Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Resurrection, ή Όσα έφερε το κύμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 19 Ιουνίου 2023.

  1. skia

    skia owned Contributor

    Μη βάζεις ιδέες, παιδί μου!!! Θες να ξυπνήσουμε και να δούμε 5 ιστορίες να μπουρδουκλώνονται;;;
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 9ο - The (un)Holly Inquisition

    Το φαγητό στο φούρνο ήταν έτοιμο όπως έτοιμη ήταν και η πράσινη σαλάτα με κομματάκια μήλου που θα συνόδευε το σουφλέ. Έβαλα τη σαλάτα στο ψυγείο και έβγαλα το Αγιωργίτικο για να ζεσταθεί, το μυστικό είναι να μην είναι κρύο αλλά να μην είναι και σε θερμοκρασία δωματίου, μισή ωρίτσα είναι ό,τι πρέπει. Της Αναστασίας της είχα πει να έρθει γύρω στις 20:30 οπότε έχοντας τελειώσει τις προετοιμασίες πήγα να κάνω κι εγώ ένα ντουζάκι καθώς με το που γύρισα από το γραφείο ξεκίνησα να φτιάχνω το σουφλέ. Μιας και μπήκα μόνος μου ξεκίνησα με χλιαρό νερό και στο τέλος ξεπλύθηκα σχεδόν με κρύο σε μια προσπάθεια να διώξω τη συσσωρευμένη κούραση.

    Χθες είχα πάει στο pet shop να πάρω το κάλυμμα για τα πίσω καθίσματα και μετά πήγα τον αρκούδο μου στο γιατρό για να κάνει το εμβόλιό του για το καλαζάρ. Άδραξα την ευκαιρία και τον ζύγισα και διαπίστωσα ότι είχα πέσει 8 κιλά έξω στην εκτίμησή μου, 103 κιλά είχε φτάσει το καμάρι μου αλλά ο γιατρός είπε ότι αυτές οι διακυμάνσεις είναι φυσιολογικές για τέτοιο μέγεθος, οπότε το 95-105 θα είναι φυσιολογικό ανάλογα με την εποχή. Λογικό μου φάνηκε, έπινε κάθε μέρα γύρω στα πέντε λίτρα νερό και έτρωγε τρία κιλά barf ή ενάμιση κιλό barf και μισό κιλό κροκέτες οπότε το +/- 5 για τον Ράντι είναι σαν το +/-1 για μένα.

    Αύριο το απόγευμα θα πηγαίναμε Θεσσαλονίκη οδικώς με στάση για να φορτίσω το αυτοκίνητο στην εξωτική Λάρισα. Ανυπομονούσα να βγω στο δρόμο και να το ανοίξω καθώς τις καθημερινές και μέσα στην Αθήνα δε μου δινόταν η ευκαιρία. Μου αρέσει η οδήγηση και ακόμα περισσότερο όταν έχω καλή παρέα και με την Αναστασία δύσκολα βαριέσαι, και δεν αναφέρομαι μόνο στο σεξουαλικό κομμάτι, άλλωστε δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο από τη στιγμή που θα μπαίναμε στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουμε. Τούτου λεχθέντος σήμερα είχα ορεξούλες καθότι πέραν της πρωινής πίπας της Δευτέρας μόνο για κατούρημα είχε βγει από το παντελόνι. Χθες είχε βγει με συμφοιτητές της και τη Δευτέρα που είχαμε βγάλει μαζί το Ράντι βόλτα μετά ήμουν πολύ κουρασμένος για το οτιδήποτε, άλλωστε το ΣΚ που είχε περάσει του είχαμε δώσει να καταλάβει.

    Κυριακή βράδυ

    - «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις» άρχισα να τραγουδάω και το κλάμα έγινε μέσα σε μια στιγμή κλαυσίγελος.
    - «Θα σε δείρω άλλη στιγμή γιατί τώρα είμαι πολύ χαρούμενη!»
    - «Αχ τι καλή που είσαι, με υποχρεώνεις!»
    - «Να δεις τι σου ‘χω για μετά!» Αντί απάντησης την φίλησα τρυφερά και την ένιωσα και πάλι να λιώνει. «Αχ αυτά μου κάνεις!»
    - «Μεταξύ άλλων!»

    Πήρα το ποτήρι μου και της έδωσα και το δικό της και ήπιαμε μια γουλιά και μετά χαλάρωσε και πάλι έχοντας ξαπλώσει πάνω μου. Το ζεστό νερό με είχε γλαρώσει και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χασμουρητό.

    - «Νύσταξες Αντώνη μου;»
    - «Όχι μωρό μου, απλά έχω χαλαρώσει τόσο πολύ που γλάρωσα»
    - «Θέλεις να βγούμε;»
    - «Όχι βρε»
    - «Έλα να αλλάξουμε θέσεις!» μου είπε.
    - «Όχι καλά είμαστε! Άμα αλλάξουμε θέσεις πώς θα το κάνω αυτό;» τη ρώτησα χουφτώνοντας και τα δυο της στήθη.
    - «Αλλοίμονο!» μου απάντησε πειρακτικά.
    - «Λοιπόν, story time. Για πες μου, τι άλλες φαντασιώσεις είχες μαζί μου;»
    - «Θα σου πω αλλά μη θυμώσεις!»
    - «Γιατί να θυμώσω βρε χαζούλα;»
    - «Γιατί… γιατί τότε… ζούσε η Αγγελική αλλά στις φαντασιώσεις μου… υπήρχες μόνο εσύ.»
    - «Λογικό, θα παρα-ήταν προχωρημένη η φαντασίωση αν ήταν μαζί και η Αγγελική. Λοιπόν, για λέγε.»
    - «Ουφ… Είχα κάμποσες αλλά η αγαπημένη μου είναι με σκηνικό στο Πόζαρ. Έχουμε πάει στα κλειστά λουτρά και μπαίνουμε μέσα να αλλάξουμε και εσύ μου ζητάς να αλλάξω μπροστά σου. Ντρέπομαι λίγο αλλά εσύ επιμένεις. Αρχίζω και γδύνομαι μπροστά σου και εσύ με τρως με τα μάτια και νιώθω ταυτόχρονα ντροπή και διέγερση. Έχω μείνει με τα εσώρουχα και διστάζω αλλά εσύ μου λες σε τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις να βγάλω το πάνω μέρος του μαγιό μου. Σε υπακούω και βγάζω το σουτιέν αλλά προσπαθώ να καλύψω τα στήθη μου με τα χέρια μου. Εσύ με πλησιάζεις και μου κατεβάζεις τα χέρια και με κοιτάς για λίγη ώρα με λάγνο βλέμμα ενώ βλέπω από κάτω το σορτσάκι σου να φουσκώνει. Με φέρνεις με την πλάτη προς εσένα και αρχίζεις και με φιλάς στο σβέρκο ενώ τα χέρια σου μαλάζουν απαλά και τα δυο μου στήθη. Μετά το χέρι σου κατεβαίνει και με χουφτώνεις ανάμεσα στα πόδια, αρχικά έξω από το εσώρουχο και στη συνέχεια μέσα. Μετά μου κατεβάζεις και το εσώρουχο και μένω τελείως γυμνή μπροστά σου. Παρά την ντροπή και την αμηχανία που νιώθω είμαι τέρμα ερεθισμένη. Μετά με γυρίζεις προς τα σένα και μου ζητάς να σου κατεβάσω το σορτς. Διστάζω αλλά εσύ επιμένεις.»
    - «Μη σταματήσεις ούτε στιγμή τη διήγηση» της είπα και κατέβασα το δεξί μου χέρι ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να της παίζω το μουνάκι.
    - «Μάλιστα… ΜΜΜ λοιπόν… σου κατεβάζω το σορτς και δε φοράς τίποτα από μέσα. Το όργανό σου πετάγεται ερεθισμένο, η θέα του με κάνει να νιώθω ένα παράξενο μείγμα φόβου και σαγήνης. ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ Δεν έχω κάνει ξανά έρωτα, πώς θα μπει αυτό το πράγμα μέσα μου; ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ. Σε υπακούω σαν αυτόματο, τον παίρνω στα χέρια μου και αρχίζω και τον χαϊδεύω. ΑΑΑΑΑΧ δεν έχω ξαναδεί αντρικό όργανο παρά μόνο σε φωτογραφίες. ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ. Τον χαϊδεύω σε όλο ΑΑΑΑΑΑΧ το μήκος και ΑΑΑΧ χουφτώνω και τα μπαλάκια σου. Θέλω να τον γευτώ, θέλω να τον μυρίσω, δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ. Με ρωτάς αν μου αρέσει και σου κουνάω καταφατικά το κεφάλι χωρίς να πάρω ούτε στιγμή το βλέμμα μου από πάνω του. ΜΜΜΜΜ Μου ζητάς να γονατίσω και υπακούω πρόθυμα, η αμηχανία μου έχει εξαφανιστεί. Όταν το κάνω μου λες να σε κοιτάξω και αρχίζεις και μου τον τρίβεις στο πρόσωπο. ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ. Η αντρική του μυρωδιά με ξετρελαίνει ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ και… και… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ με κάνει ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ να υγραίνομαι. Θέλω ΑΑΑΑΧ θέλω να τον γευτώ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ… τον… τον τρίβεις στα χείλη μου και χωρίς ΑΑΑΑΑΧ να το σκεφτώ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ τον βάζεις στο στόμα μου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ. Η γεύση του με τρελαίνει αλλά εσύ με… ΑΑΑΑΑΧ με… με… ΑΑΑΧ με σταματάς. Με ΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ σηκώνεις όρθια και με φιλάς παθιασμένα στα χείλη ΑΑΑΑΑΧ. Νιώθω να λιώνω στο φιλί σου. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ με… ΑΑΑΑΧ με πας μέσα στο ζεστό νερό… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ και με βάζεις ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ να ΑΑΑΑΑΑΑΧ σκύψω στον τοίχο. ΑΑΑΑΑΧ δε ΑΑΑΑΑΑΧ δε μου λες ΑΑΑΑΑΧ τίποτα… απλά με ΑΑΑΑΧ βάζεις και σκύβω και έρχεσαι ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ από πίσω και το βάζεις μέσα… ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ μέσα μου και αρχίζεις και με γαμάς δυνατά. ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»

    Το σώμα της άρχισε και πάλι να τραντάζεται και τεντώθηκε σαν τόξο στην κορύφωση της έντασης του οργασμού της και σχεδόν της κόπηκε η ανάσα. Και δεύτερο τέντωμα… και τρίτο… μόνο ένα πνιχτό ΜΜΜΜΦΜΦΜΦΜΦΜΜΜΦΦΜΜ ακούγονταν λες και το σώμα της είχε ξεχάσει να εκπνέει. Το σώμα της χαλάρωσε καθώς το χέρι μου έφυγε από το επίμαχο μέρος για να την αφήσω να βρει τις ανάσες της. Η ιστορία της με είχε καυλώσει αλλά δεν ήθελα ακόμα να εκτονωθώ.

    - «Θεούλη μου!» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε όταν βρήκε τις ανάσες της.
    - «Έγινες θρήσκα μικρή μου αγνωστικίστρια;»
    - «Όχι αλλά μερικές φορές την εμπειρία τη λες και θρησκευτική»
    - «Χαίρομαι που σου άρεσε!»
    - «Και απ’ ότι νιώθω όχι μόνο σε μένα!»
    - «Άστον αυτόν, για τα δικά σου χαΐρια μιλάμε. Τι άλλες φαντασιώσεις είχες;»
    - «Παραλλαγές του theme να με χρησιμοποιείς για να ικανοποιηθείς. Να μου κάνεις ό,τι θες χωρίς να με ρωτάς αλλά και χωρίς εγώ να μπορώ να σου φέρω αντιρρήσεις, να σε υπακούω σα μαγνητισμένη ακόμα και όταν η πράξη μου προκαλεί ταπείνωση. Να… συχνά σε φανταζόμουν να είμαι γονατισμένη και να τον παίζεις και να τελειώνεις στο πρόσωπό μου. Η… να με βάζεις στα τέσσερα και να με παίρνεις από πίσω και να με λες πουτανάκι. Δεν ξέρω, μπορεί να με είχε επηρεάσει το βίντεο που μου είχε δείξει η Τίνα… του Κορκολή εννοώ. Δηλαδή τι μπορεί… όταν μου το έδειξε το ίδιο κιόλας βράδυ αυτό φαντάστηκα και ευτυχώς που οι γονείς μου είχαν πάει έξω γιατί νομίζω ότι ακούστηκα πολύ δυνατά!»
    - «Είσαι κομμάτι φασαριόζα, στο αναγνωρίζω»
    - «Κανένα παιχνίδι που είχα κάνει με τον εαυτό μου δεν συγκρίνεται με τα παιχνίδια που μου κάνεις εσύ, για να μην αναφέρω όταν κάνουμε έρωτα!»

    Ποιους θα έχω παρέα στο καζάνι, άραγε; Μπορεί να την είχα ερωτευτεί αλλά όλα αυτά που κάναμε μέχρι τώρα εγώ δε θα το ονόμαζα έρωτα, γαμήσι μέχρι να μην μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας, το λένε στο χωριό μου. Ή, τουλάχιστον, έτσι θα το έλεγαν αν ήμουν από χωριό με ηδονιστές κατοίκους.

    - «Και μπράβο μου!»
    - «Και μπράβο σου. Σου έχω μια έκπληξη, θα βγω τώρα και βγες και εσύ σε δέκα λεπτά αλλά όχι πριν, εντάξει;»
    - «Εντάξει μωρό μου» της είπα και σηκωθήκαμε και οι δύο να ξεπλυθούμε. «Έχεις μέχρι να αδειάσει το νερό της μπανιέρας!»
    - «Δέκα λεπτά ή το άδειασμα της μπανιέρας, ότι έρθει τελευταίο!» μου δήλωσε και βγήκε από το μπάνιο. Δεν είχε βρέξει τα μαλλιά της παρά μόνο στις άκρες οπότε τα σκούπισε στα γρήγορα και βγήκε έξω. Τι να μου ετοίμαζε άραγε; Τι είχε φέρει στη σακούλα; Το ρολόι μου ακόμα φόρτιζε οπότε δεν είχα κάτι για να μετρήσω το χρόνο. Όταν άδειασε η μπανιέρα πήγα στην πόρτα και την άνοιξα χωρίς ωστόσο να βγω έξω.
    - «Αναστασία να βγω;»
    - «Δώσε μου μισό λεπτάκι ακόμα, θα σε φωνάξω». Περίμενα υπομονετικά και δυο-τρία λεπτά αργότερα την άκουσα να λέει «Έλα!»

    Όταν έφτασα στο σαλόνι και την είδα το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα, αν με έβλεπε κάποιος θα πίστευε ότι στην καλύτερη έπαθα τριπλό εγκεφαλικό. Η Αναστασία φορούσε ένα απίστευτα σέξι μαύρο, ημιδιάφανο, δαντελωτό babydoll, με γαλάζιες δαντέλες, δέσιμο στο ύψος του στήθους και άνοιγμα κάτω από το δέσιμο. Από κάτω φορούσε ένα υπέροχο ασορτί κιλοτάκι, εξίσου μαύρο, δαντελωτό και ημιδιαφανές μέχρι και λίγο κάτω από ύψος της ήβης.

    - «Πάει, μου έμεινε πάλι!» με πείραξε η Αναστασία.
    - «Δεν εξηγείται αλλιώς! Ήμουν μουσουλμάνος και δεν το ήξερα και πέθανα και βρίσκομαι στον παράδεισο!»
    - «Τα Ουρί υποτίθεται ότι είναι παρθένες!»
    - “Who cares?”
    - «Εσύ όχι απ’ ότι βλέπω, δεν κουβαλάς απλά όπλο, είσαι έτοιμος να πυροβολήσεις!»
    - «Έλα εδώ» της είπα και όταν με πλησίασε την έβαλα να γονατίσει. Έτριψα το όργανό μου στο πρόσωπό της, όπως μου το είχε περιγράψει στη φαντασίωσή της, και το έβαλα μέσα στο στόμα της και κρατώντας το κεφάλι της ακίνητο άρχισα να της το γαμάω προσέχοντας μέχρι που το έβαζα, δεν ήθελα να την κάνω να πνιγεί. Γρήγορα ένιωσα πως αν συνέχιζα έτσι δε θα κρατούσα ούτε λεπτό και ήθελα να το απολαύσω όσο περισσότερο γινόταν, οπότε σταμάτησα και την άφησα να δώσει εκείνη το ρυθμό της. Αμ δε, με αγκάλιασε από τους γλουτούς και άρχισε να κουνάει μπρος-πίσω το κεφάλι της σε αργό ρυθμό που της επέτρεψε να με πάρει αρκετά πιο βαθιά απ’ ότι συνήθως και το τέλος ήρθε από το πουθενά. Καταλαβαίνοντας ότι τελειώνω, με κράτησε ακίνητο στο στόμα της ενώ έφερε το χέρι μπροστά και πιάνοντας το όργανό μου από τη βάση του άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις κάνοντας την ένταση του οργασμού μου να δεκαπλασιαστεί. Όπως κι εκείνη λίγη ώρα πριν, έτσι κι εγώ μόνο ένα ΜΜΜΜΦΜΜΦΜΜΜΧΜΜΦΜΜ έκανα προσπαθώντας να βρω ανάσες και εκπνοές ενώ το όργανό μου έκανε σπασμούς βαθιά μέσα στο στόμα της γεμίζοντας την με σπέρμα. Συνέχισε να με ρουφάει και να με γλείφει για λίγη ώρα ακόμα και τραβήχτηκε απαλά σηκώνοντας το βλέμμα της προς εμένα.

    - «I take it that you liked it» μου είπε σκανταλιάρικα.
    - «Τσίμπα με… αααααχ! Καλέ να με τσιμπήσεις σου είπα, όχι να μου κόψεις κομμάτι!»
    - «Εγώ δεν κάνω μισές δουλειές κύριε Αντωνάκη!»
    - «Δεν το βλέπω;» είπα ειλικρινά.

    Και είχε και δεύτερο γύρο λίγη ώρα αργότερα. Βγήκαμε στη βεράντα να πιούμε το κρασί μας και απλά και μόνο κοιτάζοντάς την καύλωσα και πάλι. Την πήγα στο δωμάτιο, την ξάπλωσα, της έβγαλα το κιλοτάκι και μπήκα μέσα της χωρίς καν να της βγάλω το babydoll. Και καλά που ήμασταν και στο δωμάτιο γιατί αν την είχα πάρει στη βεράντα, όπως σκέφτηκα προς στιγμή, θα μας είχε μαζέψει η αστυνομία. ​

    Σήμερα

    Παρόλο που θα τρώγαμε σπίτι μου της είχα πει να ντυθεί καλά και ομοίως ντύθηκα και εγώ. Αφού τελείωσα πήγα στην τραπεζαρία και έστρωσα το τραπέζι και μετά βγήκα στη βεράντα να κάτσω στη νυχτερινή δροσιά και άνοιξα το κινητό μου και χαζολόγησα για λίγο βλέποντας βιντεάκια στο YouTube. Στις 20:30 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι και παίρνοντας το μωβ τριαντάφυλλο που είχα αγοράσει το απόγευμα, πήγα να της ανοίξω. Στάθηκα λίγο στον καθρέφτη δίπλα από την είσοδο και έφτιαξα τη γραβάτα μου και όταν βεβαιώθηκα ότι ήμουν εντάξει, της άνοιξα την πόρτα.

    - «Καλώς τη μου» της είπα. Μπήκε μέσα χωρίς να απαντήσει και με το που έκλεισα την πόρτα της έδωσα το τριαντάφυλλο κάνοντας το πρόσωπό της να λάμψει ακόμα περισσότερο. Έσκυψα και τη φίλησα πεταχτά στα χείλη και μετά τραβήχτηκα κοιτάζοντάς την από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Φορούσε ένα πολύ όμορφο ανοιχτό μαύρο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα και που έδενε σταυρωτά στο λαιμό αφήνοντας ένα κενό από κάτω που τόνιζε τις καμπύλες της. Οι γόβες της ήταν ανοιχτές με περίτεχνο χιαστί δέσιμο και μέτριο τακούνι. Ήταν σαν άγγελος, πραγματικά σαν άγγελος. «Κουκλί είσαι» της είπα ρουφώντας την εικόνα της με τα μάτια μου.
    - «Φοράς γραβάτα!» μου είπε χαϊδεύοντας τον κόμπο της. «Μόνο σε φωτογραφίες σε είχα δει έτσι, είσαι υπέροχος!»
    - «Αφού σου είπα να ντυθείς καλά, έτσι θα σε άφηνα;»
    - «Αχ πόσο μ’ αρέσουν αυτές οι εκπλήξεις» είπε συνεχίζοντας να χαϊδεύει τον κόμπο της γραβάτας.
    - «Έλα, πάμε μέσα» της είπα και περάσαμε στην τραπεζαρία.
    - «Άναψες και κεριά;;;»
    - «Αμέ! Και κεριά και λουλούδια και απ’ όλα.»

    Τράβηξα την καρέκλα και την έβαλα να κάτσει. Πήγα στην κουζίνα και έφερα πρώτα το κρασί και έπειτα τη σαλάτα και στο τέλος το σουφλέ. Για επιδόρπιο της είχα ακόμα μία έκπληξη, το cheesecake με φράουλα που το λάτρευε. Βέβαια αυτό το είχα πάρει έτοιμο γιατί οι μαγειρικές μου ικανότητες εξαντλούνται στο σουφλέ, σε απλή μακαρονάδα και στο ψήσιμο κρεάτων. Γέμισα το ποτήρι της με το κρασί και γέμισα και το δικό μου και στο τέλος μας σέρβιρα και στους δύο σουφλέ.

    - «Στην υγειά μας» της είπα και της έτεινα το ποτήρι μου.
    - «Στην υγειά μας» μου απάντησε και αφού τσουγκρίσαμε ήπιαμε μια γουλιά. «Θεέ μου είναι ακόμα πιο νόστιμο απ’ όσο το θυμάμαι!» είπε όταν έφαγε την πρώτη πιρουνιά. «Και η σαλάτα με το μήλο! Αχ σε λατρεύω!»
    - «Είσαι σκέτη γλύκα ρε μούτρο!»
    - «Είμαι!»
    - «Για πες, πώς τα πέρασες χθες;»
    - «Καλά ήταν.»
    - «Δεν βλέπω ενθουσιασμό!»
    - «Ε, δεν ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο για να ενθουσιαστώ. Δεν εννοώ ότι δεν ήταν καλά αλλά όχι τίποτα το αξιομνημόνευτο.»
    - «Πού πήγατε;»
    - «Στο Θησείο, ήταν σημείο που βόλευε σχεδόν όλους.»
    - «Ήσασταν πολλοί;»
    - «Μπα, πέντε άτομα όλα κι όλα»
    - «Ο συμφοιτητής σου που σου είχε ζητήσει να βγείτε, τι έγινε;»
    - «Τίποτα. Την Παρασκευή του είπα άλλη φορά και δεν μου ξαναζήτησε.»
    - «Θα ήθελες να σου ξαναζητήσει;»
    - «Το ίδιο μου κάνει, δηλαδή αν είναι απλά για ένα καφέ. Αν είναι να μου την πέσει, θα προτιμούσα να μη βγω μαζί του. Νιώθω πολύ άβολα όταν αναγκάζομαι να ρίξω άκυρο σε κάποιον.»
    - «Δε βαριέσαι και αυτό μέρος της ζωής είναι και, εδώ που τα λέμε, αν είναι μια φορά άβολο να ρίχνεις χυλόπιτα που να δεις όταν την τρως»
    - «Εσύ έχεις φάει;»
    - «Ναι, έφαγα κάμποσες μέχρι να μάθω να διαβάζω τα σημάδια.»
    - «Η επανάληψη είναι η μητέρας της μαθήσεως»
    - «Δε βαριέσαι Αναστασία μου, δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα, έχει και το να φας τοίχο τη χρησιμότητά του. Το μυστικό είναι να το εκλαμβάνεις όπως ακριβώς είναι και να μην το ρίχνεις στην άρνηση και την αυτολύπηση. Δεν αρέσεις σε μία; θα αρέσεις σε άλλη. Αν δεν αρέσεις σε καμία τότε κάτι κάνεις λάθος.»
    - «Εγώ πάντως δεν το έχω εύκολο και χαλιέμαι.»
    - «Έχεις ταΐσει πολύ κόσμο;»
    - «Ευτυχώς όχι, η αλήθεια είναι ότι δε μου πολύ-κολλούσαν στο σχολείο.»
    - «Δεν σε πείραζε αυτό;»
    - «Καθόλου όμως, μια χαρά ήμουν στην ησυχία μου. Άλλωστε εγώ ήμουν ερωτευμένη και με κάποιον πολύ μεγαλύτερό μου και μάλιστα παντρεμένο, ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε.»
    - «Ο Χάρης και ο Νίκος;»
    - «Ε, δε θα γινόμουν και καλόγρια. Εννοώ ότι ήξερα μέσα μου ότι ο έρωτάς μου μαζί σου δεν υπήρχε περίπτωση να έχει ανταπόκριση και αμφότεροι μου άρεσαν αρκούντως.»
    - «Πόσο κράτησαν οι σχέσεις σου;»
    - «Έξι μήνες με τον Χάρη, τρεις μήνες με τον Νίκο.»
    - «Και πώς τελειώσατε;»
    - «Με τον Χάρη το τελείωσα εγώ και εκεί διαπίστωσα ότι μου ήταν εξίσου δύσκολο με το να ρίξω χυλόπιτα. Με το Νίκο το τελείωσε αυτός όταν κατάλαβε πως ο έρωτάς του δεν είχε ανταπόκριση.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Ήταν ερωτευμένος μαζί μου, πολύ. Εγώ όχι. Εννοώ μου άρεσε που ήμασταν μαζί αλλά δεν ήμουν ερωτευμένη.»
    - «Με τον Χάρη;»
    - «Ούτε με το Χάρη αν και η αλήθεια είναι ότι για εκείνον, τουλάχιστον στην αρχή, είχα πιο δυνατά συναισθήματα. Φαντάζομαι ότι αν είχαμε συνεχίσει με το Νίκο, αργά ή γρήγορα θα το τέλειωνα εγώ, οπότε με έβγαλε και από τη δύσκολη θέση.»
    - «Σκληρή!»
    - «Πραγματίστρια!»

    Όταν τελειώσαμε το φαγητό μας της είπα να πάει να κάτσει στη βεράντα όσο να μαζέψω εγώ το τραπέζι. Πριν γυρίσω στη βεράντα πέρασα από το γραφείο μου και ψάρεψα ένα τσιγάρο και όταν βγήκα την βρήκα να έχει βγάλει τις γόβες και να κάθεται στην κούνια έχοντας ανεβάσει πάνω και τα πόδια της. Στα χέρια της κράταγε το τριαντάφυλλο που της είχα δώσει. Ο Ράντι ήταν ταβλιασμένος και έριχνε υπνάρες ροχαλίζοντας του καλού καιρού. Κάθισα στο τραπεζάκι και άναψα το τσιγάρο.

    - «Αφού έβγαλες τις γόβες σου θα βγάλω κι εγώ τη γραβάτα!»
    - «Να τη βγάλεις Αντώνη μου. Σ’ ευχαριστώ που τη φόρεσες για μένα!»
    - «Αφού το κορίτσι ήθελε να με δει με γραβάτα, θα του χαλούσα το χατίρι; Α, κάτσε να κάνω το τσιγάρο, σου έχω ακόμα μια έκπληξη.»
    - «Χμμμ, δεν κάνει να καπνίζεις!»
    - «Κάτσε φρόνιμα, νιάνιαρο!»
    - «Χιχιχι, έχει πλάκα όταν με λες πειρακτικά νιάνιαρο!»
    - «Λοιπόν, θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να μην τ’ ανοίξεις αν δε σου πω!»
    - «Εντάξει!»

    Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα και έβαλα σε δύο πιατάκια του γλυκού από ένα κομμάτι cheesecake στο καθένα. Ο Ράντι πήρε χαμπάρι ότι μοιράζαμε φαγητό και σηκώθηκε να έρθει και αυτός μη μείνει ρέστος στη διανομή, ο ζήτουλας. Άφησα το δικό μου πιάτο στο τραπέζι και πήγα στην κούνια όπου καθόταν, ακόμα με κλειστά τα μάτια, η Αναστασία.

    - «Να τα ανοίξω;»
    - «Όχι ακόμα!» της είπα και πήρα μια κουταλιά από το γλυκό και της το έφερα στο στόμα.
    - «Cheesecake!!!!!!!» φώναξε ενθουσιασμένη όταν το δοκίμασε.
    - «Φράουλα, που σ’ αρέσει!»
    - «Αχ σ’ αγαπάω! Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!» μου φώναξε.
    - «Μπορείς να μ’ αγαπάς σε πιο χαμηλή ένταση;»
    - «Σ’ αγαπάω!» μου είπε ψιθυριστά.
    - «ΧΑΧΑΧΑΧΑ είσαι όργιο» είπα μη μπορώντας να κρατήσω τα γέλια μου.
    - «Κοκό!» είπε και μου πήρε από τα χέρια το πιάτο.
    - «Από αυτό άλλο τίποτα! Αργότερα όμως, λυσσάρα!»
    - «Βρε έκφυλε! Το γλυκό εννοούσα!»
    - «Αφού σου είπα, θα πάρω με γεύση φράουλα! Δεν εννοούσα μόνο cheesecake»
    - «Θες να με πνίξεις;» είπε βήχοντας και γελώντας.
    - «Όχι με αυτό τον τρόπο! Νονός, νονός!»
    - «Αχ, μπα σε καλό σου!» είπε αφήνοντας το πιάτο με το γλυκό στην άκρη. Πήγα πιο κοντά της και την έπιασα από τη μέση ενώ εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.
    - «Μια πεντάρα για τις σκέψεις σου»
    - «Δεν σκέφτομαι κάτι ιδιαίτερο, απλά απολαμβάνω τις στιγμές μαζί σου. Θυμάμαι πόσο είχα χαρεί που είχα περάσει Αθήνα, που να ήξερα!»
    - «Το «πέρασα» δεν είναι και πολύ ακριβής περιγραφή αν λάβεις υπόψη σου πόσα μόρια σε χώριζαν από το δεύτερο.»
    - «Ακριβέστατη είναι, αφού πέρασα!»
    - «Πρώτη!»
    - «Και τελευταία να ήμουν πάλι το ίδιο ρήμα θα είχα χρησιμοποιήσει!»
    - «Παρακαλείσθε μην ξύνεστε στη γκλίτσα του τσοπάνη!»
    - «Τι έτσι θα τον αφήσω; Κλέφτης θα γίνει;»
    - «Σήμερα θα δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό!»
    - «Τι;»
    - «Όλα στην ώρα τους» της είπα και έγειρα το κεφάλι μου και γύρεψα το στόμα της. Ανταπέδωσε το φιλί μου ενώ πέρασε το χέρι της πίσω από το σβέρκο μου χαϊδεύοντάς με. Προσεκτικά, για να μην κάνω κάποια ζημιά, πέρασα το χέρι μου μέσα από το φόρεμά της και χάιδεψα απαλά το στήθος της και διαπίστωσα με έκπληξη ότι φορούσε σουτιέν.

    Σηκώθηκα και παίρνοντάς της το χέρι πήγαμε προς τα μέσα. Σταμάτησα ίσα για να κλείσω την τζαμαρία και συνεχίσαμε προς το δωμάτιό μου. Εκεί άνοιξα τον κρυφό φωτισμό και το δωμάτιο γέμισε με απαλό φως. Τη βοήθησα να βγάλει το φόρεμα και έμεινε με τα κόκκινα δαντελωτά ημιδιάφανα εσώρουχά της. Καλά το είχα πει, αν είχε ανεβάσει καμιά φωτογραφία της στο only fans θα έφτιαχνε μέχρι και τα εγγόνια της, αν κάνει εμένα να μαζεύω κάθε φορά το σαγόνι μου που την έχω δει και γυμνή, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα την έβλεπε κάποιος τρίτος, ειδικά δε με τα λιγούρια που κυκλοφορούν και δίνουν αξία στη Φίκου και στην κάθε Φίκου που τα μόνα τους προσόντα είναι ένα όμορφο κορμί.

