Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

H εκδίκηση των μπάζων..

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Incomplete_, στις 15 Νοεμβρίου 2008.

  1. Incomplete_

    Incomplete_ Contributor

    Η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο..

    Άσχημοι,κοντοπίθαροι,χοντροί και χοντροκώλες, κακομούτσουνοι,άβυζες,μικροψώληδες, ατσούμπαλοι,κακογερασμένοι και αποκρουστικές μεγαλοκοπέλες,βρομιάρηδες,αδέξιοι κίνκυδες,Αφέντες και σκλάβοι και γενικά κάθε μπάζο ανεξαρτήτως φύλου και status,σε μία οργανωμένοι και μαζική αντίδραση ,πουλήσαν την ψυχή τους στον Διάολο .Μέσα,λοιπόν, σε μια νύχτα μεταμορφώθηκαν σε ψηλά,πανέμορφα,επιβλητικά ,δυνατά-δυναμικά ,με μπουτάρες,ποδάρες ,βυζάρες και μαλαπέρδες ολυμπιακών διαστάσεων και γενικά σούπερ μπάνικα περβοκινκοκαβλάκια,Αφεντάκια και σκλαβάκια ,που μόνο που τα έβλεπες ,το λιγότερο έχυνες επι τόπου..
    Η ώρα είχε φτάσει..Σκορπιστήκαν παντού! Στα siteς,στα dungeon,στα play parties και γενικά και σε κάθε event και θέμα που υπήρχαν πάνω από δύο μπιντιεσεμιτες,με σκοπό να εκδικηθούν για το φτύσιμο,την αδιαφορία και την κακή συμπεριφορά τόσων χρόνων..Τι να έκαναν άραγε στους υπόλοιπους;Με ποιους τρόπους τους τιμώρησαν;

    (Συνεχίστε)
     
    Last edited: 15 Νοεμβρίου 2008
  2. DiDi

    DiDi Regular Member

    Κοντοκούρεψαν όλες τις ξανθιές φυσικές ή όχι, τους κόψανε τα νύχια.. τις μαυρομάλλες τις βάψανε ξανθιές (αποτυχημένο χρώμα όμως). Τους υπενθύμιζαν το πόσο ηλίθιες ήταν. Δεν τις γάμησαν ούτε μια φορά και αυτές παρακαλούσαν να νιώσουν τα ρίχτερ, χωρίς αποτέλεσμα απλά περήμεναν. Θέλαν νιώσουν ότι μπορούσαν. Μια σκορπίνα στον κώλο ήταν η λύση.. (έλα που η ριμάδα δεν βγαίνει με τίποτα από κει μέσα) ٩(-̮̮̃•̃)۶
     
    Last edited: 15 Νοεμβρίου 2008
  3. female

    female Contributor



    {Βλέπε σχετικώς και το βιβλίο : Μπόρις Βιάν - "Και Να Καθαρίσουμε Τους Κακομούτσουνους"}

     
  4. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..

    Τους έδωσαν δακτυλογράφους στον Vian....

     
     
  5. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..

    Nice idea, Inco...  

    Βέβαια, με έκοψες ενώ έγραφα κάτι άλλο, αλλά εκείνο ήθελε έτσι κι αλλοιώς περισσότερη δουλειά, μιά και βασίζεται σε υπαρκτές μου φαντασιώσεις, και μάλλον θα βγει και ογκωδέστερο... Ετούτη την ιδέα σου πάντως, αν και χωρίς προϋπάρχον γιά μένα φαντασιακό υπόβαθρο, τη βρήκα πολύ διασκεδαστική, και προέκυψε το πιό κάτω...

    ( Φοβάμαι φυσικά, ότι με κάτι τέτοια υπάρχει ο κίνδυνος να χαρακτηρισθώ "συμπλεγματικός σαδιστής", αλλά δεν πάει και το παλιάμπελο, θα το πάρω το ρίσκο...   ).




