Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Kinky Poetry

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος astarti, στις 11 Αυγούστου 2015.

  1. gazza

    gazza Regular Member

    συγκινητικο..... 

     
     
  2. slaveveta

    slaveveta New Member

    Λαχτάρα

    Κι έρχονταν εκείνες οι βραδιές με τη βαθιά λαχτάρα να σε συνάντησω,
    κι έρχονταν εκείνες οι στιγμές που θεριευαν εικόνες μέσα σε λέξεις, μέσα στο μυαλό μου,μέσα μου...
    Κι έρχονταν η εικόνα απ το μεγάλο ξύλινο τραπέζι εκεί όπου με προσταζες να κάτσω στα σοβαρά ζηματα ...
    γίνονταν η ανάσα μου κόφτη και τα δικά σου μάτια φλόγες καταμαυρες που κατεγαιγαν τη δική μου χλοη ....
    Κι έρχονταν τα λόγια σου βροχή κι εγώ σαν διψασμενη γη περίμενα καρτερηκα να καταλήξεις στο "μικρή μου" ...
    Κι αν δεν κατεληγες εκεί αϋπνη ολονυχτις παλεύα με τις λέξεις...
    " Και πέρασαν οι ζωές μας δεν βρεθήκαμε ποτέ μας και την θέση σου την παίρνουνε σκιές.. " ....
    Κι έρχονται ξανά τα βράδια...
    με γεμίζουν με εικόνες,με σημάδια,με σιωπες
    Μα δεν έρχεσαι εσύ μήτε το "μικρή μου" να σπάσει τη σιωπή...
    Δεν απέμεινε τίποτα πια,
    μοναχά η Λαχτάρα.

    Ε.
     
  3. ..Μόνο τη γύμνια βρίσκω θαυμαστή
    σ’ αυτό τον κόσμο
    την τρυφερή την φεγγοβόλα σάρκα
    του θηλυκού με τους γκρεμνούς και τις χαράδρες
    του άμαθου από σοφίες κι εξηγήσεις
    του άγρια λυσσασμένου
    που ζητά να ενωθεί με το θεό φαλλό
    που χαίρεται τη συνουσία
    τη γέννα και το θάνατο
    Μόνο τη γύμνια βρίσκω αληθινή
    σ’ αυτό τον κόσμο
    τη ζωική λαχτάρα
    τα ωραία στητά βυζιά
    που τίποτα άλλο δε γυρεύουν παρά γλώσσα
    τα κορμιά που ενώνονται
    που άγρια ξεσκίζονται
    κραυγάζοντας ήχους αιωνιότητας
    ήχους αθανασίας
    συνταιριάζοντας στο μέγα το μυστήριο της ύπαρξης
    το νόημα των πραγμάτων.

    Αντώνης Αντωνάκος

     
     
  4. Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
    ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
    ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.

    Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
    νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
    νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

    Ντίνος Χριστιανόπουλος

     
     
  5. Είπε:
    ψηφίζω το γαλάζιο.
    Εγώ το κόκκινο.
    Κι εγώ.
    Το σώμα σου ωραίο.
    Το σώμα σου απέραντο.
    Χάθηκα στο απέραντο.
    Διαστολή της νύχτας.
    Διαστολή του σώματος.
    Συστολή της ψυχής.
    Όσο απομακρύνεσαι
    Σε πλησιάζω.
    Ένα άστρο
    έκαψε το σπίτι μου.
    Οι νύχτες με στενεύουν
    στην απουσία σου.
    Σε αναπνέω.



    Η γλώσσα μου στο στόμα σου
    η γλώσσα σου στο στόμα μου-
    σκοτεινό δάσος.
    Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
    και τα πουλιά.
    Όπου βρίσκεσαι
    υπάρχω
    Τα χείλη μου
    περιτρέχουν τ᾿ αφτί σου.
    Τόσο μικρό και τρυφερό
    πως χωράει
    όλη τη μουσική;
    Ηδονή-
    πέρα απ᾿ τη γέννηση,
    πέρα απ᾿ το θάνατο.
    Τελικό κι αιώνιο
    παρόν.
    Αγγίζω τα δάχτυλα
    των ποδιών σου.
    Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
    Μέσα σε λίγες νύχτες
    πως πλάθεται και καταρρέει
    όλος ο κόσμος;
    Η γλώσσα εγγίζει
    βαθύτερα απ᾿ τα δάχτυλα.
    Ενώνεται.
    Τώρα
    με τη δική σου αναπνοή
    ρυθμίζεται το βήμα μου
    κι ο σφυγμός μου.
    Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
    Ένας αιώνας
    κι εννιά δευτερόλεπτα.
    Τι να τα κάνω τ᾿ άστρα
    αφού λείπεις;
    Με το κόκκινο του αίματος
    είμαι.
    Είμαι για σένα.

