Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

μικρές μουσικές ιστορίες

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Neeva, στις 24 Απριλίου 2009.

  1. Neeva

    Neeva Regular Member

    Μπροστά στην στάση του λεωφορείου με το καλοκαιρινό της φόρεμα και τα μαλλιά φρεσκολουσμένα, χυτά στους ώμους. Θέση contra posto. Προχωρούσα προς την στάση και δίχως να αποφύγω την παρόρμηση, εξέταζα το στήσιμο, το πλούσιο σώμα, το κοκκινισμένο από τις πρώτες επισκέψεις στην παραλία δέρμα της. Τα χέρια ακουμπούσαν τους γοφούς. Παλάμες ανοιχτές. Πλησίασα αρκετά και διευκόλυνα την διαδικασία της παρατήρησης. Μονάχα το πρόσωπο κρατούσε κρυφό. Φορούσε αυτά τα τεράστια γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα μάτια και τα ζυγωματικά, σχεδόν το μισό πρόσωπο δηλαδή. Άφηναν σε κοινή θέα μονάχα το στόμα. Ένα στόμα που δεν πρόδιδε τίποτα. Τα χείλη κλειστά, άβαφα, ξεκουραζόντουσαν το ένα πάνω στο άλλο ανέκφραστα. Δεν ήθελε ούτε να γελάσει ούτε να κλάψει. Μονάχα περίμενε.

    Όταν το λεωφορείο πλησίασε και έκοψε ταχύτητα, το σώμα της γρηγόρεψε απότομα, πήρε ανάσα και χώθηκε στην μπροστινή πόρτα από τους πρώτους. Μπήκα από την πίσω πόρτα αγνοώντας το τυπικό και όσους προσπαθούσαν να αποβιβαστούν και την συνάντησα ξανά κάπου στις μεσαίες θέσεις. Έβαλε το εισιτήριο στην σχισμή, έπειτα κάθισε και εγώ έμεινα όρθιος ακριβώς δίπλα της. Έτσι μπορούσα να κοιτώ άφοβα προσποιούμενος πως κοιτώ χαμηλά. Για εκείνη θα ήταν δύσκολο να ανταποδώσει τις ματιές, μιας και έπρεπε να ανασηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει ψηλά, κίνηση που θα την πρόδιδε. Πόνταρα στην διακριτικότητα της και ακύρωσα το εισιτήριο μου. Η σφραγίδα έγραψε ώρα, δέκα και μισή.

    Δεν έλεγε να βγάλει τα γυαλιά για να δω τα μάτια της. Αναρωτήθηκα μήπως πίσω από τους αδιαφανής μαύρους φακούς της μπορούσε να με βλέπει δίχως να το καταλαβαίνω από την κλίση του κεφαλιού. Το απέκλισα. Ήταν αδύνατο δίχως έστω να στραβώσει λιγάκι τον λαιμό της. Εκείνη φαινόταν ολοκάθαρα, κοιτούσε ακριβώς στην ευθεία τον κοντοκουρεμένο αυχένα του μπροστινού επιβάτη. Όρθιος, από ψηλά, έβλεπα τα μαλλιά της, σκούρα καστανά και ίσια, χωρισμένα λιγάκι απρόσεχτα στο κέντρο του κεφαλιού να φτάνουν σε μήκος ως τις ωμοπλάτες της. Μπορούσα ακόμα να μυρίσω την καθαριότητα τους. Βοηθούσε ο άνεμος που περνούσε από τα ανοιχτά παράθυρα κ’ ύστερα πριν ακόμα με φτάσει αρωματιζόταν από τα μαλλιά της. Κι όμως το πρόσωπο ήταν αυτό που με ένοιαζε. Ενώ περίμενα ελπίζοντας να μου αποκαλυφθεί, ταίριαξα πάνω της ένα σωρό συνδυασμούς. Της έβαλα μικρά και μεγάλα μάτια, καλογραμμένα με σωστές αποστάσεις, στραβά και αλλήθωρα, μαύρα και γαλανά. Έπαιζα με τις πιθανότητες και το πρόσωπο της ώσπου το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα του. Σταθμός Δουκίσης Πλακεντίας. Θα παίρναμε το τραίνο. Και οι δύο. Με ένα διακριτικό μου πισωπάτημα της επέτρεψα να προηγηθεί. Δεν με ευχαρίστησε, ίσως γιατί το θεώρησε φυσικό, σύνηθες ή και τυχαίο. Δεν ενοχλήθηκα. Κατέβηκε πάλι βιαστική από τους πρώτους και πάτησε αυστηρά στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό. Δυο σκαλιά πίσω ακολούθησα τις πτυχές του φορέματος.