    Άδωνις

    Τις πρώτες δύο μέρες μετά τη «Μεγάλη Αλλαγή», ο Αντώνης τις σπατάλησε μέσα στο διαμέρισμα, και κυρίως μπροστά στον καθρέφτη...
    Κάπου-κάπου, σε κάποια άκρη του μυαλού του, αναδυόταν βέβαια η σκέψη των όσων των περίμεναν έξω από την πόρτα, των όσων –επιτέλους, Διάολε- θα είχε την ευκαιρία, τίποτε δεν θα τον εμπόδιζε, να ζήσει, αλλά εξατμιζόταν γρήγορα, κι η απίστευτη, υπέροχη, εκπληκτική, μεγαλειώδης εικόνα στον καθρέφτη, υπερίσχυε χωρίς κανένα πρόβλημα και πάλι...
    Επί ώρες ατελείωτες λοιπόν, πήρε και ξαναπήρε στάσεις μοντέλων, αθλητών, ηθοποιών, θαυμάζοντας περιδεής την ομορφιά του, έτρεξε, χοροπήδησε, κυλίστηκε στο πάτωμα, έκανε τούμπες, κάμψεις και διαστολές, τα όσα δηλαδή, μέχρι λιγάκι πριν, το σώμα και τα μούτρα του, δεν του επέτρεπαν όχι να κάνει, αλλά ούτε καν να τα σκεφτεί...
    Κάποια απ’ αυτά, τού ’μοιαζαν ιδιαίτερα διασκεδαστικά. Δεν μπορούσε ας πούμε, να μην γελάει ασυγκράτητα, καθώς, κάνοντας κάμψεις, σερνόταν στη μοκέτα –δεν είχε βάλει φυσικά κανένα ρούχο, επί δύο μέρες πάνω του- το νέο του πουλί!!! Τόσο χοντρό, τόσο μακρύ, τόσο αφάνταστα βαρύ!!! Καθόταν έπειτα στον καναπέ, με τα μυώδη μπούτια ορθάνοιχτα, και το «ζύγιζε», μιά στο δεξί του χέρι και μιά στ’ αριστερό, κατάπληκτος και περιχαρής, που είχε τόσο βάρος, ακόμη και γιά τα νέα του, ανάγλυφα και σιδερένια μπράτσα... Ή, δεν μπορούσε επίσης να αντισταθεί, στο να παίρνει κάθε τόσο ανά χείρας το μικρό καθρέφτη, ν’ ανοίγει την τηλεόραση, και να ψάχνει τους δήθεν –πλέον- όμορφους, στα κανάλια... Χα!!! Ρουβάδες, Μαρτάκηδες, Μπραντ Πίτηδες και Τζοννυντέπηδες... Κακάσχημα, αναξιόλογα, κατάπτυστα μικρόβια, σε σύγκριση με την εξώκοσμη πλέον ομορφιά, του νέου Άδωνη – Αντώνη...
    Δυό μέρες αργότερα λοιπόν, αφού είχε χορτάσει πλέον να κοιτάζεται, να τσιμπιέται και να χαϊδεύεται, κι αφού κοιμήθηκε πιά γιά λίγες ώρες εξαντλημένος –ανοίγοντας τα μάτια του, κοίταξε χωρίς να ανασαίνει προς τον καθρέφτη, μέχρι που να διαπιστώσει ότι ναι, δεν ήταν όνειρο, ήταν ακόμη όμορφος-, αποφάσισε ότι ήταν πιά καιρός να βγει και έξω, να θαμπώσει –και να εκμεταλλευθεί- τον κόσμο πλέον, με τα (διαβολικά του) θεϊκά προσόντα.
    Πρώτη δουλειά, καινούρια ρούχα. Ρούχα, που δεν θα πρόσβαλλαν αυτό το αψεγάδιαστο κορμί. Κολωνάκι λοιπόν. Top μαγαζιά. Έτσι κι αλλοιώς, ποτέ δεν του ’λειπε το χρήμα. Άλλα του έλειπαν...
    Βγήκε μιά ώρα αργότερα, σφυρίζοντας κεφάτα, ντυμένος έτσι που θα χλώμιαζε ολόκληρο το Χόλλυγουντ εάν τον έβλεπε, και με χαρτάκια με τα τηλέφωνα 5 πωλητριών στις τσέπες, που του τα είχαν χώσει εκεί μονάχες τους, χωρίς να τα ζητήσει, χωρίς μιά λέξη καν, καθώς σκοτώνονταν να στρώσουν το μεταξωτό κοστούμι πάνω του, στους ώμους, στις πλάτες, στους γοφούς, και κυρίως –πόσο, μα πόσο δύσκολα έστρωνε εκεί- στον καβάλο... Η αλήθεια ήταν, ότι θα μπορούσε –ω, Διάβολε- να τις έχει πάρει όλες εκεί, μία-μία ή και όλες μαζί, μεσ’ στα δοκιμαστήρια ή πάνω ακόμη και στους πάγκους... Εκείνος όμως, γιά την ώρα, είχε άλλα σχέδια...

