Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Magic Bus και Γλυκό Κεράσι

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 4 Νοεμβρίου 2008.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    [nomedia=""]YouTube - Broadcast Yourself.[/nomedia]

    To '81 πήγα στο Άμστερνταμ για πρώτη φορά με το Magic Bus. Ήταν ένα ωραίο, μοναχικό, ελεύθερο ταξίδι. Χωρίς λεφτά, χωρίς σκοπό, χωρίς παρέα. Ποιος ο λόγος της παρέας; Όποιος θέλει, βρίσκει.

    Φέτος βρέθηκα πάλι στο Magic Bus. Πάλι χωρίς λεφτά, πάλι χωρίς παρέα. Ο σκοπός είναι θολός. Μια σκλάβα δεν ξέρει τον προορισμό της. Σε γενικές γραμμές, τον ονομάζω Home. Εκεί που εγώ θα είμαι εγώ και η ζωή δεν θα είναι ανυπόφορη.

    Όμως δεν θα σας μιλήσω για μένα. Θα σας μιλήσω για τον οδηγό του λεωφορείου. Τον λένε Νίκο.

    Ο οδηγός μου είναι έμπειρος, ικανός, πολυταξιδεμένος, διαβασμένος. Δεν του λείπει ούτε η ευαισθησία (και ας τον κατηγορώ γι αυτό) ούτε η κατανόηση, αν και είναι γνήσιο Καθίκι. Είναι δε τόσο κυνικός που αγγίζει τα όρια της ρηχότητας. Καταλαβαίνετε. Είναι ικανός να ρωτήσει την χήρα σε μια κηδεία, "γιατί κλαις;"

    Βεβαίως δεν θα έπρεπε να μιλώ εγώ, που ως επίδοξη χήρα, κάποτε, έκλεινα το μάτι στον καντηλανάφτη. Θυμάστε...

    Αλλά η ιστορία αυτή δεν είναι η δική μου. Είναι η ιστορία του Νίκου.

    Το σωφεράκι της δεσποινίδος, λοιπόν, (ε ρε μπούφλες που έχω να φάω), είναι ένας γλυκύτατος διάολος. Η μέθοδος που ακολουθεί συνάδει με την ηλικία του, την ιδιοσυγκρασία του και τις γνώσεις του. Είναι η ακόλουθη:

    1. Κάνουμε το υ να αισθανθεί επιθυμητό. Στην σημερινή εποχή της τεχνολογίας αυτό επιτυγχάνεται με δεκάδες έως εκατοντάδες σελίδες ηλεκτρονικών μηνυμάτων, άπειρα sms στο κινητό - κατά προτίμηση καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας - και αφιερώσεις τραγουδιών. Στα παλιά χρόνια οι καντάδες επιτελούσαν ακριβώς τον ίδιο σκοπό.

    2. Κάνουμε το υ να αισθανθεί ξεχωριστό. Το ζαχαρώνουμε. Του λέμε ότι είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα, επικεντρώνουμε σε στοιχεία για τα οποία ξέρουμε ότι αυτό περηφανεύεται, et voila. Κάπως έτσι φτιάχνω κι εγώ το γλυκό κεράσι. Τραγανό και θρουμπιστό. Έτσι πρέπει να είναι και ένα νόστιμο υ. Αν γίνει λαπάς ή νιανιά, δεν τρώγεται με τίποτα.

    3. Εισάγουμε στο παιχνίδι μικρούλες επιλογές. Το υ επιλέγει, εφ όσον δεν θέλει να χάσει τη μαγεία αυτού που βρήκε. Παρεμπιπτόντως, ο μόνος σκοπός που έχει το γλυκό κεράσι είναι να φαγωθεί. Δεν υπάρχει κανένας άλλος στόχος σε υπαρξιακό - μεταφυσικό - συναισθηματικό - ρομαντικό επίπεδο (αν και μερικά κερασάκια είναι ιδιαίτερα φιλόδοξα).

    4. Εφ' όσον γίνουν οι μικρούλες επιλογές, ο οδηγός μας φανερώνει σιγά σιγά, μην τρομάξουμε κιόλας, το αληθινό του πρόσωπο. Η αλήθεια αποκαλύπτεται. Βρισκόμαστε σε ένα λεωφορείο που πάει ντουγρού στην Κόλαση και στο στήθος του οδηγού μας χτυπάει μια επικίνδυνη καρδιά. Το μοναχικό, άφραγκο ταξίδι μας προς την ελευθερία είναι στην ουσία το δικό του ταξίδι, στο οποίο βρεθήκαμε, σχεδόν willy-nilly, συνεπιβάτες.

    5. Η καλύτερη στιγμή για τον οδηγό είναι όταν γυρίζει να κοιτάξει τον επιβάτη και βλέπει την αναγνώριση στα μάτια του. Η μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν δεν βλέπει τον τρόμο αλλά την ευχαρίστηση και την αποδοχή. Βλέπει τον επιβάτη να σιγοτραγουδά ένα παλιό κομμάτι των Who, να κοιτάζει ανέμελα έξω από το παράθυρο και να φτιάχνει στιχάκια για το scenery. Και το κερασάκι στην τούρτα, του φτύνει στα μούτρα την φράση, "somebody loves us all".

    6. Το πραγματικό ταξίδι αρχίζει όταν αρχίζει ο πόνος. Ο πόνος πρέπει να είναι πραγματικός, απρόβλεπτος και μη συναινετικός. Ο οδηγός βέβαια ακολουθεί πάντα τον χάρτη (ο χάρτης είναι οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι φαντασιώσεις, οι επιθυμίες, τα βίτσια και τα όρια του υ).

    Και αυτό είναι όλο που απαιτείται στο Magic Bus. Οι μυθοπλασίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εκατέρωθεν, αν οι εμπλεκόμενοι έχουν ψυχούλες, αλλά αποτελούν extraneous material και πρέπει να απορρίπτονται ασκαρδαμυκτί. Η φάση είναι μετρημένα κουκιά, ανώφελο να βαυκαλιζόμαστε περί σκληροτράχηλων ηρώων ή ρομαντικών, γενναίων, ημιελεύθερων ταξιδιωτών.

