση να οδηγήσω, τρομάρα μου!
    - «Μαριλίζα, δε σου ρίχνω χυλόπιτα»
    - «Και τι κάνεις;»
    - «Έχεις πιεί και σε σταματάω πριν κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις»
    - «Μιχάλη, το μόνο που έκανε το ποτό ήταν να με λύσει. Έχω πλήρη επίγνωση του που είμαι και τι κάνω, οπότε αν δε μου ρίχνεις χυλόπιτα, σκάσε και φίλα με!»

    Το έκανε, με φίλησε με τόσο πάθος που μου έκοψε την ανάσα, κάνοντάς με να λιώσω. Με το ένα χέρι άρχισε να με χαϊδεύει πρώτα στα πλάγια και μετά στο στήθος, πάνω από τη μπλούζα. Σταμάτησε για λίγο το φιλί και μου σήκωσε τη μπλούζα βοηθώντας με να τη βγάλω και λίγες στιγμές αργότερα ακολούθησε και το σουτιέν. Ξεκίνησε να με φιλάει και πάλι αλλά λίγες στιγμές αργότερα ρίχτηκε στα στήθη μου, αρχικά με τα χέρια του και στη συνέχεια με το στόμα του. Ανέβηκε ξανά προς τα πάνω και φιλώντας με στο στόμα, κατέβασε το χέρι του πιο χαμηλά, και περνώντας το μέσα από το παντελόνι μου και κάτω από το εσώρουχό μου, άρχισε να με παίζει, κερδίζοντας ένα δυνατό μου αναστεναγμό και κάνοντάς με να τεντωθώ. Έγειρα στην πλάτη του καναπέ και με κάποιο τρόπο κατάφερα να περάσω το χέρι μου από κάτω, να του ξεκουμπώσω το παντελόνι και να πιάσω το όργανό του στα χέρια μου. Το είχα δει πριν δύο εβδομάδες από μακριά και λίγες στιγμές αργότερα το είδα και από κοντά, από πολύ κοντά. Η μυρωδιά του και η γεύση του με ξετρέλαναν και παρά το γεγονός ότι γενικά δεν είμαι φαν της πίπας, βρέθηκα να την κάνω με τόση όρεξη που απόρησα με τον εαυτό μου.

    Ο Μιχάλης ωστόσο εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε πίπα. Με σταμάτησε και πήγαμε στο δωμάτιο του και με έβαλε κάτω και με έκανε να μιλήσω με το Θεό, μπορεί να μην ήταν η πρώτη φορά που μου έκαναν στοματικό αλλά ήταν μακράν η καλύτερη, νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να μου γύρισαν τα μάτια μου ανάποδα, έχασα πραγματικά τα αυγά και τα πασχάλια. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη του το ανταποδώσω, όταν κατάφερα να βρω και πάλι τις ανάσες μου, χαμήλωσα και τον πήρα ξανά στο στόμα και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Του είχα πει παλιότερα ότι δε μου αρέσει να τελειώνουν στο στόμα μου οπότε, νιώθοντας την κορύφωση να έρχεται, προσπάθησε να με σπρώξει. Του έκανα τα χέρια στην άκρη και λίγες στιγμές αργότερα τέλειωσε στο στόμα μου. Ήταν μεγάλη ποσότητα για να τη μαζέψω και επειδή δεν ήθελα να καταπιώ, την άφησα να τρέξει από το στόμα μου κάνοντάς τον χάλια. Και επειδή ο Μιχάλης είναι ο Μιχάλης, στα καπάκια ξεκίνησε το δούλεμα.

    - «Τι φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχει;»
    - «Ρε άει στο διάολο» του είπα γελώντας.
    - «Αντί να πάω εγώ στο διάολο δεν πας εσύ μέχρι το μπάνιο να μου φέρεις λίγο χαρτί;» Έκανα αυτό που μου ζήτησε ωστόσο δεν τον άφησα να σκουπιστεί.
    - “My mess” του είπα και τον καθάρισα προσεκτικά. Μετά έσκυψα και ξαναπήρα το κεφαλάκι του στο στόμα μου και το έγλειψα μέχρι που γυάλισε.
    - «Δεν είχαν μείνει κουκούτσια;» με πείραξε.
    - «Κάτι είχε μείνει, αλλά είδες; Δεν το έκανα θέμα! Αχάριστε!» είπα και του έδωσα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι… δηλαδή τι κεφαλάκι, βοϊδοκεφάλα ήταν με τέτοιο μέγεθος.
    - «Παράπονο εγώ; Φωτιά να πέσει να με κάψει!»
    - «Σε βλέπω κάρβουνο φουκαρά μου!» τον πείραξα.

    Λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε και δεύτερος γύρος, και όχι τίποτε άλλο, αλλά με την πίπα που είχε προηγηθεί είχε και μεγάλη διάρκεια, μωρέ με έβαλε στα τέσσερα και με κοπάνισε σα χταπόδι, κάνοντάς μου ταυτόχρονα με τις χερούκλες του το κωλαράκι κόκκινο, μου έδωσε και κατάλαβα! Και μετά είχε και τρίτο γύρο, και πόσο μου είχε λείψει να νιώθω το βάρος ενός ανδρικού κορμιού πάνω μου και την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου. Ομοίως μου είχε λείψει και το on top και πήγαμε να το δοκιμάσουμε αλλά με το μέγεθος του Μιχάλη είχε κάτι από παλούκωμα, βάλε και το ότι με είχε κάνει του αλατιού με το πισωκολλητό, οπότε γρήγορα το ξαναγυρίσαμε στο ορθόδοξο. Όταν τελείωσε ένιωθα ότι δε θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου.

    - «Αυτό ήταν, δε θα μπορώ να περπατήσω αύριο!» του είπα όταν τραβήχτηκε και ξάπλωσε δίπλα μου.
    - «Και ποδήλατο αν έχεις να κάνεις καιρό μετά πονάει ο κώλος σου από τη σέλα»
    - «Δε φταίει η σέλα που δε θα μπορώ να κάτσω αύριο, SirSpanksAlot όνομα και πράγμα!» τον πείραξα.
    - «Έχω και το όνομα και τη χάρη!» μου είπε και σηκώθηκε να πάει να βγάλει το προφυλακτικό του.
    - «Μιχάλη» του είπα γυρνώντας προς το μέρος του. «Δε θέλω να χαλάσει η φιλία μας!»
    - «Ίσα-ίσα, μαγδάλω μου, τώρα θα φτιάξει ακόμα περισσότερο!»
    - «Μαγδάλω;»
    - «Προτιμάς το σουραύλω;»
    - «Κάτι πιο γλυκό, δεν;»
    - «Γαλακτομπούρεκο;» με ρώτησε και έσκασα στα γέλια.
    - «Θα προτιμήσω το μαγδάλω!»
    - «Κατοχυρώθηκε!»
    - «Αλήθεια, αύριο το πρωί τι ώρα έχει αλλαγή φρουράς;» τον πείραξα αναφερόμενη στο ότι περίμενε την Αντιγόνη.
    - «Δε χρειάζεται αλλαγή φρουράς, both and more!»
    - «Η αλεπού κοκοράκια ονειρεύεται! Βρε καλά εμένα, την Αντιγόνη τη ρωτάς;»
    - «Και τι το κάναμε εδώ, δημοκρατία; Μήπως θα συνδικαλιστείτε κιόλας;»
    - «Τόσες που είμαστε χαλαρά κάνουμε σωματείο!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡ» μου έκανε κάνοντάς με χάλια.

    Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024


    Και κάπως έτσι έγινα μαγδάλω και μπήκαν στη ζωή μου το «ΠΡΡΡΡΡ» και το “both and more” . Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι το Μιχάλη σκεφτόμουν ενώ ο Αρίστος με περίμενε στο δωμάτιο. Αναστέναξα και βγήκα από την καμπίνα και φόρεσα το μπουρνούζι μου και σκούπισα με μια πετσέτα καλά τα μαλλιά μου. Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο δωμάτιο όπου βρήκα τον Αρίστο να κοιμάται του καλού καιρού. Χαμογελώντας σκανταλιάρικα, γδύθηκα τελείως και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Του κατέβασα το εσώρουχο και τον πήρα στο στόμα μου, και όπως και τις προάλλες, catch-up έκανε προς τη μέση της πίπας. Σήκωσε το πάπλωμα και με κοίταξε και χαμογελώντας του σκανταλιάρικα ρίχτηκα και πάλι επί το έργο και με τη συνδρομή του χεριού μου δε μου πήρε ούτε μερικά λεπτά να τον νιώθω να τρεμουλιάζει και να αναδεύεται μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το λίγες στιγμές αργότερα. Όταν τελείωσα, του έδωσα το καθιερωμένο φιλάκι στο κεφαλάκι και ανέβηκα προς τα πάνω, και μπορεί να μην είχε φιλάκι αλλά είχε σφιχτή αγκαλίτσα παρά το γεγονός ότι ακόμα πάλευε να βρει τις ανάσες του.

    - «Αυτό θα πει κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει!» τον πείραξα.
    - «Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής…»
    - «Μη μου πεις ότι ήσουν κνίτης στα νιάτα σου!»
    - «Μπα, μπα; Ξέρουμε τον Οδηγητή;»
    - «Αναντάμ παπαντάμ. Προπάππους αντάρτης στον ΕΛΑΣ, παππούς με φυλακίσεις και εξορίες, μπαμπάς στο Πολυτεχνείο… κατά μάνα κατά κύρη, που λένε!»
    - «Ο παππούς μου ο Αριστοτέλης ήταν αντάρτης, σκοτώθηκε προς τα τέλη του εμφυλίου. Ζήτησαν από το μπαρμπα-Μηνά που τότε ήταν 20 χρονών παλικάρι να υπογράψει και τους έφτυσε στα μούτρα. Δεν ήμουν και ούτε υπήρξα ποτέ κνίτης, και παρόλο που έχω κάμποσες ιδεολογικές διαφωνίες, το αίμα νερό δε γίνεται»
    - «Αλλαγή θέματος, δεν πας να κάνεις το ντουζάκι σου να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε, πέντε και τέταρτο έχει πάει»
    - «Ναι, πηγαίνω»

    Το φόρεμα που είχα επιλέξει λόγω του πολύ ανοιχτού V και της διαφάνειας στην πλάτη δε φοριόταν με σουτιέν και αν δεν είχα τη βοήθεια της μαμάς φύσης δεν θα το είχα αγοράσει ποτέ. Βέβαια δεν ήμουν όπως στα δεκαοχτώ μου και παρά τη γυμναστική τα στήθη μου είχαν αρχίσει να βαραίνουν, αλλά μπορούσαν ακόμα να σταθούν αξιοπρεπέστατα και χωρίς μηχανική υποστήριξη. Για πόσο καιρό ακόμα, θα έδειχνε, αλλά τουλάχιστον για σήμερα δεν ανησυχούσα. Φόρεσα τις παντόφλες μου και πήγα στο μπάνιο για να στεγνώσω το μαλλί μου και να βαφτώ.

    - «Κουκλί μου, εσύ!» είπε βγαίνοντας από την καμπίνα, κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Αρίστο μου; Θα με αφήσεις να σου δέσω εγώ τη γραβάτα;»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι!» μου είπε και δίνοντάς μου ένα φιλάκι στον αέρα βγήκε για να πάει να ντυθεί και όταν τελείωσα με το βάψιμο, επέστρεψα κι εγώ στο δωμάτιο. Είχε επιλέξει ένα υπέροχο μπλε νουάρ κοστούμι με γιλέκο, άσπρο πουκάμισο και φωτεινή κόκκινη γραβάτα. «Εγκρίνεις;»
    - «Είσαι κούκλος. Για κάτσε τώρα ακίνητος» του είπα και πήρα τη γραβάτα που είχε επιλέξει, ήταν σχετικά στενή οπότε αποφάσισα να τη δέσω με κόμπο Half Windsor. Πού ήξερα από γραβάτες; Από τον Κώστα, ποιον άλλον; Όταν τελείωσα με το δέσιμο, του την έσφιξα και τον άφησα να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
    - «Πρέπει να με μάθεις κι εμένα!» μου είπε. «Εγώ ξέρω μόνο τον απλό!»
    - «Πολύ ευχαρίστως μωρό μου. Για φόρα τώρα το γιλέκο σου και το σακάκι σου… Αχ είσαι κούκλος, φτου φτου!»
    - «Αλλά τι κορίτσαρο συνοδεύω, ε;»
    - «Δείγμα κορίτσαρου!» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει.
    - «Κορίτσαρου nonetheless!» επέμεινε. «Το φάκελο να μην ξεχάσεις!»
    - «Το έχω στο τσαντάκι μου μωρό μου, μην ανησυχείς!»

    Η μπέμπα έλαμπε, και απ’ έξω την είχα δει όταν πήγαμε να την πάρουμε, δεν την είχα δει όμως μέσα και κάποιο αρωματικό πρέπει να έβαλαν γιατί μύριζε αδιόρατα πεύκο. Ξεκινήσαμε γύρω στις 18:00 και ο Αρίστος γκάζωσε και λίγο, οπότε φτάσαμε σε 45 λεπτά αντί για σχεδόν μια ώρα που έλεγαν οι χάρτες των …πρώην συναδέλφων του. Είχε αρχίσει να μαζεύεται αρκετός κόσμος και ομολογώ ότι ήταν λίγο περίεργο καθώς η διαφορά ηλικίας μεταξύ του Αρίστου και της yours truly είναι ολοφάνερη. Αν στο τραπέζι με βάλουν να κάτσω με συνομήλικους ο φουκαράς θα είναι σαν το θείο που τον έχουν στείλει λόγω έλλειψης χώρου στο τραπέζι με τα παιδιά.

    - «Γιατί γελάς εσύ, μικρή;»
    - «Στο τραπέζι θα είσαι σαν το θείο που τον βάλανε στο τραπέζι με τα μικρά!»
    - «Ορίστε, με λέει γέρο! Δεν πειράζει, παππούς ο σέξι και όποιος αντέξει!»
    - «Μεσήλικας είπαμε!» τον μάλωσα.

    Μεσήλικας ξε-μεσήλικας, ο Αρίστος είναι γοητευτικός άνδρας με αριστοκρατική αύρα, οπότε δεν είναι να απορείς που τραβούσε πάνω του γυναικείες ματιές απ’ όλο το ηλικιακό φάσμα και ψεύτρα μην είμαι, λίγο πάνω μου το πήρα. Λίγο μετά τις 19:00 ακούσαμε τα κορναρίσματα και πέντε-δέκα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε και η Μάχη που ήταν σαν άγγελος μέσα στο νυφικό της, κάνοντας το Γιάννη που περίμενε στα σκαλιά, στην αρχή να χαμογελάει σαν κρετίνος και μετά να σκουπίσει με μια γρήγορη κίνηση τα δάκρυά του. Ο πατέρας της Μάχης, δηλαδή δεν ήταν ακριβώς πατέρας της, πατριός της ήταν απλά τη μεγάλωσε από κοριτσάκι, την παρέδωσε στο γαμπρό και μπήκαμε μέσα.

    - «Ψιτ, μη σου μπαίνουν ιδέες» με πείραξε ο Αρίστος την ώρα που ο παπάς έψελνε «οἱ καθ᾿ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα»
    - «Με τόσες που έχω μαζέψει για να σε πατήσω είμαι» του είπα χαχανίζοντας σιγά.
    - «Θα πέσει το ταβάνι να μας πλακώσει, αμαρτωλή!» συνέχισε το δούλεμα.
    - «Είμαι μια αμαρτωλή, μια τιποτένια!» του είπα κάνοντάς τον να χαχανίσει κι εκείνον με τη σειρά του και ευτυχώς ήμασταν πίσω-πίσω και δε μας γκρίνιαξε κανείς.