    Το μαγαζί με τις πορσελάνες και τα κρύσταλα, ήταν ψηλά, στην αρχή της Σόλωνος. Περπάτησε ως εκεί νωχελικά, με ένα διαρκές μισοχαμόγελο στα χείλη και μην ξεχνόντας να θαυμάζει το είδωλό του στις βιτρίνες, καθώς βάδιζε...
    Η μεγάλη ειρωνία του πράγματος, ήταν ότι δεν έκανε κέφι, ούτε τις πορσελάνες, ούτε τα κρύσταλα. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε ξοδέψει γιά τέτοιες αηδίες, μιά μικρή περιουσία. Γιά να βρίσκει αφορμή να πηγαίνει εκεί... Γιά να τη βλέπει... Γιά να της μιλά... Γιά να την ακούει να του μιλάει... Δηλαδή, γιά να την κάνουν τα λεφτά, να του μιλάει...

    Στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα, δήθεν αδιάφορα, φτιάχνοντας στην αντανάκλαση στο τζάμι, τον κόμπο της γραββάτας του... Είχε γυρισμένη τη πλάτη της, τακτοποιώντας κάποιες μινιατούρες σ’ ένα ράφι. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα η πουτάνα, σκέφτηκε, ακόμη και τώρα, που ήταν ο ίδιος πανέμορφος... Το ράφι ήταν ψηλό, και άν και ήταν ψηλή και κείνη –πόσο του έκοβε τα πόδια το μπόι της δυό μέρες πριν-, είχε τεντωθεί γιά να το φτάσει, παρά τα ψηλοτάκουνα πέδιλα. Οι γάμπες της σ’ αυτή τη θέση σφίγγονταν υπέροχα, όπως και τα τουρλωτά κωλομέρια της, που διαγράφονταν ολοστρόγγυλα κάτω από τη λεπτή σατινέ μαύρη φούστα. Οι ξανθές της μπούκλες, χάιδευαν απαλά τους λείους ώμους της, που ελάχιστα καλύπτονταν από τις δυό λεπτές τιράντες της κόκκινης μπλούζας...
    Έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα και μπήκε, απόλυτα αθόρυβα, πάνω στα νέα, μαλακά, Ιταλικά παπούτσια του. Δεν τον αντιλήφθηκε αμέσως. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μάλλον ένοιωσε την παρουσία του στο χώρο, ή ίσως μύρισε τη μυρωδιά του αρσενικού, και γύρισε... Ο Αντώνης, χρειάστηκε να καταπνίξει το τρανταχτό γέλιο που ανέβηκε στα χείλη του, καθώς την είδε να χάνει την ανάσα της όταν τον αντίκρυσε. «Κεραυνοβόλος έρωτας, έτσι σκύλα;», σκέφτηκε, διασκεδάζοντας γιά πρώτη φορά, πραγματικά, στη ζωή του.
    «Κα...Καλημέρα σας κύριε», του είπε, με το ξάφνιασμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Έτρεμε λίγο, αν δεν τον γελούσαν τα μάτια του, με τα οποία δεν την κοίταζε, αλλά προτιμούσε να περιεργάζεται, με ύφος μπλαζέ, τα διάφορα άχρηστα σκατολοϊδια που είχε αναγκαστεί –όχι εκείνος, ο άλλος, ο παλιός- να αγοράζει με τις ντουζίνες, γιά να την βλέπει και μόνο...

