Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Tomboy

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 13 Ιανουαρίου 2024.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Σήμερα
    Με λένε Βασιλική και γεννήθηκα σε μια ήσυχη γειτονιά στο Περιστέρι, στα τέλη του Απρίλη του 1973, και μεγάλωσα εκεί. Ήταν άλλες εποχές εκείνες, δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά, τα παιδιά ξεχυνόμασταν στη γειτονιά μέχρι να έρθουν οι γονείς μας να μας μαζέψουν από τ' αυτιά. Τα κορίτσια παίζανε μήλα ή κουτσό ή σχοινάκι ή καθόντουσαν έξω με τις κούκλες και παίζανε με δαύτες και τα κουζινικά, ενώ τα αγόρια παίζανε μακριά γαϊδούρα, αμπάριζα, ποδόσφαιρο και πόλεμο με φυσοκάλαμα και βόλια από στόκο ή σφεντόνες με πετραδάκια. Είμαι από αυτές που τότε τις λέγανε αγοροκόριτσα, από μωρό σχεδόν, γονείς, νονοί και θείοι είχαν παραιτηθεί από το να μου κάνουν δώρα κούκλες, τις πέταγα στην άκρη.

    Ήμουν το μόνο κορίτσι που αποδέχονταν τα αγόρια τους στα μεταξύ τους παιχνίδια έχοντας κερδίσει το προνόμιο με πολύ ξύλο. Δε με ενδιέφερε που συνήθως έτρωγα τις περισσότερες, έριχνα κι εγώ, και όταν έριχνα βαρούσα στο ψαχνό. Ποτέ δεν έκλαψα μπροστά τους, ποτέ δε διαμαρτυρήθηκα, ποτέ δε ζήτησα ξεχωριστή μεταχείριση, ποτέ δε μαρτύρησα κανέναν και έτσι κέρδισα τον σεβασμό τους και με αποδέχτηκαν όπως δεν είχαν αποδεχτεί κανένα κορίτσι. Κανείς δε με φώναζε με το βαφτιστικό μου, για τα αγόρια ήμουν ο Μπίλι.

    Ο Μάριος ήρθε στη γειτονιά μας όταν ήμουν πέντε χρονών και εκείνος έξι. Ήσυχο παιδί, μαζεμένο στον εαυτό του, έγινε στόχος των νταήδων που για άλλη μια φορά διαπίστωσαν πως size didn’t matter, και ο Μάριος δεν ήταν σαν εμένα που έτρωγα τις περισσότερες. Μία φορά χρειάστηκε, κάποιος τον είπε Μαρία επειδή δεν ήθελε να παίξει πόλεμο με τους υπόλοιπους, και βρέθηκε ανάσκελα στο δρόμο χωρίς να καταλάβει τι τον βρήκε. Αυτό ήταν, η φόρα τους κόπηκε μαχαίρι. Ο Μάριος εξακολουθούσε να μην παίζει πόλεμο με μας τους υπόλοιπους, αλλά ποδόσφαιρο έπαιζε και δεν ήταν απλά καλός, ήταν αέρινος, με αποτέλεσμα κάθε φορά να τσακώνονται σε ποια ομάδα θα παίξει. Εγώ δεν είχα την τεχνική του αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και ευλύγιστη και αν χρειαζόταν βάραγα και στο δοξαπατρί, οπότε είχε γίνει κανόνας όποια ομάδα παίρνει το Μάριο η άλλη ομάδα να παίρνει το Μπίλι. Για όλα τα αγόρια ήμουν ο Μπίλι, μόνο για τον Μάριο ήμουν η Μπίλι.

    Παρά το γεγονός ότι παίζαμε πάντα αντίπαλοι και το ότι ποτέ δε του χαριζόμουν, όπως άλλωστε δε μου χαριζόταν κι εκείνος, έγινε ο καλύτερός μου φίλος. Η οικογένειά του ήταν αρκετά ευκατάστατη, σίγουρα η πιο πλούσια στη γειτονιά. Το σπίτι τους ήταν στα μάτια μου σαν παλάτι, είχαν μέχρι και έγχρωμη τηλεόραση, όταν την είδα για πρώτη φορά είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα. Ο Μάριος, όπως κι εγώ, ήταν μοναχοπαίδι, του άρεσε πολύ το διάβασμα και αν έχω γίνει bookworm το χρωστάω σε εκείνον. Είχαν πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, δεν είχα ξαναδεί τόσα βιβλία μαζεμένα, οι δικοί του ήταν καθηγητές και οι δύο στο Πολυτεχνείο και τον είχαν κάνει μεγάλοι. Άρχισα να αγαπάω το διάβασμα και εκείνος με τροφοδοτούσε με βιβλία, βιβλία που πρόσεχα σαν τα μάτια μου.

    Πέρα από τα βιβλία και τα επιτραπέζια, παίζαμε συχνά-πυκνά «ξύλο» αλλά ποτέ βίαια, με είχε εντυπωσιάσει αυτό που είχε κάνει και προσπαθούσα να το κάνω κι εγώ, αν και με το Μάριο δε το κατάφερα ποτέ, πάντα ήμουν αυτή που βρισκόταν με την πλάτη στο πάτωμα και εκείνον καθισμένο πάνω στο στέρνο μου να με ρωτάει αν παραδίνομαι. «Ποτέ» του απαντούσα και πάλευα προσπαθώντας να ξεφύγω αλλά εκείνος με κρατούσε ακίνητη και με γαργάλαγε μέχρι που με υποχρέωνε να του πω ότι παραδίνομαι.

    Πήγαινε σε διαφορετικό σχολείο απ’ ότι εγώ, και έτσι, πέρα από τα απογεύματα στη γειτονιά ή στα σπίτια ο ένας του άλλου, δεν είχαμε άλλες επαφές. Οι γονείς μου τον αγαπούσαν πολύ, όπως και οι δικοί του εμένα, για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. «Ρε κορίτσι μου δε μπορείς να είσαι φρόνιμη σαν τον Μάριο;» ήταν η μόνιμη γκρίνια τους κάθε φορά που γύρναγα με ματωμένα γόνατα και αγκώνες. «Βγες και λίγο έξω να παίξεις, άνοιξη ήρθε, δες τη φίλη σου τη Μπίλι» ήταν η γκρίνια των γονιών του όταν άρχιζε να ανοίγει ο καιρός.

    1984
    Η εφηβεία μας χτύπησε και τους δύο κατακέφαλα, εκείνος πέταξε απότομα μπόι ενώ σε εμένα άρχισαν να αναπτύσσονται τα στήθη, και στα έντεκα μου ήρθε περίοδος και μαζί της ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ήταν ότι δεν με είχε προετοιμάσει η μητέρα μου αλλά άλλο να στο λένε και άλλο να σου συμβαίνει.

    «Πώς και δεν παίζεις πόλεμο» με ρωτάει ο Μάριος απορημένος, αφού κάθισε δίπλα μου στα σκαλιά.
    «Δεν έχω όρεξη» του λέω τελείως χολοσκασμένη.
    «Θες να πάμε να δούμε τηλεόραση;»
    «Σου είπα δεν έχω όρεξη» του απαντάω νευριασμένη.
    «Τι έπαθες ρε Μπίλι σήμερα, μύγα σε τσίμπησε;»
    «Ώχου, άσε με ρε Μάριε, τίποτα δεν έχω!» του λέω και φεύγω σα σίφωνας, μπαίνω σπίτι μου και κλείνομαι στο δωμάτιό μου.

    Λίγη ώρα αργότερα χτύπησε η πόρτα, ήταν η μητέρα μου.

    «Σε ζητάει ο Μάριος»
    «Πες του να μ’ αφήσει ήσυχη!»
    «Τι έγινε, τσακωθήκατε;» με ρωτάει χαμογελαστή.
    «Όχι…» λέω και από το πουθενά βάζω τα κλάματα. «Γιατί να μου συμβαίνει αυτό;» αναρωτιέμαι γεμάτη παράπονο.
    «Αγάπη μου σε όλα τα υγιή κορίτσια συμβαίνει αυτό, τα έχουμε πει. Και εσύ είσαι και από τις τυχερές, ούτε πόνους έχεις ούτε τίποτα»
    «Δε μπορώ να παίξω έξω με τους φίλους μου»
    «Μπορείς να παίξεις άλλα παιχνίδια με τους φίλους σου. Σε μερικές μέρες θα τελειώσει.»
    «Και είναι και αυτά» λέω δείχνοντας τα στήθη μου που έχουν αρχίσει να φουσκώνουν εδώ και μερικούς μήνες. «Πόσο θα μεγαλώσουν, έχουν αρχίσει και με κοιτάνε περίεργα»
    «Θα μεγαλώνουν μέχρι τα 15-16 σου, όπως και θα ψηλώνεις μέχρι τότε»
    «Γιατί;;;» ρωτάω γεμάτη παράπονο.
    «Γιατί Βασιλική μου γίνεσαι γυναίκα σιγά-σιγά»
    «Δε θέλω να γίνω γυναίκα!»
    «Θέλουμε δε θέλουμε, δεν είναι επιλογή μας αυτό» μου λέει κόβοντας τη συζήτηση. «Τι να πω στον Μάριο;»
    «Πες του να έρθει» της λέω σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια μου.

    Λίγη ώρα αργότερα έρχεται και με βρίσκει να κάθομαι στο κρεββάτι και να κοιτάζω τον απέναντι τοίχο.

    «Μπίλι; Γιατί μου έβαλες τις φωνές;»
    «Συγνώμη» του λέω μετανιωμένη. Τι μου έφταιγε αυτός που γεννήθηκα κορίτσι;
    «Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε κρυφτό»
    «Ναι, έρχομαι» του απαντάω και σηκώνομαι.
    «Μπίλι; Μπίλι σταμάτα» μου λέει σχεδόν αμέσως. «Το… το παντελόνι σου»
    «Τι έχει το παντελόνι μου;»
    «Λε… λερώθηκε» λέει κοιτάζοντας το πάτωμα και κάνοντάς με να θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
    «Μάριε φύγε σε παρακαλώ» του λέω, μην τολμώντας να τον κοιτάξω.
    «Έξω θα είμαι» μου λέει αφήνοντάς με στη μιζέρια μου.

    Δεν βγήκα έξω εκείνη την ημέρα, ούτε την επόμενη, σκόπευα να κάτσω κλεισμένη στο σπίτι μέχρι να μου τελειώσει η περίοδος. Ο Μάριος ήρθε την άλλη μέρα και έβαλα τη μητέρα μου να τον διώξει, αλλά όταν ήρθε τη μεθεπόμενη αρνήθηκε να το κάνει.

    «Αν θες να είσαι γαϊδούρα πήγαινε να τον διώξεις μόνη σου»

    Αυτό σηκώνομαι να κάνω αλλά τον βλέπω να μου χαμογελάει και δεν μου κάνει καρδιά να τον διώξω.

    «Πώς είσαι Μπίλι;» με ρωτάει όταν περάσαμε στο δωμάτιό μου.
    «Καλά είμαι» του λέω ουδέτερα και κάθομαι στο κρεβάτι ενώ εκείνος κάθεται στην καρέκλα του γραφείου μου.
    «Θα έρθεις έξω; Λέμε να παίξουμε και πάλι κρυφτό»
    «Όχι» του απαντάω. «Πήγαινε εσύ αν θέλεις»
    «Μέχρι πότε θα κάθεσαι μέσα και θα μας αποφεύγεις όλους;»
    «Μέχρι να μου περάσει!»

    Σηκώνεται από την καρέκλα και κάθεται σκαμνάκι μπροστά μου, φέρνοντας το κεφάλι του στο ύψος του κεφαλιού μου. Αποστρέφω το βλέμμα μου, δεν θέλω να με βλέπει έτσι, έχω μάθει από παιδί να αποστρέφομαι να δείξω οποιουδήποτε είδους αδυναμία αλλά ο Μάριος δεν είναι ο οποιοσδήποτε, είναι ο καλύτερός μου φίλος, και ας είμαι κορίτσι. Ποτέ δεν τον ένοιαξε, ποτέ δε χρειάστηκε να του αποδείξω κάτι, από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα, με αποδέχτηκε όπως ήμουν. Ξαφνικά καταλαβαίνω ότι δεν είναι αδυναμία αυτό που νιώθω, είναι ντροπή.

    «Μπίλι…» μου λέει και κομπιάζει. «Μπίλι, κοίταξέ με»

    Σηκώνω διστακτικά το βλέμμα μου πάνω του αλλά αυτό που βλέπω στα μάτια του δεν είναι οίκτος, δεν είναι σιχασιά, δεν είναι λύπηση. Είναι το ίδιο βλέμμα που γνωρίζω από τα πέντε μου, είναι ο Μάριος, ο καλύτερός μου φίλος σε όλο τον κόσμο.

    «Ξέρω... κατάλαβα τι έχεις. Δεν είσαι άρρωστη για να λες ότι θα σου περάσει»
    «Τι ξέρεις εσύ από αυτό;» τον ρωτάω γεμάτη πίκρα.
    «Ξέρω… ξέρω τι είναι. Σε όλα τα κορίτσια συμβαίνει. Μπίλι… μπορεί να είσαι καλύτερη απ’ όλα τα αγόρια έξω αλλά… αλλά είσαι κορίτσ黨
    «Δε θέλω να είμαι κορίτσι» του είπα βάζοντας τις φωνές.
    «Γιατί;»
    «Γιατί…» ξεκίνησα να λέω αλλά δεν είχα τι να του απαντήσω.