    Τέλος, στο ταξίδι της Υπέρτατης Καύλας, καλό είναι να αφηνόμαστε. Τόσο ο επιβάτης όσο και ο οδηγός. Μερικοί είναι πολύ σφιγμένοι και δεν γουστάρω καθόλου.

    Μου αρέσει πολύ να ακούω την καυλωμένη ανάσα του οδηγού μου. Κι αν χάσει και λίγο τον έλεγχο, δεν πειράζει. Το προτιμώ έτσι. Θεωρώ αυτές τις στιγμές πολύτιμες, και τις προσθέτω, με το παρόν, στον θησαυρό των οδοιπορικών μου.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Magic Bus και Γλυκό Κεράσι

    στο μαγικο λεωφορειο καλο ειναι να μην υπαρχουν Νικοι..δεν εχει νοημα..δεν ειναι μαγικο πια..
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Υπάρχουν πολλά είδη μαγείας. Για όποιον δεν φοβάται πολύ, συνιστώ αυτό το Magic Bus ανεπιφύλακτα. Εξ άλλου έχω ήδη πάει στο Άμστερνταμ, δεν έχει να μου πει κάτι.

    ΥΓ. Δεν είμαι adrenaline freak. Πιο πολύ ταξιδιάρα είμαι.

    [nomedia=""]YouTube - Jacob's Ladder[/nomedia]
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στάση: Far West

    Σε κάποια στάση συνάντησα έναν νεαρό. Ήταν μελαχροινός, καλοβαλμένος, με έξυπνα ματάκια. Ντυμένος στα μαύρα, φορούσε αυτές τις περίεργες μπότες με τις χοντρές σόλες που φοράνε οι γκοθάδες, νομίζω τις λένε platform boots. Κουνιόταν συνεχώς σαν νευρόσπαστο. Πλεόνασμα ενέργειας, σκέφτηκα, συχνά πάει με την ηλικία. Όχι πάντα, κι εγώ έτσι είμαι.

    Πήγαμε λοιπόν σε ένα φιλικό σπίτι για να εξερευνήσουμε το τοπίο. Είχα μαζί μου το βαλιτσάκι με τα εργαλεία μου και δύο μαστίγια. Αυτό με τις λωρίδες, που είναι σκέτη κοροϊδία, μόνο για αχ και βαχ και τίποτα, περισσότερο για ευαίσθητους άντρες υποτακτικούς που τους αρέσει το show. Είχα και το "κακό" για τα άλογα. Όποτε το βγάζω έξω νοιώθω έντονη την διάθεση να χλιμιντρίσω.

    'Ηπιαμε έναν καφέ στο σαλόνι, εγώ, ο νεαρός και ο ευγενής οικοδεσπότης μας, ο οποίος δεν θέλησε να συμμετέχει. Ονειρεύεται ακόμη ο δυστυχής ότι θα κάνει οικογένεια και παιδάκια με κάποια Αφέντρα που θα τον δέρνει ολημερίς και ολονυχτίς, αλλά μόνο όσο και όπως θέλει αυτός. Σε αντάλλαγμα αυτός θα μαγειρεύει. Μερικοί άνθρωποι φορούνε τα blinkers που κανονικά θα έπρεπε να φοράω εγώ. Oh well...

    Πήρα τηλεφωνική εντολή να γδυθώ και να κρατήσω μόνο τις γόβες μου και τις μαύρες κάλτσες που φτάνουν ως τον μηρό. Τις ονομάζω "κάλτσες τύπου Όμικρον". Ένα ελαφρύ κολληματάκι τόχω κι εγώ.

    Γδύθηκα και κάθησα φρόνιμα στον καναπέ πίνοντας τον καπουτσίνο μου. Τα σκουλαρίκια στις ρώγες μου ταλαντεύονταν με κάθε μου κίνηση και τα ματάκια του νεαρού πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, όπως ακριβώς συμβαίνει στους θεατές μιας παρτίδας τέννις.

    Αφού του έδειξα τα παιχνίδια που είχα στο βαλιτσάκι μου τον ρώτησα: "Πάμε να παίξουμε;"

    "Ναι, ναι, πάμε", είπε το άλλο παιδάκι και πήγαμε να παίξουμε. Ο οικοδεσπότης κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα και τέντωσε τα αυτιά του. Ρομαντζιάρης μεν, άνθρωπος δε.

    Στην κρεββατοκάμαρα ο νεαρός με έβαλε στα τέσσερα και μου μαστίγωσε τον κώλο με την ψυχή του. Είχε καλό και έμπειρο χέρι και το "κακό" έκανε άψογη δουλειά πάνω στη λευκότητα του δέρματός μου. Υπολογίζω δεκαπενθήμερο μέχρι να σβήσει εντελώς ο πίνακας που ζωγράφισε επάνω μου.

    Μετά πήρα την εντολή να γυρίσω ανάσκελα και να με μαστιγώσει στο στήθος. Δυσκολεύομαι λίγο με το μαστίγωμα στο στήθος γιατί είναι μεγάλο και τρυφερό και ευαίσθητο αλλά δεν είπα τίποτα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και προσπαθούσα να προφυλαχτώ λίγο ενώνοντας τους αγκώνες μου. Μια βουρδουλιά με βρήκε πάνω στο σκουλαρίκι της ρώγας και μάτωσε. Πόνεσα πολύ και παρακάλεσα να σταματήσει λίγο μέχρι να ξαναβρώ την ανάσα μου. Μου έκανε το χατήρι ο Κύριος και ο νεαρός περίμενε δίπλα στο κρεββάτι λαχανιασμένος κι αυτός. Εγώ είχα ιδρώσει σαν άλογο. Μετά άκουσα από το ακουστικό την εντολή, "Συνέχισε". Τώρα πρόσεχε να αποφεύγει τις ρώγες.

