Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 2 Δεκεμβρίου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Καθόταν στα σκαλιά έξω απ΄το Πάθφουτ και κάπνιζε. Ήταν ένα λιγνό κορίτσι με μακριά, ξανθά, ολόισια μαλλιά. Αν δεν ήταν η ανάπαυλα των μαθημάτων του Απριλίου, θα ήταν ανάμεσα σε δεκάδες συμφοιτητές της. Αναρωτήθηκα αν και τότε θα έδειχνε τόσο χαρακτηριστικά νέα, νέα, μα τόσο νέα.

    Γιατί, αναμφίβολα, όλα τα εικοσάχρονα παιδιά φαίνονται νέα. Αλλά ετούτη εδώ κάτι άλλο είχε εκείνη τη στιγμή, κάτι που με έκανε να συνδέσω τον ορισμό της νιότης με την εικόνα της για όλη μου τη ζωή. Ακόμα και σήμερα, μετά απ’όλα αυτά τα χρόνια, όποτε ακούω τη λέξη «νιότη» σκέφτομαι εκείνο το κορίτσι. Καθιστή στα σκαλιά, τα γόνατά της διπλωμένα μπροστά στο στήθος της, με τη φαρδιά πολύχρωμη φούστα της να απλώνεται στο έδαφος γύρω της. Κοίταζε τις μύτες των πάνινων παπουτσιών της όταν πλησίασα με το αυτοκίνητο και πάρκαρα, απέναντι προς τη λίμνη όταν την ξανακοίταξα πλησιάζοντας την είσοδο. Είχε φακίδες, μπλε μάτια, και μεγάλα χείλη.

    «Δεν κρυώνεις εδώ έξω;» της χαμογέλασα περνώντας δίπλα της.

    Ήταν οι τελευταίοι μου μήνες στο Stirling. Το φθινόπωρο θα έπρεπε να επιστρέψω στην Αμερική, ή να ψάξω για έδρα στο Λονδίνο. Καμία από τις δύο προοπτικές δε με ενθουσίαζε, και προς το παρόν απλώς έγραφα, έσκιζα, ξαναέγραφα και ξαναέσκιζα μια επιστολή προς τον Χάρισον, τον διευθυντή σπουδών του τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας. Πάλευα να βρω το σωστό κείμενο για να τον πείσει ότι πρέπει να μείνω για τουλάχιστον ένα χρόνο διδάσκοντας πιτσιρικάδες που φοράνε μπλούζες των Blur και των Oasis (αλλά και ρέπλικες jersey ποδοσφαιρικών ομάδων) τα μυστικά σκονισμένων και βαθυκόκκινων κειμένων του Blake, του Le Fanu, του Stevenson. Δεν ήταν εύκολο να γραφτεί αυτό το κείμενο.

    «Έχω το μπουφάν μου,» μου χαμογέλασε κι αυτή, και έφερε πιο κοντά τα πέτα του τζην σακακιού της.

    Το Stirling για μένα ήταν αυτό που οι Αμερικάνοι λένε “Easy Street”. Από το χάος του Μανχάταν στο καταπράσινο campus της Σκωτσέζικης κωμόπολης, από τις δεκατέσσερις διαλέξεις την εβδομάδα στις έξι, από τα τριάντα χιλιάρικα το εξάμηνο στα εβδομήντα, και από το μουχλιασμένο διαμέρισμά μου στη Μάντισον σε ένα ξύλινο bungalow στο δάσος ανάμεσα στο Bridge of Alan και το Kippenross. Από τις φτηνές μπύρες και το ξινισμένο μπέρμπον στα σπάνια malts των αποστακτηρίων τα οποία, αν πήγαινες λίγο προς τα βόρεια, τα έβλεπες να δίνουν ζωή στα μικρά χωριά στους πρόποδες των Highlands.

    Από τα ακριβά, ανούσια νυχτερινά κέντρα με τις επιγραφές νέον, στα καλοκρυμμένα alternative στέκια του Εδιμβούργου.

    Ήταν τα καλύτερα δυο χρόνια της ζωής μου. Το ότι οι τελευταίοι τους μήνες θα ήταν ακόμα καλύτεροι δε μπορούσα να το φανταστώ.

