Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Carousel

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 8 Μαρτίου 2008.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Γιατί να πηδήξω το τοιχαλάκι; Γιατί έπρεπε τάχα κείνη την ίδια νύχτα που τ’ αποφάσιζα, να ξαναφορέσω και τη στολή; Τα παντζούρια της κρεβατοκάμαρας της Αμαλίτσας, πρώτη φορά τα έβλεπα ανοιγμένα και το φως του ηλεχτρικού χυνόταν έξω, στον κήπο κι έφτανε ως τη χαβούζα. Ποιος δαίμονας μ’ έσπρωξε; Να ξέρω, πως δυο δρόμους πιο πέρα, με περίμενε ο σύνδεσμος που θα με πήγαινε στη σύσκεψη κι εγώ να χασομεράω για να κρυφοκοιτάξω τους έρωτες του Αδάμ με μια χοντροαρμένισσα. Κι ήταν άλλη! Ήταν η Έμμη, όπως δεν την είχα δει, όπως δεν θα την ξαναδώ ποτέ! Ορθή, τέλεια, με διπλωμένο το ένα γόνατο πάνω στην άκρη του κρεβατιού, να περνάει ένα πεσκιράκι στη λαστιχένια σάρκα της και να σκουπίζει τον ιδρώτα. Στα κατακόκκινα χείλια της ήταν ένα χαμόγελο αλλόκοτο, σχεδόν διαβολικό και τα μελένια μάτια της, δυο φορές πιο μεγάλα, ήτανε καρφωμένα πάνω του. Κι αυτός, ο μυθικός Αδάμ, ήταν ένα τουλούμι τριχωτό, με πλαδαρά βυζιά κι αξιοδάκρυτα στραβά κανιά. Κλειστά τα τραχωματικά του βλέφαρα. Περίμενε ο αισχρός. Δε θέλω πια να θυμηθώ! Ακόμα δε μπορώ να πιστέψω στον τόσο εξευτελισμό της καλλονής της. Προχώρησα δίχως προφύλαξη και σήκωσα το γρόθο πάνω στο τζάμι. Και κείνη έκανε τότε να πάρει ανάσα και παραμέρισε με το χέρι τα καστανόχαλκα μαλλιά που της σκεπάζανε το κούτελο κι ανάβλεψε. Οι ματιές μας ανταμωθήκανε. Ήμουν ολόκληρος μέσα στο φως. Έκανε πως δε με γνώρισε, πως δεν με είδε και ξανάπιασε με περισσότερο πάθος τη φριχτή δουλειά της. Πώς γρυλίζουν τα γουρούνια μέσα στα σπλάχνα, πώς φυσούν μέσα στο στόμα του ανθρώπου τη θανατερή μπόχα τους, τα τσακάλια…»

    (Απόσπασμα από τη Λέσχη, του Στρατή Τσίρκα)
     
  2. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Ρυθμός: "Περίμενε ο αισχρός. Δε θέλω πια να θυμηθώ!"

    Επίθετα προσεκτικά τοποθετημένα ένα-ένα, κάποιες φορές πριν το ουσιαστικό, κάποιες άλλες μετά: "...ο μυθικός Αδάμ, ήταν ένα τουλούμι τριχωτό, με πλαδαρά βυζιά κι αξιοδάκρυτα στραβά κανιά."

    Στην ουσία, ποίηση: "Πώς γρυλίζουν τα γουρούνια μέσα στα σπλάχνα, πώς φυσούν μέσα στο στόμα του ανθρώπου τη θανατερή μπόχα τους, τα τσακάλια..."

    Δεν έχω διαβάσει ποτέ το συγκεκριμένο συγγραφέα, αλλά τώρα θέλω.
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η Λέσχη είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες. Ακολουθούν η Αριάγνη και η Νυχτερίδα.

    Νομίζω πως η ηρωίδα της Λέσχης, η Έμμη Μπόμπρετσμπεργκ, ήταν η πρώτη BDSM ηρωίδα που αγάπησα.

    Ο Τσίρκας την παρουσιάζει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, μόλις έχει ξυπνήσει, σε μία πανσιόν στην Ιερουσαλήμ:

    "Χρόνια είχε η Έμμη να αιστανθεί έτσι. Τί ευλογία! Οι αρμοί, τα νεύρα, η ψυχή της ήταν σα ν'ανεβαίνανε μέσα από αγιασμένα νερά. Ο ύπνος που ξεκουράζει και θρέφει, αποχωρούσε και το κορμί της ριγμένο μπρούμητα πάνω στο σεντόνι, άραζε ηδονικά στην αμμουδιά μιας καινούριας ζωής...

    Η μύτη της ακουμπούσε μέσα σ' ένα υγρό λεκέ. Χρόνια είχε να της τρέξουν τα σάλια μέσα στον ύπνο. Κι η σένια του μαξιλαριού ήταν από πραγματικό λινό."