    Όταν γύρισα και πάλι στα τέσσερα, το αίμα από τη ρώγα μου έσταζε στο σεντόνι. Ο νεαρός έλαβε την εντολή να χώσει τη γροθιά του στο μουνί μου. Ευτυχώς είχε μικρά χέρια με μακριά και λεπτά δάχτυλα. Φυσικά κόλλησαν στο πιο φαρδύ σημείο αλλά η φωνή είπε, "Συνέχισε". Βάζοντας τον αντίχειρα μέσα στην παλάμη και επιμένοντας παρά τα μουγκρητά μου, μπήκε μέσα όλη η γροθιά μέχρι τον καρπό. Μετά όλα ήταν εύκολα.

    Όταν πήρε εντολή να βγάλει τη γροθιά του, την έβγαλε πολύ πολύ αργά. Του καθάρισα το χέρι με την γλωσσίτσα μου. Τα υγρά που προέρχονται από το βαθύ τμήμα του κόλπου έχουν μία ενδιαφέρουσα υπόξινη γεύση, που δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη. Κατατάσσω την εμπειρία της γεύσης αυτής στο μυστηριακό κομμάτι της ύπαρξης. Αυτό που ονομάζουμε the occult.

    Κατόπιν, η ρομαντική, ταξιδιάρα D κατούρησε στο πάτωμα, έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να γλείφει τα ούρα της. Ο καπουτσίνο είχε κάνει θαύματα. Ποτέ πριν τα ούρα μου δεν είχαν τόσο ευχάριστη γεύση. Α ρε NASA τί χάνεις...

    Η βραδιά έκλεισε ευχάριστα με ένα ελαφρύ ξεκώλιασμα με μπουκάλι από ούζο. Σύμφωνα με μετρήσεις μου είναι προτιμότερο από το μπουκάλι του τσίπουρου. Λεπτό και κομψό, λείο και κρύο, ένα μικρό αριστούργημα. Το στόμιό του σχεδόν πάντα λερώνεται. Το αλογάκι μας είναι ιδιαίτερα παραγωγικό σε σβουνιές, ατίθασο και χαρούμενο, με μια υγιή, παιχνιδιάρικη σεξουαλικότητα, άνευ ορίων.

    Επόμενη στάση: Λέσβος.
     
    Last edited: 11 Νοεμβρίου 2008
  5. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Magic Bus και Γλυκό Κεράσι

    να μην ξεχασεις..η Λεσβος είναι ελληνική...
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στάση: Λέσβος

    Η Κ κι εγώ πίναμε τον καφέ μας και φλυαρούσαμε. Όταν χτύπησε το κινητό, το βάλαμε σε ανοιχτή ακρόαση και το εναποθέσαμε απαλά ανάμεσά μας στον καναπέ.

    "Λοιπόν, καλά είστε εκεί, Κύριε", του είπαμε. "Αν σας είχαμε εδώ θα σας δείχναμε τί ωραίο τσιμπούκι κάνει η Κ και με πόσο ζήλο γλείφω κωλοτρυπίδες εγώ".

    Ο Κύριος γελούσε. Αλλά εγώ χαιρόμουν αφάνταστα που άκουγε πόσο όμορφα περνάμε εγώ και η Κ κι αυτός ήταν ολομόναχος, δεμένος πισθάγκωνα από την δέσμευση του Εκπαιδευτή, με την ψωλή να δείχνει προς το ταβάνι.

    "Ακούγομαι καλά;" ρώτησε ο Κύριος.

    "Για πέστε, σ' αγαπώ πολύ μωρό μου", του είπα εγώ.

    Ο Κύριος άρχισε να κάνει θορύβους αγανάκτησης. Χαρχάριαζε σαν γάτα που προσπαθεί να φτύσει μπάλα από τρίχες. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Κ αυτό, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτό που προτιμούν να πεθάνουν παρά να παραδεχτούν.

    "Πολύ θα ήθελα να σας γνωρίσω, Κύριε", του είπε γλυκά η Κ.

    "Εγώ πάλι καθόλου", γέλασα εγώ, που είμαι σκληρότατη όταν θέλω. "Να μην έρθετε ποτέ".

    Είμασταν γυμνές και οι δυο, φρεσκομπανιαρισμένες, τυλιγμένες με άσπρες, χνουδωτές πετσέτες. Αφράτες και απαλές, γελαστές και χαλαρές, πρόθυμες και καυλωμένες. Καημένε Κύριε...

    Η Κ με έβαλε όρθια στον τοίχο, με την πλάτη γυρισμένη προς αυτήν και τα χέρια ανοιχτά.

    "Α, σαν τον Βιτρούβιο του DaVinci", είπε η Κ.

    Μυθοπλασίες. Ήμουν η D σε έναν γαμιστρώνα κάπου στις Συκιές, έτοιμη να μαστιγωθώ από την φίλη μου, με την εντολή ενός αγνώστου. Κουκιά μετρημένα.

    "Πού να την χτυπήσω, Κύριε;" ρώτησε η Κ.

    "Πλάτη, κώλο και μπούτια", είπε ο Κύριος. "Πρόσεχε να μην χτυπήσεις τα νεφρά της".

    "Είδες πόσο μ' αγαπάει και με προσέχει;" γέλασα. Δεν μπορεί να το πει αλλά σίγουρα το δείχνει.

    Μετά έφαγα αλύπητο ξύλο. Το δέρμα μου κοκκίνησε και φούσκωσε σε άπειρες ραβδώσεις. Το μαστίγιο αυτό είναι δερμάτινο με καρφάκια από τη μία πλευρά και λουριά από την άλλη. Δεν είναι σαν το κακό αλλά κάνει δουλειά.

    Όταν την έβαλε να μου γλείψει τον κώλο, η Κ με πασπάτεψε και στο μουνάκι μου που έσταζε. Από το πρωί ήμουν καυλωμένη γιατί ήξερα ότι αυτό το μεσημέρι θα έκανα το πρώτο μου fisting από πίσω. Ο Κύριος τα ανακοινώνει αυτά από πριν.