    - «Σ’ αρέσει;» με ρώτησε ντροπαλά.
    - «Δεν μπορώ να σκεφτώ, όλο το αίμα έχει μαζευτεί στο κάτω κεφάλι!»
    - «Ναι; Για να δω!» είπε και με χούφτωσε πάνω από το παντελόνι. «Χμμμ, ο Αντώνης πήρε τ’ όπλο του» είπε και γονάτισε μπροστά μου και μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και κατεβάζοντας το ελαφρά ελευθέρωσε το όργανό μου από τη φυλακή του. Πέρασε απαλά τη γλώσσα της από το κεφαλάκι και μετά με πήρε σιγά-σιγά μέσα της καταφέρνοντας να πάει αρκετά βαθιά. Την άφησα για συνεχίσει για λίγη ώρα μα όσο και αν το απολάμβανα, δεν ήθελα αυτό.

    Τη σταμάτησα και τη βοήθησα να σηκωθεί και τη γύρισα με πλάτη προς τα μένα και άρχισα να τη χαϊδεύω ανάλαφρα πάνω από τα εσώρουχά της. Της ξεκούμπωσα το σουτιέν και της κατέβασα το κιλοτάκι και έβγαλα κι εγώ τα ρούχα μου στα γρήγορα. Την πήρα από το χέρι και την έβαλα να ξαπλώσει στο κρεββάτι και έκανε πιο μέσα για να μπω κι εγώ. Γυρίσαμε στα πλάγια ο ένας προς τον άλλον και κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε ενώ με τα ακροδάχτυλά μου τη χάιδευα στα πλευρά από πάνω ως κάτω. Την ξάπλωσα και έγειρα προς τη μεριά της και τη φίλησα στο στόμα και με έπιασε από το κεφάλι και με κόλλησε πάνω της. Το φιλί που στην αρχή ήταν τρυφερό έγινε πιο παθιασμένο και τα χέρια μου άρχισαν και πάλι να ταξιδεύουν στο κορμί της.

    Χαμήλωσα και πήρα τη ρόγα του αριστερού της στήθους στο στόμα μου ενώ με το άλλο χέρι άρχισα να μαλάζω το δεξί της στήθος μέχρι που το πήρα από εκεί και αργά, σέρνοντάς το με τις άκρες των δαχτύλων μου, το έφερα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να παίζω την κλειτορίδα της κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις, κερδίζοντας τα πρώτα της βογγητά ηδονής. Βούτηξα πρώτα ένα και μετά δύο δάχτυλα μέσα της κάνοντάς την να τεντωθεί, κερδίζοντας ακόμα ένα μουγκρητό ηδονής. Κατέβηκα προς τα κάτω και ξάπλωσα μπρούμητα ανάμεσα στα πόδια της, φέρνοντας το στόμα μου σε απόσταση αναπνοής από τα κάτω της χείλη. Τη χουχούλιασα για λίγο και μετά κόλλησα τα χείλη μου στα κάτω δικά της βάζοντας τη γλώσσα μου μέσα της. Έφερα και τα δυο μου χέρια πάνω στα στήθη της και άρχισα να τα μαλάζω δυνατά, τσιμπώντας πότε-πότε τις ρόγες της, χωρίς ούτε στιγμή να σταματήσω το παιχνίδι που της έκανα με τα χείλη και τη γλώσσα. Τεντώθηκε πάλι και με γραπώνοντάς με από τα μαλλιά με κόλλησε πάνω της. Αυτή τη φορά δεν την άφησα να τελειώσει, την έκανα να φτάνει μέχρι ένα τσακ από τον οργασμό και εκεί σταματούσα το παιχνίδι μέχρι να της φύγει και μετά και πάλι από την αρχή και την τρίτη φορά που έγινε αυτό μου ήρθε η ιδέα.

    - «Αναστασία, αυτή τη φορά δε θα σταματήσω. Πρόσεξε όμως, δε θέλω να τελειώσεις χωρίς να σου πω εγώ ότι μπορείς. Αν τελειώσεις χωρίς να σου το πω, θα γνωρίσεις τη βίτσα μου.»
    - «Δε… δε θα μπορέσω… με… με τρελαίνεις.»
    - «Αν δεν μπορέσεις, θα φας με τη βίτσα δέκα σε κάθε κωλομέρι. Έγινα σαφής;»
    - «Νννν…ναι…»
    - «Μάλιστα θα πρέπει να απαντάς όταν σε διατάζω κάτι.»
    - «Μα… Μάλιστα»

    Έβαλα όλη μου την τέχνη αλλά νομίζω ότι ήταν η διαταγή και η απειλή της τιμωρίας που την έκανε να μην αντέξει και να μου χαρίσει ένα Νιαγάρα. Την άφησα για λίγο ώστε να μπορέσει να βρει τις ανάσες της.

    - «Σου είπα εγώ ότι μπορείς να τελειώσεις;»
    - «Ο-Όχι…»
    - «Κι εσύ τι έκανες;»
    - «Τελείωσα.»
    - «Και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό… αλλά όχι ακόμα!» της είπα και ανέβηκα πλάι της και ξάπλωσα. «Πάρε με στο στόμα σου!»
    - «Μάλιστα» μου απάντησε και χαμήλωσε προς τα κάτω παίρνοντάς με στο στόμα της, αλλά εκεί τη σταμάτησα για λίγο.
    - «Αν με κάνεις να τελειώσω μέσα σε δέκα λεπτά θα στη χαρίσω. Αν όχι… άλλες δέκα σε κάθε κωλομέρι.»

    Και ο άγιος φοβέρα θέλει, αυτό έχω να πω!

    Αυτή τη φορά ήταν μακράν της δεύτερης η καλύτερη πίπα που μου είχε κάνει, τόσο που δε μου έκανε καρδιά να συγκρατηθώ. Χαμογέλασα και παρά την εξαιρετική πίπα κατάφερα να συγκρατηθώ και όταν πέρασε το δεκάλεπτο τη σταμάτησα. Έπιασα με το χέρι μου το κουτί με τα προφυλακτικά και έβγαλα ένα.

    - «Φόρεσέ το μου» της διέταξα και το πήρε και το άνοιξε προσεκτικά και μου το φόρεσε με εξαιρετική τέχνη, το οποίο σημαίνει ότι το είχε ξανακάνει. «Για δες τώρα, είναι φράουλα;»
    - «Είναι…» μου απάντησε αφού τον πήρε στο στόμα της.
    - «Έλα σε μένα» της είπα και ήρθε προς το μέρος μου. Την έπιασα από το κεφάλι και κόλλησα το πρόσωπό της στο δικό μου, χαρίζοντάς της ένα παθιασμένο φιλί. Την γύρισα ανάσκελα και ανέβηκα πάνω της και, χωρίς να χρονοτριβήσω άλλο, με μια κίνηση μπήκα μέσα της. Είχα καλομάθει χωρίς προφυλακτικό και όσο λεπτό και αν ήταν το τελευταίο, η αίσθηση δεν ήταν ίδια. Ήμουν τόσο καυλωμένος πάντως που ακόμα και έτσι δε μου πήρε πάνω από δυο-τρία λεπτά για να τελειώσω αλλά αυτή τη φορά ήμουν ο μόνος που το κατάφερε. Τραβήχτηκα από μέσα της προσεκτικά και αφού έβγαλα το γεμάτο προφυλακτικό, το πέταξα στο καλαθάκι και ξάπλωσα. Της έκανα νόημα να γυρίσει προς τα μένα και το έκανε ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στα χέρια της. «Σ’ αγαπάω» της είπα κάνοντας το πρόσωπό της να λάμψει και πάλι.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Αντώνη μου, πολύ-πολύ!»
    - «Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα τιμωρηθείς που τέλειωσες χωρίς να στο επιτρέψω.»
    - «Συγνώμη» μουρμούρισε.
    - «Θα μου τη ζητήσεις στην ώρα της, αφού τιμωρηθείς. Τώρα θέλω κάτι άλλο από εσένα.»
    - «Ό,τι θες αγάπη μου» μου είπε.
    - «Θα πας κάτω και θα αλλάξεις για να βγάλουμε μια βόλτα τον Ράντι. Θα φέρεις και κάτι πρόχειρο για να φορέσεις αύριο το πρωί. Έχω πάρει άδεια την αυριανή, θα κάτσουμε εδώ όλη μέρα μέχρι να φύγουμε για Θεσσαλονίκη»
    - «Ναι!!!» είπε ενθουσιασμένη, μόνο παλαμάκια δε βάρεσε.
    - «Έχεις να πάρεις από κάποιο συμφοιτητή σου σημειώσεις, έτσι;»
    - «Την Παρασκευή θα τις χρειαστώ περισσότερο που έχω Εισαγωγή στην Οικονομική Ανάλυση 1 και Στατιστική 1. Αύριο έχω μόνο Αγγλικά και Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη που έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο διάβασμα από το βιβλίο»
    - «Έχει καλώς, πάντως να ξέρεις -αν και δεν τα έχω φρέσκα- μπορώ να σε βοηθήσω κι εγώ, τουλάχιστον στα μαθηματικά σου και την οικονομετρία»
    - «Στατιστική;»
    - «Γιατί η στατιστική τι είναι, χημεία;»
    - «Ένα δίκιο το έχεις!»
    - «Τέλος πάντων, αύριο το πρωί θα πιούμε εδώ το καφεδάκι μας, εγώ έχω κάποιες παρουσιάσεις να κάνω review οπότε κι εσύ μπορείς να κάτσεις να κάνεις τα διαβάσματά σου.»
    - «Αμέ. Θα κάνω ένα refresh τα χθεσινά και τα σημερινά που δεν τα είχα κάνει.»
    - «Λοιπόν άντε ντύσου, θα σε περιμένουμε κάτω!» της είπα και σηκώθηκε και φόρεσε βιαστικά το φόρεμά της.
    - «Τα εσώρουχά σου;»
    - «Θα τα πάρω μαζί μου, θα φορέσω άλλα. Είναι όμορφα αλλά δεν είναι ιδιαίτερα βολικά για βόλτα!»
    - «Εντάξει, τις γόβες σου τις έχεις αφήσει στο μπαλκόνι.»
    - «Ναι, το ξέρω!» μου είπε και περίμενε και εμένα να ντυθώ για να πάμε παρέα στο μπαλκόνι, εγώ για να ξυπνήσω την αρκούδα και εκείνη για να φορέσει τις γόβες της. «Έρχομαι σε πέντε λεπτά» μου είπε μπαίνοντας στο διαμέρισμά της και πράγματι, πέντε λεπτά αργότερα ήταν κάτω με τη φόρμα της.

    Πήγαμε πάλι μέχρι το πάρκο Συγγρού όπου και έδωσα το ελεύθερο στο Ράντι να πάει να ξελυσσάξει ενώ εμείς καθίσαμε σε ένα παγκάκι και τα είπαμε, εγώ για τη δουλειά μου και η Αναστασία για τη σχολή της. Μία ώρα αργότερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής και ανεβήκαμε στο σπίτι μου. Εκεί είχα δεύτερη ιδέα.

    - «Αλλαγή σχεδίων, βόλτα με μηχανή, ψήνεσαι;»
    - «Ναιιιιιιιιι! Βόλτα!»

    Βάλαμε στα γρήγορα τα προστατευτικά μας και κατεβήκαμε και πάλι στην πυλωτή. Ανεβήκαμε στη μηχανή και βγήκα Κηφισίας και την πήραμε μέχρι την Δορυλαίου και από εκεί μέχρι το θέατρο Λυκαβηττού. Επιστρέψαμε Κηφισιά αυτή τη φορά όχι από Κηφισίας αλλά από Αλεξάνδρας και στη συνέχεια Πατησίων και Εθνική οδό. Στην Εθνική βρήκα την ευκαιρία και την άνοιξα μέχρι τα 140 καθότι λόγω ώρας ήταν σχεδόν άδεια. Δεν κοίταξα το ρολόι μου αλλά συνολικά βολτάραμε γύρω στη μία με μιάμιση ώρα.

    - «Πώς σου φάνηκε η νυχτερινή Αθήνα;»
    - «Meh, η Θεσσαλονίκη είναι πιο όμορφη!»
    - «Δύσκολη πελάτισσα!»
    - «Είμαι! Αλλά η Αθήνα έχει κάτι που δεν έχει η Θεσσαλονίκη, τον κύριο Αντωνάκη μας!»
    - «Σας;»
    - «Πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας που λες κι εσύ!»
    - «Προχώρα, σπόρε!»
    - «Make me!» με προκάλεσε.

    Καλά, θα τα πούμε όταν πάμε πάνω, νεαρή!

    - «Ψιτ, απατεώνα; Μη μου κάνεις τη γενναία επειδή φοράς φόρμα, βγαίνει η φόρμα!»
    - «Αχνε!»
    - «Προχώρα βρε βάσανο γιατί θα προστεθούν ακόμα δέκα ανά κωλομέρι!»
    - «Όταν έχεις επιχειρήματα, έχεις επιχειρήματα!» Όταν ανεβήκαμε πάνω βγήκαμε ξανά στη βεράντα και κάτσαμε στην κούνια. «Αντώνη, προηγουμένως που μου είπες για τη βίτσα μου έκανες πλάκα;»
    - «Καθόλου, έχεις λαμβάνειν είκοσι ανά κωλομέρι!»
    - «Αυτό είναι αδικία!»
    - «Life is unfair, yada-yada-yada! Άλλωστε σου έδωσα την ευκαιρία σου να τις γλυτώσεις!»
    - «Εμένα μου λες, εκεί προστέθηκαν άλλες είκοσι!»
    - «Καλά, επειδή είμαι ευγενής θα σε δείρω με δόσεις!»
    - «Αχ τι καλός, με σκλαβώνεις!»
    - «Σε ταπεινομποτομάρω, για να είμαστε ακριβείς.»
    - «Ουφ, αυτό είναι καταπίεση!»
    - «Αι μεγάλαι κουβένται πληρώνονται μαδάμ!»
    - «Πότε είπα μεγάλη κουβέντα;;;»
    - «Προηγουμένως δε μου είπες make me? Ήρθε η ώρα της πληρωμής!»
    - «Ναι με δόσεις… τουλάχιστον είναι άτοκες;»
    - «Για ποιον με πέρασες; Φυσικά και όχι!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»
    - «Λέγε εσύ, λέγε!»
    - «Τι τις ήθελα τις επενδύσεις;»
    - «Τώρα είναι αργά για δάκρυα… δηλαδή νωρίς είναι, αλλά τέλος πάντων!»
    - «Άουτς!»
    - «Κάνεις προθέρμανση;»
    - «Σου κάνει καρδιά να με δείρεις με τη βίτσα;;;» μου είπε κάνοντάς μου τα γλυκά μάτια.
    - «Και συκωταριά ολόκληρη, μη σου πω! Λοιπόν, πάμε να φας το ξύλο σου σαν άντρας!»
    - «Θα προτιμούσα να το φάω σαν τερμίτης, αν μ’ εννοείς!»

    Είναι λατρεία η άτιμη!

    - «Για περάστε στα ενδότερα» της είπα και για πρώτη φορά την πήγα στο playroom.
    - «Jesus Christ! Είσαι ερασιτέχνης ιεροεξεταστής Αντωνάκη μου;»
    - «Μεταξύ άλλων» της είπα κοροϊδευτικά. «Σήμερα θα χρησιμοποιήσουμε το pillory, ο σταυρός την επόμενη φορά. Γδύσου τελείως σε παρακαλώ.»

    Η Αναστασία ξεροκατάπιε ωστόσο γδύθηκε. Της πέρασα χέρια και κεφάλι από τις εγκοπές και το έκλεισα κατεβάζοντας το πάνω μέρος.

    - «Θα μετράς δυνατά και καθαρά. Κάθε φορά που χάνεις το μέτρημα η ξυλιά θα επαναλαμβάνεται»
    - «Μάλιστα» είπε ξεροκαταπίνοντας.
    - «Σε περίπτωση που δεν αντέχεις θα μου πεις «Αντώνη σταμάτα». Δε θέλω καν να το σκεφτείς ότι μπορεί να ξενερώσω, θα μου το πεις, εντάξει κοριτσάκι μου;»
    - «Θα σου το πω Αντώνη μου»

    Πήγα και πήρα μια μικρή σφήνα και την άλειψα καλά με λιπαντικό που άπλωσα επίσης και στην πίσω τρυπούλα της.

    - «ΑΑΑΑΧ» έκανε όταν της έβαλα αργά αλλά σταθερά όλη τη σφήνα στο κωλαράκι της. «Τι… τι είναι αυτό;»
    - «Σφήνα, μικρή. Έχω και μεγαλύτερες!»
    - «Το βουλώνω!»

    Για να την προθερμάνω άρχισα να της ρίχνω χαστουκάκια αυξανόμενης έντασης και στους δυο της γλουτούς. Όταν έκρινα ότι ήταν έτοιμη πήρα τη βίτσα στο χέρι μου.

    - «Τελείωσες χωρίς άδεια και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό.»
    - «Μάλιστα» μου απάντησε. «Αντώνη… είμαι μούσκεμα» μου είπε ντροπαλά.
    - «Αυτή είναι η ιδέα μωρό μου! Λοιπόν, είπαμε… αν δεις ότι δεν αντέχεις θα μου πεις «Αντώνη σταμάτα» και θα σταματήσω!»
    - «Και αν δεν αντέξω ούτε την πρώτη;»
    - «Τότε θα σταματήσουμε στην πρώτη. Αναστασία μου, ο σκοπός είναι να το ευχαριστηθούμε και οι δυο μας!»
    - «Εχμ, τι είδος σαδισμού είναι αυτό;»
    - «Θα τα πούμε άλλη στιγμή αυτά. Ξεκινάω» της είπα και έριξα μια αρκετά σιγανή στο δεξί της κωλομέρι.
    - «Ένα». Η επόμενη ήταν πιο δυνατή. «ΑΟΥΥ δύο…». Η επόμενη ήταν ακόμα πιο δυνατή. «ΆΟΥΥΥΥΥΥΥ τρία». Συνέχισα εναλλάσσοντας την ένταση, χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να φτάσω στη δύναμη που έβαζα με την Αγγελική. «Δέκα… δώδεκα… ααααχ… δεκαπέντε… αουυυυυυ 18… άουυυυυυυυυυυ 19… 20». Ο κώλος της είχε πάρει ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα. Έβγαλα το παντελόνι μου και το μποξεράκι μου και άπλωσα λιπαντικό στο όργανό μου. Της έβγαλα τη σφήνα και άρχισα να βυθίζω το όργανό μου μέσα στο κωλαράκι της κερδίζοντας ένα «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜΑΑΑΑΑΧ», κράμα πόνου και καύλας.
    - «Σ’ αρέσει πουτανίτσα μου;» τη ρώτησα με πνιχτή φωνή.
    - «ΑΑΑΑΑΑΧΜΜΜΜ πολύ ΑΑΑΑΑΧ πολύ… πολύ… πιο δυνατά… πιο δυνατά!»

    Χαλάω εγώ χατίρια;

    Ο σφικτήρας της είχε ήδη παραδοθεί, κάτι το οποίο μου επέτρεψε να κινούμαι μέσα της με μεγαλύτερη άνεση και έτσι αύξησα την ταχύτητα μου. Κάποιες φορές τραβιόμουν σχεδόν μέχρι έξω και μετά την κάρφωνα με δύναμη αλλά τα βογγητά της είχαν σταματήσει εδώ και ώρα να είναι πόνου, ήταν μόνο καύλας.

    - «Γάμα με… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ γάμα με…»
    - «Αν τελειώσεις χωρίς να σου δώσω άδεια, θα έχεις άλλες 20 στα καπάκια»
    - «ΜΑΑΑΑΑΑΑΧ… Μά…μάλιστα… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

    Συνέχισα να τη γαμάω με δύναμη, το κωλαράκι της είχε παραδοθεί τελείως και η ένταση των βογκητών της είχε αυξηθεί στο πολλαπλάσιο αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα καθώς το playroom είχε extra ηχομόνωση.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ…σε… σε παρακΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ… σε παρακαλώ… άσε… άσε με να ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ να τελειώσω…. ΑΑΑΑΑΑΧ σε παρακαλώ…»
    - «Τι μου δίνεις;» τη ρώτησα βγάζοντας κι εγώ φωνή με τα χίλια ζόρια.
    - «Ό,τι… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ… ό,τι θέλεις.»
    - «Ό,τι, ο,τι Αναστασία;»
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΧΜΧΜΑΑΑΑΧ… ό,τι θέλεις…»
    - «Σου… ΑΑΑΧ… σου ΜΜΜΜ επιτρέπω» κατόρθωσα να της απαντήσω και ήταν σα να πάτησα διακόπτη.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ… ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ» φώναξε και κάπου εκεί μου ήρθε και εμένα.
    - «ΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩ… ΧΥΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ» φώναξα έχοντας κάτσει ακίνητος με το όργανό μου να κάνει σπασμούς μέσα της, αδειάζοντας. «Ωχ Παναγία μου», είπα και τραβήχτηκα, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου. Θαύμασα για λίγο το έργο μου στο κωλαράκι της που είχε γίνει υπέροχα σαγρέ. Την έβγαλα από το pillory και την βοήθησα να σηκωθεί. «Περίμενε λίγο εδώ κοριτσάκι μου» της είπα και πήγα και πήρα μια bebanthol και την άπλωσα πάνω στο κωλαράκι της. «Μέχρι αύριο το πρωί θα σου έχει περάσει, πώς νιώθεις;»
    - «Σα να έχει πάρει φωτιά ο κώλος μου, καλό θα ήταν να το αποφύγουμε αυτό την περίοδο της εξεταστικής!»
    - «Χαχαχα είσαι όργιο!»
    - «Δηλαδή και κερατού και δαρμένη!»
    - «Για το δεύτερο bebanthol, για το πρώτο έχω ένα καλό βερνίκι αν ενδιαφέρεσαι!»
    - «Αρκετά επενδύσαμε για σήμερα, οπότε προς το παρόν δεν απαντώ!»
    - «Και πολύ ορθά πράττεις. Για έλα εδώ μαντάμ» της είπα και όταν με πλησίασε της έδεσα ένα μαντίλι στα μάτια. «Και τώρα αυτό που σου είχα τάξει!»
    - «Κι άλλο ξύλο; Μα ήμουν καλό κορίτσι!»
    - «Όχι, αρκετά έγινες τερμίτης για σήμερα. Σιωπή τώρα!» της είπα και την πήγα στο σταυρό και την έδεσα καλά. Μετά πήρα το γκαγκ και της το έδεσα στο στόμα.
    - «ΜΑΠΣΔΘΣΠΝΤΣΤ;» με ρώτησε σε άπταιστα κορακίστικα.
    - «Πάμε πάλι» της είπα βγάζοντάς το.
    - «Πώς θα σου πω Αντώνη σταμάτα;»
    - «Δε θα μου πεις, εδώ δε χρειάζεται!»
    - «Και τότε γιατί με φιμώνεις;»
    - «Για να μη φωνάζεις!» της είπα κοροϊδευτικά. «Σε πειράζω χαζούλα, ξέρω τι κάνω»

    Πήρα το φτερό και άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη γαργαλάω απαλά παντού χωρίς ωστόσο να το παρακάνω ώστε να μπορεί να ανασάνει. Μετά της έβγαλα το gag και εκεί άρχισα να τη γαργαλάω με τα χέρια κάνοντάς την να σπαρταράει σαν το ψάρι. Η Αναστασία είναι πολύ γαργαλιάρα και έχοντας τη γερά δεμένη στο σταυρό το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να γελάει και να προσπαθεί μάταια να στρίψει το σώμα της. Την άφησα να ηρεμίσει και άναψα το κερί και το άφησα να κάψει. Έγειρα το σταυρό προς τα πίσω ώστε να πάρει κλίση το σώμα της και όταν την έφερα στο σημείο που ήθελα γύρισα το κερί και οι πρώτες καυτές σταγόνες έπεσαν στο στήθος και τις ρόγες της.

    - «ΑΑΑΑΑΧΟΑΟΥΥΥ» φώναξε, περισσότερο γιατί την ξάφνιασε και λιγότερο γιατί πονούσε πραγματικά. Συνέχισα να τη στάζω και σε άλλα σημεία με το κερί κατεβαίνοντας προς το μουνάκι της ρουφώντας αυτές τις μικρές αντιδράσεις, το πως τιναζόταν το σώμα της, το πώς έβγαινε η κοφτή της ανάσα. Το άφησα να κάψει και το γύρισα λίγο πιο πάνω από το μουνάκι της κερδίζοντας πιο δυνατά τινάγματα. Αποφάσισα ότι αρκετά για σήμερα και γονάτισα μπροστά στο σταυρό και άρχισα να τη ρουφάω και να τη γλείφω κερδίζοντας δυνατούς στεναγμούς ηδονής. Τα «ΑΑΑΑΑΑΧ» και τα «ΜΜΜΜΜ» της πολλαπλασιάστηκαν σε ένταση και συχνότητα και ούτε καν δυο-τρία λεπτά αργότερα ακολούθησε και δεύτερος καταρράκτης. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ». Την έλυσα από το σταυρό και της έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια και έπειτα την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου και άρχισα να τον παίζω.
    - «Άνοιξε το στόμα σου, πουτανίτσα» της είπα και η Αναστασία το άνοιξε υπάκουα κλείνοντας τα μάτια της. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΧΥΝΩΩΩΩΩΩ ΑΑΑΑΑΧ ΡΟΥΦΑ ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα αλλά άρχισα να χύνω πριν προλάβω να τον βάλω στο στόμα της και κάμποσο έπεσε στο πρόσωπό της γεμίζοντάς τη χύσια. «Μάζεψέ τα με το δάχτυλό σου και ρούφα τα όλα» τη διέταξα και έτσι και έκανε. «Έλα, πάμε για ένα ντουζάκι»

    Όταν τελειώσαμε την άφησα να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα και ξάπλωσα στο κρεββάτι χαμογελώντας σαν χαζός. Η βίτσα μπορεί να την έτσουξε αλλά το όλο παιχνίδι φάνηκε ότι της άρεσε πολύ. Αντιθέτως το κερί δε φάνηκε να της άρεσε, αν δηλαδή τη διάβασα σωστά.

    - «Κάτσε στα πόδια μου και κάνε μου μασαζάκι, σε παρακαλώ. Για πες μου, πώς σου φάνηκε;»
    - «Όταν μ’ έβαλες σε εκείνο το κατασκεύασμα, στην αρχή ένιωσα περίεργα και φοβόμουν και λίγο… όχι φυσικά μη μου κάνεις κάτι κακό αλλά πως να το κάνουμε, η βίτσα είναι βίτσα.»
    - «Γιατί κάθισες;»
    - «Γιατί μου το ζήτησες.»
    - «Συνέχισε»
    - «Μετά όταν μου έβαλες την σφήνα στο κωλαράκι πόνεσε αλλά η ιδέα ότι ήμουν εκεί, περιορισμένη με ερέθισε απίστευτα.»
    - «ΜΜΜ…» δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα βογγητό ικανοποίησης από το μασάζ που μου έκανε στα πόδια. «Η βίτσα;»
    - «Δεν ξέρω… ήταν πολύ περίεργο. Εννοώ μου φάνηκε ταυτόχρονα ερωτικό, ταπεινωτικό και …αστείο. Δεν πόνεσε όσο φανταζόμουν πάντως.»
    - «Γιατί σου φάνηκε αστείο;»
    - «Γιατί είναι αν το καλοσκεφτείς. Εννοώ… να μου τις βρέχεις με τη βέργα λες και έχω κάνει αταξία. Ταυτόχρονα για τον ίδιο λόγο ήταν και ταπεινωτικό, να κάθομαι 18 χρονών γαϊδάρα και να υπομένω κάτι τέτοιο. Και όμως το τελευταίο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήμουν ανήμπορη να αντιδράσω, ήταν που με έκανε μούσκεμα. Όταν μου τράβηξες τη σφήνα και μπήκες στο κωλαράκι μου, ήταν σα να απαντήθηκαν οι προσευχές μου στο Θεό. Και το παιχνίδι που μου απαγόρευσες να τελειώσω πριν μου δώσεις την άδειά σου, το απογείωσε. Πού να το φανταστώ πριν δοκιμάσω το από πίσω μαζί σου ότι θα μπορούσα να τελειώσω έτσι!»
    - «Στη φαντασία μου σου άρεσε!»
    - «Σάτυρε!»
    - «Με παρέσυρε το κύμα, σου το λέω είμαι θύμα» της τραγούδησα στο ρυθμό του «με παρέσυρε το ρέμα»
    - «Εγώ δηλαδή τι να πω που σε ακούω να τραγουδάς κιόλας;»
    - «Υπονοείς κάτι για τον τρόπο που τραγουδάω;»
    - «Δεν ήταν υπαινιγμός Αντωνάκη ΜΟΥ!»
    - «Απειλητικό ακούστηκε το μου»
    - «Είναι ο ήχος που θα κάνεις με μονωτική στο στόμα!»
    - «Σου κάνει καρδιά; Τον Αντωνάκη σου;»
    - «Τραγούδα ξανά και θα το μάθουμε!»
    - «Είσαι λατρεία! Και κάνεις και καταπληκτικό μασάζ!»
    - «Και μπράβο μου αλλά δεν αλλάζουμε και λίγο;»
    - «Θέλει μασαζάκι το κορίτσι;» τη ρώτησα και αντί απάντησης που έπαιξε παιχνιδιάρικα τα βλέφαρα! «Έλα από δω βρε βάσανο» της είπα και τινάχτηκε σχεδόν και ήρθε προς το μέρος μου.
    - «Αγκαλίτσα με το ζόρι, πρώτα!» μου δήλωσε κάνοντάς μου λαβή που θα τη ζήλευε και ο Καρέλιν, να πούμε!
    - «Αέρα;» κατόρθωσα να ψελλίσω
    - «Πάλι; Όλο απαιτήσεις είσαι!»
    - «Βρε ντροπή των ταπεινών χαμομηλιών, μου τη λες και από πάνω;»
    - «Κι εσύ ντροπή των σαδιστών είσαι αλλά σ’ αγαπάω!»
    - «Έχε χάρη» της είπα δαγκώνοντας το χέρι μου.
    - «Είχα, τον σχόλασα! ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ»

    Χαμογελώντας ακόμα σαν κρετίνος που έφαγε τηγανιά στο κεφάλι κάθισα στην άλλη άκρη του κρεβατιού οκλαδόν και πήρα στα χέρια μου το ένα της πόδι και άρχισα να της τρίβω απαλά την πατούσα. Είχε μακριά και λεπτά καλοσχηματισμένα δάχτυλα με νύχια βαμμένα σε ένα πολύ απαλό τόνο του ροζ. Όντας ελαφρά ποδολάγνος και σε αντίθεση με την Αναστασία εγώ δεν αρκέστηκα στην περιποίηση με τα χέρια, γρήγορα ακολούθησε το στόμα μου, πάντως σε αντίθεση με την πρώτη φορά, δεν ξαφνιάστηκε, απλά αφέθηκε να το απολαύσει.

