Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χαρούμενα Χριστούγεννα, κύριε Δήμου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 19 Δεκεμβρίου 2010.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Το όνομά μου είναι Άρης Δήμου, και είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ.

    Στέκομαι ξυπόλητος στο γκαζόν ενός καλοκαιρινού κήπου. Μπροστά μου ένα κορίτσι που μοιάζει λίγο με μια τέως μου, μόνο που τα μαλλιά της είναι ξανθά αντί για μαύρα. Είναι γυμνή και γονατιστή στα τέσσερα. Με τα χέρια μου κρατάω τα φεγγάρια του κώλου της ανοιχτά και ετοιμάζομαι να μπω μέσα της. Αλλά κινείται, ξεγλιστράει, ξαπλώνει ανάσκελα. Μου πιάνει τα χέρια και με τραβάει πάνω της.

    «Πιες μου το αίμα,» ψιθυρίζει αθόρυβα, τόσο αθόρυβα που καταλαβαίνω τη φράση διαβάζοντας τα χείλη της. Το στέρνο της ρουφάει τη λιακάδα, το δέρμα στις μασχάλες της καθώς τεντώνεται ανοιχτή ευωδιάζει ζεστή απαλότητα.

    Με την είσοδό μου στο μουνί της χρυσές μικροσκοπικές βελόνες κάβλας καρφώνονται στη σπονδυλική μου στήλη.

    «Πες μου το ψέμα,» λέει μέσα στο αριστερό αυτί μου.

    Τυλίγω τα πόδια της γύρω απ’τη μέση μου και αγκαλιάζω τους μηρούς της. Την τραβάω πάνω μου και χώνομαι μέσα της όλο και πιο βαθειά. Και τότε παρατηρώ μια ακόμα διαφορά. Ναι, σίγουρα δεν είναι η τέως μου, γιατί η τέως μου είχε δύο σχετικά μικρές, τριανταφυλλί ρόγες. Αυτή, στη θέση τους, έχει φυτεμένες μέσα στο δέρμα των μαστών της δύο κάλυκες από σαρανταπεντάρι.

    «Το αίμα, το ψέμα.»

    Την έχω πιάσει απ’τη μέση τώρα και την τραβάω πάνω μου με δύναμη. Τα πόδια της είναι πίσω μου τώρα. Έχω χωθεί μέσα της τόσο βαθειά που η κοιλιά μου έχει γίνει ένα με τη δική της. Ξέρω ότι αυτό είναι κακό, αλλά δεν πιστεύω ότι έχω τη δυνατότητα να το εμποδίσω. Δεν ξέρω καν αν θέλω.
    Φυσάει αέρας. Πέταλα από τριαντάφυλλα περνούν πάνω απ’το πρόσωπό της, κατακόκκινα.

    Καλην ημέραν, άρχοντες,
    Και αν είναι ορισμός σας,
    Χριστού τη θ…


    Καθώς τα κορμιά μας ενώνονται και μετατρέπονται σε μια άμορφη μάζα κρέατος, τα πρόσωπά μας απέχουν πια μόνο λίγα εκατοστά. Και τότε η μόνη λογική κίνηση είναι να φιλήσω το λαιμό της. Ανταποδίδει δαγκώνοντας τον αυχένα μου.

    Μου χαμογελάει. Μια σταγόνα σκούρο κόκκινο υγρό τρέχει απ’το κέντρο του κάτω χείλους της.

    Ναι, Ζακλύν, ξέρω γιατί μου τηλεφώνησες, έχω καθυστερήσει την επιταγή της διατροφής τρεις βδομάδες, αλλά… εφτά βδομάδες; Αδύνατον. Αδύνατον, κοίτα Ζακλύν, τυχαίνει να έχω ένα ακριβές αρχείο με τις οικονομικές υποχρεώσεις μου εδώ, και ξέρω ότι έχω καθυστερήσει μόνο πέντε εβδομάδες… Μπράβο Ζακλύν, ωραία γλώσσα είναι αυτή που χρησιμοποιείς μπροστά στο παιδί μας.

    ***

    Ανοίγω τα μάτια μου. Τι γλυκός εφιάλτης, σκέφτομαι. Νιώθω το πέος μου σηκωμένο, να καταπιέζεται από το φερμουάρ μου. Βλέπω τον ανατολικό τοίχο του γραφείου μου με περιστροφή 90 μοιρών. Η μεγάλη κορνίζα με το χάρτη της Αθήνας. Ο καλόγερος. Ο παλιός μαύρος διθέσιος καναπές με το δέρμα να έχει ξεφτίσει στα μπράτσα του.

    Αποκοιμήθηκες πάνω στο γραφείο σου. Είδες ένα όμορφο όνειρο. Ξύπνησες. Άνοιξες τα μάτια σου. Τώρα είναι ώρα να κάνεις και άλλες κινήσεις. Δεν είναι δυνατόν να μείνεις έτσι σωριασμένος, με το πρόσωπό σου πάνω στην Καθημερινή, με τα σάλια σου να τρέχουν στο μάγουλό σου.