    Πώς να μην παθιαστώ με μία γυναίκα που κι αυτής της τρέχουν τα σάλια στον ύπνο; Πώς;
     
    Last edited: 9 Μαρτίου 2008
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Η Έμμη θα στοιχημάτιζε πως δεν είχε πια πυρετό. Ένιωθε την αναπνοή της αλαφριά και δροσερή πάνω στο πουπουλένιο μαξιλάρι…Θέλησε να λευτερώσει τ’ αυτί απ’ τα μαλλιά της, αλλά μια σουβλιά στη ράχη άλλαξε τη ροή της σκέψης της. Πόσος καιρός είχε κυλήσει από κείνο, το άλλο πρωί, που μπρούμητα πάλι στα σεντόνια της, είχε ακούσει μια φωνή να της υπόσχεται, είχε ακούσει τον ψίθυρο μιας ευτυχίας προσιτής εκεί γύρω της; Χρόνια ή μέρες; Μα η ευτυχία ποτέ δεν μοιάζει με τις υποσχέσεις της, - όταν έρθει. Πάντα είναι κάτι άλλο, κάτι που όλο αλλάζει. Και που σ’ αλλάζει και σε ωριμάζει. Όπως τη δυστυχία λοιπόν; Μα ευτυχία και δυστυχία, ηδονή και πόνος, ωραίο και άσχημο, μήπως δεν είναι το ίδιο, δυο μορφές της ίδιας βεντάλιας;

    Δίχως να το ξανασκεφτεί, δίπλωσε απότομα το πόδι και με τη φτέρνα χτύπησε τα καπούλια της. Ω, ναι, ήταν καλύτερα. Σήμερα μπορούσε να σηκωθεί ή να πλαγιάσει ανάσκελα. Η αλοιφή της Ρόζας. Τα γιατροσόφια που σου ξέρουν αυτές οι χωριάτισες! Μύριζε ψαρίλα και λέκιαζε όπου άγγιζε, όμως να, έκανε τη δουλειά της. Θα σηκωθεί μονομιάς. Θα πονέσει. Μα κι ο πόνος γλυκός είναι. Τι ώρα ήταν και πεινούσε τόσο; Ξαφνικά ένιωσε αυτό που της έλειπε περισσότερο: κοιμήθηκε μόνη. Να τον εμπόδισε η Ρόζα; Της το είχε απαγορέψει. Να χτύπησε η πόρτα και να κοιμόταν; Ω όχι, τον περίμενε όλη τη νύχτα, η ψυχή της παρακαλούσε αχ, ας μην ερχόταν απόψε, δε θ’ αντέξω πια, μα το κορμί της παραφύλαγε τον κάθε κρότο. Κι όμως δεν ήρθε…

    Έβγαλε προσεχτικά τα πόδια έξω απ’ το κρεβάτι, γλύστρησε πάνω στην κοιλιά της κι όταν άγγιξε το πάτωμα τινάχτηκε όρθια. Της ξέφυγε μια φωνή, μα ο πόνος ήταν υποφερτός. Στάθηκε μπρος στο μεγάλο καθρέφτη. Ευτυχώς πουθενά δεν είχε σκάσει το δέρμα. Φαρδιές χαρακιές από τη ράχη και κάτω, διασταυρώνονταν, μπερδεύονταν, σαν άταχτες ροζ μολυβιές από νευρικό χέρι. Είχαν περάσει πόσες, τριανταπέντε ή σαράντα ώρες, και μάτωμα δε φάνηκε. Μόνο το σημάδι από τη μπούκλα της ζώνης του, εκεί στο ψαχνό του μήλου. Αυτό είχε ματώσει με το πρώτο. Ευτυχώς τον σταμάτησε αμέσως. Όχι με το σίδερο φοβούμαι τη μόλυνση. Το ίδιο φοβήθηκε κι η Ρόζα. Αυτή πια έκανε σαν τρελή: «Με το σίδερο, με το σίδερο, αχ ο φονιάς», στρίγγλιζε όταν το είδε. Αλλά πού είναι τώρα; Γρήγορα ένα μπάνιο να καθαριστεί και να φάει. Το τσιγάρο που άναψε της έφερε ζάλη. Πήγε να καθίσει στο κρεβάτι και τότε ο πόνος, σαν πυρωμένο μαχαίρι, ανέβασε δάκρυα στα μάτια της. «Ευτυχώς που δεν ήρθε», είπε μέσα της. «Θα πέθαινα. Απόψε όλα θα πάνε καλά»…

    Μέσα της το ουίσκυ δούλευε, ένας αρωματισμένος αχνός της έκαιε τα σπλάχνα και τη ζάλιζε. Έμμη, προστύχεψες. Ναι, αλλά μ’ αρέσει. Φοβερά. Ας γίνω μια τιποτένια, η πιο φτηνή Μαγδαληνή της Ιουδαίας. Βαμμένη και βρώμικη να μαλλιοτραβιέμαι στα κακόφημα σοκάκια της Χάιφας, με τους λιμενεργάτες που μυρίζουν μαζούτ. Ω, ξέρω. Μπρος στη Νάνσυ ή σ’ άλλες γυναίκες, με τη δική της κατανόηση, θα χαμηλώνω τα μάτια, θα νιώθω τόσο ξεπεσμένη από τη σειρά μου. Μα μέσα μου θα λέω πως καμιά τους δε γνώρισε τι θα πει στην κυριολεξία «δίνομαι». Επιτέλους! Ν’ ανήκεις σε κάποιον απόλυτα, χτήμα του πρόθυμο και πειθήνιο, όπως η ψυχή εμπρός στον Κύριο. Ο Χανς ήξερε, μόνο αυτός. Μα ήταν δειλός. Προτίμησε τη δική του ασφάλεια παρά να διακιντυνέψει τη σωτηρία της ψυχής του. Δεν τόλμησε να είναι μαζί πνευματικός και όργανο. Ένα όργανο ουδέτερο, αδυσώπητο, το φραγγέλιο του βασανιστή – εραστή».

