Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χωρίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Lost Hours, στις 10 Αυγούστου 2008.

  1. Lost Hours

    Lost Hours Premium Member

    SM fiction No 2

    Σχεδόν πικρός καφές, τσιγάρα και μουσική ότι ταιριάζει για να γράψω, αλλά…

    Η γριά έχει εξαφανιστεί μήνες τώρα, και παλεύω με σκέψεις, στοιβαγμένα συναισθήματα να φανερώσω ότι ακόμα προορίζεται να μείνει στο βάθος και με κομμάτια της ψυχής μου να τρέφεται μέχρι να αναδυθεί όταν θα είναι ώριμο, είτε το θέλω είτε όχι. Τι να γράψω όταν η γριά αντί αυτού, αντί αυτής της μυστικιστικής αυτόβουλης θυσίας μου ζητά για αντάλλαγμα να αντιμετωπίσω την ίδια την άβυσσο μου που την ζει, τεχνοκρατικά να την αντιμετωπίσω, χαμογελώντας μου με τα άλλοτε φανταχτερά διαμάντια να μοιάζουν με σαπισμένα δόντια που και τα βακτηρίδια έχουν αρχίζει να μεταναστεύουν μη αντέχοντας και αυτά την μπόχα. Το δοκίμασα και έτσι λοιπόν έδειξε τον σαδισμό της μπροστά στην μυρωδιά της εφηβικής αδημονίας μου που της θύμισα ότι μπορεί ακόμα να έχει ανθρωπόμορφο οργασμό, και προκαλώντας με να παίξω με τις δικές μου φωτιές – αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα- μου πέταξε εκείνο το κλειδί από υγρό χρυσάφι που στο κεφάλι του είχε ένα μάτι πράσινο, σαν ρουμπίνι γεγονός πού με χαροποίησε γιατί αν είχε στόμα ποιος ξέρει για ποια κλειδωνιά θα μου έλεγε τον πόνο του. Εσύ τι θα κάνες με το κλειδί στο χέρι; Δε θα έψαχνες για μία πόρτα; Δε ξέρω…εγώ καφέ πίνω και καπνίζω μπροστά από την λευκή σελίδα του word…

    Άκου να δεις γιατί…

    Ας αρχίσει η ιστορία.. ή μάλλον η ιστορία έχει αρχίσει προπολου από τότε που πήρα εκείνο το κλειδί στο χέρι και το κοιτούσα και κοιτούσα τριγύρω μέσα στο δάσος, τι να κάνω ένα κλειδί που ρέει; σε ποια πόρτα μπαίνει; Και κοιτώντας το κλειδί είδα και την πόρτα μέσα στο μάτι να ακτινοβολεί …αν υπάρχει παράδεισος και έχει πόρτα δεν είδα μόνο αυτή αλλά και εκείνη της κόλασης, μία πόρτα φτιαγμένη στο μέγεθος μου, λες και το κλειδί ήμουν εγώ και το κλειδί με το μάτι η πόρτα, μια τρύπα στο συνεχώς επεκτεινόμενο σύμπαν μου. Δυο γυναικεία κορμιά αντικριστά, περιτυλιγμένα με γυαλιστερά φύλλα μυστικιστικών φυτών, ένα λευκό και ένα μαύρο οριοθετούσαν το περίγραμμα της πύλης που ήμουν μπροστά της σαστισμένος και ενωνόντουσαν σε ένα κεφάλι με φθορίζουσα φίδια για μαλλιά, που αγκάλιαζαν το πρόσωπο αυτού του σώματος με τόση λαγνεία, με τόση προστατευτικότητα σαν και φυλούσαν το μυστικό της ύπαρξης που η σκιά του καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του που με κάρφωνε απευθείας στα μάτια. Η συμμετρία αυτών των κορμιών ήταν τόσο ακριβής που αν η Αφροδίτη της μύλου είχε αντικρίσει αυτήν την πόρτα στην υπόλοιπη ζωή της θα κάπνιζε camel κλαίγοντας με δάκρυα που θα έσβηναν τον ήλιο και ο Ευκλείδης θα το έριχνε στα prozak- και συνεπώς οι μαθητές της 1΄ λυκείου σε πάρτυ.

    Διέσχισα την πύλη.