    Είχε καιρό να το ακούσει αυτό το «κύριε»... Τις πρώτες φορές που είχε πάει, όταν ακόμη συγκρατιόταν και δεν της είχε δείξει ανοιχτά το πόσο πολύ τον τρέλλαινε, όταν εκείνη δεν ήταν ακόμη σίγουρη, πως ότι κι αν γινόταν, θα εξακολουθούσε να πηγαίνει, και ν’ αγοράζει όλη εκείνη τη σαβούρα, τότε, ο «παλιός», ήταν ακόμη «κύριος»... Έπειτα είχε έρθει ο ενικός, και τέλος, όταν την πίεσε μερικές φορές, ακόμη και περιμένοντας στο καφενείο απέναντι να κλείσει το μαγαζί το βράδυ, να πάνε κάπου να την κεράσει ένα ποτό, δείπνο, καφέ, ότι της άρεσε, τότε είχε γίνει «φορτικός», «τρελλός» και τέλος «φουκαράς», που «καλύτερα θα ήταν να πάει να πνιγεί, παρά να βγεί μαζί του»...

    Ένοιωθε το βλέμμα της να ψάχνει απεγνωσμένα το δικό του, αλλά δεν γύριζε να την κοιτάξει. Άκουγε, ανεπαίσθητα αλλά την άκουγε, την ανάσα της βαρειά, περιμένοντάς τον να πει κάτι. Εκείνος, φαινόταν να προτιμάει να περιεργάζεται τα μπιμπλώ... Της γύρισε την πλάτη, χωρίς να έχει ρίξει ούτε ματιά στο πρόσωπό της –την τρέλλαινε αυτό-, και έσκυψε προς τη βιτρίνα, επιδεικνύοντάς της τους πιό μυώδεις γλουτούς που είχε αντικρύσει στη ζωή της, κάτω από το μεταξωτό του παντελόνι.
    Ξανά με ψέλλισμα:
    «Π... Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω, κύριε;».
    Συνέχισε γιά λίγο να χαζεύει τη βιτρίνα δίχως να μιλά. Με τη γωνία του ματιού του, έβλεπε τα πόδια της, με τα τέλεια, άλικα νύχια, να κινούνται ελάχιστα, μπρος-πίσω, αμήχανα, ανυπόμονα. Χαρακτηριστικά αργά, σηκώθηκε, ορθώθηκε σχεδόν ένα κεφάλι πλέον –ναι, Διάβολε- ψηλότερα από εκείνη, και κάρφωσε το νέο του, σκούρο γαλάζιο βλέμμα μεσ’ στα μάτια της...
    «Καλημέρα», της είπε με φωνή τόσο βαθειά, τόσο ζεστή, που εκείνη ένοιωσε σα να τη σκέπασε ολόκληρη κάποιο βαρύ, πορφυρό, απαλότατο βελούδο... Ασυναίσθητα, χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα, έσφιξε τα μπούτια της, καθώς αισθάνθηκε ένα καυτό κύμα υγρασίας να ξεχειλίζει από μέσα της, και να μουσκέυει το δαντελωτό εσώρρουχό της...
    Κούνησε το κεφάλι του λίγο αριστερά και δεξιά. Είδε ότι το δικό της ακολούθησε την κίνηση, σαν να το τραβούσε το δικό του βλέμμα, με κάποια αόρατα δεσμά.
    «Έχετε όμορφα πράγματα εδώ», της είπε, «αλλά...»
    Άφησε την κουβέντα του μισή, κρατώντας την πάντα αιχμάλωτη με τα μάτια, και γελώντας μέσα του, καθώς διαπίστωνε ότι, πραγματικά, εκείνη, περιμένοντας την ολοκλήρωση της πρότασης, είχε ξεχάσει ν’ αναπνέει...
    «Αλλά;» τον ρώτησε τελικά, ρουφώντας απότομα αέρα στα πνευμόνια της.
    Μισόκλεισε τα μάτια, και την κοίταξε τόσο έντονα, που την έκανε να πισωπατήσει.
    «Αλλά», της απάντησε κάνοντας ένα γρήγορο βήμα μπροστά και κολλώντας σχεδόν το τέλειο κορμί της στο δικό της, «τώρα που σας προσέχω, διαπιστώνω ότι το ομορφότερο απ’ όλα, είστ’ εσείς...».
    Την είδε να ταλαντεύεται, σαν να επρόκειτο να λιποθυμήσει. Τύλιξε δίχως δισταγμό το χέρι γύρω από τη μέση της, την άρπαξε με το άλλο χέρι απ’ τα μαλλιά και κόλλησε το στόμα του στο δικό της...