    Γιάννης Ρίτσος
     
  6. [ Φυσάει… ]

    Από τις κορυφές των βουνών ως μέσα στο όνειρο φυσάει.

    Σέρνονται πεσμένα φύλλα, πεταμένες προκηρύξεις,
    χαμένες ώρες
    το χέρι σου που σφίγγει το σεντόνι
    το στήθος σου που ορθώνεται μαζί με τον λαιμό σου
    το κορμί σου•
    το κορμί σου ολόκληρο ορθώνεται
    τεντώνεται
    σπάει
    ξεσπάει•
    η φωνή σου που τραβάει τις κουρτίνες μπάζει από παντού έναν αέρα
    το όνειρο λυσσομανάει
    ο οργασμός σου στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα
    ανοίγω τα μάτια μου
    μια σταγόνα απ’ τον χυμό σου στην άκρη των χειλιών μου ξύπνησε κι αυτή στο άδειο εργένικο δωμάτιο.
    Κάνει μια νοσταλγία απόψε – κι έξω φυσάει.

    απο τα "Ποιήματα Έρωτα και Αναρχίας" του Αλέξη Κεραυνού


     
     
  7. ..Εμένα τα τραγούδια μου δεν είναι μόνο για κείνον
    είναι και για ό,τι τον ζυγώνει και μεθά,
    για τα πουλιά που μέσα απ’ τις ολέθριες τούφες του
    δεν στρίψαν το κορμί για να ξεφύγουν,
    για τις φωτιές που δέντρο δέντρο έρχονται
    στις πυρκαγιές των λαγονιών του να σβηστούν

    για τους γκρεμούς που τις θεμέλιες πέτρες τους αφήσαν να κυλήσουν
    για να μην λείψει η περηφάνια από τη δρασκελιά του,
    και για τη φύση, εν τέλει, όλη
    που να την περιγράψω πώς λιγώνεται σαν τον γυμνώνει, δεν προφταίνω
    γιατί είναι η ζωή σαν μια στιγμούλα λιγοστή,
    μα και για μένα – πώς με ξέχασα; –
    που στην ιδέα του φιλιού του
    βλέπω θύελλας δύναμη τον άνθρωπο
    κι ακούω μάχης κρότο τη φωνή του


    ενώ πλάι στους κροτάφους του λέω τα τραγούδια
    που με στριγκιές στο στρώμα μου τη γύμνια του θα σφίξουν.

    Σοφία Ζήση

     
     
  8. ..Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ∙
    θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.
    Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
    να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.
    Όταν βουλιάζω σ’ εύκολες εξάψεις,
    Να ’ρχεται μια εξευτέλιση και να με συνεφέρνει.
    Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
    να ’χω ένα όραμα να με θαμπώνει.
    Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
    να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.
    Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
    που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά
    να ’χω τη δύναμη να πω «Kύριε, όχι άλλο» –
    κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.


    Ντίνος Χριστιανόπουλος

     
     
  9. Νυχτερινή ηδυπάθεια

    Εχτές είδα στον ύπνο μου πως ήρθες,
    αγέλαστος και σκοτεινός και μ’ άδραξες
    βίαια και τραχιά, κι ύστερα μ’ έσερνες
    μες σε λιμάνια σκοτεινά κι άδειες πλατείες,
    μέχρι που το χακί χιτώνιό σου
    στρατός πολύς έγινε, που περνούσε,
    στρατός πολύ, που με ποδοπατούσε,
    στρατός, που με συνέθλιβε κάτω απ’ τις αρβύλες του,
    καθώς εβάδιζε άλκιμος· κι εγώ είχα λιώσει,
    κουρέλι είχα γίνει, κι ήμουν ένα
    με την καυτή την άσφαλτο, που δέχονταν
    τ’ αποτυπώματα απ’ τις άπειρες αρβύλες.
    Και τότε ήταν, μες στην τόση μου εκμηδένιση,
    που εδίψησέ σε, Κύριε, η ψυχή μου.