    Ήμουν κορίτσι που δεν ταίριαζε στα στερεότυπα της εποχής εκείνης, που είχε δώσει μάχες για να την αποδεχτούν, που ένιωθε ότι θα πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει ότι είναι το ίδιο καλή, αν όχι καλύτερη, απ' όλα τα υπόλοιπα αγόρια. Ήμουν ακόμα έντεκα χρονών, δεν μπορούσα, δεν είχα τις λέξεις να εκφράσω επακριβώς αυτά που αισθανόμουν, είχα πειστεί βαθειά μέσα μου ότι έπρεπε συνεχώς να δίνω μάχες για να με δεχτούν, κάτι που δεν συνέβαινε με κανένα αγόρι στη γειτονιά.

    «Είσαι κορίτσι και είσαι καλύτερη απ’ όλους τους μαζί. Τι άλλο θέλεις;»
    «Γιατί είμαι καλύτερη;»
    «Γιατί είσαι η Μπίλι μου» μου απαντάει απλά.
    «…»
    «Θα έρθεις να παίξουμε κρυφτό;» με ρωτάει τελικά αναστενάζοντας.
    «Όχι»
    «Τότε θα κάτσω κι εγώ εδώ»
    «Γιατί;»
    «Για να σου κάνω παρέα, γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι;» με ρωτάει πιάνοντάς με στο φιλότιμο.
    «Είσαι πολύ κωλόπαιδο» του λέω και σηκώνομαι από το κρεββάτι.
    «Θα έρθεις;» με ρωτάει με το πρόσωπό του να φωτίζεται.
    «Πάμε» του λέω και δεν το μετανιώνω, περάσαμε πολύ όμορφο απόγευμα, μέχρι που τελικά μας μάζεψαν οι γονείς μας σχεδόν από τα τσουλούφια.

    1985
    Ιούνιος
    Επιτέλους έκλεισαν τα σχολεία και η αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες μέρες ζήλευα λίγο το Μάριο, εκείνος τέλειωσε στις 31 του Μάη ενώ τα δημοτικά έκλεισαν δέκα μέρες αργότερα. Δεν έχει σημασία πάντως, από τότε που μπήκε για τα καλά η άνοιξη, κάθε απόγευμα ξεχυνόμαστε στους δρόμους και καθόμαστε μέχρι να πέσει η νύχτα, ή να μας τραβήξουν από τα τσουλούφια οι γονείς μας, ότι γίνει πρώτο. Νιώθω περίεργα, ένα κράμα χαράς και λύπης και ευχάριστης αγωνίας. Μεγαλώνω, έχω κλείσει τα δώδεκα από τα τέλη του Απρίλη και του χρόνου πάω Γυμνάσιο! Για φαντάσου, γυμνάσιο! Το δημοτικό, ειδικά τα τρία πρώτα χρόνια με τις ποδιές, μου είχε φανεί ατελείωτο.

    Και όχι τίποτε άλλο αλλά είδα και έπαθα να αρχίσω να παίζω και πάλι μπάλα με τα αγόρια στο σχολείο, οι συμμαθητές μου δεν με άφηναν να παίξω μαζί τους. Τελικά ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο με τα αγόρια της πέμπτης, καθώς ένας από αυτούς, ο Γιάννης, πήγαινε στην ίδια τάξη αγγλικών με εμένα και το Μάριο και ο τελευταίος τον είχε διαβεβαιώσει ότι είμαι περίπου ο θηλυκός Πελέ. Δεν ήμουν βέβαια κάτι τέτοιο αλλά ήμουν πολύ γρήγορη και λυγερή, και κορίτσι ή όχι, δεν το είχα σε τίποτα να βαρέσω στο δοξαπατρί. Στην αρχή με είχαν πάρει στην πλάκα, αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσαν ότι δεν αστειεύομαι, από ντρίμπλες και σουτ, όσο και από αγκωνιές και κλωτσίδια όταν χρειαζόταν, άλλο τίποτα.

    Πρώτο παιχνίδι και κάνω ντρίμπλα στο Μάρκο αφήνοντάς τον χαζό, αλλά στην επόμενη φάση που πάω να του κάνω το ίδιο κόλπο, με σηκώνει στον αέρα. Παγώνουν όλοι καθώς πιστεύουν ότι θα βάλω τα κλάματα και θα έρθουν έξω οι δάσκαλοι και θα μας τιμωρήσουν, αλλά εγώ σηκώνομαι, τινάζω το παντελόνι μου και συνεχίζω σα να μη συμβαίνει τίποτα. Στην επόμενη φάση του του το ανταποδίδω στα ίσια και ο Μάρκος βρίσκεται στο έδαφος χωρίς να έχει καταλάβει τι τον βρήκε. Πάω από πάνω του και του δίνω το χέρι μου για να τον βοηθήσω να σηκωθεί, και είναι αστείο γιατί είμαι περίπου η μισή από αυτόν. Ο Μάρκος με κοιτάζει με απορία, σα να μην πιστεύει στα μάτια του, και ξαφνικά βάζει τα γέλια, μου δίνει το χέρι του και σηκώνεται.

    Από εκείνη την ημέρα και μέχρι που τέλειωσαν και την έκτη, έπαιζα μαζί τους, παρά το γεγονός ότι κάμποσες φορές οι συμμαθητές μου μού είχαν ζητήσει να παίξω μαζί τους. Πριτς! Είχα κάνει τα φιλαράκια μου, αλλά πέρσι το Σεπτέμβρη με τα μούτρα στο πάτωμα τους ζήτησα να παίξω κι εγώ και όχι απλά δεν μου το κράτησαν μανιάτικο, πρώτη φορά είδα να τσακώνονται για το ποια ομάδα θα με πρωτοπάρει, αν και αργότερα έμαθα ότι αυτό περισσότερο είχε γίνει γιατί άρεσα σε πολλά από τ' αγόρια παρά για την τέχνη μου στη μπάλα, που πάντως δεν ήταν αμελητέα!

    Οι γονείς μου δε με διάβασαν ποτέ, και, έχοντας δίπλα το Μάριο, στον οποίο φορτώθηκα με το έτσι θέλω από τότε που ξεκίνησε την πρώτη δημοτικού, δε χρειάστηκε. Εκείνος ήξερε να διαβάζει και να γράφει από πριν πάει σχολείο, τον είχε μάθει η μητέρα του και αποφάσισα ότι θέλω να μάθω κι εγώ και έγινα της προσκολλήσεως, αλλά το Μάριο δεν τον πείραξε καθόλου, ίσα-ίσα του άρεσε που είχε παρέα όταν διάβαζε, και κάπως έτσι -και με τη βοήθεια της κυρίας Χριστίνας- έμαθα κι εγώ να γράφω και να διαβάζω ενώ πήγαινα ακόμα στον παιδικό σταθμό.

    Κοντά του έμαθα να αγαπάω το διάβασμα και είχε πολύ πλούσια βιβλιοθήκη. Οι γονείς μου δεν πίστευαν στα μάτια τους, το αλητάκι τους, πού ήταν μια ζωή με ματωμένα γόνατα και αγκώνες, να κάθεται ήσυχη στο δωμάτιο της και να διαβάζει μαζί με το Μάριο, που συχνά περνούσε τα απογεύματά του μαζί μας, και κάπως έτσι καταλήξαμε σχεδόν υιοθετημένοι, ο Μάριος από τους δικούς μου γονείς και εγώ από τους δικούς του, οι οποίοι με λάτρευαν για ακριβώς τον αντίθετο λόγο απ' ότι οι δικοί μου τον Μάριο, ήμουν εκείνη που μετά το διάβασμα -πάντα μετά το διάβασμα- τράβαγα το καμάρι τους έξω στη γειτονιά να παίξει μαζί με τα άλλα παιδιά.

    Είναι μεσημεράκι όταν γυρίζω από την τελευταία μου μέρα στο δημοτικό αλλά η γειτονιά είναι γεμάτη από αυτούς που πήγαιναν γυμνάσιο. Στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται ο Μάριος και με περιμένει.

    «Γεια!» του κάνω και κάθομαι δίπλα του, δεν πάω καν μέσα να χαιρετήσω τη μαμά μου.
    «Γεια σου Μπίλι! Πώς ήταν η τελευταία μέρα στο δημοτικό;»
    «Όπως και η προτελευταία!» του λέω και του βγάζω τη γλώσσα.
    «Χα χα χα, γελάσαμε!» μου κάνει ειρωνικά αλλά χαμογελάει.
    «Από το Σεπτέμβρη θα είμαστε μαζί στο σχολείο!»
    «Ναι ρε! Θα γνωρίσεις και την παρέα!»
    «Θα με θέλουν;» τον ρωτάω επιφυλακτικά.
    «Γιατί, θα τους ρωτήσουμε;»

    Σεπτέμβριος
    Πρώτη μέρα σχολείο σήμερα, ξεκινάω Γυμνάσιο. Πίνω το γάλα μου και όπως έχουμε συμφωνήσει από χθες, περιμένω τον Μάριο να περάσει να με πάρει να πάμε μαζί.

    «Πιες το γάλα σου, θ’ αργήσεις» μου λέει η μητέρα μου.
    «Τώρα τελειώνω, μια γουλιά έμεινε!»
    «Δε μπορείς να βάλεις ένα φουστανάκι πρώτη μέρα, αγιασμός είναι!»
    «Γιατί, θα παρεξηγηθεί το άγιο Πνεύμα άμα πάω με παντελόνι;»
    «Μη μου κάνεις εμένα πνεύμα νεαρή!» με μαλώνει.
    «Έλα μωρέ μαμά τώρα!»
    «Θεέ μου, κόρη έχω εγώ ή βάσανο;»
    «Να μ’ έκανες γιο!» της απαντάω με αυθάδεια.
    «Δεν το ήθελε ο Θεός» μου είπε η μαμά αναστενάζοντας, κάνοντάς με να στεναχωρηθώ. Ήμουν γύρω στα πέντε όταν άρχισαν να με προετοιμάζουν για αδερφάκι αλλά αυτό δεν ήρθε ποτέ και ήταν η πρώτη φορά που είδα τη μητέρα να κλαίει.
    «Έκανε τη μαμά μου να κλαίει, σιγά που θα βάλω και φουστάνι! Άντε μην πάω με φόρμα!» της λέω και βάζει τα γέλια. Σηκώνομαι, την αγκαλιάζω, και της δίνω ένα φιλάκι, κάνοντάς τη να τα χάσει, δεν έχω συνηθίσει τους γονείς μου σε τέτοιες τρυφερότητες. «Σ’ αγαπάω μανούλα!» της κάνω και αναστενάζω. «Πάω να φορέσω φουστάνι!»
    «Να κάτσεις στ’ αυγά σου!» μου λέει. «Μπορεί να είσαι βάσανο αλλά είσαι το πιο γλυκό βάσανο του κόσμου!» συνεχίζει τρυφερά.

    Εκείνη την ώρα χτυπάει το κουδούνι. Πίνω βιαστικά την τελευταία γουλιά από το γάλα μου, φιλάω τη μητέρα μου και βγαίνω έξω.

    «Και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!» μου λέει ο Μάριος αντί για καλημέρα.
    «Άντε, πάμε να μας αγιάσουν!»

    Στο σχολείο βλέπω και τον Αλέκο, τον ξάδερφό μου, είναι στην ίδια τάξη και στο ίδιο τμήμα με τον Μάριο. Μετά το κατάβρεγμα με τον αγιασμό μας βάζουν σε γραμμές για να μας πουν σε ποια τμήματα θα είμαστε και μαθαίνω ότι θα είμαι στο Α3. Στη σειρά βλέπω και γνωστές μου φάτσες από το δημοτικό αλλά και άγνωστες, πολλά πρωτάκια έχουν έρθει από το 1ο Δημοτικό, όπως και ο Αλέκος, και από αυτούς δε γνωρίζω κανέναν. Ο Μάριος μου κάνει τις συστάσεις με τους φίλους του, το Νίκο και τον Βαγγέλη. Δεν νομίζω ότι χάρηκαν ιδιαίτερα που θα έχουν ένα κορίτσι στα πόδια τους, αλλά έχω αποκτήσει ανοσία, σάμπως και είναι η πρώτη φορά που βλέπω ξινισμένα αγορίστικα μούτρα;

    1987
    Από την αρχή της χρονιάς είχα και φίλη, την Κατερίνα, η οποία σε αντίθεση με εμάς που οι περισσότεροι γνωριζόμασταν από την πρώτη δημοτικού, πριν έμενε στου Ζωγράφου και μετακόμισαν Περιστέρι λίγο πριν ξεκινήσει την δευτέρα γυμνασίου. Η Κατερίνα έμενε δυο στενά παρακάτω από εμάς και έτσι στο σχολείο πηγαίναμε και γυρίζαμε μαζί και οι τρεις, εκτός και αν συνέβαινε κανένα απρόοπτο, πχ κενό την τελευταία ώρα. Ο Μάριος, όπως και ο Αλέκος, πηγαίνουν στην πρώτη λυκείου ενώ εγώ με την Κατερίνα είμαστε ακόμα στην τρίτη Γυμνασίου.