    Βήχω. Ανασηκώνομαι. Πονάω σε διάφορα σημεία και ζαλίζομαι. Επικεντρώνομαι όμως στον ήχο των αυτοκινήτων που ανεβαίνουν τη Σταδίου. Όσο αυτοκίνητα ανεβαίνουν τη Σταδίου όλα είναι εντάξει, το αίμα κυλά ακόμα στις αρτηρίες, ότι ώρα και μέρα και να είναι.

    Αλλά εδώ εισβάλει και ένας άλλος θόρυβος, ένα ανακάτεμα από φωνές και ποδοβολητά. Έρχεται από το διάδρομο του ορόφου. Με αναστατώνει. Τα χτυπήματα στην πόρτα μου είναι δυνατά και αγενή.

    Να τα πούμε;

    Τι σκατά ώρα είναι; Ξημέρωσε, ναι. Άνοιξε τα στόρια. Φως. Μουντό και γκρίζο. Ψιλόβροχο.

    Τα παιδιά που λένε τα κάλαντα δεν είναι και τόσο παιδιά. Περισσότερο για λυκειόπαιδα μου φαίνονται – αλλά τουλάχιστον κάνουν καλή δουλειά. Το πολύ αδύνατο κορίτσι κάθεται σταυροπόδι στο πάτωμα και παίζει κιθάρα με επάρκεια. Τα δύο αγόρια είναι δίδυμα αδέλφια, κοντά και στρουμπουλά με χνούδι στα μάγουλα. Είναι καλοντυμένα παιδιά. Τα αγόρια φορούν άσπρα πουκάμισα κάτω απ’τα μπουφάν τους. Το κοριτσάκι μαύρο κολάν και μπότες.

    Ω, η μικρούλα με την κιθάρα… έχει ροζ μάγουλα.

    Αυτά είναι ποιοτικά κάλαντα, όχι το μέσο μυξιάρικο με το τρίγωνο. Ακόμα κι έτσι, το κεφάλι μου δεν αντέχει πολλά. Μιλάω και μυρίζω το αλκόολ στην ανάσα μου.

    «Σταματήστε. Οκ. Χρόνια πολλά. Σταματήστε, λέμε. Οκ. Πάρτε.»

    Βάζω στο χέρι του ενός αγοριού ότι ψιλά μπορώ να ανασύρω από την τσέπη μου. Δεκάρικα και εικοσάρικα, πρέπει να αθροίζουν περίπου ευρώ ένα και τριάκοντα λεπτά.

    Πλήρωσα τα άλογα χθες. Ήμουν τόσο σίγουρος ότι θα έχανα το ποντάρισμα της τρίτης ιπποδρομίας, αλλά κάτι με έκανε να το φουσκώνω ακόμα πιο πολύ όσο πλησίαζε η ώρα. Το πνεύμα των ημερών, ίσως. Τα δυο χιλιάρικα ήταν το δώρο μου στα υπέροχα, περήφανα, γεμάτα χάρη και δύναμη τετράποδα. Ναι, βέβαια. Τα λεφτά μου δεν πήγαν στους μπούκηδες. Τα πήραν τα άλογα της κούρσας. Η Ματίλντα, η Άννα Καρένινα, ο Αστραπόγιαννος, ο Φιλαράκος, η Μπλου Μάντεη, ο Κάζουαλ, η Κρέιζι Στάρλετ, ο Πάτροκλος και ο Μπαμ-Μπαμ-Θενκιου-Μααμ. Θα φάνε όλα μαζί γαλοπούλα σε ένα ξύλινο εξοχικό στον Παρνασσό, θα πίνουν μπράντι μπροστά στο τζάκι και θα κάνουν ομαδικό όργιο.

    «Ευχαριστούμε, κύριε,» μου χαμογελάει το αγόρι, «χρόνια πολλά και με υγεία σας ευχόμαστε.»

    Λίγο πριν προλάβω να κλείσω την πόρτα ακούω τη φωνή του κοριτσιού. «Είστε καλά, κύριε;»
    Κοντοστέκομαι. Ξανανοίγω. Η μικρή έχει σηκωθεί. Στέκεται τώρα ανάμεσα στα δύο αγόρια. «Έχετε αίμα στο γιακά σας.»

    Για κάποια δευτερόλεπτα απλά στεκόμαστε εκεί. Ακίνητοι στο διάδρομο του εβδόμου ορόφου. Το φως της σκάλας σβήνει. Μπορώ μόνο να δω τα περιγράμματα των παιδιών στο μισοσκόταδο.

    Είναι μόνο λίγα δευτερόλεπτα, αλλά νιώθω το χρόνο να περνά βαρύς και πηχτός.

    Τα σίδερα του ασανσέρ τρίβονται σκούζοντας καθώς σταματά στον όροφο. Το κορίτσι πατά τον διακόπτη στον τοίχο. «Άντε ρε σεις, πάμε,» λέει στους συνοδούς της, και απομακρύνονται με γρήγορα βήματα. Εξαφανίζονται στις σκάλες καθώς από το ασανσέρ βγαίνει μια ψηλή γυναίκα ντυμένη στα άσπρα. Καμπαρντίνα. Μπότες. Στέκεται στο διάδρομο. Κοιταζόμαστε.