    - «Το κερί πώς σου φάνηκε;»
    - «Περίεργο! Η αίσθηση ήταν υπέροχα δυσάρεστη!»
    - «Σου άρεσε;»
    - «Ειδικά αυτό που ακολούθησε χιχιχι. Επίσης μου την έσκασες γιατί μου είπες ότι δε θα με βάλεις στο σταυρό!»
    - «Τι να πω, είμαι όλος εκπλήξεις! Πολύ χαίρομαι που σου άρεσε, το παιχνίδι με το κερί είναι από τα αγαπημένα μου και νόμιζα ότι δεν την πάλευες καθόλου!»
    - «Ήταν σαν μικρά τσιμπήματα… δεν ξέρω πως να το περιγράψω, ήταν ταυτόχρονα ευχάριστο και δυσάρεστο. Σαν αίσθηση ήταν πάντως λιγότερο δυσάρεστη από αυτή του παγωτού!»
    - «Είσαι και κρυουλιάρα. Δεν πειράζει, αυτό θα κάνει το παιχνίδι με τα παγάκια πιο ενδιαφέρον!»
    - «Καθόλου παιχνίδι με παγάκια, …δεν; Κατάλαβα, θα το υποστώ!»
    - «Ορθά κατάλαβες» της είπα και της έπιασα το άλλο πόδι για μασάζ μετά γλειψίματος.
    - «ΜΜΜΜ… Να και κάτι άλλο που δεν είχα φανταστεί ότι θα μου άρεσε να μου κάνουν!»
    - «Από πίσω σου είχαν ζητήσει να σε πάρουν;»
    - «Ναι και οι δύο. Τους το ξέκοψα ότι δεν υπάρχει περίπτωση. Η αλήθεια είναι ότι αυτό περιλαμβανόταν στις φαντασιώσεις μου μαζί σου αλλά το ήθελα μόνο σε φαντασιακό επίπεδο.»
    - «Για πες μου μια πιο προχωρημένη σου φαντασίωση.»
    - «Ουφ…»
    - «Ντρέπεσαι;»
    - «Λίγο… ουφ… να το αφήσουμε;»
    - «Χαχαχα, θα αστειεύεσαι! Τώρα είναι που θα τα ομολογήσεις όλα! Ακούω»
    - «Ουφ… Να… έχουμε ναυαγήσει σε κάποιο ερημικό νησί οι δυο μας. Εσύ έχεις πάει να μαζέψεις φρούτα κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία και πηγαίνω στην λιμνούλα ενός καταρράχτη και βουτάω γυμνή στο νερό για να πλυθώ. Δεν σε έχω πάρει χαμπάρι αλλά εσύ με κοιτάς κρυμμένος. Βγαίνω να στεγνώσω και ξαπλώνω στην απαλή άμμο. Εμφανίζεσαι ξαφνικά και με ξαφνιάζεις, κάνω να κρύψω τη γύμνια μου αλλά εσύ μου κάνεις τα χέρια στην άκρη και αρχίζεις να με χουφτώνεις. Σου λέω να σταματήσεις αλλά εσύ δε μ’ ακούς. Προσπαθώ να αντισταθώ και τότε μου ρίχνεις μια σφαλιάρα που με αφήνει άγαλμα. Μου ανοίγεις τα πόδια και με βιάζεις. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα δε μπορώ να σου ξεφύγω, όποτε έχεις ορέξεις με βάζεις κάτω και με παίρνεις με όποιο τρόπο θες, χωρίς να με ρωτάς και χωρίς να σε νοιάζει αν το θέλω. Όποτε τολμάω να σου φέρω αντίρρηση μου ρίχνεις μια ξανάστροφη και αυτό ήταν, έχω γίνει πλέον το παιχνίδι σου και με χρησιμοποιείς όπως και όποτε θέλεις.»
    - «Η φαντασίωση βιασμού δεν είναι και ασυνήθιστη, να ξέρεις.»
    - «Βιασμός… δεν ήταν ακριβώς φαντασίωση βιασμού υπό την έννοια ότι φαντασιωνόμουν εσένα και όχι κάποιον άγνωστο.»
    - «Δεν το κάνει λιγότερο φαντασίωση βιασμού»
    - «Έστω…»
    - «Ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Ότι από τον Αύγουστο είχα κι εγώ αντίστοιχη με τη δική σου φαντασίωση. Δεν είχε εξωτικό ντεκόρ ούτε και βία ή απειλή χρήσης βίας. Απλά με κάποιο μαγικό τρόπο με υπάκουες τυφλά.»
    - «Αν και το τυφλά είναι βαριά λέξη, αν το καλοσκεφτείς αυτό δε γίνεται από τη μέρα που έμεινα μόνη μου; Με έχεις όποτε και όπως θέλεις και η μόνη διαφορά με τις φαντασιώσεις μας είναι ότι το θέλω κι εγώ.
    - «Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό;»
    - «Κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και να γίνομαι μούσκεμα στη σκέψη. Φροντίζεις πάντα να με ικανοποιήσεις αλλά και μόνο η σκέψη ότι είμαι εγώ εκείνη η οποία σου προσφέρει ικανοποίηση είναι από μόνη της αρκετή. Όσο και αν σου φανεί περίεργο, οι οργασμοί μου είναι το κερασάκι, όχι η τούρτα.»
    - «Η σεξουαλική υπακοή είναι το μεγαλύτερο αφροδισιακό για μένα… μετά το γέλιο. Μου έφερες το γέλιο ξανά στη ζωή μου, νιάνιαρο, δεν υπάρχει τίποτα που έχει μεγαλύτερη αξία για εμένα!»
    - «Αγκαλίτσα;»
    - «Αγκαλίτσα!» της είπα και ανέβηκα προς το μέρος της και έγειρε πάνω μου.
    - «Μ’ αρέσει που πειραζόμαστε και γελάμε!»
    - «Εμένα δε μου αρέσει απλά, το λατρεύω. Και δυστυχώς η φύση της δουλειάς μου είναι τέτοια που μπορώ να είμαι ελεύθερα ο εαυτός μου μόνο εκτός αυτής»
    - «Φίλους δεν έχεις;»
    - «Έχω αλλά όλοι είναι με τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Δεν έχω παράπονο, μου στάθηκαν και με το παραπάνω όταν έχασα την Αγγελική μου, αλλά το καταλαβαίνεις, δεν είναι το ίδιο.»
    - «Το καταλαβαίνω, Αντώνη μου.»
    - «Λοιπόν σουσουραδίτσα, έλα τώρα να ξεραθούμε γιατί τα μάτια μου ζυγίζουν ένα τόνο.»
    - «Καληνύχτα Αντώνη μου, σ’ αγαπάω!» μου είπε αφού με φίλησε πεταχτά στα χείλη.
    - «Καληνύχτα καρδούλα μου, κι εγώ σ’ αγαπάω»

    Την ένιωσα να σφίγγεται πάνω μου και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος.

    --- ΤΕΛΟΣ ΕΝΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  3. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

     
     
  4. skia

    skia owned Contributor

    A, είναι καλός ο Αντωνάκης!!!
     
  5. Brt

    Brt #ολαπολυ

    9 μέρη μας πήρε για να πάρει μπρος ο Αντωνάκος. Είναι βραδυφλεγής.
     
  6. skia

    skia owned Contributor

    Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
     
    Last edited: 16 Ιουλίου 2023
  7. Brt

    Brt #ολαπολυ

    Μας έσκασε, εγώ θα του έλεγα «τι θα γίνει μπαρμπαντωνη, θα το πάμε λίγο παρακάτω το εργάκι» να με έπνιγε στις πισίνες.  
     
  8. skia

    skia owned Contributor

    Ένα δίκιο το χεις.
    @Arioch μέχρι και το blacklist διπλό είχε σήμερα. Εδώ τι έχει γίνει;    
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 10ο - Εις το στρατό Καραμάνο…

    Αυτό που τις καθημερινές δεν μπορώ να ξυπνήσω αλλά όταν έχω άδεια ανοίγει το μάτι γαρίδα από τις 08:00 το πρωί είναι εξαιρετικά εκνευριστικό. Η Αναστασία δίπλα μου κοιμόταν του καλού καιρού. Την άφησα να κοιμάται και σηκώθηκα να πάω να κάνω την πρωινή μου τουαλέτα και να πλύνω και τα δόντια μου. Όταν βγήκα έξω ο Ράντι με υποδέχτηκε με ενθουσιώδη κουνήματα της ουράς και μετά πήγε προς την κατσαρόλα του για να μου δείξει ότι ήταν άδεια σαν την κεφάλα του και τι περίμενα, το ουίσκι να ωριμάσει; Τι να τον κάνω, πήγα και του έβαλα το barf του και του γέμισα με φρέσκο νερό το δοχείο του. Ευχαριστημένος που έπραξα τα καθήκοντά μου σκαρφάλωσε πάνω μου και μου έγλειψε το αριστερό αυτί και δηλώνω πως όταν είσαι 70 κιλά δεν έχει καθόλου πλάκα να σκαρφαλώνει πάνω σου το τέρας των σχεδόν 105, χώρια που μου έριχνε και σε μπόι. Αφού αποφάσισε ότι αρκετά οι ενθουσιασμοί πήγε στο πιάτο του και του ρίχτηκε λες και τον είχα νηστικό καμιά βδομάδα, τον κροκόδειλο.

    Βαριόμουν να φτιάξω καφέ οπότε αποφάσισα να παραγγείλω απ’ έξω. Εκτός από καφέ για μένα και την Αναστασία της πήρα και ένα κρουασάν σοκολάτα καθώς θυμήθηκα ότι από ώρα σε ώρα θα της ερχόντουσαν οι Ρώσοι και η εμπειρία μου με την Αγγελική με είχε μάθει ότι αν δεν υπήρχε σοκολάτα στο σπίτι εκείνες τις μέρες, καλύτερα να κοιμόμουν σε κανένα παγκάκι. Αν και δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες, όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά! Όταν τέλειωσα και μ’ αυτό πήγα και έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και μετά πήρα το laptop και βγήκα στη βεράντα. Δεν είχα καμία όρεξη να κάνω review τις παρουσιάσεις πριν πιώ τον καφέ μου οπότε μέχρι να έρθει κάθισα να διαβάσω τις ειδήσεις. Λίγη ώρα αργότερα -και σχετικά γρήγορα- ήρθαν και οι καφέδες με το κρουασάν. Έβαλα τον καφέ της Αναστασίας στο ψυγείο και επέστρεψα στη βεράντα με τον καφέ μου.

    Προσπάθησα να συγκεντρωθώ αλλά το μυαλό μου πήγαινε συνεχώς στη χθεσινή βραδιά. Το παιχνίδι με τη βίτσα με είχε κάνει πύρκαυλο και η ομολογία της Αναστασίας ότι την είχε πονέσει λιγότερο απ’ όσο φοβόταν, σήμαινε ότι είχε μεγαλύτερες αντοχές από αυτές που υπολόγιζα, οπότε την επόμενη φορά θα δοκίμαζα πιο δυνατές. Της άρεσε φανερά ο περιορισμός αλλά εγώ τα βαριέμαι απίστευτα τα δεσίματα. Χμμμ, χειροπέδες, πώς δεν το είχα σκεφτεί; Η σκέψη να την έχω δεμένη με δαύτες στο κρεββάτι παραδομένη στο έλεος μου με καύλωσε σε μια στιγμή.

    Δε θα πάει καλά το review

    Δεν την πάλευα οπότε επέστρεψα με πονηρούς σκοπούς στο δωμάτιο όπου η Αναστασία κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού. Γδύθηκα στα γρήγορα και ξάπλωσα δίπλα της. Σήμερα ήταν σειρά μου να την ξυπνήσω …οργασμικά, οπότε σήκωσα το σεντόνι και όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα της άνοιξα τα πόδια και έχωσα το κεφάλι μου ανάμεσά τους και άρχισα να τη γλείφω.

    - «Αντώνη;» την άκουσα να ρωτάει νυσταγμένη. Αντί απάντησης συνέχισα να τη γλείφω και να την πιπιλάω και ένιωσα το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου.
    - «Καλημέρα!» της είπα και επέστρεψα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη στο έργο μου.
    - «Καλή δε θα πει τίποτα ΑΑΑΑΑΑΧ». Ανέβασα τα χέρια μου προς τα πάνα και άρχισα να της μαλάζω τα στήθη, εντείνοντας βογκητά και αναστεναγμούς, ωστόσο δε με άφησε να τελειώσω το έργο μου. «Μωρό μου… ααααχ σε θέλω… κάνε μου έρωτα σε παρακαλώ!». Σηκώθηκα για να πάω να βάλω το προφυλακτικό αλλά με σταμάτησε. «Δε χρειάζεται… νιώθω ότι μου έρχεται.»
    - «Και τότε γιατί το χρησιμοποιήσαμε χθες;»
    - «Ήθελα να δοκιμάσω φράουλα!»
    - «Είσαι… είσαι!!!» της είπα και ανέβηκα προς τα πάνω χωρίς ωστόσο να μπω μέσα της. Τη φίλησα βαθιά και με αγκάλιασε από το σβέρκο τραβώντας με πάνω της. Χωρίς να σταματήσω το φιλί γλίστρησα μέσα της και άρχισα να κουνιέμαι απαλά. Σταμάτησα το φιλί και ανασηκώθηκα λίγο για να μπορώ να την βλέπω. Τα μάτια της ήταν κλειστά και με το που τράβηξα το στόμα μου δάγκωσε τα χείλη της. «Κοίτα με μωρό μου, θέλω να με κοιτάς που σε κάνω δική μου»
    - «Είμαι… ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ είμαι… ΜΜΜΜΜΜ δική σου Αντώνη μου…»
    - «ΑΑΑΧ ΜΜΜ είσαι… είσαι… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ» Το όργανό μου γλιστρούσε μέσα της δίνοντάς μου αυτή την απίστευτη αίσθηση που δεν είχα νιώσει ποτέ με άλλη γυναίκα, ούτε καν με την Αγγελική. «Δική μου… δική μου» έλεγα ξανά και ξανά βογκώντας και σταδιακά άρχισα να αυξάνω την ταχύτητά μου και τη δύναμη με την οποία καρφωνόμουν μέσα της, κάνοντας τα βογκητά της ακόμα πιο δυνατά.
    - «ΑΑΑΑΑΧ δική σου ΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ μόνο δική σου ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ». Ένιωσα το σώμα της να τρεμουλιάζει από κάτω μου και δεν κατάφερε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» και οι στεναγμοί του οργασμού της έφεραν κι εμένα στο τέλος.
    - «ΑΑΑΑΑΧ δική μου ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ» φώναξα και στάθηκα ακίνητος ενώ το όργανό μου άδειαζε βαθιά μέσα της με ηδονικούς σπασμούς. Δεν τραβήχτηκα όταν τελείωσα, συνέχισα να είμαι μέσα της.
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου, πολύ-πολύ»
    - «Έχω να δηλώσω ότι το να κάνεις έρωτα με τον άνθρωπο που αγαπάς είναι πολύ καλύτερο σαν ξύπνημα από τον καφέ!»
    - «Μιας που λέμε για καφέ, σου έχω πάρει, τον έχω στο ψυγείο. Σου πήρα και ένα κρουασάν σοκολάτα!»
    - «Αχ ναιιιιι! Σοκολάτα! Θέλω σοκολάτα!!!!» Τραβήχτηκα από πάνω της και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να ντυθώ.
    - «Άντε, πήγαινε να κάνεις κι εσύ ένα ντουζάκι και έλα να με βρεις στη βεράντα!»
    - «Ναι! Ντουζάκι!» είπε και σηκώθηκε και όπως πέρασε από δίπλα μου έφαγε μια γερή στα πισινά.
    - «Άου! Τι έκανα πάλι;»
    - «Τίποτα, αυτή ήταν για λόγους αρχής!»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε και χοροπήδησε χαχανίζοντας καθώς της έριξα και μια δεύτερη γερή.

    Χαμογελώντας ακόμα πήγα στην κουζίνα και πήρα τον καφέ της και το κρουασάν και βγήκα έξω στη βεράντα. Στο τασάκι ήταν ακόμα και με περίμενε το τσιγάρο που είχα ξεχάσει χθες να ανάψω.

    - «Μη με κοιτάς έτσι κροκόδειλε, το κρουασάν είναι της Αναστασίας και επιπλέον εσύ δεν κάνει να τρως σοκολάτα!»
    - «Γουφ» μου απάντησε εντόνως διαμαρτυρόμενος.
    - «Δε θέλω αντιρρήσεις ντροπή της βουνοπλαγιάς. Βρε ρεμπεσκέ τα αδέρφια σου δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ να μαζέψουν πρόβατα και να τα φυλάνε από τους λύκους και εσύ είσαι όλο μαμ κακά και νάνι, ζωάρα κάνεις! Ρεμάλι!» είπα μαλώνοντάς τον τρυφερά και βρήκε την ευκαιρία να με γλείψει στο αριστερό αυτί. «Και το δεξί μανούλα το έκανε, από πότε μου έγινες αριστερό κομματόσκυλο;»
    - «ΙΑΟΥΑΧΦΧΜΙΙΦΧ» μου απάντησε και ξάπλωσε κάτω και άρχισε να μου γλείφει το πόδι.
    - «Βρε ποδολάγνο κάθαρμα, άσε το μπαμπά ήσυχο να κάνει το τσιγάρο του!» τον μάλωσα και εκεί άκουσα το γέλιο της Αναστασίας.
    - «Είσαι τελείως χαζομπαμπάς! Πρέπει να δεις το ύφος σου όταν μιλάς στον Ράντι, φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό σου»

    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό της και το σήκωσε.

    - «Μαμουλίνο μου!!!!» φώναξε ενθουσιασμένη. «Χιχιχι, έκανα κοπάνα σήμερα. Ναιιιιιι, το βραδάκι θα δεις την κορούλα σου. Δεν ξέρω, στη δουλειά του φαντάζομαι. Ναι, είπε ότι θα φύγουμε κατά τις 17:00. Όχι με το τζιπάκι του, με το καινούργιο του εταιρικό, αχ πρέπει να το δεις μαμά, είναι απίθανο… αν και θα χρειαστεί να κάνουμε στάση στη Λάρισα για να το φορτίσει. Δεν ξέρω, καμιά ώρα φαντάζομαι. Λογικά μέχρι τις 22:00 θα έχουμε φτάσει. Θα του το πω αλλά δεν ξέρω πως θα είναι. Για το Σάββατο μου είπε να σας πω ότι ισχύει. Αύριο θα πάμε στον παππού και τη γιαγιά ε; Ωραία! Ναι, θα βγω με την Τίνα, μου έχει λείψει. ΑΑΑ, για πες μου. Σοβαρά;;;;; Νόμιζα ότι θα τα έδινε όλα. Διαολάκι ε; Και τι τους πειράζει μωρέ, στην πλάτη τους θα τον έχουν; Φυσικά και το θέλω! Εννοείται!!! Ναι μαμά, το ξέρω ότι δεν είναι παιχνίδι, για τέτοια με έχεις; Σοβαρά;;;; Στείλε! Στείλε να δω το παιδί μου, χαχαχα θα κάνει και παρέα με το Ράντι. Όχι… έχω πάει μια-δυο φορές βόλτα με τον Αντώνη το Ράντι, δεν κυνηγάει γάτες. Ε προφανώς. Πώς τον λέει; Δεν υπάρχει περίπτωση, αν το έμαθε θα το ξεμάθει, άκου Φρουφρού. Ο μπαμπάς τι κάνει; Ναι!!!! Πολλά φιλάκια να του δώσεις, αχ μου έχετε λείψει! Ναι μαμουλίνο μου. Κι εγώ σ’ αγαπάω πολύ πολύ-πολύ-πολύ-πολύ»
    - «Τουλάχιστον θα έχω καλή παρέα στην κόλαση»
    - «Αυτό να λέγεται! Λοιπόν, δε σου είπα! Μια φίλη της μαμάς έχει γάτα νορβηγικού δάσους και είχε γεννήσει πριν ενάμιση μήνα. Έδωσε τα άλλα γατιά αλλά της έμεινε ένας αρσενικός. Δεν τον ήθελαν γιατί λέει είναι μεγαλόσωμος για γάτα και πολύ διάολος. ΑΑΑΑΧ ήρθε φωτογραφία, κάτσε να τον δω! ΘΕΕ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΚΛΟΣ! ΚΟΙΤΑ!» μου είπε και μου έδειξε ένα υπέροχο άσπρο-μπεζ γαλανομάτη γατούλη. «Τον λέει Φρουφρού, τι όνομα είναι αυτό; Ελπίζω να μην το έχει μάθει γιατί θα το ξεμάθει! Άκου Φρουφρού. Δε μου λες, ο Ράντι θα τον δεχτεί ή θα τον πάρει στραβά;» ρώτησε με μια ανάσα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Ο Ράντι δεν είναι επιθετικός με τις γάτες, ίσα-ίσα. Αυτός καλά θα το πάρει, ο όχι Φρουφρού να δούμε πώς θα την πάρει την μεγάλη καφέ ατσούμπαλη αρκούδα!»
    - «Άκου Φρουφρού! Δεν είμαστε με τα καλά μας! Μα κοίτα τον, πώς μπορείς να ονομάσεις Φρουφρού αυτή τη μεγαλοπρέπεια! Εγώ θα τον λέω Τριστάνο!»
    - «Αποφάσισες κιόλας;»
    - «Μα κοίτα τον! Και το Ορλάνδος μ’ αρέσει αλλά δε θέλω να του μπαίνουν ιδέες!»
    - «Χαχαχα, είσαι όργιο!»
    - «Τη Δευτέρα θα τον πάμε στο γιατρό σου!»
    - «Εντάξει καρδούλα μου.»
    - «Α, μου είπε η μαμά αν θες σήμερα το βράδυ να φάμε παρέα.»
    - «Θα ανέβω να τους δω για λίγο αλλά δε θα κάτσω μωρό μου, θα είμαι από το ταξίδι και έχω και πρωινό ξύπνημα αύριο»
    - «Το φαντάστηκα. Για το Σάββατο ισχύει πάντως, έτσι;»
    - «Ναι, ισχύει. Και μην ξεχνάς, Κυριακή θα φύγουμε σχετικά νωρίς.»
    - «Χμμμ» είπε. «Νομίζω ότι μου ήρθαν, κατεβαίνω για λίγο σπίτι μου»
    - «Εντάξει, εδώ θα είμαι. Να κάνω και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο που προσπαθώ να το ανάψω από χθες!»

    Ήπια μια γουλιά καφέ και άναψα το τσιγάρο μου και όταν το τέλειωσα άνοιξα και πάλι το λάπτοπ να διαβάσω τα mail μου πριν αρχίσω τα reviews. Κράτησα στην άκρη αυτά που έχρηζαν απάντησης και όταν τελείωσα την ανάγνωση των υπόλοιπων τα άνοιξα για να τα απαντήσω. Εκείνη την ώρα χτύπησε και το τηλέφωνο, ήταν ο Βασίλης.

    - «Καλημέρα. Εδώ, ετοιμάζομαι να απαντήσω e-mails. Γύρω στις 22:00 φαντάζομαι θα έχω φτάσει. Ναι βεβαίως. Όχι, τώρα θα ξεκινήσω τα reviews αφού απαντήσω στα e-mails. Τη δική μου την είδες; Στα notes? Ναι… Εντάξει, θα ξεκινήσω με αυτό για να στη στείλω να τη δεις κι εσύ. Τι θέλουν οι Άγγλοι; Αύριο; Δεν είμαστε με τα καλά μας. Δυο-τρεις μέρες τουλάχιστον και χρειάζομαι και την ομάδα του BI. Ποιον Αντωνίου εννοείς, το Μίλτο; Αφού θα είναι μαζί μας! Χαχαχα, δε θα το πάρει καλά ο Γρηγόρης. Ναι, ναι, από αυτούς που ντρέπονται είμαι. Τι να πει; Αρχηγού παρόντος… Ναι, στείλε το μου και θα τον βάλω στο CC. Εντάξει Βασίλη… ναι. Φυσικά, τι τα έχω τα ρημάδια τα Bluetooth? Καμιά ώρα θα κάτσω στη Λάρισα. Το φουκαρά τα χρειάστηκε, ούτε Ταξιαρχική στο στρατό να πούμε! Ωραία, εντάξει. Ναι, ναι μαζί μου θα είναι, θα την πάρω να δει τους δικούς της. Και το δικό μου αεροπλάνο είναι, BMW δεν ήθελες, λούσου τα. Χαχαχα, εντάξει, τα λέμε.»

    Σε λίγο ήρθε και το e-mail του Βασίλη και το έκανα forward προς το Μίλτο και τον προϊστάμενο της ομάδας του BI, βάζοντας Βασίλη και Γρηγόρη που ήταν o executive αμφότερων στο CC, ζητώντας από την μεν ομάδα του BI να έχει μαζέψει τα δεδομένα μέχρι αύριο και στον Μίλτο να έχει ετοιμάσει την παρουσίαση μέχρι τη Δευτέρα EOD. Στη συνέχεια άνοιξα τη δική μου παρουσίαση και διάβασα τις παρατηρήσεις του Βασίλη. Χτύπησε το κουδούνι και σηκώθηκα να πάω να ανοίξω γιατί δεν λέω, καλό το IOT αλλά όχι για το μηχανισμό που ξεκλειδώνει την πόρτα.

    - «Έφερα και τις σημειώσεις μου για να διαβάσω!»
    - «Ωραία, εγώ έχω ήδη ξεκινήσει να κάνω δουλειά.»

    Γυρίσαμε στη βεράντα και η Αναστασία άνοιξε το τετράδιο με τις σημειώσεις της και άρχισε να διαβάζει μέσα από τα δόντια της σημειώνοντας σε ένα δεύτερο τετράδιο. Εγώ επέστρεψα στην παρουσίαση και ενσωμάτωσα τις παρατηρήσεις που είχε κάνει ο Βασίλης και όταν τελείωσα του το έστειλα για να το κάνει review. Πριν πιάσω να διαβάζω τις παρουσιάσεις που είχα να κάνω εγώ review πήρα τηλέφωνο τη Χαρά.

    - «Καλημέρα Χαρά. Όχι δε σε πήρα γι’ αυτό, το διάβασα το mail που μου έστειλες. Σε παρακαλώ να υπενθυμίσεις στο security ότι την Κυριακή κατά το μεσημεράκι θα περάσω από εκεί. Τι έγινε; Φυσικά, το ρωτάς; Περαστικά της. Βρε, σταμάτα να κάνεις τη μαμά σε μένα και πήγαινε στην κόρη σου. Να κάτσεις σπίτι σου αύριο, δε χρειάζεται να έρθεις γραφείο. Ευχαριστώ, και πάλι περαστικά της. Γεια.» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
    - «Τι έγινε;»
    - «Την πήραν τηλέφωνο από τον παιδικό σταθμό, έκανε πυρετό η κορούλα της. Πήγε και την πήρε η μάνα της από τον παιδικό σταθμό αλλά καταλαβαίνεις…»
    - «Σου κάνει τη μαμά;» με ρώτησε πειρακτικά.
    - «Δε λες τίποτα και δεν έχει καν τριανταρίσει. Ήταν και στην παλιά εταιρία που δούλευα, εκεί την γνώρισα, πιτσιρίκα, μόλις είχε τελειώσει την Πάντειο. Όταν ο Βασίλης μου έκανε πρόταση να έρθω ένας από τους όρους ήταν να έρθει και η Χαρά μαζί μου με διπλάσιο και βάλε μισθό από την παλιά εταιρία. Το δεκάμηνο που είχε λείψει όταν γέννησε την κόρη της μου είχε φανεί αιώνας, δεν είναι μόνο η προσωπική μου βοηθός αλλά κάνει και άλλα δέκα πράγματα και είναι και ο λόγος που της δίνω περισσότερα απ’ όσα παίρνει ένας μέσος προϊστάμενος τμήματος, πληρώνεται σχεδόν σαν προϊστάμενος υποδιεύθυνσης. Και όχι μόνον αυτό, έχει και εταιρικό αυτοκίνητο και θέση στο εταιρικό parking, μόνο η γραμματέας του Βασίλη έχει αντίστοιχα προνόμια.»
    - «Τι έχει σπουδάσει;»
    - «Πολιτικές επιστήμες. Ήμουν μόλις λίγες μέρες στην εταιρία και ήμουν χωρίς γραμματέα, η προηγούμενη είχε παραιτηθεί για να ακολουθήσει τον προκάτοχό μου στη νέα του εταιρία. Η Χαρά ήταν και αυτή μερικών ημερών υπάλληλος σε άλλο τμήμα και μου την έστειλε προσωρινά το HR. Μόλις μία εβδομάδα μου πήρε να σηκώσω το τηλέφωνο και να τους πω να μην κάνουν τον κόπο να βρουν αντικαταστάτρια, εννοείται αφού είχα μιλήσει μαζί της. Σκυλί του πολέμου κανονικό, και αν τη δεις δεν της φαίνεται καθόλου. Κοντούλα και με γλυκιά nerdy φατσούλα δεν την πιάνει το μάτι σου αλλά είναι σκέτος Ταζ. Ακόμα και ο Βασίλης με το σεις και με το σας την έχει, είναι μεγάλη μορφή λέμε!»
    - «Θα αρχίσω να ζηλεύω!»
    - «Χαχαχα, είσαι τρελή; Δε θα έμπλεκα ποτέ μαζί της, θα μου έβαζε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και θα περίσσευε χώρος να μου βάλει και τα χέρια, αν αντιρρησίαζα!»
    - «Καλά σε λέω ντροπή των σαδιστών!»
    - “There are some things that are above and beyond!” της απάντησα αναστενάζοντας. «Και τώρα διάβασμα εσύ σουσουράδα, να κάνουμε και κανένα review»
    - «Μάλιστα κύριε λοχαγέ!»
    - «Ταγματάρχης και βάλε! Και τώρα δουλειά!»

    Γύρισα εγώ στα reviews μου και η Αναστασία στο διάβασμά της και παρόλο που μ’ έπιασε πονοκέφαλος -το laptop μου είναι υπερφορητό αλλά δεν ήθελα να κάτσω στο γραφείο- μία, μιάμιση ώρα αργότερα είχα τελειώσει αλλά στο μεταξύ είχαν έρθει και άλλα e-mails, κάποια εκ των οποίων έπρεπε να απαντήσω.

    - «Σε λίγο πάλι. Θέλεις άλλο καφέ εσύ;» τη ρώτησα κλείνοντας την οθόνη του laptop.
    - «Θα παραγγείλεις;»
    - «Ναι, βαριέμαι να φτιάχνω.»
    - «Έχουν χυμούς ή ακόμα καλύτερα smoothies?»
    - «Κάτσε να δω… ναι, έχουν smoothy γιαούρτι-μπανάνα-φράουλα…»
    - «Αυτό!»
    - «Να μη σου πω τα άλλα;»
    - «Όχι, αυτό μου κάνει!»
    - «Θες κάτι να φας;»
    - «Όχι, μια χαρά είμαι με το κρουασάν, ευχαριστώ Αντώνη μου»
    - «Πώς πάει το διάβασμα;» τη ρώτησα αφού παράγγειλα.
    - «Ασκήσεις στη στατιστική λύνω αλλά θα σου κάνω λίγο παρεούλα, να κάνω κι εγώ το διάλειμμά μου.»
    - «Για πες, τι θα κάνεις αύριο;»
    - «Θα βγω με την Τίνα, μου έχει λείψει.»
    - «Μίλησες μαζί της, φαντάζομαι;»
    - «Εννοείται… ααα… όχι, δεν της είπα τίποτα για τους δυο μας. Όχι ότι θα το έλεγε σε κανέναν, δηλαδή.»
    - «Θα σε παρακαλούσα να μείνει έτσι.»
    - «Εντάξει Αντώνη μου. Είναι αδικία, πάντως!» μου είπε παραπονεμένη.
    - «Είναι αυτό που είναι.»
    - «Να δω τι θα κάνω, το ξέρει ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου από τότε που σε γνώρισα.»
    - «Και σε παρακαλώ να συνεχίσει να πιστεύει ότι είναι χωρίς ανταπόκριση.»
    - «Εντάξει Αντώνη μου.»
    - «Τον Τριστάνο πότε θα τον πάρεις;»
    - «Την Κυριακή το πρωί λέω, το Σάββατο θα σε βγάλουμε έξω και δε θέλω να τον αφήσω μόνο του την πρώτη μέρα που θα τον πάρω.»
    - «Αλήθεια, πώς είσαι; Πονάς;»
    - «Λιγάκι αλλά καμία σχέση με το πριν αρχίσω τα χάπια, πω-πω, ούτε να το θυμάμαι δε θέλω, για δυο-τρεις μέρες ήμουν συνεχώς διπλωμένη στα δύο.»
    - «Δεν είναι περίεργο; Τόσα χρόνια ούτε μια φορά δεν σε πετύχαμε να έχεις περίοδο στις διακοπές»
    - «Και πάλι καλά να λες, δε θα ήμουν καλή παρέα.»
    - «Θα πρέπει να ετοιμάσεις και τα πράγματά σου.»
    - «Α, δε θα πάρω πολλά, έχω ρούχα και στο σπίτι που δεν έχω πάρει μαζί.»
    - «Εκτός από το αρμόνιο έχεις τίποτε άλλο να φέρεις από Θεσσαλονίκη;»
    - «Ναι, βιβλία, λόγω αεροπλάνου άφησα πολλά πίσω.»
    - «Έχει μείνει σουφλέ από χθες, θες να το φάμε ή να παραγγείλουμε τίποτα;»
    - «Δεν είμαστε καλά που θα παραγγείλουμε ενώ υπάρχει σουφλέ από τα χεράκια σου. Ουφ, τώρα μ’ έπιασε λιγούρα, πάω να βάλω cheesecake, θες κι εσύ;»
    - «Ναι, γιατί όχι; Και μιας και θα κάνεις τον κόπο φέρε και ένα μπουκάλι νερό.»
    - «Αμέ!» είπε και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα με τον Ράντι να την ακολουθεί καθώς μυρίστηκε ότι πήγε να βάλει κάτι φαγώσιμο.
    - «Δώσε του κανένα από τα μεζεδάκια του για να σε αφήσει στην ησυχία σου» της φώναξα από την βεράντα. Δύο λεπτά αργότερα ήρθε και άφησε τα πιατάκια με το γλυκό στο τραπέζι και, με τον Ράντι να την έχει πάρει κατά πόδας, επέστρεψε στην κουζίνα για να φέρει νερό.
    - «Πού είναι τα κόκαλά του;» την άκουσα να ρωτάει από μέσα.
    - «Στο αποθηκάκι αλλά μη του δώσεις κόκαλο, δώσε του ένα treat, είναι σε σακούλα δίπλα.» Επέστρεψε με το μπουκάλι και δύο ποτήρια ανά χείρας και τον Ράντι που μασουλούσε κατά πόδας. «Μη με κοιτάς έτσι ζήτουλα, τώρα έφαγες το treat σου, άσε μας κι εμάς να φάμε!»
    - «ΙΑΟΥΑΧΦΧΜΙΙΦΧ» μου έκανε πάλι δηλώνοντας εντόνως τη δυσαρέσκειά του.
    - «Μωρ’ τι μας λες;» του απάντησα κάνοντας την Αναστασία να ξεκαρδιστεί.
    - «Πρέπει να σας τραβήξω βίντεο!» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο μου.
    - «Έλα Γρηγόρη, καλημέρα. Οι Άγγλοι το ζήτησαν, φαντάσου ότι στην αρχή το θέλανε μέχρι αύριο. Ναι, τους απάντησε ο Βασίλης. Λες να μην το ξέρω; Χαμαλοδουλειά ή όχι πρέπει να γίνει, το ζήτησε ο ίδιος. Τι να του πεις; Ξέρω ‘γω, πες του «εις το στρατό Καραμάνο δεν γίνονται διακρίσεις», τι με ρωτάς τώρα; Ναι, θα του εξηγήσω κι εγώ, άλλωστε θα ανέβει και αυτός Θεσσαλονίκη. Τι να σου πω, αύριο δεν πας Λονδίνο; Σκάσ’τους καμιά κουτουλιά στο κεφάλι. Χαχαχα λες; Εντάξει, χαιρετώ!»
    - «Τι έγινε αν επιτρέπεται;»
    - «Ζήτησαν κάτι από τη μητρική και ο κλήρος έπεσε στο Μίλτο.» της εξήγησα χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες.
    - «Χώσιμο;»
    - «Τελείως. Καλό θα του κάνει, αν θέλει να ανέβει.»
    - «Και αν δε θέλει;»
    - “Sucks to be him either way” είπα και πήρα το πιατάκι μου και άρχισα να τρώω γλυκό. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε και ο καφές μου και το smoothie της Αναστασίας. «Be a good girl, πήγαινε να ανοίξεις»

    Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία άνοιξα και πάλι το laptop μου για να απαντήσω τα e-mails, και στο μεταξύ είχαν έρθει και άλλα, ενώ η Αναστασία γύρισε και αυτή στις ασκήσεις της.