    Ακύρωσε το ίδιο εισιτήριο που κρατούσε στο χέρι από το λεωφορείο και την μιμήθηκα. Δεν είχε μαζί της τσάντα. Ανήκουστο. Πού πάει μια γυναίκα χωρίς τσάντα; Πού έχει βάλει τα κλειδιά, τα λεφτά, τα κάθε λογής χρειαζούμενα; Στρίμωγμα στο βαγόνι. Ψάχνω μια θέση βολική. Της γυρίζω την πλάτη και έχω
    λόγο. Τώρα μπορώ να κοιτάω μέσα από το τζάμι του παράθυρου το είδωλο της.
    Αρχίζω να περιεργάζομαι την μορφή της, όρθια κοντά στις πόρτες, γαλήνια, σχεδόν νωχελική παρά την πολυκοσμία. Αλλά και σίγουρη. Με νωχελική και σίγουρη γυναίκα είχα να συναντηθώ από την εποχή που χάζευα τις μπαλαρίνες του Ντεγκά σ’ ένα χοντρό βιβλίο και από όταν γλαρωμένος έγερνα στην καρέκλα ενώ η γιαγιά μου έπινε τον απογευματινό καφέ της στο μπαλκόνι. Αυτή όμως είναι εδώ, ολοζώντανη. Κρατάει με το δεξί την χειρολαβή και από τον ώμο της ως τον καρπό μετρώ κάθε μοίρα της αμβλείας γωνίας που διαγράφει με το σώμα. Το μετρό ξεκινά και ο βόμβος της κίνησης καλύπτει τις φωνές. Βοηθά στην απομόνωση. Χάνομαι στην μελέτη της στάσης της, μπλέκω με συνειρμικούς μαθηματικούς υπολογισμούς που σίγουρα δεν έχουν βάση στην επιστήμη, αλλά εκείνη δεν σέβεται ούτε στιγμή μήτε τον χρόνο που της αφιερώνω μήτε την προσήλωση μου. Απότομα με διακόπτει. Σηκώνει το αριστερό χέρι και βγάζει τα γυαλιά. Ή στιγμή έχει τόση ένταση όσο και μια σκηνή όπου ο Ζορό αποχωρίζεται την μάσκα του. Πρέπει να γυρίσω. Η αντανάκλαση δείχνει ένα πρόσωπο συμμετρικό στην κατατομή μα δεν αποκαλύπτει χρώματα και λεπτομέρειες. Μου κρύβει τα σημαντικότερα και αλλειώνει τις εκφράσεις. Κρατάω μια ανάσα από εκείνες που βοηθούν τις μεγάλες αποφάσεις στο στήθος και γυρνάω το σώμα μου αργά, σαν να ζητώ να βολευτώ καλύτερα. Κρατιέμαι από το πίσω μέρος ενός καθίσματος και την κοιτώ. Εκπνέω.

    Είναι καφέ. Σκούρο καφέ. Μάτια μεγάλα και έντονα φρύδια, κάπως καμπυλωτά. Ψηλά ζυγωματικά. Αν ήταν αδύνατη τα μάγουλα θα σχημάτιζαν λακουβίτσες εκεί που συναντούν την γνάθο. Αλλά δεν είναι. Είναι ένα γεμάτο πρόσωπο όλο υγεία. Αν δεν βρισκόμασταν στο σκοτεινό βαγόνι ο ήλιος θα σπίθιζε στα μάτια της. Είναι όλο ζωή. Ανατρέχω στις σκόρπιες μνήμες μου, στο πάντοτε ακατάστατο φωτογραφικό αρχείο των ημερών μου. Όχι δεν την ξέρω από κάπου. Δεν την έχω ξαναδεί. Ποτέ, Πουθενά.