    Είναι νέα, όχι παραπάνω από 25. Το δέρμα του προσώπου της είναι χλωμό. Με την απόσταση ανάμεσά μας, τα χαρακτηριστικά του χάνονται στο άσπρο του παλτού της. Τα μαλλιά της αόρατα, κρυμμένα κάτω από ένα χνουδωτό καπέλο με γείσο – άσπρο, φυσικά, και αυτό. Κάπως λέγονται αυτά τα χειμωνιάτικα καπέλα.

    «Εννοώ, δε λέγονται απλώς καπέλα. Έχουν ειδικό όνομα.» Η φωνή φεύγει απ’το λαιμό μου χωρίς να της έχει δώσει σχετική εντολή ο εγκέφαλός μου. Είμαι, πιθανότατα, ακόμα μεθυσμένος. Άλλωστε δε νομίζω ότι κοιμήθηκα και πολλές ώρες. Αλλά πρέπει να συνέλθω, όσο το δυνατόν συντομότερα.

    Δεν πρόκειται για τον τύπο της γυναίκας που βλέπεις κάθε μέρα. Και ας μη μπορώ να δω τα χαρακτηριστικά του προσώπου της – τα μπλε μάτια της λάμπουν σα νέον μπροστά απ’το άσπρο δέρμα της. Είναι ανέκφραστα. Έτσι είναι και τα χείλη της, στα οποία δεν έχει βάλει κραγιόν. Ίσως να έχουν ένα απαλό ροζ, όμως ακόμα δεν το βλέπω.

    Στέκομαι απέναντι στην άσπρη γυναίκα.

    «Το δικηγορικό γραφείο ψάχνετε; Είναι κλειστά σήμερα. Θα ανοίξουν τη Δευτέρα, όμως. Αν είναι κάτι επείγον μπορώ να πάρω τηλέφ…»

    «News boy.»

    Ακούω τη φωνή της για πρώτη φορά. Είναι παγωμένο κρύσταλλο που πάνω του κάποιος ακουμπάει μια μεγάλη κούπα ζεστής σοκολάτας.

    «Συγγνώμη;»

    «News boy. Ο τύπος αυτού του καπέλου λέγεται news boy. Επειδή το φορούσαν τα αγόρια που πουλούσαν εφημερίδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης τα παλιά χρόνια.»

    Κινείται προς το μέρος μου.

    Το φως της σκάλας σβήνει και μας αφήνει στο σκοτάδι. Χτυπάω τον διακόπτη πανικόβλητος. Βρίσκεται μπροστά μου.

    «Δε χρειάζομαι δικηγόρο, κύριε Δήμου. Αναζητώ τις δικές σας υπηρεσίες.»

    Και τώρα πια βλέπω το πρόσωπό της καλά. Λεπτό, γεωμετρικό. Τα χείλη είναι εκεί, τριανταφυλλί και σαρκώδη. Ανέκφραστα και στεγνά. Ο λαιμός ψηλός και αψεγάδιαστος. Και κάτω από το καπέλο news boy εξέχουν μερικές χρυσαφί ολοστρόγγυλες μπούκλες.

    «Μπορώ να περάσω;»

    Κλείνω την πόρτα πίσω μας και την παρατηρώ (έτσι κι αλλιώς αδυνατώ να κοιτάξω κάπου αλλού) να βγάζει την καμπαρντίνα της. Από κάτω κρυβόταν μέχρι τώρα ένα λεπτό και ψηλό σώμα, με μικρά στήθη και στρογγυλούς γοφούς. Τώρα έχει μόνο ένα στενό λευκό φόρεμα να το καλύπτει. Τα πόδια της, σιδηρόδρομοι, πάνω τους τρένα τρέχουν διασχίζοντας χιονισμένες Σιβηρίες.

    «Μάλλον ήρθατε κατ’ευθείαν μετά από ρεβεγιόν,» αρθρώνω, επιτέλους, μια εσκεμμένη φράση. «Με βρίσκετε λίγο απροετοίμαστο, αλλά μπορώ να παραγγείλω κάτι από την καφετέρια στο ισόγειο. Τι θα πάρετε;»

    «Μπορώ να καθήσω;»

    Της γνέφω προς τον καναπέ. Χωρίς το καπέλο της, οι ξανθές μπούκλες της αρχίζουν τις αταξίες. Μία πέφτει στο μέτωπό της, την επαναφέρει στην τάξη τραβώντας τη στο πλάι με το χέρι της.

    Πριν κάτσω πίσω απ’το γραφείο της προσφέρω τσιγάρο. Παίρνει το Camel χωρίς να πει ευχαριστώ και το βάζει στο στόμα της. Όταν πλησιάζω το αναμμένο σπίρτο στο πρόσωπό της νιώθω τη δεκεμβριάτικη παγωνιά της πόλης, η οποία ακόμα φεύγει απ’το δέρμα της.

    «Το όνομά μου είναι Αγνή Γλυνού, κύριε Δήμου, και θα ήθελα να ρίξετε μια ματιά σε αυτά.» Πετάει ένα παραγεμισμένο λευκό φάκελο πάνω στο γραφείο. Δεν έχω ιδέα από πού τον έβγαλε. Πρέπει να πίνω λιγότερο.