    Όταν ήρθαν τα παρανυφάκια και μας έφεραν ρύζι, για καλό και για κακό βγήκαμε έξω όπου και καθίσαμε μέχρι και το τέλος της γαμήλιας τελετής, και αφού ευχηθήκαμε και στο ζευγάρι, μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να κατέβουμε στο Moorings. Όταν μας πήγαν στο τραπέζι μας δεν είχε έρθει κανείς ακόμα.

    - «Ξέρεις με ποιους μας έχουν βάλει;» με ρώτησε.
    - «Δεν έχω ιδέα αλλά φαντάζομαι με άτομα από την ομάδα μου»
    - «Πιτσιρίκια;»
    - «Οι περισσότεροι ναι, είναι μικρότεροι από εμένα»
    - «Καλά θα πάει αυτό…» είπε αλλά τελικά άδικα ανησυχούσαμε, στο τραπέζι μας ήταν και άλλοι team leaders και στην ομάδα αυτή είμαι η μικρότερη, οι υπόλοιποι είναι από τριάντα και πάνω.

    Ούσα αρκετά εσωστρεφής δεν είμαι από τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ, ειδικά όταν βρίσκομαι με κόσμο, οπότε την περισσότερη ώρα αρκέστηκα στο να πιώ το ποτό μου παρακολουθώντας τη συζήτηση.

    - «Αλήθεια, με τι ασχολείσαι Αρίστο» τον ρώτησε ο Νίκος, ο σύζυγος της Εύας.
    - «Καθηγητής στο Πολυτεχνείο»
    - «Σε ποια σχολή;»
    - «Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών»
    - «Κι εγώ εκεί σπούδασα!» του απάντησε ο Νίκος ενθουσιασμένος. «Αποφοίτησα το 2006»
    - «Αν είχες κάτσει ένα χρόνο παραπάνω θα με προλάβαινες καθηγητή!»
    - «Τι διδάσκεις;»
    - «Αλγόριθμους και πολυπλοκότητα και υπολογισιμότητα και πολυπλοκότητα από τα προπτυχιακά. Από τα μεταπτυχιακά υπολογιστική πολυπλοκότητα το χειμερινό εξάμηνο και φέτος θα έχω και προσεγγιστικούς αλγόριθμους και πολυπλοκότητα το εαρινό. »
    - «Ναι, είχα πάρει αλγόριθμους ως επιλογής στη Ροή Λ, αν και η κατεύθυνσή μου ήταν ηλεκτρονικής και συστημάτων. Αλήθεια, πού έκανες διδακτορικό;»
    - «Στο Berkeley»
    - «Ήσουν στο Berkeley; Πότε»
    - «Τέλειωσα το διδακτορικό μου στα τέλη του ‘98»
    - «Χαχαχα, πρόλαβες και τη Google στα ξεκινήματα, ε; Διδακτορικοί φοιτητές εκεί δεν ήταν οι δημιουργοί του;»
    - «Ήταν αλλά το παράτησαν… και δεν τους πήγε και άσχημα εδώ που τα λέμε!»
    - «Αυτό ξαναπές το. Τους γνώρισες;» τον ρώτησε και εκεί μου ξέφυγε ένα χαχανητό και ο Νίκος με κοίταξε παραξενεμένος. «Γιατί γελάς εσύ;»
    - «Μαριλίζα» μου έκανε συνοφρυωμένος ο Αρίστος και συμμαζεύτηκα αμέσως. «Μετά το διδακτορικό μου πήγα στη Google, οπότε ναι, τους έχω γνωρίσει»

    Νεκρική σιγή στο τραπέζι.

    - «Στη Google?»
    - «Ναι, ήμουν εκεί μέχρι το 2007 όπου επέστρεψα στα πάτρια εδάφη»
    - «Γιατί;» ρώτησε απορημένος ο Νίκος.
    - «Γιατί… Γιατί τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα και κάηκα. Έπειτα η εταιρία είχε πάρει μια κατεύθυνση που δε μου άρεσε κι εγώ δεν είμαι ο Don Drapper. Το οικονομικό μου το είχα λύσει, μου είχε λείψει και η οικογένειά μου αλλά και Κρήτη -από εκεί είμαι- οπότε γύρισα»
    - «Και πώς και στο Μετσόβιο;» τον ρώτησε ο Νίκος.
    - «Cherchez la femme» του απάντησε αφοπλιστικά ο Αρίστος.

    Εκείνη την ώρα μας ειδοποίησαν ότι ήταν σειρά του τραπεζιού μας να σερβιριστεί, οπότε σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπουφέ. Εκεί ζορίστηκα λίγο, να τα λέμε αυτά, είχε τόση μεγάλη ποικιλία που δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Τελικά παίρνοντας παράδειγμα από τον Αρίστο, γέμισα και το δικό μου πιάτο και επιστρέψαμε στο τραπέζι να φάμε.

    - «Μαριλίζα, πάμε έξω να μου κάνεις παρέα στο τσιγάρο;» με ρώτησε όταν αποφάγαμε.
    - «Βεβαίως» του είπα και σηκώθηκα και φόρεσα το παλτό μου, είχε ψύχρα. «Θα μου στρίψεις κι εμένα ένα σε παρακαλώ;» τον ρώτησα όταν βρεθήκαμε μόνοι μας.
    - «Αμέ!» μου είπε και μου έστριψε το τσιγάρο και μου το έδωσε.
    - «Αρίστο μου, συγνώμη για πριν… απλά… ενθουσιάστηκα…»
    - «Ναι, σε παρακαλώ μη το ξανακάνεις αυτό, δε μου αρέσει να μιλάω για εκείνη την περίοδο»
    - «Τόσο χάλια ήταν;»
    - «Όχι βρε, απλά δε θέλω να νομίζει ο κόσμος ότι πάω να το παίξω κάποιος!»
    - «Δεν πας να το παίξεις κάποιος, είσαι κάποιος!»
    - «Μαριλίζα, σε παρακαλώ…»
    - «Εντάξει Αρίστο μου… σου ζητώ συγνώμη»
    - «Δε χρειάζεται να ζητάς συγνώμη αλλά θα σε παρακαλέσω να μην το ξανακάνεις»
    - «Δεν θα το ξανακάνω, θα σε καμαρώνω στα κρυφά, ορίστε!» του είπα κερδίζοντας το χαμόγελό του.
    - «Έλα εδώ βρε μούτρο» μου είπε και με έσφιξε πάνω του και με φίλησε τρυφερά.

    Επιστρέψαμε μέσα και καθίσαμε περιμένοντας τους νεόνυμφους να έρθουν στο τραπέζι μας για να τσουγκρίσουμε και να τους ευχηθούμε και φυσικά για να τους δώσω και το δώρο τους. Πριν έρθουμε στο γάμο φοβόμουν ότι ο Αρίστος θα βαρεθεί αλλά that was not the case, το πουλάκι μου είχε πολύ κέφι και έκανε χαβαλέ. Επιπλέον στο πρόσωπο του Στέλιου, του φίλου της Αρετής, βρήκε και άλλο ένθερμο σκακιστή, ο οποίος λέρωσε τα βρακιά του όταν ο Αρίστος του είπε για την παρτίδες με την Πέτρου, τη Φοίβη και την κόρη της.

    - «Δεν ήξερα ότι παίζει και σκάκι η Πέτρου!»
    - «Αν παίζει λέει; Άλογο με έκανε, δεν ήξερα από που μου ήρθε. Βέβαια με τη Μαρτίνου και την κόρη της βρήκε τις δασκάλες της. Η Μαρτίνου να φανταστείς στα 18 της κέρδισε τον Kramnic» είπε στον Στέλιο που βρέθηκε με το σαγόνι στο πάτωμα. «Εντάξει, αγώνας επίδειξης ήταν αλλά πόσοι μπορούν να περηφανευθούν για κάτι τέτοιο, έστω και σε αγώνα επίδειξης. Ε, η κόρη της είναι ακόμα πιο δυνατή. Το 2014 ήμουν Ηράκλειο και με είχαν καλέσει σπίτι τους και το νιάνιαρο, 12 χρονών τότε, μου ζήτησε να παίξουμε σκάκι. Φίλε τέτοιο ξύλο, ούτε τερμίτης να ήμουν. Ούτε τερμίτης! Με λιάνισε, λέμε!»

    Ναι, όπως έχω πει το σκάκι δεν είναι ακριβώς στα ενδιαφέροντά μου αλλά περνούσε τόσο όμορφα που δεν ήθελα να τον διακόψω, οπότε κάθισα σιωπηλή στη γωνίτσα μου και τον άφησα να δώσει την παράστασή του. Ευτυχώς για μένα η Αρετή, που όπως κι εγώ δε συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Στέλιου και του Αρίστου για το σκάκι, τους μάζεψε με τρόπο, αλλάζοντας πολύ έντεχνα τη συζήτηση και με βάση μια ερώτηση που έκανε ο Νίκος, φτάσαμε να μιλάμε για ζητήματα δουλειάς.

    - «Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει, πραγματικά όμως!» είπε για μένα η Αρετή, αναφερόμενη στο ότι κατόρθωνα να ηρεμίσω πελάτες που μέχρι πριν λίγο κατέβαζαν καντήλια.
    - «Ο νευριασμένος πελάτης δεν βρίζει εκείνη τη στιγμή εμένα, την εταιρία βρίζει. Τους αφήνω να ξεθυμάνουν και τους μιλάω με τρόπο που δεν τους κάνει να νιώθουν ότι προσπαθώ να τους πατρονάρω.»
    - «Είσαι το αστέρι μας» είπε η Εύα, κάνοντάς με να κοκκινήσω. «Αν συνεχίσεις έτσι σε βλέπω προϊσταμένη σε δυο-τρία χρόνια, μη σου πω και νωρίτερα!»
    - «Ε, όχι δα!» πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
    - «Σους εσύ, αυτό που σου λέω!»
    - «Χαχαχα, κάν’το τώρα που μπορείς» την πείραξε ο Αρίστος σφίγγοντάς με, έτσι όπως είχα γείρει πάνω του.
    - «Εμ, αυτό κάνω!» του είπε βάζοντας με τη σειρά της τα γέλια.

    Τελικά καθίσαμε εκεί μέχρι περίπου τις 02:00 όπου οι υπόλοιποι του τραπεζιού άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά.

    - «Πάμε κι εμείς;»
    - «Ναι Αρίστο μου, πάμε» του είπα και αφού περάσαμε από το τραπέζι των νεόνυμφων για να τους χαιρετήσουμε, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, και μιας και οι δρόμοι ήταν άδειοι ο Αρίστος το γκάζωσε λίγο παραπάνω και περίπου μισή ώρα πιο μετά ήμασταν στο σπίτι του και μία ώρα αργότερα στον Ιεροεξεταστή.

    Ω ναι, το γιορτάσαμε!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 19ο - The cost of doing business

    Όταν παρκάραμε μας προϋποδέχθηκε η Sadie κουνώντας την ουρά της σαν παλαβή και ο Αρίστος τη συμμάζεψε ώστε να μην πηδήσει πάνω μας, με τα ρούχα που φορούσαμε δε θα πήγαινε καλά αυτό! Τα χαδάκια της τα πήρε πάντως, όπως και το μεζέ της, ένα μεγάλο κόκαλο από αυτά που τ’ αγοράζει με τους τόνους ο Αρίστος, καθώς στο στόμα της Sadie το προσδόκιμο ζωής τους μετριέται σε λεπτά. Ανεβήκαμε πάνω και ο Αρίστος πήγε στο δωμάτιο ενώ εγώ πήγα στο μπάνιο γιατί κόντευα να σκάσω.