    Ντίνος Χριστιανόπουλος

     
     
  10. Tι ζωγράφισες στο πόδι μου;
    Τι σχήμα έχει ο πόθος σου για μένα;
    Κύκλος ίσως; Να μη ξέρω την αρχή και το τέλος; Να γίνει η συνήθεια άσκοπη;
    Τετράγωνο; Να με στριμώχνεις σε γωνίες και να με βλέπεις να σκοτεινιάζω;
    Τρίγωνο μήπως; Με τις ισοσκελείς αφέλειες μου να πρωταγωνιστούν;
    Με τα ισόπλευρα ίσως μου να καραδοκούν;
    Κι αν είναι ορθογώνιο; Να καμπουριάζω στις νύκτες με αυτοπεποίθηση;
    Ποιες γραμμές είναι ευθείες να μην μπορώ να αντισταθώ και ποιες α(γωνίες) αφαιρέθηκαν για να απλωθώ σ’ ένα μακρόστενο κρεβάτι με τα βλέφαρα κλειστά και ξαπλωμένα.
    Τι ζωγράφισες στο πόδι μου;
    Να σ’ άφηνα ολόκληρο να με γεμίσεις γραμμές ακαθόριστες, συγκεκριμένες στο μεταφυσικό σου καμβά.

    Άγγελος Ευθυμιάδης

     
     
  11. Χορός.
    Τα χέρια σου γύρω μου.
    Ασφυκτιώ.
    Σε σπρώχνω, χάνομαι.
    Με σπρώχνεις, χορεύω.
    Παλεύεις τυλίγοντας τα πόδια, επιτίθεσαι σαν ζώο ή ταυρομάχος.
    Αντικρούω, προσποιούμαι.
    Η εκδίκησή σου παίζεται στην ορμή.
    Μια προσπάθεια.
    Αλλά εσύ γελάς. Χορεύεις και παλεύω.

    Γοητεύεσαι, αδημονείς.
    Αυτή εδώ η συστροφή είναι γνώριμη.
    Τη δημιούργησα για να σου αρέσει.
    Αρέσκεσαι να νομίζεις ότι τη δημιούργησες εσύ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια.
    Όλα σταματούν για μια στιγμή.
    Γλιστράς στον καβάλο μου σαν η ζωή σου να μου αφήνεται.
    Γλιστράς στον καβάλο μου κι όμως παλεύεις να με κάνεις να σταματήσω.
    Ή μήπως να σταματήσω να είμαι το σώμα στο οποίο εσύ γλιστράς ικετεύοντας. Χαμογελάς.
    Χαμογελάς.
    Βγαίνεις στην επίθεση, κάνεις ένα βήμα πίσω σαν για να με κρίνεις.
    Και χορεύουμε έτσι. Σ’ αυτό το ημίφως όπου ανήκουμε.
    Το να ανήκουμε κάπου είναι η μεγαλύτερη πρόκληση.
    Χαμογελώ και παλεύω.
    Παλεύεις και σταματώ.
    Χαμογελάς.

    Αυτή η ξέφρενη βία μ’ ερωτεύεται.
    Δεν τη θέλω, εκείνη έρχεται σε μένα.
    Με σπρώχνεις, δεν ανταποδίδω – κερδίζω χρόνο, προσποιούμαι. Ποιος είναι ο πιο δυνατός; Έχεις ερωτευτεί αυτή τη βία, παραδέξου το.

    Με λέξεις κάνεις την πέτρα μειδίαμα. Κι εγώ λυγίζω.

    Λυγίζω.
    Σ’ αυτό το ημίφως που μας ενώνει, σ’ αυτόν τον χορό που μας ρίχνει σ’ εναλλασσόμενους ρόλους ζώου και ταυρομάχου, εγώ αφήνω τη σκέψη μου τόσο κενή όσο χρειάζεται για να γεμίσει από εσένα.
    Περιμένω. Νιώθεις τα σωθικά μου που καίγονται;
    Συστρέφεσαι σε μια συστροφή που εμείς δημιουργήσαμε για να μπορούμε να παλεύουμε χορεύοντας –
    ζώο με ζώο,
    κύριος με δούλο,
    ταυρομάχος με ταυρομάχο,
    ενώ το μόνο που πραγματικά περιμένω από σένα είναι να σταθείς μια στιγμή, καθώς το πάτωμα θα διατρέχει η στιγμιαία παύση της μουσικής, και να μου πεις, να μου δείξεις, να γράψεις στον αέρα:
    Κανείς μας δεν είναι πιο δυνατός, κανείς δεν μας ανήκει: κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Έλα να χορέψουμε απ’ την αρχή.

    Κωνσταντίνος Τσαούσης


         
     
  12. Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
    δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
    σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
    βγάλανε μια κραυγή
    σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
    κάπου μακριά.
    Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
    ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωϊνού.

    Τάσος Λειβαδίτης, Έρωτας (απόσπασμα)