    Μετά βάλαμε την Κ στον τοίχο και της βουρδούλισα λίγο τον πισινό. Ήμουν πολύ προσεκτική και το έκανα όσο πιο απαλά μπορούσα.

    "Φτάνει τόσο. Στο κρεββάτι εσύ, στα τέσσερα", ήρθε η εντολή.

    Πήρα τη θέση μου και η Κ έβαλε το γάντι και άρχισε να μου ανοίγει τον κώλο με τα δάχτυλα. Δύο, τρία, τέσσερα. Μετά έκανε μια μικρή μπουνιά και έβαλε μέσα και τον αντίχειρα. Το δέχτηκα πολύ καλά και μου ήταν ευχάριστο. Φυσικά εκεί κόλλησε, δεν πήγαινε άλλο μέσα, γιατί παρά τις επίμονες ασκήσεις και παρά την σχεδόν μόνιμη παραμονή της τάπας στον κώλο μου, παραμένω σφιχτή. Γι αυτό τον λένε σφιγκτήρα, αυτή είναι η δουλειά του, να σφίγγει.

    "Μπορώ να μαλακιστώ;" ρώτησα, παλουκωμένη πάνω στη γροθιά της Κ.

    Μπορούσα.

    Τότε άρχισα να χαλαρώνω όλο και περισσότερο και να προτρέπω την Κ να χώσει πιο μέσα τη γροθιά της.

    "Αχ, κι άλλο, κι άλλο", έλεγα το δόλιο, το στερημένο, που έφτυσα αίμα για έναν χρόνο κλειδωμένη στο dungeon της μοναξιάς. Και τώρα, να που ήρθε η ώρα να ανοίξουμε το κουτί της Πανδώρας. Πω πω τι καλούδια έχει μέσα...Απολαύσεις και ηδονές, γελάκια και τρυφερότητες, μεσημέρια ιδρώτα και πεθυμιάς. Η Λέσβος είναι Ελληνική, η D αχόρταγη και οι Κ φτύνουν μπάλες από τρίχες.

    Όταν μπήκε όλη η γροθιά μέχρι τον καρπό, η Κ άρχισε να με ξεσκίζει. Ήταν κολλημένη επάνω μου και με το ένα της χέρι πίεζε τον κώλο μου προς τα κάτω για να με σκίζει καλύτερα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ ρούπι, μόνο έτριβα με μανία το κουμπάκι μου, τα υγρά από το μουνί μου έσταζαν στο κρεββάτι, τα σάλια μου μούσκεψαν το μαξιλάρι και έχυσα βογκώντας και ψελλίζοντας ασυναρτησίες, όπως συνήθως.

    "Ευχαριστώ", ήταν η πρώτη λέξη που έβγαζε νόημα, και δεν ήξερα ποιον να ευχαριστήσω πρώτα, την τρυφερή μου Κ, τον Κ μου που την έχει δει Κάραγιαν ή τον καημένο τον Κύριο που τον τυραννάμε ασύστολα με την πουτανιά μας. Κι έτσι τους ευχαρίστησα όλους.

    Όταν ξεκουραστήκαμε λίγο και πλυθήκαμε και χαλαρώσαμε και αφού είπαμε ένα σωρό χαζομάρες στον Κύριο που μας έλεγε Κάργιες και Καριόλες, η Κ με έβαλε πάλι στα τέσσερα και μου έκανε fisting από μπροστά, πράγμα που σημαίνει ότι επιτέλους αναγνωρίστηκε το γεγονός ότι είμαι αχόρταγη. Μπήκε μέσα σχεδόν μέχρι τον καρπό. Έχω βάσιμες υποψίες πλέον ότι ο κώλος μου είναι μεγαλύτερος από το μουνί μου. Αυτή τη φορά δεν έχυσα γιατί σπάνια χύνω και δεύτερη φορά. Είναι όπως η αγάπη και η επιθυμία που έχω δωρίσει στον Κ μου. Δεύτερη φορά δεν έχει.

    Όταν έβγαλε το χέρι της το έγλειψα. Είχε μεγάλους άσπρους κόμπους υγρών, πηχτούς. Καλά ήταν.

    "Πώς θέλεις να σου το ανταποδώσει η Δώρα;" την ρώτησε ο Κύριος.

    "Ω δεν ξέρω. Να με γλείψει;" είπε η Κ, που ήξερε.

    Πήγα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να την γλείφω, βάζοντας ταυτόχρονα δύο δαχτυλάκια μέσα στον κόλπο της. Την πίεζα εκεί που μου αρέσει και μένα, λίγο μετά την είσοδο του κόλπου προς τα πάνω.

    "Γεια σας κορίτσια", είπε ο Κύριος, "σας αφήνω τώρα".

    Κλικ. Καλέ πού πήγε αυτός; Μείναμε μόνες.

    "Να σταματήσουμε;" είπε η Κ.

    "Όχι βέβαια", είπα εγώ.

    Συνεχίσαμε το θεάρεστο έργο μας μέχρι που έχυσε και η Κ. Ένοιωθα το μουνί της να τρέμει σαν να το είχε διαπεράσει ηλεκτρισμός. Καλά ήταν.

    Αφού ντυθήκαμε και κανονίσαμε στο πι και φι φάση με έναν τύπο από την Θήβα για την επομένη, η Κ έφυγε. Εγώ δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω και πήγα για ύπνο. Δεν μου είχε μείνει κανένα απόθεμα ενέργειας.

    Είχα γονατίσει επιτέλους.

    Επόμενη στάση: Δεν ξέρω. Νομίζω θα είναι ο Κ μου. Αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά γι αυτό...
     
  7. El_Gato

    El_Gato Regular Member

    Δεν μου λες? Αυτός ο νεαρός μήπως νιαούριζε κιόλας?