    Στο σχολείο που πηγαίναμε, γυμνάσιο και λύκειο μοιράζονταν το ίδιο προαύλιο, και ο Μάριος μας είχε επιβάλει στην παρέα του με το που μπήκα κι εγώ στο γυμνάσιο, εμένα δηλαδή, και μαζί με μένα ήρθε αργότερα και η Κατερίνα, οπότε κάναμε παρέα και στα διαλείμματα. Επίσης με τον Μάριο πηγαίναμε αγγλικά και γαλλικά μαζί, όταν τα είχε αρχίσει αυτός στην 5η δημοτικού, ζήτησα να ξεκινήσω κι εγώ. Δεν είχε ενοχληθεί, ίσα-ίσα, του άρεσε που ήμασταν στην ίδιες τάξεις και διαβάζαμε και μαζί, και όταν λέω διαβάζαμε, διαβάζαμε, ο Μάριος ήταν άριστος μαθητής και δεν αστειευόταν.

    Είναι τέλη Νοεμβρίου και έχει βγει εδώ και μερικές μέρες στους κινηματογράφους το Dirty Dancing, μια από αυτές τις ρομαντικές σαχλαμάρες που αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι, αλλά η Κατερίνα με έχει ζαλίσει να πάμε να το δούμε. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τον ανένδοτο εκείνη. Και έχω από πάνω και το Μάριο να με δουλεύει ψιλό γαζί.

    «Έλα μωρέ, μην γίνεσαι τέτοια» λέει η Κατερίνα.
    «Έλα μωρέ, μη γίνεσαι τέτοια» με πειράζει με τη σειρά του ο Μάριος.
    «Δε μας χέζεις; Δεν είσαι εσύ που θα χάσεις δυο ώρες από τη ζωή σου!»
    «Άσε μας μωρέ» λέει η Κατερίνα. «Τι άλλο καλύτερο έχεις να κάνεις το Σάββατο το απόγευμα;»
    «Οτιδήποτε άλλο είναι καλύτερο!» λέω πεισμωμένη. «Και έπειτα, σιγά μη με αφήσουν Ηλίας και Άννα να πάω μόνη μου σινεμά.»
    «Γιατί, τους ρώτησες;» μου λέει η Κατερίνα.
    «Όχι, αλλά ξέρω τι θα απαντήσουν!»
    «Και τι έχεις να χάσεις τότε; Ρώτα τους!»
    «Καλά…» λέω για να την ξεφορτωθώ. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να μου δώσουν άδεια, οπότε θα έχω και δικαιολογία.

    Είναι Πέμπτη βράδυ και είμαστε στο σπίτι με τον Μάριο και διαβάζουμε τα μαθήματά μας. Οι γονείς του σήμερα κάπου έχουν να πάνε, οπότε μετά το διάβασμα θα κάτσει να φάει μαζί μας για βράδυ, όχι και κάτι ασυνήθιστο εδώ που τα λέμε, δεν είναι λίγες οι φορές που τρώμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Γύρω στις 20:30 έρχεται στο δωμάτιο η μητέρα μου.

    «Τελειώνετε να στρώσω;»
    «Ναι, εγώ τελειώνω τώρα κυρία Άννα. Μπίλι;»
    «Ναι, κι εγώ τελειώνω, στρώσε μαμά» της λέω και λίγη ώρα αργότερα καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε.
    «Α, μπαμπά, μαμά, η Κατερίνα έχει φαγωθεί να πάμε να σινεμά το Σάββατο, θέλει να δει το Dirty Dancing»
    «Τι είναι αυτό;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
    «Μια από αυτές τις ρομαντικές σαχλαμάρες!»
    «Και θέλεις να το δεις;» με ρωτάει δύσπιστη η μητέρα μου.
    «Εγώ όχι, εκείνη θέλει»
    «Αν σας συνοδεύσει ο Μάριος ή ο Αλέκος να πάτε» μας λέει ο πατέρας μου. Να σου γαμήσω! Κοιτάζω το Μάριο πανικόβλητη και του κάνω νόημα να πει όχι.
    «Πολύ ευχαρίστως κύριε Ηλία» του λέει και με κοιτάζει προκλητικά, ΤΟ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ!!!!

    Οπότε κάπως έτσι βρισκόμαστε οι τρεις μας στη Ριβιέρα. Κάθομαι στη μέση, με τον Μάριο στο αριστερά μου και την Κατερίνα στα δεξιά μου. Δεν είμαστε οι μόνοι από το σχολείο, μέσα βλέπουμε κάμποσους συμμαθητές και συμμαθήτριες. Δε νιώθω ιδιαίτερα βολικά, κρύβομαι σχεδόν στο κάθισμα, δε θέλω να με δουν.

    «Τι κρύβεσαι ρε μαλάκα;» μου λέει ο Μάριος.
    «Χέσε με ρε Μάριε, θα μου κρεμάσουν κουδούνια!»
    «Θα σου κλάσουν. Ξεκόλλα επιτέλους!»

    Δεν το παραδεχόμουν για καιρό αλλά τελικά η ταινία μου άρεσε, μου άρεσε πολύ. Μα πάνω απ’ όλα δεν παραδεχόμουν ότι η σκέψη του Μάριου στη θέση του Swayze κι εμένα στη θέση της Grey έκανε την καρδιά μου να πεταρίζει.

    1988
    Είναι Ιούνιος, σήμερα επιτέλους θα ανεβάσουμε το θεατρικό για το οποίο κάναμε πρόβες από το Γενάρη και μετά, είναι το «νησί της Αφροδίτης» του Αλέξη Πάρνη. Την προηγούμενη χρονιά η τρίτη γυμνασίου είχε ανεβάσει θεατρικό στο τέλος της χρονιάς, την Αντιγόνη του Σοφοκλή, και ο Μάριος είχε το ρόλο του Αίμωνος. Φέτος οι καθηγητές μάς πρότειναν να το επαναλάβουμε, και κατόπιν παραίνεσης του Μάριου, συμμετείχα στο δοκιμαστικό το οποίο δεν ήταν κάτι φοβερό, μας έδωσαν ένα βιβλίο και μας έβαλαν να απαγγείλουμε ποιήματα. Δεν ξέραμε καν ποιο έργο θα ανεβάζαμε, το μάθαμε μετά, όταν μας μοίρασαν τους ρόλους. Εμένα μου έδωσαν το ρόλο της Κέιτ Πάτερσον και ήταν και η μόνο περίοδος στη ζωή μου που άφησα να μακρύνει το μαλλί μου και φορούσα και φούστα. Δηλαδή δεν τη φορούσα ακριβώς, πήγαινα με παντελόνι και άλλαζα όταν είχαμε πρόβες, και δεν λέω, η τέχνη απαιτεί θυσίες, αλλά μη το παραχέσουμε κιόλας!

    Αν ήξερα την υπόθεση μπορεί να μην είχα συμμετάσχει, όταν μας έδωσαν το κείμενο, για να το διαβάσουμε και να αρχίσουμε να το μαθαίνουμε, μου έπεσαν τα μούτρα, αν εξαιρέσεις τον Ρίτσαρντ Κιτς, τον Νταίηβυ, τη Βίκυ, τον Αναστάση και τη Λαμπρινή, όλους τους άλλους τους αντιπαθούσα, με πρώτη και καλύτερη αυτή την οποία υποδυόμουν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο τέλος της παράστασης θα έπρεπε και να τραγουδήσω το «Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ», ο σκηνοθέτης -και ήταν επαγγελματίας, θείος ενός συμμαθητή- μας έβαλε να το τραγουδήσουμε όλοι και επέλεξε εμένα, γιατί λέει ότι εκτός από το ότι έχω πολύ όμορφη φωνή με πλούσιο βιμπράτο, βγάζω πραγματικό συναίσθημα τραγουδώντας. Εντωμεταξύ εγώ δεν ήξερα καν τι είναι το βιμπράτο.

    Τελευταία σκηνή του έργου, η Μάρθα που υποδύεται τη Λαμπρινή έχει γονατίσει κάνοντας ότι ανάβει το τζάκι.

    «Γιέ μου… Παλληκάρι μου… Θαρρώ πώς πήρα σωστή απόφαση. Έτσι δεν είναι; Αχ! Όλη μου τη ζωή κάθε μέρα, κάθε νύχτα, θα μέ βασανίζει τούτο το ρώτημα… Και πάντα θ' αποκραίνουμε… Έκανα σωστά… Έκανα αυτό πού πρέπει… Όμως εσύ, γιόκα μου, ξέρεις… Πολύ υποφέρουν σε τούτο τον κόσμο οι άνθρωποι που ξέρουν να κάνουν αυτό που πρέπει. Πολύ βασανίζονται γιόκα μου… Πολύ!»

    Όλοι όσοι συμμετείχαμε βγαίνουμε μπροστά στη σκηνή. Έχω αλλάξει, φοράω ένα μαύρο φόρεμα με μαντίλα, όπως η Μάρθα που κάνει τη Λαμπρινή. Το έχω τραγουδήσει άπειρες φορές σε όλο το διάστημα που κάναμε πρόβες αλλά τώρα… Βγαίνω μπροστά και τα πόδια μου τρέμουν. Από κάτω εκτός από τους συμμαθητές μας είναι και οι γονείς μας. Κοιτάζω το Μάριο για να πάρω θάρρος κι εκείνος μου χαμογελάει. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω.

    Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ
    να σ' απολησμονήσω,
    να μην εβρώ νερό να πιώ,
    μη ρούχο να φορήσω.

    Αν βουληθώ να σ' αρνηθώ
    να σ' απολησμονήσω,
    να μη μπορώ φιλί να βρω,
    μη δάκρυ να δακρύσω.


    Τελειώνω και από κάτω σηκώνονται όρθιοι και μας χειροκροτούν. Πιανόμαστε όλοι από τα χέρια και κάνουμε βαθιά υπόκλιση. Δε με νοιάζουν τα χειροκροτήματα, άξιζε τον κόπο μόνο και μόνο για τα δακρυσμένα μάτια της μητέρας μου στο τέλος του τραγουδιού. Μα δεν ήταν η μόνη που είχε δακρύσει, προσπάθησε να το κρύψει αλλά τον είδα καλά, είχε δακρύσει και ο Μάριος.

    1989
    Είμαι ερωτευμένη με το Μάριο. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ψήλωσε κι άλλο, πέρασε το 1,80, και εδώ και δυο χρόνια έχει αρχίσει και ξυρίζεται. Τα χαρακτηριστικά του γίνονται σιγά-σιγά ανδρικά και είναι όμορφος, κούκλος, και δεν είμαι η μόνη που τον έχω καψουρευτεί. Κόντευα να κλείσω τα 16 μου και δεν το είχα συνειδητοποιήσει, μέχρι που μια μέρα μου ξεφούρνισε ότι τα έφτιαξε με τη Βίκυ και μου ήρθε ντουβρουτζάς.

    Η Κατερίνα ήταν η μόνη που ήξερε το δικό μου νταλκά. Σε αντίθεση με πολλές από τις συμμαθήτριές μας που ήταν σφόδρα ερωτευμένες με το Μάριο, εκείνη είχε νταλκά με τον Αλέκο, τον πρώτο μου ξάδερφο, που ήταν μία τάξη μεγαλύτερος και στο ίδιο τμήμα με το Μάριο, και έτσι η μία βρίσκαμε παρηγοριά στην άλλη, καθώς ο Μάριος πίστευα πως δε με έβλεπε έτσι, και ο Αλέκος ήταν γενικά στην κοσμάρα του.

    Εξακολουθώ να κόβω κοντά τα μαλλιά μου και να φοράω μόνο unisex ρούχα, αλλά έχω εδώ και χρόνια συμφιλιωθεί με το σώμα μου. Τα στήθη μου μεγάλωσαν και άλλο, έφτασαν το τελικό τους μέγεθος και το ίδιο έγινε και με το ύψος μου, είμαι πια 1,67. Η περίοδός μου είχε σταθεροποιηθεί από τα δώδεκα και η μητέρα μου είχε δίκιο, σε σχέση με κάμποσες από τις συμμαθήτριές μου που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους από τους πόνους, εγώ είχα λίγα πονάκια τις πρώτες δυο μέρες, πρήξιμο και ευαισθησία στα στήθη και αυτό ήταν όλο κι όλο.

    Οι γονείς μου, αν και όχι ακριβώς «φιλελεύθεροι» ποτέ δεν είχαν πρόβλημα με το πόσο παρέα κάναμε εγώ και ο Μάριος, άλλωστε τον αγαπούσαν σαν το γιο που δεν κατάφεραν να κάνουν, για να μην αναφέρουμε ότι έβλεπαν τη θετική του επιρροή πάνω μου, από εκείνον έμαθα να αγαπάω το διάβασμα και οι δικοί μου, αν και απόφοιτοι του εξατάξιου, εκτιμούσαν πολύ τη γνώση. Και οι δικοί του με αγαπούσαν και όλα αυτά τα χρόνια περνούσαμε πολλά απογεύματα ο ένας στο σπίτι του άλλου, διαβάζοντας ο καθένας τα μαθήματά του, και, όπως είπα και πριν, ο Μάριος δεν αστειευόταν σ’ αυτό το θέμα, και κάπως έτσι έγινα κι εγώ αριστούχα μαθήτρια, και μέχρι τη Δευτέρα γυμνασίου είχα τους καλύτερους βαθμούς σε όλο το γυμνάσιο, μόνο στην 3η Γυμνασίου απώλεσα την πρωτιά από ένα πρωτάκι, τη Μαρτίνου.