    (Η Λέσχη)
     
  5. Maley

    Maley Contributor

    Στρατης Τσιρκας..απο τους καλλιτερους...
     
  6. thanasis

    thanasis Contributor

    Απλώς τέλειο.  
     
  7. llazouli

    llazouli Contributor

    O Στρατής Τσίρκας, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας από νεαρή ηλικία και διαγράφτηκε επειδή άσκησε κριτική (μέσα από το έργο του) για τη στάση της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του πολέμου και της ηγεσίας του Κόμματος. Όταν του ζητήθηκε το 1960 να αποκηρύξει το έργο του, είπε:
    "Κατέγραψα τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο, να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο".
    Βέβαια, ας μην κάνουμε συγκρίσεις με το σήμερα γιατί τότε το κομμουνιστικό κόμμα βαλλόταν από παντού.
    Όπως και να ΄χει η στάση και το ταλέντο του Τσίρκα αναγνωρίστηκαν, παρόλες τις αντίξοες συγκυρίες, όπως ήταν φυσικό άλλωστε. Το 1973 εξ αφορμής των ''Ακυβέρνητων Πολιτειών'', ανακηρύχθηκε στη Γαλλία ο σημαντικότερος ξένος μυθιστοριογράφος.

    Σε ευχαριστούμε, Δώρα.
     
    Last edited: 15 Σεπτεμβρίου 2008
  8. Maley

    Maley Contributor

    η Χαμενη Ανοιξη ειναι το καλλιτερο βιβλιο του..κοσμοπολιτης ο άνθρωπος.....
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ένα τελευταίο απόσπασμα από τη "Λέσχη".

    «Τον λυπόταν μα τι να κάνει; Δεν μπορούσε να τον βάλει με το πρώτο να της σκουπίζει τις αλοιφές! Πόσο κλάμα μέσα στη λέξη μοναξιά. «Αφού την αντέχετε…» Η πιο φριχτή: του φιλήδονου. Δεν τη γεμίζει τίποτα, μήτε φαντασία, μήτε όνειρο…

    Η Έμμη στριφογύρισε πάνω στην κοιλιά της, άγγιξε με τα πόδια το καφασωτό και ρίχνοντας το κεφάλι έξω απ’ το σοφά, έσκυψε σα νάθελε να φιλήσει τις μαρμάρινες πλάκες. Νερά που πάνω σας απλώνουνται τ’ αρώματα χρυσών κρίνων. Κύκνοι μεθυσμένοι από φιλήματα. Ω Αδάμ, τι τέλεια ένωση που ήταν η δική μας. Ποτέ άλλο ζευγάρι δε θα μπορούσε να γνωρίσει τα μυστικά που γνωρίσαμε. Ηδονή και πόθος ανάβλυζαν απ’ το κορμί σου ελεύθερα, ασταμάτητα, πίδακας που ανασταίνονταν από τον ίδιο του το θάνατο, ξανά και πάλι, τόσο σοφά και τόσο σίγουρα, σαν το μοτίβο του αραμπέσκου, που από καμπύλη μέσα από καμπύλη, πάλι και πάλι, τόσο αισθαντικά, τόσο λικνιστικά, τόσο περίπαθα, περιστρέφεται μέσα στο ρυθμό του, αυτόν τον ίδιο που πεθαίνοντας γεννιέται, αυθόρμητα, πειθαρχημένα, οδηγώντας δίχως να οδηγεί, ευγενικά και μοιραία, ξανά και πάλι, εκεί που δεν υπάρχει αρχή και τέλος, αλλά ο γλυκασμός του άπειρου, ο ίλιγγος. Ω Αδάμ, πόσο σ’ ευγνωμονώ που δε μου δίνεις καμιά λύπη, καμιά τύψη.

    Το φεγγάρι, όλο ανεβαίνοντας στον ουρανό, τραβούσε τα φανταστικό ταπέτο από τα μάρμαρα και το έφερνε πιο κοντά στο σοφά. Η Έμμη στάθηκε όρθια. Τέντωσε το μακρύ, νευρώδικο πόδι της για να πατήσει ένα ρόδακα. Ο ρόδακας χάθηκε. Να πατήσει το διπλανό με το άλλο. Χάθηκε. Ύψωσε το γόνατο και τίναξε πίσω το κορμί. Το πρώτο βήμα. Ο Υπερίονας την πάτησε στη ράχη με τα φλόγινα σαντάλια του φεύγοντας. Γι αυτό δεν έλυνε την κορδέλα να χυθούν τα μαλλιά ως τη βαθειά ζώνη της. Χόρευε τον αργό ρυθμό της μοναξιάς της. Χόρευε τ’ αραμπέσκο του πόθου της.»
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η Τερέζα Μπατίστα δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα δεκατρία της χρόνια, όταν η θειά της Φιλίππα την πούλησε για χίλια πεντακόσια κρουζέιρος, ένα δέμα με τρόφιμα κι ένα δαχτυλίδι με ψεύτικη αλλά φιγουράτη πέτρα στον Ζουστινιάνο ντα Ρόσα, που ήταν γνωστός ως λοχαγός Ζούστο που η φήμη του ως λεφτά, παλικαρά και καβγατζή συζητιόταν σε όλη την περιοχή και πέρα από αυτή…