     

    Θέλω και εγώ ένα καμτσίκι σαν το κακό!!! 
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στάση: Μπαλκόνι στο Αιγαίο

    Μιλούσαμε για αρκετό καιρό πριν πάρω την απόφαση να δεχθώ την πρόσκληση. Ένα Σαββατοκύριακο σε ένα νησί του Αιγαίου. Ανέλαβε να μου κάνει όλα τα έξοδα, καθότι εγώ ήμουν ως συνήθως απένταρη. Ξεπεσμένη αριστοκράτισσα γαρ.

    «Σου αρέσει ο πόνος;» ρώτησε το παππουλίνι μου και μπορούσα να ακούσω τα σάλια να πλαταγίζουν στη γλώσσα του.

    «Όχι, είμαι εδώ γιατί ψάχνω για βρούβες» του απάντησα.

    Ω, θα περνούσαμε καλά. Του είχα ετοιμάσει μία γερή δόση D. Φευ…

    Ζήτησα άδεια από τον Κύριό μου και μου την έδωσε. Αρχίζω να πιστεύω ότι ο μπαγάσας διασκεδάζει πιο πολύ απ’ ότι εγώ με τις περιπέτειές μου. Η μόνη εντολή, όπως πάντα, να είμαι ο εαυτός μου.

    Στον έλεγχο του αεροδρομίου τα σκουλαρίκια στις ρώγες μου μου εξασφάλισαν έναν πιο επισταμένο έλεγχο από μία κοπελίτσα του security.

    «Έχω piercings» της ψιθύρισα εμπιστευτικά.

    «Μπα, δεν είναι αυτό, φταίνε οι γόβες στιλέτο» είπε.

    Πού νάξερε τι γκουμούτσες κρέμονται από τα βυζιά μου. Νικολή, Νικολή, πόσο τ’ αγαπώ τα Ν, δεν μου φτάνουν στο βυζί, θέλω δυο και στο μουνί.

    Ευδιάθετη, επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο. Ήταν σαν λεωφορείο με φτερά. Είχα να δω ελικοφόρο από τα LOT της Πολωνίας. Με έλουσε κρύος ιδρώτας.

    «Με αυτό θα πετάξουμε πάνω από το Αιγαίο;» ρώτησα την αεροσυνοδό, που μου χαμογέλασε πικραμένα αλλά καταφατικά.

    Προς έκπληξή μου, μόλις απογειωθήκαμε χάθηκε εντελώς το άγχος μου. Αχ αυτή η εκπαίδευση σκλάβας, κάνει θαύματα με τη διαχείριση άγχους. Μασούλαγα κάτι υπέροχα pita bakes με γεύση μπουγάτσας και σε όλη την κάθοδο και στην προσγείωση αυνανιζόμουν σαν τρελή, σφίγγοντας τα μπούτια μου. Δεν τελείωσα αλλά ήταν μία ευχάριστη πτήση.

    Στο αεροδρόμιο με περίμενε το ευγενές γερόντιον. Μετρίου αναστήματος, φαλακρίτσα, λίγα άσπρα μαλλάκια που ανέμιζαν σαν πούπουλα, συμπαθητική φυσιογνωμία, γυαλιά, όλα έδεναν στην εντέλεια με το πορτοκαλί μπουφάν, νεανικού τύπου, με κουκουλίτσα. Νύχια περιποιημένα, λίγο πιο μακριά από ότι πρέπει, όπως τα είχαν οι εύποροι μεγαλοαστοί λίγο μετά τον πόλεμο. Τον δεύτερο, bien sur.

    Είχε ωραίο αυτοκίνητο, μεγάλου κυβισμού, πράγμα που μου έφτιαξε τη διάθεση. Μου σπάει τα νεύρα όταν κάποιος δεν με ελκύει σεξουαλικά. Μία ευκαιρία όμως την άξιζε, για την επιμονή του τόσο καιρό. Μέχρι το τέλος της βραδιάς θα ήξερα αν θα έπαιρνα όλο το πακέτο ή θα έμενα με μία ξενάγηση στο νησί.

    Το ξενοδοχείο ήταν εξαιρετικό. Από το μπαλκόνι μου έβλεπα όλο το λιμάνι. Τουλάχιστον αυτός με περιποιείται, σκέφτηκα. Τέρμα οι σκουληκιασμένες αποθήκες και τα άθλια ξενοδοχεία στην Αχαρνών, που έτσι κι αλλιώς τα πλήρωνα εγώ. BDSM στη χλίδα λοιπόν, με μπαλκόνι στο Αιγαίο.

    Πήγαμε για μπύρες, για να γνωριστούμε καλύτερα. Εγώ ήπια δύο για αρχή και μετά ήπια δύο ποτήρια κρασί. Αυτός ήπιε μόνο ένα ποτηράκι. Μου εξομολογήθηκε ότι είχε ήδη πάθει ένα έμφραγμα και έπρεπε να προσέχει. Κοίτα να μου μείνεις στα χέρια, σκέφτηκα.

    Με πήγε σε ένα εστιατόριο, όπως αυτά που με πήγαινε ο μπαμπάς μου. Μεγάλο, άδειο, καθαρό, χωρίς μουσική, από αυτά που μαζεύουν οικογένειες. Σε κάποια φάση ήρθε κι ένας παπάς. Χάθηκαν τα κουτούκια και οι ταβερνούλες;

    Τουλάχιστον φάγαμε καλά. Πήρα λαχανοντολμάδες, φάβα και σεφταλιά. Αυτός δεν άγγιξε τίποτα από όλα αυτά τα υπέροχα. Έφαγε μπον φιλέ και σαλάτα μαρούλι χωρίς άνηθο. Του τη σπάει ο άνηθος. Ήταν εξαιρετικά σνομπ με όλους και γκρίνιαζε για τα πάντα. Εγώ τιτίβιζα φυσικά. Δεν πτοούμαι ποτέ.

    Ήπιαμε μισό κιλό κόκκινο κρασί χύμα, Οινοποιήματα Θήβας νομίζω, χτύπησα και μια ωραία πανακότα μετά, το παππουλίνι πήρε χαλβά αλλά γκρίνιαξε γιατί ήταν μικρή η μερίδα, μετά γκρίνιαξε που δεν ερχόταν γρήγορα ο σερβιτόρος για να πληρώσουμε, γκρίνιαξε που του είχαν κλείσει λίγο το αυτοκίνητο, κόντεψε να χτυπήσει το μπροστινό του αλλά τον έσωσα εγώ με ένα όπα και συνεχίσαμε σε μπαράκι. Ήταν από τους χειρότερους οδηγούς που έχω δει στη ζωή μου.