    Έκανα ένα βήμα και βρέθηκα στην αρχή ενός μονοπατιού χωρίς το τέλος του να διακρίνεται στο οπτικό μου πεδίο. Ήταν σαν να ήμουν στην αρχή μιας μυστικής διαδρομής περικαλυμμένης με πανύψηλα δέντρα, ενός τούνελ σαν αυτά που ανοίγουν τα μυρμήγκια στην γη στο ζενίθ της παραγωγικής τους εκμετάλλευσης, κλεισμένο με καρποφόρους τοίχους σε μία ατμόσφαιρα που με τύφλωνε με φως. Ολόγυρα μου καρποφορούσε κάθε λογής πνευματικού φυτού, καθώς διέσχιζα το μονοπάτι έβλεπα δέντρα γιόπο 20 μέτρα ψηλά να διαδέχονται στραμμώνια με τους αγκαθωτούς καρπούς τους να κρέμονται βαριά ανάμεσα στα καταπράσινα φύλλα, πάνω από κάκτους pegiot που οι μεταξένιες τουφές τους χορεύαν με αέρινες κινήσεις ενώ δίπλα, τα μαρινέ φύλλα φυτών ιπομέας έριχναν την σκιά τους σε πορφυρά Amanita muscaria, amanita pantherina και psilocube Mexicana και το χορτάρι στα πόδια μου ήταν υγρό και λαμπύριζε. Αδυνατώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις που να μπορούν να αποδώσουν το ερωτισμό αυτής της περίεργης πλάσης. Καθώς κάθε ανθός εξέπεμπε φως στις πιο ερωτογενείς περιοχές του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος χρωμάτιζοντας την πάχνη που τον περιέβαλλε με αναμνήσεις του πρώτου έρωτα, όλες οι συστολές κατέρρεαν, όλοι οι Θεοί ήταν καλεσμένοι στο πάρτυ του Διόνυσου και εγώ ήμουν κομμάτι του κοσμικού οργασμού, αφού εκεί η Δημιουργία έχει σαν βάση τον ερωτισμό, την σεξουαλικότητα, και από κει που ήρθα οι πληγές του πολιτισμού μου είναι αποτελέσματα του αφανισμού αυτού του ερωτισμού…ίσως να μην υπάρχει μνήμη τώρα, αλλά θυμάμαι ότι…