    - «Αντώνη, βάζεις λίγο μουσική;» με ρώτησε. Καλή ιδέα! Σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο και έφερα το Bluetooth ηχείο και όταν συνδέθηκε με το laptop άνοιξα τον browser και πήγα στη σελίδα του Rock FM.
    - «Πώς πάνε οι ασκήσεις;»
    - «Μια χαρά, σε λίγο τελειώνω. Εύκολες ήταν, να δες!» μου είπε και μου έδωσε το τετράδιό της.
    - «Πληρώνω όσο-όσο για να κάνουν τα γράμματά σου font» της είπα διαβάζοντας τις λύσεις της. «Ναι, κάποιες δεν τις λες εύκολες.»
    - «Έχεις σκουριάσει γεράκο μου!»
    - «Όπως και να έχει, μπράβο σου κοριτσάρα μου!»
    - «Χιχιχι! Αγκαλίτσα με το ζόριιιιιιιιιιι» φώναξε και πετάχτηκε από την καρέκλα της και ήρθε από πίσω μου και με έσφιξε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Ναι, δε βλέπεις τι ζόρια τραβάω; Απαπαπαπά!»
    - «Ακόμα δεν είδες τίποτα!» μου δήλωσε και άρχισε να με τρίβει κάνοντάς μου μασάζ.
    - «Αχ τι τραβάω ο έρμος!»
    - «Όλα εδώ πληρώνονται! Άσχετο, τι ώρα θα φύγουμε;»
    - «Γύρω στις 17:00, έχουμε να αφήσουμε και το τέρας στην Ειρήνη»
    - «Οπότε λογικά γύρω στις 22:00 θα έχουμε φτάσει, ε;»
    - «Ναι, υπολογίζοντας και περίπου μια ώρα στη Λάρισα για να φορτίσει το αυτοκίνητο. ΑΑΑΑΧ, προσλαμβάνεσαι!»

    Η αραιή συννεφιά που είχε όταν ξύπνησα όχι απλά πύκνωσε αλλά άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες και σε λίγο άρχισε να ρίχνει τουλούμι.

    - «Πόσο μ’ αρέσει να κάθομαι και να βλέπω τη βροχή να πέφτει!»
    - «Αναστασία, πάω λίγο στο γραφείο να κάνω ένα τηλεφώνημα που θέλω και παρακάνει φασαρία η τέντα» της είπα και σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο. «Καλημέρα Μίλτο, φαντάζομαι το διάβασες το e-mail, έτσι; Από τη μητρική, έχω συνεννοηθεί με το Γρηγόρη και αύριο η ομάδα του BI θα σου έχει τα δεδομένα που ζητάνε για να τα βάλεις στην παρουσίαση. Δευτέρα μέχρι το τέλος της ημέρας πρέπει να το στείλουμε. Ναι, εννοείται ότι θα το κάνουμε review, θα σου στείλει calendar η Φαίη.»

    Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο μου η Αναστασία με ένα περίεργο μειδίαμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της αλλά δεν του έδωσα σημασία. Λάθος, μεγάλο λάθος, το κωλόπαιδο ήρθε και γονάτισε μπροστά μου και κατεβάζοντάς μου το σορτσάκι με πήρε στο στόμα της. Από τη μία νευρίασα γιατί μιλούσα στο τηλέφωνο για δουλειά αλλά από την άλλη το ίδιο το γεγονός το έκανε εξαιρετικά καυλωτικό. Προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι της και το πίεσα προς τα κάτω αναγκάζοντάς την να τον πάρει βαθιά μέσα στο στόμα της. Συνέχισα να μιλάω με το Μίλτο εξηγώντας του τι θέλουν οι Άγγλοι απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του οργάνου μου στο στόμα της.

    - «Λοιπόν θα τα πούμε πάνω, τι ώρα πετάς; Κι εσύ οδικώς; Ααα, ναι, μου το είχε πει η πιτσιρίκα ότι η Μυρσίνη είναι κι εκείνη σαλονικιά. Ναι κι εγώ, όταν ήρθαν Αθήνα είχα πει της μητέρας της ότι δεν χρειάζεται να κατέβει οδικώς, θα τις έπαιρνα εγώ από το αεροδρόμιο και θα τις πήγαινα για όποια ψώνια χρειαζόντουσαν, οπότε η μικρή άφησε κάποια πράγματα στο σπίτι της, οπότε μιας και θ’ ανέβαινα που θ’ ανέβαινα είπα να την πάρω μαζί μου, να έχω και παρέα στο ταξίδι και να δει και εκείνη λίγο τους γονείς της και φυσικά να πάρει και πράγματα που δεν μπορούσε να κουβαλήσει στο αεροπλάνο. Πολύ θα το ήθελα αλλά δεν θα μπορέσω, το Σάββατο το βράδυ με έχουν καλεσμένο για φαγητό οι γονείς της και αύριο έχουμε το κοκτέιλ πάρτι. Τι κάνουν οι κορούλες σου; Βεβαίως, να μεταφέρεις και τους δικούς μας χαιρετισμούς. Εντάξει, τα λέμε το βράδυ στο ξενοδοχείο. Καλό δρόμο, επίσης» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. «Βρε κωλόπαιδο!» ψευτομάλλωσα την Αναστασία.
    - «Μπορώ να σταματήσω!» μου είπε κοροϊδευτικά.
    - «Θα σου κάνω το κωλαράκι μωβ!»
    - «Τότε είναι που θα σταματήσω!»
    - «Καλά, δε θα σου κάνω το κωλαράκι μωβ!»
    - «Σαν δεν ντρέπεσαι, παλιοεκβιαστή!» μου είπε και πήρε ξανά το όργανό μου στο στόμα της, βάζοντας εξαιρετική τέχνη, οφείλω να ομολογήσω. Την έπιασα από το κεφάλι και της έδωσα πιο γρήγορο ρυθμό και συνεχίσαμε για κάμποση ώρα έτσι, μέχρι που ένιωσα το τέλος να έρχεται και κρατώντας την ακίνητη τελείωσα στο στόμα της βγάζοντας πνιχτά βογγητά. Όταν κατάπιε και την τελευταία ριπή σήκωσε το βλέμμα της προς τα μένα. «Πολύ πράγμα» μου είπε σηκώνοντάς μου το σορτσάκι. «Πότε πρόλαβε και μαζεύτηκε;»
    - «Είδες ταχύτητα; Εσύ να τα βλέπεις αυτά που με λες γέρο!»
    - «Σέξι μεσήλικα!»
    - «Εμένα μου λες; Γεράκο με ανεβάζεις, γεράκο με κατεβάζεις!»
    - «Δε μου πάει να σε λέω μωρό μου, είσαι ο σέξι μεσήλικας γεράκος μου!»
    - «Κάνεις προπόνηση για σκλάβα;»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Έτσι θα μείνεις, γονατισμένη;»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» μου είπε και ακούμπησε πάνω στα γόνατά μου.
    - «Στην κίνηση το έχεις, από συμπεριφορά πάσχεις λίγο!»
    - «Ξυπνήσανε οι σκλάβοι Αντωνάκη!»
    - «Και πάει και το μου!»
    - «Πουθενά δεν πάει, δικός μου είσαι!»
    - «Ώρα είναι να μου κάνεις και branding»
    - «Αμέ! Τι νόμιζες, θα σε αφήνω να γυρνάς με τη μια και με την άλλη;»
    - «Σάμπως και έχω δυνάμεις, Μαμ-Ρα με έχεις καταντήσει!»
    - «Boomer!»
    - «Το ήξερες πως όταν προβλήθηκαν οι Thundercats για πρώτη φορά στην τηλεόραση κάπου το ’87, το έβαζαν στις 22:00 το βράδυ καθώς το θεωρούσαν σειρά για ενήλικους;»
    - «Τουρουρούρου!»
    - «Και αυτό το ’87 έγινε. Το ξέρεις ό,τι ήμουν μέσα; Εννιά χρονών τότε, με είχε πάρει μαζί του ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου.»
    - «Και Αλτσχάιμερ να είχα, τόσες φορές που μας το έχεις πει, θα μου είχε μείνει!»
    - «Επιθετική επενδύτρια!»
    - «Πάντα!»
    - «Να ξέρεις γράφει το μηχάνημα!»
    - «Σάμπως και τα θυμάσαι, γεράκο μου;»
    - «Θυμάμαι ότι έχεις λαμβάνειν άλλες είκοσι και με τους τόκους τριάντα!»
    - «Βρε τοκογλύφε, 50% τόκους;»
    - «Έρωτά μου τοκογλύφε, γλείφε το κορμί μου γλείφε»
    - «Αμ κάνω και τίποτε άλλο, κράμπες στο σαγόνι έχω πάθει!»
    - «Σου υπενθυμίζω ότι κάμποσες από τις πίπες ήταν δική σου πρωτοβουλία, όπως πριν λίγο καλή ώρα!»
    - «Καλά σου κάνω! Ορίστε μας!»
    - «Τότε τι διαμαρτύρεσαι;»
    - «Να σφίγγουν και λίγο οι κώλοι και μιας και με τον δικό μου δε βοηθάς, μας μένει ο δικός σου!»
    - «Χαχαχα, είσαι λατρεία ρε κέρατο!»
    - «Είμαι! Άντε μη σου ξαναπάρω πίπα!»
    - «Κράτα δυνάμεις για το δρόμο, όλο και κάποιο parking θα βρω για να σε κυλίσω στην αμαρτία!»
    - «Deal!» μου είπε και μου αγκάλιασε σφιχτά τα πόδια. «Λοιπόν ξέρεις κάτι; Βολικά είναι!»
    - «Σήκω βάσανο, πάμε έξω να κάτσουμε!»
    - «Δεν πάω πουθενά!»
    - «Βρε που έχουμε μπλέξει!» είπα και καλά αγανακτισμένος αλλά στην πραγματικότητα γελούσαν και τα ανύπαρκτα μουστάκια μου.
    - «Δε μου λες, αύριο τι ώρα τελειώνεις από τη δουλειά;»
    - «Απόγευμα αλλά μετά έχει και κοκτέιλς, δε νομίζω να το διαλύσουμε πριν τις 22:00»
    - «Εγώ μέχρι τις 23:00 θα είμαι με την Τίνα, μετά θα βγει με το αγόρι της!»
    - «Και μπράβο σου!»
    - «Μετά θα έρθεις να με πάρεις να με πας κάπου απόμενα να τρυγήσεις το άγουρο κορμί μου!»
    - «Αφού έχεις περίοδο!»
    - «Σωστά! Δεν πειράζει, θα τρυγήσω εγώ το παραγινωμένο το δικό σου!»
    - «Δε γίνεται μωρό μου, θα είμαι ψόφιος και δε θέλω να μας δει κανένα μάτι. Υπομονή μέχρι την Κυριακή!»
    - «Ουφ, τέτοιος είσαι!»
    - «Είμαι π’ ανάθεμά με. Λοιπόν, σήκω, πάμε να κάτσουμε λίγο έξω!»
    - «Αμάν, με κόλλησες χρόνια! Πιάστηκα!»
    - «Μπα, τώρα δεν είναι βολικά;»
    - «Όταν σηκώνεσαι όχι!»

    Βγήκαμε στη βεράντα ενώ η βροχή είχε δυναμώσει και άλλο. Ο Ράντι γκρίνιαξε, ήθελε να κατέβει στον κήπο. Θα μου γινόταν χάλια ο κόπρος αλλά τι να τον κάνω, του αρέσει πολύ η βροχή και το χιόνι και με τη γούνα που έχει, δεν τον αδικώ. Είπα στην Αναστασία να περιμένει και κατέβηκα κάτω και του άνοιξα την πόρτα και ο Ράντι έφυγε σα σίφωνας και πήγε και άρχισε να κυλιέται σα φώκια στο βρεγμένο γκαζόν.

    - «Μετά μη μου διαμαρτύρεσαι όταν σε σκουπίσω, δεν πρόκειται να μπεις στο σπίτι σε αυτά τα χάλια!»
    - «Γουφ» μου απάντησε αποδοκιμαστικά και συνέχισε να κάνει κωλοτούμπες.

    Γύρω στις 13:30 βάλαμε να φάμε και μετά η Αναστασία κατέβηκε στο σπίτι της για να ετοιμάσει τα πράγματά της ενώ εγώ έπεσα για ένα γρήγορο απογευματινό ύπνο, καθώς είχα μπροστά μου και ταξίδι με το αυτοκίνητο. Με ξύπνησε ο ήχος του alarm στις 16:30. Σηκώθηκα να ντυθώ και άπλωσα τα ρούχα που θα έπαιρνα μαζί μου στο κρεββάτι και αν δεν είχα την Αναστασία θα με είχε πιάσει απελπισία.

    - «Έλα, είσαι έτοιμη; Ωραία, δεν ανεβαίνεις να με βοηθήσεις να φτιάξω κι εγώ τη βαλίτσα μου; Θα σταματήσουμε στο Mikel στον Άγιο Στέφανο, φεύγοντας. Ωραία, πάω να μαζέψω από κάτω τον κόπρο και ανεβαίνοντας θα σου χτυπήσω»

    Κατέβηκα κάτω με την πετσέτα του στο χέρι γιατί μπορεί να είχε σταματήσει να βρέχει από τις 13:00 αλλά ο Ράντι δεν είχε στεγνώσει ούτε κατά διάνοια, πώς άλλωστε, πρέπει να είχε σουρθεί σε όλο τον κήπο.

    - «Μην δαγκώνεις την πετσέτα ρε μούργο! Κάτσε να σε στεγνώσω!»

    Ένα δεκάλεπτο αργότερα χτύπησα στην πόρτα της Αναστασίας και βγήκε με μια βαλίτσα στο χέρι και ένα σακβουαγιάζ στην πλάτη. Ανεβήκαμε στο σπίτι και όσο μου έφτιαχνε τη βαλίτσα εγώ πήγα και ετοίμασα τα φαγητά του Ράντι που θα άφηνα στην αδερφή μου. Γύρω στις 17:00 είχαμε τελειώσει, οπότε κατεβήκαμε όλη η τριάδα στο αυτοκίνητο. Ο Ράντι βλέποντας τις σακούλες με τα πράγματά του την ανθίστηκε τη δουλειά και μου έκανε το βαρύ πεπόνι.

    - «Μπες μέσα βρε κέρατο! Άντε!»

    Ξεκινήσαμε και δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στο σπίτι της Ειρήνης, στην Άνοιξη. Κατέβασα το Ράντι και τα πράγματά του και τον πήγα μέσα. Παρά το γεγονός ότι τα ανίψια μου είχαν στήσει χορό δίπλα του, το παραπονεμένο βλέμμα του όταν έφυγα μου ράγισε την καρδιά αλλά τι να έκανα, δεν μπορούσα να τον πάρω μαζί μου. Μάζεψα το ειδικό κάλυμμα και αφού το δίπλωσα, το έβαλα στο πορτπαγκάζ.

    - «Λοιπόν, σταματάμε στο Mikel να πάρουμε τα καφεδάκια μας για το δρόμο και μετά let the good times roll. Έχω φτιάξει μέχρι και playlist!»
    - «Προνοητικός, μ’ αρέσεις!»
    - «Έχει και τα καλά του το αυτοκίνητο!»
    - «Έχει αλλά Αντώνη μου η μηχανή είναι άλλη αίσθηση!»
    - «Πρόλαβα και σ’ έκανα μηχανόβια κιόλας;»
    - «Τι να πεις, κακές επιρροές!»
    - «Έτσι μπράβο, να συνεχίσεις να επενδύεις επιθετικά!»
    - «Ε μα τι, κλέφτες θα γίνουμε; Δε μου λες, τι καφέ θέλεις, ζεστό ή κρύο;»
    - «Έχει δροσούλα σήμερα, θα έλεγα ζεστό!»
    - «Επιτέλους να λες, μα τι ήταν αυτό το πράγμα φέτος; Τον Ιούνη δεν είδαμε μέρα ήλιο και από τον Ιούλιο και μετά μας πήγε πινέλο με τους καύσωνες.»
    - «Δες το θετικά…»
    - «Θετικά; Τι να δω θετικά;»
    - «Ότι το καλοκαίρι που πέρασε θα είναι πιο δροσερό από το επόμενο.»
    - «Δε θα πάει καλά αυτό.»
    - «Αυτό ξαναπές το» συμφώνησα μαζί της. Δύο-τρία λεπτά αργότερα σταμάτησα μπροστά από το Mikel και η Αναστασία κατέβηκε να πάρει τους καφέδες και για καλό και για κακό πήρε και δύο νερά.

    Μέχρι τα διόδια πήγα σχετικά συντηρητικά αλλά μόλις τα περάσαμε και δεδομένου ότι ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος του έδωσα και κατάλαβε.

    - «Και μπράβο μου!» είπα συγχαίροντας άλλη μια φορά τον εαυτό μου για την επιλογή του αυτοκινήτου.
    - «Μη μου ζητάς να σπρώχνω αν μείνουμε από μπαταρία!»
    - “Don’t be the party pooper!”
    - «Πες στην Ελένη και στον Μιχάλη ότι πήγαινες με 240 και θα δεις τι pooping έχει να πέσει!»
    - «Ναι, αυτό δεν χρειάζεται να το μάθουν!»
    - «Ενώ τα υπόλοιπα;»
    - «Ούτε τα υπόλοιπα! Ειδικά τα υπόλοιπα!»
    - «Ποιος είναι η κοτάρα τώρα Αντωνάκη μου;»
    - «Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ!»

    Σε κάθε περίπτωση πάντως κατέβηκα στα 140 και έβαλα το cruise control αφήνοντας πρακτικά το αυτοκίνητο να πηγαίνει μόνο του, ουσιαστικά ο μόνος λόγος που είχα τα χέρια στο τιμόνι ήταν για να μη μου γκρινιάζει, μέχρι και τις στροφές ακολουθούσε. Πέραν από σκόρπια αυτοκίνητα και φορτηγά η Εθνική ήταν πρακτικά άδεια.

    - «Θα αρχίσεις μαθήματα για δίπλωμα;»
    - «Όχι αλλά θα πρέπει. Όχι τίποτε άλλο αλλά ο μπαμπάς μου έχει τάξει και αυτοκίνητο αν πάρω δίπλωμα.»
    - «Με το καλό τότε και σου υπενθυμίζω ότι το διαμέρισμα έχει και δική του θέση για parking.»
    - «Δεν την έχεις πάρει εσύ με το δεύτερο αυτοκίνητο;»
    - «Όχι, όταν αγοράσαμε τα διαμερίσματα, αγοράσαμε τρεις θέσεις parking καθώς τότε η Αγγελική είχε και εκείνη αυτοκίνητο.»
    - «Τι το κάνατε αυτό;»
    - «Το πουλήσαμε καθώς λίγο καιρό αφού μετακομίσαμε άλλαξε δουλειά και για τη νέα το μετρό τη βόλευε περισσότερο.»
    - «Τι αυτοκίνητο είχε;»
    - «Yiaris»
    - «Όμορφο αυτοκίνητο!»
    - «Όντως, επίσης μικρό και πρακτικό. Εσύ έχεις σκεφτεί τι θα ήθελες;»
    - «Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση, αρκεί να είναι μικρό.»
    - «Δε σου αρέσει κάποιο;»
    - «Δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα… αν με ρωτάς οπτικά, μου αρέσει το μικρό της ΚΙΑ, δηλαδή νομίζω ότι είναι ΚΙΑ.»
    - «Το Picanto;»
    - «Δεν έχω ιδέα!»
    - «Ε, δες το στο google»
    - «Ουφ, σκέτη καταπίεση είσαι!»
    - «Καλά σου κάνω! Δεν βλέπω κίνηση!»
    - «Κάτσε… χμμμ… ναι, αυτό είναι.»
    - «Μια χαρά αυτοκίνητο»
    - «Καλό, λες;»
    - «Εξαιρετικό!»
    - «Θα το πω του μπαμπά αν είναι.»
    - «Καλά, κοίτα να αρχίσεις να κάνεις κανένα μάθημα πρώτα.»
    - «Έχεις τα δίκια σου»

    Τελικά μας πήρε τρεις ώρες παρά κάτι να φτάσουμε στη Λάρισα. Πήγαμε το αυτοκίνητο στα τοπικά γραφεία και έβαλα το αυτοκίνητο στο παρκινγκ για να φορτίσει. Μην έχοντας τι άλλο να κάνουμε πήγαμε σε μια καφετέρια και κάτσαμε και μιας και κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε καφέ, πήρα ένα τσάι εγώ και μια κρύα σοκολάτα η Αναστασία η οποία βρήκε ευκαιρία και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της καθώς η μητέρα της μέχρι της 21:00 είχε ανοιχτό το ιατρείο.

    - «Έλα μπαμπά, τι κάνεις; Εδώ στη Λάρισα, σε μια καφετέρια, περιμένουμε να φορτίσει το αυτοκίνητο του Αντώνη. Καμιά ώρα υπολογίζουμε. Δεν ξέρω… Αντώνη πόση ώρα θα μας πάρει μέχρι Θεσσαλονίκη;»
    - «Γύρω στο δίωρο»
    - «Γύρω στις δύο ώρες. Όχι, είπε ότι θα ανέβει απλά να χαιρετήσει γιατί πρέπει να πάει στο ξενοδοχείο του. Ναι, θα σας πάρω για να ανοίξετε τη γκαραζόπορτα. Σάββατο πρωί; Αφού είχαμε πει Κυριακή. Και τι, θα τον αφήσω μόνο του; Α, σπίτι θα φάμε; Ε, εντάξει τότε, κανένα πρόβλημα. Ναι, φυσικά! Θα τα πούμε το βράδυ αυτά, ναι. Εντάξει μπαμπάκα μου, φιλιά!»
    - «Τι έγινε;»
    - «Η φίλη της μαμάς θα φύγει το Σάββατο για Γιάννενα, το είχε ξεχάσει, οπότε θα μου φέρει τον Τριστάνο αργά το απόγευμα πριν ξεκινήσει για Γιάννενα, και επειδή νόμιζα ότι το Σάββατο θα πάμε έξω, ε, δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του!»
    - «Τη Δευτέρα το πρωί, δε θα τον αφήσεις;»
    - «Θα έχει παρέα τον Ράντι.»
    - «Δεν είναι καλή ιδέα μέχρι να μεγαλώσει λιγάκι, ο Ράντι είναι τεράστιος και ατσούμπαλος, θα προτιμούσα να το αποφύγουμε να τον αφήσουμε μόνο του με ένα γατάκι που πιθανώς να είναι μικρότερο από την πατούσα του! Δε θα πάθει τίποτα να μείνει μονάχος μερικές ώρες, θα του έχεις το νερό του, το φαγητό του και την άμμο του και γάτα είναι, θα τη βρει την άκρη.»
    - «Διάβασα πως οι του Νορβηγικού δάσους είναι σα σκυλιά στο χαρακτήρα.»
    - «Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ακριβώς σαν τα σκυλιά στο χαρακτήρα, εξακολουθούν να είναι γάτες, απλά είναι πιο φιλικές και πιο χαδιάρες.»
    - «Ουφ, δε θέλω να τον αφήσω μόνο του την πρώτη μέρα!»
    - «Αν τον αφήσεις τη δεύτερη θα έχει διαφορά;»
    - «Έλα, μην είσαι τέτοιος!»
    - «Καλά, θα προσπαθήσω» της απάντησα μειδιώντας.
    - «Τι θα κάνετε αύριο;»
    - «Το πρωί παρουσιάσεις στην ημερίδα που λαμβάνουμε μέρος. Το βράδυ θα βγούμε με συναδέλφους από τα τοπικά γραφεία.»
    - «Το Σάββατο;»
    - «Το Σάββατο δεν έχω κανονίσει κάτι, μέχρι το βράδυ εννοώ. Έλεγα μιας και είμαι Θεσσαλονίκη να κάνω μια εκδρομή στο Πόζαρ.»
    - «Δεν έχεις πάρει μαγιό!»
    - «Μπαίνω και με το σορτσάκι, δεν έχω πρόβλημα!»
    - «Κι εγώ θέλω!»
    - «Σορτσάκι;»
    - «Έλα, μη με κοροϊδεύεις. Να έρθω κι εγώ;»
    - «Βρε γαϊδουρογάιδαρε εσύ έχεις να δεις τους δικούς σου!»
    - «Ουφ, τέτοιος είσαι!»
    - «Το είπαμε αυτό!»

    Μία ώρα αργότερα πήγαμε και πήραμε το αυτοκίνητο που είχε φορτίσει ήδη και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Εγώ είχα περάσει και το 2020 από εδώ οπότε είχα δει τα τούνελ, όπως η Αναστασία περνούσε για πρώτη φορά.

    - «Έπρεπε να δεις το δρόμο πριν φτιάξουν τα τούνελ. Όμορφη διαδρομή από τα Τέμπη αλλά μεγάλη καρμανιόλα.»
    - «Δεν έχω πάει ποτέ στα Τέμπη, το πιστεύεις;»
    - «Μπορούμε να περάσουμε την Κυριακή αν έχεις όρεξη. Είναι πολύ όμορφα!»
    - «Αμε! Πολύ θα το ήθελα!»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι» της είπα χαμογελαστός.
    - «Θα ήθελα να πάμε παρέα και στα Πόζαρ!»
    - «Κι εγώ θα το ήθελα αλλά εδώ τώρα ήρθαμε για να δεις τους δικούς σου!»

    Τελικά όπως ακριβώς το υπολόγιζα μας πήρε ένα δίωρο μέχρι να φτάσουμε Θεσσαλονίκη. Το σπίτι τους ήταν μονοκατοικία και όταν φτάσαμε η Αναστασία πήρε τηλέφωνο τους δικούς της για να μας ανοίξουν τη γκαραζόπορτα. Η Ελένη είχε γυρίσει και μας περίμενε μαζί με το Μιχάλη.

    - «Μαμά!! Μπαμπα!!» φώναξε η Αναστασία και ρίχτηκε και στους δυο τους κατσιάζοντάς τους στα φιλιά!
    - «Γεια σας, γεια σας!» τους είπα χαμογελώντας.
    - «Καλωσήρθατε!» είπε η Ελένη καθώς ο Μιχάλης είχε την Αναστασία σκαρφαλωμένη κυριολεκτικά πάνω του.
    - «Καλώς σας βρήκα!» είπα και άνοιξα το πορτπαγκάζ και έβγαλα τα πράγματα της Αναστασίας η οποία ήταν ακόμα σκαρφαλωμένη πάνω στον πατέρα της.
    - «Δε θα έρθεις να σε δούμε λίγο;»
    - «Δε θα κάτσω πολλή ώρα αλλά ναι, αν καταφέρετε να την ξεκολλήσετε!» είπα χαμογελώντας.

    Κάθισα γύρω στα 10 λεπτά και τα είπαμε εν τάχει με τα παιδιά, δηλαδή εγώ δεν είπα και πολλά πράγματα καθώς μας είχε πάρει αμπάριζα η Αναστασία που κελαηδούσε. Κάποια στιγμή βούιξε το τηλέφωνό μου, ήταν ο Βασίλης που μόλις είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο. Το σπίτι της Ελένης και του Μιχάλη ήταν στην Νέα Κρήνη οπότε είπα στο Βασίλη ότι θα περάσω εγώ να τον πάρω μιας και ήμουν σχετικά κοντά. Χαιρέτισα και τους τρεις και κίνησα για το αεροδρόμιο στο οποίο ήμουν δέκα-δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Ο Βασίλης είχε πάρει και τα πράγματά του οπότε φύγαμε αμέσως.

    - «Πώς ήταν η πτήση σου;»
    - «Καλά ήταν αλλά φάγαμε με τη Γεωργία λίγο πήξιμο στο αεροδρόμιο, κάτι είχαν πάθει οι μπάρες στις αναχωρήσεις και είχαν κολλήσει, στο τσακ ήμουν να βγω και να συνεχίσω ποδαράτο. Εσύ;»
    - «Κι εγώ μια χαρά, και το δικό μου αεροπλάνο είναι. Σταματήσαμε για καμιά ώρα στη Λάρισα και το φόρτισα και έχω τσεκάρει και με το ξενοδοχείο, αν και αυτοί έχουν πιο αργούς φορτιστές απ’ ότι εμείς… but who cares?»
    - «Θα μου το κοπανάς πολύ που επέλεξα την X3?»
    - «Θα σταματήσω μέχρι τις αξιολογήσεις και θα επανέλθω αργότερα!» τον πείραξα.

    Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ήμασταν στο Makedonia Palace και πήγαμε ο καθένας στα δωμάτιά του δίνοντας ραντεβού στο bar μισή ώρα αργότερα. Εκεί μας βρήκαν Μίλτος και Βασιλική και καθίσαμε και οι τέσσερείς μας και ήπιαμε τα ποτά μας μέχρι που πήγε μεσάνυχτα. Το συνέδριο γινόταν στο ξενοδοχείο και ξεκινούσε στις 10:00 οπότε δώσαμε ραντεβού για να πάρουμε το πρωινό μας στις 09:00 και μετά να κάτσουμε να δούμε επί τροχάδην τις παρουσιάσεις μας. Πρώτος από εμάς θα μιλούσε ο Βασίλης, αργότερα θα έπαιρνα το λόγο εγώ και θα έκλεινε ξανά με το Βασίλη. Βασιλική και Μίλτος θα μιλούσαν αργότερα και σε διαφορετικό πάνελ.