    Κοπάνισα δυο βότκες κι αυτός μισή. Μετά πήγαμε στο ξενοδοχείο για το πακέτο. Ο κύβος ερρίφθη. Του έδειξα τα εργαλεία μου κι αυτός τα δικά του. Είχε αγοράσει δύο λουράκια δερμάτινα, αμφιβόλου σκοπού, δύο κεριά αρωματικά, εντελώς ακατάλληλα, γάντια ιατρικά μιας χρήσης, ένα σκοινάκι νάυλον, εντελώς ακατάλληλο, και δυο μαχαίρια για ψητό. Δεν ήξερα αν έπρεπε να φοβηθώ ή να γελάσω. Τι θα τα κάνεις τα μαχαίρια βρε;

    Ξεντύθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι ανάσκελα. Το ευγενές παππουλίνι σύντομα μεταμορφώθηκε σε αυτό που πραγματικά ήταν: η μετενσάρκωση του Ντε Σαντ, βγαλμένος κατευθείαν από τον 18ο αιώνα. Τούμοιαζε κιόλας. Με μαστίγωσε καλά καλά, κυρίως στην κοιλίτσα μου και ανάμεσα στα μπούτια. Βαρούσε πολύ δυνατά. Πού την έβρισκε τόση δύναμη γαμώτο; Του ήταν καλά σηκωμένος, του πήρα και πίπα, του έγλειψα τον κώλο που ήταν μοσχοβολιστός και πεντακάθαρος, του έβαλα και λίγο δαχτυλάκι. Καθώς του έκανα πίπα, μου έλεγε κάτι που μου έκανε εντύπωση: «Μάζεψε τα δόντια σου μέσα». Δεν ήξερα πώς να το κάνω αυτό. Θυμήθηκα τον γατούλη μου, το Σιάμ, που δεν μπορεί να μαζέψει μέσα τα νύχια του. Κάπως έτσι.

    Με έχυσε στη μάπα, τα μάζεψα με τα δάχτυλα και τα έφαγα και μετά έφυγε και με άφησε να κοιμηθώ μόνη μου, πράγμα που είχα ζητήσει από πριν. Όταν ξύπνησα το πρωί, ανακάλυψα δύο πράγματα που μου έφτιαξαν τη μέρα. Το πρώτο ήταν ότι είχα σημάδια από συμμετρικές βουρδουλιές στην κοιλιά μου. Το δεύτερο ότι στο μπάνιο, δίπλα στην οδοντόβουρτσά μου, ήταν μία Fixodent. Στερεωτική κρέμα για οδοντοστοιχίες, έγραφε.

    Έστειλα αμέσως μήνυμα στον Κύριό μου, επισημαίνοντας ότι η Fixodent είναι το μέλλον όλων μας. Ο Κύριος είχε ξεραθεί από τα γέλια αλλά δεν το έδειχνε, το έπαιζε σοβαρός.

    Μέχρι να έρθει το παππουλίνι το μεσημέρι, οι καύλες μου είχαν χτυπήσει κόκκινο. Χαλαρώνω στα ξενοδοχεία και στα ταξίδια, ήταν λίγο και οι ξυλιές της προηγούμενης βραδιάς, τα δροσερά σεντόνια, ο ήλιος και η θάλασσα έξω, η αίσθηση ότι ήμουν εκεί για κάτι συγκεκριμένο, απροσδιορίστου σκοπιμότητος, αλλά ξεκάθαρης φύσης. Ήρθε λοιπόν για το encore αλλά είχε δύσπνοια, από την υγρασία είπε. Ξεκούμπωσε λίγο το πουκάμισο για να μπορεί να αναπνεύσει καλύτερα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Μετά κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να καπνίζει σαν φουγάρο. Άλλος μουρλός από κει. Γδύθηκα εντελώς και γουργούριζα γυμνούτσικο, με ανοιχτά τα πόδια αλλά αυτός ντιπ, δεν έπαιρνε χαμπάρι. Τότε πήρε τηλέφωνο τον φίλο του τον Ανδρέα για να του κοκορευτεί για μένα.

    «Έλα Ανδρέα, ήρθε αυτή που σου έλεγα, που γνώρισα από το Ίντερνετ. Μια μουνάρα (έτσι με είπε, γι αυτό μου αρέσουν οι μεγάλοι) από τη Θεσσαλονίκη. Της έδωσα το ξύλο της χρονιάς της. Δεν μπορείς να φανταστείς. Έκανα ότι ήθελα μαζί της. Την έκανα μαύρη στο ξύλο». Και άλλα τέτοια όμορφα. Του μίλησα κι εγώ του Ανδρέα, που εκδήλωσε το ενδιαφέρον του, με ρώτησε αν κατεβαίνω Αθήνα ποτέ και λοιπά. Μετά το παππουλίνι μου είπε ότι ο Ανδρέας είναι λίγο μεγαλύτερος από αυτόν, γύρω στα 64, πιο ωραίος, αλλά είναι κουτσός, το ένα του πόδι είναι πιο κοντό από το άλλο.

    «Α μάλιστα. Ε, δεν πειράζει», είπα. Ντόρα η ψύχραιμη.

    Σάμπως θα σας παντρευτώ βρε; Λες και δεν βλέπω τι γίνεται. Ο ένας γαμάει μια φορά στα δυο χρόνια και βγαίνει σπάνια από το σπίτι του, η μετενσάρκωση του Ντε Σαντ φοράει μασέλες, ο άλλος θέλει να τρώω τα σκατά μου με εντολή εκ του μακρόθεν, τι να πω; Μπορώ μόνο να πω ότι τώρα τα έχω δει σχεδόν όλα. Ψυχραιμία λοιπόν.