    «Παρακαλώ… Άρης.»

    «Ορίστε;»

    «Μπορείτε να με λέτε απλώς Άρη.»

    «Εντάξει, Άρη.»

    Φωτογραφίες. Τουλάχιστον είκοσι.

    Η πρώτη απεικονίζει ένα ζευγάρι να φιλιούνται. Αρκετό ζουμ ώστε να είναι πορτραίτο. Ο νεαρός είναι μελαχρινός και αξύριστος. Η γκόμενα δε φαίνεται καλά. Έχει πάντως καστανά μαλλιά και πλούσια μάγουλα – θα περίμενε κανείς ότι δεν πρόκειται για καμιά λεπτούλα. Φιλιούνται κάπου στο κέντρο της πόλης. Ένα μικρό τσούρμο από περιστέρια απογειώνονται πίσω τους.

    Πάλι αυτοί οι δύο. Είναι μια μακρινή φωτογραφία. Μπαίνουν στο Blazer Suites στη Βούλα. Ο άντρας την κρατάει από τη μέση.

    Στην επόμενη ο άντρας είναι μόνος του. Χαζεύει τη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Ο δρόμος είναι βρεγμένος.

    Εσωτερική λήψη, ασπρόμαυρη, σαν από κάμερα ασφαλείας. Η γυναίκα είναι δεμένη στις γωνίες ενός κρεβατιού. Βλέπω το σώμα της – πράγματι με λίγα παραπάνω κιλά, δυνατά μπούτια, μεγάλα στήθη. Ο άντρας στέκεται από πάνω της. Ένα σκούρο υγρό φαίνεται να έχει πιτσιλίσει την κοιλιά της. Το πρόσωπό της παραμένει άγνωστο: το κεφάλι της καλύπτει μια μικρή σακούλα σκουπιδιών δεμένη με σπάγκο γύρω απ’το λαιμό της. Μια τρύπα στο κέντρο της επιτρέπει να αναπνέει.

    Παρακάτω, βλέπω σκοινιά. Είναι δεμένη πισθάγκωνα και κείτεται στο πάτωμα, τα μάτια της κι’αυτά δεμένα με ένα μαύρο μαντήλι. Το στόμα της είναι ορθάνοιχτο, σα να πασχίζει να αναπνεύσει. Τα σκοινιά καλύπτουν και το μεγαλύτερο μέρος της πλάτης της και της κοιλιάς της, με τρόπο όμως γεωμετρικά ορθό, με παράλληλες γραμμές και συμμετρικές διασταυρώσεις, με αόρατους κόμπους και σημεία πίεσης στο κορμί που το κάνουν να φαίνεται παραμορφωμένο – αλλά όμορφα παραμορφωμένο. Τα στήθη της πετάγονται προς τα πάνω. Η σάρκα στις μασχάλες της γίνεται αφράτο εξόγκωμα.

    Γιατί τρέμει το χέρι μου;

    «Ενδιαφέρον,» ακουμπάω τις φωτογραφίες στο γραφείο και κοιτάζω την πελάτισσά μου. Κρατάει το τσιγάρο στο χέρι της χωρίς να έχει πάρει ούτε μία ρουφηξιά. Η στάχτη στην άκρη του είναι έτοιμη να πέσει. «Πες μου περισσότερα, Αγνή. Ποιο είναι αυτό το ζευγάρι;»

    «Ο άντρας είναι ο Σταμάτης. Συζούμε. Έχουμε σχέση εδώ και τέσσερα χρόνια. Αυτή είναι η ερωμένη του. Συνέχισε, όμως, Άρη. Δες και τις υπόλοιπες, σε παρακαλώ.»

    Αφού απλά «συζούν» και δεν είναι παντρεμένοι, σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω το Σταμάτη να φιλάει τη χοντρούλα κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνιας σε κάποιο νυχτερινό κέντρο, δεν είμαι καθόλου σίγουρος για τον τρόπο με τον οποίο η Αγνή (αχ, Αγνή, τι θεσπέσια που είναι τα πόδια σου έτσι όπως τα ακουμπάς το ένα στο άλλο παράλληλα, καθιστή στον ξεφτισμένο καναπέ μου, χωρίς να τα σταυρώνεις, με τα πέλματά σου στο πάτωμα, σταθερά) θα ήθελε να εξελιχθεί αυτή η ιστορία. Είμαι όμως σίγουρος για ένα πράγμα: όσο και να έχω καβλώσει μ’αυτά που βρίσκονται μπροστά μου, μυρίζει μπαρούτι.

    Και ιδού. Στην επόμενη φωτογραφία ο Σταμάτης και η «ερωμένη» του έχουν στην παρέα τους ένα τρίτο πρόσωπο. Μια ομορφούλα πιτσιρίκα με ανοιχτόχρωμα μαλλιά δεμένα κότσο και φαρδύ μέτωπο. Ρωσίδα, σκέφτομαι. Είναι μια καλοκαιρινή φωτογραφία, καλής ποιότητας, σχεδόν καλλιτεχνική. Οι τρεις τους είναι στην παραλία. Το ηλιοβασίλεμα φαίνεται στον ορίζοντα. Ο Σταμάτης και η γκόμενα έχουν από ένα χέρι πάνω στα βυζιά της νεαρής.