    Έφτασα σε ένα ξέφωτο όπου το σκηνικό άλλαζε τελείως. Αυτός ο χώρος περιβαλλόταν από τα φυλλώματα δέντρων που δημιουργούσαν το περίγραμμα του και είχαν το σκοτεινό χρώμα του νυχτερινού ουρανού όπου πάνω σε αυτόν τον φυσικό καμβά τρεμόπαιζαν τα λευκά φώτα αστεριών. Αν και θα στοιχημάτιζα ότι αυτό που έβλεπα ήταν κάτι σαν φθηνή ταπετσαρία, δε μπορούσα να αποβάλω από το μυαλό μου ότι υπήρχε ένα απύθμενο βάθος σε αυτόν τον φυσικό τοίχο. Αποσβολωμένος σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό και ανάλογα συναισθήματα μου δημιουργήθηκαν, δεν έβλεπα απλά το σκοτεινό βάθος τους σύμπαντος να χρωματίζεται από πορφυρά νεφελώματα και να κινείται παλλόμενο υπό αδηφάγες μελανές οπές, αλλά το ένιωθα, ένα βάθος επεκτεινόμενο προς το άπειρο και κυρίως προς τα μέσα μου. Σε εκείνο το μέρος, όπου οι διαστάσεις ερωτοτροπούσαν μεταξύ τους καθιστώντας τα όρια τους δυσδιάκριτα, όπου ο χρόνος κατέρρεε μέσα στην στιγμή και η στιγμή γινόταν αιώνια, με την άκρη του ματιού μου, είδα σε εκείνο το μέρος να παραβρίσκεται μία αταίριαστη παρέα, που όμως αδυνατούσα να την κοιτάξω ευθέως καθώς μαγεμένος πλέον παρακολουθούσα τον ουρανό να ραγίζει σε διάφορα σημεία και τα κομμάτια του να εκσφενδονίζονται και να χάνονται μέσα στον χώρο.
    «Καλως ήρθες Lost Hours, σε περιμέναμε…» ακούστηκε μια φωνή που με ξύπνησε από τον λήθαργο μου και κατέβασε το βλέμμα μου στον άνθρωπο που μου μίλησε. Απέναντί μου, καθόταν ένας λιπόσαρκος, σκουρόχρωμος καραφλός άντρας, απολαυστικά γερμένος πάνω σε μια ξύλινη πολυθρόνα, σχεδόν γυμνός με τα γεννητικά του όργανα να καλύπτονται από τα λίπη της κοιλιάς του. Στα δεξιά του και λίγο πιο πίσω του, ένας μυώδης άντρας, το ίδιο σκουρόχρωμος, καραφλός και γυμνός στεκόταν όρθιος μπροστά από ένα τύμπανο και με ξύλινες μπακέτες άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά, άλλα πάντα δυνατά έδινε τον ρυθμό. Τα μάτια αυτού του άνδρα δε τα είδα ποτέ καθώς τα είχε μόνιμα κλειστά, απορροφημένος λες και κρατούσε τον ρυθμό αυτού του κόσμου που χόρευε πίσω από τα βλέφαρά του, τον πιο σαγηνευτικό χορό με κινήσεις που πρόδιδαν τα μυστικά της γνώσης και που προίκιζαν αυτόν τον περίεργο τυμπανιστή με αυτοπεποίθηση. Ανάμεσα τους ένας νέος γυμνός άντρας που είχε εκπληκτική ομοιότητα με την γυμνή έφηβη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, μελαψοί, μυώδεις, πανέμορφοι αν και καραφλοί και οι δύο αφηρημένοι έμοιαζαν να απολαμβάνουν την νωχελικότητα τους. Η εντύπωση μου, ότι αυτοί οι άνθρωποι είτε με περίμεναν είτε όχι θα καθόντουσαν για πάντα έτσι, έγινε κατανοητό συμπέρασμα σε σημείο βεβαιότητας όταν συνειδητοποίησα ότι όταν ο χρόνος απουσιάζει είναι αναμενόμενο να απουσιάζει και η σκλαβιά των κινήσεων.