    Την προσπέρασα με το βλέμμα μου ίσια μπροστά, γιατί δεν ήθελα να την κοιτάξω άλλο. Φοβήθηκα ότι θα καταλάβαινε κάτι – αλλά τι; Ότι μου είχε κάνει εντύπωση; Ότι ήθελα να δω τα πλευρά της, να της σηκώσω τα χέρια ψηλά και να ψηλαφίσω τα οστά της ξεκινώντας απ’τις μασχάλες της και φτάνοντας μέχρι τη λεκάνη της; Ότι θα ήθελα να τη δω γυμνή, δεμένη, κρεμασμένη από τους καρπούς, τα δάχτυλα των ποδιών της ίσα-ίσα να ακουμπούν στο πάτωμα, το στέρνο της να διαστέλλεται αργά με κάθε αναπνοή της;

    Και αυτά – αχ, αυτά! – ήταν πράγματα που δε σκεφτόμουν για όλα τα θηλυκά, αν και πολλά είχα φέρει στο σπίτι μου ανάμεσα στα δέντρα, με πολλά είχα σ’αυτές τις σκέψεις επιτρέψει να βγουν έξω και να αντιδράσουν με την πραγματικότητα. Αλλά ποτέ με φοιτήτριες, ποτέ με κοριτσάκια που παίρνουν μανιωδώς σημειώσεις καθώς, όρθιος, βηματίζοντας αργά και στρέφοντας το βλέμμα μου προς διαφορετικές κατευθύνσεις του ακροατηρίου μου, ανέλυα Βακτινιανές προσεγγίσεις στην ανάγνωση των βρυκολάκων του Bram Stoker ή των τεράτων της Mary Shelley.

    Ήξερα, άλλωστε, από παραδείγματα συναδέλφων, πόσο άσχημα μπορεί να μπλέξει ένας καθηγητής όταν βουτάει το μπισκοτάκι του στο ρόφημα που είναι έτοιμες να του προσφέρουν πιτσιρίκες που τους ακούν με μάτια ορθάνοιχτα, με καρδιές εύθραυστες.

    Hell hath no fury like a woman scorned.

    Στη γραμματεία, η Ντόροθι πνιγόταν στη χαρτούρα, όπως πάντα. «Καλημέρα,» της είπα περνώντας από την ανοιχτή της πόρτα, βαδίζοντας σβέλτα προς το γραφείο μου.

    «A! Έλα ‘δω εσύ!» φώναξε, και επανέλαβε: «Έλα ‘δω εσύ!»

    Κοντοστάθηκα.

    Η Ντόροθι ετοιμαζόταν κι αυτή να φύγει από το πανεπιστήμιο. Για πάνω από είκοσι χρόνια φρόντιζε τα πάντα στο τμήμα: από τις διορθώσεις στο πρόγραμμα των διαλέξεων (κανένας καθηγητής δε μπορεί να βρίσκεται σε δύο μέρη ταυτόχρονα) μέχρι την τοποθέτηση των διορθωμένων γραπτών στα σωστά pigeon holes. Tώρα θα έβγαινε στη σύνταξη, θα μπορούσε να επικεντρωθεί στα εγγόνια της και στις γάτες της. Ανυπομονούσε.

    «Τι έκανα πάλι;» ρώτησα.

    «Έχεις ραντεβού με την εποχιακή βοηθό σου στις έντεκα. Και μάντεψε τι ώρα είναι; Σωστά, δώδεκα. Μεσημέριασε, Τζίμμυ!»

    Το όνομά μου δεν είναι Τζίμμυ. Αλλά η Ντόροθι όλους Τζίμμυ τους έλεγε. Το κοντό, στρουμπουλό σώμα της ακουμπούσε στην κάσα της πόρτας. Πίσω απ’τα χοντρά γυαλιά της τα μάτια της γελούσαν.

    «Η κοπέλα περιμένει πάνω από μια ώρα για σένα. Ναι, αυτή η ξανθούλα που της έκανες τα γλυκά μάτια. Τι νομίζεις, δε σε είδα απ’το παράθυρο; Δε θέλω ν’ακούσω τίποτα. Πάω να της πω να έρθει.»