    - «Δε θα αλλάξεις;» τον ρώτησα όταν επέστρεψα από το μπάνιο.
    - «Όχι, ακόμα. Γδύσου τελείως σε παρακαλώ» μου είπε και υπάκουσα. «Για έλα εδώ» μου είπε σε πιο επιτακτικό τόνο. Τον πλησίασα και στάθηκα γυμνή μπροστά του. «Γονάτισε» με διέταξε και γονάτισα κοιτάζοντας χαμηλά. «Σήκωσε τα μάτια σου προς εμένα. Μέχρι να σου πω αλλιώς θα με αποκαλείς κύριο και θα μου μιλάς στον πληθυντικό, κατανοητό;»
    - «Μάλιστα κύριε» του απάντησα καυλωμένη στο full, πολύ μου άρεσε αυτό το παιχνίδι.
    - «Πήγαινε να καθαρίσεις το πρόσωπό σου από το make-up και γύρνα εδώ». Όταν τελείωσα και επέστρεψα, και χωρίς να μου το ζητήσει ξανά, γονάτισα και πάλι μπροστά του. Μου πέρασε ένα κολάρο στο λαιμό και έδεσε πάνω του αλυσίδα. «Σήκω» μου είπε και σηκώθηκα όρθια και τον ακολούθησα. «Στα τέσσερα» με διέταξε όταν κατεβήκαμε από τη σκάλα και τσακίστηκα να τον υπακούσω. Πήγε προς τον καναπέ με εμένα να τον ακολουθώ σα σκυλίτσα. «Βγάλε μου τα παπούτσια και τρίψε μου τα πόδια» με διέταξε και κάθισε στον καναπέ. Γονάτισα μπροστά του και του έβγαλα τα παπούτσια και άρχισα να του κάνω μασάζ τρίβοντάς του διαδοχικά τις πατούσες. Ο Αρίστος είχε γείρει στον καναπέ, είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στα χέρια μου και ήταν φανερό ότι το απολάμβανε, ήταν τόσο όμορφα. «Βγάλε μου τις κάλτσες και γλείψε μου τα πόδια». Αυτό δεν το είχα κάνει ποτέ και σε κανέναν, ωστόσο δε δίστασα ούτε δευτερόλεπτο, έσκυψα, του έβγαλα τις κάλτσες και άρχισα να πιπιλάω και να γλείφω διαδοχικά τα δάχτυλά του και όταν τελείωσα με το ένα πόδι έπιασα το άλλο. Λίγη ώρα αργότερα με σταμάτησε, μου έλυσε την αλυσίδα, χωρίς να μου βγάλει το κολάρο, και μου ζήτησε να κάτσω πλάι του. «Κρυώνεις;»
    - «Όχι κύριε, μια χαρά είμαι»
    - «Για πες μου τώρα μικρή, γιατί χαλάστηκες τόσο πολύ όταν είδες τον Κώστα;»
    - «Γιατί δεν ήταν μόνος του κύριε, ήταν με τη γυναίκα του και το παιδί του. Καλά, καλά δεν είχε περάσει ένας χρόνος που με χώρισε και βρέθηκε παντρεμένος και με παιδί»
    - «Πότε έγινε αυτό;»
    - «Πέρσι το Γενάρη, στις 11 του μήνα»
    - «Δεν ξεκίνησε καλά το ’23, ε;»
    - «Καθόλου. Μέχρι και σήμερα δεν έχω καταλάβει τι έγινε, τα Χριστούγεννα, μερικές μέρες πριν, μου έλεγε πως δεν ήξερε τι θα έκανε χωρίς εμένα»
    - «Μπορεί να το έλεγε προσπαθώντας να το πιστέψει και ο ίδιος»
    - «Ίσως, δεν ξέρω τι να σας πω»
    - «Πιστεύεις ότι την είχε γνωρίσει από πριν;»
    - «Δεν ξέρω τι να πιστέψω κύριε. Ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε κάποια άλλη και ο κύριος Μανώλης, αυτός που μας γνώρισε, με διαβεβαίωσε το ίδιο»
    - «Και του λόγου του πώς το ήξερε;»
    - «Ο κύριος Μανώλης είναι παιδικός φίλος με τον πατέρα του Κώστα και τον ξέρει από μωρό, ο Κώστας τον αποκαλούσε, και φαντάζομαι ότι συνεχίζει να τον αποκαλεί, θείο. Μου είπε ότι τον ρώτησε το ίδιο ακριβώς πράγμα κοιτάζοντάς τον στα μάτια»
    - «Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι χωρισμοί μετά τις γιορτές, μπορεί όντως να είναι αλήθεια. Μπορεί κάλλιστα να τη γνώρισε αργότερα και να την άφησε έγκυο»
    - «Η γυναίκα του πάντως έδειξε ότι αναγνώρισε το όνομά μου. «Μαριλίζα;» ρώτησε όταν ο Κώστας είπε έκπληκτος το όνομά μου»
    - «Ούτε αυτό σημαίνει κάτι, κάλλιστα μπορεί να της μίλησε και για σένα»
    - «Μπορεί» απάντησα διπλωματικά. «Μπορεί να είναι κι έτσι. Την επόμενη μέρα η αλήθεια ήταν ότι φλέρταρα με τη σκέψη να πάρω τον κύριο Μανώλη να τον ρωτήσω σχετικά αλλά τελικά το μετάνιωσα. Είχα πει στο Μιχάλη ότι ήθελα να πάρω το closure μου και μου είπε ότι τον είδα με το παιδί του, τι άλλο έμενε ανοιχτό για να κλείσει;»
    - «Δίκιο είχε»
    - «Το ξέρω» ομολόγησα. «Το ξέρω, και γι’ αυτό αποφάσισα τελικά να μην το κάνω»
    - «Και το βράδυ το σύμπαν σε αντάμειψε, τρόπον τινά!»
    - «Δεν το βλέπω έτσι, κύριε. Δεν πιστεύω ότι το σύμπαν μας χρωστάει κάτι, ούτε μας τιμωρεί όταν κάτι μας πάει στραβά, ούτε μας επιβραβεύει όταν κάτι μας πάει καλά! Ήμουν απλά τυχερή, η τύχη είναι τυφλή»
    - «Αν επέλεγε δε θα ήταν τύχη» μου είπε συμφωνώντας. «Βέβαια θα μου πεις ότι θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέγει και να είναι η δική μας αδυναμία πρόβλεψης που το κάνει τυχαίο αλλά πάει πολύ στο μεταφυσικό»
    - «Είστε άθεος;»
    - «Αγνωστικιστής άθεος. Εσύ;»
    - «Το ακριβώς αντίθετο από εσάς. Πιστεύω ότι υπάρχει Θεός αλλά δεν πιστεύω πως η ύπαρξή του μπορεί να μας γίνει γνωστή με κάποιο τρόπο. Όχι ο Θεός που περιγράφουν οι θρησκείες, απλά κάποια ανώτερη δύναμη, το avatar του ζώντος σύμπαντος, αν θέλετε, που έχει συναίσθηση της ολότητάς του αλλά όχι των επιμέρους συστατικών του, με τον ίδιο τρόπο που εμείς δεν έχουμε συναίσθηση του κάθε κυττάρου»
    - «Ενδιαφέρουσα προσέγγιση!»
    - «Σας ευχαριστώ κύριε»
    - «Την τελευταία πενηντάρα θυμάσαι γιατί την έφαγες;»
    - «Το θυμάμαι κύριε»
    - «Humor me, πες μου γιατί την έφαγες»
    - «Γιατί σας είπα, με αφορμή τη δική σας τυχαία συνάντηση με τη Φοίβη, πως αν δεν μπορείτε να πάρετε το Σάββατο τα πόδια σας, θα σας φυτέψω στον κήπο. Αστείο ήταν, κύριε»
    - «Ήταν;»
    - «Ήταν κύριε… εννοώ ότι αν μπορούσατε να κάνετε κάτι μαζί της και επιλέγατε να το κάνετε, δε θα μπορούσα να σας εμποδίσω»
    - «Να το εμποδίσεις, σίγουρα δε θα μπορούσες, θα μπορούσες ωστόσο να επιλέξεις να μην το υποστείς ξανά»
    - «Δε θέλω να σας χάσω από τη ζωή μου κύριε, όχι τουλάχιστον χωρίς να προσπαθήσω να το διαχειριστώ. Σας το είπα, δεν έχω την εμπειρία σας, αυτού του είδους οι σχέσεις μέχρι τώρα ήταν κάτι τελείως ξένο για μένα»
    - «Εσύ από την άλλη μου στέρησες κάτι»
    - «Νιώθω πολύ άσχημα που σας το στέρησα κύριε αλλά δεν το μετανιώνω»
    - «Έχετε υπέροχη σχέση μεταξύ σας, ώρες-ώρες τη ζηλεύω»
    - «Τη ζηλεύετε;» τον ρώτησα ξαφνιασμένη.
    - «Είστε φίλοι αλλά ταυτόχρονα δεν είστε απλά fuck buddies, είστε και εραστές, έχετε βαθιά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Μπορεί να είσαι ερωτευμένη με διαφορετικό τρόπο με τον καθένα μας, όπως ο Μιχάλης είναι ερωτευμένος με διαφορετικό τρόπο με εσένα και τις υπόλοιπες του χαρεμιού, αλλά είστε. Εγώ… δεν ξέρω… δεν μπορώ να το κάνω αυτό»
    - «Και όμως το έχετε κάνει με κάποιο τρόπο. Με τη γυναίκα σας ήσασταν ερωτευμένος αλλά σύμφωνα με εσάς τον ίδιο, είστε ακόμα ερωτευμένος με τη Φοίβη. Ίσως με διαφορετικό τρόπο με την κάθε μία αλλά…»
    - «Δεν είναι ακριβώς το ίδιο» με διέκοψε. «Τα αισθήματά μου προς τη Φοίβη ποτέ δεν ήταν το ίδιο δυνατά με αυτά προς τη Μυρτώ ή τη Χριστίνα. Τα δικά σας, εσένα και του Μιχάλη, διαφορετικής υφής ή όχι, είναι δυνατά. Μαριλίζα, σου είπα δεν έχω ανοσία και έχουν υπάρξει στιγμές που έχω ζοριστεί λίγο, αλλά η εναλλακτική δε μου αρέσει. Ναι, μου είπες ότι αν σου ζητούσα να διακόψεις μαζί του θα το έκανες -και σε πιστεύω- αλλά in the long run θα σε έχανα. Υπάρχει λόγος που δε ζητάω θυσίες»
    - «Θέλετε να μου πείτε;»
    - «Σου είχα πει πως με τη Μυρτώ έκανα τα πρώτα S/m παιχνίδια. Της Μυρτούς ωστόσο δεν της άρεσαν, τα υπέμενε μόνο και μόνο γιατί ήταν ερωτευμένη μαζί μου και δεν ήθελε να μου τα στερήσει. Ξέρεις τι έγινε; Σταδιακά την κούρασαν και την έφθειραν, μέχρι που δεν άντεχε να είναι άλλο μαζί μου. Η θυσία είναι αντάλλαγμα, Μαριλίζα, και αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή που το αντάλλαγμα γίνεται πιο βαρύ από το κέρδος»
    - «Και αυτό που κάνετε δεν είναι θυσία;»
    - «Όχι Μαριλίζα μου δεν είναι θυσία, it’s the cost of doing business»

    Σηκώθηκε, έβαλε ξανά τις κάλτσες και τα παπούτσια του και μου πέρασε και πάλι το λουρί στο κολάρο. Μου έκανε νόημα να σηκωθώ, και κρατώντας με από το λουρί, κατεβήκαμε στο υπόγειο και εκεί είχε δροσούλα αλλά όταν μπήκαμε στον Ιεροεξεταστή η θερμοκρασία ήταν όπως του σαλονιού.

    - «Η λέξη είναι πορτοκάλι» μου είπε δένοντάς με γερά στο σταυρό με κώλο και πλάτη προς τα έξω και βγάζοντας την αλυσίδα από το κολάρο. «Επανέλαβε»
    - «Η λέξη είναι πορτοκάλι, κύριε» του είπα έχοντας γίνει και πάλι μούσκεμα. Πήρε τη βίτσα και άρχισε να με χαϊδεύει αισθησιακά στα πόδια και στους γλουτούς.
    - «Θα μετράς δυνατά και καθαρά. Για κάθε μέτρημα που χάνεις το χτύπημα θα επαναλαμβάνεται στη διπλάσια ένταση»
    - «Μάλιστα κύριε» του απάντησα.
    - «Το έχεις ξανακάνει αυτό;»
    - «Μάλιστα κύριε αν και όχι στο σταυρό, με είχε βάλει στο pillory»
    - «Μάλιστα…» είπε και συνέχισε να με χαϊδεύει με τη βίτσα. Η πρώτη έπεσε απότομα, και αν και δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατή, με ξάφνιασε
    - «Ένα». Η δεύτερη ήταν λίγο πιο δυνατή. «Δύο». Μέχρι τις πρώτες δέκα δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατές, με την εντέκατη μου έδωσε και κατάλαβα. «Έντεκα» είπα πνιχτά. Οι επόμενες ήταν και πάλι σιγανές, αλλά η εικοστή ήταν ακόμα πιο δυνατή από την εντέκατη. «Είκοσι» του είπα με μεγάλη δυσκολία, ούτε καν ήθελα να φανταστώ πως θα ήταν η διπλάσιας έντασης. Οι πρώτες με είχαν καυλώσει αλλά από τις είκοσι και πάνω είχα αρχίσει να ζορίζομαι πολύ. Δεν είχε ούτε σταθερό ρυθμό, ούτε σταθερή ένταση, και αν και πρόσεχε να μην πέφτουν απανωτές στο ίδιο σημείο, από την τριακοστή και μετά με το ζόρι κρατιόμουν και δεν έλεγα το safe word.
    - «Μαριλίζα, γιατί δεν λες τη λέξη;» με ρώτησε ο Αρίστος σταματώντας μετά την τριακοστή πέμπτη. Δεν του απάντησα και ήρθε και με έλυσε και με γύρισε προς το μέρος του. «Δεν έχεις να μου αποδείξεις τίποτα» μου είπε και με έσφιξε στην αγκαλιά του ενώ εγώ ξέσπασα κλαίγοντας του καλού καιρού. Με άφησε να ηρεμίσω, μην κάνοντας τίποτε άλλο από το να με κρατάει σφιχτά και που και που να με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι. Με άφησε και γύρισε να θαυμάσει το έργο του στους γλουτούς μου. «Πού έχεις το κινητό σου;»
    - «Πάνω είναι κύριε, μέσα στο τσαντάκι μου. Αν επιτρέπετε, τι το θέλετε;»
    - «Να σε τραβήξω φωτογραφία»
    - «Γιατί δεν το κάνετε με το δικό σας;»
    - «Καλώς, θα τις τραβήξω με το δικό μου και θα στις στείλω» είπε και έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του, που ακόμα φορούσε, το κινητό του. Με έβαλε να ποζάρω σε διάφορες θέσεις, τραβώντας κάμποσες φωτογραφίες. Μετά με έβαλε στα τέσσερα στο pillory και συνέχισε να με τραβάει φωτογραφίες. «Θα τις δούμε αργότερα»
    - «Ό,τι θέλετε εσείς κύριε»
    - «Ωραία, ωραία… θέλω να δοκιμάσουμε κάτι άλλο τώρα, εσύ θέλεις;»
    - «Ναι κύριε θέλω»

    Με έδεσε και πάλι πάνω στο σταυρό αλλά αυτή τη φορά με το πρόσωπο προς εκείνον. Μετά έγειρε λίγο το σταυρό στο πλάι, γέρνοντάς τον προς τα πίσω μερικές μοίρες. Μου έδεσε τα μάτια σφιχτά και απομακρύνθηκε. Δεν είχα ιδέα τι είχε στο νου του, μέχρι που ένιωσα την πρώτη σταγόνα του λιωμένου κεριού πάνω μου, κάνοντάς με να τιναχτώ. Την πρώτη φορά που μου είχε πει για κερί ο Μιχάλης τον είχα κοιτάξει σα χαζή αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι μου άρεσε, μου άρεσε πολύ! Δεν ξέρω τι διαφορά είχαν τα κεριά τους, αλλά του Αρίστου ήταν πιο καυτό, έδινε πιο έντονη αίσθηση, και ήταν πιο έμπειρος από το Μιχάλη, τόσο στο που να ρίξει το κερί, όσο και στην ποσότητα, σε κάποια σημεία ήταν μια δυο σταγόνες, σε κάποια άλλα γινότανε καυτό ποτάμι. Σταμάτησε, αλλά δε με κατέβασε από το σταυρό, και όπως τα μάτια μου ήταν δεμένα, δεν ήξερα που ήταν και τι έκανε.

    Γύρισε μετά από λίγες στιγμές και άρχισε να με χαϊδεύει, αρχικά με το χέρι του και στη συνέχεια με flogger, δε μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Όπως έσερνε πάνω στα στήθη μου τις λωρίδες του flogger κατέβασε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να με παίζει, κάνοντάς με να σπαρταράω από την καύλα, έτσι όπως ήμουν σφιχτά δεμένη. Σταμάτησε και μου έριξε μια σιγανή σφαλιάρα στο μουνάκι, και μετά άρχισε να ρίχνει πιο δυνατές, και κόντεψα να χάσω τα μυαλά μου, δε μπορούσα να φανταστώ τόσο αβάσταχτα γλυκό πόνο, μα σάμπως μπορούσα να φανταστώ ότι θα κλιμάκωνα έτσι; Και δεν κλιμάκωσα απλά, με πήρε και με σήκωσε, σπαρταρούσα σαν το ψάρι και ένιωθα σα να με διαπερνάνε χιλιάδες βολτ, και αυτή η γλυκιά φωτιά που ξεκίνησε από τα λαγόνια μου, εξαπλώθηκε σε όλο μου το σώμα, μέχρι που έγινε αβάσταχτη, αλλά εκείνος δε σταματούσε, συνέχισε μέχρι που κόντεψε να μου κοπεί η ανάσα και εκεί ξαφνικά σταμάτησε.

    - «Ωχ Θεούλη μου» είπα σχεδόν ξέπνοη.
    - «Σου άρεσε πουτανίτσα;»
    - «Ήταν υπέροχο κύριε!». Δεν απάντησε, άρχισε να με χαϊδεύει και πάλι με το flogger του, μέχρι που οι ανάσες μου ηρέμισαν και έγιναν κανονικές.
    - «Και τώρα θα καθαρίσουμε το κερί» μου είπε, και φέρνοντας το σταυρό ξανά σε κάθετη θέση, ξεκίνησε να μου ρίχνει με τις άκρες του flogger, κάνοντάς με να χάσω και πάλι τα μυαλά μου, από τον υπέροχο κάψιμο που ένιωθα, κάθε φορά που οι άκρες των λωρίδων του σερνόντουσαν στιγμιαία πάνω στα στήθη μου, καθώς εκεί είχε στάξει και τη μεγαλύτερη ποσότητα κεριού. Οι ρώγες μου είχαν πετρώσει και πονούσαν, αλλά πάνω που έφτανα στα όριά μου, σταματούσε για λίγη ώρα και μετά συνέχιζε κάτω από τα στήθη μου, και μετά ακόμα πιο χαμηλά. Επέστρεφε ξαφνικά και πάλι στα στήθη, κάνοντάς με να βογκάω δυνατά από τον πόνο, πόνος που είχε πάψει να είναι ηδονικός, αλλά προσπαθούσα να αντέξω, δεν ήθελα να πω τη λέξη… μέχρι που τελικά δεν άντεξα.
    - «Πορτοκάλι!» φώναξα και σταμάτησε αμέσως.