    - Που είμαι;
    - Χα! Το βρήκα..σας είπα ότι αυτό θα ρώταγε… ξεφώνισε η νεαρή γυναίκα και συνέχισε …όλοι τα ιδία ρωτάνε! Τι μας κουβαλήθηκε πάλι αυτός.. χαχα
    - Ποιοι είστε; Απάντησα αποχαυνωμένος
    Γέλια και σχόλια ξέσπασαν στην αίθουσα μετά την ερώτηση μου και μέσα από την βοή σύρθηκε κοντά μου η γυναίκα και μου ψιθύρισε στο αυτί…καλύτερα βρες τις ερωτήσεις που δε γνωρίζεις τις απαντήσεις τους και χαμογελώντας λάγνα σύρθηκε πάλι στην θέση της. Μάζεψα ότι δύναμη είχα και κοιτώντας τον άντρα στην ξύλινη πολυθρόνα στα μάτια του είπα:
    - υποθέτω ότι έχουμε μια κοινή γνωστή, αυτή που μου έδωσε το κλειδί για να ρθω εδώ…
    - Καλα το πάει, καλά το πάει!!
    Χειροκρότησε η γυναίκα που είχε κάνει το προηγούμενο σχόλιο χωρίς όμως να ανταποκριθεί κανένας άλλος στην χαρά της. Ο μαυριδερός άντρας της πολυθρόνας γέρνοντας προς τα μπροστά και στηρίζοντας το κεφάλι του στην γροθιά του με ύφος σοβαρό και διδακτικό μου είπε:
    - Καλά υποθέτεις αυτή σε έστειλε εδώ…ξέρεις γιατί;
    - Όχι, μπορείς να με βοηθήσεις ;
    - Όχι φίλε μου, αυτή κάνει κουμάντο, αυτή ανασταίνει τις νεκρές πόλεις του μυαλού σου και χρωματίζει την ζώνη του ψυχικού σου λυκόφωτος με το αίμα των λέξεων που αποσχίζεις από πάνω της, εμείς…δεν είμαστε εσύ.
    - (δε θα βγάλω άκρη με δαύτον) Μόνη της έρχεται ποτέ δε την φωνάζω εκτός από τώρα..ε…τότε, αδιάκριτα συνήθως όχι όπως ήταν να ρθει τώρα…τότε…δε ξέρω, έχω μπερδευτεί, τώρα που είναι;θα ρθεί εδώ;
    - Αποφεύγει να έρχεται εδώ, σιχαίνεται τα παιδία της, ειδικά όταν είσαι εδώ, κάθε σου ταξίδι εδώ της αφήνει μια ρυτίδα
    - Μόνη της έρχεται…δεν την επικαλούμαι εκτός από τώρα ,ε τότε ήθελα να πώ μόνη της με στέλνει εδώ..
    - Επιζητά την πιο βαθιά ρυτίδα, αυτήν σαν μαχαιριά, θα ήσουν πολύ κοντά σε αυτό για να σε στέλνει έτσι όπως ήρθες και όχι όπως τις άλλες φορές, τι έγινε; δε τα κατάφερες…
    - Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να αντισταθώ στο πάγωμα του χρόνου που μου προσφέρει, είναι η πιο γλυκιά μέθη, νιώθω τον ηλεκτρισμό από τις νέες συνάψεις μέσα στο εγκέφαλο μου να διαχέεται μέχρι τα κέντρα ηδονής μου, είναι το πιο γλυκό δάγκωμα, ήθελα να νιώσω τα δόντια της, να ανοίξει μία διέξοδος, καιγόμουνα μέσα μου, είχε τόσο καιρό να το κάνει και δε μπορώ, όχι δε μπορώ να την σκοτώσω…είναι….είναι…
    - Είναι επίπονο ανόητε!!!!....ούρλιαξε ο άντρας και σαν από την δύναμη της φωνής του το σκηνικό άρχισε να μεταμορφώνεται….ο τυμπανιστής αλαφιασμένος κτύπαγε το τύμπανο του κουνώντας αυτιστικά το κεφάλι του…ο άντρας και η γυναίκα στο πάτωμα σύρθηκαν, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον καθώς ο άντρας της πολυθρόνας σηκωνόταν όρθιος…συνεχίζοντας τα λόγια του με μεταλλική φωνή:
    - Αυτή τραβά τα πέπλα του φόβου σου πάνω από εκείνες τις στιγμές που πέθανες (το ζευγάρι χαμογελά παιδιάστικα, κάθονται αντικριστά, η γυναίκα ανοίγει τα πόδια της, ο άντρας την πλησιάζει και μπαίνει μέσα της, χαϊδεύουν τα προσωπά τους στοργικά και μιλούν με βλέμματα απορίας) και τα ρίχνει στις μέρες τους μέλλοντος για να τις νεκρώσει ώστε στα πόδια της να συρθείς και να τις τα γδάρεις με την γραφή σου (το ζευγάρι συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με αιμομικτικό πάθος, οι λέξεις του άντρα στροβιλίζονται στον αέρα σχηματίζοντας μία ηλεκτροφόρα δίνη στο κέντρο του ουρανού). Αυτή ποτίζει τα ακανθοφόρα σχέδια σου με το αίμα σάπιων ονείρων και α- νοητων ενοχών, ώστε να σε αγκαθοδέσουν στο καταφύγιο που με μένος φθονείς…να σε αγκαθοδέσουν στην δηλητηριασμένη αγκαλιά της μάνας που δεν αφήνει τον γιό της να μεγαλώσει και με ανείπωτη λύπη Αυτή Κυριαρχεί πίνοντας από τις πληγές σου καυτό όξινο αίμα, χαμογελώντας σου στοργικά κρύβοντας τον πόνο της, και με τα δάκρυα της μετάνοιας της να κυλούν και να χαράζουν νέους αδιέξοδους δρόμους, να χαράζουν τον δικό σου λαβύρινθο, εγκλωβισμένος για πάντα να σαι εκεί να προσπαθείς να αναδυθείς μέσα από τις λέξεις (τώρα ο τυμπανιστής κτυπά το τύμπανο σε αργόσυρτο ρυθμό, μέσα από το σημείο της ένωσης του ζευγαριού ανθίζει μαραμένη τριανταφυλλιά σε μια λίμνη μαύρου αίματος που αναβλύζει από τα όργανά τους, τα μάτια τους σε απόσταση 3 εκατοστών ανταλλάσουν βλέμματα οίκτου, περιφρόνησης και μητρικής αγάπης). Είστε το ίδιο Lost hours, είσαι μέσα της και είναι μέσα σου…σου μουδιάζει τον πόνο σου για να στον διατηρήσει ζωντανό και τον διατηρεί ζωντανό για να μπορείς να ελπίζεις ότι θα σε επισκεφτεί ξανά η ανάγκη της ( ο τυμπανιστής εξουθενωμένος έχει γύρει πάνω στο τύμπανο του, το ζευγάρι συνεχίζει τον ερωτά του, με δυσκολία διακρίνονται τα κορμιά τους από την μαραμένη τριανταφυλλιά που τα έχει αγκαλιάσει και τα σκίζει με τα αγκάθια της, αμίλητοι παραμένουν… λευκό φώς διαχέεται μέσα από τις πληγές τους…χρωματίζοντας όλο την αίθουσα με εκτυφλωτικό λευκό.
    Ήταν όλα τόσο άσπρα….έτριψα αρκετά τα μάτια μου, και προσπάθησα να εστιάσω…το λευκό τοπίο είχε συρικνωθεί….έβλεπα μόνο την λευκή σελίδα του word να με περιμένει…«γάματο…χωρίς έμπνευση δε λέει…τι να γράψεις;» σκέφτηκα.