    Τα γόνατά της λύγισαν, ενώ το βογγητό της, σίγουρα θα μπορούσε ν’ ακουστεί μέχρι απέναντι, αν δεν υπήρχε η πυκνή κυκλοφορία... Της τράβηξε το κεφάλι προς τα πίσω, κρατώντας την πάντα από τα μαλλιά, και την κοίταξε να μένει ακίνητη στα χέρια του, απόλυτα παραδομένη, με τα μάτια κλειστά και τα χείλη μισάνοιχτα... Θα μπορούσε χωρίς άλλη κουβέντα, να την ξαπλώσει εκεί, στο πάτωμα, και να την πάρει, χωρίς να περνάει καν από το μυαλό της το ποιός θα μπορούσε να μπει την επόμενη στιγμή από την πόρτα... Αλλά δεν ήταν έτσι, που τα είχε σχεδιάσει...
    Τράβηξε το χέρι από τη μέση της, και της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Τα μάτια της αυτή τη φορά άνοιξαν διάπλατα, κι από τα χείλη της βγήκε μιά κραυγή απορίας. Έπιασε το πρόσωπό της μέσα στην παλάμη του και το ’σφιξε, καρφώνοντάς την μ’ ένα άγριο βλέμμα.
    «Σκασμός», της είπε, «και στάσου επιτέλους στα πόδια σου».
    Την άφησε, και είδε ότι δεν κατάφερνε να σταθεί και τόσο σταθερά, ήταν πολύ ζαλισμένη από την κάβλα και την έκπληξη γιά να το καταφέρει. Την χτύπησε ξανά, στο άλλο μάγουλο... Σταθεροποιήθηκε πλέον, αλλά το βλέμμα της δεν καθάρισε, εξακολούθησε να το θολώνει ένα μίγμα πόθου, απορίας, φόβου, δέους... Δεν κουνούσε πάντως ούτε εκατοστό, ούτε καν τα μάτια. Περίμενε οδηγίες...
    «Τράβα και κλείσε τα ρολά», της είπε, και καθώς εκείνη ξεκίνησε να εκτελέσει την εντολή του, καθώς περνούσε από δίπλα του, της έρριξε με την παλάμη του ένα χτύπημα με όλη του τη δύναμη στον κώλο...
    Τα ρολλά ήταν συμπαγή. Κανείς πλέον δεν μπορούσε να τους ενοχλήσει. Ο άντρας κατάβασε το τηλέφωνο, κάθησε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του γραφείου, και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήρθε, αργά, και με χαμηλωμένο βλέμμα. Στάθηκε μπροστά του. Της έκανε ένα χαλαρό νεύμα με το δεξί του χέρι που εκείνη, λες και είχε περάσει χρόνια εκπαίδευσης, αμέσως το κατάλαβε. Έβγαλε πρώτα την μπλούζα, κι έπειτα τη φούστα. Σουτιέν δε φορούσε, αλλά το δυνατό χτύπημα στον καρπό της ήταν αρκετό γιά να καταλάβει ότι δεν έπρεπε να κρύβει το πλούσιο στήθος της με τα χέρια... Σήκωσε το δείκτη του, και την έδειξε.
    «Δεν θέλω φωνές», της είπε. «Κατάλαβες;»
    Έγνεψε καταφατικά, με το κεφάλι της. Τη χαστούκισε, όχι πολύ δυνατά.
    «Είπα δεν θέλω φωνές όταν πονάς, όχι να μην απαντάς όταν σου μιλάω... Κατάλαβες τώρα;».
    «Μ... Μάλιστα», ψέλλισε, λίγο κλαψουριστά. Κι άλλο χαστούκι, πιό δυνατό.
    «Μάλιστα, τί;» Χαστούκι. «Μάλιστα τί, πουτάνα;» Χαστούκι. «Μάλιστα Κύριε».
    «Μάλιστα Κύριε», του απάντησε, ενώ δάκρυα πλέον χαράκωναν τα μάγουλά της, μαύρα, καθώς παρέσυραν τη μασκάρα της. «Ωραία», είπε, ικανοποιημένος...
    Τα δάχτυλά του ήταν πάντα δυνατά, οι λίγες ρώγες που είχαν μέχρι τότε πέσει στα χέρια του είχαν δεινοπαθήσει, αλλά με τα νέα του, σιδερένια χέρια, το μαρτύριό της καθώς τραβούσε, έσφιγγε και ζούλαγε τις δικές της, ήταν πολύ πιό έντονο... Μούγκριζε, προσπαθώντας όπως την είχε διατάξει, να μην φωνάξει, αλλά δεν τα κατάφερε γιά πολύ. Όταν της ξέφυγε η κραυγή, πετάχτηκε όρθιος, την άρπαξε ξανά από τα μαλλιά και την χαστούκισε άγρια, πολλές φορές, γρυλλίζοντας «τι είπα εγώ; Τι σου είπα;».
    Την πέταξε στο πάτωμα, όπου μαζεύτηκε, διπλώθηκε κι έκλαψε μ’ αναφυλητά, ζητώντας του κάθε τόσο συγγνώμη μέσα στο κλάμμα της. Την άφησε γιά λίγο εκεί, απολαμβάνοντας το θέαμα, και ξανακάθησε στην καρέκλα...
