Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ode to Joy

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος MindMaster, στις 26 Φεβρουαρίου 2009.

  1. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Θα με συγχωρήσετε, που φέρνω σ' αυτό το φόρουμ που η βασική θεματολογία του πρόσκειται περισσότερο στον πόνο και στο δάκρυ, ένα τόσο χαρούμενο κείμενο. Αλλά ενώ έχει γραφτεί πριν από κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, εξακολουθεί να αναδεύεται και να σκιρτάει μέσα μου, σα να θέλει να μου πει πως θέλει να βγει στο φώς... Στο φώς πηγάζει η έμπνευσή του άλλωστε, οπότε ας μην παραμείνει πλέον εν κρυπτώ...

    Απολογούμαι επίσης, που το αναρτώ στο "BDSM Art & Literature", μιά και δεν είναι ούτε BDSM, ούτε διεκδικεί δάφνες λογοτεχνήματος... Το βάζω όμως εδώ, γιατί και οι BDSMers έχουν καρδιά, και ενίοτε, εάν και όταν βρεθεί το κατάλληλο λίπασμα, γίνεται μπαχτσές...  



    "SPEED" (Στη Lady_Dementia).

    Μετά το τελευταίο «φιλιά» και μόλις είδε το «εκτός σύνδεσης», έπεσε ανάσκελα στον καναπέ, με τα σαγώνια να τεντώνονται γιά να χωρέσουν το πιό τεράστιο χαμόγελο που φάνηκε ποτέ σε πρόσωπο ανθρώπου. Θυμήθηκε εκείνο το παλιό μυθιστόρημα, «τον άνθρωπο που γελά», και τη γκροτέσκα φιγούρα που κοσμούσε το εξώφυλλο. Θυμήθηκε και τον Νίκολσον ως Τζόκερ. Καμμία σχέση... Γιά να χωρέσει το χαμόγελο που έβγαιν’ από μέσα του, θα έπρεπε να έχει σαγώνια κροκοδείλου. Και βάλε...

    Το ταβάνι, συνήθως κάτασπρο αν εξαιρέσουμε μιάν ελαφρά κιτρινίλα απ’ τον καπνό, έλαμπε με τα χρώματα της ίριδας, και κάπου στη γωνιά, πίσω από τα ράφια με τα dvd και τα βιβλία, ξεφύτρωνε του φάνηκε, η άκρη του ουράνιου τόξου. Λίγο πιό πέρα, πίσω από το μεγάλο κάδρο που τα χρώματά του δεν τα ’χε δεί πιό έντονα, ξεπρόβαλλαν... τουλίπες πορφυρές; Έτριψε τα μάτια του... Η νύστα, λες; Είχε ξυπνήσει από τις 5, πολύ πριν το χάραμα, μπορεί το’ καναν τα μάτια του. Αλλά δεν νύσταζε. Να νύσταζε; Έτσι πως ένοιωθε -τόσ’ ολοζώντανος, τόσο ψηλά, τόσο ελαφρύς, τόσο σπηντάτος- δεν θα υπήρχε πιθανότητα, αν κράταγε αυτό, να ξανανυστάξει στη ζωή του όλη. Ούτε να ξαναπεινάσει, ούτε να ξαναδιψάσει, ούτε να ξανακουραστεί, ούτε να ξαναρρωστήσει, ούτε να ξαναπονέσει... Ακαταπόνητος, ακαταμάχητος, απρόσβλητος, άφθαρτος, αθάνατος... Ημίθεος; Όχι, μάλλον Θεός...