    Ένιωθα το πάνω μέρος του κορμιού μου σα να έχει πιάσει φωτιά. Μου έλυσε τα μάτια και στάθηκε για λίγο ώστε να επιθεωρήσει το έργο του. Χαμήλωσα το βλέμμα μου προς τα κάτω και κοίταξα τα στήθη μου, ήταν κατακόκκινα. Ο Αρίστος χωρίς να μου μιλήσει, άρχισε και πάλι να με τραβάει φωτογραφίες υπό διάφορες γωνίες και όταν τελείωσε, με έλυσε από το σταυρό. Χωρίς να μου το ζητήσει, γονάτισα μπροστά του και τον αγκάλιασα σφίγγοντας τα χέρια μου πίσω από τα πόδια του. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα, μου χαμογελούσε. Το κορμί μου πονούσε, έκαιγε, αλλά εκεί, γονατισμένη μπροστά του, γυμνή και ανίσχυρη, ένιωσα πληρότητα, δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο στη ζωή μου, με το Μιχάλη ήταν παιχνίδι για την καύλα του παιχνιδιού, αυτό ήταν κάτι… ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Έγειρα το κεφάλι μου πάνω του και με χάιδεψε, κάνοντάς με να τριφτώ σα γάτα.

    - «Έλα μούτρο, σήκω να πάμε πάνω» μου είπε τρυφερά.
    - «Κύριε; Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ» του είπα ακόμα γονατισμένη κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
    Όταν πήγαμε πάνω μου έβγαλε το κολάρο και έβγαλε τα ρούχα του, κρέμασε σακάκι, γιλέκο και παντελόνι στη ντουλάπα, μένοντας μόνο με το φανελάκι που φορούσε από μέσα και το εσώρουχο του. Κάθισε στο κρεββάτι και μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω και με γύρισε να του έχω πλάτη. Άνοιξε το κομοδίνο του και έβγαλε μια κρέμα και μου την άπλωσε στους γλουτούς και με έτριψε απαλά μέχρι η κρέμα να απορροφηθεί τελείως. Με γύρισε να τον κοιτάζω και επανέλαβε τις κινήσεις στα στήθη μου και την κοιλιά μου ενώ εγώ είχα κλείσει τα μάτια μου απολαμβάνοντας το χάδι του.
    - «Πήγαινε φέρε το κινητό σου σε παρακαλώ»
    - «Μάλιστα, πάω» του είπα χωρίς καν να σκεφτώ αυτό το «μάλιστα». Επέστρεψα μετά από λίγο πάνω και στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό κουτάκι.
    - «Δεν σε έχω δει να φοράς κοσμήματα, πέρα από τα δυο σου δαχτυλίδια, αλλά αυτό θα ήθελα να το φοράς» μου είπε και μου έδωσε το κουτάκι. «Είναι μια απλή αλυσίδα ποδιού, μη μου πάθεις έμφραγμα» με πείραξε, βλέποντας με να έχω χάσει τη μιλιά μου. Άνοιξα το κουτί, μέσα είχε μια υπέροχη χρυσή αλυσίδα, λεπτή και διακριτική. «Έλα να στη φορέσω» μου είπε και μου την πέρασε στο αριστερό πόδι, λίγο πάνω από τον αστράγαλο.
    - «Είναι πολύ όμορφη Αρίστο μου! Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ πολύ!» του είπα βρίσκοντας επιτέλους τη μιλιά μου.
    - «Σου έστειλα τις φωτογραφίες, θέλω να διαλέξεις μερικές από αυτές και να τις ανεβάσεις. Έχω φροντίσει το πρόσωπό σου να μη φαίνεται πουθενά»
    - «Να τις ανεβάσω;» ρώτησα μαγκωμένη.
    - «Ναι, θα το ήθελα»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω για σένα. Μόνο… μια χάρη»
    - «Πες μου»
    - «Θέλω να αναφέρω το φωτογράφο»
    - «Εντάξει» μου είπε χαμογελώντας. «Να τον αναφέρεις»
    - «Στο forum ή στο ***?»
    - «Και στα δύο, αλλά διαφορετικές φωτογραφίες στο καθένα»
    - «Θα με ταράξουν στα μηνύματα»
    - “The cost of doing business…” είπε κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι.

    Δεν ξέρω πως μου ήρθε, αλλά όπως ήταν καθισμένος στο κρεββάτι, γονάτισα μπροστά του και ξάπλωσα το κεφάλι μου στα πόδια του. Δεν ήταν D/s, δεν γονάτισα σα σκλάβα μπροστά στον αφέντη της, αλλά και πάλι με πλημμύρισε μια αίσθηση πληρότητας, κάτι τόσο πρωτόγνωρο που δυσκολευόμουν να βρω τις λέξεις. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο, ένιωθα δική του, δική του και μόνο. Ο Αρίστος είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά με τις άκρες των δαχτύλων του, αν ήμουν γάτα θα χουρχούριζα! Έπλεξα τα χέρια μου πάνω στα πόδια του και ακούμπησα πάνω τους το σαγόνι μου, κοιτάζοντάς τον.

    - «Τι σκέφτεσαι, μούτρο;» με ρώτησε χτυπώντας με παιχνιδιάρικα με το δάχτυλο στη μύτη.
    - «Πόσο όμορφα νιώθω τούτη τη στιγμή» του απάντησα χαμογελαστή.
    - «Τι νιώθεις;»
    - «Δική σου!» του απάντησα ειλικρινά.
    - «Μούτρο, τι έχουμε πει;»
    - «Όχι με την έννοια πως σου ανήκω… Δεν ξέρω πως να το πω, ένιωσα την εξουσία σου και ας ήταν απλά παιχνίδι. Έπαιξες μαζί μου με τον τρόπο που ήθελες, έκανες αυτά που ήθελες, με έκανες να τελειώσω από τον απίστευτα ηδονικό πόνο, και μετά… και μετά με έφερες στα όριά μου, και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν μακάρι να είχα και άλλο να σου δώσω. Είμαι εδώ, γονατισμένη μπροστά σου, όχι σαν σκλάβα σου, όχι σαν υποτακτική σου αλλά σα Μαριλίζα… και… και νιώθω γεμάτη!»
    - «Πάρε με στο στόμα σου»

    Ανασηκώθηκα και τον βοήθησα να κατεβάσει το εσώρουχό του. Ήταν τέρμα καυλωμένος. Τον πήρα στο στόμα μου και σιγά-σιγά κατέβασα το κεφάλι μου μέχρι που το όργανό του έφτασε μέχρι το λαιμό. Τραβήχτηκα σιγά, μέχρι που βγήκε σχεδόν όλος από το στόμα μου. Έπαιξα για λίγο με το κεφαλάκι και τον ξαναπήρα βαθιά στο στόμα μου, αρχίζοντας να επιταχύνω σταδιακά τις κινήσεις μου. Που και που έριχνα κλεφτές ματιές, ρουφώντας με τα μάτια μου την εικόνα του, είχε κλείσει τα μάτια του, είχε γείρει το κεφάλι του προς τα πίσω και στηριζόταν στα δυο του χέρια. Έκλεισα τα μάτια μου και επικεντρώθηκα στην αφή, τη γεύση και την ακοή, οδηγός μου ήταν οι σιγανοί αναστεναγμοί του και τα ελαφρά τινάγματα του οργάνου του. Αύξησα ακόμα πιο πολύ το ρυθμό μου, και οι ανάσες του έγιναν πιο κοφτές, πιο γρήγορες, οι στεναγμοί του πιο συχνοί, πιο δυνατοί.

    Τον ήθελα μέσα μου, ήθελα να με πάρει από πίσω, να με πονέσει, να με χρησιμοποιήσει για την ηδονή του, και ο Αρίστος σα να διάβασε τη σκέψη μου, με σταμάτησε και μου ζήτησε να ανέβω στο κρεβάτι και να κάτσω στα τέσσερα. Έσκυψε πίσω μου και με έγλειψε στο μουνάκι και στο κωλαράκι, κάνοντάς με να τρέμω από την προσμονή. Σταμάτησε ίσα για να πιάσει το λιπαντικό και μου το άπλωσε στο κωλαράκι. Φόρεσε το προφυλακτικό του και ήρθε και τον ακούμπησε πίσω μου. Θα με πονούσε μα ήθελα να με πονέσει! Τον οδήγησε πίσω μου και άρχισε να προσπαθεί να μπει με μικρές απαλές κινήσεις, μέχρι που κατάφερε να βάλει μέσα το κεφαλάκι, και πόνεσα και ήθελα να με πονέσει κι άλλο. Άρχισε να με σπρώχνει, και ο πόνος έγινε πιο δυνατός, πιο οξύς, και μου ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό και ο πόνος έγινε σχεδόν αβάσταχτος, καθώς ο σφικτήρας μου του παραδινόταν, και το «ΜΜΜΜΜ» έγινε «ΑΑΑΑΑΑΧ»… και τότε άρχισε να κινείται. «Πόνα με! Πόνα με! Δική σου! Δική σου!»

    Με τράβηξε από τους ώμους και καρφώθηκε πάλι μέσα μου, κερδίζοντας ένα ακόμα πιο δυνατό και πονεμένο «ΑΑΑΑΑΧ» και κάθισε ακίνητος για μερικές στιγμές. Ο πόνος άρχισε να καταλαγιάζει, και όταν άρχισε να πρώτα να κινείται, και μετά να επιταχύνει, απέκτησε ηδονική χροιά, τα βογγητά μου πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν βογγητά απόλαυσης. Αύξησε και άλλο το ρυθμό του και ο πόνος έγινε ακόμα πιο ηδονικός, οι αναστεναγμοί μου ακόμα πιο έντονοι και όλο και επιτάχυνε, μέχρι που καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά, και το «ΑΑΑΑΧ» του συνοδεύτηκε από το δικό μου. Δεν ήταν οργασμός, ωστόσο ήταν ό,τι πιο κοντινό σε οργασμό έχω νιώσει έχοντας γαμηθεί από το κωλαράκι.

    Σηκώθηκε και πήγε να πετάξει το προφυλακτικό ενώ εγώ ξάπλωσα στο κρεββάτι. Οι ρώγες μου ήταν ευαίσθητες και πονούσαν αλλά το κάψιμο που ένιωθα στο στήθος και στα μεριά μου είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Βέβαια στα παραπάνω είχε προστεθεί το τσούξιμο στο κωλαράκι μου αλλά ακόμα κι έτσι δεν είχε καμία σχέση με αυτό της Τετάρτης. Ο Αρίστος γύρισε μετά από λίγο, έβγαλε και το φανελάκι του και ήρθε και ξάπλωσε γυμνός δίπλα μου και κούρνιασα στην αγκαλιά του, νιώθοντας τη σάρκα του καυτή πάνω στη δική μου.

    - «Πώς είσαι, πονάς;»
    - «Πονάω λιγάκι… αλλά όπως λες κι εσύ, it’s the cost of doing business… δηλαδή ο πόνος μετά, ο πόνος κατά τη διάρκεια είναι…»
    - “The business itself” μου είπε διακόπτοντας με.
    - «Χαχαχα, ακριβώς. Αυτό που μου έκανες στο σταυρό… my Gods… ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να τελειώσω με σφαλιάρες στο μουνάκι. Παραλίγο να πάω για πορτοκάλια, μου είχε κοπεί η ανάσα!»
    - «Δε στάθηκες στο ύψος σου, εύγε νέα μου!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡ» του έκανα και έβαλε τα γέλια. «Και ευτυχώς να λες, θα έχανα το …κέρωμα!»
    - «Το είπα, δεν το είπα; Και τα δύο κορίτσια μου θα λάμπουν… απλά έκανα outsource το κέρωμα στο πρώτο!»
    - «Και στο σκούπισμα του κεριού με έστειλες για πορτοκάλια!» τον πείραξα. «Αλήθεια, πως σου ήρθε το πορτοκάλι;»
    - «Θα μπορούσε να είναι και μούσμουλο, η ιδέα είναι το safeword να είναι μια εύκολη λέξη που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδεθεί με το context της σκηνής. Εσύ τι θα διάλεγες;»
    - «Unabhängigkeitserklärungen» του είπα κάνοντάς τον να βάλει ξανά τα γέλια.
    - «Μα γιατί, συνάδει και με το context, σημαίνει διακήρυξη ανεξαρτησίας!»
    - «Είσαι λατρεία ρε μούτρο! Λατρεία!»
    - «Παρόλο που είμαι ένα μέτρο και ένα μίλκο;»
    - «Υπερβολές… σιγά μην είσαι και ένα ολόκληρο μίλκο, μισό και πολύ σου πάει!» με πείραξε κάνοντάς με να βάλω με τη σειρά μου τα γέλια. Και εκεί τον έπιασε ο διάολος και άρχισε να με γαργαλάει. «Δε σταματάω αν δε μου πεις una…. πως στο διάολο το είπες!»
    - «Μηηηηηη έλεος! Έλεος!!! Unabhαχαχαχαχαχαχα μηηηηηηηη πορτοκάλι! Πορτοκάλι!»
    - «Μωρέ θα πεις το δεσπότη Παναγιώτη» είπε μη δείχνοντας κανένα έλεος.
    - «Παχχαχαχα Παναχαχαχαχαχαχα»
    - «Παναχαϊκή;»
    - «Μηηηηη χαχαχαχαχα μηηηηηηηηηηη Παναχαχαχα Παναγιώχαχαχαχα Παναγιώτης!»
    - «Unamatata or it never happened»
    - «Χαχαχα unaχαχαχαχα unamatata! Unamatata!» κατάφερα να του πω με τα πολλά, και με ένα μεγαλοπρεπέστατο «ΠΡΡΡΡΡΡ» που με γέμισε σάλια, με άφησε να βρω τις ανάσες μου.
    - “Who da boss?”
    - “You da boss!!! You da boss!!!” του είπα ακόμα λαχανιασμένη.
    - «Λοιπόν, ύπνο τώρα!» μου δήλωσε και με φίλησε τρυφερά. «Καληνύχτα μούτρο!»
    - «Καληνύχτα μωρό μου» του είπα και χταποδιάστηκα ξανά πάνω του.
    - «Α, που σε, αν αύριο το πρωί σηκωθείς και δε με βρεις στο κρεβάτι, μην πας Νικολούλη, έτσι; Κάπου εδώ θα τριγυρνάω!»
    - «ΠΡΡΡΡΡ» του έκανα στο γυμνό του στήθος και σφίχτηκα πάνω του.
    - «Είσαι λατρεία!»

    Τον Αρίστο ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως αλλά η γλυκιά υπερένταση που ένιωθα δε με άφηνε να κάνω το ίδιο. «Το πρώτο μας session» σκέφτηκα μέσα μου. Με το Μιχάλη είχε γίνει τελείως διαφορετικά, είχαμε ορεξούλες, και όταν άρχισε το μπαλαμούτι, πέταξα την ιδέα να κάνουμε session.

    Νέο Ηράκλειο, Ιούνης 2023

    Δούλευα εκείνο το Σάββατο και μόλις είχα μπει στο σπίτι κουρασμένη με σκοπό να σωριαστώ και να χαζέψω στην τηλεόραση όταν χτύπησε το messenger.