    Έβαλα το lifeforms των Future sound of London στο cd player, πήρα τον καφέ και σκαρφάλωσα στο παράθυρο ακουμπώντας τις γυμνές μου πατούσες στο χώμα της ζαρντινιέρας, άκουσα τον δίσκο αρκετές φορές και κάπνισα αρκετά… και ήταν ωραία.

    Αφιερωμένο σε όσους πεθαίνουν κάθε Ιούνιο και σε όσους βλέπουν την σύνθεση ποιημάτων σαν μια σαδομαζοχιστική εμπειρία
     
  2. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    παράξενα, γοητευτικά αλλόκοτο.

    (*εγώ πεθαίνω κάθε Σεπτέμβριο...)​
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Τέσσερις μυώδεις άντρες ντυμένοι στα λευκά όρμησαν μέσα στο δωμάτιο όπου στεκόταν ο ημιθανής ποιητής και κάπνιζε με τα πόδια γυμνά μέσα στη ζαρντινιέρα. Τους ακολουθούσε μία όμορφη ξαθιά γυναίκα, μετρίου αναστήματος, με μεγάλο στήθος που έκαμε να τρίζουν τα κουμπιά του άσπρου πουκαμίσου της. Φορούσε γκρί – σιελ ταγιέρ και γκρι γόβες, πολύ μυτερές, με ψηλά τακούνια.

    -Προσεκτικά τώρα, μην πετάξει έξω από το παράθυρο, είπε η γιατρίνα.

    Οι άντρες περικύκλωσαν τον ποιητή που έμεινε ακίνητος σαν να είχε βγάλει ρίζες. Τα φύλλα της λεμονιάς θρόισαν μέσα στα λιγοστά μαλλιά του. Πήρε μερικές γρήγορες απανωτές ρουφηξιές και άφησε το τσιγάρο του να πέσει στο χώμα.

    -Δεν έκανα τίποτα, τίποτα, ψέλλισε, καθώς οι άντρες τον άρπαζαν από τα μπράτσα και του περνούσαν τον μανδύα της λογικής.

    -Το ξέρουμε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Πρέπει να κάνεις. Το απαιτούν οι περιστάσεις. Έχουμε ήδη στα χέρια μας τις ερωτικές επιστολές που σου στέλνει η γριά και τα ποιήματα που της γράφεις εσύ. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Η ενέργεια που συσσωρεύτηκε είναι ικανή να ανατινάξει όλο το σύμπαν στον αέρα με επίκεντρο το δωμάτιό σου. Δεν είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια καταστροφή. Ακόμη δεν έχουμε περάσει bar code σε όλα τα άψυχα και σε όλα τα έμψυχα όντα.