    «Σταμάτα πιά να μυξοκλαίς, άχρηστη σκύλα», της είπε έπειτ’ από λίγο, «και έλα εδώ». Σταμάτησε να κλαίει σχεδόν αμέσως. Πήγε να σηκωθεί όρθια.
    «Στα γόνατα», της είπε αυστηρά.
    Ήρθε μπροστά του περπατώντας με τα γόνατα, και βρέθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια. Καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του και έβγαζε τον ορθωμένο πούτσο του –τόσο υπέροχο, που σχεδόν κάβλωνε ακόμη και τον ίδιο-, είδε στα μάτια της ότ’ είχε αυτόματα ξεχάσει παντελώς τον πόνο, μόνο πόθος υπήρχε πιά και απίστευτη βουλημία... Δεν την άφησε να τον αγγίξει. Με τα χέρια συνέχεια πίσω από την πλάτη της, την έβαλε πρώτα να γλύψει γιά αρκετή ώρα τ’ αρχίδια του, να τα ρουφήξει, πρώτα το ένα κι έπειτα και τα δυό μέσα στο στόμα της, κι έπειτα βύθισε το καβλί βαθειά μεσ’ στο λαρύγγι της, σπρώχνοντάς της το κεφάλι προς τα κάτω, απειλώντας κάθε τόσο να την πνίξει... Το έκανε όσο βίαια μπορούσε να γίνει, χωρίς να την πνίξει πραγματικά. Όταν έχυσε στο στόμα της, μιά λιμνούλα από το σάλιο και τα δάκρυά της είχε σχηματιστεί στο πάτωμα...
    Την άφησε να πάρει μερικές ανάσες, καθώς έβγαζε τη ζώνη του. Την πέρασε δυό τρείς φορές σε όλο της το μήκος μέσα από την παλάμη του, έπειτα τη δίπλωσε στά δυό, κρατώντας στη δεξιά παλάμη τις δυό άκρες, και της την έδειξε.
    «Trussardi», της είπε. «Σ’ έχουν ξαναδείρει ποτέ με Trussardi;».
    Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της «Όχι, Κύριε», ψιθύρισε, «Όχι... μα... γιατί;»...
    «Γιατί, πουτάνα», της απάντησε χαμογελώντας ειρωνικά, «αυτό είναι το κόστος»...
    Έδειξε τον πούτσο του, που στεκόταν ακόμη –τι θαύμα, Διάβολε- ολόρθος.
    «Σου άρεσε αυτό, έτσι δεν είναι; Το ήθελες, κι ακόμη το θέλεις, σωστά;».
    Κατένευσε.
    «Ο πόνος λοιπόν, είναι το κόστος, γιά να το έχεις... Αυτή είναι η τιμή του... Δεν σου έχει τύχει, να έρχεται κάποιος εδώ και να αφήνει χρήματα, ν’ αγοράζει διάφορα, μόνο και μόνο γιά τα όμορφά σου μάτια; Φαντάζομαι ναι, ίσως και πολλές φορές... Το ίδιο γίνεται και τώρα... Γιά ν’ αποκτήσεις αυτό που θέλεις, πρέπει να πληρώσεις».
    Σέρνοντάς την ξανά από τα μαλλιά, την πήγε στο κέντρο του μαγαζιού, την έστησε στα τέσσερα κι έπειτα της είπε ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της στο πάτωμα. Της έσκισε το μουσκεμένο στρινγκ, της το ’χωσε στο στόμα, και άρχισε ν’ ανεβοκατεβάζει με όλη του τη δύναμη την Τrussardi στα πάλευκα κωλομέρια της, που δεν άργησαν ν’ αλλάξουν χρώμα...
    Τη χτύπησε γιά κάμποση ώρα, την πήδηξε από πίσω, έκανε τσιγάρο χωρίς να της επιστρέψει να μετακινηθεί ούτε πόντο, την ξαναχτύπησε και την ξαναπήδηξε –Μέγας είσαι Διάβολε, και θαυμαστά τα έργα σου-, και πάλι από πίσω... Βρήκε το θάρρος, να του ζητήσει να της τον χώσει και μπροστά, κι αυτό του έδωσε την ιδέα γιά την τελευταία πράξη...
    Βρήκε ένα κομμάτι σχοινί στην αποθήκη, και την έδεσε πάνω στην πολυθρόνα, με την πλάτη της στο κάθισμα, και τις γάμπες τις ανοιχτές στις δυό πλευρές της πλάτης της πολυθρόνας... Τη φίμωσε με κολλητική ταινία, αλλά και τα μάτια της ακόμη ούρλιαζαν, όταν η ζώνη άρχισε να προσγειώνεται ανάμεσα στά μπούτια και πάνω στα άτριχα, υγρά, μουνόχειλά της...