    Ανέβηκα στο δωμάτιο, γδύθηκα και έπεσα κατευθείαν στο κρεββάτι καθώς ντουζ είχα κάνει πριν κατέβω στο μπαρ. Το κινητό μου βούιξε, είχα μήνυμα στο skype από την Αναστασία.

    «Μου λείπεις. Θα ήθελα να βρίσκομαι στην αγκαλιά σου!»
    «Κι εσύ μου λείπεις αλλά σε παρακαλώ να προσέχεις με τα μηνύματα» της απάντησα
    «Μην ανησυχείς, αυτά τα σβήνω. Με σκέφτομαι γυμνή από κάτω σου να με κάνεις δική σου!»
    «Βρε καβλοράπανο, δεν έχεις σκοπό να με αφήσεις να κοιμηθώ;»


    Αντί απάντησης μου έστειλε selfie που τράβηξε μπροστά από τον καθρέφτη της. Είχε σηκώσει το φανελάκι της πάνω από τα στήθη ενώ το άλλο χέρι ήταν μέσα από το κιλοτάκι της.

    «Θα στο μαυρίσω το κωλαράκι» της απάντησα τέρμα καβλωμένος.
    «Μόνο θα μου το μαυρίσεις; »
    «Λέγε εσύ… λέγε…»


    Εκεί είχε και δεύτερη φωτογραφία, αυτή τη φορά το κωλαράκι της.

    «Φάτε μάτια ψάρια »
    «Βρε κωλόπαιδο θα με αφήσεις να κοιμηθώ;»
    «Μα εγώ τι σ’ εμποδίζω; Εγώ απλά σε σκέφτομαι καθισμένο στην πολυθρόνα και εγώ να είμαι γονατισμένη μπροστά σου με το στόμα μου γεμάτο.»
    «Πέσε για ύπνο βρε κέρατο!»
    «Χιχιχι, σ’ αγαπάω!»
    «Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά τώρα νάνι, αύριο έχω δύσκολη μέρα!»
    «Να έχεις και κανένα χαρτομάντηλο δίπλα σου, λέω εγώ τώρα!»
    «Έτσι ε; Λοιπόν, θα το τραβήξεις σε βίντεο για να μου το δείξεις!»
    «Ε;»
    «Αυτό που σου είπα!»
    «Σοβαρά;»
    «Σοβαρότατα! Θα το βλέπω με εσένα γονατισμένη μπροστά μου με το στόμα σου γεμάτο!»
    «Ζέστη! Ζέστη και υγρασία!»
    «Εμ τι νόμιζες, 100 η αλεπού, 110 το αλεπουδάκι;»
    «Αλλοίμονο!»
    «Καληνύχτα αλεπουδάκι!»
    «Καληνύχτα γριά αλεπού!»


    Τελικά το χαρτομάντηλο χρειάστηκε αλλά για άλλο λόγο. Αν και προτιμούσα τα χειλάκια της Αναστασίας από τη χούφτα μου, στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι!

    Η επόμενη μέρα ευτυχώς κύλισε γρήγορα καθώς το συνέδριο αποδείχτηκε ενδιαφέρον. Το απόγευμα ξεκουραστήκαμε και κατά το βραδάκι βγήκαμε έξω με τη διοικητική ομάδα των τοπικών γραφείων με τους οποίους καθίσαμε μέχρι τα μεσάνυχτα αλλά το καλό ήρθε στο τέλος της ημέρας, όταν επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας, με τη μορφή μηνύματος.

    «Αύριο η μαμά και ο μπαμπάς θα λείπουν από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, έχουν να πάνε σε βαφτίσια και μετά θα πάνε για φαγητό, οπότε μπορώ να έρθω μαζί σου στο Πόζαρ.»
    «Δε θέλεις να πας κι εσύ μαζί τους;»
    «Όταν απάντησαν στην πρόσκληση είχαν πει ότι θα είναι οι δυο τους καθώς τότε δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι το Σάββατο θα ήμουν Θεσσαλονίκη.»
    «Δεν είναι ότι δε θέλω να πάμε παρεούλα αλλά…»
    «Αν ανησυχείς για το πως θα το πάρουν θα σου πω ότι έδειξαν και ανακούφιση κιόλας, τους φουκαράδες τους είχαν πιάσει τύψεις!»

    Ωραία, έφυγαν οι τύψεις από Μιχάλη και Ελένη για να έρθουν σε μένα. Ε, ρε και να ήξεραν τι έχω κάνει με την κόρη τους, θα με φυτεύαν επί τόπου…

    «Ωραία! Έλεγα να πάω σχετικά νωρίς, κατά τις 10:00 είναι καλά;»
    «Μια χαρά αλλά θα είναι εκεί και η μαμά και ο μπαμπάς, στις 12:00 είναι τα βαφτίσια»
    «Κανένα πρόβλημα, θα τους πεις ότι θα σας φέρω και καφεδάκια ερχόμενος. Αλήθεια, εσύ μαγιό έχεις;»
    «Ναι, είχα αφήσει ένα ζευγάρι εδώ για καλό και για κακό!»
    «Ωραία, τα λέμε αύριο το πρωί τότε!»
    «Ναιιιιι! Καληνύχτα Αντώνη μου, σ’ αγαπάω»
    «Καληνύχτα κοριτσάκι μου»

    Το πρωί είχαμε δώσει όλοι ραντεβού στις 08:30 για πρωινό καθώς όλοι τους εκτός από εμένα που θα καθόμουν μέχρι και την Κυριακή θα έκαναν checkout. Βασίλης και Βασιλική θα επέστρεφαν με αεροπλάνο αλλά ο Μίλτος, όπως κι εγώ, είχε ανέβει με το αυτοκίνητο καθώς είχε έρθει μαζί με την Μυρσίνη. Επειδή ο διάβολος είχε πολλά ποδάρια τον ρώτησα τι θα κάνουν το Σάββατο και μου είπε ότι θα πήγαιναν Χαλκιδική με τη μητέρα, τον πατριό και τον αδερφό της Μυρσίνης. Του είπα να μεταβιβάσει τους χαιρετισμούς μου και ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να αλλάξω. Φόρεσα φόρμα και αθλητικά παπούτσια αλλά πήρα μαζί μου και μια βερμούδα η οποία θα αναλάμβανε χρέη μαγιό. Κατέβηκα και, αφού σταμάτησα και πήρα τους καφέδες για Μιχάλη, Ελένη και Αναστασία, στις 10:00 ακριβώς ήμουν μπροστά από το σπίτι τους. Δεδομένου ότι εμείς θα φεύγαμε πρώτοι πάρκαρα μπροστά από την είσοδο τους και χτύπησα το κουδούνι.

    - «Δε θες να βάλεις το αυτοκίνητο μέσα;» με ρώτησε ο Μιχάλης από το θυροτηλέφωνο.
    - «Όχι δε χρειάζεται, δεν εμποδίζω εδώ, έτσι;»
    - «Όχι δεν εμποδίζεις. Καλώς, έλα!»

    Καθότι είχε όμορφη μέρα τους βρήκα και τους τρεις να κάθονται στον κήπο.

    - «Καλημέρα, σας έφερα και τα καφεδάκια σας!»
    - «Αχ, να είσαι καλά!» είπε ο Μιχάλης βοηθώντας με να αφήσω κάτω τους καφέδες.
    - «Πώς ήταν το συνέδριο;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Καλά ήταν, ενδιαφέρον σε γενικές γραμμές. Καίτοι από τις υποχρεώσεις που εγώ και ο Γιαννακουδάκης δεν μπορούμε να αποφύγουμε, έχω περάσει πολύ πιο βαρετά. Εσείς πώς τα περνάτε;»
    - «Εδώ ήσυχα. Μας λείπει η Αναστασία αλλά τουλάχιστον έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο» είπε ο Μιχάλης όχι απλά μπήγοντας αλλά στριφογυρίζοντας κιόλας το μαχαίρι στα σωθικά μου.

    Να δεις που το καζάνι θα έχει και το όνομά μου!

    - «Μακάρι να ζούσε η Αγγελική, θα ήταν μέσα στην τρελή χαρά που θα έμενε η Αναστασία μαζί μας.»

    Χώρια που θα είχα γλιτώσει και τα καζάνια της κόλασης!

    Καθίσαμε γύρω στη μια ώρα μέχρι να πιούμε τα καφεδάκια μας.

    - «Λοιπόν, Αναστασία είσαι σίγουρη ότι δε θες να κάτσεις εδώ;»
    - «Μόνη μου; Όχι ευχαριστώ, δε θα πάρω!»
    - «Κατά τις εφτά θα φέρει η Χριστίνα το Φρουφρού!» της είπε η Ελένη.
    - «Μην το ξανακούσω αυτό το όνομα! Άκου Φρουφρού! Τριστάνο θα τον ονομάσω!»
    - «Τι ώρα θα τελειώσετε εσείς;»
    - «Γύρω στις πέντε θα έχουμε γυρίσει»
    - «Άρα να φύγουμε από εκεί γύρω στις τρεις» είπα κάνοντας τους υπολογισμούς μου.
    - «Δε θα χαλάσει ο κόσμος να έρθετε και λίγο αργότερα, τόσα χιλιόμετρα θα κάνετε, ε καθίστε και λίγο παραπάνω. Αν φύγετε γύρω στις πέντε λογικά γύρω στις εφτά θα είστε εδώ και μην ξεχνάς ότι το βράδυ σε περιμένουμε στις εννιά» μου υπενθύμισε η Ελένη.
    - «Εντάξει. Λοιπόν δεσποινίς, είσαι έτοιμη; Τα αθλητικά σου να βάλεις, θα πέσει πολύς ποδαρόδρομος στο βουνό!»
    - «Τα φοράω ήδη!» είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό χαμόγελο.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και στη θεωρία ο δρόμος ήταν γύρω στο δίωρο αλλά δεν είχε κίνηση και το πάτησα για τα καλά. Μία ώρα και κάτι αργότερα είμασταν στα λουτρά. Πήγαμε στο πίσω πάρκινγκ και κατεβήκαμε να ελέγξουμε αν έχουν διαθεσιμότητα οι ιδιωτικές πισίνες. Σταθήκαμε τυχεροί οπότε την έκλεισα για μια ώρα και μετά έκλεισα και ραντεβού για να μας κάνουν μασάζ. Κλείσαμε το #1 και όταν μπήκαμε μέσα κλείδωσα την πόρτα.

    - «Επιτέλους μόνοι!» της είπα πειρακτικά.
    - «Επιτέλους δε θα πει τίποτα!» μου είπε και με φίλησε τυλίγοντας τα χέρια της πίσω από το σβέρκο μου.
    - «Κάτσε, εσύ δεν έχεις περίοδο;» τη ρώτησα αλλά αντί απάντησης μου έδειξε το κορδονάκι. Αν και την ήθελα σαν τρελός η προσμονή έχει και αυτή τη γλύκα της οπότε πέραν του να μπούμε και οι δύο τελείως γυμνοί στην πισίνα δεν κάναμε κάτι άλλο. Αφεθήκαμε στο καυτό νερό να μας χαλαρώσει χωρίς να μιλάμε και κάτσαμε έτσι σχεδόν μισή ώρα. Κάποια στιγμή πήγα στην πίσω πλευρά της πισίνας και κάθισα σε μια μέτρα. «Για έλα εδώ!» της είπα και η Αναστασία ήρθε και κάθισε γονατιστή μπροστά μου. «Μου έλειψες»
    - «Κι εμένα Αντώνη μου, πολύ-πολύ!»
    - «Δεν ξεχνάω τι μου έκανες προχθές το βράδυ, νεαρά!»
    - «Χιχιχι!»
    - «Τράβηξες βίντεο που σου ζήτησα;»
    - «Ναι, το τράβηξα!»
    - «Ωραία, θα το δούμε όταν επιστρέψουμε Αθήνα. Δηλαδή εγώ θα το δω, εσύ δε θα βλέπεις και πολλά πράγματα αν με εννοείς!»
    - «Θα μου κλείσεις τα μάτια;»
    - «Το στόμα θα σου κλείσω!»
    - «Σάτυρε!»
    - «Είπε το κωλοπαίδι που μου έστελνε γυμνές φωτογραφίες. Τις έσβησες, έτσι;»
    - «Ναι, τα είπαμε αυτά!»

    Σηκώθηκα και στάθηκα όρθιος μπροστά της με το όργανό μου σηκωμένο σαν κατάρτι. Δεν χρειάστηκε να πω κάτι, όπως ήταν ήδη γονατισμένη με τράβηξε προς το μέρος της και με πήρε στο γλυκό της στόμα κάνοντας σχεδόν τα μάτια μου να γυρίσουν μέσα στις κόγχες τους από την απόλαυση. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μαθαίνει να με παίρνει πιο βαθιά στο στόμα της αλλά το μεγάλο μυστικό στην πίπα είναι να αρέσει σε αυτή που στην κάνει. Κατέβασα το βλέμμα μου προς τα κάτω, είχε κλειστά τα μάτια και πήγαινε το κεφάλι της μπρος πίσω παίρνοντάς με όσο μπορούσε μέσα της. Σα να κατάλαβε ότι την κοιτούσα και σταμάτησε για λίγο και ύψωσε το βλέμμα της προς εμένα. Της χαμογέλασα και τη χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο και κλείνοντας και πάλι τα μάτια επέστρεψε στο έργο της με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη.

    - «Προχθές το βράδυ τα χρειάστηκα τελικά τα χαρτομάντηλα αλλά για άλλο λόγο. ΑΑΑΑΧ… έφερνα στο νου μου ΑΑΑΑΧ τη σκηνή που έγινε την ΑΑΑΑΑΧ την Τετάρτη το πρωί… ΑΑΑΧ να είμαι καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα ΜΜΜΜΜ ΑΑΑΧ και εσύ να με τσιμπουκώνεις. ΑΑΑΑΧ, η χούφτα μου ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ωστόσο δε συγκρίνεται με το γλυκό σου στοματάκι. ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ…» και εκεί σταμάτησα να μιλάω γιατί ένιωσα το τέλος να έρχεται. Η Αναστασία το κατάλαβε και κράτησε το κεφάλι της ακίνητο ενώ το όργανό μου σπαρταρούσε μέσα στο στόμα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ» ήταν οι μόνοι ήχοι που κατόρθωσα να βγάλω καθώς την έχυνα. Ένιωσα ξαφνικά τα πόδια μου να τρέμουν οπότε τραβήχτηκα απαλά από το στόμα της και κάθισα ξανά στην πέτρα.
    - «Πολύ πράγμα!» παρατήρησε η Αναστασία. «Δεν πρέπει να σε αφήνω πάνω από μια μέρα, πήγες να με πνίξεις πάλι!»
    - «Τι να κάνουμε, είχαμε τεχνικές δυσκολίες!»
    - «Συντονιστήκαμε… ξέρεις… κι εγώ όταν… όταν έπαιξα με τον εαυτό μου αυτή τη σκηνή έφερα στο μυαλό μου, εσύ να κάθεσαι στην καρέκλα σου και να κάνεις δουλειά ή να μιλάς στο τηλέφωνο κι εγώ να σε έχω στο στόμα μου. Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Αμέ!»
    - «Όταν η Τίνα μου είπε ότι έκανε για πρώτη φορά στοματικό στο αγόρι της, το ίδιο βράδυ φαντάστηκα να το κάνω σε εσένα. Δεν το είχα φαντασιωθεί νωρίτερα εννοώ ότι μέχρι τότε όταν έπαιζα με τον εαυτό μου φανταζόμουν μέχρι και ψαχούλεμα. Τις πιο προχωρημένες φαντασιώσεις άρχισα να τις έχω από εκείνη τη μέρα.»
    - «Μου είχες πει “δεν το έχω ξανακάνει αυτό”, το θυμάσαι μικρέ απατεώνα;»
    - «Το θυμάμαι Αντώνη μου και μετανιώνω που σου είπα ψέματα»
    - «Ξέρεις, αυτό σκεφτόμουν την πρώτη φορά που με πήρες στο στόμα σου, ότι αποκλείεται να ήταν η πρώτη σου φορά, το έκανες υπερβολικά καλά για να είναι η πρώτη φορά!»
    - «Η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως» μου απάντησε ξερά. «Από την άλλη, Αντώνη στο ορκίζομαι, με εσένα είναι τελείως διαφορετικό, μ’ αρέσει πολύ περισσότερο.»
    - «Δε χρειάζεται να μου ορκίζεσαι Αναστασία μου, σε πιστεύω.»

    Όταν τελειώσαμε από την πισίνα πήραμε την ανηφόρα προς το βουνό και το ρολόι μου έγραψε δεκαπέντε χιλιόμετρα στο πήγαινε-έλα αλλά έχοντας στη διάθεσή μας και κρύο και ζεστό νερό να βουτήξουμε τα πόδια μας όταν κουραζόμασταν, έκανε τη βόλτα σχεδόν παιχνίδι. Όταν γυρίσαμε καθίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας στην καφετέρια ενώ η Αναστασία βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε στο ποτάμι, ακριβώς από κάτω από εκεί που καθόμασταν είχε μια μεγάλη γούρνα με ζεστό νερό.

    - «Αχ, είναι υπέροχα!» μου είπε χαμογελώντας.
    - «Κάτσε να σε τραβήξω φωτογραφία» της είπα και πήρε πόζα, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Από φωτογραφίες άλλο τίποτα, τραβήξαμε μπόλικες, όπως και βίντεο. Κάθισε για λίγη ώρα κάτω και μετά αλλάξαμε θέσεις, ήρθε εκείνη και κάθισε στο τραπέζι και κατέβηκα εγώ στη γούρνα με το ζεστό νερό. All in all ήταν υπέροχα ωστόσο τελικά αποφασίσαμε να γυρίσουμε πιο νωρίς, ώστε να προλάβω να ξεκουραστώ και λίγο στο ξενοδοχείο γιατί ο ήλιος -έστω και ο Οκτωβριάτικος- με είχε νταλακιάσει.

    Η επιστροφή μας πήρε περίπου όση ώρα και το πήγαινε, γύρω στις 18:00 την άφησα σπίτι της και έφυγα ντουγρού για το ξενοδοχείο όπου άφησα και το αυτοκίνητο για να φορτίσει. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, έκανα ένα γρήγορο ντους και έπεσα στο κρεββάτι και ξεράθηκα. Αν και μου είχαν πει ότι με περίμεναν κατά τις εννιά, εκείνη ήταν η ώρα που ξύπνησα. Πήρα ένα τηλέφωνο να τους ειδοποιήσω ότι θα καθυστερήσω λίγο και μπήκα ξανά στο ντουζ κάνοντας ένα με δροσερό προς κρύο νερό για να ξυπνήσω. Ετοιμάστηκα και πήγα στην κάβα που με συμβούλεψαν από το ξενοδοχείο και πήρα ένα μπουκάλι καλό κρασί και γύρω στις 21:45 ήμουν στο σπίτι του Μιχάλη και της Ελένης.

    - «Κοίτα τον!» μου είπε η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο δείχνοντάς μου τον Τριστάνο που ήταν πραγματικά μια ζωγραφιά. Τον είχε στον κόρφο της και ο γατούλης χουρχούριζε και πότε-πότε έριχνε χαρούμενα νιαουρίσματα.
    - «Κούκλος είναι!» απάντησα χαμογελαστός.

    Παρά το γεγονός ότι είχε δροσούλα αποφασίσαμε ομόφωνα να φάμε στον κήπο. Ομολογώ ότι με έτρωγαν ακόμα οι τύψεις ωστόσο ακόμα και έτσι η βραδιά κύλισε πολύ όμορφα και τελικά το διαλύσαμε κοντά στις 02:00. Για να τους αφήσω να χαρούν όσο περισσότερο μπορούσαν την Αναστασία αποφάσισα να φύγουμε νωρίς το απόγευμα αντί για πρωί. Βέβαια έτσι δε θα περνούσαμε από τα Τέμπη αλλά δεν πειράζει, άλλη φορά. Δεδομένου ότι έπρεπε να κάνω checkout πριν τις 10:00 από το ξενοδοχείο τα παιδιά μου πρότειναν να πάω να καθίσω από εκεί αλλά αρνήθηκα ευγενικά προφασιζόμενος ότι θα δω κάποιους γνωστούς. Αντιθέτως όταν έκανα checkout έκανα μια βόλτα μέχρι τη Βόλβη και κάθισα εκεί να πιώ τον καφέ μου και να φάω το μεσημεριανό μου. Γύρω στις 15:00 ήμουν πίσω στη Νέα Κρήνη και αφού φορτώσαμε το αυτοκίνητο με τα πράγματα που ήθελε να φέρει στην Αθήνα και μετά από ένα νέο γύρο δακρύβρεχτων αποχαιρετισμών κινήσαμε για το δρόμο της επιστροφής.

    Στη Λάρισα κάναμε πάλι στάση μια ώρα για καφέ όσο το αυτοκίνητο φόρτιζε στον ταχυφορτιστή στο εταιρικό parking. Ο Τριστάνο ήταν στο ειδικό κλουβί του και κοιμόταν του καλού καιρού ωστόσο τον πήραμε και αυτό μαζί μας, πράγμα για το οποίο εξέφρασε έντονη αντίδραση με τη μορφή νευριασμένων νιαουριτών αλλά όταν φτάσαμε στην καφετέρια και η Αναστασία έβγαλε το μπιμπερό για να τον ταΐσει γάλα, ξέχασε όλες τις διαμαρτυρίες και άρχισε να χουρχουρίζει σαν χαλασμένο τρακτέρ κάνοντας τους θαμώνες να βάλουν τα γέλια. Γύρω στις 18:00 ξεκινήσαμε για Αθήνα και τελικά κοντά στις 21:30 φτάσαμε Άνοιξη να πάμε να πάρουμε τον έτερο Καπαδόκη από την αδερφή μου ο οποίος κόντεψε να με διαλύσει από τις χαρές που μου έκανε. Του δείξαμε τον Τριστάνο μέσα από το κλουβί και ο Ράντι άρχισε να κλαψουρίζει αλλά ο φουκαράς ο Τριστάνο είχε γίνει μπαλίτσα στο βάθος του κλουβιού και καθόλου δεν είχε χαρεί για τη γνωριμία.

    - «Όταν τελειώσεις έλα πάνω και φέρε τον Τριστάνο χωρίς το κλουβί του για να γίνει το proper introduction»
    - «Εντάξει Αντώνη μου» είπε και μπήκε στο διαμέρισμά της. Ανέβηκα πάνω με τον Ράντι που είχε πάθει λαλά και δεν ξεκολλούσε από τα πόδια μου και πήγα και του γέμισα το νερό του και του έδωσα και ένα μεγάλο κόκαλο και βγήκαμε στη βεράντα αφού πέρασα από το γραφείο και ψάρεψα ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα. Σκεπτόμενος καλύτερα μου έβαλα και λίγο ουίσκι και με το Ράντι να μην ξεκολλάει κάθισα στο τραπέζι και άναψα το τσιγάρο τραβώντας κάμποσες ηδονικές ρουφηξιές. Δέκα λεπτά αργότερα χτύπησε η πόρτα και σηκώθηκα για να πάω να ανοίξω.
    - «Κράτα τον να τον μυρίσει» είπα στην Αναστασία και ο Ράντι μύρισε τον Τριστάνο κοντεύοντας να ξεκολλήσει την ουρά του και for a good measure άρχισε να τον γλείφει με αποτέλεσμα ο Τριστάνος να κατουρήσει την Αναστασία, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Βγήκαμε στη βεράντα και η Αναστασία άφησε τον Τριστάνο στο πάτωμα όπου έκανε τα πρώτα του διστακτικά βήματα ενώ η αρκούδα που η κεφάλα της ήταν μεγαλύτερη από το γάτο είχε ξαπλώσει στα πόδια του και τον κοίταζε. Ο Τριστάνο αποφάσισε ότι το καφέ τέρας ήταν μάλλον φιλικό και άρχισε να του τρίβεται με αποτέλεσμα ο Ράντι να τον γλείψει κάνοντας τον Τριστάνο κωλοτούμπα, κάτι που αντί να νευριάσει τον ενθουσίασε με αποτέλεσμα να επιστρέψει και να αρχίσει να κωλοτρίβεται πάλι στην καφετί αρκούδα. Εννοείται ότι όλο αυτό το τραβήξαμε σε βίντεο, είχαν απίστευτη πλάκα οι δυο τους. Ξεθαρρεύοντας περισσότερο ο Τριστάνο άρχισε να εξερευνά τη βεράντα μέχρι που αποφάσισε ότι η ουρά του Ράντι ήταν το πιο ενδιαφέρον αντικείμενο και γραπώθηκε πάνω της με τον Ράντι να τον κάνει αεροπλανάκι κουνώντας την χαρούμενος, κάνοντάς μας να μη μας μείνει άντερο από το γέλιο.

    - «Πάω κάτω να τον βάλω στο παρκάκι του και επιστρέφω» μου είπε η Αναστασία και πράγματι πέντε λεπτά αργότερα ήταν πίσω. «Ξεράθηκε, ίσα που άγγιξε το φαγητό του!»
    - «Εσένα κάτι σου χρωστάω! Για έλα εδώ μαζί μου!»

    Αφήσαμε το Ράντι με το κόκαλο στη βεράντα και παίρνοντας την από το χέρι την πήγα στο δωμάτιο. Της έδεσα τα μάτια και αφήνοντάς τη να περιμένει πήγα στο playroom και έφερα ένα ζευγάρι χειροπέδες. Την έγδυσα και περνώντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη της τής φόρεσα τις χειροπέδες. Την έβαλα και ξάπλωσε μπρούμητα με τα πόδια κάτω από το κρεββάτι έχοντας μπροστά μου το υπέροχο κωλαράκι της.

    - «Γι’ αυτό που μου έκανες προχθές θα τιμωρηθείς με 40 με τη βίτσα, είκοσι σε κάθε κωλομέρι. Θα μετράς τα χτυπήματα δυνατά και καθαρά, κάθε μέτρημα που χάνεις θα έχει ως ποινή άλλα πέντε χτυπήματα. Κατανοητός;»
    - «Μάλιστα» μου απάντησε.
    - «Αν δεις ότι δεν αντέχεις θα μου πεις Αντώνη σταμάτα»
    - «Εντάξει Αντώνη μου»

    Πήρα τη βίτσα και την άρχισα με σιγανά χτυπήματα για να την προθερμάνω.

    - «Ένα… δύο… ααχ.. τρία… αααχ… τέσσερα… πέντε… ΑΑΑΑΑΑΑΟΥ… έξι… ΑΟΥΥΥΥΥΥΥ επτά…»

    Συνέχισα να της ρίχνω αυξάνοντας σταδιακά την ένταση των χτυπημάτων αλλά φροντίζοντας να μην είναι ιδιαίτερα δυνατά, δεν ήθελα να τη φτάσω να χρησιμοποιήσει το safeword. Όταν φτάσαμε στα σαράντα τα κωλομέρια της είχαν ένα υπέροχο κόκκινο χρώμα. Πήρα το λιπαντικό και το άπλωσα στο κωλαράκι της και στο όργανό μου. Το έτριψα για λίγο στην τρυπούλα της και μετά άρχισα αργά αλλά σταθερά να το βυθίζω μέσα στο κωλαράκι της κερδίζοντας φωνούλες πόνου και καύλας.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΟΥΥΥΥ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜ»

    Ο σφικτήρας της μου παραδόθηκε και άρχισα να κινούμαι πιο ελεύθερα μέσα της.

    - «Σ’ αρέσει που σου σκίζω το κωλαράκι πουτανίτσα;»
    - «Ναιι… ΑΑΑΑΑΧ πολύ… σκίσε με… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΧ γάμησέ με… ΑΑΑΑΧ δική σου είμαι… ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ δική σου… δική σου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»
    - «Τι είσαι; ΑΑΑΧ; Τι είσαι;»
    - «ΑΑΑΧ η … η πουτανίτσα σου. ΑΑΑΑΧ πόσο μ’ αρέσει να γαμάς… ΑΑΑΑΧ να με σκίζεις… ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ ΑΑΑΧ…»

    Με τις καύλες που είχα είναι να απορείς που μου πήρε πάνω από πέντε λεπτά μέχρι να τελείωσω. Νιώθοντας τον οργασμό να έρχεται καρφώθηκα βαθιά για τελευταία φορά και κάθισα ακίνητος, αδειάζοντας μέσα της και η μόνη που ακούστηκε ήταν η Αναστασία γιατί εμένα κόντευε να μου κοπεί η ανάσα. Δεν είχαμε κάποιο ατύχημα ωστόσο η Αναστασία μου ζήτησε να τη λύσω για να πάει τουαλέτα.

    - «Πήγαινε στη μικρή, εγώ πάω να μας ετοιμάσω το μπάνιο, έχεις όρεξη;»
    - «Αμέ!» μου είπε και έφυγε τρέχοντας.

    Χαμογελώντας πήγα στο μπάνιο και άνοιξα το νερό. Ξεπλύθηκα στα γρήγορα και όταν τελείωσε την έκλεισα για να την αφήσω να γεμίσει. Δεν είχε φτάσει καν μέχρι τη μέση όταν ήρθε η Αναστασία να με βρει, λίγο πιο κόκκινη απ’ ότι συνήθως.

    - «Καλώς το ινδιανάκι!» την πείραξα.
    - «Είναι τουλάχιστον ασορτί με το κωλαρίνι μου!»
    - «Εγώ στο είπα, θα στον μαυρίσω!»
    - «Και δεν έμεινες στο επιχρωματισμό!»
    - «Ναι, είδα πόσο σε χάλασε φουκαριάρα μου!»
    - «Τώρα μιλάμε για τα δικά σου χαΐρια, σάτυρε!»

    Δύο χρόνια κόντευα να ξεχάσω τι είναι το γέλιο. Δύο εβδομάδες, τόσο χρειάστηκε για να επιστρέψει, δύο εβδομάδες. Δύο εβδομάδες με την Αναστασία μου.

    ΜΟΥ!

    --- ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---
     
  10. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Αχχχ ο Τριστάνος!  
     
  11. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Welcome to the club!
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 11ο - Αἰὲν ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ Μέγας!

    Σε λίγες μέρες θα έμπαινε ο Νοέμβρης και στις αρχές του είχα και ταξίδι μίας εβδομάδας στη Νέα Υόρκη, στα κεντρικά της εταιρίας που ήθελε να μας αγοράσει. Αυτή τη φορά δε θα πήγαινα το Ράντι στην αδερφή μου, θα τον πρόσεχε η Αναστασία. Αν και μου αρέσουν τα ταξίδια και έχω πάει και Αμερική τρεις φορές, για το συγκεκριμένο δεν πετούσα και τη σκούφια μου.

    - «Έλα βρε Αντώνη μου, μακάρι να μπορούσα να πάω κι εγώ Νέα Υόρκη με όλα τα έξοδα πληρωμένα!»
    - «Δε θα πάω για τουρισμό καρδούλα μου, για δουλειά θα πάω.»
    - «Ακόμα και έτσι θα σου μείνουν κάποιες ώρες ελεύθερες να γυρίσεις.»
    - «Ναι, η Νέα Υόρκη δεν είναι ακριβώς όπως τη δείχνει η τηλεόραση. Τέλος πάντων, τι κάνεις αύριο το απόγευμα; Τι ώρα τελειώνεις τα μαθήματά σου; Σου έχω μια έκπληξη!»¨
    - «Αλήθεια; Τι έκπληξη;»
    - «Θα μάθεις αύριο το απόγευμα!»
    - «Ουφ, θα με σκάσεις!»
    - «Θα αποζημιωθείς, that I can promise!»

    Ο Ράντι κοιμόταν στο σαλόνι με τον Τριστάνο κουλουριασμένο στα πόδια του. Όσο γλυκό και αν ήταν το θέαμα καμιά φορά με άγχωνε γιατί ο γατούλης καίτοι μεγαλόσωμος για γάτα και για την ηλικία του, ήταν μια σταλιά σε σύγκριση με τον Ράντι που εκτός από τεράστιος είναι και ατσούμπαλος. Όπως και να έχει το ντουέτο είχε πολλή πλάκα, ειδικά όταν ο Τριστάνο σκαρφάλωνε στην ουρά του Ράντι και αρχίζαν το ροντέο, με το Ράντι να κουνάει χαρούμενος την ουρά του και τον Τριστάνο να προσπαθεί να κρατηθεί. Είχε φάει κάμποσες εκτοξεύσεις, να τα λέμε αυτά, ωστόσο τι τα θες, ο καθένας μας έχει τα χόμπι του και apparently ο Τριστάνο έχει το δικό του. Η άλλη αγαπημένη ενασχόληση του Ράντι ήταν να βάζει κάτω τον Τριστάνο και να τον γλείφει κάνοντάς τον κωλοτούμπες, και κανά-δυο φορές να κατουρηθεί πάνω του.