    Διασκέδασή του, ο βιασμός αγνών παρθένων ανήλικων κοριτσιών – οι μικρούλες ήταν η αδυναμία του Ζουστινιάνο Ντουάρτε ντα Ρόσα. Πόσες ως τώρα δεν είχε ξεπαρθενέψει, ηλικίας κάτω των δεκαπέντε χρόνων;

    Κάτω από το πουκάμισό του, ανάμεσα στο στήθος του, κρεμόταν, σαν φιδάκι, ένα περιλαίμιο, από χρυσές χάντρες, που κουδούνιζε όπως στους τράγους. Κάθε χάντρα του αντιπροσώπευε και την παρθενιά μιας μικρούλας, χωρίς να λογαριάζονται αυτές που είχαν περάσει τα δεκαπέντε….

    Από το παράθυρο του φτωχικού δωματίου, ο λοχαγός λοξοκοιτούσε, με άπληστο μάτι, τη μικρούλα που έπαιζε στο χωράφι με το σκύλο του ή πότε σάλταρε στα δέντρα. Εκείνη τη στιγμή ανεβασμένη στο δέντρο δάγκωνε ένα φρούτο. Ήταν μια μικρούλα αδύνατη, με τα στήθια μόλις να ξεχωρίζουν κάτω από το εφαρμοστό μπλουζάκι της, και φορούσε μια φουστίτσα που έφτανε ως τη μέση των μακριών αδύνατων ποδιών της. Αδύνατη, ψηλή, χωρίς τίποτα το γυναικείο πάνω της, δεν τραβούσε την προσοχή των νεαρών της γειτονιάς, που έμπειροι στα παιχνίδια με τις μικρούλες διασκέδαζαν τις πρώτες εκδηλώσεις του πόθου με κλεφτά αγκαλιάσματα και φιλιά…

    Τα μάτια του λοχαγού παρακολουθούσαν τα πηδήματα της μικρής από κλαρί σε κλαρί. Οι ανοιχτές και ελεύθερες κινήσεις της σήκωναν τη φούστα και φαινόταν το λερωμένο από το χώμα βρακάκι της. Τότε ο λοχαγός μισόκλεισε ακόμη περισσότερο τα μικρούτσικα μάτια σαν για να βλέπει καλύτερα κι έτρεχε η βρώμικη φαντασία του…

    -Έγινε πια κοπελίτσα, σχολίασε ο Ζουστινιάνο Ντουάρτε γλείφοντας τα χείλια του, ενώ από τα μικροσκοπικά μάτια του πέρασε μια λάμψη.

    -Είναι πράγματι κοπέλα πια! Επιβεβαίωνε και η Φελίππα, παίρνοντας την πρωτοβουλία για το ξεκίνημα του παζαριού.

    «Μα αυτό είναι ψέμα και το ξέρεις Φελίππα, παλιά πουτάνα, σιχαμένη, χωρίς καρδιά. Ακόμη δεν έφτασε ο καιρός, δεν έχει περίοδο, είναι ένα μωρό, είναι ανιψιά σου, είναι το αίμα σου.»

    …………………………………………………….

    -Να μείνω στο σπίτι του λοχαγού; Γιατί, θεία;

    Στην ερώτηση απάντησε η φωνή του αφέντη, ο ίδιος ο Ζουστινιάνο. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι στην Τερέζα.

    -Δε χρειάζεται να ξέρεις το γιατί. Οι ερωτήσεις τελείωσαν. Μαζί μου θ’ ακούς και θα πειθαρχείς. Μάθε το και χώνεψέ το μια για πάντα. Πάμε!

    Η Τερέζα οπισθοχώρησε προς την πόρτα. Ο λοχαγός την έπιασε από το χέρι. Χοντρός και μέσου αναστήματος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο χωρίς λαιμό, ήταν εντούτοις ευκίνητος και γερός, ελαφρύς και γρήγορος, καλός χορευτής, με χέρι δυνατό και αποφασιστικό.

    -Άφησέ με!- χτυπιόταν η Τερέζα.

    -Πάμε…

    Πήγε να την τραβήξει, όταν η μικρή του δάγκωσε με δύναμη και μίσος το χέρι. Τα δόντια άφησαν σημάδια αίματος στο χοντρό και μαλλιαρό δέρμα, και ο λοχαγός την άφησε. Η Τερέζα χάθηκε στο δάσος.

    ……………………………………….