    Μάρτιος
    Είναι Σάββατο και είμαι καλεσμένη στο πάρτι που κάνει η Κλαίρη, συμμαθήτρια του Μάριου, που εδώ και μερικούς μήνες έχει γίνει και εκείνη μέλος της παρέας. Πρώτη φορά πηγαίνω σε πάρτι, υποκύπτοντας στην τριπλή πίεση Μάριου, Κλαίρης και Κατερίνας.

    «Στις δύο η ώρα να είσαι πίσω» μου λέει ο πατέρας μου.
    «Θα είναι κύριε Ηλία, θα τη γυρίσω εγώ ο ίδιος» τον διαβεβαιώνει ο Μάριος.

    Βγαίνουμε και πάμε να πάρουμε την Κατερίνα από το σπίτι της.

    «Πώς και με φόρεμα; Δεν ήξερα καν ότι έχεις!» με ρωτάει.
    «Έχω αυτό και άλλο ένα, για βαφτίσεις και γάμους και τέτοιες μαλακίες»
    «Καινούργιο είναι;»
    «Ναι, η Κατερίνα το διάλεξε. Είχε πάει η μαλάκω να ψωνίσει, το είδε, αποφάσισε ότι θα μου ταίριαζε και έκανε κόμμα με τη μάνα μου, μού τα σκότισαν όλη την εβδομάδα, και για να τις ξεφορτωθώ πήγαμε χθες και το πήραμε. Δεν είχα σκοπό να το φορέσω»
    «Το φόρεσες όμως!»
    «Τι να κάνω ρε μαλάκα, τη λυπήθηκα τη μητέρα μου που το έβαλε και το έπλυνε και σήμερα κάθισε να μου το σιδερώσει. Δε γαμιέται, μια φορά στο τόσο θα το φοράω, ειδικά αν είναι να γλιτώσω και τη γκρίνια»
    «Σου πάει πολύ πάντως. Και οι γόβες σου πάνε!»
    «Καλά μαλάκα, περπάτα εσύ με δαύτες και έλα πες μου!»
    «Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος!»
    «Ρε δε με χέζετε και οι τρεις σας;» του κάνω και βάζει τα γέλια.
    «Μαδάς λαγέ;» με ρωτάει υπενθυμίζοντάς μου το ανέκδοτο και βάζω κι εγώ τα γέλια.

    Η Κλαίρη έχει μεγάλο σπίτι και έχει καλέσει αρκετό κόσμο. Εκεί είναι και ο Αλέκος, και η Κατερίνα που είναι καψουρεμένη μαζί του τον ακολουθεί σα σκυλάκι. Της εύχομαι πολλή και καλή της τύχη, τον αγαπάω τον ξάδερφό μου αλλά είναι στην κοσμάρα του, εκτός και αν του ζητήσει η ίδια να τα φτιάξουνε ή να μου πει να του μιλήσω, δεν υπάρχει περίπτωση να το πάρει ο ίδιος χαμπάρι. Και εδώ που τα λέμε και να τα φτιάξουνε, πόσο νομίζει ότι θα τον αντέξει; Τέλος πάντων, αυτό είναι δικό της πρόβλημα, εγώ κι έχω τα δικά μου, και ένα από αυτά, σήμερα έχει όνομα, λέγεται Κώστας, ο οποίος λίγη ώρα πριν με ξεμονάχιασε και μου ζήτησε να τα φτιάξουμε.

    Από πού και ως πού δηλαδή; Δεν τα καταλαβαίνω τα αγόρια, πραγματικά όμως, μια στη χάση και στη φέξη μιλάμε, πότε πρόλαβε να με καψουρευτεί; Και άντε, πάει στο διάολο, πες ότι με καψουρεύτηκε από μακριά, πού πας ρε μπούρδα Καραβάγγο, το φελέκι μου; Δηλαδή τι ακριβώς περίμενε, να πω Ρωμαίο, αχ Ρωμαίο και να πέσω στην αγκαλιά του; Εγώ; Και να ήταν και ο μόνος; Από πέρσι που έγινε η αρχή με το Μάκη, σχεδόν μια φορά το μήνα γίνεται το ίδιο πράγμα, εδώ μου ζήτησε να τα φτιάξουμε ο Λάμπρος που μένει στη γειτονιά μου και με ξέρει από μωρό.

    Τέλος πάντων, βλέπω τον Κώστα που έχει γίνει συννεφιασμένη Κυριακή και με πιάνουν τύψεις, έχοντας κάνει αγώνα από μικρή για την αποδοχή των αγοριών, αυτό το πράγμα με κάνει και αισθάνομαι εξαιρετικά άσχημα και μου χαλάει τη διάθεση, δεν είναι ωραίο να σου δείχνει ο άλλος πως δε σε θέλει, αλλά τι να κάνω; Με το ζόρι χαλβάς δε γίνεται, που λέει και ο πατέρας μου. Αν και κάνει ακόμα κρύο πάω στο μπαλκόνι να με χτυπήσει λίγο αέρας. Έχω κάτσει στην άκρη, όταν βγαίνουν δύο αγόρια έξω να καπνίσουν, δε με παίρνουν χαμπάρι, και μιας και τους ξέρω μόνο φατσικά δεν τους μιλάω.

    «Μαλάκα, την είδες σήμερα τη Μαρκετάκη;» ρωτάει ο ένας από τους δύο και παγώνω, εκτός από την ξαδέρφη μου τη Βασιλική, δεν υπάρχει άλλη Μαρκετάκη στο σχολείο, και σίγουρα δε μιλάνε για τη μικρή.
    «Ναι ρε φίλε, τι θεόμουνο είναι αυτό; Χαλαρά από τις πιο ωραίες γκόμενες στο σχολείο»
    «Μαλάκα μη τη βλέπεις έτσι, τις προάλλες που παίζανε μπάλα στο κενό, σήκωσε τον Θεοδώρου στον αέρα!»
    «Χαχαχα, δολοφόνος;»
    «Τελείως, και όχι μόνο στη μπάλα, έχει μοιράσει χυλόπιτες στο μισό λύκειο»

    Υπερβολές, καμιά δεκαριά είχα ρίξει όλες και όλες!

    «Και που να ντυνόταν και σαν κορίτσι» λέει ο άλλος και μου γυρνάει το μάτι ανάποδα.
    «Δεν το ‘πιασα αυτό» τους λέω αναδυόμενη από τα σκοτάδια και παγώνουν και οι δυο. «Έχετε να μου πείτε κάτι για το πώς ντύνομαι;» τους ρωτάω και τους πλησιάζω αγριεμένη. Τους σώζει ο Μάριος.
    «Έλα ρε μαλάκα, εδώ είσαι και σε ψάχνω;» με ρωτάει βγαίνοντας στο μπαλκόνι και οι άλλοι βρίσκουν ευκαιρία και γίνονται μπουχοί!
    «Πού να μην ήμουν!» του λέω και του εξιστορώ τα καθέκαστα και ο γάιδαρος βάζει τα γέλια. «Καλός μαλάκας είσαι και του λόγου σου»
    «Εντάξει, αυτό που είπαν για το ντύσιμο ήταν μεγάλη μαλακία!»
    «Ενώ ας πούμε τα άλλα όχι;»
    «Ε μα ρε μαλάκα κι εσύ, δε σου έβρισαν τη μάνα, απλά τα είπαν λίγο χύμα, όντως είσαι από τα πιο όμορφα κορίτσια στο σχολείο… και δεν έγινες τώρα, πάντα ήσουν πολύ όμορφη!»
    «Τρομάρα μου…» του λέω και εκείνη τη στιγμή βγαίνει έξω και η Κατερίνα.
    «Σας τσάκωσα!»
    «Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα;»
    «Τι έπαθες μωρή εσύ;»
    «Ρε μαλάκες πριν από μισή ώρα μου τα έριξε ο Κώστας, ο Μελετίου»
    «Ωχ» κάνει η Κατερίνα ενώ ο Μάριος βάζει τα γέλια.
    “Another one bites the dust!”
    «Ρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλλος σου;» του λέω εκνευρισμένη και παίρνω την Κατερίνα να πάμε μέσα να της πω τον πόνο μου.

    Γύρω στις 23:30 μπαίνουν οι μπαλάντες. Δεν έχω καμία όρεξη να χορέψω αγκαλιαστό αλλά από την άλλη δε θέλω να νομίζουν ότι είμαι και καμιά ακατάδεκτη, οπότε δεν τους προλαβαίνω, με το που με αφήνει ο ένας με ζητάει ο επόμενος. Η Κατερίνα χορεύει με τον Αλέκο, μάλλον του ζήτησε η ίδια, οπότε δεν τους βλέπω να ξεκολλάνε μέχρι να αλλάξει και πάλι μουσική. Γύρω στα μεσάνυχτα προφασιζόμενη ότι θέλω να πιώ λίγο ποτό, αφήνω τους θαυμαστές και πάω και κάθομαι στον καναπέ και το πίνω αργά, πολύ αργά. Κάποια στιγμή ο Μάριος, που τον είχα χάσει από το μπαλκόνι και μετά, έρχεται και μου ζητάει να χορέψουμε.

    «Χορεύετε δεσποινίς;» με ρωτάει χαμογελαστός. Είναι πολύ όμορφος ο κερατάς, το παραδέχομαι.
    “Thought you ‘d never ask” του λέω και μου δίνει το χέρι του. Σηκώνομαι και με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του, κάτι που δεν τόλμησαν να κάνουν οι προηγούμενοι. Τον αγκαλιάζω σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. «Πού χάθηκες εσύ;»

    Unchain the colors before my eyes
    Yesterday's sorrows, tomorrow's white lies


    «Θα σου πω!»
    «Με το πάσο σου» του λέω και το εννοώ. «Δε βιαζόμαστε, για την ακρίβεια αν κάνεις ότι φεύγεις θα σου κόψω τον κώλο!» του λέω και βάζει τα γέλια.

    Scan the horizon, the clouds take my higher
    I shall return from out the fire


    «Δυστυχώς θα σας απογοητεύσουμε!»
    «Άντε, θα μου πεις;»
    «Λοιπόν… κρατήσου… τα έφτιαξα με τη Βίκυ!»
    “What?” τον ρωτάω έκπληκτη.
    «Γι’ αυτό δεν μπορώ να κάτσω να χορέψω μαζί σου, απλά ήθελα να στο πω!»

    Tears for remembrance and tears for joy
    Tears for somebody but this lonely boy


    «Άντε, με το καλό και κρατήστε μου και κανένα κανελί» του λέω προσπαθώντας να αστειευτώ αλλά η αλήθεια είναι ότι μου ήρθε ξανάστροφη.

    Out in the madness the all-seeing eye
    Flickers above us to light up the sky


    Μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι εμφανισιακά του άρεσαν κάμποσες, ποτέ δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να κάνει κάτι επ’ αυτού, ακόμα και με κορίτσια που και του άρεσαν και ήξερε ότι τους αρέσει, και δεν ήταν και λίγες. Με τον Μάριο ήμασταν περισσότερο αυτοκόλλητοι απ’ ότι με την Κατερίνα και αν και δεν τον είχα σκεφτεί ποτέ σαν κάτι παραπάνω από φίλο, δεν ήθελα να τον χάσω, και δε νομίζω ότι στη Βίκυ θα άρεσε να είναι ο Μάριος συνέχεια μαζί μου. Προσπαθώ να κρύψω την ταραχή μου και συνεχίζουμε το χορό, εκείνος μου λέει για τη Βίκυ αλλά στην πραγματικότητα δεν τον ακούω.

    «Λοιπόν, πάω να χορέψω με τη Βίκυ» μου λέει και μ’ αφήνει ενώ στο καπάκι έρχεται ο Νίκος και μου ζητάει να χορέψουμε.

    Τον αγκαλιάζω μηχανικά και ξεκινάμε να χορεύουμε ενώ ο Μάριος πάει προς τη Βίκυ που τον παίρνει αγκαλιά. Του χαμογελάει και το πρόσωπό της λάμπει. Εκεί συνειδητοποιώ με τρόμο πως η ταραχή που νιώθω εδώ και λίγη ώρα έχει όνομα, λέγεται ζήλια. Ο Μάριος σκύβει και φιλάει τη Βίκυ στο στόμα και η καρδιά μου βουλιάζει.