    Με την Αναστασία στην αγκαλιά μου με πήρε ο ύπνος μέχρι που το πρωί η μικρή με ξύπνησε με τον αγαπημένο μου τρόπο, καφέ στον κομοδίνο και πρωινή πίπα, πίπα στην οποία σιγά-σιγά είχε αρχίσει να γίνεται αστέρι. Ομολογώ πάντως ότι αστέρι είχα αρχίσει να γίνομαι και του λόγου μου στην αιδοιολειχία, η οποία με την Αναστασία είχε γίνει πολύ του γούστου μου. Γενικά ποτέ δεν ήμουν φαν και ακόμα και στην Αγγελική το έκανα τελείως διεκπαιρεωτικά όμως με τη μικρή είχα βρει το μάστορά μου, λάτρευα να τη γλείφω από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

    Η έκπληξη που είχα για την Αναστασία ήταν η παραγγελία της Grand America, είχα κλείσει ραντεβού το απόγευμα στην αντιπροσωπία στην Κηφισού και θα έπαιρνα μαζί μου και τη μικρή. Είχα ορκιστεί στην Αγγελική ότι θα το έκανα το ταξίδι στο Nordcapp και σκόπευα να τηρήσω τον όρκο μου είτε μόνος μου είτε με παρέα. Μην είμαι ψεύτης, με την Αναστασία θα ήθελα να το κάνω αυτό αλλά δεν ξέρω πως θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοιο ταξίδι μαζί μου στους δικούς της. Ωστόσο δεν υπάρχει μόνο το Nordcapp, με την Αμερικάνα μου θα μπορούσαμε να κάνουμε και άλλα ταξίδια.

    Η μέρα πέρασε σχετικά αργά αλλά τα κατάφερα και στις 19:00 ήμουν σπίτι. Πήρα τηλέφωνο την Αναστασία.

    - «Έλα, γύρισες;»
    - «Πριν από λίγο μπήκα!»
    - «Έχεις φάει;»
    - «Έφαγα ένα τοστάκι το μεσημέρι.»
    - «Ούτε εγώ έχω φάει. Λοιπόν, έχει βόλτα με τη μηχανή οπότε ντύσου ανάλογα!»
    - «Προλαβαίνω να κάνω ένα ντουζάκι;»
    - «Όχι, θα κάνουμε μαζί όταν γυρίσουμε!»
    - «Χμμμ… θα είσαι φρόνιμος;»
    - «Θεός φυλάξοι!»
    - «You got a deal, δώσε μου μόνο πέντε λεπτάκια για να ξελυσσάξει ο Τριστάνο και ανεβαίνω!»
    - «Φέρε τον κι’ αυτόν πάνω, να κρατάει παρέα στο Ράντι»
    - «Εντάξει, έρχομαι!»

    Πράγματι πέντε λεπτά αργότερα ανέβηκε πάνω με τον Τριστάνο αγκαλιά. Φορούσε τη φόρμα της με την ροζ ρίγα που τονίζει το απίθανο κωλαράκι της και ομολογώ ότι με πολλή δυσκολία συγκρατήθηκα και δεν την πήγα μέσα να της ξηγήσω πόσα απίδια χωράει ο σάκος. Προσπαθούσα να είμαι εγκρατής με το κωλαράκι της και συνήθως άφηνα να περάσουν καμιά δεκαριά μέρες πριν την ξαναπάρω από πίσω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν τα κατάφερνα κάθε φορά και, με την Αναστασία πάντα πρόθυμη να με ικανοποιήσει, δεν είναι και εύκολο.

    Αναστασία η οποία ήταν ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια αλλά σάματις κι εγώ ήμουν καλύτερος; Αν και ανέκαθεν εκτιμούσα το μυαλό της, ο πόθος μου στην αρχή ήταν καθαρά σαρκικός, είχα ερωτευτεί το σώμα της και όμως ακόμα και έτσι δε μου πήρε ούτε δύο εβδομάδες να μετατραπώ από καυλωμένος δεκαπεντάρης σε ερωτευμένος δεκαπεντάρης. Τι και αν γνώριζα ότι δεν υπήρχε μέλλον μαζί της; Τι και αν το κρατούσαμε κρυφό από τους πάντες; Δεν έχει σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι ότι είχε κάνει το γέλιο να επιστρέψει στη ζωή μου και την καρδιά μου να χτυπάει σαν ξεκούρδιστο ρολόι. Και όλα αυτά με ένα κοριτσόπουλο με το οποίο είχα 27 χρόνια διαφορά.

    Και τρεις μέρες.

    Φορέσαμε τις φόρμες μας και κατεβήκαμε κάτω στη μηχανή και έβαλα μπρος. Κατεβήκαμε την Κηφισίας μέχρι το δαχτυλίδι στο Μαρούσι και εκεί μπήκα Αττική οδό. Αν είχα αυτοκίνητο θα είχα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή αλλά με τη μηχανή δεν είναι πρόβλημα. Με αυτή τη μηχανή δηλαδή, η Αμερικάνα είναι σαν αυτοκίνητο οπότε τέτοια κόλπα με δαύτη δε θα έχει. Στην Εθνική είχε τα ίδια χάλια ωστόσο τελικά γύρω στις 19:40 ήμασταν στην αντιπροσωπία.

    - «BMW?» με ρώτησε η Αναστασία ξεκαβαλώντας και βγάζοντας το κράνος. «Εσύ δεν κορόιδευες τον κύριο Βασίλη που πήρε BMW?»
    - «Δε θα πάρω αυτοκίνητο!» της είπα και πήγαμε μέσα και της έδειξα το εκθεσιακό κομμάτι. «Πώς σου φαίνεται;»
    - «ΓΟΥΑΟ! ΓΟΥΑΟ!!!!!!!»
    - «Δεν είναι κουκλί; Το νέο μοντέλο, 1600 κυβικά, 172 άλογα, cruise control, κλιματισμός, ηχοσύστημα, μέχρι και …πολυθρόνα για τον συνεπιβάτη. Μάλιστα σε αυτό που θα παραγγείλω, θα έχει και στηρίγματα για τους αγκώνες, για να μη μου κουράζεσαι!»
    - «Είναι υπέροχη!!! ΑΑΑΑΑΧ»

    Πήγαμε μέσα και τακτοποίησα τα διαδικαστικά, αρχές Δεκέμβρη θα ήταν έτοιμη. Την πήρα με όλα της τα έξτρα και επειδή την πήρα ντούκου, όλα τα extra της μου τα έκαναν δώρο.

    - «Αυτή θα την κρατήσεις;»
    - «Φυσικά, η Αμερικάνα είναι για ταξίδια, δεν είναι για να κόβεις βόλτες στους δρόμους της Αθήνας.»
    - «Και δε μου λες, που θα πάμε πρώτο ταξίδι;»
    - «Τι προτιμάς, Πήλιο ή Μονεμβασιά;»
    - «Μονεμβασιά! Πήλιο έχω πάει!»
    - «Μονεμβασιά λοιπόν! Αλήθεια, τι θα φάμε; Έχω όρεξη για σουβλάκια!»
    - «Αμέ, σουβλάκια!»

    Στο ανέβα είχε πολύ λιγότερη κίνηση και έτσι σχεδόν μισή ώρα αργότερα ήμασταν σπίτι.

    - «Δε μου λες, θες να φάμε πρώτα ή να κάνουμε ένα ντουζάκι;»
    - «Αν αντέχεις την πείνα, θα προτιμούσα ένα ζεστό μπάνιο πριν και μετά να φάμε, γιατί αν φάμε πρώτα, μας βλέπω να το ρίχνουμε στον ύπνο μέσα στο υδρομασάζ!»

    Παρά το γεγονός ότι έμενε στο ακριβώς από κάτω διαμέρισμα η Αναστασία είχε φέρει κάμποσα πρόχειρα ρούχα για να φοράει όταν ήταν εδώ, άλλωστε κοιμόμασταν πολύ συχνά μαζί. Εγώ από την άλλη όλη κι όλη μία φορά έχω κοιμηθεί στο δικό της σπίτι, αφενός το κρεββάτι της είναι ημίδιπλο και όχι υπέρδιπλο και αφετέρου δε διαθέτει την ίδια ηχομόνωση που έχει το δικό μου και η μικρή είναι φασαριόζα!

    Όσο εκείνη έπαιζε με το Ράντι και τον Τριστάνο εγώ πήγα και γέμισα το υδρομασάζ και έβαλα τις βόμβες αφρού. Όταν ήταν όλα έτοιμα τη φώναξα να έρθει κι εκείνη μέσα. Πόσο λατρεύω το γεγονός ότι κάθε φορά που τη βλέπω να γδύνεται νιώθω σα να τη βλέπω για πρώτη φορά!

    - «Χμμμ, πάλι με τρως με τα μάτια!»
    - «Δε θα μείνω στα μάτια και δε θα είμαι ο μόνος που θα φάει, αν μ’ εννοείς!»
    - «Βρε σάτυρε!»
    - «Είμαι και φαίνομαι!»
    - «Είσαι αλλά δε φαίνεσαι! Καλά το λένε, τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!»
    - «Θα σε δείρω μετά το μπάνιο καθότι πολιτισμένος!»
    - «Αλίμονο, μη με δείρεις μπίχλα και σου βγει το όνομα!»
    - «Για μια υστεροφημία ζούμε! Έλα εδώ βρε βάσανο!»
    - «Μόνο αν μου υποσχεθείς πως δε θα είσαι φρόνιμος!»
    - “Cross my heart and hope to die!”
    - «Αντώνη μου, κόψε τις αηδίες γιατί αντί να κοκκινήσει το δικό μου κωλαράκι θα μαυρίσει το δικό σου, αντιλαβού μεσιέ;»
    - «Έκφραση είναι βρε μπούφο!»
    - «Δε μ’ αρέσει! Δε θα την ξαναχρησιμοποιήσεις!»
    - «Μάλιστα, όπως διατάξατε!»
    - «Έτσι μπράβο, να είσαι υπάκουος!»
    - «Σε τρώει;»
    - «Λίγο μόνο!» μου είπε χαμογελαστή και ήρθε και μπήκε στο μπάνιο και κάθισε πάνω μου και με φίλησε. «Χμμμ… κάτι εξέχει εδώ!» μου είπε ερεθισμένη.
    - «Ναι; Για κάτσε καλύτερα να δούμε!» της είπα και χωρίς να χάσει την ευκαιρία κάθισε πάνω μου και το όργανό μου γλίστρησε μέσα της προκαλώντας ηδονικά βογγητά και στους δυο μας.
    - «ΑΑΑΑΧ μωρό μου ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ»
    - «Σ’ αρέσει κοριτσάκι μου;»
    - «Πολύ Αντώνη μου!»
    - «Είσαι δική μου!»
    - «Δική σου! Μόνο δική σου!»
    - «Σου έχω μια ανήθικη πρόταση!»
    - «ΑΑΑΑΧ ναι ΑΑΑΑΑΧ» είπε αρχίζοντας να κινείται πιο γρήγορα.
    - «Ένας από τους …παλιούς γνωστούς μου κάνει ένα πολύ πριβέ πάρτι»
    - «Τι είδους… ΑΑΑΑΑΧ τι είδους πάρτι;»
    - «Από αυτά με τα ούζα!» της είπα και κοκκάλωσε.
    - «Εεε…»
    - «Είναι κάτι μεταξύ swingers και BDSM. Όπως καταλαβαίνεις λόγω θέσης αποφεύγω τέτοια events αλλά αυτός που το κάνει είναι πολύ γνωστός και έμπιστος και οι καλεσμένοι είναι πάντα λίγοι και εκλεκτοί.»
    - «Έχεις ξαναπάει;»
    - «Ναι, με την Αγγελική πηγαίναμε όποτε βρίσκαμε ευκαιρία. Βέβαια από την άλλη η Αγγελική δεν είχε πρόβλημα να πίνει …ούζο, αν μ’ εννοείς. Ωστόσο το όργιο είναι πάντα προαιρετικό και μόνο για όσους έχουν όρεξη, συνήθως πίνουμε το ποτό μας, μιλάμε -δηλαδή οι άλλοι μιλάνε, εγώ ακούω- για BDSM και κάνουμε και σκηνές.»
    - «Τι σκηνές;»
    - «Δεσίματα, και διάφορα S/m παιχνίδια, πχ μαστίγωμα, βίτσα κλπ.»
    - «Δεν ξέρω…»
    - «Εντάξει καρδούλα μου, αν δε θέλεις δεν θα έρθεις.»
    - «Εσύ θα πας;»
    - «Σκέφτομαι να πάω ωστόσο μιας και θα πάω μπακούρι θα περιοριστώ στη συζήτηση και στο οφθαλμόλουτρο, από τη στιγμή που δεν πας τη δική σου σκλάβα/υπό δεν μπορείς να συμμετάσχεις στα S/m παιχνίδια και χωρίς συνοδό δεν μπορείς να συμμετάσχεις στο όργιο, εφόσον δηλαδή γίνει.»
    - «Αν έρθω ως τι θα έρθω;»
    - «Ως η συνοδός μου βρε Αναστασία μου, ως τι θα ερχόσουν;»
    - «Και… και τι θα πρέπει να κάνω;»
    - «Τίποτα δεν πρέπει να κάνεις. Θα είσαι μαζί μου, θα ακούσεις συζήτηση για BDSM θέματα και θα δεις και δημόσιο παιχνίδι και αν έχεις όρεξη θα λάβεις κι εσύ μέρος.»
    - «Ουφ… από τη μία με εξιτάρει και από την άλλη φοβάμαι!»
    - «Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι τίποτα χαζούλα, θα είμαι κι εγώ εκεί. Όπως και να έχει θα έχεις αρκετό χρόνο να το σκεφτείς, προς τα τέλη του μήνα είναι το event»
    - «Και το κανονίζει από τώρα;»
    - «Ε αυτά δεν κανονίζονται από σήμερα για αύριο.»
    - «Εσύ ξέρεις ποιοι θα είναι;»
    - «Δεν ξέρω πόσοι θα έρθουν τελικά, ξέρω ποιους κάλεσε. Τους περισσότερους τους ξέρω, είναι δύο-τρεις από ένα BDSM forum που δεν τους ξέρω αλλά για να τους καλέσει ο Δημήτρης σημαίνει ότι είναι αξιόπιστοι.»
    - «Forum; Τι forum;»
    - «Το greekbdsmcommunity. Είναι απ’ όσο γνωρίζω το παλιότερο στο είδος του, τι να σου πω, εγώ από την Αγγελική το έμαθα το ’16. Εκείνη νομίζω ότι ήταν μέλος από το ’12. Ορίστε, σταμάτησες και πήγε για ύπνο ο προδόταρος!»
    - «Συγνώμη Αντώνη μου!»
    - «Έλα μωρό μου δεν πειράζει» της είπα και την έσφιξα πάνω μου και τη φίλησα.
    - «Θέλω να έρθω!» μου είπε όταν τραβήχτηκε.
    - «Δε χρειάζεται να το αποφασίσεις από τώρα!»
    - «Σιγά την απόφαση. Εντάξει, μου ήρθε λίγο απότομο στην αρχή γιατί όπως το έθεσες…»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι το παρτούζα δεν ήταν η κατάλληλη λέξη αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό!»
    - «Ουφ, σαδίσταρε!»
    - «Μπα, έγινα σαδίσταρος τώρα; Χαλβά με ανέβαζες, χαλβά με κατέβαζες!»
    - «Είσαι χαλβαδοσαδίσταρος!»
    - «Πάντως -και μη μου μείνεις- εγώ θα ήθελα να σε δω να συμμετέχεις!»
    - «Δεν μπορώ να καταλάβω πως δεν σε πειράζει η σκέψη να με δεις με άλλον!»
    - «Αρχικά δεν εννοούσα αυτό, εννοούσα να κάνουμε κι εμείς δημόσιο παιχνίδι, πχ βίτσα ή να σε δέσει κάποιος rigger. Έχω καταλάβει ότι σου αρέσει το δέσιμο, εγώ το βαριέμαι, και σε διαβεβαιώ δύο από τους καλεσμένους είναι πραγματικά καλλιτέχνες.»
    - «Μου αρέσει εσύ να με περιορίζεις και μετά να με παίρνεις. Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε να μου το κάνει κάποιος άλλος!»
    - «Να σε περιορίσει ή να σε πάρει;»
    - «Το πρώτο και ακόμα λιγότερο το δεύτερο!»
    - «Καλά, πάντως το δεύτερο δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει το πρώτο. Όπως και να έχει, προφανώς πρέπει να το θέλεις κι εσύ. Σε κάθε περίπτωση Αναστασία μου, πιο πολύ να σε τσιγκλήσω ήθελα.»
    - «Εσύ όμως θέλεις.»
    - «Be that as it may, από μόνο του δεν είναι αρκετό. Το γεγονός ότι τα κάναμε αυτά με την Αγγελική δε σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να τα κάνεις κι εσύ.»
    - «Δε θα σε πειράξει;»
    - «Όχι βρε χαζούλα, δε θα με πειράξει. Δεν είναι όλα για όλους. Τις φαντασιώσεις μου τις ξέρεις, στις έχω πει, αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι η πραγματοποίησή τους είναι sine qua non, ας μείνουν φαντασιώσεις, αυτό που μπορείς και μου δίνεις μου φτάνει και μου περισσεύει.»

    Καθίσαμε για κάμποση ώρα ακόμα μέσα στο ζεστό νερό απολαμβάνοντας το υδρομασάζ, χαλαρώνοντας χωρίς να μιλάμε. Όταν τελειώσαμε από το μπάνιο άφησα την Αναστασία να στεγνώσει τα μαλλιά της και πήγα να παραγγείλω σουβλάκια. Δε χρειαζόταν να ρωτήσω τι θέλει, πλέον ήξερα, οπότε έκανα την παραγγελία και άνοιξα μια μπύρα για να πιώ, ενώ για την Αναστασία έβγαλα ένα κουτάκι Pepsi twist που τη λατρεύει.

    Τα πιτόγυρα μας ήρθαν χωρίς να αργήσουν ιδιαίτερα και αφού αποφάγαμε, και με προτροπή της Αναστασίας, μπήκαμε να χαζέψουμε στο forum. Δεν είχα account και δεν ήξερα το password του account που είχε παλιά η Αγγελική αλλά δεν είχε σημασία, εννοώ ότι δε σκοπεύαμε να απαντήσουμε κιόλας. Ρίξαμε μια ματιά στις ενότητες και μας έκανε κλικ το “BDSM Εμπειρίες” και το “Art and literature”. Μπήκαμε στο BDSM εμπειρίες και εντοπίσαμε κάποιες που οι τίτλοι τους μας φάνηκαν ενδιαφέροντες και τις ανοίξαμε. Κάμποσες ήταν όντως ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές, κάμποσες ήταν αδιάφορες ενώ κάμποσες άλλες ήταν αρκετά σκληρές.

    - «Ουφ» είπε κάποια στιγμή η Αναστασία ενώ διάβαζε μια πολύ ερεθιστική εμπειρία, που είχε γράψει κάποια υποτακτική και ανέφερε μια βραδιά που ο αφέντης της είχε φέρει δυο φίλους του και η υποτακτική τους υπηρετούσε όλο το βράδυ με όλους τους δυνατούς τρόπους. «Αυτό τώρα είναι πραγματικό;»
    - «Πού θες να ξέρω; Φαντάζομαι για να το γράφουν στο εμπειρίες είναι αλλά τίποτα δεν αποκλείει να μπήκε και να το έγραψε έτσι για την καύλα της. Σου άρεσε;»
    - «Ήταν ομολογώ εξαιρετικά ερεθιστική η περιγραφή.»
    - «Ποιο σημείο σου άρεσε περισσότερο;»
    - «Εκεί που τη διατάζει να γδυθεί μπροστά σε όλους. Μου θυμίζει τη δική μου φαντασίωση που μου ζητούσες εσύ να γδυθώ μπροστά σου. Από εκεί και πέρα άρχισε να γίνεται κάπως too much για τα γούστα μου.»
    - «Πώς σου φάνηκε που τους σέρβιρε τα ποτά τους γυμνή;»
    - «Από τη στιγμή που γδύθηκε μπροστά τους το να τους σερβίρει τα ποτά τους δεν ήταν και τεράστιο βήμα»
    - «Σου άρεσε;»
    - «Ομολογώ ότι ήταν ερεθιστικό μέχρι εκείνο το σημείο, too much άρχισε να γίνεται εκεί που τους έκανε στοματικό όσο πίναν τα ποτά τους, για να μην αναφέρω το μετά.»
    - «Εμένα από εκεί και πέρα μου φάνηκε ερεθιστικό!»
    - «Αλίμονο!» μου είπε πειρακτικά.

    Αντί απάντησης την πήρα από το χέρι και την πήγα στο δωμάτιο. Την έγδυσα και γδύθηκα κι εγώ σε χρόνο ρεκόρ και αφού την έβαλα να ξαπλώσει, έπεσα κι εγώ από πάνω της, της άνοιξα τα πόδια και χωρίς πολλά-πολλά μπήκα μέσα της.

    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ»
    - «Too much ή όχι, είσαι μούσκεμα» της είπα και άρχισα να κινούμαι μέσα της.
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ too much ήταν η σκέψη να ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ να κάνω εγώ τέτοιο ΑΑΑΑΑΧ πράγμα… το σκηνικό ήταν ΑΑΑΑΑΑΧ ερεθιστικό»
    - «ΜΜΜΜ… εγώ στο έχω πει πόσο ΑΑΑΑΑΧ πόσο θα ήθελα να σε δω να τσιμπουκώνεις κάποιον.»
    - «ΑΑΑΑΑΧ ναι… μου… ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»
    - «Να … ΜΜΜΜΜΜΜΜ να είσαι ΑΑΑΑΑΑΧ γονατισμένη και ΑΑΑΑΑΑΑΧ να έχεις στο γλυκό σου στοματάκι τον ΑΑΑΑΑΑΑΧ τον ξένο πούτσο… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ.»
    - «ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΧ»
    - «Θέλω… ΑΑΑΑΑΧ θέλω να το κάνεις… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»
    - «ΑΑΑΑΧ Αντώνη μου… ΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΑΑΧ ό,τι… ό,τι θες εσύ… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ»
    - «Ναι μωρό μου… ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ θα… ΑΑΑΑΧ θα ήθελα ΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ να σε βλέπω… ΑΑΑΑΧ και μετά ΑΑΑΑΑΧ»

    Εκεί έφαγα τα λόγια μου καθώς το έφερα στα μάτια της φαντασίας μου και άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της σαν μανιακός κάνοντας και τους δυο μας να ουρλιάζουμε σαν ξαναμμένα σκυλιά και το τέλος δεν άργησε να έρθει και όπως σχεδόν κάθε φορά έχασα τ’ αυγά και τα πασχάλια. Έπεσα δίπλα της προσπαθώντας να βρω τις ανάσες μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

    - «Αντώνη μου;»
    - «Αναστασία μου;»
    - «Σοβαρά το έλεγες αυτό πριν;»
    - «Σοβαρότατα!» την πείραξα.
    - «Ουφ…»
    - «Έλα χαζούλα, σε πειράζω. Για την καύλα της στιγμής τα έλεγα αυτά, δε θα ήθελα ποτέ να κάνεις κάτι που δε θέλεις και η ίδια.»
    - «Ντρέπομαι!»
    - «Που δε θέλεις να το κάνεις; Ρε συ Αναστασία για όνομα!»
    - «Όχι… ντρέπομαι γιατί να… όταν… όταν μου το έλεγες αυτό… ερεθίστηκα ακόμα περισσότερο.»
    - «Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι, χαζούλα. Αυτός είναι ο σκοπός των φαντασιώσεων, να κάνουν τις πράξεις λίγο πιο πιπεράτες. Ας στο θέσω αλλιώς, όταν παίξαμε το παιχνίδι με την αιχμάλωτη και τον ανακριτή, ντράπηκες που σου άρεσε;»
    - «Ε δεν είναι το ίδιο. Εννοώ σε εκείνη τη σκηνή ήσουν εσύ.»
    - «Όπως και να έχει δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπεσαι και αν θελήσεις να το κάνεις και πράξη, ακόμα καλύτερα!»
    - «Για σένα θα το έκανα.»
    - «Το θέμα Αναστασία μου δεν είναι να το κάνεις για μένα, είναι να το κάνεις για σένα. Δε θέλω να κάνεις κάτι που δε θέλεις η ίδια μόνο και μόνο γιατί το θέλω κι εγώ!»
    - «Μπορεί… αλλά πολλά πράγματα που πριν δεν είχα καν φανταστεί ότι τα ήθελα η ίδια, τα κάνω μαζί σου και τα απολαμβάνω. Το να με παίρνεις από πίσω, το να μου ρίχνεις με τη βίτσα και το paddle… για να μη μιλήσουμε για το κερί που ούτε καν το είχα φανταστεί από μόνη μου.»
    - «Αναστασία μου είναι άλλο πράγμα να δοκιμάσεις κάτι που δεν είσαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει ή όχι και να αποδειχτεί ότι τελικά σου αρέσει, και άλλο πράγμα να το κάνεις επειδή αρέσει σε μένα και ας μην αρέσει σε σένα. Με είδες να ξαναχρησιμοποιώ το whip;»
    - «Ναι αλλά το δοκίμασα τουλάχιστον, και το δοκίμασα επειδή το ήθελες εσύ.»
    - «Θα μπορούσες να μου πεις εξ αρχής ότι δε θέλεις να το δοκιμάσεις»
    - «Μα αυτό είναι που σου λέω, το ήθελες εσύ οπότε ήθελα κι εγώ να το δοκιμάσω. Εντάξει, δε μου άρεσε και τέλος. Αυτό εννοώ όταν σου λέω πως για σένα θα το έκανα.»
    - «Εντάξει τότε μωρό μου αλλά και πάλι όλα έχουν τον χρόνο τους και τον τρόπο τους. Αν η δοκιμή γίνει με λάθος τρόπο και σε λάθος χρόνο μπορεί να μη βγει καλή και στο τέλος να χάσεις κάτι που αν το είχες δοκιμάσει σωστά μπορεί και να σου άρεσε. Και δεν αναφέρομαι στο whip, εκείνο έγινε στο σωστό χρόνο, με εσένα τέρμα καυλωμένη και με καλή διάθεση. Ε, δε σου άρεσε, πάμε παρακάτω!»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Μα δεν είμαι πραγματικά αξιαγάπητος;»
    - «Έλαααααααααα μη με πειράζεις!»
    - «Ξαναπέστο μου!»
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ μωρό μου… κι εγώ… μ’ αγαπάω!»
    - «Ε, δεν υποφέρεσαι» είπε βάζοντας ταυτόχρονα τα γέλια.

    Στις επόμενες μέρες που πέρασαν δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο ωστόσο δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω την ευχάριστη ρουτίνα που είχε μπει στη ζωή μου. Γυρνούσα από τη δουλειά αργά το απόγευμα, αν η Αναστασία είχε μείνει σπίτι για διάβασμα και δεν είχε βγει κάποια βόλτα, πηγαίναμε τον Ράντι για το περπάτημά του και μετά γυρίζαμε, παίρναμε τον Τριστάνο από κάτω και ανεβαίναμε πάνω για να κάτσουμε όλοι μαζί. Άλλες φορές μαγειρεύαμε μαζί με την Αναστασία κάτι γρήγορο, άλλες φορές παραγγέλναμε απ’ έξω και αφού τρώγαμε καθόμασταν -καιρού επιτρέποντος- είτε στη βεράντα, είτε στο σαλόνι και βλέπαμε ταινίες ή σειρές. Ξεκινούσαμε πάντα με ένα απίστευτα χαριτωμένο cartoon για παιδιά, τη Bluey, το οποίο μπορεί να είναι παιδικό αλλά σου φέρνει χαμόγελο στα χείλη, you can’t help it. Όπως της είχα τάξει είχαμε ξεκινήσει το Battlestar Galactica και ακριβώς όπως και η Αγγελική, έτσι και η Αναστασία, είχε λατρέψει τη σειρά, και ο μόνιμος -εντός εισαγωγικών- τσακωμός μας ήταν που πάντα έβαζα μόνο ένα επεισόδιο και δεν έβαζα καπάκι και δεύτερο.

    Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη ήταν εξαιρετικά κουραστικό, ξεκινούσαμε από νωρίς το πρωί και γυρνούσαμε στο ξενοδοχείο ξεθεωμένοι αργά το βράδυ. Πίναμε ένα ποτό στο μπαρ με το Βασίλη για να χαλαρώσουμε και μετά επιστροφή στα δωμάτιά μας για ένα ντουζάκι και μετά λίγο διάβασμα ή μουσική και ύπνο. Λόγω της διαφοράς της ώρας -και δεδομένου ότι εγώ ήμουν από συνάντηση σε συνάντηση- δεν μπορούσαμε να τα πούμε κατά τη διάρκεια της ημέρας και μιλούσαμε λίγο γύρω στα μεσάνυχτα ώρα Νέας Υόρκης το οποίο για την Αναστασία σήμαινε σχεδόν στρατιωτικό ξύπνημα. Ο Ράντι είχε μεγάλη πλάκα, άκουγε τη φωνή μου και γαύγιζε ψάχνοντας να με βρει. Ο Τριστάνο πέρα από το να κόβει βόλτες στο laptop της Αναστασίας κρύβοντας την κάμερα και πατώντας πλήκτρα στην τύχη, δεν με καταδεχόταν.

    Στο ενδιάμεσο μου είχε στείλει μήνυμα και ο φίλος μου που θα έκανε το πάρτι και με ρωτούσε να επιβεβαιώσω αν θα έρθω μόνος μου ή με παρέα. Δεν ήθελα να δεσμευτώ ακόμα οπότε του απάντησα πως θα τον ειδοποιούσα στο τέλος της εβδομάδας που θα γυρνούσα και από το επαγγελματικό μου ταξίδι. Φύγαμε τελικά το Σάββατο το πρωί από το Νιούαρκ και στο Βενιζέλος προσγειωθήκαμε γύρω στις 16:30 το απόγευμα. Πήραμε τα πράγματά μας και κουτουλώντας και οι δυο μας, μπήκαμε ο καθένας μας σε ένα ταξί για να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Έφτασα Κηφισιά κοντά στις 17:30, είχα τηλεφωνήσει στην Αναστασία από πριν και είχε ανέβει στο διαμέρισμά μου για να με περιμένει.