    Όταν ξαναφόρεσε τη ζώνη του, έφτιαξε το παντελόνι και φόρεσε το σακάκι του, ήταν μισολιπόθυμη... Τον άκουσε όμως, καθαρά, να λέει στο τηλέφωνο, με ψευτοπανικόβλητη φωνή: «Αστυνομία; Γρήγορα σας παρακαλώ, ελάτε Σόλωνος 220, ισόγειο κατάστημα, γίνεται ένοπλη ληστεία».
    Της έρριξε μιά τελευταία ματιά, και της έκλεισε πονηρά το μάτι, πριν περάσει κάτω από το ρολό που ανέβαινε αργά, και βγεί από την πόρτα... Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν τα γουρλωμένα μάτια ή το μουνί κι ο κώλος της, ορθάνοιχτα να περιμένουν την έφοδο των αστυνομικών, ήταν το πιό εντυπωσιακό θέαμα...
    Κάτι θυμήθηκε, και ξαναγύρισε... Κατευθύνθηκε βιαστικά στην πιό μεγάλη ραφιέρα με κρύσταλλα, και με μιά κεφάτη, γρήγορη κίνηση, την αναποδογύρισε, γεμίζοντας το χώρο με δισεκατομμύρια κρυσταλλάκια... Της έστειλε πριν βγει ένα φιλάκι από μακρυά, ενώ εκείνη τον κοιτούσε πλέον απόλυτα έντρομη, και βγήκε, οριστικά πλέον, στο πεζοδρόμιο...