    Μάιος
    Είναι τέλη Μάη, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, και έχουμε μαζευτεί μετά το σχόλασμα στο σπίτι της Κλαίρης. Είμαστε μόνοι μας, κάποιοι από αυτούς καπνίζουν, εγώ ποτέ δε το χώνεψα αυτό το πράγμα. Ο Μάριος είναι άκεφος, εδώ και μία εβδομάδα τα έχει χαλάσει με τη Βίκυ και τον έχει πάρει από κάτω. Στεναχωριέμαι που τον βλέπω έτσι και ταυτόχρονα νιώθω και τύψεις γιατί χαίρομαι που είναι ελεύθερος, παρά το ότι δεν τρέφω αυταπάτες πως μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ μας. Κάποιος πετάει την ιδέα να παίξουμε Πυθία, ούτε εγώ, ούτε η Κατερίνα έχουμε παίξει ποτέ. Γιατί όχι;

    Μέχρι στιγμής, και λόγω της φήμης μου -και ίσως και ζήλιας εκ μέρους κάποιων εκ των κοριτσιών- δε με έχει επιλέξει κανείς, ενώ ο Μάριος έχει φιλήσει ήδη την Κλαίρη και την Μαρία, και είμαι εγώ που έχω πρασινίσει μέσα μου από τη ζήλια. Ο Νίκος, που είναι σειρά του να κλείσει τα μάτια της Πυθίας, γουστάρει το τζέρτζελο και είναι από αυτούς που δε χαμπαριάζουν, κλείνει τα μάτια του Βαγγέλη. «Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία;» ρωτάει, δείχνοντας πρώτα το Μάριο και μετά εμένα, και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. «Να της δώσει γαλλικό φιλί». Η καρδιά μου πάει να σπάσει και η Κατερίνα με το ζόρι κρατιέται και δεν πετάγεται να φωνάξει από τον ενθουσιασμό της. Ο Μάριος χαμογελάει, Θεέ μου είναι κούκλος!

    «Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο» μου λέει και χαμογελάω νευρικά. Δεν έχω φιλήσει ποτέ κανέναν. «Έλα ρε Μπίλι, μην κάνεις έτσι, δε θα σε φάω» συνεχίζει χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται μέσα μου. Με πλησιάζει και τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν.
    “Kiss! Kiss! Kiss! Kiss! Kiss!” φωνάζουν όλοι χτυπώντας τα πόδια τους στο πάτωμα.

    Κάνει να κάτσει στον καναπέ δίπλα μου και η Κατερίνα, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, δίνει ένα σάλτο και σηκώνεται όρθια. Κάθεται δίπλα μου και με κοιτάζει. Έχει υπέροχα πράσινα μάτια που σχεδόν με ζαλίζουν. Μου χαμογελάει καθησυχαστικά και με πλησιάζει αργά. Τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και τα χείλη του ακουμπάνε τα δικά μου. Νιώθω πως η καρδιά μου θα σπάσει, είναι όμορφα, είναι τόσο όμορφα! Η γλώσσα του χαϊδεύει τρυφερά τα χείλη μου και τα κάνει να ανοίξουν, συναντώντας τη δική μου στην άκρη του στόματός μου, και για λίγη ώρα παίζουν μεταξύ τους. Δε θέλω να φύγει, θέλω να μείνουμε για πάντα εκεί, αλλά ο Μάριος τραβιέται απαλά.

    «Είδες;» μου λέει χαμογελαστός. «Στο είπα ότι δε θα σε φάω»
    «Επειδή θα σου καθόμουν στο λαιμό!» του λέω, βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή μου.

    1990
    Είναι Ιούνης, ο Μάριος δίνει πανελλήνιες και τις τελευταίες μέρες έχουμε χαθεί. Όπως και οι δυο του γονείς, έτσι κι εκείνος, θέλει να γίνει Μηχανολόγος. Το ίδιο θέλω κι εγώ αλλά έχω μπροστά μου ένα ολόκληρο χρόνο, και η σχολή έχει υψηλές βάσεις. Για εκείνον δεν έχω καμία αμφιβολία, θα περάσει και θα περάσει και από τους πρώτους. Κι εγώ είμαι εξαιρετική μαθήτρια, αριστούχος κάθε χρονιά από την πρώτη Γυμνασίου, αλλά άλλο πράγμα το σχολείο και άλλο οι πανελλήνιες. Ποτέ δεν είχα κάνει φροντιστήριο αλλά από το Σεπτέμβρη θα το ξεκινούσα και αυτό.

    Και όχι τίποτε άλλο, αλλά από το Σεπτέμβρη θα χαθούμε ακόμα περισσότερο. Εκείνος θα έχει τη σχολή του -το έχω σίγουρο- κι εγώ θα έχω το φροντιστήριο και τα διαβάσματα. Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ ζόρικη γιατί δεν είχε μόνο τις πανελλήνιες, είχε όπως κι εγώ, και τις εξετάσεις για το proficiency και το supérieur-II. Lower και Certificat είχαμε πάρει και οι δύο με άριστα, εγώ τελειώνοντας το γυμνάσιο και εκείνος τελειώνοντας την πρώτη λυκείου, και την επόμενη είχαμε πάρει το supérieur-I και κάναμε και την πρώτη χρονιά για το proficiency.

    Είμαι σπίτι και ακούω μουσική στο ραδιόφωνο όταν ακούω το κουδούνι να χτυπάει. Πάω να ανοίξω, είναι Μάριος, έγραφε Μαθηματικά σήμερα. Του ανοίγω την πόρτα και μπαίνει μέσα με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω τι έγραψε, με παίρνει στην αγκαλιά του και με φέρνει τρεις σβούρες.

    «Έσκισα!!! Είμαι σίγουρος ότι έχω γράψει 160» μου λέει αφήνοντάς με κάτω.
    «Μπράβο ρε Μάριε» του λέω χαρούμενη. «Όχι ότι είχα αμφιβολία ότι θα σκίσεις, στο έλεγα δε στο έλεγα;»
    «Μου το έλεγες ρε Μπίλι αλλά ξέρεις πως είναι αυτά»
    «Δεν ξέρω αλλά φαντάζομαι ότι θα τα μάθω του χρόνου»
    «Κοίτα μαλάκα να μου κάνεις καμιά μαλακία και να μην περάσεις μηχανολόγους, θα σε αφαλοκόψω!»
    «Ρε συ, θα έχουμε καθηγητές τους δικούς σου!» του είπα γελώντας.
    «Νομίζεις ότι θα μας χαριστούν; Πίπα-κώλο θα μας πάνε»
    «Χαχαχα, είμαι σίγουρη»
    «Δε μου λες, λέμε το άλλο Σάββατο που θα έχουμε τελειώσει να πάμε ολοήμερη Αίγινα, ψήνεσαι;»
    «Μωρέ εγώ ψήνομαι, ο Ηλίας και η Άννα είναι που δεν ψήνονται!»
    «Ε μα ρε μαλάκα, 17 χρονών είσαι, ταμένη σε έχουν;»
    «Έλα ρε Μάριε λες και δεν τους ξέρεις. Και που με αφήνουν σε κανένα πάρτι να κάθομαι μέχρι τις 02:00 πάλι καλά να λέω»
    «Δε μου λες, δε φτιάχνεις κανένα φραπεδάκι;»
    «Δε θα πας να κάνεις τίποτα τελευταίες επαναλήψεις;»
    «Είσαι τρελή; Χθες τελείωσα με δαύτες, ό,τι διάβασα, διάβασα. Άσε να ξεκουραστώ και λίγο, με πήγε αίμα φέτος»
    «Άντε, πάμε» του λέω και πάμε στην κουζίνα να του φτιάξω φραπέ.
    «Δε μου λες, σε βρήκε ο Μάνος που σ’ έψαχνε;»
    «Μη μου το θυμίζεις. Ρε μαλάκα το ήξερες ότι ήθελε να μου τα ρίξει;»
    «Σοβαρά μιλάς;»
    «Μάριε, μη μου κάνεις τον αθώο!»
    «Ειλικρινά στο λέω ρε Μπίλι, δεν είχα ιδέα. Αλήθεια, που έχει φτάσει το κοντέρ;» με ρωτάει πειράζοντάς με.
    «Με αυτόν 23» του απαντάω.
    «Ρε μαλάκα μπας και σε έχουν ταμένη και μας το κρύβεις; Ο ένας σου ξινίζει, ο άλλος σου βρωμάει»
    «Και τι θες να κάνω ρε μαλάκα, με το ζόρι; Χέσε με τώρα!»

    Μόνο η Κατερίνα ήξερε το μυστικό μου, μόνο η Κατερίνα ήξερε την καψούρα μου που αισίως έκλεινε τον δεύτερο χρόνο. Ο Μάριος είχε κάνει διάφορες σχέσεις, σχέσεις που δεν κρατούσαν και πολύ εδώ που τα λέμε, κάνοντάς με ωστόσο κάθε φορά να τρώγομαι με τα ρούχα μου. Και δεν φτάνει που είχα τον πόνο μου, είχα και τους διάφορους θαυμαστές, που είχαν την τάση να παρεξηγούν την οικειότητα που είχα με τα αγόρια κάνοντάς τους να νομίζουν ότι τους γουστάρω.

    Μέχρι και η Κατερίνα είχε καταφέρει τον Αλέκο, έστω και για τους δύο μήνες που τον άντεξε, μόνο εγώ είχα μείνει από την παρέα να μην τα έχω φτιάξει με κανέναν, πέρα από το Δημήτρη στην πρώτη λυκείου. Και με δαύτον που το είχα κάνει, περισσότερο από εσωτερική αντίδραση ήταν, για το Μάριο που τα είχε φτιάξει τότε με την Αναστασία, παρά γιατί το ήθελα. Και δεν πήγε μακριά, δυο μέρες μετά και μην αντέχοντας με τον εαυτό μου, τον χώρισα. Και εκεί αρχίσαμε τα δράματα και δεν ήμουν για τέτοια, οπότε αποφάσισα ότι το να τα φτιάξω με κάποιον από αντίδραση για τη νέα σχέση του Μάριου, δεν είναι και η πλέον ενδεδειγμένο κίνηση, και κάπως έτσι ξεκίνησα και πάλι να μοιράζω χυλόπιτες, και είχα και κάμποσους θαυμαστές τρομάρα μου!

    «Καλά ντε, μη βαράς… μωρή, μπας και είσαι λεσβία και μας το κρύβεις;»
    «Ρε σάλτα και γαμήσου»
    «Μωρέ εγώ θα γαμηθώ κάποια μέρα, εσύ να δούμε τι θα κάνεις!»
    «Εγώ θα είμαι αυτή που σε γαμήσει αν το συνεχίσεις»
    «Χαχαχα, εντάξει, παραδίνομαι!»
    «Και στην τελική-τελική, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με. Εσύ τι σκατά τις κάνεις και δε σε αντέχουν, τις δέρνεις;»
    «Από το πρωί ως το βράδυ, τόση εμπειρία που απέκτησα να σε κάνω μαύρη δεν πήγε χαμένη!» μου απαντάει ειρωνικά.
    «Με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω και του ρίχνομαι.

    Είχαμε χρόνια να παλέψουμε, είχε κοπεί μαχαίρι από τη μέρα που προσπαθώντας να με κρατήσει ακίνητη μου έπιασε τα στήθη. Είχε ταραχτεί, άσπρισε σχεδόν, μου ζήτησε συγνώμη και αυτό ήταν. Δεν είχα καταλάβει τι τον είχε πιάσει, στο κάτω-κάτω δεν με είχε χουφτώσει επίτηδες, και είχα προσπαθήσει κάμποσες φορές να ξεκινήσω το παιχνίδι μας και πάλι, αλλά από τη στιγμή που βρισκόμουν με την πλάτη στο πάτωμα, απλά σηκωνόταν, με βοηθούσε να σηκωθώ κι εκεί τελείωνε. Σταμάτησα να προσπαθώ.

    Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι ξανά με την πλάτη στο πάτωμα και τον Μάριο από πάνω μου. Κοιταζόμαστε και για μερικές στιγμές βλέπω στα μάτια του λαχτάρα, αλλά δεν έχει συνέχεια. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ, κάνοντας την καρδιά μου να βουλιάξει και πάλι.

    Ο Μάριος τέλειωσε με τις εξετάσεις, μόνο για την έκθεση είχε αμφιβολίες, όχι ότι δεν ήταν καλός, απλά δεν ήταν σαν τα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Χημεία, που αν ήσουν καλός και ήξερες τι σου γινόταν, μπορούσες να υπολογίσεις τι έγραψες. Είχαν κανονίσει να πάνε με την παρέα ολοήμερη στην Αίγινα, θα φεύγανε χαράματα Κυριακή και θα γυρνούσαν το βράδυ. Ήθελα κι εγώ να πάω αλλά άντε πες το στους γέρους μου. Τελικά έβαλα το Μάριο να με βγάλει από τη δύσκολη θέση τη μέρα που μας έβγαλαν οι δικοί του έξω για να γιορτάσουμε ότι τέλειωσε τις πανελλήνιες.

    «Κυριακή θα πάμε Αίγινα με την παρέα, έλα κι εσύ ρε Μπίλι» πέταξε «και καλά» την ιδέα.
    «Μπαμπά; Μαμά; Να πάω; Θα είμαι με το Μάριο και θα έρθει και η Κατερίνα» τους ρώτησα κοιτώντας τους. Χαζοί δεν ήταν αλλά βρέθηκαν στριμωγμένοι.
    «Νεαρέ, σε καθιστώ υπεύθυνο!» του είπε τελικά ο πατέρας μου και χάρηκα τόσο πολύ που το βούλωσα και δεν γίναμε ροντέο με αυτό που είπε. Άκου υπεύθυνο, λες και ήμουν κανένα παιδάκι να πούμε.