    Κράτησε μια ώρα το κυνηγητό, ίσως και περισσότερο. Πάντως, όλοι τους φούσκωναν και ξεφούσκωναν, όταν τελικά την στρίμωξαν σε μια αχυροκαλύβα…Αυτή χτυπιόταν, προσπαθώντας να κλωτσήσει, να δαγκώσει όποιον βρει. Τα μάτια της πετούσαν φλόγες. Ο λοχαγός έφτασε εξαγριωμένος, σταμάτησε μπροστά στην Τερέζα και με τη χοντρή ανοιχτή χερούκλα του την χτύπησε στο πρόσωπο, μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές. Μια γραμμή από αίμα έτρεξε από τη μύτη της Τερέζας. Το κατάπιε στεγνά. Δεν έκλαψε. Όταν έπαιζε με τους πιτσιρίκους πόλεμο, είχε μάθει πως ο αρχηγός δεν κλαίει…

    Την πέταξαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο κι έκλεισαν πίσω τους την πόρτα…Μικρό και σκοτεινό, στο βάθος του σπιτιού, το δωμάτιο, είχε ψηλά ένα παραθυράκι από το οποίο αεριζόταν και φωτιζόταν. Εκεί έμεινε κλεισμένη η Τερέζα. Χάμω υπήρχε ένα στρώμα φαρδύ για δυο, σεντόνια, μαξιλάρια και ουροδοχείο. Στον τοίχο κρεμόταν μια εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και απέναντι από τον άγγελο Γαβριήλ και την Παρθένο Μαρία ένας πέτσινος βούρδουλας…

    ……………………………………….

    Μέχρι τώρα ξεπαρθένεψε πολλές μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, ή στο εξοχικό του ή στο σπίτι της πόλης….Εκείνες όμως που άξιζαν ήταν οι κοπελίτσες οι φοβισμένες, οι τρομαγμένες ή και επικίνδυνες, που το σκάγανε από γωνιά σε γωνιά, υποχρεώνοντας το λοχαγό να τις κυνηγάει. Μια φορά, μια από αυτές, μόλις την έπιασε κατουρήθηκε από το φόβο της και τά ‘κανε πάνω της, λερώνοντας πόδια και στρώμα. Ήταν κάτι που δεν του είχε ξανασυμβεί και που ο Ζουστινιάνο ακόμη και τώρα, όταν το θυμάται, ηδονίζεται…»

    (Απόσπασμα από το βιβλίο «Τερέζα Μπατίστα», του Χόρχε Αμάντο)
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Ο λοχαγός γλείφει τα χείλια του και βάζει το λυχνάρι στο πάτωμα. Οι σκιές ανεβαίνουν προς τα πάνω. Διατάζει. «Ξάπλωσε! Ξάπλωσε, εδώ!» φωνάζει. Απλώνει το χέρι για να την αναγκάσει αλλά η μικρή απομακρύνεται, σερνάμενη από τοίχο σε τοίχο.

    Ο Ζουστινιάνο γέλασε για μια στιγμή. «Θέλεις να παίξεις το κυνηγητό μαζί μου; Φοβάσαι το παλούκι μου ανάμεσα στα πόδια σου; Αν θέλεις έτσι, δεν αρνιέμαι λίγα παιχνιδίσματα πριν το βάλω μέσα!» Χρειάζονται κι αυτά, ανάβουν τα αίματα. Ο λοχαγός προτιμάει έτσι. Αυτές που του ανοίγουν τα σκέλια και το τέτοιο χωρίς αντίσταση δεν τις γουστάρει και πολύ…Του αρέσει να κατακτάει, να νιώθει αντίσταση, και να προκαλεί φόβο, προπαντός φόβο. Όσο μεγαλύτερο, τόσο καλύτερα…

    Ο λοχαγός κάνει ένα βήμα και η Τερέζα το σκάει. Της δίνει δυο χαστούκια στο πρόσωπο. Ο λοχαγός ξαναγέλασε. Του αρέσουν τα δάκρυα, τα κλάματα. Το κλάμα αναθερμαίνει την καρδιά του λοχαγού και το αίμα του κυκλοφορεί καλύτερα. Αντί όμως για κλάματα η Τερέζα του απαντάει με μια κλωτσιά….Ληστής. φαντάρος, αρχηγός στα παιχνίδια και στους καβγάδες η Τερέζα με τους μικρούς της γειτονιάς, είχε μάθει πως ο πολεμιστής δεν κλαίει. Γι αυτό κι εδώ δεν πρέπει να κλάψει. Δεν μπόρεσε όμως να συγκρατήσει την κραυγή του πόνου. Η γροθιά της εξάρθρωσε σχεδόν την πλάτη. «Σου άρεσε; Πήρες ένα μάθημα; Σου φτάνει ή θέλεις κι άλλη; Ξάπλωσε, διάολε! Ξάπλωσε, πριν σε διαλύσω!» Άναψε ο λοχαγός από πόθο. Η αντίσταση χρησίμεψε μόνο για να του σηκωθεί ο λοστός και να του ανάψει το αίμα και την όρεξη. «Ξάπλωσε!»