    Δεν είχε απομακρυνθεί ούτε 50 μέτρα, όταν άκουσε τις σειρήνες να πλησιάζουν. Ξανάρχισε κι εκείνος να σφυρίζει. Η πρώτη του μέρα στον καινούριο κόσμο, είχε πάει πάρα, μα πάρα πολύ καλά. Κι αύριο, είχε άλλο «ραντεβού»... Στο γυμναστήριο, όπου μιά όμορφη γυμνάστρια, εξευτέλιζε κάποτε συστηματικά εκείνον τον «άλλο»...
    Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή, ειδ’ άλλως θα άρχιζε να κατεβαίνει τη Σόλωνος με μικρά, χαρούμενα πηδηματάκια... Πόσο ωραία ήταν αλήθεια η ζωή! Ήξερε βέβαια, ότι κάποτε θα τα πλήρωνε ακριβά όλ’ αυτά... Αλλά ποιός θα καθόταν τώρα να χολοσκάει; Η επίγεια κόλαση, δεν ήταν πιά εδώ... Κι εκείνη η άλλη, η κανονική, μπορούσε, ευτυχώς, να περιμένει...





    .
     
    Last edited: 16 Νοεμβρίου 2008
  6. Incomplete_

    Incomplete_ Contributor

    Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..

    Πολύ καλό MasterMind  

    Αναμένω τη συνέχεια και κυρίως μου προκαλεί ενδιαφέρον ,αν υπάρξει-που το εύχομαι,η εκδίκηση και προς τους άντρες! 
     
  7. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..


    Ευχαριστώ, αλλά τι "ΜasterMind", ρε κούκλε; Θες να μου φάει άλλος, τα πνευματικά δικαιώματα;

    ( Συνέχεια πάντως δεν έχει, αυτοτελές ήταν... Και, φυσικά, γιά την εκδίκηση προς τους άνδρες, δεν πρόκειται να γράψω εγώ...   ).
     
  8. Incomplete_

    Incomplete_ Contributor

    Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..

    Ε και εσύ βρήκες διπλό nick απο το ίδιο σύμφωνο.. 

    Δεν έχει συνέχεια;Κρίμα...Πάντως δεν εννοούσα σεξουαλικού τύπου εκδίκηση καπετάνιο..
     
  9. Lady_Dementia

    Lady_Dementia DemonLure the Seductive Contributor

    Re: Απάντηση: H εκδίκηση των μπάζων..


    Άψογο Monsieur!!!  


    (θέλουμε κ άλλο   )​