    Αρχίζω να τις περνάω πιο γρήγορα. Ρομαντικά ζευγαρίστικα φιλιά σε διάφορα σημεία της πόλης. Ο Σταμάτης αγαπάει, είναι προφανές. Μετά, το δεμένο της κορμί (πάντα με σακούλες στα κεφάλια) αραδιασμένο σε κρεβάτια και πατώματα.

    Οι άνθρωποι γεννιούνται για να αγαπούν. Αλλά η αγάπη είναι η μεγαλύτερη φάρσα του σύμπαντος, και οι άνθρωποι την χάφτουν όσες φορές και να την έχουν πατήσει. Κάποιος σκληρός, άκαρδος κανόνας κάνει τους άντρες και τις γυναίκες να πιστεύουν ότι θα βρουν κάποτε τη γαλήνη του συντρόφου, ότι σιγά-σιγά θα κάνουν κτήμα τους κάποιον άλλο και επίσης ότι θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να κατακτηθεί. Ότι θα χτίσουν άμυνες ενάντια στη μοναξιά του πλήθους που θα αντέξουν. Όμως, απέναντι, περιμένει η απληστία για τη σάρκα, η επιβεβαίωση της ύπαρξης που απλόχερα προσφέρει ο πόθος για το ξένο, η ατέρμονη προσμονή για το Άλλο. Η επιθυμία για συντροφικότητα συγκρούεται με αυτήν την τρέλα για το αλλόκοτο, και στο τέλος, οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους ξεκρέμαστο, και τότε δεν ανήκουν πουθενά, ούτε στους θεούς, ούτε στα κτήνη.

    «Είδα αρκετά. Τι θέλεις από εμένα, Αγνή;»

    «Πρέπει να τις δεις όλες, Άρη. Οι πιο σημαντικές είναι στο τέλος.»

    Ένα παράξενο πλάνο: ζουμ σε ένα αιδοίο το οποίο κρατιέται φαρδιά – πλατιά ανοιχτό από ένα μεταλλικό εργαλείο με λαβές, βίδες, γωνίες και καμπύλες. Τόσο ανοιχτό, τόσο τεντωμένο που δε μπορεί παρά να προκαλεί αφόρητο πόνο στην κάτοχό του. Αυτό το μουνί έχει μετατραπεί σε ένα μικρό δωμάτιο, ένα χώρο μέσα στον οποίο κάποιος θα μπορούσε κάτι να εκθέσει. Παρακαλάει, πραγματικά, κάτι να το γεμίσει. Και πράγματι, στο κέντρο της ορθάνοιχτης κοιλότητας ποζάρει μια μικρή ορθογώνια κάρτα. Δυνατό φως πέφτει εκεί μέσα, τα τοιχώματα της μήτρας γυαλίζουν, υγρά και ψύχραιμα. Το σώμα υπομένει τη χρήση του. Τυπωμένο πάνω στην κάρτα με γραμματοσειρά Times, όλα κεφαλαία, ένα μήνυμα. Μια δήλωση. Μια δέσμευση: «ΣΚΛΑΒΑ»

    Ανάβω τσιγάρο ξεχνώντας να προσφέρω άλλο ένα στην πελάτισσα. Αλλά αυτή παίρνει ένα μόνη της, μαζί και το κουτί με τα σπίρτα.

    Στην τελευταία φωτογραφία, ο Σταμάτης είναι καθιστός στο κρεβάτι, πανικόβλητος. Τα χέρια του τεντωμένα μπροστά, οι παλάμες του ανοιχτές, το στόμα του παραμορφωμένο με κάποια κραυγή. Δίπλα του, ένα γυναικείο κορμί τινάζεται απ’το κρεβάτι προσπαθώντας να ξεφύγει απ’το θάνατο. Τα χέρια της ακολουθούν το κορμί της, θολά.

    Ξαπλώνω στην καρέκλα μου και κλείνω τα μάτια μου. Το μέτωπό μου ζεματάει με πονοκέφαλο.

    «Τι θέλεις από εμένα;»

    Την ακούω να παίρνει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και να φυσάει τον καπνό με δύναμη.

    «Βοήθεια. Βοήθεια να επαναφέρω την ισορροπία. Ορίστε.»

    Πετάει άλλο ένα φάκελο μπροστά μου. Που στο διάολο τους βρίσκει όλους αυτούς τους φακέλους; Δεν έχει τσάντα. Πιθανόν, λοιπόν, στις τσέπες του παλτού της.

    Η Σταδίου είναι υπερβολικά σιωπηλή.

    Στο νέο φάκελο υπάρχει ένα τεράστιο μάτσο με χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ.

    «Εκατό χιλιάδες, Άρη. Και άλλα τόσα όταν τελειώσεις τη δουλειά.»

    Χρειάζομαι ένα ποτό. Και δεν είναι καν έντεκα το πρωί.