    Αντί να πειθαρχήσει η δυστυχισμένη κοπέλα προσπαθεί να τον ξαναχτυπήσει, αλλά ο λοχαγός οπισθοχωρεί. Τώρα, βρε κέρατο παραμορφωμένο, θα δεις! Η γροθιά αντηχεί πάνω στο στήθος της. Η Τερέζα κλονίζεται και ανοίγει το στόμα για να μπορέσει να αναπνεύσει. Ο Ζουστινιάνο εκμεταλλεύεται την κατάσταση και τελικά την αγκαλιάζει. Τη σφίγγει στο στήθος του, τη φιλάει στο λαιμό, στο πρόσωπο και προσπαθεί να φτάσει στο στόμα….Χρειάζεται να τη μάθει να φοβάται, να σέβεται τον αφέντη και κύριό της, αυτόν που την αγόρασε και έχει κάθε δικαίωμα πάνω της…Έφτασε η ώρα για ν’ αρχίσει το πρώτο μάθημα.

    Η Τερέζα δέχεται την ανοιχτή παλάμη του στο πρόσωπο, ούτε αυτή, ούτε ο λοχαγός ξέρει πόσες φορές…Το χέρι του Ζουστινιάνο είναι βαρύ κι αυτός χτυπάει με την παλάμη και με τη γροθιά, με τα δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια. Η Τερέζα ματώνει. Στην αρχή μια σταγόνα. Παιχνιδάκι. Το αίμα από το στόμα της μικρής του λερώνει τα χέρια. Μάθε να με σέβεσαι βρωμιάρα, μάθε να πειθαρχείς. Όταν εγώ λέω ξάπλωσε, πρέπει να ξαπλώνεις! Κι όταν εγώ λέω άνοιξε τα σκέλια σου, πρέπει να τ’ ανοίγεις με χαρά και να νιώθεις την τιμή που σου κάνω!...Σταματάει να τη δέρνει. Μα γιατί αυτή η πουτάνας κόρη δεν κλαίει; Η Τερέζα προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο λοχαγός της κρατάει το μπράτσο και της το στρίβει. Η κοπέλα σφίγγει τα δόντια και τα χείλια, ο πόνος τη διασχίζει, αυτός κοντεύει να της σπάσει το μπράτσο. Δε θα κλάψει. Ο πολεμιστής δεν κλαίει ούτε την ώρα του θανάτου…Η αχτίδα του φεγγαριού, πεσμένη πάνω στα ξέσκεπα σκέλια της μικρής, άναψε πάλι τον πόθο του λοχαγού. Σφίγγει τα μικρούτσικα ματάκια του, βγάζει το σώβρακο και κουνάει τα μπροστινά του προς τη μικρή. Κοίταξε μικρούλα μου! Όλα αυτά είναι δικά σου. Έλα, βγάλε τα ρούχα. Βγάλε γρήγορα τα ρούχα, σε διατάζω!

    …η Τερέζα στηρίζει το ένα χέρι στο έδαφος, σαλτάρει σαν αγόρι και στέκεται όρθια, κολλημένη στη γωνιά του τοίχου. Ο λοχαγός γίνεται έξω φρενών. Τώρα θα σου δείξω εγώ σκύλα! Κάνει ένα βήμα μπρος, αλλά δέχεται το ποδάρι της Τερέζας στ’ αχαμνά του. Πόνος πιο αβάσταχτος και χειρότερος δε γίνεται. Ρίχνει μια κραυγή πόνου, στρίβεται και ξεστρίβεται. Η Τερέζα φτάνει στην πόρτα και χτυπάει με τις γροθιές της, ζητώντας βοήθεια.. Για όνομα του Θεού, βοηθήστε με, θέλει να με σκοτώσει! Στο μέρος αυτό δέχεται το πρώτο χτύπημα του βούρδουλα. Βούρδουλα φτιαγμένου κατά παραγγελία. Εφτά λουρίδες από δέρμα βοδιού, πλεγμένες και αλειμμένες με λίπος, και με δέκα κόμπους σε καθεμιά. Ξετρελαμένος και εξαγριωμένος σπαράζοντας από τον πόνο, ο λοχαγός δέρνει. Ο βούρδουλας αγγίζει την Τερέζα στις φτέρνες, στο στήθος, στην κοιλιά, στους ώμους, στα πλευρά, στον πισινό, στο πρόσωπο.

    Σε κάθε βουρδουλιά, και μια χαραξιά, μια πληγή, ένας πίδακας αίμα. Το πετσί είναι σαν τροχισμένο μαχαίρι. Σφυρίζουν οι λουρίδες στον αέρα. Ασθμαίνοντας, τυφλός από μίσος, χτυπάει ο λοχαγός όσο ποτέ του..

    Η Τερέζα προφυλάσσει το πρόσωπό της με τα πληγωμένα της χέρια αλλά δεν κλαίει. Οι κραυγές της όμως και τα δάκρυα, ξεπηδούν και κυλάνε χωρίς τη θέλησή της. Δε φτάνει να μη θέλεις. Η Τερέζα κατουριέται από τον τρόμο της.

    -Αχ!...Για όνομα του Θεού!