    - «Βρε βρε, ο κύριος Γερωνυμάκης! Πώς και μας θυμηθήκατε;»
    - «Πότε προλάβαμε να ξεχαστούμε δεσποινίς Μιχαλιτσιάνου; Προχθές μιλήσαμε!»
    - «Ρε άσε τα σάπια, πάλι με κάποια μικρούλα τριγύριζες!»
    - «Εμ με ποια θα τριγύριζα, με τη θεια της; Και άλλωστε, αν θέλω πουρό, ένα τηλέφωνο μακριά είσαι!»
    - «Βρε άντε στο διάολο που θα με πεις πουρό, 24 χρονών μπουμπούκι!» του είπα βάζοντας τα γέλια.
    - «Γκούχου-γκούχου!»
    - «Μη μου κάνεις εμένα το φθισικό! Άντε, σχεδόν 24 μισό!»
    - «Όπως σου είχα πει και προχθές, η Αντιγόνη έχει διάβασμα, γράφει τη Δευτέρα»
    - «Μπα, και σου τελείωσαν οι μικρούλες;»
    - «Τι να πω, σήμερα είμαι σε milf mode!»
    - «Ρε άντε στο διάολο, δις!!» του είπα σκασμένη και πάλι στα γέλια.
    - «Θα πάμε κι εκεί, σε καμιά εκατοστή χρόνια!»
    - «Φιλόδοξος!»
    - «Είμαι, ωστόσο σκεφτόμουν κάτι πιο βραχυπρόθεσμο, και που να ταιριάζει και με την ηλικία σου!»
    - «Πρόσεξε φουκαρά μου τι θα πεις!»
    - «Έλεγα να σε πάω ντισκοτέκ σήμερα! Back to ‘70s babe!»
    - «Και αυτό ταιριάζει με την ηλικία μου, ρε γάιδαρε;»
    - «Έχω το δικαίωμα να μη μιλήσω!»
    - «Αυτά να τα πεις στους φίλους σου τους Αμερικάνους!»
    - «Λοιπόν, άσε τα πολλά, ο χρόνος είναι χρήμα και είσαι και μεγάλη γυναίκα!»
    - «Ρε άντε στο διάολο, τρις!» Ο κερατάς ήταν απίθανος! «Τι ώρα θα περάσεις;»
    - «Κατά τις έντεκα λέω, να έχεις πιει και το χαμομήλι σου!»

    Είχαμε περάσει πολύ όμορφα, μέχρι και στην πίστα είχα καταφέρει να τον φέρω και πήρα το αίμα μου πίσω, χορεύει σαν ξεκούρδιστος, αλλά ο Μιχάλης δε δίνει δεκάρα για κάτι τέτοια, δέχεται το δούλεμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνει. Φύγαμε κατά τις 04:00 το πρωί και αμφότεροι είχαμε τέτοιες καύλες που αρχίσαμε το μπαλαμούτι σχεδόν από το πρώτο φανάρι.

    - «Εκεί που έχετε βάλει το χέρι σας μεσιέ δεν είναι η 5η!»
    - «Τι να πω, μου γλίστρησε» άρχισε το δούλεμα έχοντας νιώσει μια ελαφρά υγρασία στο χέρι του. Δηλαδή rainforest σε εποχή μουσώνων ήταν, αλλά λέμε τώρα! «Σπίτι μου ή σπίτι σου;»
    - «Σπίτι σου, είσαι φωνακλάς!»
    - «Ενώ εσύ είσαι η Μαρία της σιωπής να πούμε!»
    - «Τώρα μιλάμε για τα δικά σου χαΐρια, ανεπρόκοπε!»

    Αρχίσαμε να πετάμε τα ρούχα μας σχεδόν από την είσοδο, μέχρι να πάμε στο κρεββάτι είχαμε μείνει τσίτσιδοι. Τον πήρα για λίγο στο στόμα μου, με έγλειψε κι εκείνος λίγο, φόρεσε το προφυλακτικό, με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και μου έριξε μια γερή στα μεριά, και εκεί μου ήρθε η ιδέα.

    - «Stop! Θέλεις να πάμε μέσα να παίξουμε;»
    - «Ξεκινάμε με δέκα στο κωλαράκι γιατί μου το είπες αφού φόρεσα το προφυλακτικό!»
    - «Σκληρός καριόλης, μ’ αρέσεις!»
    - «Στην περίπτωσή μας, σκληρός γαμιόλης, σου έχω κάτσει!»
    - «Σωστό και αυτό!» του είπα και σηκωθήκαμε και πήγαμε στο play room.
    - «Μαντάμ, για γκελ μπουρντά!» μου είπε δείχνοντάς μου το pillory και έκατσα στα τέσσερα περνώντας κεφάλι και χέρια από τις τρύπες του. Το έκλεισε από πάνω και πήγε από πίσω μου. «Paddle ή βίτσα;»
    - «Paddle για αρχή και βλέπουμε»
    - «Λοιπόν, το safeword είναι η λέξη Unabhängigkeitserklärungen» μου είπε και έσκασα στα γέλια. «Τι γελάς μωρή, υπάρχουν και μεγαλύτερες λέξεις!»
    - «Διακήρυξη ανεξαρτησίας;»
    - «Αμ, το είχα ξεχάσει ότι μου είσαι και γερμανομαθής!»
    - «Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας!»
    - «Λοιπόν, στα σοβαρά τώρα, αν δεις ότι δεν αντέχεις θα πεις STOP»
    - «Εντάξει Μιχαλιό μου»

    Άρχισε να μου ρίχνει με το χέρι του, ξεκινώντας από σιγανές και κλιμακώνοντας σταδιακά την ένταση. «Θέλω να μετράς» μου είπε και μου έριξε την πρώτη με το paddle. Έτσουξε λίγο παραπάνω απ’ ότι το χέρι, αλλά ήταν ακόμα πιο καυλωτικό. «Ένα» του είπα, και μετά έπεσε και δεύτερη, και τρίτη, φτάσαμε στις 30 και ένιωθα το κωλαράκι μου να πετάει φωτιές, για να μην πω τις απίστευτες καύλες που ένιωθα.

    - «Θέλεις βίτσα;»
    - «Εσένα θέλω!» του είπα. «Από μπροστά!!!» βιάστηκα να διευκρινίσω μην έχουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη.
    - «Κοτάρα!»
    - «Είμαι και δε φιλοδοξώ να κάνω αυγά στρουθοκάμηλου!»

    Έτριψε το Διαμαντή στο μουνάκι μου, ναι είχα μάθει πως τον έλεγε από τις πρώτες συζητήσεις που είχα κάνει μαζί του, και μπήκε μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την καύλα. Συνήθως όταν με παίρνει στα τέσσερα με κοπανάει σα χταπόδι, αυτή τη φορά οι κινήσεις του ήταν πιο αργές, είχε γίνει και του λόγου του πύρκαυλος, το πουλάκι μου, και δεν ένιωθε ότι θα αντέξει αν με πηδούσε με τo συνήθη φρενήρη του ρυθμό. Όπως και να έχει σε λίγο ουρλιάζαμε και οι δύο σαν ξαναμμένα σκυλιά, και αυτή τη φορά δεν είχε απλά κερασάκι, κερασιά ολόκληρη είχε, και όταν κατάλαβε ότι τελείωσα άρχισε να κινείται ακόμα πιο γρήγορα και μέχρι να τελειώσει ήμουν έτοιμη για σερβίρισμα με λαδορίγανη και ουζάκι.

    - «Μπα π’ ανάθεμά σε, θα με διαλύσεις!»
    - «Γι’ αυτό προτιμάω τις μικρούλες που έχουν αντοχές και όχι αρθριτικά!»
    - «Ρε άντε στο διάολο» του είπα κοντεύοντας να πνιγώ από τα γέλια!
    - «Δε μου λες, θες να δοκιμάσουμε κερί;» με ρώτησε βοηθώντας με να σηκωθώ από το pillory.
    - «Κερί;» τον ρώτησα με γουρλωμένα μάτια.
    - «Ναι ρε, και έχω πάρει και κάτι καινούργια χρωματιστά, θα σε κάνω άντρα!»
    - «This ought to be interesting. Πώς θα γίνει;»
    - «Θα τα ανάψω και θα τα στάξω πάνω σου, πώς αλλιώς θα γινόταν;»
    - «Άλλο ρωτάω βρε, που να κάτσω;»
    - «Στο σταυρό. Για γκελ μπουρντά!»

    Με έδεσε πάνω στο σταυρό και τον έγειρε λίγο στο πλάι. Με άφησε και πήγε και πήρε τέσσερα διαφορετικού χρώματος κεριά και τα άναψε, αφήνοντάς τα να κάψουν. Μετά ήρθε και μου έδεσε τα μάτια ώστε να μην ξέρω πότε θα στάξει το κερί πάνω. Η πρώτη καυτή στάλα που έπεσε πάνω μου με έκανε σχεδόν να χοροπηδήσω, η αίσθηση ήταν υπέροχα δυσάρεστη. Άρχισε να μου στάζει σε διάφορα σημεία του στήθους μου, κοντά και δίπλα από τις ρώγες, αν και όχι πάνω τους, και μετά στην κοιλιά, με μετά στα μπούτια και στην περιοχή γύρω από το μουνάκι. Είχα καυλώσει και πάλι απίστευτα, και ας με έκανε μετά και ξιδάτη από το κοπάνισμα.

    Ναι, ο μεσιέ είχε άλλα σχέδια, ξάπλωσε τελείως το σταυρό και γονάτισε και άρχισε να με παίζει με τη γλώσσα του, το οποίο συνοδευόταν και από στάξιμο κεριού, στο στήθος μου κυρίως, και δε μου χρειάστηκαν ούτε μερικά λεπτά για να πω τα κεράσια μούσμουλα, μωρέ ευτυχώς που δεν είχαμε πάει σπίτι μου, θα ερχόντουσαν οι υπόλοιποι ένοικοι με δικράνια και θα μας καίγαν ζωντανούς! Μου έλυσε τα μάτια και στάθηκε δίπλα μου όρθιος, και έχοντας με ακόμα δεμένη στα χέρια και στα πόδια, με κράτησε από το κεφάλι και άρχισε να μου γαμάει το στόμα για κάμποση ώρα. Όταν ένιωσε το τέλος να έρχεται, μου ζήτησε να κλείσω τα μάτια και έχυσε στο πρόσωπό μου.

    - «Πού πας βρε αχρείε, δε θα με σκουπίσεις;»
    - «Χαρτί πάω να φέρω μωρή παλαβή, με τι να σε σκουπίσω, με τα χέρια;»
    - «Θα μπορούσες να με λύσεις πρώτα!»
    - «Και τι πλάκα θα είχε έτσι;»

    Θα τον πνίξω!!!!

    Οκ, θα χρειαζόμουν σκάλα!

    Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024


    Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό που είχε γίνει σήμερα! Ξεκίνησε με προσομοίωση τυπολατρικού του D/s, να του μιλάω στον πληθυντικό και να του λέω μάλιστα, και εξεπλάγην από το πόσο καλά δούλεψε, ακόμα και σ’ εμένα, που το D/s είναι one step too far. Με έκανε να νιώσω δική του, με έκανε να νιώσω κτήμα του, και δε χρειάστηκε τίποτα περισσότερο από το να μου περάσει ένα κολάρο στο λαιμό και να μου υπαγορεύσει το πως θα έπρεπε να συμπεριφερθώ. Επιπλέον, και σε αντίθεση με το Μιχάλη που πάντα παίζαμε όσο αυτό με καύλωνε, και που πάντα σταματούσε αμέσως με το που άρχιζα να ζορίζομαι, ο Αρίστος συνέχισε, μέχρι που πήρε αυτό που ήθελε τις δύο πρώτες φορές και φτάνοντάς με να πω το safeword, την τρίτη.

    Σε αυτό που έμοιαζαν και οι δύο πάντως ήταν στο after care, αν και ο καθένας με το δικό του τρόπο, ο Μιχάλης κάνοντας χαβαλέ και ο Αρίστος με τρυφερότητα. Μέχρι χθες το βράδυ σκεφτόμουν να του πω αν γίνεται να μη με πάρει από πίσω, αλλά με τον που το αντίκρυσα στο αεροδρόμιο αυτή η σκέψη έγινε καπνός, και όταν μου ζήτησε να κάτσω στα τέσσερα, υπάκουσα χωρίς να ξέρω ότι είχε κάτι άλλο στο μυαλό του. Όσο για σήμερα… ήταν σα να διάβασε την επιθυμία μου. Με το Μιχάλη ήταν τελείως διαφορετικό, και όχι επειδή χρειάστηκαν μεγαλύτερες αντοχές. Στο Μιχάλη πρόσφερα το σώμα μου με τον τρόπο που επιθυμούσε. Στον Αρίστο δεν πρόσφερα το σώμα μου, ένιωθα δική του, επιθυμούσα να με χρησιμοποιήσει ως δική του, να πάρει από εμένα, όχι να του δώσω.

    Θα μου πεις ρε Μαριλίζα, παίρνει αυτό που είσαι διατεθειμένη να δώσεις, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Μπορεί να θεωρώ το D/s one step too far αλλά δεν πέφτω στο λογικό σφάλμα να αφορίσω τις έννοιες «κατίσχυση», «κυριαρχία», «υποταγή» και «επιβολή» επειδή δεν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία με τον εκτός BDSM κόσμο. Και είναι λογικό σφάλμα, ακριβώς της ίδιας φύσης με αυτό του να επικρίνεις τα ήθη των παλαιότερων κοινωνιών. Να κρίνεις ναι, να επικρίνεις όχι.

    Κατά τα φαινόμενα δεν ήμουν η μόνη που ζοριζόταν με την ύπαρξη και άλλων στην ερωτική μας ζωή. Και για μένα ήταν απλά σε θεωρητικό επίπεδο, ο Αρίστος δεν είχε βρεθεί μέχρι στιγμής με κάποιαν από τις play partners του. Για εκείνον ωστόσο δεν ήταν καθόλου θεωρία, εν ολίγοις μου ομολόγησε πως ώρες-ώρες ζοριζόταν με το Μιχάλη. Δεν ήθελα να σταματήσω τις αταξίες μαζί του, και θα το έκανα αν μου το ζητούσε, ωστόσο είχε δίκιο, αν το έκοβα θα μου στοίχιζε. Εδώ και πολύ καιρό η αξία της σχέσης μου με το Μιχάλη ήταν ακριβώς αυτή η ιδιοτυπία, φίλοι αλλά και εραστές, χωρίς άλλες δεσμεύσεις. Δε θα ήταν το ίδιο αν μέναμε απλά φίλοι και δε θα μπορούσαμε να υπάρξουμε μόνο ως εραστές ή, τουλάχιστον, δε θα μπορούσα εγώ, και ούτε και ούτε το ήθελα, εδώ που τα λέμε. Ο Αρίστος ήθελε εμένα όπως είμαι, χωρίς να κάνω παραχωρήσεις σε αυτό που είμαι, και ας υπήρχαν και στιγμές που ζοριζόταν.

    Με το Μιχάλη δε με ζόριζε καθόλου που γύρναγε με τη μια και με την άλλη, και ας ήμουν καψουρεμένη μέχρι τα μπούνια με την πάρτη του. Με τον Αρίστο η σκέψη με ζόριζε αλλά δεν είχα περιθώρια, I should either take it or leave it, το είχε ξεκαθαρίσει in no uncertain terms από τις αρχές. Γιατί; Γιατί άλλο πράγμα η καψούρα και άλλο πράγμα ο έρωτας. Τον Αρίστο δεν είχα απλά αρχίσει να τον ερωτεύομαι, τον είχα ερωτευτεί, και η αλήθεια που αρνιόμουν να ομολογήσω στον εαυτό μου είναι πως τον είχα ερωτευτεί από τις πρώτες σχεδόν μέρες. «Επιτέλους το ομολόγησες. Μαριλίζα, μπορείς να ζοριστείς με τον Αρίστο και μπορείς να ζοριστείς και χωρίς τον Αρίστο, διάλεξε πιο ζόρι είναι το μικρότερο». Δεν υπήρχε επιλογή, όχι πραγματικά, ας ζοριζόμουν…

    It was the cost of doing business!