    «Αγνή…»

    «Είναι καλλιτέχνης, ξέρεις. Συγγραφέας και φωτογράφος. Σύντομα θα τελειώσει το μυθιστόρημά του. Και το λεύκωμα με τις φωτογραφίες που τράβηξε πριν ένα χρόνο στις πιο ρομαντικές πόλεις τις Ευρώπης – Πράγα, Παρίσι, Εδιμβούργο, Αγία Πετρούπολη – θα εκδοθεί σύντομα. Σύντομα. Κατάλαβες; Σύντομα.»

    «Στο μεταξύ, τον συντηρείς.»

    Συνοφρυώνεται. «Άρη… αυτή δεν είναι μια ωραία λέξη… Τον στηρίζω. Έτσι όπως έχω υποχρέωση ως σύντροφος.»

    Κάποιος ήχος από τη Σταδίου; Παρακαλώ; Κάποια στιγμή σύντομα; Ίσως και τώρα;

    «Αγνή, δε νομίζω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν έχω καταλάβει καν τι θέλεις, και φοβάμαι και ότι όταν καταλάβω θα είναι πέρα από τις δυνατότητές μου. Ευχαριστώ για τα χρήματα, αλλά…»

    «Αυτή τη φρόντισα ήδη εγώ. Το μόνο που θέλω είναι να φροντίσεις αυτόν.»

    Υπάρχουν σημεία στη ζωή που είναι κομβικά.

    Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα ξυπνάμε το πρωί ή το μεσημέρι ή ότι ώρα ξυπνάμε και αρχίζουμε να κάνουμε τις προσφιλείς μας κινήσεις, να περνάμε άλλο ένα κομματάκι του χρόνου που μας έχει προσφερθεί ζώντας με τον τρόπο που έχουμε επιλέξει. Η συντριπτική πλειοψηφία των ημερών δε μας δυσκολεύουν, δε μας βάζουν σε ιδιαίτερους προβληματισμούς ή διλήμματα. Μέχρι που, μια φορά στα τόσα χρόνια, ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά από μια σοβαρή επιλογή. Μια επιλογή που πάντα τίθεται σαν ερώτημα, και μας ρωτάει τι είδους ανθρώπου θέλουμε να είμαστε. Τότε, σκεφτόμαστε έξω απ΄τις κοινωνικές συμβάσεις και τους νόμους. Σκεφτόμαστε με μοναδικό γνώμονα την προσωπική μας τοποθέτηση μέσα στη μικροσκοπική απεραντοσύνη της ανθρωπότητας.

    Oh god, thy sea is so great
    And my boat is so small


    «Γιατί ήρθες εδώ σε εμένα, Αγνή;»

    «Γιατί είσαι ο πλησιέστερος.»

    «Τι εννοείς;»

    «Είσαι ο πλησιέστερος στο τίποτα που έγινα εγώ. Είσαι χωρίς σημασία. Είσαι ο προβλέψιμος και άχρωμος ήρωας ενός noir διηγήματος, δεν πιστεύεις σε τίποτα και δεν περιμένεις τίποτα. Έχεις ένα κώδικα τιμής στον οποίο ορκίζεσαι, όμως δεν έχεις ποτέ την ευκαιρία να τον εφαρμόσεις μέσα από τις ανούσιες υποθέσεις παρακολουθήσεων διαζυγίων. Είσαι ένας υποτιθέμενος ιππότης που θα ήθελε να προστατεύει τις κορασίδες που κινδυνεύουν, αλλά οι γυναίκες της ζωής σου είναι περήφανες και αυτάρκεις. Ποθείς την αθωότητα για να σε βγάλει από τη μαυρίλα του τζόγου και του αλκόολ, αλλά αυτή είναι απομακρυσμένη, ταμπουρωμένη πίσω απ’τους νόμους και τα καθώς πρέπει.

    «Είσαι ένας από τη μειοψηφία, Άρη Δήμου. Είσαι ένας απ’αυτούς τους ελάχιστους που, αν μόνο ήξεραν πως, θα έχτιζαν τη ζωή μιας γυναίκας με υλικά από τη δική τους ψυχή.

    «Γι’αυτό. Γι’αυτό ήρθα σε ‘σένα.»

    ***

    Η Μελωδού Κοσμά είναι σε μια από εκείνες τις γειτονιές της Αθήνας που, παρ’όλο που βρίσκεται μόνο λίγα λεπτά περπάτημα από τις λεωφόρους, τη νύχτα ησυχάζει απόλυτα. Δε βλέπεις ψυχή μετά τις έντεκα, μόνο παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Από κάτω τους, που και που, τα μάτια μιας γάτας. Αυτό κάνει τα πράγματα εύκολα, αφού μόνο αυτές με βλέπουν, και οι γάτες, ως γνωστόν, δεν έχουν μιλιά.