    Πετάχτηκε απότομα, κι έτρεξε στο στερεοφωνικό... Ο ήχος της φωνής της, που ακόμη χάιδευε τ’ αυτιά του, κι ακόμη παραμέσα, το μυαλό, κι ακόμη πιό βαθειά, ζέσταινε την ψυχή του σκεπάζοντάς την με άλικο, απαλό βελούδο, ήξερε μόνο με τί θα μπορούσε να συνδυαστεί... Τράβηξε με μιά κίνηση μαέστρου την 9η του Μπετόβεν, γύρισε το κουμπί της έντασης στο max, και ανεβαίνοντας σε μιά καρέκλα –ελλείψει πόντιουμ-, άρχισε να διευθύνει την ορχήστρα και τη χορωδία, στην «Ωδή στη Χαρά»...

    Και των μαέστρων τα τσιγάρα όμως, κάποτε τελειώνουν... Έπρεπε να βγει γιά ν’ αγοράσει... Γελώντας με την απορία αν πήγαινε ο Κάραγιαν με τις φόρμες στο περίπτερο ή φορούσε πάντα το παπιγιόν, σαλτάρισε απόκοτα πάνω από τους σωρούς τα χώματα, που έφραζαν σχεδόν την πόρτα της αυλής... Χαιρέτισε κεφάτα τους μισοέκπληκτους και μισοέντρομους εργάτες που έσκαβαν την άσφαλτο γιά να περάσουν τις σωλήνες φυσικού αέριου, και βλέποντάς τον να πηδάει σαν κατσίκι φοβήθηκαν ότι «θα σκάσει μεσ’ στο λάκκο, και ποιός θα τον πληρώνει μετά», και πήρε χαρωπά το δρόμο γιά την πλατεία, αλαφροπατώντας όσο μπορούσε, γιά να μην στραπατσάρει πολύ τα ροδοπέταλα, που κάποιος του είχε στρώσει γιά να πατήσει...

    Μπήκε στο φαρμακείο, όχι γιά να πάρει κάτι, τίποτε δεν χρειαζόταν βέβαια, αλλά γιά να μοστράρει το χαμόγελό του στο σκουντούφλη μόνιμα κι αγέλαστο φαρμακοτρίφτη, που ήταν πάντα σαν να του ζητούσαν δανεικά. Πήρε κάτι παστίλιες γιά το βήχα, και μιά οδοντόκρεμα, έτσι γιά να πάρει κάτι, και άφησε γιά φιλοδώρημα ένα-δυό από τα καλύτερά του ανέκδοτα... Βγαίνοντας, πίστεψε πως είδε με την άκρη του ματιού του εκείνον το μουρτζούφλη, να συγκρατεί με κόπο ένα χαμόγελο, γιά να μη χάσει το πρεστίζ του... Του έκλεισε το μάτι πονηρά, και τον αποτελείωσε, με ένα «τσάο μπέλλο!!!».

    Πέρασε κι από την ψιλικατζού, τελείως άχρηστη ως τέτοια, κι εκείνος άχρηστος πελάτης. Ποτέ δεν είχε ό,τι της ζήταγε, και κείνος ποτέ δεν ζήταγε, κάτι που εκείνη είχε... Σήμερα θα την έκανε χαρούμενη. Πήρε φρυγανιές –που δεν τις έτρωγε-, εφημερίδα –που δεν διάβαζε-, και γάλα –που δεν το ’πινε-, αλλά επιτέλους, της έδωσε την ικανοποίηση, πως κάτι είχε αγοράσει. «Σας ευχαριστώ», είπε, αρπάζοντας το χέρι της σαν του ’δινε τα ρέστα, και της το φίλησε, σαν νάτανε Αρχιεπίσκοπος... Περιδεής, τον κοίταξε να βγαίνει, κι έπειτα τον ακολούθησε ως την πόρτα, ελπίζοντας ίσως, σ’ άλλο ένα χειροφίλημα. Ήταν κι εξήντα, και... Μάλλον δεν της έφτιαξε μόνο τη μέρα, αλλά και την επόμενη νύχτα. Χαλάλι...