    …Η Τερέζα κυλιέται στο έδαφος μισοπεθαμένη και με τα ρούχα βουτηγμένα στο αίμα και στα ούρα. Ο λοχαγός συνεχίζει να χτυπάει για λίγο ακόμα. «Έβαλες μυαλό σκύλα; Με το λοχαγό Ζούστο δεν τα βάζει κανένας, κι όποιος τα βάζει πληρώνει. Για να μάθεις και να με φοβάσαι και να πειθαρχείς.» Με το βούρδουλα ακόμη στο χέρι, σκύβει πάνω από το αναίσθητο σώμα της μικρής. Ένας παράξενο πόθος αρχίζει να γεννιέται στα πονεμένα όργανά του, σηκώνεται, ξαναζωντανεύει, η βέργα του ξαναβρίσκει τη ζωτικότητα και τον εγωισμό του…Η μικρή βογκάει με ένα είδος δαιμονισμένου μουγκρητού. Ο Ζούστο απλώνει το χέρι και της σκίζει τα ρούχα από πάνω ως κάτω. Ρούχα και σκληρή σάρκα βουτηγμένη στο αίμα. Πιάνει τις ρώγες των στηθιών της, ακόμα ασχημάτιστα, αλλά όπως αρέσει του λοχαγού. Δεν μπορούσε να γίνει καλύτερη. Διάβολος της κόλασης, αλλά όμορφη σαν ζωγραφιά. Βασιλικό γεύμα, με υμένα τόσο παρθένο, όσο δεν είχε αισθανθεί ποτέ του. Κατεβάζει το χέρι του προς το μαύρο αραιό χνούδι στην μικρή της κοιλίτσα, βάζει τη γλώσσα στα χείλη της και σπρώχνει το χέρι του ν’ αγγίξει το τριανταφυλλένιο μπουμπούκι. Ο πόνος και ο θυμός, δεν εμποδίζουν τον πόθο του λοχαγού. Ετοιμάζεται να χορτάσει τη σεξουαλική του πείνα. Αλλά ο διάβολος σταυρώνει τα πόδια και σφίγγει τα σκέλια της. Πώς της ήρθε η ιδέα και πού βρήκε το θάρρος; Προσπαθεί ο λοχαγός να τα ξεσταυρώσει. Δεν υπάρχει όμως ανθρώπινη δύναμη που θα το κατόρθωνε. Για μια ακόμη φορά κυριαρχεί ο θυμός, σηκώνεται, αρπάζει το βούρδουλα κι αρχίζει να χτυπάει, να χτυπάει…Πρέπει να μάθουν να τον υπακούουν όταν εκείνος διατάζει. Τι θα γίνει ο κόσμος χωρίς πειθαρχία;

    …Σταμάτησε να τη χτυπάει μόνο όταν η Τερέζα έπαψε να ουρλιάζει, κι έμεινε ακίνητη σαν πτώμα. Ξεκουράζεται λίγο, πετάει το βούρδουλα στο πάτωμα, της ξεσταυρώνει τα πόδια και αγγίζει τον αμόλυντο μέχρι τώρα μυχό! Η μικρή κάνει ακόμη κάποια κίνηση, αλλά δυο χαστούκια στο πρόσωπο φτάνουν για να την ακινητοποιήσουν. Του λοχαγού του αρέσει να τις ξεπαρθενεύει έτσι, αγουρωπές. Να μυρίζουν γαλατάκι. Η Τερέζα όμως μυρίζει αίμα, και δικό του και δικό της…

    …ο λοχαγός ένιωθε τον εαυτό του αποκαμωμένο, με τα χέρια πιασμένα και στραμπουληγμένα από το μαστίγιο, χωρίς να αναφέρουμε τον συνεχή πόνο στ’ αυγά του. Του άρεσε να δέρνει έτσι αρκετές φορές για να περνάει την ώρα του. Αυτή όμως τη φορά χρειάστηκε να κάνει κατάχρηση, για να μπορέσει να δαμάσει αυτό το ζόρικο σκουλήκι. Έδειρε όχι μόνο για να ξεσπάσει αλλά και για να δαμάσει, και τελικά δαμάστηκε και κουράστηκε ο ίδιος. Εξουθενωμένος ο λοχαγός δεν υποχώρησε μπροστά στην κούραση. Κτηνώδης σε όλη του τη ζωή, ξανάπεσε πάνω στο σώμα της μικρής. Α…η μικρή, είχε χαρακτήρα επαναστατικό, και «διεστραμμένο», αλλά παρθενιά που άξιζε χρυσάφι. Ξεκόλλησε πάνω από την Τερέζα όταν λαλούσαν οι πετεινοί. Αα…πουτάνας κόρη, επαναστάτρια! Τσάκισες επιτέλους!»

    (Απόσπασμα από το βιβλίο «Τερέζα Μπατίστα», του Χόρχε Αμάντο)
     
    Last edited: 15 Μαρτίου 2008
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ένα τελευταίο απόσπασμα από την "Τερέζα Μπατίστα".