    Ο ποιητής αγωνίστηκε για μια στιγμή να απελευθερώσει τα χέρια του αλλά μάταια. Ήταν γερά δεμένα πίσω του, αγκάλιαζε πλέον τον εαυτό του, δυο μακριές λωρίδες έδεναν μπροστά στην κοιλιά του και εξασφάλιζαν την πλήρη παράδοσή του. Κοίταξε την γιατρίνα μέσα στα μάτια. Ήταν θλιμμένα τα μάτια της και στις άκρες λαμπύριζαν δύο σταγόνες, από το κολλήριο που τους είχε ρίξει σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια για στυλ, λίγο πριν μπει στο δυνητικό επίκεντρο της τελευταίας έκρηξης του σύμπαντος, στο δωμάτιο του ποιητή δηλαδή, όπου άνθιζε η μοναδική, τελευταία λεμονιά της γης.

    -Δεν καταλαβαίνεις τι πας να κάνεις, της ψιθύρισε. Εγώ και η γρια είμαστε η τελευταία σας ελπίδα. Η δική μας θυσία, το δικό μας αίμα, ο δικός μας αβάσταχτος πόνος ποτίζει τον κοσμικό οργασμό. Αν χαθεί η επιθυμία μας, θα σβήσουν τ’ αστέρια στο στερέωμα, θα αφανιστούν οι γαλαξίες, ο ήλιος θα πνίξει τις ίδιες του τις φλόγες μέσα στα ποτάμια της ματαιότητας.

    -Ξέρεις καλά ότι η επιθυμία έχει ένα τίμημα, το οποίο μόλις πληρωθεί τελειώνουν όλα. Αυτός είναι ο μόνος κύκλος που υπάρχει. Επιθυμία, καθορισμός τιμής, καταβολή τιμήματος, κορεσμός, απογοήτευση. Είναι θέμα διατάξεων της υγείας. Αυτά έχουν μετρηθεί και ξαναμετρηθεί χιλιάδες φορές.

    Γύρισε στους νοσοκόμους.

    -Πάρτε τον στην κλινική, τον περιμένει η γριά.

    Τον έσυραν με τη βία πάνω στα πλακάκια, τα γυμνά του πόδια άφηναν ένα ρυάκι αίματος πίσω του, αιμορραγούσε από το πέος τώρα, τα μάτια του ήταν λευκά, γυρισμένα ανάποδα, ήξερε πολύ καλά ότι είχαν τελειώσει όλα και ήταν ικανός να κάνει τον εαυτό του να πεθάνει πνιγμένος μέσα στο αίμα του παρά να ενδώσει στην επιθυμία. Ήταν εγκληματικό αυτό που έκαναν, τόσο όσο και η κίνηση με την οποία η γιατρίνα κατέβασε το πάλευκο κιλοτάκι της και έσκυψε πάνω από την λεμονιά. Την κατούρησε με τα καυτά κιτρινωπά ποτάμια της που τα μάζευε στην κύστη της επί 24 ώρες, πίνοντας μανιωδώς πράσινο τσάι και μελισσόχορτο. Η λεμονιά ξεράθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα και τα κλαδιά της έσπασαν με ένα κρακ που ράγισε την καρδιά του ποιητή. Το τελευταίο λεμονάκι της γης κύλησε στο έδαφος. Η γιατρίνα το πάτησε και το κάρφωσε με το τακούνι της.

    Πίσω στην κλινική των Λυσσασμένων Μανάδων, πέταξαν τον ποιητή σε ένα υγρό δωματιάκι με ένα αχυρένιο στρώμα στο πάτωμα. Αρουραίοι και κατσαρίδες βολτάριζαν αμέριμνα τοίχο τοίχο. Από διπλανούς χώρους ακούγονταν τα ουρλιαχτά γυναικών που γεννούσαν τα αχάριστα μωρά τους μέσα σε φριχτούς πόνους. Τα κλάματα των μωρών ενώνονταν με τις φωνές των μανάδων τους και ήταν σαν ένας πρόστυχος ύμνος στην δυστυχία της ύπαρξης. Τα μπαλόνια, τα αρκουδάκια και οι χαρούμενοι συγγενείς είχαν απαγορευθεί ήδη εδώ και εκατό χρόνια.

    Του έβγαλαν τον μανδύα, δεν χρειαζόταν πια. Έσκισαν όλα του τα ρούχα τελετουργικά. Τον άφησαν να τρέμει πάνω στο βρώμικο στρώμα. Μετά από λίγο έφεραν και την γριά. Χαμογελούσε με το σατανικό της χαμόγελο με τα σάπια δόντια.

    -Αγάπη μου μοναδική, ατελείωτη, πόσο όμορφα θα περάσουμε τα δυο μας. Έχουμε τρεις μέρες και τρεις νύχτες μπροστά μας. Χωρίς φαί και χωρίς νερό, θα τρώμε και θα πίνουμε ο ένας από τον άλλο. Θα σε ταϊσω από τις σάρκες μου, θα πιείς από τα υγρά μου. Θα φάω την γλώσσα σου και τα μάτια σου, θα τραφώ από το αίμα σου. Είμαστε ένα, εσύ κι εγώ, είμαστε ένα. Εσύ μας έκανες ένα.

    -Μην το κάνεις αυτό, είπε ο δύστυχος ποιητής, χλωμός και στα πρόθυρα του εμετού. Αναγούλιαζε, με τη βία συγκρατιόταν να μην αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού του πάνω στο ζαρωμένο δέρμα της γριάς. Αυτή δεν πτοήθηκε, συνέχισε να τον θωπεύει μητρικά.

    -Σςςς…μην αντιστέκεσαι άλλο. Τελείωσαν όλα. Θα θυμάμαι πάντα τους ανθρωπόμορφους οργασμούς που γνώρισα μαζί σου. Τώρα ήρθε η ώρα να ανδρωθείς. Θα χαθούμε μαζί στην φρίκη του δικού μου οργασμού. Ζωώδης, σάρκινος, φτιαγμένος από βρωμερά υγρά. Σε τέσσερα λεπτά θα έχουμε χαθεί μαζί στην δίνη της κτηνωδίας μου.

    Το κοκκαλιάρικο χέρι της άρπαξε τον ανδρισμό του με τη βία και άρχισε να τον παίζει με σκληρότητα. Όσο και αν προσπάθησε να αντισταθεί, το σώμα του τον πρόδωσε. Η στήση του ορθώθηκε, το μωβ κεφαλάκι έσφυζε τεντωμένο έτοιμο να σκάσει. Η γριά άνοιξε τα βρωμερά της σκέλια. Ο ποιητής είδε μία μαύρη τριχωτή τρύπα να χάσκει ανοιχτή από πάνω του, έτοιμη να τον καταπιεί. Με μία επιδέξια κίνηση που δεν ταίριαζε καθόλου στην προχωρημένη της ηλικία, η γριά τον καβαλίκεψε και εξαφάνισε το μέλος του μέσα στην κοιλιά της, ρουφώντας το ολόκληρο μέσα στα άδυτα των αδύτων.

    Ήταν σαν να τον μάλαζε μία απάνθρωπη μηχανή δίχως έλεος. Σάλια κύλησαν από το στόμα του, άναρθρες κραυγές βγήκαν από το δικό της. Ένωσαν τα σάπια τους όνειρα εκεί, πάνω στο αχυρένιο στρώμα, ανάμεσα στα ζωύφια και στους αρουραίους. Ο ποιητής και η γριά του. Όταν ξεχύθηκε ο οργασμός τους, οι φωνές τους σκέπασαν τις φωνές των λυσσασμένων μανάδων και των αχάριστων μωρών τους.

    Το σύμπαν συνέχισε να στροβιλίζεται μόνο και τρελό. Κάτι μυστήρια όντα στην ακρούλα του κόσμου συνέχισαν να γαντζώνονται πεισματικά στην θλιβερή, παράλογη ύπαρξή τους. Το ότι στην τσέπη του καθενός έλαμπε ένα χρυσό κλειδί που δεν άνοιγε απολύτως τίποτα ήταν η απόδειξη ότι ο τελευταίος ποιητής ήταν τρελός και ότι καλό θα ήταν οι άνθρωποι να αρχίσουν να συνηθίζουν ότι θα τρώνε τη σαλάτα τους χωρίς λεμόνι...Εξάλλου τα μαρούλια είναι πολύ πιο νόστιμα έτσι. Αρκεί να το πιστέψεις.