    Περάσαμε πολύ ωραία στην Αίγινα αλλά δεν ήταν αυτό το σημαντικότερο. Είχαμε κάτσει σε μια καφετέρια και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο να πάρω ένα τηλέφωνο τους δικούς μου, που τους το είχα υποσχεθεί. Γυρνώντας ωστόσο, αποφάσισα να περάσω πρώτα από την τουαλέτα. Στην καφετέρια έχει μια αντρική και μια γυναικεία τουαλέτα και κοινό χώρο για πλύσιμο χεριών. Με το που κάθισα ωστόσο άκουσα τη φωνή του Μάριου.

    «Κατειλημμένη, περιμένουμε…» τον ακούω να λέει
    «Ρε μαλάκα, τόσα χρόνια παρέα κόντευα να ξεχάσω τι μούναρος είναι αυτή η Μπίλι. Μου έπεσε το σαγόνι όταν την είδα με μαγιό» ακούω το Νίκο να λέει.
    «Ναι, είναι πολύ όμορφη κοπέλα» απαντάει ο Μάριος ουδέτερα.
    «Μόνο όμορφη ρε μαλάκα; Όταν την είδα μόνο με το μαγιό έπαθα ντιριντάχτα! Και καλά το κωλαράκι της, αυτό φαινόταν και από τις φόρμες και τα σορτσάκια της, αλλά τόσα χρόνια μόνο να φανταστώ μπορούσα τις απίθανες βυζάρες της!!!» του απαντάει ο Νίκος, και το αίμα μού ανεβαίνει στο κεφάλι, με πολύ κόπο συγκρατώ τον εαυτό μου και δεν βγαίνω έξω να γίνουμε από δυο χωριά.
    «Νίκο, κόφ’ το» του λέει ο Μάριος εμφανώς εκνευρισμένος.
    «Γιατί ρε φίλε; Την αλήθεια λέω, η Μπίλι είναι χαλαρά από τις πιο ωραίες γκόμενες στο σχολείο»
    «Κόφ’ το λέμε, δε μ’ αρέσει να ακούω να μιλάνε έτσι για τη Μπίλι»
    «Ε;» τον ρωτάει απορημένος ο Νίκος.
    «Τι ε μωρέ μαλάκα; Δε γουστάρω ν' ακούω να μιλάνε για τη Μπίλι σα νά' ναι κομμάτι κρέας» τον ακούω να λέει ακόμα πιο εκνευρισμένος.
    «Ώπα-ώπα…» λέει ο Νίκος προσπαθώντας να ρίξει τους τόνους. «Συγνώμη ρε μαλάκα… εντάξει, καταλαβαίνω…»
    «Τι καταλαβαίνεις ρε μαλάκα; Την ξέρω από τα έξι μου, μεγαλώσαμε μαζί, τι περιμένεις να ακούσεις; Θα σου άρεσε να μιλάω έτσι για την αδερφή σου;»
    «Χέσε μας ρε μαλάκα, σε ποιον τα πουλάς αυτά; Αδερφή σου ήταν όταν τη φίλησες στην Πυθία και μετά ήσουν όλο χαμόγελα και χαρές, ξεχνώντας σε μια στιγμή τη Βίκυ; Για πόσο μαλάκες μας έχεις;» ξεσπάει με τη σειρά του ο Νίκος, αλλά εκείνη την ώρα ακούγεται καζανάκι, οπότε ο διάλογος μένει στη μέση.

    Δεν τολμάω να κουνηθώ από τη θέση μου μέχρι να βεβαιωθώ ότι Μάριος και Νίκος έχουν φύγει. Βγαίνω από την πλαϊνή πόρτα και κάνω γύρο, ώστε όταν επιστρέψω στο τραπέζι, να φαίνεται ότι επέστρεψα από το περίπτερο.

    «Πού ήσουν εσύ μια ώρα;» με ρωτάει η Κατερίνα. «Ανάκριση τρίτου βαθμού σου έκαναν οι δικοί σου;»
    «Κάτι τέτοιο» της λέω ενώ ο Μάριος έχει κάτσει αμίλητος σε μια γωνία. «Τι έπαθε τούτος;» ρωτάω κάνοντας την ανήξερη.
    «Τα ρούχα του» απαντάει ο Νίκος, και αν τα μάτια μπορούσαν να σκοτώσουν, θα ήταν μακαρίτης.

    Έχουν περάσει δυο μέρες από τότε και στο μυαλό μου ο διάλογος Νίκου και Μάριου παίζει σε ατέρμονο βρόχο. Δεν ήμουν η μόνη που είχα παρατηρήσει ότι του πέρασε γρήγορα ο νταλκάς του για τη Βίκυ αλλά δεν είχα κάνει τη σύνδεση με το παιχνίδι της Πυθίας που είχαμε κάνει εκείνο το μεσημέρι. Δεν έχω πει τίποτα σε κανέναν γι’ αυτά που άκουσα, ούτε καν στην Κατερίνα. Το πρωί πάνω στο σπίτι του για καφέ αποφασισμένη να μάθω. Μου ανοίγει την πόρτα, πρέπει να κοιμόταν. Φοράει μόνο ένα σορτσάκι, είναι γυμνός από πάνω.

    «Βρε καλώς την»
    «Ακόμα κοιμάσαι;»
    «Γιατί, έχω να μοιράσω το γάλα και δεν το ξέρω;»
    «Ποιο γάλα ρε μαλάκα, 11:00 έχει πάει»
    «Προχθές τέλειωσα τις πανελλήνιες, γάμα με»
    «Ε, βγάλε με για ένα καφέ πρώτα!»
    «Τι μαλάκας είσαι» μου λέει και βάζει τα γέλια. «Πάω να φτιάξω, θες;»
    «Ναι, φτιάξε τον καφέ, σε γαμάω αργότερα»
    «Σιγά ρε Ροκαβλόν, κατούρα και λίγο»
    «Οι δικοί σου που είναι;»
    «Στις νήσους Μπόρα-Μπόρα. Πού θες να είναι πρωινιάτικα ρε μαλάκα, στη δουλειά είναι»

    Φτιάχνει τους καφέδες και καθόμαστε στο σαλόνι να τους πιούμε. Ανακατεύω συνέχεια τον καφέ με το καλαμάκι και κοιτάζω αμήχανη το ποτήρι προσπαθώντας να βρω το κουράγιο να του μιλήσω.

    «Ρε μαλάκα άσε τον καφέ να πούμε και καμιά κουβέντα, με ξύπνησες που με ξύπνησες. Τι στο διάολο τον ανακατεύεις τόση ώρα;»
    «Σας άκουσα προχθές στην τουαλέτα που μιλούσατε με το Νίκο» του πέταξα με μια ανάσα.
    «Ε;»
    «Όταν γύρισα από το περίπτερο πήγα τουαλέτα γιατί κατουριόμουν. Ε, δεν είχα καθίσει καλά-καλά όταν μπήκατε μέσα»
    «Και γιατί δεν είπες τίποτα ρε μαλάκα;»
    «Τι να πω ρε Μάριε; Να βγω με τα βρακιά κάτω να σπάσω το κεφάλι του Νίκου;»
    «Αν έβγαινες με τα βρακιά κάτω, πολύ που θα τον χαλούσε ό,τι και αν του έκανες» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    «Σ’ ευχαριστώ που του το έκοψες»
    «Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς» μουρμούρισε.
    «Κάνεις λάθος! Αν… αν είχες μιλήσει κι εσύ έτσι για μένα, θα με σκότωνες»
    «Εντάξει, είσαι μεγάλος μαλάκας όμως. Μ' έχεις για τέτοιο άνθρωπο ρε Μπίλι;»
    «Όχι, γι’ αυτό σου είπα ότι αν το έκανες θα με σκότωνες»
    «Για οποιαδήποτε άλλη μπορεί και να το έκανα, δεν είμαι άγιος, αλλά όχι για σένα ρε Μπίλι, όχι για σένα… Και ναι, νευρίασα, όπως θα νευρίαζε και εκείνος αν μιλούσα έτσι για την αδερφή του»
    «Δεν είμαι αδερφή σου»
    «Που λέει ο λόγος ρε μαλάκα»

    Δεν βρήκα το κουράγιο να συνεχίσω την κουβέντα και να αναφερθώ στην Πυθία.

    1991
    Ιούλιος
    Ήταν πολύ δύσκολη χρονιά με τα διαβάσματα και τα φροντιστήρια και με την απουσία του Μάριου, που όχι απλά είχε περάσει πρώτος στη σχολή του στο Πολυτεχνείο, με 6370 μόρια είχε περάσει πρώτος των πρώτων, μέχρι και στις εφημερίδες τον είχαν γράψει. Δεν το ήξερε αλλά τις επόμενες μέρες είχα αγοράσει όλες τις εφημερίδες και είχα κρατήσει τα αποκόμματα, τα είχα βάλει σε ένα κουτάκι και τα φυλούσα σαν τα μάτια μου. Παρόλο που τα Σαββατοκύριακα βγαίναμε με την παρέα για καφέ, παρόλο που κάποια βράδια μετά τα διαβάσματά μου, περνούσε από το σπίτι ή πήγαινα εγώ από το δικό του και καθόμασταν παρέα να ακούσουμε μουσική και να πούμε τα νέα μας, μου έλειπε, μου έλειπε πολύ. Δεν έκανα ποτέ ξανά νύξη σε αυτά που είχα ακούσει να λένε μεταξύ τους με το Νίκο.

    Είναι τέλη Ιούλη και επιτέλους έχουν βγει τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Έχουν βγει από το πρωί και παρά το γεγονός ότι ο Μάριος, που μόλις σήμερα γύρισε από μια εκδρομή που είχε πάει με συμφοιτητές του, με είχε κάνει Χριστό όλη μέρα να πάμε να τα δούμε, μόλις αργά το μεσημέρι βρήκα το κουράγιο. Ήταν η χρονιά που είχε γίνει η μεγάλη σφαγή των Μαθηματικών και οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν μεγάλη βουτιά. Ήμουν σίγουρη ότι έχω γράψει πολύ καλά, ουσιαστικά αμφιβολίες είχα μόνο για την έκθεση, αλλά μέχρι να δεις τους βαθμούς αναρτημένους, ήταν απλά υπόθεση. Όταν φτάσαμε στο σχολείο ήταν άδειο.

    «Άντε, κούνα τον κώλο σου» μου είπε.
    «Μάριε… φοβάμαι» του είπα με σχεδόν σπασμένη φωνή.
    «Έλα ρε μαλάκα που φοβάσαι, θα δεις ότι έχεις γράψει άριστα. Έλα, πάμε»
    «Δεν μπορώ»
    «Έλα Μπίλι, ξεκόλλα»
    «Πήγαινε εσύ και πες μου» επέμεινα εγώ.
    «Ξεκόλλα ρε μαλάκα! Πέρσι πήγαμε μαζί και τα είδαμε, δε θα χαλάσουμε τα γούρια μας!»

    Με την ψυχή στα δόντια προχωρήσαμε προς τα μέσα αλλά εκεί έχασα το κουράγιο μου και σταμάτησα.

    «Πήγαινε εσύ σε παρακαλώ» του λέω κοντεύοντας να βάλω τα κλάματα από το άγχος.
    «Για να δούμε… Μανουσάκης, Μαντάκα… Μαρκετάκη, σε βρήκα!» λέει και σταματάει. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. «157 Μαθηματικά, 160 Φυσική & Χημεία και 150 έκθεση…» Γυρίζει και με κοιτάζει με χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. ««Μαλάκα έχεις πιάσει 6270 μόρια, παίζει να περάσεις και πρώτη στη σχολή!»
    «Μη μου κάνεις πλάκα!» του λέω καθώς δεν μπορώ να πιστέψω τα ίδια μου τ’ αφτιά.
    «Να μη σε χαρώ, Μπίλι μου!» λέει δίνοντας τον πιο βαρύ του όρκο.

    Ποτέ δεν ήμουν κλαψιάρα αλλά έχω τέτοια ένταση που φέρνω τα χέρια μου μπροστά από τα μάτια μου και ξεσπάω σε λυγμούς. Ο Μάριος έρχεται προς το μέρος μου και με σφίγγει στην αγκαλιά του. Τον αγκαλιάζω κι εγώ από τους ώμους και γέρνω το κεφάλι μου πάνω του κλαίγοντας από τη χαρά μου.