    «Έλα να με εξετάσεις» είπα στο παππουλίνι, αφού είδα κι απόειδα ότι δεν παίρνει μπρος από μόνο του. «Βάλε και τα γάντια, με εξιτάρουν». Αντί να μου κάνει μια ωραία, ψυχρή εξέταση, να γουστάρω κι εγώ λίγο το καημένο, αυτός ξεντύθηκε, κρατώντας μόνο τις κάλτσες του, και άρχισε να με χτυπάει στην κοιλιά με το μαστίγιο με τα καρφιά. Πολύ δυνατά όμως. Γύρισα αμέσως μπρούμυτα, καθότι ως σκλάβα και ιδιοκτησία του Ακατονόμαστου, πρέπει να προστατεύω τον εαυτό μου όσο μπορώ καλύτερα. Τώρα με βάραγε στον κώλο, στα μπούτια και στην πλάτη, όλο και πιο δυνατά. Στριφογύριζα σαν σκουλίκι.

    «Γι αυτό πρέπει να είσαι δεμένη», είπε.

    Ναι, καλά, κι αν τα τινάξεις εσύ ποιος θα με λύσει εμένα μπάρμπα; (Αυτές οι στιγμές απίστευτης πνευματικής διαύγειας μάλλον με εξιλεώνουν για όλα τα υπόλοιπα).

    Συνέχισε το αλύπητο ξύλο για αρκετή ώρα. Απελπίστηκα. Δεν ήξερα γιατί τον αφήνω να το κάνει αυτό. Αισθάνθηκα ένα είδος απέχθειας και για τους δυο μας. Δεν καύλωνα, γιατί απλά τον άφηνα να το κάνει, δεν μου επιβαλλόταν με κάποιο τρόπο, ήξερα ότι δεν νοιάζεται για μένα κι εγώ δεν νοιαζόμουν γι αυτόν. Πιο πολύ ανία αισθάνθηκα. Τι να τον κάνω τον πόνο αν δεν τον υπομένω για να χαρίσω την ικανοποίηση σε αυτόν που θέλω εγώ;

    Είμαι όμως τέρας υπομονής. Είχα και μεγάλη περιέργεια να δω τι θα γίνει μετά, πώς θα αντιδράσω. Με έβαλε γονατιστή στο πάτωμα να του πάρω πίπα. Ταυτόχρονα μου έδινε γερές βουρδουλιές με το μαστίγιο στην πλάτη και στον κώλο. Το μαστίγιο χωνόταν μέσα στη σχισμή.

    «Δεν το κάνεις καλά», μου έλεγε. «Δεν ξέρεις να παίρνεις πίπα». Κάτι μας είπες τώρα. Φυσικά δεν ξέρω. Μάλλιασε η γλώσσα μου να το λέω από την αρχή.

    Η πλάτη μου και ο κώλος μου είχαν πάρει φωτιά από το ξύλο. Νομίζω πως κανένας δεν με έδειρε ποτέ τόσο πολύ. Και δεν έδειχνε καμία διάθεση να σταματήσει.

    Τότε ένοιωσα την έκρηξη μέσα μου. Δεν είχα καμία όρεξη να αφήσω τα κοκαλάκια μου σ’ αυτό το κωλονήσι. Όχι χωρίς έναν τουλάχιστον αξιοπρεπή οργασμό.

    Σταματάω την πίπα και τον παρατάω σύξυλο. Φευ. Του παίρνω το μαστίγιο από τα χέρια και του λέω: «Κάτσε τώρα να δεις τι ωραία που χύνω εγώ».

    Έχωσα το μπουκάλι μου στον πάτο μου και άρχισα να αυνανίζομαι έτσι όπως μου αρέσει, παλουκωμένη. Έκλεισα και τα ματάκια για να συγκεντρωθώ και σταμάτησα να έχω επαφή μαζί του και με το περιβάλλον. Ήμουν πλέον μια γυναίκα, όχι η φτηνοπόρνη που φανταζόταν αυτός, αλλά μια γυναίκα που κάποιος, κάπου, την αγαπούσε, την δεχόταν όπως ήταν, την καταλάβαινε, γελούσε με τις χαρές της και έκλαιγε με τις λύπες της, ένας πολύ σκληρός άνθρωπος που την είχε αρπάξει από τον ανάλαφρο κόσμο της και την είχε βάλει σε ένα σχεδόν απάνθρωπο πλαίσιο σχέσης. Εκεί μέσα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία, αυτή η γυναίκα τώρα έχυνε, κλαίγοντας με λυγμούς, κοιτάζοντας μόνο για μια στιγμή, την στιγμή του πρώτου σπασμού, αυτόν τον άγνωστο που την είχε μαστιγώσει αλύπητα, που πάνω της είχε πάρει εκδίκηση από όλες τις γυναίκες της ζωής του και πρώτα πρώτα από την μητέρα του.

    Δεν με είχε δει ούτε για μια στιγμή, δεν με είχε αγγίξει. Έλυνε τα δικά του προβλήματα. Δεν υπήρχε κανένας σεβασμός στην βία του. Δεν ήμουν άνθρωπος γι αυτόν αλλά αντικείμενο ξεσπάσματος, κάποια που την είχε κάνει μαύρη στο ξύλο και μπορούσε να περηφανεύεται γι αυτό στον Ανδρέα.

    Κάπως έτσι οι άνθρωποι χάνουν την ουσία του BDSM και δεν προχωρούν στα «ενδότερα», που λέει και ο S.T. Και τώρα ήξερα γιατί είχα πάει εκεί. Για να καταλάβω αυτό ακριβώς το πράγμα, που το ήξερα ήδη καλά και για πάντα αλλά είχα θελήσει να το ξαναδώ από μέσα, ως παρατηρητής και ως παρατηρούμενη, ακόμη μια φορά. Την τελευταία.