    Και τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα ότι μου είχε κοινοποιηθεί η απόφαση για βοηθό βαθμολογητή τον περασμένο Φεβρουάριο, μετά την τελευταία εξεταστική περίοδο. Είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν κοκκινίζω ορθογραφικά λάθη. Αλλά αυτό, είχα εξηγήσει στον Χάρισον, δεν ήταν παράλειψη. Ήταν πεποίθηση. Δεν πίστευα (και δεν πιστεύω) ότι μια λάθος κατάληξη ή ένα “ie” instead of “ei” πρέπει να σημειώνεται – ούτε καν να εξετάζεται. Το νόημα έχει σημασία. Αυτό που ο φοιτητής προσπαθεί να επικοινωνήσει. Αν δεν είναι κουραφέξαλα, δε με νοιάζει αν είναι ανορθόγραφο.

    Φυσικά, όλοι διαφώνησαν μαζί μου. “Too American for this institution,” μου είπε ο Χάρισον πίνοντας Guinness ένα απόγευμα σε μια pub στο κέντρο του Εδιμβούργου. Και μου ανακοίνωσε ότι η βαθμολογία που θα έδινα στις επόμενες πτυχιακές που θα εξέταζα θα είχε βάρος 85%, ενώ 15% θα προερχόταν από το βοηθό βαθμολογητή.

    Τον οποίο – καλά – την οποία ήταν προγραμματισμένο να γνωρίσω σήμερα στις έντεκα, και η Ντόροθι είχε δίκιο. Ήταν δώδεκα.

    Το όνομά της ήταν Γκουέν ΜακΜπηθ. Και όσο νέα, νέα και να μου είχε φανεί, ήταν αισίως στην τρυφερή ηλικία των 28. Δασκάλα στο δημοτικό σχολείο του Dunblane, αριστούχος alumna του πανεπιστημίου, και απόλυτα προσηλωμένη σε αυτά που άκουγε.

    Μα τόσο ερεθιστικά προσηλωμένη...

    «Σας έχω παρακολουθήσει,» μου είπε. «Συχνά χώνομαι στα αμφιθέατρα και παρακολουθώ διαλέξεις. Παρακολούθησα, παρ… I mean…» μπερδεύτηκε για λίγο. «Δηλαδή, σας άκουσα την περασμένη Παρασκευή που μιλήσατε για το Κάστρο του Οτράντο. Ήταν συναρπαστικό.»

    “Really,” της χαμογέλασα. «Με κάνει και βαριέμαι αυτό το μυθιστόρημα. Αλλά σας ευχαριστώ. Χαίρομαι που κάποιος ευχαριστήθηκε τη διάλεξη. Πρέπει να είστε η λαμπρή εξαίρεση.»

    Κάθισε στην καρέκλα απέναντί μου με το τζην μπουφάν της στο χέρι. Φορούσε, από κάτω, ένα λεπτό γκρι πουλόβερ με κόψιμο “V” στο λαιμό. Όση ώρα της μιλούσα για τη διαδικασία της επιβαθμολόγησης έβλεπα το λακάκι στο λαιμό της να ανεβοκατεβαίνει με το σφυγμό της. Πρόδιδε την εσωτερική ταραχή, τη χαμογελαστή και αμήχανη αγωνία της.

    Όταν την παρότρυνα να μου κάνει ερωτήσεις, έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά ξεροκατάπιε.
    «Δεν έχω ερωτήσεις,» μου είπε κοιτώντας τα παπούτσια της. «Θα βασιστώ απλά στην καθοδήγησή σας.»

    «Νόμιζα ότι ήσουν φοιτήτρια,» της είπα, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς γιατί της το έλεγα.

    «Σας ευχαριστώ,» μου απάντησε, χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.


    ***​

    Λίγες μέρες αργότερα, την είδα στην πρώτη σειρά καθισμάτων στο μεγαλύτερο από τα δύο αμφιθέατρα του κτιρίου Κοτρέλ. Ήταν μια από τις τελευταίες διαλέξεις της χρονιάς, μια από τις τελευταίες μου διαλέξεις στο Stirling, και είχε ως αντικείμενό της το pulp fiction περασμένων αιώνων, τη διαλεκτική της καταδίωξης στα γραπτά του James Hogg. Οι περισσότεροι τεταρτοετείς προσπαθούσαν να προχωρήσουν τις πτυχιακές τους, και η προσέλευση ήταν μικρή. Η Γκουέν ήταν μόνη της μπροστά-μπροστά.