    - «Καλώς τον μου» είπε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και χώθηκε στην αγκαλιά μου και φιληθήκαμε βαθιά. «Μου έλειψες!»
    - «Κι εσύ μου έλειψες κοριτσάκι μου» της είπα και τότε πήδηξε πάνω μου ο Ράντι και κόντεψε να με ισοπεδώσει. «Σιγά βρε τέρας!» τον ψευτομάλωσα και ο Ράντι από τη χαρά του μου έγλειψε μέχρι και το δεξί αυτί. Αν και τέρμα ψόφιος στην κούραση βγήκαμε για λίγο να κάτσουμε στη βεράντα να τους δω λίγο παραπάνω, μου είχαν λείψει και η Αναστασία και ο Ράντι. Ο Τριστάνο πάλι όχι αλλά κατά τα φαινόμενα είχα λείψει εγώ σε δαύτον και έτσι με το που κάθισα ήρθε και θρονιάστηκε στα πόδια μου και άρχισε να μου τρίβεται, κάνοντάς με -το ομολογώ- να λερώσω τα βρακιά μου. «Μωρό μου, μπορείς να πας στο γραφείο να μου φέρεις ένα τσιγάρο και τον αναπτήρα; Και σε παρακαλώ φέρε και μια ράντλερ από το ψυγείο»
    - «Ναι μωρό μου» είπε η Αναστασία και πήγε μέσα, γυρίζοντας μετά από λίγο με το τσιγάρο μου, τον αναπτήρα και τη ράντλερ μου, ενώ για εκείνη πήρε μια τουίστ. Άναψα το τσιγάρο και τράβηξα ηδονικά μια ρουφηξιά.
    - «Μου λείψατε!»
    - «Κι εσύ μας έλειψες… πολύ!»
    - «Έγινε τίποτα αξιοσημείωτο όσο έλειπα;»
    - «Όχι Αντώνη μου, αν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο θα στο είχα πει.
    - «Ήταν ήσυχος στις βόλτες του ο Ράντι;» ρώτησα και με το που άκουσε το αρκούδι μου το όνομά του κούνησε την ουρά του.
    - «Το καλύτερο παιδί. Υπάκουο, δεν με τραβούσε καθόλου και είχε πολλή πλάκα που με έβλεπαν στο δρόμο με τον αρκούδο.»
    - «Μπράβο το αγόρι μου» είπα στο Ράντι που στεκόταν σαν το μπάστακα δίπλα μου και τον χάιδεψα με αποτέλεσμα να κερδίσω ένα γλείψιμο στη μούρη, και καλά δηλαδή που είχα το τσιγάρο στο άλλο χέρι. Εκείνη τη στιγμή ο Τριστάνο αποφάσισε ότι αρκετά τα χάδια, μην παραγνωριζόμαστε κιόλας, και έριξε ένα σάλτο στο πάτωμα και πήγε και τρίφτηκε στα πόδια του Ράντι με αποτέλεσμα να κερδίσει και εκείνος με τη σειρά του ένα γλείψιμο και δυο κωλοτούμπες. Ο Ράντι ξάπλωσε στο πάτωμα και ο Τριστάνο πήγε κοντά του και αφού τον μύρισε του τράβηξε και εκείνος ένα γλείψιμο στη μύτη, κάνοντας τον Ράντι να φταρνιστεί και τον ίδιο να ξαφνιαστεί και να κάνει ένα επιτόπιο άλμα ένα μέτρο πίσω σχεδόν, είχαν πολλή πλάκα οι δυο τους.
    - «Πώς είσαι εσύ Αντώνη μου;»
    - «Ψόφιος είμαι, κλείνουν σχεδόν τα μάτια μου.»
    - «Να πας να κοιμηθείς τότε!»
    - «Θα κάνω ένα ντουζάκι και θα πάω. Συγνώμη καρδούλα μου αλλά με δυσκολία κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου.»
    - «Δεν πειράζει μωρό μου, να πας να ξεκουραστείς.»
    - «Εσύ τι θα κάνεις;»
    - «Έχω διάβασμα να κάνω και μετά θα παίξω κανένα παιχνιδάκι.»
    - «Μπορείς να κάτσεις στο γραφείο μου αν θες!»
    - «Πού νομίζεις ότι διαβάζω τόσες μέρες, μεσιέ;»
    - «Το βραδάκι που θα ξυπνήσω, έχεις όρεξη να πάμε καμιά βόλτα με τη μηχανή;»
    - «Πέσε να ξεκουραστείς και όταν με το καλό ξυπνήσεις, βλέπουμε.»

    Έσβησα το τσιγάρο και αφού τη φίλησα ξανά, πήγα μέσα, έβγαλα ένα μποξεράκι και ένα μπλουζάκι και τα άφησα στο κρεββάτι μου και μετά πήγα στο μικρό μπάνιο, χώθηκα στη ντουζιέρα και άφησα το νερό να τρέχει καυτό πάνω μου για πάνω από ένα πεντάλεπτο. Έριξα ένα γρήγορο λούσιμο και έκανα και ένα πέρασμα το σώμα μου με το σφουγγάρι και άνοιξα το νερό και το άφησα και πάλι να τρέχει πάνω μου. Ξεπλύθηκα καλά-καλά και αφού σκουπίστηκα και έβαλα αποσμητικό στις μασχάλες, πήγα στο δωμάτιό μου, φόρεσα μποξεράκι και μπλουζάκι, χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα και κατέβηκε ο γενικός.

    Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου είχε πάει 21:30. Σηκώθηκα και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και συνειδητοποίησα ότι είχα λυσσάξει στην πείνα, πράγμα λογικό καθώς πέραν από ένα σνακ στο αεροπλάνο δεν είχα φάει τίποτε άλλο όλη μέρα. Η Αναστασία ήταν στρυμωγμένη στην άκρη του καναπέ καθώς τον υπόλοιπο τον έπιανε η αρκούδα που είχε ακουμπήσει την κεφάλα του στο ένα της μπούτι. Στο ένα χέρι της είχε το κινητό της και κάτι διάβαζε ενώ με το άλλο χάιδευε τον Τριστάνο που ήταν και αυτός καθισμένος στο άλλο της μπούτι. Με είδε και μου χαμογέλασε.

    - «Ξύπνησες γεράκο μου;»
    - «Ξύπνησα, νιάνιαρό μου και έχω λυσσάξει στην πείνα!»
    - «Τότε ετοιμάσου για ευχάριστη έκπληξη!»
    - «Πες μου ότι παράγγειλες φαγητό και έρχεται!»
    - «Χιχιχι, ναι! Παράγγειλα μια οικογενειακή πίτσα, μου είχες πει ότι το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης σαιζόν του BSG είναι διπλό!»
    - «Είναι… αν και πίστευα ότι θα ήθελες να βγούμε βόλτα με τη μηχανή!»
    - «Δεν υπάρχει περίπτωση! BSG!!!!»
    - «Kobol’s last gleaming, it is!» της είπα αναφέροντας τον τίτλο του επεισοδίου, το οποίο τέλειωνε με ένα απίστευτο cliffhanger, θα πλήρωνε μαζεμένες όλες της τις αμαρτίες σήμερα.

    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε και το κουδούνι, είχαν έρθει οι πίτσες. Ο φουκαράς ο ντελιβεράς χέστηκε πάνω του όταν η Αναστασία του άνοιξε την πόστα συνοδεία του Ράντι ο οποίος δε βοήθησε κιόλας κάνοντας τον προστάτη και μπαίνοντας μπροστά της. Η Αναστασία καθησύχασε τον ντελιβερά διαβεβαιώνοντάς τον ότι δε θα γινόταν συνοδευτικό της πίτσας και του έδωσε και ένα γερό πουρμπουάρ ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ για να μη βάλω τα γέλια. Πήγα στην κουζίνα και έφερα μια μπύρα για μένα και μια twist για τη μικρή και καθίσαμε αναπαυτικά στον καναπέ για να δούμε το BSG, δωροδοκώντας με ένα κομμάτι πίτσα ο καθένας μας το Ράντι ώστε να μας αφήσει στην ησυχία μας.

    Βλέποντας τη σειρά για τέταρτη φορά ζήλεψα πραγματικά την Αναστασία που θα το έβλεπε για πρώτη φορά, μακάρι με κάποιο μαγικό τρόπο να μπορούσα να το ξεχάσω για να το απολαύσω όπως την πρώτη φορά. Η αντίδραση της Αναστασίας ήταν η ίδια ακριβώς με της Αγγελικής λίγα χρόνια πριν, σαγόνι στο πάτωμα.

    - «Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να τον σκότωσε!»
    - «Θα το μάθεις στο επόμενο επεισόδιο το οποίο ΔΕ θα δούμε σήμερα!»
    - «Τι;;;;;;;;;;;;»
    - «Θα περάσεις τα ίδια που περνούσα κι εγώ όταν έβλεπα τη σειρά όπως προβαλλόταν στην τηλεόραση. Ένα χρόνο περίμενα για την επόμενη σαιζόν.»
    - «Αυτό είναι αδικία!!!»
    - «Τι να πεις, η ζωή είναι άδικη. Πάντως σου υπόσχομαι ότι όταν φτάσουμε στα δύο τελευταία επεισόδια της δεύτερης σαιζόν θα ξεκινήσουμε να τα βλέπουμε Σάββατο πρωί!»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί είναι αδύνατο να δεις τα δύο τελευταία επεισόδια της δεύτερης σαιζόν χωρίς να δεις τα τέσσερα πρώτα επεισόδια της τρίτης σαιζόν… και φαντάσου ότι εγώ τότε τα περίμενα ενάμιση χρόνο και τα έβλεπα επεισόδιο-επεισόδιο.»
    - «Α, εκεί δε θα μου κάνεις κόλπα;»
    - «Όχι, καθότι, όπως είχα διαπιστώσει με την Αγγελική, θα κινδυνέψει σοβαρά η σωματική μου ακεραιότητα αν σου κάνω κανένα τέτοιο χουνέρι.»
    - «Χαχαχα!»
    - «Καλά, θυμήσου το αυτό όταν τελειώσουμε το 2x20 και σου πω σε ένα μήνα πάλι!»
    - «Έλα, βάλε τη δεύτερη σαιζόν… μην είσαι τέτοιος!»
    - «Τι μου δίνεις;»
    - «Το κορμί μου!»
    - «Δεν ντρέπεσαι βρε να εκπορνεύεσαι για μια σειρά;»
    - «Καθόλου! Άντε μη σε βιάσω!»
    - «Βρε καυλοράπανο!»

    Αντί απάντησης με πήρε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιό μου και έκλεισε την πόρτα. Με έβαλε να κάτσω στο κρεββάτι και αφού μου κατέβασε σορτς και μποξεράκι με πήρε στο στόμα της κάνοντάς με να δω αστεράκια. Την άφησα να με τσιμπουκώνει λίγη ώρα και μετά τη σταμάτησα και την σήκωσα όρθια. Πήγα από πίσω της και άρχισα να τη φιλάω στο σβέρκο ενώ με τα χέρια μου της μάλαζα απαλά και τα δύο στήθη. Της έβγαλα το μπλουζάκι και άρπαξα και πάλι τα στήθη της στα χέρια μου, δε φορούσε σουτιέν και οι ρώγες της ήταν πετρωμένες από την καύλα. Κατέβασα το χέρι μου και το πέρασα μέσα από τη φόρμα της και το κιλοτάκι της και το βούτηξα μέσα της κερδίζοντας ένα δυνατό αναστεναγμό της. Της κατέβασα φόρμα και κιλοτάκι και βάζοντάς την να σκύψει στο κρεββάτι μπήκα μέσα της κερδίζοντας έναν ακόμα πιο δυνατό αναστεναγμό της.

    Μου είχε λείψει απίστευτα, άρχισα να κινούμαι σιγά-σιγά μέσα της γιατί παρόλο που λαχταρούσα να καρφωθώ μέσα της δυνατά, αν το έκανα δε θα κρατούσα ούτε ένα λεπτό. Εγώ δηλαδή κατόρθωσα να κρατηθώ ωστόσο η Αναστασία όχι, μερικές στιγμές αργότερα ξεφώνισε «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗΗ ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ». Αν και σχεδόν κάθε φορά που κάναμε σεξ κατάφερνα να την κάνω να τελειώσει, τόσο γρήγορα δεν το είχα ματαξανακάνει! Με την Αναστασία να συνεχίσει να βογκάει από ηδονή επιτάχυνα κι εγώ με αποτέλεσμα ούτε μισό λεπτό αργότερα να νιώσω την έκρηξη και να κοκαλώσω μέσα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς τόσο δυνατούς που πάλι ένιωσα ότι θα μείνω στον τόπο. Τι να πω, αν συνεχίσουμε έτσι μπορεί στο τέλος και να τα καταφέρω.

    Και όχι τίποτε άλλο αλλά είχε μαζευτεί πολύ πράγμα μία εβδομάδα. Φαντάσου δηλαδή να είχα τελειώσει στο στόμα της, βαρυστομαχιά θα την έπιανε. Η ίδια πάντως όταν τελείωσα πήγε μέσα στο ντους για να ξεπλυθεί γιατί έτρεχαν από παντού, τι να πεις, σήμερα ήμουν πολύ παραγωγικός. Χαμογέλασα και ξάπλωσα στο κρεββάτι στο οποίο επέστρεψε μετά από λίγο και η Αναστασία με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Ξάπλωσε δίπλα μου και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

    - «Θεούλη μου τι ήταν αυτό;»
    - «Θεούλη μου δεν θα πει τίποτα!» συμφώνησα μαζί της.
    - «Ένιωσα τον οργασμό να έρχεται με το που μπήκες μέσα μου. Ποτέ δεν μου είχε έρθει τόσο γρήγορα και ήταν… Θεέ μου, ήταν… δεν έχω λόγια.»
    - «Να σου πω τώρα, με ρώτησε ο φίλος μου αν θα πάω μόνος μου ή με παρέα και του είπα ότι θα του απαντήσω όταν επιστρέψω. Θέλεις τελικά να έρθεις;»
    - «Ναι, θέλω.»
    - «Είσαι σίγουρη μωρό μου;»
    - «Ναι Αντώνη μου… άλλωστε είπες ότι δεν είναι υποχρεωτική η συμμετοχή σε όργιο.»
    - «Όχι κοριτσάκι μου δεν είναι. Μπορούμε απλά να πάμε, να πιούμε τα ποτά μας, να μιλήσουμε και αν είναι να χαζέψουμε αν γίνουν σκηνές.»
    - «Ίσως… ίσως να δοκιμάσω το δέσιμο… αν θέλεις.»
    - «Μωρό μου το θέμα είναι εσύ να το θέλεις!»
    - «Ουφ… μου αρέσει η ιδέα.»
    - «Θέλω να το κάνεις γυμνή!»
    - «Γυμνή;;;» ρώτησε ελαφρώς ταραγμένη.
    - «Γιατί ταράζεσαι; Εσύ δεν είπες ότι βρίσκεις την ιδέα ερεθιστική;»
    - «Στη θεωρία! Η πράξη είναι άλλο πράγμα.»
    - «Αναστασία, αν δε θέλεις να το κάνεις γιατί δε σου αρέσει η ιδέα, να μην το κάνεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις γιατί ντρέπεσαι… αυτό δεν είναι καλός λόγος. Δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι. Έπειτα, όπως μου έλεγε και η Αγγελική, η αίσθηση του σχοινιού στο γυμνό κορμί είναι πολύ ανώτερη. Και… και υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, καθαρά προσωπικός.»
    - «Ο οποίος είναι;»
    - «Είναι παιδιάστικο αλλά… bragging rights. Μωρό μου θέλω να σε δουν και να πάθουν εμφράγματα από τη ζήλεια τους.»
    - «Ουφ, με κάνεις και κοκκινίζω τώρα!»
    - «Μόνο τώρα;» τη ρώτησα και όπως είχε γυρίσει μπρούμητα της έχωσα ένα απαλό χαστούκι στο κωλαράκι. Αυτό ήταν, καύλωσα και πάλι. «Πάρε με στο στόμα σου» της είπα και η Αναστασία χαμήλωσε αμέσως και με πήρε στο στόμα της.

    Σταύρωσα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και έκλεισα τα μάτια μου αφημένος στην περιποίηση που μου έκανε η Αναστασία με το στόμα της. Αν και την πρώτη φορά που μου το είχε πει η Αγγελική είχα κοντέψει να πάθω αποπληξία, τώρα καύλωνα στη σκέψη να δω την παρτενέρ μου να τσιμπουκώνει -και όχι μόνο- κάποιον άλλον. Η πίπα που έκανε ήταν πολύ καλή αλλά ήταν προθέρμανση, το κωλαράκι της ήθελα.

    - «Θέλω το κωλαράκι σου»
    - «Σάτυρε!» μου είπε σταματώντας την πίπα. Ήρθε προς το μέρος μου και ξάπλωσε μπρούμητα βάζοντας το μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά της. «Χμμμ… ξέρεις τι σκέφτομαι;» μου είπε όσο έψαχνα να βρω το λιπαντικό.
    - «Για πες!»
    - «Που με λες πουτανίτσα ή πουτανάκι… Ε, σήμερα θα είμαι! Θεέ μου που κατρακύλησα για ένα επεισόδιο BSG»
    - «Είσαι όργιο» της είπα βάζοντας τα γέλια.
    - «Είμαι!» μου δήλωσε και μου κούνησε προκλητικά τον κώλο της.

    Πήρα από το κομοδίνο το λιπαντικό και έριξα στα δάχτυλά μου και το άπλωσα στο κωλαράκι της βάζοντας σιγά-σιγά και ένα δάχτυλο μέσα της.

    - «ΜΜΜΜ»
    - «Σ’ αρέσει πουτανίτσα μου;»
    - «ΜΜΜΜ πολύ…»

    Άπλωσα λίγο ακόμα λιπαντικό στην τρυπούλα της και στο όργανό μου και πήγα και στάθηκα από πίσω της. Τον έτριψα για λίγο πίσω της και άρχισα να τον βάζω σιγά-σιγά μέσα της, κάνοντας απαλές κινήσεις μπρος και πίσω.

    - «ΑΑΑΑΧ… ΜΜΜΜ…»
    - «Σε πονάω;»
    - «Λίγο… μη σταματάς όμως μωρό μου… σε… σε θέλω…»
    - «Με τρελαίνεις πουτανίτσα!»
    - «Ναι… είμαι… η πουτανίτσα σου… ΑΑΑΑΑΑΧ» φώναξε λίγο παραπάνω καθώς άρχισα να βυθίζομαι μέσα της. Της έκλεισα προσεκτικά το στόμα και άρχισα να κινούμαι μέσα της με το χέρι μου να πνίγει τα μουγκρητά της. Σταμάτησα να της κλείνω το στόμα ωστόσο έβαλα μέσα του ένα δάχτυλο.
    - «Γλείφ’ το» της είπα ενώ άρχισα να επιταχύνω. Η Αναστασία άρχισε υπάκουα να γλείφει και να πιπιλάει το δάχτυλο. Το κωλαράκι της είχε ανοίξει και άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό μου. «Σκέψου ότι σου γαμάω το κωλαράκι κι εσύ παίρνεις τσιμπούκι σε κάποιον»
    - «ΜΑΜΧΜΑΜΑΑΑΑΧΜ» είπε μη μπορώντας να πει ούτε ΜΜΜ ούτε ΑΑΑΧ καθότι το δάχτυλο στο στόμα της την εμπόδιζε.
    - «Ρούφα το πουτανίτσα, ρούφα το σα να έκανες τσιμπούκι» είπα συνεχίζοντας να τη λιμάρω σε σταθερό ρυθμό. «ΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ… με τρελαίνει το κωλαράκι σου… ρούφα εσύ…»

    Εκεί κάπου το έχασα και πάλι και άρχισα να κοπανιέμαι σχεδόν πάνω της καρφώνοντας το όργανό μου όλο μέσα της κάνοντας της να της ξεφύγουν μουγκρητά πόνου αναμειγμένα με ηδονή. Ένιωσα το τέλος να έρχεται και λίγο αργότερα καρφώθηκα για τελευταία φορά μέσα της αδειάζοντας με ηδονικούς σπασμούς και παρά το σεξ που είχε προηγηθεί, βγήκε και πάλι πολύ πράγμα, έχυνα και έχυνα και έχυνα… και τελειωμό δεν είχα! Αποτέλεσμα ήταν αυτό να λειτουργήσει σχεδόν σαν κλύσμα και η Αναστασία έφυγε τρέχοντας όταν τραβήχτηκα προς την τουαλέτα. Εγώ με τη σειρά μου πήγα στο μικρό ντουζ και ξεπλύθηκα και γύρισα και πάλι στο κρεββάτι. Η μικρή έκανε κι εκείνη ένα γρήγορο ντουζ και αφού σκουπίστηκε γύρισε και έπεσε δίπλα μου.

    - «Και μιας και ήσουν καλό πουτανάκι, θα πάμε μετά να δούμε το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σαιζόν!»
    - «Γιατί μετά;»
    - «Γιατί τώρα θα σε φάω!» της είπα. Και όπως το είπα το έκανα, ρίχτηκα στο μουνάκι της σα να μην υπάρχει αύριο και άρχισα να ρουφάω και να πιπιλάω κάνοντας την Αναστασία να πιάσει γραμμή με Βαλχάλα, αν κρίνω από τη δύναμη των βογγητών και των αναστεναγμών της. Πρέπει να της είχα λείψει πολύ, συνήθως μου παίρνει πάνω από 10-15 λεπτά στοματικού για να την κάνω να τελειώσει, αυτή τη φορά δε μου πήρε ούτε πεντάλεπτο!
    - «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΝΤΩΝΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ» φώναξε ενώ το σώμα της σχεδόν τρανταζόταν λες και το χτυπούσε ρεύμα. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΧ…» Δε σταμάτησα να τη ρουφάω και να τη γλείφω μέχρι που μου φώναξε να σταματήσω γιατί δεν άντεχε άλλο.
    - «Τώρα μπορούμε να πάμε να δούμε BSG»
    - «Κάτσε να βρω τις ανάσες μου!»

    Είδαμε τελικά τα δύο πρώτα επεισόδια και μετά πήγαμε και οι δύο και πέσαμε σαν κούτσουρα στο κρεββάτι. Η όμορφη ρουτίνα επέστρεψε, μετά το υποχρεωτικό διάλειμμα της Νέας Υόρκης, και οι μέρες πέρασαν σχετικά γρήγορα. Είχα πει στο φίλο μου ότι τελικά θα έρθω με παρέα αλλά ρώτησα να μάθω ποιοι θα έρθουν τελικά. Δεν θα ήμασταν πολλοί, καμιά εικοσαριά νοματαίοι και, αν εξαιρέσεις ένα ζευγάρι, όλους τους υπόλοιπους τους γνώριζα.

    Ο Δημήτρης -ο φίλος μου- με διαβεβαίωσε ότι τους ξέρει κοντά τριάντα χρόνια, ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο. Καθηγητές και οι δυο τους, ήταν περισσότερο swingers παρά BDSMers, όπως μου είπε ο ίδιος αν ντε και σώνει έπρεπε να τους χαρακτηρίσεις θα τους έλεγες switch αν και -πάντα σύμφωνα με τον ίδιο- η γυναίκα είχε κυριαρχικές τάσεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόντουσαν σε πάρτι του Δημήτρη, απλά έτυχε τις φορές που είχαν πάει εκείνοι να μην πάω εγώ. Παρακολουθούσαν -συμμετέχοντας πολύ σπάνια- σε BDSM σκηνές αλλά συνήθως, αν και όχι πάντα, καθόντουσαν και για ουζάκι.

    Κοντός ψαλμός αλληλούια, σήμερα το βράδυ θα τους γνώριζα. Το σπίτι του Δημήτρη ήταν στο Διόνυσο, ταίριαζε γάντι με τα …διονυσιακά όργια που γινόντουσαν όταν οι συμμετέχοντες είχαν διάθεση, που εδώ που τα λέμε, πάντα είχαν διάθεση. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα πετύχει φορά που τις σκηνές δεν τις ακολούθησε swinging party.

    Γύρω στις 22:00 ανέβηκε η Αναστασία στο σπίτι μου και όταν την είδα κόντεψα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Φορούσε ένα υπέροχο δερμάτινο κοντό φόρεμα με ντεκολτέ που τόνιζε το απίστευτο στήθος της, το οποίο έδενε χιαστί πίσω από την πλάτη με άνοιγμα μέχρι σχεδόν τα οπίσθια, ενώ από κάτω φορούσε δικτυωτό καλσόν και υπέροχα μποτάκια με λεπτό τακούνι.

    - «Πώς σου φαίνομαι;» με ρώτησε αφού με φίλησε πεταχτά στο στόμα.
    - «Γκλουπ» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω.
    - «Χιχιχι»
    - «Πάμε… πάμε γιατί… γιατί αν καθίσουμε και άλλο δε μας βλέπω να πηγαίνουμε!»
    - «Λυσσάρη!»
    - «Προχώρα βάσανο!» της είπα και κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Είκοσι λεπτά αργότερα ήμασταν στο Διόνυσο. Η μάζωξη ξεκινούσε τυπικά στις 21:00 αλλά δεν ήθελα να είμαστε από τους πρώτους και αυτός ήταν και ο λόγος που ξεκινήσαμε μετά τις 22:00.
    - «Καλώς τους» μας είπε ο Δημήτρης ανοίγοντας την πόρτα.
    - «Να σας συστήσω» τους είπα. «Δημήτρης, Αναστασία!»
    - «Χαίρω πολύ» είπε ντροπαλά η Αναστασία.
    - «Γοητευμένος» της απάντησε ο Δημήτρης φιλώντας της το χέρι, κάτι που η Αναστασία δεν το περίμενε και βραχυκύκλωσε.
    - «Τι να πεις, νέα γενιά!» είπα γελώντας με τη σαστιμάρα της. «Οι υπόλοιποι έχουν έρθει;»
    - «Ναι, οι τελευταίοι είστε. Περάστε!»

    Μπήκαμε μέσα και με εξαίρεση το ζευγάρι που δε γνώριζα -και οι οποίοι μιλούσαν με το Νίκο και τη Ντία- όλους τους άλλους τους ήξερα οπότε ξεκίνησα από εκεί κάνοντας τις συστάσεις με την Αναστασία. Αφού χαιρετηθήκαμε με Νίκο και Ντία πήγαμε στο ζευγάρι να συστηθούμε και οι δύο.

    - «Δεν έχει τύχει να γνωριστούμε» τους είπα χαμογελώντας. «Συμφοιτητές του Δημήτρη, ε; Χαίρω πολύ, εγώ είμαι ο Αντώνης και η όμορφη νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία»
    - «Χαίρω πολύ» είπε η γυναίκα πρώτη. «Εγώ είμαι η Φοίβη».
    - «Ανδρέας» είπε ο άντρας χαμογελαστός και μας έδωσε το χέρι του.
    - «Χαίρω πολύ» είπε η Αναστασία -που με μεγάλη δυσκολία πήρε το βλέμμα της από πάνω του- δίνοντας το χέρι και στους δυο τους. Κατά τα φαινόμενα είχε πάθει ταράκουλο με τον Ανδρέα και, μεταξύ μας, δεν την αδικώ. Ο Ανδρέας ήταν συγκλονιστικά όμορφος άνδρας, ψηλός, καστανόξανθος, με περιποιημένο μουστάκι και μούσι, φορούσε λεπτά σοφιστικέ γυαλιά και αν και δεν ήξερα από το Δημήτρη πως είναι 52 χρονών, δεν θα τον έκανα για πάνω από 45. Εμένα από την άλλη η προσοχή μου είχε πέσει στη Φοίβη. Αν και ήξερα ότι είναι 50 χρονών, σας το ορκίζομαι, δεν την έκανες πάνω από 35. Μακριά καστανά μαλλιά, υπέροχα μάτια, είχε πολύ γλυκό πρόσωπο και εντυπωσιακή κορμοστασιά που τα ρούχα που φορούσε το τόνιζαν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Και οι δύο τους ήταν πολύ ζεστοί άνθρωποι και τους συμπάθησα σχεδόν αμέσως. Η Αναστασία ήταν μαζεμένη στην αρχή αλλά γρήγορα άρχισε να ξεθαρρεύει.
    - «Είστε μαζί από φοιτητές;» τους ρώτησε κάποια στιγμή.
    - «Ναι!» είπε η Φοίβη χαμογελώντας. «Και όχι απλά από φοιτητές, ο κύριος από εδώ ήταν το εφηβικό μου crush, εμένα και του υπόλοιπου σχολείου δηλαδή, και είχαμε χαθεί για τρία χρόνια και φαντάσου την έκπληξή μου όταν τον πέτυχα ξανά στο κυλικείο λίγες μέρες αφού είχαν αρχίσει τα μαθήματα»
    - «Τι υπέροχο!»
    - «Εσείς, πώς γνωριστήκατε;» ρώτησε η Φοίβη. Μπορεί να ένιωθα ζεστά μαζί τους αλλά όχι τόσο ώστε να ανοιχτώ και να πω όλη την αλήθεια.
    - «Της νοικιάζω το διαμέρισμα που μένει, φοιτήτρια γαρ… και τι να πω, το ένα έφερε το άλλο». Κατάλαβαν ότι δεν ήθελα να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, οπότε δεν επέμειναν. Οι ίδιοι πάντως δεν είχαν πρόβλημα να μας πουν την ιστορία τους η οποία θα έλεγα ότι ήταν αρκούντως εντυπωσιακή για τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είχαν αρχίσει με τρίο με μια συμφοιτήτριά τους -η οποία πλέον ήταν και κουμπάρα τους- οπότε μετά προχώρησαν ακόμα περισσότερο. Η Φοίβη είναι bi και polyamorous, ο Ανδρέας straight και αν και όχι polyamorous του λόγου του, το swinging ήταν της αρεσκείας του.
    - «Ποια είναι η διαφορά;» ρώτησε η Αναστασία.
    - «Μπορώ να ερωτευτώ ταυτόχρονα περισσότερους από έναν ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου. Με τον Ανδρέα είμαι ερωτευμένη από τα 14 μου, στα 18 μου ερωτεύτηκα και τη Χριστιάνα και κατά καιρούς έχω ερωτευτεί διάφορους παρτενέρ, χωρίς αυτό να μειώνει την ένταση των αισθημάτων μου προς τον Ανδρέα»
    - «Εγώ πάλι μπορεί να μην είμαι polyamorous αλλά είμαι όπου γάμος και χαρά. Η αλήθεια είναι ότι η τριάδα που είχαμε στην αρχή με τη Χριστιάνα μου άνοιξε τα μάτια με τρόπο που δεν μπορούσα να φανταστώ. Και μετά η τριάδα έγινε τετράδα…»
    - «Τετράδα;» ρώτησε ακόμα πιο μπερδεμένη η Αναστασία.
    - «Ναι… Και να ήταν μόνο αυτό!» είπε η Φοίβη βάζοντας τα γέλια, είχε υπέροχο γέλιο, είχα καταγοητευτεί. Και εκεί μας εξήγησε και μέχρι κι εγώ που νόμιζα ότι είμαι περπατημένος, με το ζόρι μάζεψα το σαγόνι μου.

    Η Χριστιάνα ήταν λεσβία οπότε η συμμετοχή της με τον Ανδρέα περιοριζόταν στο να κάνει ο ένας στον άλλον στοματικό, διείσδυση μόνο από τη Φοίβη με strap-on. Όταν βρέθηκε και ο τέταρτος ήταν άντρας και straight και sex έκανε μόνο με τη Φοίβη και δεδομένου ότι ο Ανδρέας ήταν το όριο της Χριστιάνας σε ό,τι αφορούσε άντρες, το παιχνίδι ήταν: Ανδρέας- Φοίβη, Ανδρέας-Φοίβη-Χριστιάνα, Ανδρέας-Χριστιάνα μόνο στοματικό, Φοίβη-Χριστιάνα και τέλος Φοίβη-Βασίλης με τον Ανδρέα να παρακολουθεί ή να την παίρνει μαζί με τον Βασίλη. Διόρθωση, Vasily, κατάλαβα μετά ότι ήταν Αμερικάνος ουκρανικής καταγωγής.

    - «Χαχαχα, και είχα τον εαυτό μου για περπατημένο» είπα και τους διηγήθηκα τη δική μου ιστορία, η οποία ήταν λιγότερο περιπετειώδης αλλά αρκετά πιο λυπητερή.

    Όπως και να έχει κάποια στιγμή σηκωθήκαμε και οι τέσσερις και πήγαμε να κάτσουμε και με τους υπόλοιπους οι οποίοι είχαν πιάσει μια συζήτηση περί του BDSM. Γύρω στις 01:00 άρχισε το …κυρίως πρόγραμμα, με επίδειξη τεχνικών δεσίματος.

    - «Τι όμορφο που είναι» μου είπε η Αναστασία. Προσωπικά εγώ το θεωρούσα πολύ βαρετό αλλά τι να πεις, τα γούστα διαφέρουν.
    - «Θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ;»
    - «Ντρέπομαι!»
    - «Έλα, άσε τις ντροπές. Να το πω στο Στέλιο;»
    - «Ουφ… ουφ… άντε, πες το. Ουφ…Δε φοράω σουτιέν!»
    - «Και; Κλεμμένα τα έχεις; Ορίστε, κοίτα τη Νατάσα, τα έχει πετάξει όλα και το σώμα της δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο δικό σου.»
    - «Ουφ…»
    - «Στέλιο, σου έχω και δεύτερο rope bunny αν ενδιαφέρεσαι!»
    - «Ευχαρίστως!» είπε με μάτια που άστραψαν.
    - «Γδύσου μικρή!» είπα στην Αναστασία που κόμπιασε για λίγο ωστόσο στο τέλος έβγαλε το φόρεμά της, μένοντας μόνο με καλτσόν και κιλοτάκι και τη συμβούλεψα να βγάλει και το καλτσόν για να μην πάθει καμιά ζημιά.