    Έκανα τότε τη σύγκριση με τον τρόπο που με τυραννάει ο Κύριός μου και διαπίστωσα τα εξής: αυτό που μου κάνει ο Κύριος είναι απείρως πιο σκληρό, γιατί το κάνει με αγάπη και φροντίδα. Με βλέπει, ξέρει πού πονάω, ξέρει πότε να σταματήσει. Δεν πρόκειται για μελανιές και επιδερμικές γρατζουνιές. Αφήνει ουλές μέσα μου, σαν θηρίο. Πότε πότε μου ανοίγει και την ψυχή του. Κι εγώ τότε τον αγκαλιάζω, αλλά πολύ διακριτικά, για να μη μου θυμώσει, το περήφανο στριμμένο άντερο.

    Μετά, όταν είδε τα σημάδια στην πλάτη μου το παππουλίνι, στεναχωρέθηκε πολύ.

    «Εγώ το έκανα αυτό;» είπε.

    Εμ ποιος, ο Ντονατιέν Αλφόνς; Φοβήθηκε μην πάθω τίποτα και έχει την ευθύνη. Ο ένας φοβόταν μην πεθάνει ο άλλος.

    Αργότερα, στην καφετέρια, ο Κύριός μου μίλησε με το παππουλίνι. Παραθέτω τη στιχομυθία.

    «Είναι καλά εκπαιδευμένη η σκλάβα σας, πολύ ανθεκτική στον πόνο, αλλά φωνάζει πολύ. Χρειάζεται μία ευθεία εντολή για να καθίσει να την ξαναδείρω απόψε. Δεν θέλει λέει».

    «Να μη την λυπάσαι καθόλου», λέει ο Κύριος. «Της αρέσει».

    Αυτά είναι μικροδωράκια του Κυρίου, θέλει να με κάνει να αισθάνομαι σαν κρέας. Μετά με στέλνει στην τουαλέτα να βγάλω το βρακί μου και να το χώσω στο μουνί μου. Δεν μπαίνει με τίποτα, μπαίνει μόνο το μισό κι εκεί κολλάει.

    «Άστο καριόλα, γύρνα στον άνθρωπο, θα τα πούμε το βράδυ».

    Θέλει να με δέρνει ο άλλος κι αυτός ν’ ακούει. Το παππουλίνι μάλλον έχει κομπλάρει. Ή τον επηρρέασε η γερή δόση D. Πηγαίνουμε σε ένα άθλιο ψητοπωλείο να φάμε, «ο Πολύτεκνος». Είμαι ήρεμη, κουρασμένη και παρατηρώ κάθε μικρή λεπτομέρεια της τρελοζωής μου με μεγάλο ενδιαφέρον.

    Το παππουλίνι σνομπάρει τον σερβιτόρο, ζητάει σαλάτα μαρούλι χωρίς άνηθο, γκρινιάζει για τη μουστάρδα που έριξαν πάνω στην μοσχαρίσια μπριζόλα του και του είπαν ψέματα ότι είναι σκέτο λεμόνι, την σκουπίζει με χαρτοπετσέτα γιατί έχει και υψηλό ουρικό οξύ εκτός των άλλων. Σε κάποια φάση, καθώς καταναλώνει απίστευτα μεγάλες ποσότητες μαρουλιού, του πετιέται σαλάτα μαρούλι στο μάτι. Πονάει πολύ, με βάζει να το φυσήξω δυνατά, νομίζει ότι έχει μπει άνηθος στο μάτι του, ότι τον καταράστηκε ο σερβιτόρος. Τον στέλνω στο μπάνιο να ρίξει άφθονο νερό. Ειδοποιώ τον Κύριο ότι του μπήκε σαλάτα μαρούλι στο μάτι και δεν έχει διάθεση να κάνουμε φάση απόψε. Έχει καταρροή, είναι άρρωστος, υποφέρει. Αλλά δεν φταίω εγώ σε κάτι, αλήθεια. Προσπαθώ να φανταστώ το πρόσωπο του Κυρίου καθώς διαβάζει τα τρελομηνύματα.

    Κοιμάμαι μόνη το βράδυ, σαν πουλάκι. Ξυπνάω ευδιάθετη και αυνανίζομαι κατόπιν αδείας. Αισθάνομαι πολύ καλά, παρά τα σημάδια στην μέση και στον κώλο. Ο Κύριος λέει ότι μου είχε λείψει το ξύλο, ότι το έχω ανάγκη πότε πότε.

    Δεν συμφωνώ. Δεν κολλάω σε τέτοιες λεπτομέρειες. Το κεφάλαιο μαζοχισμός έχει κλείσει οριστικά. Ξέρω πλέον γιατί χύνω, για ποιον χύνω, πώς χύνω. Ξέρω επίσης ότι όλος ο κόσμος είναι μία παράσταση για έναν μοναδικό θεατή. Χτυπάω ενθουσιασμένη παλαμάκια. Ξέρω ακόμη ότι μέσα μου έχω ένα σκληρό χέρι που δεν μπορώ πια να αποτινάξω, Με κρατάει γερά από μέσα. Ανασαίνω μέσα στη χούφτα του. Κι αυτός γεύεται τα υγρά μου, πίνει τον ιδρώτα μου και τα δάκρυά μου, παρακολουθεί την εξέλιξη της σκέψης μου, αγκαλιάζει τα συναισθήματά μου, απολαμβάνει την ψυχρότητα και τη δύναμή μου. Οι καρδιές μας χτυπούν πάντα μαζί, αργά και δυνατά.

    Περιμένω το αεροπλάνο της επιστροφής κι αυτός με περιμένει να γυρίσω, ξέροντας ότι όπου κι αν πάω, όπου κι αν ταξιδεύω, δεν φεύγω ποτέ από κοντά του.
     

  9.   Welcome back!
     
  10. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Magic Bus και Γλυκό Κεράσι

    Ντορι μου ανεπαναληπτο...
     
  11. cider

    cider Kitchen master

    Ας μην ξαναπώ τα ίδια για την D... Ένα μόνο να προσθέσω: με τρελαίνουν οι υπέροχες περιγραφές των γευμάτων!
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Στο παππουλίνι

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014