    Την είδα, φυσικά, αμέσως μόλις μπήκα. Άφησα τα χαρτιά μου στην έδρα. Επέτρεψα στον εαυτό μου να επικεντρωθεί για λίγα δευτερόλεπτα σ’αυτή. Φορούσε μια κοντή τζην φούστα και μαύρο καλσόν. Είχε μπροστά της ένα τετράδιο και ένα μολύβι.

    Ξεκίνησα. Είχα ξανακάνει την ίδια διάλεξη άλλη μια φορά αυτή την εβδομάδα, και μπορούσα να βηματίζω και να χειρονομώ με άνεση, χωρίς να χρειάζεται να συμβουλεύομαι τις σημειώσεις μου.

    Ή, μήπως, και τώρα θα απευθύνω μια μάλλον ρητορική ερώτηση, μήπως οι διωκόμενες φιγούρες αντιπροσωπεύουν κάτι πιο περίπλοκο; Μήπως όλα αυτά τα φαντάσματα είναι δυνάμεις που καλούνται – ή τουλάχιστον ενθαρρύνονται – από τα ίδια τα θύματά τους; Μ’άλλα λόγια, κυρίες και κύριοι, το πρόβλημα με τα γραπτά του Hogg είναι ότι μας αφήνουν ανοιχτούς στο ενδεχόμενο του αφηγητή να είναι και ο ίδιος παρανοϊκός, και βέβαια αυτή η τάση υπάρχει σχεδόν παντού στο Γοτθικό μυθιστόρημα…

    Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα περίπου πέντε λεπτά ακόμα, και για κάποιο λόγο είχα μείνει πίσω σ’αυτά που ήθελα να πω. Θα έπρεπε να συντομεύσω ή να αυτοσχεδιάσω. Να τσεκουρώσω ή να δημιουργήσω.
    Η Γκουέν ήταν στη θέση της, αλλά το σώμα της είχε αλλάξει στάση. Είχε σταματήσει να κρατά σημειώσεις και ακουμπούσε πλέον την πλάτη της πίσω. Τα πόδια της είχαν ξεσταυρωθεί, το κεφάλι της είχε πάρει μια μικρή κλίση προς τ’αριστερά.

    Το Γοτθικό είναι συχνά γαρνιρισμένο με τέτοιες μικρές συνωμοσίες, και πολλές απ’αυτές, όπως αυτή των Μυστηρίων του Αντόλφο, αποδεικνύονται λιγότερο πονηρές απ’ότι φαίνονται στην αρχή. Αλλά στα βιβλία του Hogg, δεν αποδεικνύεται απολύτως τίποτα. Μας μένουν μόνο οι αμφιβολίες, και η συνεχής αιώρηση πάνω απ’την αλήθεια και το ψέμα είναι αυτό που μας κάνει να γυρνάμε τις σελίδες.

    Τώρα βλέπω ότι το καλσόν της έχει κατέβει, και το δεξιό της χέρι έχει χαθεί ανάμεσα στους κατάλευκους, λεπτούς μηρούς της. Το κινεί αργά πάνω-κάτω, αλλά με κινήσεις του καρπού, όχι του ώμου ή του αγκώνα. Το πρόσωπό της παραμένει συγκεντρωμένο. Ακούει την κάθε μου λέξη.

    Και με αυτή την αμφιβολία θα πρέπει να ζήσουμε, κυρίες και κύριοι. Με την εξυπνάδα του συγγραφέα, με την υποταγή που επιβάλει στη σκέψη μας, με τη σειρά θολών εικόνων που ταϊζει το μυαλό μας ανήλεα και ασταμάτητα, κατά περίπτωση καταστροφικά, δολοφονικά. Και τότε το μυαλό μας…

    Ένα μικρό βογγητό της ξεφεύγει. Τα μάτια της είναι τώρα κλειστά. Οι υπόλοιποι φοιτητές παρακολουθούν, ή προσπαθούν να παρακολουθήσουν, ή έχουν σταματήσει να παρακολουθούν και περιμένουν ευγενικά να τελειώσω πριν πάνε για μπύρες.