    «Μην κλαις από τώρα ρε μαλάκα, περίμενε την πρώτη εξεταστική του Γενάρη στη σχολή και θα κλάψεις με περισσότερη όρεξη» λέει, μετατρέποντας το κλάμα μου σε κλαυσίγελο.
    «Πέρασα! Πέρασα!»
    «Μόνο πέρασες ρε μαλάκα; Αν δεν είσαι η πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου»
    «Τι κοτσίδες ρε, τα μαλλιά σου είναι πιο κοντά και από τα δικά μου!»
    «Λέμε τώρα ρε μαλάκα. Ορίστε, είχα δεν είχα, πάλι θα σε φορτωθώ» με πειράζει.
    «Και ένα χρόνο που σε άφησα λάσκα, πολύ ήταν» τον πειράζω με τη σειρά μου.
    «Πω-πω. Ρε μαλάκα από το Σεπτέμβρη θα είμαστε συμφοιτητές! Μόνο στο δημοτικό δεν ήμασταν μαζί! Μου είχες λείψει πολύ όλη τη χρονιά ρε Μπίλι… κοίτα να δεις που στο τέλος θα βάλω κι εγώ τα κλάματα»
    «Ώχου το μωρέ» τον πειράζω ξανά.
    «Λοιπόν μαλάκα, το βράδυ πάμε έξω να γίνουμε κάλτσες και μη μου πεις για Ηλία και Άννα, έχεις ενηλικιωθεί από τα τέλη Απρίλη. Χώρια δηλαδή που με τους βαθμούς που πήρες, τι θα σου πουν;»
    «Δεν έχεις να βγεις με την Ελένη;» τον ρωτάω αναφερόμενη στην κοπέλα του.
    «Πάει αυτή» μου λέει και η καρδιά μου κάνει και πάλι τούμπες.
    «Πότε πρόλαβες ρε μαλάκα;»
    «Εγώ; Αυτή με σούταρε… ωραία εκδρομή πέρασα!»
    «Πάλι;»
    «Τι να πω, φαίνεται έχω γυναικοδιώχτη, δε με αντέχει καμία»
    «Ναι, αλλά γιατί;»
    «Δεν ξέρω ρε Μπίλι» λέει ξεφυσώντας. «Δεν ξέρω τι κάνω λάθος»

    Δεν επιμένω. Γυρνάμε σπίτια μας. Οι γέροι μου, όπως ήταν αναμενόμενο, χέστηκαν από τη χαρά τους και το βράδυ κάλεσαν το Μάριο και τους δικούς του και βγήκαμε έξω. Είχα τόσο όμορφη διάθεση που αποφάσισα να φορέσω το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μαμά μου να λερώσει τα βρακιά της ακόμα περισσότερο.

    «Πού να το φανταζόμουν όταν μου ζήτησες να σε μάθω να διαβάζεις και να γράφεις ότι μια μέρα θα σε είχα φοιτήτρια» είπε η κυρία Χριστίνα συγκινημένη. «Μπράβο Βασιλικούλα μου, χίλια μπράβο, δεν έκανες μόνο τους δικούς σου περήφανους, έκανες κι εμάς!»
    «Κι εσείς δικοί μου είστε» της απαντάω εξίσου συγκινημένη.
    «Ποιος κερατάς καθαρίζει κρεμμύδια;» λέει ο πατέρας μου δακρυσμένος και όλοι εκτός από τη μάνα μου, που κατά τα φαινόμενα την επηρέασαν κι εκείνη τα αόρατα κρεμμύδια, βάζουν τα γέλια.
    «Να ξέρεις πάντως νεαρή πως οι πανελλήνιες ήταν το εύκολο κομμάτι» λέει ο κύριος Ανδρέας.
    «Εγώ της το είπα το απόγευμα που έβαλε τα κλάματα όταν είδε τους βαθμούς, αν κλαις από τώρα, περίμενε την εξεταστική του Γενάρη και θα κλάψεις με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη» λέει ο Μάριος και αυτή τη φορά γελάει όλο το τραπέζι.
    «Μπαμπά, μαμά» τους λέω όταν ήμασταν γυρίσαμε σπίτι «λέμε να βγούμε με την παρέα για κανένα ποτάκι. Δεν πέρασα μόνο εγώ, και η Κατερίνα πέρασε νομική που ήθελε»
    «Να πάτε αγάπη μου, το κερδίσατε με την αξία σας» μου λέει η μητέρα μου.

    Στην τρίτη λυκείου οι γονείς μου, ακούγοντας επιτέλους τους γονείς του Μάριου, είχαν χαλαρώσει αρκετά τα λουριά, δίνοντάς μου τον αέρα που χρειαζόμουν για να αναπνεύσω και να ξεφύγω από τα διαβάσματα. Καθημερινές δεν έβγαινα, αλλά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ με άφηναν να κάτσω μέχρι και τις τρεις, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανα ούτε μια φορά χρήση του προνομίου αυτού, συνήθως το πολύ στις δύο ήμουν σπίτι.

    «Στις τρεις θα είμαι πίσω»
    «Είσαι ενήλικη πλέον» μου λέει απλά ο πατέρας μου. «Μπορείς να κάτσεις μέχρι τις τρεις και πέντε» συνεχίζει, κάνοντας με να βάλω τα γέλια. «Βασιλική, σοβαρά τώρα. Από εδώ και πέρα δεν θα έχεις περιορισμό στην ώρα, αλλά απαιτούμε από εσένα δύο πράγματα, να ξέρουμε που και με ποιους είσαι και να τηρείς την ώρα που έχεις πει ότι θα γυρίσεις» είπε αφήνοντάς με εμβρόντητη.
    «Θα το κάνω μπαμπά, στο υπόσχομαι»
    «Άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς» μου λέει η μητέρα μου. «Να περάσετε όμορφα»
    «Έτοιμη είμαι, θα περάσω να πάρω το Μάριο να πάμε να πάρουμε και την Κατερίνα και θα πάμε Μπουρνάζι»
    «Θα βγεις με φόρεμα;» με ρωτάει η μητέρα μου μην πιστεύοντας στα αυτιά της.
    «Λόγω της ημέρας, μην παίρνεις θάρρος!» της λέω πειράζοντάς την. «Λοιπόν, πάω κι εγώ, 03:06 θα είμαι πίσω» τους λέω συνεχίζοντας το πείραγμα.

    Και η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στο ποια ώρα θα γυρίζω σπίτι μετά από εξόδους, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο πέρσι. Έχουμε πια απομείνει 5-6 από τους αρχικούς δέκα plus, και αποφασίσαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν. Κλαίρη, Βαγγέλης και Νίκος είχαν δώσει για δεύτερη φορά φέτος. Εγώ και η Κατερίνα είμασταν σίγουρες και μάλιστα στις πρώτες μας επιλογές, και σχεδόν σίγουροι ήταν Βαγγέλης και Κλαίρη, έστω και στις δεύτερες. Ο Νίκος ήλπιζε σε πτώση των βάσεων και μάλλον θα του καθόταν, καθώς ήταν και αυτός πρωτοδεσμίτης και με τη σφαγή που είχε γίνει τον Ιούνη στα μαθητικά, οι βάσεις αναμένονταν να κάνουν εντυπωσιακή βουτιά.

    Αύγουστος
    Είμαστε πρώτη μέρα στη Σκιάθο και το βράδυ έχουμε πάει σε κλαμπ. Κοντεύει να πάει μία και στο κλαμπ έχω μείνει μόνο εγώ και ο Μάριος απ’ όλη την παρέα. Βαγγέλης και Κλαίρη θέλανε να ξεμοναχιαστούν και έχουν φύγει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Κατερίνα και Νίκος έφυγαν πριν λίγη ώρα για να πάνε να φάνε κρέπες αλλά μας είπαν ότι θα γυρίσουν πιο μετά. Είμαστε στην πίστα και χορεύουμε, όταν ένας εμφανώς μεθυσμένος τουρίστας με αρπάζει αγκαλιά και προσπαθεί να με φιλήσει. Χωρίς καν να το σκεφτώ του ρίχνω κουτουλιά στα μούτρα και πέφτει κάτω σα ζαλισμένο κοτόπουλο. Ο Μάριος έρχεται δίπλα μου, έτοιμος να χιμήξει στον οποιονδήποτε κάνει απειλητική κίνηση αλλά τελικά δε χρειάζεται.

    “Peace!” λέει ένας κάποιος από την παρέα του μεθυσμένου, ενώ έχει σταματήσει η μουσική. Όλοι είδαν τι έχει συμβεί, με το που σηκώθηκε η ωραία κοιμωμένη, τους πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Ο ιδιοκτήτης του κλαμπ, που είναι ταυτόχρονα και ο DJ, έρχεται και μου ζητάει συγνώμη και προτείνει να μας κεράσει ποτά. Ο Μάριος του κουνάει καταφατικά το κεφάλι και με παίρνει να πάμε προς το μπαρ. Σε λίγο η μουσική αρχίζει και πάλι και ο κόσμος αρχίζει να χορεύει.

    «Είσαι καλά;» με ρωτάει.
    «Θα κάνω καρούμπαλο» του λέω και βάζει τα γέλια. «Τι γελάς ρε μαλάκα;» τον ρωτάω αλλά με πιάνουν κι εμένα τα γέλια.
    «Α, ρε Μπίλι, είσαι Θεός, ήλιος καλοκαιρινός. Βρήκε ο μαλάκας άτομο να πάει να την πέσει»
    «Μάριε, λέω να μην το πούμε στους υπόλοιπους»
    «Εντάξει» μου λέει. «Θα είναι το μυστικό μας!»

    Πίνουμε τα ποτά μας αλλά αποφασίζουμε να φύγουμε. Πάμε στην κρεπερί και βρίσκουμε Νίκο και Κατερίνα αλλά δεν τους λέμε τι έχει συμβεί. Αυτοί θέλουν να συνεχίσουν σε άλλο κλαμπ αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Μάριος έχουμε όρεξη. Τους αφήνουμε να πάνε μόνοι τους και περπατάμε προς τα κάτω, μέχρι που φτάνουμε στο Μπούρτζι. Έχει κόσμο, σηκωνόμαστε και πάλι και περπατάμε μέχρι που φτάνουμε στις Πλάκες, και πάμε πάνω από τα βράχια μέχρι που φτάνουμε σχεδόν στην άκρη. Ξαπλώνουμε και οι δύο πάνω στα βράχια, βάζοντας τα χέρια μας ως μαξιλάρια και χαζεύοντας τον ουρανό, εδώ δεν είναι Αθήνα και ο νυχτερινός ουρανός, ακόμα και με το ολόγιομο φεγγάρι, είναι άπειρα πιο πλούσιος.

    «Τι όμορφα που είναι, σα διαμάντια πάνω σε βελούδινο πέπλο» λέω με θαυμασμό.
    «Μπίλι, αν είναι να με ρίξεις, πιο ρομαντικό πράγμα από την κουτουλιά που έριξες στη μούρη αυτού του πούστη δεν υπάρχει!» μου λέει κάνοντας χαβαλέ.
    «Έλα ρε μαλάκα, μη το γαμάς» του λέω με παράπονο.

    Δεν απαντάει, γυρνάει μόνο προς το πλάι και με κοιτάζει χωρίς να μιλήσει. Το βλέμμα του… κάτι έχει το βλέμμα του που κάνει την καρδιά μου και πάλι να χοροπηδάει μέσα στα στήθη μου. Λαχτάρα είναι; Τι είναι; Γυρίζω κι εγώ, ξαπλώνοντας στον αγκώνα μου, και τον κοιτάζω στα μάτια, στο φως του ολόγιομου φεγγαριού.

    «Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» τον πειράζω τρυφερά.

    Στέκεται και με κοιτάζει αναποφάσιστος, σα να ψάχνει να βρει το κουράγιο του, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

    «Θυμάσαι που με ρώτησες τι κάνω λάθος;» με ρωτάει τελικά, μετά από λίγη ώρα.
    «Ναι…;»
    «Δεν κάνω κάποιο λάθος ρε Μπίλι, απλά… απλά δεν αισθάνομαι τίποτα»
    «Τι εννοείς;»
    «Εννοώ… ότι… ρε μαλάκα πως να στο πω και να μη με πάρεις με τις πέτρες;»
    «Δε θα σε πάρω, στο υπόσχομαι» τον διαβεβαιώνω.
    «Δεν κάνουν… δεν κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει»
    «Τότε γιατί ήσουν με τις πλερέζες όταν σε χώρισε η Βίκυ;»
    «Γιατί… γιατί μου είπε κάτι που με πείραξε…»
    «Τι σου είπε; Μα το Θεώ θα τη βρω και θα της αλλάξω τα φώτα!» του λέω αγανακτισμένη.
    «Δεν μου είπε κάποια κακία, δεν είναι τέτοιος άνθρωπος η Βίκυ. Μου είπε… απλά… απλά μου είπε κάτι, και συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο»
    «Τι σου είπε ρε μαλάκα, θα με σκάσεις!»
    «Μου είπε…» ξεκινάει αλλά σταματάει ψάχνοντας να βρει τα λόγια. Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει «Μου είπε… Μην ψάχνεις αντικαταστάτριες, Μάριε. Καμία δε θα είναι σαν την Μπίλι σου» λέει και σταματάει. Παγώνω, πραγματικά παγώνω. Το μυαλό μου αρνείται να πάρει στροφές. Άκουσα καλά; «Αυτή είναι η αλήθεια, δε στεριώνω με καμία, γιατί καμία δεν είναι εσύ. Ψάχνω… κι εγώ δεν ξέρω τι ψάχνω… αλλά αυτή που λαχταράω είναι η Μπίλι μου… εσύ…»

    ΚΑΛΑ ΑΚΟΥΣΑ!!!!!!!!