    Μόλις στην πρώτη στάση, στο Χαλάνδρι, την βλέπω να γυρνάει προς την πόρτα. Θα κατεβεί; Τόσο σύντομα; Τόσο μικρή διαδρομή; Με μισή στροφή περνάει απ’ τις συρόμενες πόρτες που σφυρίζουν ανοίγοντας και φεύγει. «Συγνώμη, η στάση μου.» Μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια, προσπερνάω σπρώχνοντας ελαφρά την κυρία με τις πλαστικές σακούλες και την τελευταία στιγμή ίσα που προλαβαίνω να βγω και εγώ από το βαγόνι. Την εντοπίζω ανάμεσα στον κόσμο που αναβαίνει τις σκάλες χάρη στο φόρεμα και τρέχω προς την ίδια έξοδο. Καθαρός αέρας επιτέλους αλλά ο ήλιος καταπρόσωπο με τυφλώνει. Τώρα σίγουρα θα έχει ξαναφορέσει τα γυαλιά. Μα που..; Την έχασα. Κοιτώ τον κόσμο
    που σκορπίζει, μπερδεύομαι ανάμεσα σε αυτούς που έρχονται, φεύγουν, ψάχνουν ταξί, περιμένουν παρέες, ψωνίζουν απ’ τους πλανόδιους, παρκάρουν και ξεπαρκάρουν, αλλά δεν την βρίσκω πουθενά. Γαμώτο! Θέλω να βρίσω γιατί ήθελα πολύ να την βρω και μου ξέφυγε.

    Παραδίνομαι και αποστρέφω το βλέμμα από τον κόσμο που κινείται συνεχώς και με ζαλίζει. Περπατάω σκυφτός προς την πεζογέφυρα. Δεν θέλω να περάσω απέναντι, δεν έχω κανένα λόγο να βρίσκομαι στο Χαλάνδρι, έχω κάθε λόγο να κάνω μεταβολή, να πάρω ξανά το μετρό και να κατέβω αυτή την φορά κανονικά
    στην στάση μου, στο Σύνταγμα. Ανεβαίνω τα σκαλιά της γέφυρας και φτάνω ως
    την μέση. Θόρυβος. Από κάτω περνούν τα Ι.Χ. και θυμάμαι τις ραδιοφωνικές εκπομπές για την κυκλοφορία: «ροή κανονική, η διέλευση των οχημάτων πραγματοποιείται με ευκολία αυτή την ώρα...». Έχω δουλειές, υποχρεώσεις, πρέπει να φύγω, προλαβαίνω αν βιαστώ. Πρωί ακόμα, σε λίγο ο ήλιος θα δυναμώσει και θα αρχίσει να τραβάει και να τσούζει το κοκκινισμένο δέρμα της. Ίσως ακόμη να της αφήσουν σημάδι στο πρόσωπο αυτά τα άσχημα τεράστια
    γυαλιά της. Είμαι ακόμη θυμωμένος. Μαζί της που έφυγε και με μένα που την έχασα πριν να βεβαιώσω καν ότι υπάρχει. Τώρα μοιάζει με φαντασία, με αερικό. Ακριβώς όπως οι ζωγραφιστές μπαλαρίνες.

    Δεν παίρνω απόφαση να φύγω ακόμα. Χαζεύω τον δρόμο και την κίνηση. Το ξεπλυμένο μπλε του ουρανού. Ψέματα. Δεν μου φταίει ο ουρανός. Το γκρίζο του δρόμου είναι αυτό που με ενοχλεί. Κοιτάω αυθόρμητα προς τον σταθμό και ενώ το βλέμμα μου ξεκουράζεται στο φυτεμένο πράσινο των παρτεριών, αυτό το κουρασμένο αστικό πράσινο, ξαφνικά, την βλέπω. Δεν έφυγε. Κάθεται στο παγκάκι και φοράει τα γυαλιά της. Μόνη, στο παγκάκι. Δεν κάνει τίποτα, μονάχα κάθεται. Να περιμένει κάτι; Κάποιον; Λες να έχει ραντεβού; Φίλος, φίλη, ή εραστής; Δεν το σκέφτομαι περισσότερο. Δεν μου επιτρέπω άλλες τέτοιες πολυτέλειες. Να μην την χάσω ξανά. Αυτή είναι η μόνη ανάγκη. Τρέχω από την γέφυρα προς τον σταθμό, κουτρουβαλάω τα σκαλιά δύο-δύο, περνώ ξυστά από τις απλωμένες στο πεζοδρόμιο πραμάτειες και φτάνω αγκομαχώντας, σχεδόν διπλωμένος από την ανάγκη για ανάσα. Μπροστά της, στο παγκάκι. Την κοιτάω ασθμαίνοντας ακόμη ενώ εκείνη βγάζει ήρεμα τα γυαλιά της και με κοιτάει, νωχελική και σίγουρη.

    «Γειά σου» Τολμάω ξέπνοος.
    «Καλή σου ημέρα» Χαμογελάει.