    Και τότε το μυαλό μας έχει μόνο τη δική του δύναμη για να αντιπαρέλθει την αμφιβολία, μια δύναμη πέρα απ’τη λογική, πέρα απ’τους κανόνες. Καταφεύγουμε, διαβάζοντας τον Hogg, σε δυνάμεις που δεν εξυπηρετούνται από την καταπίεση ή τη λογοκρισία. Ίσως εκεί, ανάμεσα σ’αυτά τα τρελά φαντάσματα, όπου η δύναμή μας έχει ευκαιρία να αναδυθεί, έτσι όπως γινόταν και στις τραγωδίες των Αρχαίων Ελλήνων.

    Το αριστερό της πόδι τινάζεται βίαια. Ο καρπός της συσπάται πιο γρήγορα, πιο δυνατά, και βλέπω το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει γρηγορότερα με τις αναπνοές της. Φαντάζομαι τους χτύπους της καρδιάς της, τα υγρά ανάμεσα στα πόδια της.

    Και αυτό πράγματι θα ήταν κάτι καινούργιο. Οι φωνές του κοινωνιοπαθολογικού αναπαράγονται σε ένα θέατρο στο οποίο, ασταμάτητα, κοινωνικά ανταποκρινόμενοι στη δραματοποίηση του «εγώ», σα σε όνειρο, μπορούμε όλοι να αισθανθούμε μέρος του όλου, μέσω μιας διαλεκτικής αλλοτρίωσης και αποξένωσης.

    Σας ευχαριστώ θερμά.

    Λίγα χειροκροτήματα είναι αρκετά για να μην ακουστεί το γλυκό πνίξιμο του οργασμού της.

    ***​

    Το τελευταίο μας καλοκαίρι σ’αυτή τη Σκωτσέζικη μικρή πόλη με τα ξημερώματα με παγετό που γινόταν αργότερα χρυσαφένια μεσημέρια της ανήκε ολοκληρωτικά. Κάναμε έρωτα πολλές φορές στο γραφείο μου, σκορπίζοντας τα γραπτά των φοιτητών δεξιά και αριστερά, με κλειδωμένη την πόρτα και κατεβασμένα τα στόρια.

    Η συνεργασία μας πήγε θαυμάσια, αφού στην πραγματικότητα αντί να επιβαθμολογεί απλώς υπέγραφε. Χιλιάδες ορθογραφικά λάθη, παρά την εμπλοκή της, έμειναν ατιμώρητα.

    Ένα βράδυ, στη μπανιέρα μου, πίνοντας κρασί, μου είπε: «Θα σε αφήσω σύντομα.»

    «Γιατί;» τη ρώτησα, με πραγματική ανησυχία.

    «Δεν έχω επιλογή,» μου απάντησε με την πατούσα της να χαϊδεύει την κοιλιά μου. «Συγγνώμη.»

    Κοιμηθήκαμε ανήσυχα εκείνο το βράδυ, χωρίς να πηδηχτούμε, χωρίς να αγγιζόμαστε και πολύ.

    Κάποια στιγμή κοντά στο ξημέρωμα ξύπνησα και την είδα δίπλα μου. Το πιο όμορφο κορίτσι που είχε ξαπλώσει δίπλα μου ποτέ, γυμνο. Το κορίτσι που έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ. Αγκάλιασα την πλάτη της και το στήθος της σφιχτά. Με απώθησε.

    «Ζεσταίνομαι,» μουρμούρισε, και τότε ήξερα ότι δεν είχε κοιμηθεί ούτε μια στιγμή.

    Την είδα για τελευταία φορά το επόμενο απόγευμα, πίσω από ένα χοντρό πεύκο στο ανατολικό άκρο της λίμνης του campus. Tη θυμάμαι να κόβει με τα λεπτά της δάχτυλα φέτες ψωμιού και να πετάει τα κομματάκια στις πάπιες. Μετά εξαφανίστηκε, χωρίς να απαντήσει ποτέ τα τηλεφωνήματά μου, ούτε – αργότερα, όταν πια είχα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη - τις επιστολές μου.