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 6 Ιανουαρίου 2024
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 20ο - Best laid plans

    Άνοιξα τα μάτια μου και τεντώθηκα. Ο Αρίστος δεν ήταν στο κρεββάτι. Αναστέναξα και κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 11:30. Εμ βέβαια, κοιμηθήκαμε που κοιμηθήκαμε αργά, το έριξα κι εγώ στην ενδοσκόπηση, δεν είναι να απορείς που κοιμόμουν μέχρι τέτοια ώρα. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών κατέβηκα στο σαλόνι και τον βρήκα τον να σφουγγαρίζει και παραξενεύτηκα, είχε ρομποτάκια για σκούπισμα και σφουγγάρισμα και επιπλέον έφερνε και μια κυρία μια φορά ανά δύο εβδομάδες για γενική καθαριότητα.

    «Καλημέρα μωρό μου!»
    «Καλημέρα κοριτσάρα μου»
    «Έγινε επανάσταση των μηχανών;» πήγα να τον πειράξω.
    «Όχι, ήρθαν οι Ρώσσοι στο κοριτσάκι μου. Θα πρέπει να πάρω τηλέφωνο τον Αντώνη να φέρει εδώ τον Ράντι»
    «Η Sadie που είναι;»
    «Έξω την έχω και έχει αρχίσει ήδη να γίνεται διαδήλωση, που δηλαδή να ήταν και με κάγκελα η γκαραζόπορτα. Καλά, όχι ότι μπορούν να μπουν μέσα…»
    «Και πού τους είδες εσύ, βγήκες έξω;»
    «Από την κάμερα βρε Μαριλίζα!»
    «Πάρε τηλέφωνο τον Στεργίου, θα τα μαζέψω εγώ»
    «Δε χρειάζεται κορίτσι μου, τελειώνω σε λίγο»
    «Βρε άσε τις κουβέντες και δώσε μου τη σφουγγαρίστρα μην αγριέψω!»
    «Τσουτσούριασα τώρα!» μου είπε κοροϊδευτικά αλλά την σφουγγαρίστρα μου την έδωσε. «Κάτσε να σου φτιάξω τουλάχιστον το καφεδάκι σου, δε θα χαλάσει ο κόσμος να πάρω δέκα λεπτά αργότερα!»
    «Σ’ ευχαριστώ μωρουλίνι μου!»
    «Μωρουλίνι» κάγχασε αλλά γελούσαν και τα μούσια του, του άρεσε πολύ να του μιλάω τρυφερά.

    Έπιασα την σφουγγαρίστρα και ομολογώ ότι είχε κάνει καλή δουλειά. Πάνω που τελείωνα πρόσεξα ότι είχε λερωθεί και ο ένας καναπές και ευτυχώς που δεν είχε ανέβει πάνω του, η Sadie θεωρούσε τους καναπέδες περίπου ιδιοκτησία της.

    «Αρίστο, φέρε μου σε παρακαλώ το μπουκάλι με το υγρό των πιάτων και λίγη μαγειρική σόδα. Επίσης φέρε και λίγο οξυζενέ και μια πετσέτα»
    «Τι τα θέλεις» με ρώτησε παραξενεμένος.
    «Έχει λερωθεί λίγο ο καναπές, σε παρακαλώ κάνε γρήγορα, πριν ποτίσει. Άσε τον καφέ, μου τον φτιάχνεις μετά!»

    Ήρθε και μου έφερε αυτά που του είχα ζητήσει. Το οξυζενέ μπορεί να προκαλέσει αποχρωματισμό οπότε θα έπρεπε να το δοκιμάσω πριν ρίξω πάνω στο λεκέ. Έκανα ένα γύρω του καναπέ προσπαθώντας να βρω το κατάλληλο σημείο, και τελικά τράβηξα τον διπλό με τον οποίο έκανε γωνία στην άκρη, και σχεδόν ξαπλώνοντας στο πάτωμα έριξα σε ένα σημείο που δε θα φαινόταν και περίμενα για μερικά λεπτά. Δεν έγινε αποχρωματισμός, οπότε σηκώθηκα και πήγα και έριξα μερικές σταγόνες πάνω στο σημείο που είχε λεκιαστεί. Το άφησα για λίγα λεπτά και άρχισα να το ταμπονάρω απαλά με την πετσέτα. Όταν τελείωσα, έριξα λίγο υγρό πιάτων, και αφού το άπλωσα, έριξα και λίγη μαγειρική σόδα.

    «Αρίστο, έχεις άλλη οδοντόβουρτσα;»
    «Έχω μία που δεν την έχω ανοίξει ακόμα, να στη φέρω;»
    «Όχι, φέρε μου την παλιά σου» του είπα και όταν μου την έφερε άρχισα να τρίβω απαλά τον καναπέ και τα ίχνη του λεκέ λίγη ώρα μετά εξαφανίστηκαν τελείως. «Μια χαρά, σαν καινούργιος!»
    «Έχεις κάνει μαύρη χήρα;» με ρώτησε πειρακτικά.
    «Όχι, έχω κάνει κοριτσάκι που κάποιες φορές του έχει έρθει οι Ρώσσοι νωρίτερα!»
    «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου!»
    «Τι μ’ ευχαριστείς βρε; Σιγά το κατόρθωμα!»
    «Κάτσε να σου φέρω και το καφεδάκι σου!»
    «Πάω να αδειάσω κι εγώ τον κουβά!»

    Όταν επέστρεψα ο Αρίστος καθόταν στον άρτι αποκατεστημένο καναπέ και ο καφές μου ήταν στο τραπεζάκι. Μου έκανε νόημα να κάτσω στα πόδια του αλλά όταν πήγα να κάτσω μου έδειξε ότι ήθελε να το κάνω αντικρίζοντάς τον. Δε βαριέσαι, εγώ τον πίνω και κρύο τον καφέ, ο Αρίστος μου ήθελε αγκαλίτσες και σιγά μη του χάλαγα το χατίρι. Κάθισα πάνω του και διαπίστωσα ότι είχε ορεξούλες.

    «Δεν οπλοφορείς, έτσι;»
    «Όχι, χάρηκα που σε είδα!» μου είπε χαϊδεύοντάς με ανάλαφρα στο στήθος. Μου έβγαλε τη μπλούζα και φέρνοντας με προς το μέρος του άρχισε να μου πιπιλάει τις ρώγες, οι οποίες ήταν και ευαίσθητες από το χθεσινό ξύλο που είχαν φάει.
    «Αχ… σιγά μωρό μου… είναι ευαίσθητες!»
    «Ε, πες το μου έτσι!» μου είπε και τους ρίχτηκε ακόμα πιο δυνατά κάνοντάς με να βελάξω. Εμ, με σαδιστή είχα μπλέξει, τι περίμενα; «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε.

    Αφού σηκώθηκα, σηκώθηκε κι εκείνος, κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του, και κάθισε ξανά στον καναπέ ξαπλώνοντας στην πλάτη. Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου ενώ ο Αρίστος με το χέρι του στο κεφάλι μου άρχισε να μου δίνει ρυθμό. Χωρίς να σταματήσει, πήρε το τηλέφωνό του και έκανε κλήση στο Στεργίου.

    «Καλημέρα Αντώνη, τι κάνεις; Καλά; Να σου πω, συγνώμη για το απρόοπτο, έχετε κανονίσει τίποτα για σήμερα; Ναι, ήρθε οίστρος στην Sadie οπότε θα πρέπει τουλάχιστον να φέρεις τον Ράντι εδώ και να τον αφήσεις. Α, δεν έχετε κανονίσει; Ακόμα καλύτερα, ελάτε να φάμε κιόλας. Όχι, δε χρειάζεται, έχω κι εγώ μεγάλη ποτίστρα. Τετάρτη βράδυ, Πέμπτη πρωί πετάμε Ηράκλειο; Τι; Κι εσείς; Ααα, στα μέσα του μήνα! Θα μου τα πεις όταν έρθετε. Ναι, μια χαρά είναι στις 13:00. Προβατίνα; Τώρα μιλάς σωστά! Θαυμάσια, σας περιμένουμε!»

    Το γεγονός ότι εκείνος μιλούσε στο τηλέφωνο ενώ εγώ είχα το στόμα μου γεμάτο, με είχε κάνει πύραυλο, μα τι διάβολο, διάβαζε τις σκέψεις μου; Αυτά σκεφτόμουν χθες που είχα πέσει σε περισυλλογή, πόσο μου είχε αρέσει το γεγονός ότι δεν ήμουν εγώ που έδινα αλλά εκείνος αυτός που έπαιρνε. Όση ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο είχε καταφέρει να κρατήσει σταθερή τη φωνή του, αλλά με το που έκλεισε αφέθηκε, μέχρι και το χέρι του πήρε από το κεφάλι μου, και οι στεναγμοί της απόλαυσής του με έκαναν να συνεχίσω με ακόμα περισσότερη όρεξη.

    Έβαλα το χέρι μου στη βάση του και άρχισα να τον παίζω, συντονίζοντας κεφάλι με χέρι για λίγη ώρα, μέχρι που τον ένιωσα να τρεμουλιάζει μέσα στο στόμα μου. Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω με το χέρι μου, κράτησα το κεφάλι μου ακίνητο, και το τρεμούλιασμα μετατράπηκε σε σπασμούς και οι στεναγμοί και οι κοφτές του ανάσες σε δυνατά βογγητά, καθώς έχυνε στο στόμα μου.

    Τραβήχτηκα και τον βοήθησα να βάλει το εσώρουχό του και το παντελόνι του αλλά όταν πήγα να φορέσω τη μπλούζα μου δε με άφησε. Το σπίτι του είναι ζεστό έτσι και αλλιώς, είχε ανάψει και το τζάκι, οπότε δεν κρύωνα. Μου έδωσε ένα μαξιλάρι και το έπιασα το υπονοούμενο, το σπίτι του Αρίστου έχει ενδοδαπέδια οπότε δεν έχει χαλιά, το μαξιλάρι μου το έδωσε για να κάτσω γονατιστή.

    «Θα έρθουν στις 13:00 με το Ράντι και θα τον αφήσουν εδώ μέχρι την Τετάρτη το βράδυ. Ε, πιστεύω μέχρι τότε να τα έχει καταφέρει, τι διάολο!»
    «Άντε, θα γίνεις και παππούς!» τον πείραξα.
    «Ενώ τώρα είμαι τζόβενο, να πούμε!»
    «Ψιτ, μη τα ξαναλέμε αυτά! Μεσήλικας!»
    «Να σου πω, υποτίθεται ότι εγώ είμαι ο καταπιεστής εδώ πέρα!»
    «Να μην έμπλεκες με αναρχοκομμουνίστρια!»
    «Σιγά ρε Κροπότκιν!»
    «Διαβασμένος είσαι πουλάκι μου!»
    «Χαχαχα, μέχρι εκεί ξέρω, δεν έχω εμβαθύνει περισσότερο!»
    «Έχεις εμβαθύνει αρκετά ώστε να με αποκαλέσεις Κροπότκιν και όχι Μπακούνιν!»
    «Τα έκανες στη σχολή αυτά φαντάζομαι, ε;»
    «Κομμάτι…» είπα αναστενάζοντας.

    Η κοινωνιολογία ήταν η πρώτη μου επιλογή, η πολιτικών επιστημών δεν με τράβαγε, και εδώ που τα λέμε, ούτε η εγκληματολογία κατάφερε να με τραβήξει, παρά το ότι ήταν η αιτία για την οποία είχα επιλέξει κοινωνιολογία. Αν και με καθυστέρηση, καθώς στο μεταξύ είχα πιάσει δουλειά, πήρα το πτυχίο μου, και με καλό βαθμό μάλιστα, μόνο και μόνο γιατί έχω σχεδόν αυτιστική προσήλωση στους στόχους μου, ακόμα και όταν αυτοί πάψουν να έχουν πραγματικά σημασία. Δε βαριέσαι, πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, είμαι αυτή που είμαι. Βέβαια αυτή η προσήλωση με έχει βοηθήσει στα επαγγελματικά μου, μέσα σε δυόμιση χρόνια είχα γίνει team leader και η Εύα με έβλεπε να γίνομαι γρήγορα και προϊσταμένη.

    Νέο Ψυχικό, Ιούνης 2023

    «Μαριλίζα, δεν είσαι απλά καλή, είσαι εξαιρετική, δεν είναι τυχαίο που όλες τις δύσκολες περιπτώσεις τις στέλνουμε σε σένα. Επίσης παίρνεις πρωτοβουλίες, είσαι εξαιρετικά οργανωτική, πάντα είσαι εκεί όταν κάποιος συνάδελφος ζητήσει βοήθεια, και η Εύα μου είπε ότι ουσιαστικά τρέχεις εσύ την ομάδα σας» μου είπε η προϊστάμενη του τμήματος στην συνέντευξη αξιολόγησης.
    «Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ναταλία» της είπα χαμογελώντας μέχρι τ’ αφτιά.
    «Το ξέρεις ότι κάνουμε εσωτερική αναδιοργάνωση, έτσι;»
    «Ναι, φυσικά»
    «Η Εύα μου πρότεινε, κι εγώ συμφωνώ πλήρως μαζί της, να γίνεις team leader και να αναλάβεις τους καινούργιους part time. Έχουμε μεγάλο turnover rate και όσο και αν είναι αναμενόμενο για Call Center και ειδικά για part time, θέλουμε να το μειώσουμε, και αυτός θα είναι και ο κύριος στόχος σου, να τους εκπαιδεύεις, να τους μαθαίνεις πως να συμπεριφέρονται, και να τους κρατάς όσο το δυνατόν περισσότερο»
    «Κυρία Ναταλία, αν μου επιτρέπετε, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως για τους περισσότερους part time αυτή η δουλειά δεν είναι παρά stepping stone, κάτι προσωρινό μέχρι να βρουν κάτι που για εκείνους θα έχει περισσότερες προοπτικές»
    «Το ξέρω Μαριλίζα, δεν περιμένουμε να γίνουν θαύματα, αλλά εσύ είσαι κάποια που μπορείς να δώσεις προοπτικές σε όποιους ενδιαφέρονται, κι εσύ part time ξεκίνησες και έγινες full time, και ούτε δύο χρόνια αργότερα η Εταιρία θέλει να σε κάνει team leader. Και δεν θα πάρεις απλά τον τίτλο για να τον έχεις, έχω συμφωνήσει με το HR για μεγάλη αύξηση. Από 660 καθαρά θα πας στα 970 και επιπλέον θα πάρεις και 130 ευρώ σε κάρτα ticket restaurant, που μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις και στο super market. Τέλος θα λάβεις και εταιρικό κινητό με επιδότηση 650 ευρώ για τη συσκευή που θα επιλέξεις. Θα σου δώσω μια εβδομάδα να το σκεφτείς, επιστρέφεις και μου λες»
    «Δε χρειάζεται η εβδομάδα» της είπα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή από την έξαψη. «Δέχομαι!»

    Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024

    «Τι με θωρείς ακίνητη, που τρέχει ο λογισμός σου;»
    «Τίποτα… πέταγε το μυαλό μου. Αρχικά σκεφτόμουν το πανεπιστήμιο, τελείωσα τη σχολή γιατί δε μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση, και μετά ότι αυτή η αυτιστική μου προσήλωση στο στόχο με βοήθησε και επαγγελματικά»
    «Με τι βαθμό πήρες το πτυχίο;»
    «Οχτώ και κάτι, αλλά τέλειωσα στα πεντέμισι χρόνια και όχι στα τέσσερα, είχα πιάσει και τη δουλειά και παρόλο που ήταν part time δεν είχα λόγο να βιάζομαι. Τα γάλατα άρχισαν να σφίγγουν όταν ο πατέρας μου πήρε σύνταξη. Ήθελαν να γυρίσουν Κεφαλονιά και η μητέρα μου ζήτησε και πήρε μετάθεση, οπότε γύρισαν στο Αργοστόλι. Εκεί πιέστηκα να τελειώσω γρήγορα καθώς ο μισθός του part time δεν έφτανε ούτε για ζήτω και δεν ήθελα να τους είμαι άλλο φόρτωμα, πόσο μάλλον όταν πήραν και το δάνειο των 50.000 για να κάνουν επισκευές στο πατρικό της μαμάς»
    «Δημόσιοι είναι οι δικοί σου;»
    «Η μαμά μου είναι καθηγήτρια δευτεροβάθμιας, φιλόλογος. Ο μπαμπάς όχι, ήταν λογιστής. Μη το πεις πουθενά, ακόμα μου φτιάχνει τις δηλώσεις!»
    «Τεμπελχανού!»
    «Χαχαχα, το ίδιο μου λέει και ο μπάρμπα-Γιώργος αλλά κατά βάθος του αρέσει, απλά είναι γκρινιάρης, γι’ αυτό τον αγαπάω!»
    «Λοιπόν, και για να επιστρέψουμε στα αρχικά, θα έρθουν γύρω στις 13:00 και ο Αντώνης είπε ότι θα φέρει και παϊδάκια προβατίνας για να ψήσουμε»
    «Τι ώρα έχει πάει τώρα;»
    «Κοντεύει δώδεκα»
    «Σε ξύλα θα ψήσουμε;»¨
    «Λέω ναι, μισή ώρα θα χρειαστεί η θράκα. Μόνο που θα πρέπει να φάμε μέσα, έχει κρύο σήμερα. Α, μιας και είπα κρύο, φόρεμα θα φορέσεις στο γάμο;»
    «Έτσι έλεγα, γιατί;»
    «Ο γάμος γίνεται στα Ανώγια, είναι ψηλά εκεί και έχει κρύο»
    «Έχω κι άλλα χειμωνιάτικα φορέματα Αρίστο μου, θα φορέσω και χοντρό καλτσόν, μην ανησυχείς»
    «Μια χαρά, κάτσε να πάρω και ένα τηλέφωνο τη μουρλέγκω, μου έταξε ότι θα με γδάρει αν πάω Ηράκλειο και δεν βρεθούμε!»
    «Ιρλανδία δεν είναι; Εκεί θα είναι ακόμα 10:00»
    «Αν κοιμάται θα ξυπνήσει, έτσι για να σφίγγουν και οι κώλοι. Και μιας και λέμε για Φοίβη… της αρέσεις πολύ!»
    «Που με ξέρει μωρέ;»
    «Αφενός σε είχε δει όταν της κάναμε την κλήση, τότε που ήμασταν όλοι μαζί, και αφετέρου της έδειξα και το Facebook σου, και δεν έχεις ανεβάσει και λίγες»
    «Πρέπει να σταματήσω να το κάνω αυτό…»
    «Δε βαριέσαι, τώρα έγινε η ζημιά, της γυάλισες!»
    «Ωχ Παναγία μου!»
    «Έλα τώρα, δε μου είπες ότι είχες παίξει με τη Μάνια και σου άρεσε;»
    «Εχμ… guilty as charged!»
    «Ε, αν είναι όπως μου την έχεις περιγράψει θα σ’ αρέσει και η Φοίβη, έχει τον ίδιο σωματότυπο και μη γελιέσαι που είναι 50άρα, από κοντά δεν την κάνεις πάνω από 35. Και θα σ’ αρέσει και ο Ανδρέας» μου είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι.
    «Πώς το ξέρεις μωρέ;»
    «Γιατί σου αρέσουν οι άντρες αυτού του τύπου. Για δες εδώ» μου είπε και μου άνοιξε το Facebook του και πήγε στις φωτογραφίες. «Αυτή είναι περσινή» μου είπε και μου τον έδειξε και μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, ο Ανδρέας είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ωραίος άντρας. «Κλείσε το στόμα σου, έχει λίμνη κοντά και κυκλοφορούν ζουζούνια»
    «Το παραδέχομαι, είναι κούκλος»
    «Έμπαινες;»
    «Εγώ να μπω ή αυτός;» τον πείραξα.
    «Και είναι και πολύ έμπειρος, έκανε τη Χριστίνα να πει το δεσπότη Παναγιώτη!»
    «Πώς είχε γίνει το σκηνικό μεταξύ σας;»
    «Ε, πώς γίνονται αυτά; Είχαν ανέβει Αθήνα αρχές Σεπτέμβρη του 2009 για να πάρουν τα παιδιά τους από τους παππούδες τους και είχαμε βγει για ποτό και η Χριστίνα έπαθε ντιριντάχτα με τον Ανδρέα. Του αρέσουν οι μικρούλες και η Χριστίνα μόλις είχε κλείσει τα είκοσι»
    «Κάτσε, εσύ στα δεκαοχτώ της τη γνώρισες;»
    «Δεν αρέσουν μόνο στο Μιχάλη σου και στον Ανδρέα οι μικρούλες, κι εμένα μανούλα μ’ έκανε!»
    «Τέλος πάντων, για λέγε, για λέγε!»
    «Μπα, μπα; Σε τρώει η περιέργεια»
    «Χρουμφ!» του έκανα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου.
    «Είσαι λατρεία! Όπως σου είπα, τους ξέρω πολλά χρόνια και αν και δεν είχαμε κάνει κάτι μαζί, ήξερα από τις ιστορίες που είχαν διηγηθεί πως είναι, let’s say, περιπετειώδεις. Είχα κι εγώ το χρόνιο crush μου με τη Φοίβη, ήξεραν ότι είμαι σαδιστής, τους είπα και για τον Ιεροεξεταστή που είχα αρχίσει να φτιάχνω τότε, κι έγινε εδώ το Ελ Αλαμέιν»
    «Είναι του χώρου;»
    «Όχι ακριβώς. Η αλήθεια είναι ότι η Φοίβη έχει κυριαρχικές τάσεις αλλά η σχέση μεταξύ τους είναι vanilla. Στο S/m ο πανωχεράς είναι ο Ανδρέας αλλά δεν πάει παραπάνω από τη βίτσα ή άντε το paddle. Η Φοίβη από την άλλη είναι περισσότερο αλγολάγνα απ’ όσο είναι διατεθειμένος ο Ανδρέας να την πονέσει, οπότε κατά καιρούς κάνουν παιχνίδια με D/s ή T/b ζευγάρια. Πάντα μαζί, δεν κάνουν τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλο»
    «Και τι κάνατε;»
    «Πολλά!» μου είπε αινιγματικά
    «Έλα, μη γίνεσαι τέτοιος, πες μου!»
    «Κερί, whip, clamps, flogger και cane, δηλαδή εγώ και η Φοίβη. Ο Ανδρέας περιορίστηκε στη βίτσα με τη Χριστίνα στο pillory»
    «Από σεξ;»
    «Τα πάντα, κι εγώ πήρα τη Φοίβη από παντού, και ο Ανδρέας τη Χριστίνα από παντού»
    «Χριστίνα και Φοίβη;»
    «Ξεκίνησαν αλλά το έκοψε η Φοίβη όταν πήρε χαμπάρι -και το πήρε πολύ γρήγορα- πως η Χριστίνα δε γούσταρε και απλά το έκανε για να μη μας χαλάσει το χατίρι»
    «Και τι έγινε;»
    «Την πήρε και την σήκωσε, εννοείται αφού έφυγαν»
    «Θέλω να πιστεύω ότι τη μάλωσες επειδή σου το έκρυψε»
    «Τι καταλαβαίνεις τώρα, θέλεις να με διαολίσεις; Φυσικά και ήταν αυτός ο λόγος, δεν είσαι η πρώτη που έχει ακούσει τη γνώμη μου για τις θυσίες»
    «Συγνώμη Αρίστο μου, έχεις δίκιο»
    «Τέλος πάντων. Για πες μου τώρα κι εσύ τη δική σου εμπειρία με τη Μάνια, θέλω να μου τα διηγηθείς αναλυτικά»
    «Να πιώ λίγο καφέ πρώτα;»
    «Γιατί, δε μπορείς να πιείς καφέ και να μου πεις την ιστορία;»
    «Να ντυθώ τουλάχιστον;»
    «Όχι!»
    «Μάλιστα» του απάντησα, πολύ φυσικά, και ξεκίνησα να διηγούμαι.

    Νέο Ηράκλειο, Μάιος 2023

    Η αλήθεια είναι πως αν και δεν το είχα δοκιμάσει, είχα την περιέργεια να δω πως θα είναι να πάω με άλλη γυναίκα, και με τον Μιχάλη είχα τις ευκαιρίες μου, κάμποσες από τις μικρούλες του είναι bi, αν και αυτές που γούσταραν τρίο ήταν λιγότερες. Το όλο πράγμα θα έμενε σε θεωρητικό επίπεδο αν η Μάνια, που ανήκε και στις δύο παραπάνω κατηγορίες, δεν είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της να παίξει μαζί μου.

    «Η Μάνια είναι bi, γιατί απορείς;» με ρώτησε ο Μιχάλης.
    «Ναι, μου το είχες πει… Δεν ξέρω… μου ήρθε λίγο απότομο, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά. Καλά, πώς της ήρθε έτσι;»
    «Όταν έφυγες μετά το session που είχες παρακολουθήσει μου είπε ότι ήταν κρίμα που έφυγες και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται»
    «Huh… Και γιατί δε μου το είχες πει;»
    «Γιατί δεν είχαμε κάνει καλά-καλά σεξ οι δυο μας, θα σου πρότεινα και τρίο;»
    «Και… και πως θα γίνει;»
    «Όπως είχε γίνει με το session που είχες παρακολουθήσει. Θα βγούμε, θα πιούμε τις ποτάρες μας, θα πούμε τις μαλακίες μας, ο βασικός σκοπός μαγδάλω μου είναι να περάσουμε όμορφα το βράδυ είτε γίνει κάτι είδε δε γίνει. Αν έχουμε διάθεση το συνεχίζουμε σπίτι μου, αν όχι, τουλάχιστον έχουμε περάσει ένα όμορφο βράδυ»


    Και κάπως έτσι μερικές μέρες αργότερα βγήκαμε και οι τρεις μας. Μας έβαλε να καθίσουμε δίπλα η μία στην άλλη και κάθισε απέναντί μας. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή της βραδιάς ήμουν αρκετά αμήχανη, αλλά βάλε το ποτό, βάλε το απίθανο κέφι που είχε ο Μιχάλης κάνοντας και τις δυο μας να κατουρηθούμε στα γέλια, βάλε και τις πικάντικες ιστορίες που διηγηθήκαμε και οι τρεις μας, κάνοντάς με να καυλώσω, στο τέλος της είχα λυθεί τελείως.

    «Θέλετε να παίξουμε το never have I ever?» ρώτησε η Μάνια
    «Τι είναι αυτό;» ρώτησα εγώ καθώς δεν ήξερα το εν λόγω παιχνίδι.
    «Καθένας με τη σειρά του λέει κάτι που έχει ή δεν έχει κάνει, ξεκινώντας με την πρόταση “Never have I ever”, για παράδειγμα “Never have I ever went to Paris”. Αν κάποιος έχει πάει στο Παρίσι τότε πίνει μια γουλιά από το ποτό του. Βέβαια αυτό παίζεται καλύτερα με σφηνάκια αλλά έτσι μπορεί να γίνεις ντέφι χωρίς να το καταλάβεις» εξήγησε η Μάνια
    «Αν είναι να κάνουμε κάτι τέτοιο καλύτερα σπίτι» είπε ο Μιχάλης δίνοντας το σύνθημα. «Ψήνεστε;»
    «Μέσα!» είπα εγώ αμέσως και το ίδιο απάντησε και η Μάνια και κάπως έτσι μισή ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι του.


    Για να μη γίνουμε κουδούνια αποφασίσαμε να μην το κάνουμε στην παραλλαγή με τα σφηνάκια, απλά πήραμε ένα μπουκάλι μπύρας ο καθένας και ξεκινήσαμε.

    “Never have I ever went to Paris” είπε ο Μιχάλης και ήπιανε και οι δύο μια γουλιά από το μπουκάλι τους. Εγώ δεν είχα πάει ποτέ στο Παρίσι οπότε κάθισα στα αυγά μου.
    “Never have I ever smoked a joint” είπε η Μάνια και αυτή τη φορά ήπιαμε εγώ και ο Μιχάλης.
    «Δεν έχεις κάνει ποτέ μπάφο;» τη ρώτησα απορημένη
    “Nope, never. Σειρά σου” μου είπε η Μάνια
    «Never have I ever fucked two different people the same day και δεν εννοώ τρίο» είπα και ήπια μια γουλιά και το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
    «Never have I ever French kissed a girl» είπε ο Μιχάλης και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και η Μάνια τον ακολούθησε.
    «Ποτέ;» με ρώτησε η Μάνια.
    “Nope, never, που λέει και μια ψυχή» της απάντησα.
    «Αυτό διορθώνεται» είπε η Μάνια πλησιάζοντάς με και κοιτώντας με σταθερά στα μάτια. Well, μια ψυχή που ήταν να βγει, ας έβγαινε.


    Έφερε το στόμα της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. Έκλεισα τα μάτια, δίνοντάς της το σινιάλο που περίμενε, και λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Ξεκινήσαμε τρυφερά μέχρι που έφερα το χέρι μου πίσω από το κεφάλι της και την τράβηξα προς τα μένα. Η ανάσα της μύριζε ελαφρά μπύρα και τα χείλη της ήταν απαλά και αφού παίξαμε η μία με τα χείλη της άλλης, οι γλώσσες μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην άκρη των χειλιών μας και το φιλί έγινε πιο παθιασμένο καθώς οι γλώσσες μας αγκαλιάζονταν πότε στο στόμα της μίας, πότε της άλλης, και πότε στην άκρη των χειλιών μας.

    Η Μάνια με χάιδεψε τρυφερά στο στήθος, πάνω από το φόρεμά μου, και μετά το πέρασε το χέρι της από μέσα, και έτσι όπως δε φορούσα και σουτιέν, η αίσθηση με έκανε να ανατριχιάσω από την καύλα. Παίρνοντας θάρρος από το θάρρος της, πέρασα κι εγώ το χέρι μου κάτω από το τοπ της, και για πρώτη φορά έπιασα στα χέρια μου γυναικείο στήθος διαφορετικό από το δικό μου. Ούτε η Μάνια φορούσε σουτιέν, και ούτε και το χρειαζόταν εδώ που τα λέμε, είχε πολύ όμορφα στήθη, στητά, στρογγυλά και γεμάτα. Η αίσθηση τους στα χέρια μου ήταν πρωτόγνωρη και οι καύλες μου έγιναν ακόμα μεγαλύτερες και κάπως έτσι, μερικές στιγμές αργότερα, βρεθήκαμε και οι δυο μόνο με τα κιλοτάκια μας, να χουφτωνόμαστε και να γλειφόμαστε σαν να μην υπάρχει αύριο.