    Δεν είναι και καμιά σπουδαία δουλειά να ανοίξω την εξώπορτα. Το δεύτερο αντικλείδι που δοκιμάζω ταιριάζει γάντι, αλλά περιμένοντας για το ασανσέρ ακούω διάλογο στον πρώτο όροφο. «Μπορείς να μείνεις, αν θέλεις, απόψε,» λέει αυτή. «Δεν αισθάνομαι ότι με παίρνει,» λέει η αντρική φωνή. «Τότε, λυπάμαι,» γράφει αυτή τον επίλογο. Ακούω τα βήματά του στις σκάλες, σκυμμένος πίσω απ’το εδώ και χρόνια άδειο γραφείο του θυρωρού, αναπνέοντας σκόνη. Πάνω απ’το κεφάλι μου αναβοσβήνουν χριστουγεννιάτικα φωτάκια.

    Η γαμιστρόνα του τύπου είναι στον τελευταίο όροφο, το μοναδικό διαμέρισμα του ογδόου. Λογικά, δεν είναι καν διαμέρισμα. Είχα κάποτε ένα γνωστό που νοίκιαζε ένα τέτοιο χώρο. Ένα δωμάτιο με δύο, τρεις το πολύ πρίζες, μια χέστρα και ένα μπαλκόνι. Το κρησφύγετο του καλλιτέχνη. Η φωλιά του μυστικού ερωτισμού. Θέα, αν κοιτάς μπροστά, στο Λυκαβηττό. Αν κοιτάς κάτω, στην άβυσσο του τσιμέντου.

    Υπάρχουν πολλά κόλπα για να μπεις μέσα σε ένα διαμέρισμα χωρίς να είσαι σίγουρος αν ο κάτοικος είναι παρών ή αν λείπει ή αν κοιμάται. Μπαλκόνια και εξωτερικά παράθυρα αποτελούν συχνά τη λύση, και όσο πιο συχνά το κάνεις τόσο λιγότερο σε ενοχλεί το γεγονός ότι αν παραπατήσεις θα πέσεις στο κενό και θα γίνεις χαλκομανία στο πεζοδρόμιο. Μετά, υπάρχουν τα τηλέφωνα. «Έλα Σταμάτη, σου ανοίγουν το αυτοκίνητο, πάρε το εκατό!»

    Αλλά απόψε δε χρειάζεται τίποτα απ’αυτά. Είναι μια απλή δουλειά, και απαιτεί μόνο απλές προσεγγίσεις. Ο σιγαστήρας του Wesson σιγουρεύει ότι οι γείτονες δε θα ενοχληθούν. Και ο θόρυβος της κλειδαριάς που πέφτει στο πάτωμα θα μοιάζει πολύ με συνέπεια ενός απλού οικιακού ατυχήματος – κάτι σα να πέφτει απ’τα χέρια σου ένα μπωλ με φρούτα.

    Είναι όρθιος. Φοράει μια φόρμα του Παναθηναϊκού. Η τηλεόραση πίσω του παίζει μια φτηνή τσόντα.

    «Αμάν, ρε φίλε, κι εγώ νόμιζα ότι θα σε βρω χωμένο στη γραφομηχανή σου να συνθέτεις το μεγάλο φινάλε.»

    «Ποιος…»

    Δεν έχει και πολύ χρόνο. Πάει να τρέξει προς την κουζίνα (ίσως για να οπλιστεί με κάποιο μαχαίρι), αλλά η τρικλοποδιά τον ξαπλώνει στο ξύλινο πάτωμα. Με την κάνη μου στο στόμα του, ιδρώνει σα γουρούνι μέσα στη γκαρσονιέρα χωρίς κεντρική θέρμανση.

    «Αναγνωρίζω,» του λέω, «την τοποθεσία μερικών φωτογραφιών. Είναι παράξενο πράγμα η φωτογραφία. Βάζει τις μνήμες μας στην κατάψυξη για να τις ανασύρουμε όποτε θέλουμε με μια ψευδαίσθηση φρεσκάδας. Το ερώτημα είναι, τι υπόσταση τους απομένει όταν πεθαίνει ο φωτογράφος; Αν είναι έργα τέχνης, βέβαια, οι επισκέπτες των εκθέσεων δακρύζουν με συναίσθημα. Αν είναι σκουπίδια, όπως οι δικές σου, τότε γίνονται απλά ένα σημείωμα προς την αιωνιότητα. Μια υπεύθυνη δήλωση μαλακίας και χαμένου χρόνου. Ακόμα κι έτσι…»

    Η μύτη του κάνει σφυριχτούς ήχους καθώς αναπνέει. Είναι σα να λέει “please, please, please,” στα Αγγλικά.

    «Ακόμα κι έτσι, ακόμα και αν οι φωτογραφίες είναι σκουπίδια, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να βοηθήσουν στην επαναφορά ισορροπιών. Πεθαίνεις. Αυτές μένουν πίσω για να δικαιολογήσουν το θάνατό σου. Είναι χρήσιμο πράγμα η φωτογραφία. Παράξενο, αλλά χρήσιμο.»

    Το δάχτυλό μου αρχίζει να πιέζει τη σκανδάλη. Αυτό είναι το κομβικό σημείο που έλεγα προηγουμένως. Νόμιζα ότι ήταν νωρίτερα σήμερα, αλλά τελικά είναι τώρα. Η επιλογή μπορεί να μην είναι και πολύ ξεκάθαρη, αλλά είναι τεράστια και αναπόφευκτη.