    Καύλωσα απίστευτα από τον τρόπο που κοίταζαν την Αναστασία σαν ξερολούκουμο. Ένα έχω να πω, όταν τελικά ο Στέλιος έλυσε την Αναστασία, το κιλοτάκι της είχε μουσκέψει, η μικρή είχε καυλώσει απίστευτα. Φόρεσε ξανά το φόρεμά της, αυτή τη φορά χωρίς το καλτσόν.

    - «Πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησα πηγαίνοντάς την λίγο στην άκρη.
    - «Υπέροχο»
    - «Μόνο υπέροχο; Αφού βρε απατεώνα το κιλοτάκι σου ήταν λες και κατουρήθηκες»
    - «Ήταν φοβερά ερεθιστικό» ομολόγησε διστακτικά. «Ωχ, η Φοίβη γδύνεται!»
    - «Πάμε να δούμε» της είπα και γυρίσαμε στους άλλους. Η Φοίβη είχε κατεβάσει το παντελόνι που φορούσε, είχε μείνει μόνο με το κιλοτάκι και είχε σκύψει πάνω στον καναπέ. Η ρουφιάνα κρατιότανε πολύ καλά και κώλος της ήταν ποίημα. Ο Ανδρέας είχε πάρει τη βίτσα και άρχισε με σιγανές στην αρχή για να την προθερμάνει και μετά άρχισαν να πέφτουν πιο δυνατές και κάθε χτύπημα το μετρούσαν όλοι οι υπόλοιποι. Σταμάτησαν στο 60 με τον κώλο της Φοίβης να είναι κατακόκκινος.

    Ακολούθησε επίδειξη μαστιγώματος από Ειρήνη και Μάρκο, όταν τέλειωσε η Ειρήνη η πλάτη του Μάρκου είχε στάλες-στάλες αίμα και εκείνος δεν είχε βγάλει άχνα. Παρόμοιες αντοχές, αν όχι μεγαλύτερες, είχε και η Αγγελική ωστόσο προς μεγάλη μου απογοήτευση το whip δεν ήταν του γούστου της Αναστασίας οπότε το είχα αφήσει στην άκρη.

    Καθίσαμε και πάλι μαζί με τη Φοίβη και τον Ανδρέα παρακολουθώντας με την άκρη των ματιών μας τα παιχνίδια που γινόντουσαν, έχοντας πιάσει μια τρομερά ενδιαφέρουσα πολιτική συζήτηση, με την Αναστασία να καταφέρει να κερδίσει και τους δυο τους, κάνοντάς τους, με τις εγκυκλοπαιδικές της γνώσεις, την δομημένη σκέψη της και την ευγλωττία της, να ξεχάσουν ότι απέναντί τους είχαν ένα 18-χρονο κορίτσι. Από την άλλη η ίδια είχε καταγοητευτεί με τον Ανδρέα που όταν μιλούσε τον κοίταζε σαν κουτάβι, σε σημείο που -εκτός ότι ζήλεψα, το παραδέχομαι- ανησύχησα μήπως παρεξηγηθεί και η Φοίβη. Κάποια στιγμή η Αναστασία πήγε στο μπάνιο και ο Ανδρέας σηκώθηκε και πήγε να μιλήσει με τη Λίνα, τη σύζυγο του Δημήτρη, οπότε έμεινα μόνος μου με τη Φοίβη.

    - «Θα κάτσετε μέχρι τέλους;» τη ρώτησα.
    - «Έτσι λέμε, συνήθως καθόμαστε αλλά τα ξέρεις αυτά, εξαρτάται από τα κέφια και τη διάθεση.»
    - «Με τη συγχωρεμένη καθόμασταν πάντα μέχρι τέλους, ουσιαστικά γι’ αυτό ερχόμασταν. Σήμερα δε νομίζω, η μικρή είναι πρωτάρα και δε θέλω να την πετάξω στα βαθιά. Για την ακρίβεια δεν είμαι ακόμα πεπεισμένος ότι ήρθε μαζί μου σήμερα για τους σωστούς λόγους και μέχρι να βεβαιωθώ θα προτιμούσα να απέχει. Θα μου πεις ενήλικη είναι αλλά και πάλι…»
    - «Σε καταλαβαίνω και πολύ καλά κάνεις. Παρόλο το παρελθόν μας κι εγώ και ο Ανδρέας αυτά τα βήματα τα κάναμε πολύ προσεκτικά αλλά. αν θέλεις τη γνώμη μου, εγώ δεν την φοβάμαι, κουβαλάει πολύ περισσότερο μυαλό και σοβαρότητα απ’ ότι εγώ στην ηλικία της.»
    - «Ναι αλλά από την άλλη εσύ ήσουν με συνομήλικους, εγώ δεν είμαι. Ώρες-ώρες…» είπα και κόμπιασα. Η Φοίβη μου έπιασε το χέρι και το χάιδεψε.
    - «Αντώνη, την αγαπάς; Την προσέχεις;»
    - «Φυσικά!»
    - «Αυτό κράτα τότε, τίποτε άλλο.»
    - «Φοβάμαι ώρες-ώρες ότι την παρασέρνω.»
    - «Την παρασέρνεις σε τι; Την έβαλες να κάνει κάτι με το ζόρι; Το γεγονός ότι έχεις μια πιο… ας πούμε εξεζητημένη ερωτική ζωή, δε σημαίνει ότι κάνεις κάποιο κακό όταν μοιράζεσαι με κάποιαν που αγαπάς την ομορφιά της. Την πίεσες να κάνει κάτι που δε θέλει; Τη χειρίστηκες;»
    - «Όχι και όχι, αυτό θα έλειπε!»
    - «Τότε απλά της έδειξες το δρόμο και η ίδια αποφάσισε να τον περπατήσει πλάι σου. Το ότι το επιλέγει να το κάνει με εσένα ενώ μπορεί να μην το έκανε με οποιονδήποτε άλλο δε σημαίνει ότι την παρασέρνεις, σημαίνει ότι έχεις αυτό το κάτι που της κάνει κλικ. Με τον ίδιο τρόπο που είχα εγώ αυτό το κάτι, αρχικά με τον Ανδρέα και στη συνέχεια με τη Χριστιάνα και το Vasily.»
    - «Σε ευχαριστώ, πραγματικά. Και να σου πω, αν μείνουμε και στριμώξει σε καμιά γωνία η μικρή τον Ανδρέα και του πετάξει τα μάτια έξω μην κατηγορήσεις εμένα!»
    - «Θα πετάξω έξω κι εγώ τα δικά σου οπότε θα είμαστε πάτσι. ΧΑΧΑΧΑΧΑ κοκκίνησες!» είπε γελώντας και χτυπώντας ενθουσιωδώς παλαμάκια ενώ εγώ πρέπει να έμοιαζα με ινδιάνο που τον πήρε ο ύπνος κάτω από τον ήλιο της Μοχάβε.
    - «Βρε διαόλι, άνθρωπο δεν αφήνεις σε ησυχία!» είπε ο Ανδρέας που είχε στο μεταξύ γυρίσει παρακολουθώντας τη στιχομυθία.
    - «Νιιιιιιιιιι!» είπε η Φοίβη και χτύπησε πάλι παλαμάκια.
    - «Μ’ έσκασες, φεύγω, πάω να βάλω ποτό. Αντώνη θέλεις;»
    - «Ναι, βάλε μου ένα ουίσκι σε παρακαλώ!» είπα και πήγα να πιώ την τελευταία γουλιά
    - «Μη φύγεις Ντορή μου, θα φαρμακωθώ» είπε η Φοίβη, με αποτέλεσμα το ουίσκι να μου βγει από τη μύτη. Καλά πήγε αυτό. ΄

    Όταν γύρισε η Αναστασία και μετά από λίγο ο Ανδρέας με τα ποτά, συνεχίσαμε τη συζήτηση ενώ από πίσω τα παιχνίδια είχαν αρχίσει να γίνονται πιο προχωρημένα. Κάπου εκεί πήρα την Αναστασία και την πήγα σε μια άκρη για να της μιλήσω.

    - «Αναστασία μου, θέλεις να κάτσουμε και άλλο;»
    - «Αμέ, όμορφα είναι!»
    - «Είναι αλλά το παιχνίδι έχει αρχίσει και χοντραίνει.»
    - «Εσύ δε θες να κάτσουμε;»
    - «Θέλω μωρό μου αλλά θέλω να το θέλεις κι εσύ, δεν θέλω να πιέσεις τον εαυτό σου.
    - «Θέλω. Άλλωστε έχω εσένα δίπλα μου, δε φοβάμαι!»
    - «Ναι μωρό μου, είμαι εγώ δίπλα σου. Εντάξει, αν δούμε ότι χοντραίνει σε σημείο που σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα, την κάνουμε, εντάξει;»
    - «Εντάξει» μου απάντησε χαμογελαστή.

    Γυρίσαμε στη Φοίβη και τον Ανδρέα ενώ δίπλα μας κάποιοι είχαν αρχίσει ήδη να πετάνε ρούχα. Ο τρόπος να φέρουμε ομαλά την Αναστασία στο πιο προχωρημένο παιχνίδι ήταν δική της ιδέα.

    - «Θέλετε να παίξουμε Θάρρος ή αλήθεια!» μας ρώτησε.
    - «Εγώ ναι!» απάντησα. «Αναστασία, θέλεις;»
    - «Ναι!» απάντησε κάπως ντροπαλά.
    - «Λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή;» είπε ο Ανδρέας.
    - «Νιιιιιιιιιιιιι» φώναξε η Φοίβη χτυπώντας ταυτόχρονα ενθουσιωδώς παλαμάκια από μόνη της, κάνοντας με να βάλω τα γέλια, την έκανα πολύ γούστο. Η ιδέα της ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε και με τους δυο τους δεν φοβόμουν μην γίνει κάτι τραβηγμένο, η εισαγωγή της Αναστασίας θα ήταν και παιγνιώδης και σταδιακή.

    Στον πρώτο γύρο όλοι απαντήσαμε αλήθεια, εμένα με ρώτησαν αν έχω πάει με άνδρα και την Αναστασία τη ρώτησαν πότε ήταν ο πιο έντονος οργασμός της, η απάντησή της ήταν όταν είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη. Στο δεύτερο γύρο όλοι απαντήσαμε θάρρος αλλά κι εκεί περισσότερο χαβαλέ κάναμε παρά κάτι πικάντικο. Εμένα για παράδειγμα με έβαλαν να κάνω την κότα ενώ την Αναστασία την έβαλαν να πιει νερό από μπολάκι στο πάτωμα. Από εκεί και πέρα είχε μόνο θάρρος από όλους.

    - «Θάρρος» είπε η Αναστασία.
    - «Πήγαινε να φιλήσεις τον Ανδρέα» είπα εγώ κάνοντάς την να κοκκινήσει από την κορυφή ως τα νύχια ενώ η Φοίβη χτύπησε και πάλι ενθουσιωδώς παλαμάκια.

    Όλο το βράδυ τον έτρωγε με τα μάτια της οπότε δεν είναι να απορείς βλέποντάς την να λιώνει στην αγκαλιά του. Το επόμενο θάρρος ήταν για μένα, αν και το να πάω και να φιλήσω τη Φοίβη μόνο θάρρος δεν χρειαζόταν, πώς συγκρατήθηκα και δε χοροπήδησα από τη χαρά μου ένας Θεός το ξέρει. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα απαλά στην αρχή και πιο ερωτικά στη συνέχεια ενώ τη χάιδευα απαλά στην πλάτη. Οι γλώσσες μας χαϊδεύονταν τρυφερά μέσα στα στόματά μας. Όταν τελειώσαμε μου έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και μου χαμογέλασε. Θεέ μου, ήταν απίθανη!

    Στο επόμενο θάρρος ο Ανδρέας έβαλε τη Φοίβη να χαμουρευτεί με την Αναστασία, Αναστασία η οποία δεν είχε φιλήσει ποτέ ξανά στη ζωή της γυναίκα, πόσο μάλλον να χαμουρευτεί. Η Φοίβη ήταν πολύ έμπειρη και όταν τελείωσαν η φουκαριάρα η μικρούλα μου σχεδόν έτρεμε από την καύλα. Στο επόμενο θάρρος το χαμούρεμα ήταν μεταξύ εμένα και της Φοίβης και του Ανδρέα με την Αναστασία και όταν τελειώσαμε νόμιζα ότι θα μου σπάσει από την καύλα καθώς από τη μία είχα τη Φοίβη με το υπέροχο σώμα της και αφετέρου μου είχε γίνει κατάρτι βλέποντας τον Ανδρέα να γλείφει και να χαϊδεύει το στήθος της Αναστασίας έχοντας κατεβάσει ελαφρά το φόρεμά της.

    Στον επόμενο γύρο ωστόσο η Αναστασία το γύρισε στην αλήθεια οπότε την ερώτηση την έκανα εγώ.

    - «Πως σου φάνηκε το παιχνίδι με την Φοίβη» τη ρώτησα.
    - «Περίεργο, υπέροχα περίεργο» είπε μετά από λίγη σκέψη. «Εννοώ… εντάξει, το φιλί είναι φιλί, αλλά δεν ξέρω… δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να μου αρέσει να… να χαϊδέψω και να φιλήσω ένα άλλο γυναικείο στήθος και επιπλέον όταν μου το έκανε η Φοίβη η ίδια η σκέψη ότι μου το κάνει μια άλλη γυναίκα ήταν… δεν ξέρω… απογειωτική»

    Οι υπόλοιποι συνεχίσαμε με θάρρος αλλά η Αναστασία είπε και πάλι αλήθεια όταν ήρθε η σειρά της και εδώ κατάλαβα ότι είχε φτάσει στα όριά της και το να επιλέγει αλήθεια ήταν ο τρόπος να μας το πει με τρόπο.

    - «Έλιωσα» ήταν η ειλικρινής της απάντηση στην ερώτηση πως της φάνηκε το χαμούρεμα με τον Ανδρέα. «Με συγχωρείτε, πάω λίγο στο μπάνιο και επιστρέφω»
    - «Καλό βόλι» την πείραξα αλλά όταν έφυγε γύρισα πιο σοβαρός προς τα παιδιά. «Guys, νομίζω ότι η Αναστασία έφτασε στα όριά της για σήμερα. Πιστέψτε με θα ήθελα πολύ να συνεχίσουμε αλλά… καταλαβαίνετε…»
    - «Δε χτίστηκε σε μια μέρα η Ρώμη» απάντησε απλά ο Ανδρέας. «No worries, πραγματικά»
    - «Ό,τι είπε ο Ανδρέας» συμπλήρωσε η Φοίβη. «Μη νιώθεις άσχημα, ίσα-ίσα αυτό αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αν είναι η Αναστασία να δοκιμάσει αυτόν τον τρόπο ερωτικής ζωής εσύ είσαι ο πλέον κατάλληλος για να την καθοδηγήσει.»
    - «Σας ευχαριστώ ρε παιδιά αλλά νιώθω ότι σας το χάλασα… εννοώ οι άλλοι έχουν ήδη αρχίσει…»
    - «Και όταν φύγετε εσείς θα πάμε και εμείς από εκεί και θα γίνουμε πολλές. No worries, Αντώνη!» είπε ξανά ο Ανδρέας.
    - «Πόσο θα κάτσετε;»
    - «Επιστρέφουμε Ηράκλειο την ερχόμενη Κυριακή το βράδυ!»
    - «Χάρηκα πραγματικά που σας γνώρισα και αν θέλατε κι εσείς, πολύ θα ήθελα να σας κάνουμε το τραπέζι.»
    - «Πολύ ευχαρίστως!» απάντησαν και οι δύο μαζί.
    - «Θαυμάσια, να το κανονίσουμε μέσα στην εβδομάδα» τους είπα αφού ανταλλάξαμε στοιχεία επικοινωνίας. Εκεί η Φοίβη είδε στο κινητό μου τη φωτογραφία που είχα στο background, τον Ράντι με τον Τριστάνο σκαρφαλωμένο πάνω του.
    - «Μπορώ να δω τη φωτογραφία;» με ρώτησε.
    - «Πολύ ευχαρίστως, έχω ένα σωρό να σου δείξω. Κάτσε να ανοίξω το album»
    - «Θεέ μου, καυκάσιος όπως ο Σίμπα» είπε δακρυσμένη. «Ανδρέα δες!»
    - «Ποιος είναι ο Σίμπα;» ρώτησα και σχεδόν την πήραν τα ζουμιά καθώς μου εξηγούσε.
    - «Το γατάκι είναι και αυτό δικό σου;»
    - «Όχι, η αυτού εξοχότης είναι της Αναστασίας… αν και σηκώνει συζήτηση ποιος ανήκει σε ποιον, όσον αφορά τις γάτες.»
    - «Είναι κουκλί! Τι ράτσα είναι;»
    - «Νορβηγικού δάσους»
    - «Είναι κουκλί… Αααχ… έτσι ήταν και ο Σίμπα, είχε τρία γατιά που ήταν αυτοκόλλητος μαζί τους, το Σάκη, το Μάκη, και το Τάκη. Βέβαια ο Μάκης αποδείχτηκε κοριτσάκι αλλά δε βαριέσαι, κάλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε και η Αναστασία που της εξήγησα τα καθέκαστα.
    - «Λοιπόν, ματάκια μου, την κάνουμε σιγά-σιγά;»
    - «Θες να φύγουμε;» με ρώτησε αβέβαιη.
    - «Ναι ματάκια μου, είμαι αρκετά κουρασμένος» της είπα ώστε να τη βγάλω από τη δύσκολη θέση.
    - «Εντάξει Αντώνη μου!»
    - «Είπα στα παιδιά να τους κάνουμε το τραπέζι εντός της εβδομάδας!»
    - «Αμέ! Ναι!!!!» είπε χαρούμενη.
    - «Φοίβη, Ανδρέα, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία»
    - «Κι εγώ, πολύ-πολύ» συμπλήρωσε η Αναστασία με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά.
    - «Κι εμείς χαρήκαμε για τη γνωριμία και θα τα πούμε εντός της εβδομάδας!»

    Το όργιο είχε ανάψει για τα καλά οπότε δεν διακόψαμε τους υπόλοιπους για να χαιρετίσουμε, μόνο έκανα ένα νεύμα στον Δημήτρη, αν και εκείνη τη στιγμή του έκανε τσιμπούκι η Ντία οπότε σηκώνει συζήτηση το κατά πόσο με είδε.

    - «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» τη ρώτησα όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
    - «Ήταν όμορφα… και… και σ’ ευχαριστώ»
    - «Γιατί με ευχαριστείς βρε;» τη ρώτησα.
    - «Και που με έφερες μαζί σου και που… που… κατάλαβες ότι είχα αρχίσει να ζορίζομαι και με έβγαλες από τη δύσκολη θέση.»
    - «Στο είπα βρε χαζούλα, αυτά δε γίνονται με το ζόρι.»
    - «Δεν ήταν με το ζόρι, καθόλου. Και δε θα σου πω ψέματα, ήταν πολύ ερεθιστικό αλλά… κάποια στιγμή σταμάτησα να νιώθω άνετα… εννοώ… δε με έπιασαν ξαφνικά οι ντροπές μου αλλά… φοβήθηκα.»
    - «Τι φοβήθηκες μωρό μου; Αφού ήμουν δίπλα σου, δε θα άφηνα κανέναν να σου κάνει κάτι που δε θέλεις!»
    - «Όχι-όχι… δεν εννοώ αυτό… Όχι, σε καμία περίπτωση απλά να… φοβήθηκα πως… θα σου φανεί ανόητο… φοβήθηκα πως θα με έβλεπες μετά… αν… αν συνέχιζα…»
    - «Πώς θα σε έβλεπα βρε μπούφο; Μα είναι δυνατόν; Εγώ είχα γίνει πύραυλος που σ’ έβλεπα να σε χουφτώνει και να σε γλείφει και η Φοίβη και ακόμα περισσότερο ο Ανδρέας.»
    - «Στο είπα ότι θα σου φανεί ανόητο αλλά… έτσι ένιωσα και… και δεν… δεν ήθελα να προχωρήσει άλλο.»
    - «Αναστασία μου, αν δε θες να προχωρήσει άλλο επειδή δεν το θες εσύ, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα και ούτε θα χαλαστώ ούτε θα νιώσω κάτι λιγότερο για σένα. Αν ωστόσο δεν προχωρήσει επειδή φοβάσαι πως θα ξεπέσεις στα μάτια μου που ευχαριστιέσαι κάτι που εγώ ο ίδιος απολαμβάνω να βλέπω, ε, είσαι μεγάλος μπούφος αδερφάκι μου!»
    - «Εγώ ζήλεψα λιγάκι όταν σε είδα να χαϊδεύεσαι με τη Φοίβη»
    - «Κι εγώ αλλά για μένα αυτό το μικρό τσίμπημα ζήλειας είναι αλατοπίπερο. Μήπως αυτός είναι πραγματικά ο λόγος που ήθελες να σταματήσουμε;»
    - «Μου έχεις πει ότι για σένα η σεξουαλική ελευθερία είναι αδιαπραγμάτευτη και το σέβομαι, ωστόσο… ε, άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη.»
    - «Αν είναι αυτός ο λόγος θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι»
    - «Δε θέλω… δε θέλω να σου στερώ πράγματα… με κάνει και αισθάνομαι πολύ άσχημα.»
    - «Αναστασία μου, όταν κάνουμε κάτι μαζί θέλω να το απολαμβάνεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι» δεν υπαινίσσεται κάποιο “or else…”, δεν είναι ούτε εκβιασμός, ούτε απειλή, είναι δήλωση. Θα μάθεις να το διαχειρίζεσαι.»
    - «Πώς;»
    - «Με τον ίδιο τρόπο που το έμαθα κι εγώ. Με το να ξεριζώσεις από μέσα σου τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσες και να συνειδητοποιήσεις ότι οι άνθρωποι δεν ανήκουν ο ένας στον άλλον, δίνουν το χρόνο τους σε αυτούς που επιλέγουν. Η μονογαμία είναι κοινωνικό κατασκεύασμα, ο homo sapiens δεν είναι μονογαμικός, αν ήταν δε θα χρειαζόντουσαν ούτε γάμοι, ούτε νομικά πλαίσια, ούτε όρκοι, ούτε θα υπήρχε ανάγκη να φορέσει θρησκευτικό φερετζέ, απλά θα γινόταν. Ναι, δεν είναι εύκολο να ξεριζώσεις από μέσα σου τα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά δεν είναι αδύνατο. Μπορεί να είναι ζόρικο ώρες-ώρες αλλά είναι λυτρωτικό.»
    - «Τότε γιατί ένιωσες αυτό το τσίμπημα ζήλειας;»
    - «Γιατί δεν γεννήθηκα με φυσική ανοσία στα στερεότυπα, απλά έκανα το εμβόλιο της απελευθέρωσης και αυτό το τσίμπημα από εμπόδιο έγινε αλατοπίπερο. Σε κάθε περίπτωση, αν ο λόγος για τον οποίο δε θέλεις να συμμετάσχεις είναι επειδή δεν το θέλεις η ίδια, τότε θα το σεβαστώ. Αν ο λόγος είναι ότι φοβάσαι πως θα πέσεις στα μάτια μου απολαμβάνοντας κάτι που αρέσει και σε μένα, είσαι μπούφος και θα το ξεπεράσεις. Αν ο λόγος είναι ότι ζηλεύεις που θα με δεις κι εμένα με άλλη γυναίκα, θα το ξεπεράσεις, τελεία.»
    - «Με ποιο τρόπο;»
    - «Κάνοντας το επόμενο βήμα. Κάνοντας το επόμενο βήμα και συνειδητοποιώντας ότι μεταξύ μας δε θα αλλάξει τίποτα προς το χειρότερο, μόνο προς το καλύτερο.»
    - «Και αν κάνοντας το βήμα νιώσω ότι θέλω να σταματήσω;»
    - «Τότε θα σταματήσεις. Και θα προσπαθήσουμε ξανά… και ξανά… και ξανά… μέχρι να ξεπεράσεις όλους σου τους φόβους και εγώ θα είμαι δίπλα σου σε κάθε βήμα, σε κάθε προσπάθεια. Φτάνει να κάνεις επειδή το θες και η ίδια και όχι επειδή το θέλω εγώ. Αν δε θέλεις να πας με άλλους επειδή εσύ δε θέλεις, ποτέ δε θα σε πιέσω να το κάνεις. Οπότε θα σε ρωτήσω ξανά, σου άρεσε σήμερα;»
    - «Ντρέπομαι…»
    - «Αυτό ξεπερνιέται αν η απάντηση στην κύρια ερώτηση είναι καταφατική. Σου άρεσε;»
    - «Με τον συγκεκριμένο ναι, μου άρεσε.»
    - «Με τη Φοίβη;»
    - «Και με τη Φοίβη μου άρεσε, αν και δεν το περίμενα, ωστόσο πιο πολύ μου άρεσε με τον Ανδρέα.»
    - «Θα ήθελες να προχωρήσεις κι άλλο;»
    - «Ουφ… ναι… και πριν ρωτήσεις γιατί ουφ… γιατί… ντρέπομαι!»
    - «Είσαι μπούφος!»
    - «Είμαι!»

    Δέκα λεπτά αργότερα φτάσαμε στην Κηφισιά και πήγαμε κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Κάναμε λίγα χάδια στο Ράντι και τον Τριστάνο και αφού πλύναμε τα χέρια μας πήγαμε στο δωμάτιό μου.

    - «Γδύσου» της είπα και πήγα στο playroom και έφερα δύο σφήνες και ένα μικρό δονητή. Όταν γύρισα η Αναστασία ήταν γυμνή και ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Την έβαλα να κάτσει καθιστή και να με πάρει στο στόμα της όσο εγώ άπλωνα λιπαντικό στη μία σφήνα. «Κάτσε στα τέσσερα με τον κώλο προς τα μένα και βάλε τη σφήνα στο κωλαράκι σου». Κάθισε υπάκουα όπως της ζήτησα και της έδωσα τη σφήνα, την οποία έβαλε σιγά-σιγά μέσα στο κωλαράκι της. «Ξάπλωσε ανάσκελα και βάλε αυτή στο μουνάκι σου» της είπα δίνοντάς της τη χοντρή σφήνα. Όταν το έκανε και αυτό, της έδωσα το μικρό δονητή. «Τρίψε τον στην κλειτορίδα σου. Σκέψου ότι παίρνεις πίπα στον Ανδρέα ενώ εγώ σε παίρνω από το κωλαράκι».

    Είχα σκοπό όσο έπαιζε να ανέβω πάνω στο κρεβάτι γονατιστός και να της τον βάλω στο στόμα αλλά δεν πρόλαβα. Ούτε καν μερικά δευτερόλεπτα από την ώρα που το έκανε αυτό την άκουσα να βογκάει δυνατά.

    - «Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΧ τελειώνω… ΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ Αντώνη μου… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ ΑΑΑΑΑΧ ΑΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΧ»

    Σοβαρά τώρα;

    - «Αντώνη μου… αααχ… συγνώμη… δεν… δεν ξέρω…»
    - «Να κάτι που δεν περίμενα. Σου άρεσε μάτια μου;»
    - «Ήταν… ήταν απίστευτα έντονο! Απίστευτα!»

    Αντί απάντησης έβγαλα προσεκτικά και τις δύο σφήνες, την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα και, αφού έβαλα λιπαντικό στο όργανό μου, την καβάλησα.

    - «Έχυσες πουτανίτσα φαντασιώμενη ότι σε γαμάμε δύο άνδρες;»
    - «Χιχιχι»

    Οδήγησα το όργανό μου στο κωλαράκι της, το οποίο είχε ανοίξει λίγο με τη σφήνα, και άρχισα να το βυθίζω μέσα της, κερδίζοντας νέο ηδονικό της βογγητό.

    - «Σου αρέσει πουτανίτσα; Σου αρέσει να γαμιέσαι με πολλούς;»
    - «ΜΜΜΜ ναι… μου… ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ μου αρέσει…»
    - «Πόσο θέλω να σε δω να τσιμπουκώνεις κάποιον άλλον… να σταματάει για να χύσει στο στόμα σου κι εσύ να τα ρουφάς και να τα καταπίνεις σαν καλή πουτανίτσα… και μετά να σε βάζει στα τέσσερα και να σου σκίζει το κωλαράκι όπως εγώ… Και θα το κάνεις πουτανίτσα μου, θα το κάνεις.» της έλεγα ενώ ταυτόχρονα μπαινόβγαινα στο κωλαράκι της.
    - «ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΑΑΑΧ… ναι… ναι…»
    - «Θα είσαι καλή πουτανίτσα; Θα κάνεις καλό τσιμπούκι στον Ανδρέα ή θα με εκθέσεις;»
    - «ΑΑΑΑΧ… θα είμαι… θα κάνω… θα… ΑΑΑΑΑΑΧ θα τον κάνω να ΑΑΑΑΑΧ να ξεχάσει το όνομά του… ΑΑΑΧ ΜΜΜΜ…»
    - «Και θα σου σκίσει και το κωλαράκι;»
    - «ΑΑΑΑΑΧ… αν… αν θες εσύ… ό,τι θες εσύ…»
    - «Θέλω… ααααχ θέλω να σε δω να γαμιέσαι… Και θέλω… θέλω αααααχ… θέλω να βρεις και ένα συμφοιτητή σου… ΑΑΑΑΧ να τον έχεις για fuck buddy…»
    - «ΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ ΑΑΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ»
    - «Χύνεις πουτανίτσα; Χύνεις;»
    - «ΧΥΝΩΩΩΩΩ ΑΑΑΧ ΜΜΜΜΜ ΑΝΤΩΝΗ ΜΟΥ… ΑΝΤΩΝΗ… ΜΜΜΜΜ»
    - «Μπράβο… αααααχ… μπράβο η καλή πουτανίτσα… αααχ» είπα και εκεί ένιωσα κι εγώ το τέλος να έρχεται, καρφώθηκα όσο δεν πήγαινε άλλο στο κωλαράκι της και κάθισα ακίνητος με το όργανό μου να κάνει σπασμούς βαθιά μέσα της πλημμυρίζοντας το κωλαράκι της με χύσια.

    Όταν τελείωσαν οι σπασμοί και έβγαλε ό,τι είχε να βγάλει, τραβήχτηκα και έπεσα δίπλα της ξέπνοος. Η Αναστασία πήγε στην τουαλέτα να πλυθεί και το ίδιο έκανα κι εγώ. Γύρισα στο δωμάτιο, ξάπλωσα και την περίμενα και όταν ήρθε ξάπλωσε δίπλα μου και γύρισε προς το μέρος μου.

    - «Αντώνη μου… αυτό… αυτό που είπες με το συμφοιτητή το εννοείς ή… ή το είπες έτσι;»
    - «Αν και το είπα για την καύλα της στιγμής, δε θα έλεγα όχι αν κι εσύ ήθελες να το κάνεις, αρκεί να τηρούνται κάποιοι βασικοί όροι: Πάντα με προφυλακτικό και όχι κώλος, το κωλαράκι σου μπορεί να στο γαμάει κάποιος άλλος μόνο υπό την παρουσία μου.»
    - «Αν και μιλάμε θεωρητικά, το προφυλακτικό εννοείται… αλλά… πώς θα γίνει το άλλο; Εννοώ… θα δεχτεί ο άλλος να το κάνει αυτό μπροστά σου;»
    - «Δεν είπα αυτό, είπα ότι κώλο δίνεις σε άλλον μόνο τη παρουσία μου, στην περίπτωσή σου απλά δε θα του δώσεις κώλο, εννοείται δεν πρόκειται να γίνει τρίο με κάποιον που δεν γνωρίζω προσωπικά ώστε να τον εμπιστεύομαι. Ο τελευταίος όρος είναι ότι εκτός από πίπα που μπορεί να γίνει στο αυτοκίνητό του ή στο δικό σου, όταν πάρεις, αν είναι να κάνεις σεξ, θα το κάνεις *ΜΟΝΟ* στο διαμέρισμά σου.»
    - «Εντάξει, αν ποτέ γίνει αυτό, θα γίνει όπως το λες.»
    - «Το ξέρεις ότι με καυλώνει η υπακοή, έτσι;»
    - «Εσύ τι λες;» μου είπε παιχνιδιάρικα και, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι χαμογελώντας, χαμήλωσε και με πήρε, και πάλι καυλωμένο, στο στόμα της.

    --- ΤΕΛΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ---