Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Macbeth

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος DocHeart, στις 7 Δεκεμβρίου 2008.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    (Μία perv-εκδοχή ενός έργου του Σαίξπηρ)



    I.i

    Χαϊδεύανε η μία την άλλη και γελάγανε στο κρεβάτι. Όπως τις γέννησε η μάνα τους και οι τρεις, πλην της Πρωτότοκης, η οποία φόραγε ακόμα ένα άσπρο βαμβακερό κυλοτάκι και τις καινούργιες της χειροπέδες, φτιαγμένες με το χέρι, λαμπερές, 14 καράτια. Το δώρο της για τα γεννέθλιά της.

    “Έλα να σου βγάλουμε επιτέλους τις χειροπέδες,” λέει το Στερνοπούλι, “δικές σου είναι, δε στις παίρνει κανένας.” Ξεκλειδώνει τα χέρια της μεγάλης αδερφής της και τα φιλάει. Η Γκρέυμαλκιν (η ξανθιά αδερφή που καμιά φορά τη φωνάζανε “γάτα” γιατί το κορμί της ήταν τόσο λεπτό και ευλύγιστο που μπορούσε να πηδήξει από μεγάλο ύψος και να προσγειωθεί στο έδαφος σα φτερό) αγκαλιάζει το Στερνοπούλι απο πίσω και το φιλάει στο λαιμό. Το Στερνοπούλι γαργαλιέται, γελάει, η Πρωτότοκη χρησιμοποιεί τα ελευθερωμένα χέρια της στην κλειτορίδα και το αριστερό στήθος της μικρότερης αδερφής της.

    Ανασαίνουν βαριά και οι τρεις, ιδρώνουν.

    Τα περιποιημένα μαύρα νύχια της Πρωτότοκης (τα οποία αν ήθελε μπορούσε να τα κάνει να πετάξουν φλόγινες σφαίρες) χώνονται βαθειά στο δέρμα του εσωτερικού ενός μηρού, χέρια αγγίζουν κάποια κοιλιά, κάποια δάχτυλα μπαίνουν με δύναμη μέσα σε μια κωλοτρυπίδα, ενώ ένα άλλο τσιμπάει το στήθος της Γκρέυμαλκιν, όλο και πιο δυνατά, το τραβάει, χώνει νύχια μέσα στην ευαίσθητη σάρκα, μέχρι που ένα μικρό καναρίνι βγαίνει από τη ρόγα της, κάνει δύο κύκλους γύρω απ'το δωμάτιο τιτιβίζοντας μια μελωδία που δεν έχει ποτέ ξανατραγουδιστεί, πριν πετάξει έξω απ'το παράθυρο στον ουρανό της πόλης.

    Τρία χείλη στάζουν σάλιο το ένα μέσα στο άλλο, οι γλώσσες τυλίγονται σα φίδια γύρω απ'τη σάρκα.

    Τα βογγητά τους βαριά και ηχηρά, κόμποι γύρω απο τις ξετρελλαμένες καρδιές τους που ξαφνικά λύνονται. Έτσι θα το άκουγε ένας απλός άνθρωπος. Αυτές οι τρεις μάγισσες, όμως, μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους ακόμα και όταν τα στόματά τους ήταν χαμένα το ένα μέσα στο άλλο και τα χέρια τους άπλωναν την υγρασία τριών καβλωμένων μουνιών πάνω σε τρία άσπρα, απαλά, ολοστρόγγυλα και ζεματιστά κορμιά.

    “When shall we three meet again / In thunder, lightning, or in rain?” ρώτησε η Γκρέυμαλκιν, χωρίς να χαλαρώσει καθόλου τα δόντια της γύρω απ'τα δάχτυλα των ποδιών της Πρωτότοκης.

    “Αύριο το βράδι,” απάντησε αυτή, χωρίς να βγάλει τη γλώσσα της μέσα απ'το ζουμερό μουνί του Στερνοπουλιού. “Μάντισον και Πέμπτη, στο μπαρ του Χανκ. Εκεί θα βρούμε τον Μακμπέθ.”

    (Συνεχίζεται)
     
  2. Enya

    Enya Regular Member



    Μας ..ωσες βραδιάτικα Doc. Καλή η εκδοχή - και ο ίδιος ο Σαίξπηρ πιστεύω πως έκανε χειρότερα στπ Λονδίνο της εποχής!
     
  3. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    I.ii

    (Με φωνή Χάρυ Κλυνν: Αυτή η σκηνή δεν έχει τσόντα. Άμα θέτε να διαβάσετε τσόντα προχωρήστε απ'ευθείας στην I.iii, η οποία βρίσκεται παρακάτω.)

    Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς για τον Ντάνκαν;

    O Ντάνκαν διοικούσε ολόκληρη την Royal Scottish από ένα μικρό γραφείο στον τελευταίο όροφο. Το δωμάτιο κάποτε ήταν αποθήκη για τον εξοπλισμό καθαρισμού. Τη μέρα που ανέλαβε τα ηνία απο τον μακαρίτη τον πατέρα του (πάνε τουλάχιστον 20 χρόνια), έβαλε ανθρώπους να το αδειάσουν και να το σουλουπώσουν. Μετά έβαλε μέσα ένα τραπέζι, μια καρέκλα, και το laptop του.

    Φτάνει να κοιτάξει κανείς τα λογιστικά φύλλα. Μέσα σε τρία χρόνια διπλασίασε το μέγεθος της εταιρίας. Μετά απο άλλα δύο είχε εξαγοράσει την Norwegian και την Danmark.

    Kαι ενώ κάποιοι τον αγαπούσαμε για το το ταλέντο του και η διορατικότητά του, για τη μαθηματική του ιδιοφυϊα και τις εντυπωσιακές λύσεις που έδινε σε προβλήματα χρησιμοποιώντας τη (δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για στρουμπουλά μπόνους για όλους εμάς τους πωλητές), οι περισσότερες γυναίκες τον αγαπούσαν για την εμφάνισή του και για την αβρότητα με την οποία δεν παρέλειπε ποτέ να σχολιάσει θετικά το νέο τους χτένισμα ή το άρωμά τους. Ψηλός και ξερακιανός, γκρίζος, το πρόσωπό του ελαφρώς ρυτιδιασμένο αλλά με τα μπλε μάτια του ακαταμάχητα παιδικό, το ντύσιμό του πάντα άψογο, λευκά πουκάμισα και μεταξωτές σκούρες μονόχρωμες γραβάτες για τη δουλειά, ταξίντο μέ ή χωρίς παλτό για το βράδι, ανάλογα την εποχή. Χιούμορ που το ρύθμιζε ανάλογα με ποιον μιλούσε – ζεμματιστός αυτοσαρκασμός όταν ήθελε να του δώσεις κάτι, ελιτιστικά λακωνικά ειρωνικά σχόλια όταν ήθελες να σου δώσει κάτι, καλαμπούρια απ'το Rat Pack όταν συνομιλούσε με ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες είχαν πιεί λίγο σέρρυ παραπάνω, γαργαλιστικό ινιουέντο όταν περικύκλωνε με την παρουσία του κάποια γυναίκα που του άρεσε. Και του άρεσαν σχεδόν όλες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι κόρες του.

    Ο Ντάνκαν. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς.

    Τη μέρα που γιόρταζε τα πεντηκοστά γεννέθλιά του φάγαμε μαζί το μεσημέρι. Δεν πρέπει να φανταστείτε οτι ο Ντάνκαν έτρωγε μεσημεριανό σε κάποιο φαντεζί γαλλικό εστιατόριο στο Long Island. Μέσα στην εργάσιμη ημέρα το θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Το μεσημεριανό μας ήταν πίτσα και σκορδόψωμο, παραγγελία από το φαγάδικο του Αλμπέρτο στη γωνία με την τριακοστή ένατη. Ήταν ευγενέστατος και ευχάριστος όπως πάντα, όμως είχε στιγμές που το βλέμμα του συννέφιαζε με ανησυχία. Κοίταζε συνέχεια το κινητό του. Όλοι (εγώ, ο Λέννοξ, ο Μάλκολμ, ο Ρος) ξέραμε τί τον ανησυχεί. Μας ανησυχούσε κι εμάς.

    Ο Μακμπέθ και ο Μπάνκο έπρεπε να είχαν επικοινωνήσει προ πολλού μαζί του. Τα γεννέθλιά του, λοιπόν, συνέπιπταν με τη συμφωνημένη ημερομηνία για την τελική διαπραγμάτευση της εξαγοράς της Nord Air (ναι, σωστά καταλάβατε, δεν ανέφερα οποιαδήποτε αεροπορική εταιρία, αλλά τη Nord Air, η οποία συνέβαινε εκείνον τον καιρό να είναι η μεγαλύτερη και πλέον εύρωστη αεροπορική στον κόσμο). Ήταν μακράν η μεγαλύτερη στιγμή στην ιστορία της Royal Scottish.

    Και φυσικά, ο Μακμπέθ και Μπάνκο (τους είχε πάρει και τους δύο κάτω απ'το φτερό του όταν είχαν πρωτοέρθει στην εταιρία, και μετά από λίγους μήνες τα παληκάρια του ήταν ικανά να πουλήσουν άμμο στους κατοίκους της Σαχάρας), οι δύο ικανότεροι front men της εταιρίας, ανέλαβαν τις τελικές διαπραγματεύσεις.

    Όλα θα γινότουσαν μέσα σε μια ώρα. Μια ώρα, εξήντα λεπτά, ήταν ο χρόνος που είχαν για να πείσουν τους μεγαλομετόχους της Nord Air (ανάμεσά τους ο Υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και ο Συντονιστής Ειρηνευτικών Προσπαθειών του ΟΗΕ) να δεχθούν την προσφορά του Ντάνκαν, έστω και αν αυτή αρχικά τους είχε εξοργίσει.

    Η αποστολή τους ήταν ξεκάθαρη: γλιτώστε μας ένα δισεκατομμύριο.

    Dismay'd not this
    Our captains, Macbeth and Banquo?
    Yes;
    As sparrows eagles, or the hare the lion.

    Μάθαμε αργότερα (αφού είχε χτυπήσει το τηλέφωνο του Ντάνκαν και τον είχαμε παρακολουθήσει όλοι με κομμένη την ανάσα καθώς άκουγε την αναφορά του Μακμπέθ με πρόσωπο ανέκφραστο, λες και έπαιζε μαζί μας πόκερ) οτι η Nord Air είχε αρχικά σχεδιάσει οτι οι εκπρόσωποί της θα αποχωρήσουν αν δε γίνει ξεκάθαρο οτι η Scottish Royal προτίθεται να βελτιώσει την προσφορά της. Τελικά ο Μακμπέθ και ο Μπάνκο υπέγραψαν τη συμφωνία για δώδεκα εννιακόσια.

    Ο Ντάνκαν είπε: “Όταν στέλνεις δυο ανθρώπους να σου γλιτώσουν ένα δις και αυτοί σου γλιτώνουν ένα τετρακόσια, έχεις ένα λόγο για να κάνεις πάρτι.”


    I.iιi

    Όταν ο Μακμπέθ και ο Μπάνκο βγήκαν από τον καλυμμένο χώρο του JFK, τους περίμενε μια θυμωμένη Νέα Υόρκη. Αυτή η Νέα Υόρκη με τους αέρηδες που σου παίρνουν το καπέλο απ'το κεφάλι, τη βροχή που πέφτει σα μαστίγιο στο πρόσωπό σου. Μπήκαν βιαστικά σ'ένα ταξί.

    So foul and fair a day I have not seen, μουρμούρισε ο Μακμπέθ.

    “Πάμε για ένα ποτό,” δήλωσε ο Μπάνκο. Δεν ρωτούσε. Απαιτούσε. Γύρισε προς τον ταξιτζή: “Μάντισον και Πέμπτη,” του είπε. “Στο μπαρ του Χανκ.”

    Εκείνη τη στιγμή άστραψε, και κανείς, πουθενά, δεν άκουσε ποτέ τη βροντή που θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει.

    Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν εχθροπραξίες σε ένα μακρινό μέρος του κόσμου, οι οποίες θα γινότουσαν τελικά η αφορμή για το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.

    Εκείνη τη στιγμή πέθαναν τρεις ποιητές.

    Εκείνη τη στιγμή μια νοικοκυρά έκοψε το δάχτυλό της καθαρίζοντας πατάτες.

    Εκείνη τη στιγμή ένα γκαζάδικο βυθιζόταν και ο μόνος που θα επιβίωνε θα ήταν ο πίθηκος του Πρώτου μηχανικού.

    Εκείνη τη στιγμή κάποιος πατέρας βίασε την κόρη του.

    Εκείνη τη στιγμή διακόπηκε για λίγο η ηλεκτροδότηση σε πάνω απο εκατό εκκλησίες σε όλο τον κόσμο.

    Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκες κάτι που σε κάνει χάλια, μια μνήμη μακρινή αλλά έντονη, ξεθωριασμένη και τρομακτική, απ'αυτές που σε κάνουν να βρίζεις τον εαυτό σου που τη σκέφτεσαι.

    Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο μπαρ του Χανκ στη Μάντισον και Πέμπτη η Πρωτότοκη, η Γκρέυμαλκιν και το Στερνοπούλι. Οι θαμώνες γύρισαν και κοίταξαν. Κάποιοι απ'αυτούς σφύριξαν σα λύκοι. Δυο-τρεις κόντεψε να πνιγούν καθώς κατάπιναν το αλκόολ τους.

    Η Πρωτότοκη, αυτή η αράχνη που τρώει τα αρσενικά της, αυτή η τριαντάρα που είχε κοιμηθεί με τον Τζων Κέννεντυ μέσα σ'ένα φέρετρο το βράδι πριν απ'τη δολοφονία του, αυτός ο σατανικός αρουραίος που σιγο-μασουλάει τα σωθικά μιας μηχανής αεροσκάφους λίγο πριν τη συντριβή του, αυτή η έμπειρη ξελογιάστρα, η βασίλισσα του πονηρού ανοιγοκλείματος του ματιού, η Κυρά όλων αυτών που νόμιζαν οτι ποτέ καμμία γυναίκα δε θα τους καβάλαγε... Η Πρωτότοκη απόψε μας παρουσιάζει ένα μαύρο μάλινο παλτό που φτάνει μέχρι τα γόνατα. Κάτω απο αυτό, ένα απλό μαύρο μίνι φόρεμμα με τιράντες spaghetti. Δείτε το τολμηρό ντεκολτέ και τον τρόπο με τον οποίο το λεπτό ύφασμα αγκαλιάζει το στήθος της. Προσέξτε επίσης τον τρόπο με τον οποίο το ψηλοτάκουνο sling-back αγκαλιάζει την τριανταφυλλί φτέρνα της και κολλακεύει τις έτσι κι αλλιώς θαυμάσιες γάμπες της. Το τέλειο ίσιωμα των μαύρων μαλλιών της είναι δημιουργία του Philippe, και το κολιέ της και τα σκουλαρίκια της είναι λευκόχρυσος με Κενυάτικα ρουμπίνια με χρώμα σαν αίμα απο περιστέρι.

    Η Γκρέυμαλκιν, η μεσαία, στην ηλικία της μέχρι πρότινος φοιτητοπούλας που τώρα τελευταία έχει αρχίσει να δουλεύει και χρησιμοποιεί τακτικά το γατίσιο περπάτημά της (αλλά και το ζουμερό και ολοστρόγγυλο στόμα της) στο δρόμο προς την πρώτη της προαγωγή, αυτή η νυχτερίδα που μπορεί να ελέγχει το ρυθμό της καρδιάς του άντρα με τον οποίο μιλάει, η απαγωγέας μικρών παιδιών, η μυστηριώδης γκόμενα με την οποία το γαμήσι πάντα σου βγαίνει ξινό... Η Γκρέυμαλκιν απόψε φοράει ένα μαύρο στενό δερμάτινο παντελόνι με μπότες από δέρμα αλλιγάτορα, το οποίο, όπως βλέπετε, υπογραμμίζει τη γεωμετρική γοητεία του καλοσχεδιασμένου κώλου της. Το μεταξωτό λευκό μπλουζάκι του οποίου το μήκος δεν είναι αρκετό για να καλύψει τον άψογο αφαλό της αφήνει επίσης εκτεθιμένους και τους ωραίους ώμους της, οι οποίοι βεβαίως αποκαλύπτονται μόνο όταν αφαιρέσει το (επίσης μαύρο) δερμάτινο τζάκετ της. Αυτό συμβαίνει σχεδόν αμέσως. Το φυλλακτό που ξεκουράζεται ανάμεσα στα φεγγαρένια βυζιά της είναι ένας μικρός βαλσαμωμένος σκορπιός.

    Το Στερνοπούλι, το παιδί, η πιτσιρίκα, η μικρή, η μαθητριούλα που μελετάει για να περάσει επιτέλους στη σχολη της επιλογής της, αυτή η επαναστάτρια χωρίς αιτία, η συμπονετική, η γλυκειά, η ντροπαλή, αυτή που κουβαλάει τα δηλητηριασμένα μήλα, αυτή που μπορεί να σε μαχαιρώσει μόνο αν κοιμάσαι, η άπειρη νεαρή οδηγός που παραβιάζει το κόκκινο και σου σπάει τα γόνατα, αυτή που έχει ασθένειες που πίστευες οτι καμμία στην ηλικία της δεν έχει... Το Στερνοπούλι έχει επιλέξει για απόψε καρώ φούστα και μαύρο καλσόν με χαμηλά παπούτσια, λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα, και ένα σκούρο μπλε πουλόβερ με μικρό “V”. Δε φοράει κοσμήματα ούτε μακιγιάζ, αφού έτσι κι αλλιώς το σχήμα που παίρνει το καλσόν καθώς αγκαλιάζει τα (σχεδόν στρουμπουλά) μπουτάκια της και η φρεσκάδα του δέρματος του προσώπου της και του λαιμού της είναι αρκετά για να προκαλέσουν την τεστοστερόνη των ανδρών που βρίσκονται σε ακτίνα εκατό μέτρων να τρέξει για να χτυπήσει το συναγερμό.

    Κάθησαν στο μπαρ, παρήγγειλαν κόκκινο κρασί. Ούτε ένας δεν παραξενεύτηκε που ενώ έξω η βροχή έπεφτε λες και ο Θεός είχε αποκοιμηθεί στη μπανιέρα ξεχνώντας τη βρύση ανοιχτή, αυτές ήταν στεγνές σα φρεσκοπουδραρισμένα μωρά.

    Και πριν τα μάτια των ανδρών τριγύρω τους προλάβουν να τις χορτάσουν (κανείς δεν τολμούσε να τις προσεγγίσει με οποιοδήποτε τρόπο), η πόρτα άνοιξε πάλι, η βοή της βροχής μπήκε για λίγα δευτερόλεπτα μέσα σαν περαστικός που ψάχνει τουαλέτα, και ο Μακμπέθ και ο Ντάνκαν, με τα παλτά τους να αφήνουν ένα μικρό ρυάκι νερού στο χιλιογδαρμένο ξύλινο πάτωμα, ήρθαν και κάθησαν δίπλα τους.
    Στο juke box κάποιος είχε βάλει το “Bad Moon Rising”.

    I see a bad moon a-rising.
    I see trouble on the way.
    I see earth quakes and lightnin'.
    I see bad times today.
    Don't go 'round tonight
    It's bound and take your life,
    There's a bad moon on the rise.
    I hear hurricanes a-blowing,
    I know the end is coming soon.
    I fear rivers over flowing.
    I hear the voice of rage and ruin.
    Don't go 'round tonight
    It's bound to take your life,
    There's a bad moon on the rise.
    Hope you got your things together.
    Hope you are quite prepared to die.
    Look's like we're in for nasty weather.
    One eye is taken for an eye.
    Don't go 'round tonight
    It's bound to take your life,
    There's a bad moon on the rise.


    “Ουίσκι,” είπε προβλέψιμα ο Mακμπέθ, και ο Ντάνκαν έγνεψε στο μπάρμαν οτι θέλει το ίδιο. Μετά πρόσεξε οτι δίπλα του μια τουλάχιστον θελκτική ξανθιά έσπρωχνε τα μαλλιά της πίσω απ'τους ώμους της, με αποτέλεσμα η κάτασπρη μασχάλη της να βρίσκεται λίγα εκατοστά από τα χείλη του. Μετά είδε τις φίλες της. Γύρισε στον Μακμπέθ, ο οποίος είχε αρχίσει να τις περιεργάζεται εδώ και λίγα δευτερόλεπτα. Οι δύο θριαμβευτές, οι δύο ισχυρότεροι διαπραγματευτές στον κόσμο εκείνη τη στιγμή, κοίταξαν ο ένας τον άλλον.

    “Ρε μαλάκα, τί ξεκολλιάρικα μουνιά ειν'αυτά,” ψιθύρισε ο Μπάνκο.

    “Πιάσε κουβέντα ρε μαλάκα,” του απάντησε ο Μακμπέθ.

    “Τι λε ρε μαλάκα,” αντιστάθηκε ο Μπάνκο, “είμαστε παντρεμένοι άνθρωποι.”

    Ο μπάρμαν ακούμπησε μπροστά τους δύο διπλά ουίσκι. “Κερασμένα απο τα κορίτσια,” είπε κάτω απ'τα μουστάκια του κλείνοντας το μάτι.

    Έρχεται μια ώρα στη ζωή κάθε άντρα, μια ώρα την οποία αισθάνεται νικητής, περήφανος, ο άρχοντας του κόσμου. Αισθάνεται εκείνη την ώρα οτι όλα του ανήκουν, και όσα δεν του ανήκουν θα έπρεπε να του ανήκουν. Αυτοί που κατανοούν οτι το high είναι προσωρινό επιβιώνουν. Αυτοί που πιστεύουν οτι θα διαρκέσει για πάντα καταστρέφονται.

    “Νά'στε καλά,” ύψωσε το ποτήρι του στο χαμογελαστό θηλυκό τρίο ο Μπάνκο. Και μετά στον Μακμπέθ: “Μαλάκα, πιες να φύγουμε. Πάμε για ύπνο.”

    Η φόνισσα πλησίασε τον ήρωά μας πρώτη. “Με συγχωρείτε που δε θυμάμαι, αλλά εσείς δεν είσθε ο Μακμπέθ, το αφεντικό της Scottish Royal;”

    Ο Μπάνκο πνίγηκε γελώντας καθώς έπινε. “Αφεντικό; Αφεντικό!” Και συνέχισε να γελάει. “Αφεντικό!”

    Όμως η ξανθιά είχε συγκεκριμένα πράγματα που ήθελε να πει. “Χαίρετε, Μακμπέθ, ιδιοκτήτη της Scottish Royal. Xαίρετε κι εσείς Μπάνκο. Χαμηλότερα στην τροφική αλυσίδα από τον Μακμπέθ, αλλά ψηλότερα. Λιγότερο ευτυχής, αλλά ευτυχέστερος.”

    “Συγχωρέστε την αδερφή μου, το ποτό την αποπροσανατολίζει” παρενέβη η Πρωτότοκη. Και μετά, στο αυτί του Μακμπέθ: “Στην τουαλέτα των ανδρών σε πέντε λεπτά.”

    Άφησε τον φίλο του μόνο του με το Στερνοπούλι και την Γκρέυμαλκιν, οι οποίες τον κράτησαν απασχολημένο με τις απορίες τους για τη διαφορά ανάμεσα στο buy-out και το take-over. Kαθώς ο Μπάνκο προσπαθούσε να τους εξηγήσει οτι είναι το ίδιο πράγμα, ο Μακμπέθ έβλεπε τα λεπτά δάχτυλα της Πρωτότοκης να ανασηκώνουν το φόρεμμά της και να κατεβάζουν το μαύρο βρακί της. Τον στρίμωξε στη γωνία της τουαλέτας και του το έβαλε στη μύτη.

    “Μύρισέ το, Μακμπέθ, ιδιοκτήτη και αφεντικό της Royal Scottish, μύρισε τα υγρά που έχουν τρέξει πάνω στο βρακί μου. Είναι η μυρωδιά της φιλοδοξίας, της επιτυχίας, είναι η δική σου μυρωδιά, Μακμπέθ.”

    Του ξεκούμπωσε τη ζώνη και με γρήγορες κινήσεις του έβγαλε έξω τον πούτσο. Ήταν πρησμένος και κατακόκκινος, έτοιμος να χύσει. Χωρίς ποτέ να τον βγάλει από το στόμα της του είπε, Hail Macbeth, who shall be king hereafter.

    Μετά τον κάθησε στη λεκάνη, του άνοιξε τα πόδια και σκαρφάλωσε πάνω του χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του. Έτριψε το καβλί του ανάμεσα στα μπούτια της και μετά το ακούμπησε στο μουσκεμένο μουνί της. Hail Macbeth, who shall be king hereafter!

    Άφησε το βάρος της να πέσει πάνω του και το έχωσε βαθειά μέσα της, το μουνί της ήδη χτύπαγε σαν καρδιά απο τους απανωτούς οργασμούς της. Hail Macbeth, who shall be king hereafter!

    Κουνήθηκε πάνω του δύο, τρεις, πολλές φορές, αργά, αφήνοντας τον να νιώσει τους σπασμούς της μήτρας της, νιώθοντας η ίδια το καβλί του να πρήζεται όλο και περισσότερο και να πιέζει τα τοιχώματα του μουνιού της, και μόλις είδε οτι οι ανάσες του κοβότανε στη μέση, μετά σε τέταρτα, σε έκτα και σε δέκατα, τον ξεκαβάλησε, γονάτισε μπροστά του, έβαλε ξανά το στόμα της πάνω στο καβλί του και έγλειψε τα δικά της υγρά, μέχρι που αυτός γέμισε το στόμα της με τα χύσια του, σχεδόν την έπνιξε, και αυτή κατάπινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού να τσιμπάνε τη διογκωμένη κλειτορίδα της, ξανά και ξανά και ξανά.

    (Συνεχίζεται)
     
  4.  
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014