    «Δεν υπάρχεις,» του λέω τελικά. «Είσαι νεκρός. Αν από αύριο κάποιος που σε γνωρίζει πιστεύει ότι δεν είσαι νεκρός, μέσα στις επόμενες μέρες θα πειστεί ότι είσαι νεκρός. Εξαφανίσου. Τρέξε κρύψου. Μην αφήσεις καμιά αμφιβολία για την εξαφάνισή σου. Αλλιώς, η γλυκιά σου Αγνή δε θα μου αφήσει περιθώρια να μη σε εξαφανίσω εγώ.»

    ***

    Ξημερώνουν Χριστούγεννα στην Ιπποκράτους. Περπατάω σαν ένας τίμιος άνθρωπος. Φτωχός, χωρίς κανένα συναρπαστικό σχέδιο ή κάποιο λαμπρό μέλλον.

    Θα της επιστρέψω τα εκατό χιλιάρικα με την πρώτη ευκαιρία.

    Στην Τσιμισκή, ένα ζευγάρι χώνεται ντροπαλά στο ξενοδοχείο Αττική.

    Επιλέγω, για πολλοστή φορά τους τελευταίους τρεις μήνες, να κοιμηθώ στο γραφείο. Ονειρεύομαι γραμμές. Ευθείες, τεθλασμένες, πάμπολλες, μαύρες, πάνω σε ένα λευκό φόντο. Μετά βλέπω ότι το φόντο είναι η κοιλιά της ερωμένης του Σταμάτη.

    Δεν έχει ξημερώσει ακόμα όταν χτυπά το τηλέφωνο. «Χρόνια πολλά, ρε φίλε. Πρέπει να σε δω. Είσαι εκεί; Έρχομαι.» Ο παλιόφιλος ο Σπύρος, ειδικός ανακριτής στο ανθρωποκτονιών, αποκλείεται να έχει καλά νέα. Αν είχε καλά νέα θα ανέβαλε την κοινοποίησή τους μέχρι την πάροδο των εορτών, τις οποίες θα βίωνε με τη γυναίκα του και τους γιους του.

    Αν μη τι άλλο, ετούτα εδώ είναι γεμάτα με συγκινήσεις Χριστούγεννα.

    «Έκοψα το κάπνισμα,» μου λέει. «Έχω χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.»

    «Λυπάμαι, φίλε,» του απαντώ, και σβήνω το φρεσκοαναμμένο τσιγάρο μου στο τασάκι.

    Ο Σπύρος, τον τελευταίο καιρό, έχει μουστάκι.

    Πολλά χρόνια πριν, είχα κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα από το Σπύρο. Και οι δύο γουστάραμε την ίδια γκόμενα. Αποφασίσαμε να καθορίσουμε ποιος θα πάει να της μιλήσει σύμφωνα με το αποτέλεσμα της παρτίδας μπιλιάρδου. Γαλλικό, τρίσποντο.

    Κέρδισα. Γνώρισα τη Ζακλύν, την οποία αργότερα παντρεύτηκα, και μετά χώρισα. Ήταν ένα απόγευμα καλοκαιρινό. Ήταν άκοπο, αβασάνιστο. "Θέλεις να χωρίσουμε;" με είχε ρωτήσει. "Ναι."

    «Σπύρο,» του είπα. «Σε πιάνω. Είμαι εκεί μαζί σου. Είναι η Ζακλύν, σωστά;»

    «Ναι, Άρη. Δολοφονήθηκε. Την πυροβόλησαν δύο φορές. Σαρανταπεντάρι. Διάολε, δεν ξέρω καν γιατί σου λέω τις λεπτομέρειες…»

    Χώνει το πρόσωπό του στα χέρια του. Καθώς σκύβει βλέπω πόσο βαθειά έχει γκριζάρει το κεφάλι του.

    Κοιτάζω τα χέρια μου, και βλέπω καφέ κηλίδες που δεν είχα ως τώρα παρατηρήσει.

    « Έχουμε την κορούλα σου στο τμήμα. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω.»

    Η Σταδίου είναι ήσυχη, αλλά ανήμερα Χριστούγεννα νωρίς το πρωί δε θα περίμενε κάποιος κάτι διαφορετικό.
     
  2. Ninevi

    Ninevi Regular Member

    Απάντηση: Χαρούμενα Χριστούγεννα, κύριε Δήμου

    Απολαυστικός αλλά και στο πνεύμα των ημερών ε; Χοχοχο!
    Πολύ μου άρεσε η Αγνή σου  
     
  3. DragonLady

    DragonLady Regular Member

    Απάντηση: Χαρούμενα Χριστούγεννα, κύριε Δήμου

    Εξαιρετικός όπως πάντα ....
     
  4. thanasis

    thanasis Contributor

    Υπέροχος.  
     
  5. blindfold

    blindfold Contributor

    Απάντηση: Χαρούμενα Χριστούγεννα, κύριε Δήμου

    ενδιαφέρουσα προσέγγιση της έννοιας της δολοφονίας . τραγική ειρωνία όσα δεν κατάφερε ο ήρωας το έπραξε η κόρη του ...