    «Ξέρεις, δεν ξέρω γιατί, σε παρατηρούσα, μου κρυβόσουν στην αρχή, με αυτά τα γυαλιά, μετά σε είδα, σε ξεχώρισα, μου άρεσες, σε ακολούθησα... Σε έχασα, απογοητεύτηκα πολύ, θύμωσα, έκανα τον αδιάφορο από ψηλά για να σε ξεχάσω και ξαφνικά σε είδα ξανά. Και δεν ήθελα να σε χάσω. Δεν θα άντεχα να μην σε βρω. Δεν ξέρω γιατί… Θα σου φαίνομαι τρελός…» μιλάω χωρίς διακοπή και δεν είμαι σίγουρος για το τι λέω.

    «Γιατί τόση ανησυχία; Με βρήκες. Εδώ ήμουν, εδώ είμαι, θα σε περίμενα.» Με κοιτάει ίσια στα μάτια.
    «Πώς; Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω.. Ποιά είσαι;»

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. labinnah

    labinnah Regular Member

    με αφορμη το πρωην thread τζαζ -που σαν αναγνωστης ελαβα τη διεγερση του νοήματος.Στα τέλη της δεκαετίας του 40, μια γενιά τρελών φωτισμένων χιπστερ ξεπροβάλλουν ξαφνικά και αλωνίζουν πάνω κάτω κάνοντας ωτοστοπ όμορφοι με ενα καινούργιο απαίσιο χαρμόσυνο τρόπο-μπητ μια λεξη που σημαίνει τσακισμένος γεμάτος ομως απο μια έντονη πεποίθηση..ακόμα και οι γερο-χίπστερς του 1910 την έλεγαν με αυτο το τρόπο, με ενα σαρκασμό γεμάτο μελαγχολία.Είχε την έννοια μιας κάποιας πνευματικότητας που κοιτούσε απο το παράθυρο το χαμένο πολιτσμό αλλά και τη θεία νέα ατμόσφαιρα που πλανιόταν έξω στους δρόμους....φτωχοί και χαρούμενοι με ένα σαραβαλιασμένο σαξόφωνο στην πλάτη να κουβαλάνε το κρυφό μηνυμα του φυσήματος.Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρα μονάχα μια χουφτα οι γάτες που ήταν χίπ και που εξαφανίστηκαν γρήγορα.Παρόλο που η μπητ γενιά είχε πεθάνει το ντύσιμο πέρασε αυτουσιο στη γενιά του ροκ εν ρολ μεσα απο το Μοντγκόμερι Κλιφτ(δερμάτινο τζάκετ).Ισως το αποτέλεσμα της παγκοσμιας καθιέρωσης της τηλεόρασης και τίποτα άλλο αντιπροσόπευε με μια βαθυτέρη ακόμα επιθυμια να χαθούν μεσα σε μια πρώιμη Γοτθική άνοιξη της Δύσης.Το μπομ ξεκίνησε με τη τζαζ σε καποιο πεζοδρόμιο και ήταν μια καινουργια τέχνη.Το ονομα της προέρχεται απο τυχαίο περιστατικό, απο ένα τραγούδι που περασε στην ιστορια Μπάμπα Ρη Μπομπ και ενω ο ντραμερ μπορουσε να χτυπαει τα τύμπανα με ασθμαίνοντας, το μπομ ήταν γεγονός και ο κοσμος του είχε πιάσει.Ο Τσάρλι Πάρκερ πλησιάζει το άλτο στο στόμα του και με τζαζ νότες μιλαει σαν ποιητης ενω η τρομπετα του Ντίζι πνίγει τη στριγγλια που ανεμποδιστα ξεφευγει απο τον Πάρκερ και τρίζει σαν τα μανιασμένα μπλούζ.Δέκα χρονια μετα η τζαζ αυτοκτόνησε και μια παρέλαση σπουδαίων θρηνωδών θα γνωστοποιήσουν τη νέα εποχή της τζάζ.οχι τελειες που να χωριζουν τις προτάσεις δομές που τοσο αυθαίρετα εχουν γίνει ήδη κόσκινο απο τις ψευτικες άνω και κάτω τελείες -αντ αυτών ρωμαλεες παυλες ανάμεσα στις ανάσες της ρητορευσης (όπως ο μουσικός της τζαζ που παίρνει ανάσα μετα και πριν απο μια φράση)..william Carlos Williams.. αυθόρμητη πρόζα.