    «Εμένα θα με παίξετε;»
    «Έλα εδώ βρε παραπονιάρη» του είπα και τον βάλαμε να κάτσει ανάμεσά μας.


    Κάθισα γονατιστή πάνω στον καναπέ και άρχισα να τον φιλάω ενώ η Μάνια γονάτισε μπροστά του και του ξεκούμπωσε το παντελόνι. Σταματήσαμε το φιλί ίσα-ίσα για ανασηκωθεί και να κατεβάσει παντελόνι και εσώρουχο, και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και πάλι, ενώ η Μάνια τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να τον τσιμπουκώνει. Λίγη ώρα μετά αλλάξαμε θέσεις, η Μάνια κάθισε στον καναπέ και εγώ συνέχισα την πίπα από εκεί που την είχε αφήσει η Μάνια, μέχρι που μας σταμάτησε ο Μιχάλης και μας είπε να ανέβουμε και οι δύο στον καναπέ.

    Με το Μιχάλη στη μέση κάτσαμε και οι δύο στα τέσσερα και αρχίσαμε να φιλιόμαστε πάνω από το Διαμαντή ενώ ο Μιχάλης άπλωσε τις χερούκλες του από κάτω και άρχισε να παίζει με τα μουνάκια μας. Σταματήσαμε να φιλιόμαστε, και σα να συνεννοηθήκαμε με τα μάτια, σκύψαμε και οι δύο προς το όργανό του και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι πάνω στη βοϊδοκεφάλα του Διαμαντή και αρχίσαμε να τον τσιμπουκώνουμε εναλλάξ για λίγη ώρα, μέχρι που ο Μιχάλης μας πρότεινε να συνεχίσουμε στο δωμάτιό του.

    Εκεί είχε αλλαγή σκηνικού, ξάπλωσα μαζί με τη Μάνια και αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χουφτωνόμαστε, μέχρι που η Μάνια διέκοψε το φιλί, και ξεκίνησε να με γλείφει πρώτα στο λαιμό και μετά στα στήθη, και αφού έπαιξε μαζί τους για λίγη ώρα, κατέβηκε πιο χαμηλά, και άρχισε να παίζει το μουνάκι μου με το στόμα της, κάνοντας τα μάτια μου σχεδόν να γυρίσουν στις κόχες τους, το κορίτσι ήταν αστέρι, όχι αστεία. Την άρπαξα από τα μαλλιά και πίεσα το κεφάλι της πάνω στο μουνάκι μου ενώ ο Μιχάλης ήρθε δίπλα μου και μου τον έχωσε στο στόμα. Εντάξει, εκεί το έχασα τελείως, με αποτέλεσμα να μη χρειαστούν ούτε μερικά λεπτά για το πρώτο κερασάκι της βραδιάς.

    Όταν βρήκα τις ανάσες μου, έβαλα την Μάνια να ξαπλώσει, και ήμουν εγώ αυτή τη φορά που έφαγα μουνάκι, και μπορεί να το έκανα για πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλά ως κοριτσάκι είχα μια πολύ καλή ιδέα του τι θα της άρεσε, και δικαιώθηκα, και αν και δεν έχω σκουιρτάρει ποτέ στη ζωή μου, τουλάχιστον το πρόσφερα εκείνη τη βραδιά, αλλά η αλήθεια είναι ότι σάστισα όταν ένιωσα τις πιτσιλιές στο πρόσωπό μου. Από πρωτιές άλλο τίποτα εκείνη την ημέρα, αυτό έχω να πω!

    Μετά ακολούθησε Ρωσική ρουλέτα με το Διαμαντή, καθώς σηκώθηκε όρθιος και οι δυο μας γονατιστές τον τσιμπουκώναμε εναλλάξ. Αν ήταν πραγματική Ρωσική ρουλέτα θα μ’ έκλαιγαν οι δικοί μου εκείνη την ημέρα, καθώς ήταν στο δικό μου στόμα στο οποίο τελείωσε ο Μιχάλης, και εγώ μπορεί να μην κατάπινα αλλά η Μάνια το έκανε, οπότε αν και άφησα κάμποσο να τρέξει από το στόμα μου, όλο το υπόλοιπο το άδειασα στο στόμα της φιλώντας την. Βέβαια κάποια κουκούτσια έμειναν αλλά δε βαριέσαι, δε θα μου τρυπούσε και το στομάχι.

    Και μετά ακολούθησε και δεύτερος γύρος, εγώ κάθισα ανάποδα στο πρόσωπο του Μιχάλη και αντικρυστά μου η Μάνια τον καβάλησε και ξεκινήσαμε το ροντέο, εγώ με τη γλώσσα του και η Μάνια με το Διαμαντή. Ο Μιχάλης με κρατούσε από τους γλουτούς ελαφρά ανασηκωμένη κάνοντάς με να γείρω μπροστά ενώ η Μάνια ανεβοκατέβαινε πάνω στο όργανό του ακουμπώντας τα χέρια της στη λεκάνη του. Η γλώσσα του Μιχάλη και τα στήθη της Μάνιας που χοροπηδούσαν ακολουθώντας τις κινήσεις της πάνω στο Διαμαντή με έκαναν και πάλι να χάσω τα αυγά και τα πασχάλια, κερδίζοντας το δεύτερο κερασάκι.

    Μα η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα, είχε και τρίτο γύρο λίγη ώρα αργότερα, και αυτή τη φορά αλλάξαμε θέσεις με τη Μάνια. Ο Μιχάλης με έβαλε και τον καβάλησα με πλάτη προς εκείνον ενώ η Μάνια κάθισε πάνω του, όπως είχα καθίσει εγώ στον προηγούμενο γύρο. Η Μάνια ωστόσο ούσα πιο ψηλή με έφτανε, και με χούφτωσε από πίσω και μου μάλαζε τα στήθη ενώ κοπανιόμουν πάνω στο Διαμαντή νιώθοντας τον να φτάνει σχεδόν μέχρι …τα πνευμόνια! Και ναι, αν και πολύ δύσκολα τελειώνω με διείσδυση, εκεί είχε και τρίτο κερασάκι, mrs Pacman έγινα εκείνο το βράδυ!

    Μια βδομάδα αργότερα, και με αφορμή την ανακοίνωση της προαγωγής μου από την πρώτη του Σεπτέμβρη, ο Μιχάλης με πήγε τριήμερο στο Παρίσι.

    Ιπποκράτειος Πολιτεία, Γενάρης 2024

    «Δεν ήταν η μόνη φορά που κάναμε τρίο με τη Μάνια, έκτοτε το επαναλάβαμε κάμποσες φορές»
    «Πότε ήταν η τελευταία φορά;»
    «Λίγο πριν τα Χριστούγεννα»
    «Και γιατί δε μου το είχες πει; Το ότι επαναλήφθηκε εννοώ» με ρώτησε κάνοντάς με να αισθανθώ άσχημα. Δεν ήταν ότι το έκρυβα, απλά δεν το είχα καν σκεφτεί, και του το είπα.
    «Δεν το σκέφτηκα Αρίστο μου, δεν είναι ότι ήθελα να σου κρύψω κάτι»
    «Δε σε μαλώνω βρε, το ξέρω ότι δεν το έκανες επίτηδες, αλλιώς δε θα μου είχες πει και για εκείνη τη μέρα που με άλλον πήγες το πρωί, άλλον το βράδυ, αλλά τα λένε αυτά, ξέρεις πως τα λατρεύω κάτι τέτοια!»
    «Τεχνικά με τον πρώτο ήμουν από το προηγούμενο βράδυ, απλά κάναμε σεξ και το πρωί!»
    «Στέναξε η Βαρκελώνη!» με πείραξε ο Αρίστος.
    «Μωρέ μπούτι δεν έκλεισα πέντε μέρες, κάθε μέρα και διαφορετικός, απλά με τον Χόρχε το μενού περιλάμβανε και πρωινό»
    «Χαχαχα, σεξοτουρισμός!»
    «Τελείως όμως, αλλά αυτή ήταν εξαρχής η ιδέα αυτού του πενταήμερου που πήγαμε με τη Νάντια!»
    «Ξελυσσάξατε;»
    «Παράπονο δεν είχαμε, θα έπεφτε φωτιά να μας κάψει!»
    «Λοιπόν, κάτσε να κάνουμε και μια κλήση στη Φοίβη»
    «Εχμ, να ντυθώ πρώτα;»
    «Γιατί, μια χαρά είσαι» είπε προκαλώντας μου ένα μίνι έμφραγμα. «Βρε μπούφο τηλέφωνο θα την πάρω» συνέχισε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ και να κάτσω δίπλα του. «Καλημέρα Δρ. Μαρτίνου, τι κάνετε; Αν σας είδα στον ύπνο μου; Είναι δέκα τοπική ώρα, ακόμα κοιμάστε; Χαχαχα, ναι καλά είμαι. Άκου, την Πέμπτη το πρωί θα κατεβούμε Ηράκλειο, έχουμε ένα γάμο το Σάββατο, και θα κάτσουμε μέχρι και την Τρίτη το βράδυ. Τι ποιοι θα κατεβούμε, εγώ και η Μαριλίζα. Εσείς πότε γυρνάτε; Α δε θα κάτσετε όλη την εβδομάδα; Ε, αυτό είχα καταλάβει. Εντάξει, άρα οποιαδήποτε στιγμή από Πέμπτη και μετά θα μπορούμε να τα πούμε; Όχι, όχι δε θα είμαστε στο πατρικό μου. Όχι ρε, τι ξενοδοχείο; Δε στο είχα πει ότι έχω αγοράσει εδώ και δυο χρόνια ένα τριώροφο στη μικρή Έβανς; Α, δε στο είχα πει; Ε, τώρα το ξέρεις. Ναι, μωρέ βολεύει, είναι όλα κοντά. Εντάξει Φοίβη μου, να δώσεις πολλούς χαιρετισμούς στον Ανδρέα και στα παιδιά. Εντάξει, τα λέμε στο εξωτικό Ηράκλειο» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
    «Πότε γυρνάνε;» τον ρώτησα
    «Αύριο, για τριήμερο πήγαν Ανδρέας και Χριστιάνα και όχι για εβδομάδα που νόμιζα»
    «Δε μου λες, τι ώρα έχει πάει;» ρώτησα αλλάζοντας κουβέντα.
    «Κοντεύει 12:30» μου είπε αφού συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Λοιπόν μούτρο, πήγαινε πάνω να αλλάξεις, να πάω κι εγώ να ετοιμάσω την ψησταριά, και έλα να με βρεις έξω»
    «Θέλω να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα, μωρό μου, νιώθω να έχω ακόμα κεριά πάνω μου!»
    «Εντάξει Μαριλίζα μου»

    Ανέβηκα στο μπάνιο, και αφού μπήκα στην καμπίνα, άφησα το νερό να τρέξει μέχρι να γίνει χλιαρό, ένιωθα το δέρμα μου ελαφρά ερεθισμένο και δεν ήθελα το συνηθισμένο μου καυτό. Όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα, χώθηκα κάτω από τον καταρράκτη, και ανοίγοντας και τα πλαϊνά σε μορφή ψεκασμού, έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την αίσθηση του νερού πάνω στο σώμα μου. Όπως ήμουν χαλαρωμένη ξαφνιάστηκα όταν άκουσα την πόρτα της καμπίνας να ανοίγει.

    «Κι εμένα μανούλα μ’ έκανε» μου είπε χαμογελώντας. «Χμμμ, σήμερα δε θα γίνω και βραστό κοτόπουλο, μ’ αρέσεις!» μου είπε και ήρθε από πίσω μου αγκαλιάζοντάς με από τη μέση.
    «Πάλι οπλισμένος ήρθες;» τον πείραξα.
    «Τι να πεις; Είναι ευγενής, βλέπει κυρία και σηκώνεται!» μου είπε ενώ ταυτόχρονα με χούφτωσε από τα στήθη και άρχισε να μου τα μαλάζει.
    «Μμμμ…» του έκανα απολαμβάνοντας το στο έπακρο και για να τον πειράξω έτριψα το κωλαράκι μου πάνω του. «Σε θέλω μωρό μου» του είπα. «Σε θέλω»
    «Ευτυχώς έχω προνοήσει» μου είπε και άνοιξε το εσωτερικό ντουλάπι της καμπίνας, έβγαλε ένα προφυλακτικό και το φόρεσε.

    Ήρθε και πάλι από πίσω μου, και κρατώντας με όπως προηγουμένως, βύθισε το όργανό του στο μουνάκι μου, κάνοντάς με να βογκήξω ηδονικά. Κάθισε για λίγο ακίνητος μέσα μου απολαμβάνοντας την αίσθηση, και χουφτώνοντάς με δυνατά από τα στήθη άρχισε να με γαμάει δυνατά, κάνοντάς με να ξεφωνίσω. «Αχ ναι, γάμα με… πιο δυνατά μωρό μου… πιο δυνατά» του φώναξα και εκεί άρχισε το πραγματικό σφυροκόπημα και ήταν τόσο όμορφο που πραγματικά, μερικές φορές, ποιος το γαμάει το κερασάκι. Καρφώθηκε μέσα μου για τελευταία φορά, έμεινε ακίνητος, και τελείωσε με ένα δυνατό βογκητό, σφίγγοντάς μου τα στήθη τόσο δυνατά, και ήταν και ερεθισμένα από εχθές, που δάκρυσα. Τραβήχτηκε από μέσα μου και με γύρισε προς το μέρος του, πιέζοντάς με να γονατίσω. Του έβγαλα το προφυλακτικό και τον πήρα στο στόμα μου, καθαρίζοντάς τον απ’ ότι είχε μείνει.

    «Έφτιαξες την ψησταριά;» τον ρώτησα αφού με βοήθησε να σηκωθώ.
    «Αυτό είχα σκοπό να κάνω αλλά ξέρεις τι λένε, best laid plans…»
    «Σου χάλασα τα σχέδια, η αμαρτωλή;»
    «Ε, τι, να άφηνα το κορίτσι να ξεπλυθεί από την αμαρτία μοναχούλα;»
    «Ξέρεις τι; Χαντακώθηκες που γεννήθηκες τον 20ο αιώνα, αν είχες γεννηθεί στο Μεσαίωνα θα σε είχε γράψει η ιστορία!»
    «Ναι, ε; Και γιατί θα με είχε γράψει η ιστορία;»
    «Γιατί τα συγχωροχάρτια σου γαμάνε!» του είπα αντιγράφοντας το φλεγματικό του ύφος και κάνοντάς να πνιγεί από τα γέλια.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 7 Ιανουαρίου 2024
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Updated cover, new instalment to follow soon...ish

     
     
  10. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Ο Μιχάλης είναι ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί απ τα κείμενα!

    (Αυτό το «…ish» να υποθέσω είναι σαν το «θα σας ειδοποιήσουμε»; )
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Βασικά, αν εξαιρέσεις ότι ο Αρίστος, όπως τον έχω περιγράψει, είναι λίγο πιο γεματούλης και με αραιότερα μαλλιά, το AI τον πέτυχε αρκετά-ish καθώς δεν έπαιρνε από λόγια, ή μου τον έκανε Poldo ή σχεδόν ξεσκέπαστο. Τη Μαριλίζα πάντως μου την έκανε σχεδόν όπως τη φανταζόμουν.
    Θα σας ειδοποιήσουμε  
     
  12. Nickname

    Nickname Όμορφος, έξυπνος και μετριόφρων Contributor

    Προτείνω ανεπιφύλακτα τις δύο τελευταίες season του Star Trek DS9, μόνο που επειδή δεν γίνεται δουλίτσα αν δεν τις δεις ολόκληρες, εναλλακτικά το τελευταίο διπλό επεισόδιο του Star Trek Voyager.