    «Μήτσο;», φώναξε στον περιπτερά, τόσο χαρούμενα, σαν να ’βλεπε ξανά τη μάνα του έπειτα από 30 χρόνια... «Έχεις δουλειά;»... Είχε –φυσικά- δουλειά, αλλά δεν άντεξε στην πίεση, πήρε τηλέφωνο το γιό του να ’ρθεί να κάτσει στο περίπτερο, και ακολούθησε γιά ούζα, δίπλα, στο καφέ... Δεν είχαν και πολλά να πουν, δεν έλεγαν ποτέ τους και πολλά, εκτός από καλημέρα, καλησπέρα, ευχαριστώ, παρακαλώ, μα ο Μήτσος ήταν ο μόνος διαθέσιμος εκείνη τη στιγμή, κι ο άλλος δεν ήθελε να σταματήσει να μιλάει και να γελάει, κι ας ήταν όλα όσα λέγαν άσχετα... Ποδόσφαιρα, πολιτικές, εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα... Κανείς τους δεν πολυνιαζόταν, αλλά τα ούζα τα ’πιαν, τσουγκρίζοντας σαν να ’χαν πιάσει το τριπλό τζακπότ του λαϊκού...

    Σηκώθηκε, χτύπησε τον περιπτερά στην πλάτη τρυφερά, σχεδόν που τον αγκάλιασε, πλήρωσε το κορίτσι που σερβίριζε τιπάροντας αδρά, κι έκανε να φύγει. Πλησίαζε άλλωστε η ώρα, που μπορεί να τη ξανάβρισκε...

    Ο Μήτσος –δεν ήτανε κανένας χθεσινός, άνθρωπος της πιάτσας- ρώτησ’ εκείνο που δεν είχε ρωτήσει τόση ώρα:
    «Ρε Θανάση;»
    «Έλα...»
    «Μα τόσο καλή είναι, ρε φίλε;»
    «Καλύτερη, Μητσάρα... Η καλύτερη»
    «Και καλά, πώς, τί σου ’κανε, και την έχεις ψωνίσει έτσι;»
    «Τίποτε Μήτσο μου, δεν μου ’κανε... Απλώς, μου είπε...»
    «Σου είπε; Μα τί μπορεί μωρέ, να σου ’πε;»
    Έκανε μιά πλατειά χειρονομία με το χέρι του, που εννοούσε «μεγαλείο».
    «“Στάσιμα”, Μήτσο... Μου είπε “στάσιμα”»
    «Στάσιμα…; Στάσιμα;;;»
    «Ναι, φίλε...“Στάσιμα”. Κι έπειτα: “θα δούμε”»...
    Ο Μήτσος δεν σχολίασε, παρά κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του.
    «Καλά ρε φίλε», είπε, «άντε καλό απόγευμα. Να ’σαι καλά γιά τα ούζα».

    Ξαναπήρε το δρόμο γιά το σπίτι διασχίζοντας αυτή τη φορά τη μικρή πλατεία, το ίδιο κεφάτος όσο και στον πηγαιμό, παρά τον εμφανή σκεπτικισμό του Μήτσου. Τί ήξερε αυτός; Τίποτε, φυσικά, δεν ήξερε. Γι’ αυτό βεβαίως και δεν μπορούσε να δει, πως κάποιος είχε σκεπάσει με ροδοπέταλα, και την πλατεία...
     
    Last edited: 26 Φεβρουαρίου 2009
  2. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Πολύ πολύ καλό.

    Ανεβασμένο σε βλέπω, MindMaster. 
     
  3. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Πάει αυτός.

     
     
  4. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    αφιερωμενο εξαιρετικα...  (η ωδη στη χαρα με μπουζουκι ενα πραμα)

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. Georgia

    Georgia Owned Contributor

  6. Emma

    Emma Contributor

    Love ...

    Σε άλλους δίνει φτερά...

     

    και σε άλλους τα κόβει.

     

    Χαίρομαι που εσύ ανήκεις στους πρώτους.​