    Μου έγινε πολύ ξεκάθαρο ότι δε θα μπορούσα να είχα σταματήσει την αποχώρησή της από τη σχέση. Τουλάχιστον όχι εγώ, έτσι όπως ήμουν, έτσι όπως είχα συνηθίσει να ζω.

    Στους λίγους μήνες της σχέσης μας δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω δικούς της ανθρώπους, ούτε καν να μάθω που είναι το πατρικό της, από πού κρατάει η σκούφια της. Ήμουν παράλογα αφοσιωμένος στα μαλλιά της που χυνόταν στο κρεβάτι όταν κάναμε έρωτα, στο λεπτό στήθος της και τα εύθραυστα πλευρά της που έτρεμαν με τις κοφτές ανάσες της όταν έφτανε σε οργασμό, με τις ντροπαλές, γλυκές ματιές της στα παπούτσια της. Δε με ένοιαζε να ρωτήσω τίποτα άλλο, και αυτή δε μοιράστηκε ποτέ κάτι για τον εαυτό της εθελοντικά. Κι έτσι για πολύ καιρό δεν είχα κανέναν να ρωτήσω τι απέγινε το ξανθό κορίτσι που ήταν η προσωποποίηση της νιότης.

    Προχώρησα. Παντρεύτηκα. Δίδυμα αγόρια γέμισαν τις μέρες μου και τις νύχτες μου, και άλλαξαν δραστικά το αντικείμενό μου. Από τους Ρομαντικούς στην πολιτική αρθρογραφία υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, την οποία οι γιοι μου με έκαναν να διανύσω τάχιστα.

    Η Ντόροθι, με λίγες περισσότερες ρυτίδες αλλά ακόμα καλοστεκούμενη και – πάνω απ’όλα – αριστοκρατική, σε μια επανένωση παλιών συναδέλφων του πανεπιστημίου μου αποκάλυψε ότι η Γκουέν είχε πεθάνει λίγους μήνες μετά από την τελευταία φορά που την είδα από καρκίνο στον εγκέφαλο.

    «Δεν ξέρω καν γιατί στο είπα,» μουρμούρισε κοιτώντας το μαρτίνι της. Το χέρι της, γεμάτο καφέ σημάδια, έτρεμε. «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.»

    Την ευχαρίστησα, πριν η εικόνα της Γκουέν να καπνίζει στα σκαλιά του Πάθφουτ εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό πλημυρίσει το μυαλό μου, και με κάνει να περάσω το υπόλοιπο της βραδιάς – αλλά και ολόκληρη την πτήση της επιστροφής – σκεπτόμενος τα τρελά φαντάσματα, που ανάμεσά τους η δύναμή μας έχει ευκαιρία να αναδυθεί, έτσι όπως γινόταν και στις τραγωδίες των Αρχαίων Ελλήνων.
     
    Last edited: 6 Δεκεμβρίου 2010
  2. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    Απάντηση: Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

    Ευαίσθητη, προσωπική εξομολόγηση..!
    Έτσι γλιστράει η άμμος από τα χέρια μας...
     
  3. innerneed

    innerneed Regular Member

    Απάντηση: Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

    Φοβάμαι μήπως χυθώ σε κάποιο λούκι στο σκοτάδι και κανείς δε με δει. Τρέμω.
     
  4. SlaveRose

    SlaveRose Regular Member

    Απάντηση: Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

    like!
     
  5. DragonLady

    DragonLady Regular Member

    Απάντηση: Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

    'Ομορφο , γλυκό και πικρό όπως είναι συνήθως η ζωή μας όλη ....

    Μπράβο DocHeart ......

    Πραγματικά δεν χορταίνω να διαβάζω τα κείμενα σου ...για άλλη μια φορά μπράβο .
     
  6. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Απάντηση: Το Κορίτσι που Έμοιαζε με τη Τζόνι Μίτσελ

    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.

    Σε κάποιους συναγωνιστές που μου έστειλαν πολύ όμορφα προσωπικά μηνύματα θα ήθελα να διευκρινίσω οτι η ιστορία είναι φανταστική.

    Χαιρετισμούς,
    DH
     
  7. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Μία πολύ όμορφη ιστορία. Μου θύμισε πρωινή δροσιά πάνω σε κεφαλάκια λουλουδιών.