    "Για δυο περίπου μήνες η Τερέζα άντεξε. Κάθε φορά που ο λοχαγός την έκανε δική του, ήταν ύστερα από ξύλο. Για καθετί το καινούριο χρειαζόταν χρόνος και βία. «Φίλησέ τον μου!» διέταζε ο λοχαγός, και η απειθάρχητη έκλεινε το στόμα. Αυτός τη χτυπούσε με την αγκράφα της ζώνης του στα χείλια. «Άνοιξέ το, σκυλίτσα!» Ξύλο, μέχρι που το άνοιγε. Κάθε νέο μάθημα κρατούσε νύχτες και νύχτες ώσπου να εφαρμοστεί. Αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί τα χαστούκια, την κλεισμένη γροθιά, τη ζώνη του, το χάρακα, το βούρδουλα…

    Μέχρι που οι δυνάμεις της Τερέζας την εγκατέλειπαν και συμβιβαζόταν ή εκτελούσε τις διαταγές του. Μέσα στη βρώμα των ούρων, το αίμα να τρέχει στο πάτωμα, τα κατουρλιά του τρόμου, η Τερέζα Μπατίστα άρχισε να μαθαίνει το επάγγελμα του κρεβατιού. «Γύρισε μπρούμητα, στάσου στα τέσσερα!» Ήταν πεισματάρης. Είχε στοιχηματίσει με τον εαυτό του. Η Τερέζα έπρεπε να μάθει το φόβο, τον σεβασμό και την πειθαρχία.

    Πριν όμως, προσπάθησε να το σκάσει για δεύτερη φορά…Δεν πρόφτασε να πάει μακριά…Αυτή τη φορά, ο λοχαγός διέταξε να την δέσουν με σχοινιά, σφιχτά, για να μην μπορεί να κουνηθεί, και την ξανάριξαν στο δωμάτιό της.

    Μετά από μισή ώρα φάνηκε στην πόρτα ο Ζουστινιάνο, γέλασε με αυτό το σύντομο χαμόγελό του που σήμαινε οριστική καταδίκη. Κρατούσε στα χέρια του ένα σίδερο που σιδερώνουν, γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Το σήκωσε στο ύψος του στόματός του, και φύσηξε, από πίσω από τις τρύπες πετάχτηκαν οι στάχτες κι έλαμψαν μέσα τα αναμμένα κάρβουνα. Έβαλε το χέρι στη γλώσσα και μετά στη σιδερένια πλάκα του σίδερου. Το σάλιο τσιτσίριξε.

    Αλλοιθώρησαν τα μάτια της Τερέζας, σφίχτηκε η καρδιά της και της έλειψε το κουράγιο. Γνώρισε τον ερχομό και τη γεύση του φόβου. Με τρεμάμενη φωνή είπε ψέματα.

    - Ορκίζομαι πως δεν πήγαινα να το σκάσω. Ήθελα απλώς να κάνω μπάνιο γιατί είμαι γεμάτη βρώμα.

    Έφαγε ξύλο χωρίς να ζητήσει έλεος, αμίλητη, και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι κραυγές και το κλάμα. Όσο είχε δυνάμεις ούτε ζητούσε λύπηση ούτε έβριζε. Αντιδρούσε και δεν παραδινόταν. Έκλαψε, λύγισε και συμμορφώθηκε. Αυτό είναι σωστό. Ποτέ όμως δεν ζητούσε συγνώμη. Τώρα έσπασε…

    - Μη με καις, μην το κάνεις αυτό, για όνομα του Θεού! Ποτέ πια δεν θα το ξανασκάσω. Ζητάω συγνώμη. Θα κάνω ότι θέλεις, ζητάω συγνώμη. Στην αγάπη της μάνας σου μην το κάνεις αυτό, συχώρα με, αχ…συχώρα με!

    Γέλασε θριαμβευτικά ο λοχαγός διαπιστώνοντας το φόβο στα μάτια και στη φωνή της. Επιτέλους! Όλα στον κόσμο για να γίνουν χρειάζονται τον απαραίτητο χρόνο κι έχουν το κόστος τους.

    Η μικρή βρισκόταν δεμένη με τα σχοινιά, ξαπλωμένη ανάσκελα. Ο Ζουστινιάνο κάθισε στο στρώμα μπροστά στις πατούσες της Τερέζας. Ακούμπησε το σίδερο πρώτα στο ένα και ύστερα στο άλλο της πόδι. Ακολούθησε η μυρωδιά καμένης σάρκας, η τσίκνα του δέρματος που καίγεται, τα ουρλιαχτά, και ύστερα η σιωπή του θανάτου.

    Μετά από αυτά, ο λοχαγός την έλυσε. Δεν χρειάζονταν πια σχοινιά ή παρακολούθηση, μπράβοι στο διάδρομο, κλειδωνιά στην πόρτα. Είχε τώρα επιτέλους ολοκληρωθεί το μάθημα του φόβου και του σεβασμού. Η Τερέζα πειθάρχησε. «Φίλησέ τον μου!» και του τον φιλούσε. Στα γρήγορα, στα τέσσερα ή από πίσω. Στεκόταν αμέσως. Φοβισμένη και μονάχη στον κόσμο, η Τερέζα Μπατίστα έγινε χάντρα στο κολιέ του λοχαγού."