    «Μπίλι… συγνώμη. Δεν… δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Το ξέρω ότι δε με βλέπεις έτσι… αλλά… αλλά έπρεπε να το βγάλω από μέσα μου. Δε… δε θα μπορέσω να προχωρήσω αλλιώς…»
    «Σ’ αγαπάω!!!»
    «Μ’ αγαπάς, το ξέρω, αλλά όχι… αλλά όχι με τον τρόπο που σ’ αγαπάω εγώ» μου λέει χωρίς να έχει καταλάβει γρι, μα ώρες-ώρες αυτό το παιδί γίνεται τελείως Αλέκος. Ανασηκώνομαι γονατιστή κάνοντάς τον να σηκωθεί και αυτός. Τον πιάνω από το πρόσωπο και τον κοιτάζω στα μάτια.
    «ΕΙΣΑΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ; ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΡΟΠΟ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ!!!»
    «Νιώθεις… νιώθεις το ίδιο;» με ρωτάει, ακόμα αβέβαιος.

    Θεούλη μου, θα τον πνίξω και θα μείνω με την όρεξη!


    «Χρόνια τώρα βρε μπούφο!»
    «Μπίλι…» μου λέει και κομπιάζει. «Θέλω… θέλω να σε φιλήσω»
    «Στο λόγο της τιμής μου, δε θα σε κουτουλήσω» του λέω και βάζουμε τα γέλια και οι δύο, κάνοντας την ένταση που είχε μαζευτεί μέσα μας να σκάσει σα σαπουνόφουσκα.
    «Α, ρε Μπίλι» μου λέει γελώντας ακόμα. «Τι θα σε κάνω;»
    «Θα με φιλήσεις, αυτό δεν είπες;»

    Γέρνει προς το μέρος μου, κλείνω τα μάτια μου, και τα χείλη μας συναντώνται σε ένα απαλό, διστακτικό φιλί. Τον τραβάω πάνω μου, κάνοντας το στόμα του να κολλήσει στο δικό μου. Δεν είναι όνειρο! Μόλις εξομολογηθήκαμε τον έρωτά μας ο ένας στον άλλον και φιλιόμαστε, φιλιόμαστε σαν εραστές. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά μέσα στα στήθη μου, και όπως και εκείνη τη φορά που παίζαμε Πυθία, θέλω ο χρόνος να σταματήσει, να μείνουμε για πάντα εκεί… και αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανείς να μας διακόψει.

    Η ένταση του φιλιού έχει αυξηθεί, έχει γίνει πιο άγριο, πιο παθιασμένο. Με ξαπλώνει και αρχίζουμε και φιλιόμαστε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Κατεβάζει διστακτικά το χέρι του προς το αριστερό μου στήθος, προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. Του πιάνω το χέρι και το φέρνω πάνω στο στήθος μου και το πιέζω προς τα κάτω, και παίρνοντας το μήνυμα αρχίζει να με χουφτώνει και να με μαλάζει απαλά, κάνοντάς με να ριγήσω. Η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη, το σώμα μου τρεμουλιάζει και νιώθω μια γλυκιά ζέστη να απλώνεται στα λαγόνια μου. Σταματάει το φιλί και ξεκινάει να με φιλάει στο λαιμό και μετά πάει στο αυτί μου και η αίσθηση είναι τόσο υπέροχη που νιώθω ότι θα εκραγώ.

    Δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μαλάζει πότε το ένα μου στήθος και πότε το άλλο. Περνάει διστακτικά το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου και τον αφήνω. Δεν φοράω σουτιέν και η αίσθηση του χεριού του κάτω από το ύφασμα είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές, σχεδόν σαν αναφιλητά. Μου μαλάζει απαλά το στήθος, οι ρώγες μου έχουν πετρώσει. Κάνει να μου ανεβάσει τη μπλούζα και διστάζει προς στιγμή. Δεν αντιδράω, του αφήνω την πρωτοβουλία. Μου την ανεβάζει τελείως μέχρι το ύψος του λαιμού. Τα στήθη μου είναι γυμνά για πρώτη φορά μπροστά σε κάποιο αγόρι και το νυχτερινό αεράκι τα χαϊδεύει σαν εραστής, κάνοντας με να ανατριχιάσω ακόμα περισσότερο.

    Σκύβει από πάνω τους και τρυφερά, πολύ τρυφερά, αρχίζει και πιπιλάει τη ρώγα του δεξιού μου στήθους ενώ με το άλλο του χέρι μαλάζει απαλά το αριστερό. Η ζέστη που είχε απλωθεί στα λαγόνια μου έχει γίνει πυρκαγιά. Νιώθω τόσο όμορφα που είναι σχεδόν αβάσταχτο, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του παίζουν με τις ρώγες μου που έχουν πετρώσει τόσο πολύ που σχεδόν πονάνε… αλλά… αλλά αυτός δεν είναι πόνος… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, το μόνο που ξέρω είναι πως κοντεύω να χάσω τα μυαλά μου. Σταματάει και μου κατεβάζει τη μπλούζα. Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί, γέρνει στο πλάι μου, με κοιτάζει που ξαπλωμένη ανάσκελα μοιάζω να κοιτάω το άπειρο, και βάζει ένα γελάκι.

    «Θα τους πέσει κεραμίδα στο κεφάλι» λέει αναφερόμενος στην υπόλοιπη παρέα.
    «Θα το ξεπεράσουν» του απαντάω, προσπαθώντας ακόμα να βρω τις ανάσες μου.
    «Κερνάω κρέπα!» μου λέει.
    «Αργότερα» του λέω και τον τραβάω ξανά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σε ένα ατελείωτο, βαθύ ερωτικό φιλί. «Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω ρε μαλάκα, σ’ αγαπάω!» φωνάζω μέσα στη νύχτα και από κάπου ακούγεται μια φωνή που μας κάνει να σκάσουμε στα γέλια. «Κι εμείς τι σου φταίμε ρε κοπελιά; Δεν μπορείς ν' αγαπάς το μαλάκα πιο ήσυχα;»

    Σαν παιδάκια που κάναμε κάποια σκανταλιά, σηκωνόμαστε και φεύγουμε και πάμε ξανά προς το κέντρο της πόλης. Σταματάμε στην κρεπερί και μοιραζόμαστε μια γλυκιά κρέπα, γινόμαστε και οι δύο επίτηδες χάλια γεμίζοντας μερέντα και σκουπίζουμε ο ένας τον άλλον με φιλιά. Νιώθω σα να είμαι σε όνειρο, αλλά δεν είναι όνειρο.

    «Από πότε είσαι ερωτευμένη μαζί μου;»
    «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που μου είπες ότι τα έφτιαξες με τη Βίκυ. Μου ήρθε κατακούτελα!»
    «Χαχαχα, κοίτα να δεις που στο τέλος θα πρέπει να της πάμε και γλυκά» μου λέει γελώντας.
    «Έλα ντε! Εσύ… εσύ πότε κατάλαβες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου;»
    «Από εκείνη την ημέρα που ήρθα και σε σήκωσα με το ζόρι για να βγούμε έξω να παίξουμε κρυφτό!»
    «Είχαμε μια διαφορά φάσης αλλά αντίθετα με σένα, εγώ δε σε ζόριζα!»
    «Χαχαχα, το έκανες μια φορά πάντως»
    «Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε» του λέω γελώντας.
    «Γιατί τα είχες φτιάξει μαζί του;»
    «Από αντίδραση»
    «Πώς χάσαμε έτσι τόσα χρόνια ρε Μπίλι;»
    «Κάλιο αργά παρά αργότερα» του λέω κάνοντάς τον να χαμογελάσει. «Θεέ μου, είναι τόσο όμορφος, τόσο υπέροχος και είναι… είναι δικός μου! Δικός μου!»

    Δυο μέρες αργότερα αποφασίζουμε να πάμε στο μικρό Ασέληνο, αλλά όταν φτάνουμε και οι υπόλοιποι βλέπουν ότι θέλει κατάβαση και μετά ορειβασία, γκρινιάζουν να πάνε στο μεγάλο, που είναι και οργανωμένη, και υποχωρώντας στη γκρίνια τους τούς ακολουθούμε. Την επόμενη μέρα νοικιάζουμε γουρούνα με το Μάριο και πάμε μόνοι μας, όχι θα κάτσουμε να σκάσουμε. Έχουμε πάρει μαζί μας και νερά και φαγητό γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα και κάνουμε την κατάβαση στην μικρή παραλία. Κάτω είναι ερημιά, ζήτημα αν είναι εκεί δυο-τρεις παρέες. Ο μικρός Ασέληνος είναι μια υπέροχη παραλία σε ένα μικρό όρμο, με άμμο και βαθιά πεντακάθαρα νερά. Αριστερά, αφού περάσεις τα βράχια, έχει ακόμα ένα μικρότερο κολπίσκο, και αυτός με άμμο, οπότε αποφασίζουμε να πάμε εκεί ώστε να είμαστε τελείως μόνοι μας.

    «Μπίλι;» μου λέει ο Μάριος όταν στρώσαμε τις πετσέτες. «Βγάλε το πάνω σου, είμαστε μόνοι» Δεν θα δει κάτι που δεν είχε δει χθες και προχθές, έστω και στο φως του φεγγαριού, αλλά η αλήθεια είναι ότι διστάζω λίγο. «Έλα βρε Μπίλι, έχεις τόσο όμορφα στήθη, άσε με να σε χαρώ»
    «Θα είσαι φρόνιμος μετά;» τον πειράζω και βάζει τα γέλια.
    «Για μαλάκες ψάχνεις;»
    «Ουφ» λέω ξεφυσώντας αλλά του κάνω το χατίρι, βγάζω το πάνω μέρος του μαγιό και μένω γυμνή από πάνω.
    «Έλα τώρα να βάλουμε και λαδάκι» μου λέει χαμογελώντας πονηρά!
    «Κάπως ήμουν σίγουρη» του λέω πειρακτικά αλλά αφήνομαι στα χάδια των χεριών του. «Λάδι είπαμε να βάλεις, μη μας γαμήσεις κιόλας!» τον πειράζω καθώς ο ερεθισμός του δεν κρύβεται.
    «Κάπως πρέπει να σταματήσω να είμαι μαλάκας!» μου λέει και βάζω τα γέλια.
    «Και να αφήσεις πίσω σου τέτοια καριέρα; Ποτέ!»

    Είμαι πολύ χαλαρωμένη, φυσάει ελαφρό αεράκι και η αίσθηση του πάνω στα γυμνά μου στήθη είναι υπέροχη. Λίγη ώρα μετά μπαίνουμε στα καθάρια νερά και κολυμπάμε, και παίζουμε, κάνουμε πατητές, κάνουμε μακροβούτια και είναι τόσο όμορφα, όλα είναι τόσο όμορφα! Βγαίνουμε έξω και ξαπλώνουμε στις πετσέτες και σε λίγο, αδιαφορώντας πλήρως για το ότι μπορεί να έρθει κανείς από εδώ και να μας δει, ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πολύ γρήγορα καταλήγουμε να χαμουρευόμαστε και το χάδι της γλώσσας του στα στήθη μου κόβει τις ανάσες, αν είχε κατεβάσει το χέρι του να με χαϊδέψει κάτω δε θα τον σταματούσα, ωστόσο ο Μάριος δεν έκανε μια τέτοια κίνηση. Σταματάμε πάνω από μια ώρα μετά, και με κοιτάζει χαμογελαστός.

    «Μια πεντάρα για τη σκέψη σου» του λέω τρυφερά, έτσι είχαμε ξεκινήσει προχθές καταλήγοντας στο τέλος της βραδιάς ζευγάρι.
    «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
    «Και κανείς σαν το Μάριο μου» του απαντάω.

    Σεπτέμβριος
    Είναι πρωί, έχω πάει στο σπίτι του για να πιούμε καφέ. Στους δικούς μας δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα και προσέχουμε πολύ όταν είμαστε μπροστά τους, για να μην καρφωθούμε. Οι βάσεις είχαν βγει από τα τέλη Αυγούστου, και όπως και εκείνος πέρσι, έτσι κι εγώ, είχα περάσει πρώτη στη σχολή, κατορθώνοντας έτσι να διατηρήσει ανέπαφες τις μεταφορικές του κοτσίδες. Τον Ιούλη με το 157 στα Μαθηματικά τη χρονιά της μεγάλης σφαγής, είχα είχα κερδίσει κι εγώ μια θέση στις εφημερίδες. Αυτή τη φορά δεν ήμουν εγώ που μάζεψα τα αποκόμματα, το έκανε εκείνος, και όταν μου τα έδειξε πήγα και άνοιξα το κουτί και έδειξα αυτά που είχα κρατήσει κι εγώ, δεν είχα ανάγκη πια να κρατάω κανένα μυστικό.

    Και δεν ήταν μόνο αυτό που είχε αλλάξει από εκείνη την όμορφη αυγουστιάτικη βραδιά, είχε επιστρέψει ξανά στη ζωή μας και μετά από χρόνια η πάλη αν και πλέον ως καθαρά ερωτικό παιχνίδι. Παρόλο που πάλευα και προσπαθούσα σα λυσσασμένη να τον ρίξω εγώ έστω και μια φορά κάτω, είχα αρχίσει να αποδέχομαι διστακτικά ότι μας ερέθιζε και τους δύο όταν κατάφερνε να με βάλει κάτω και να με ακινητοποιήσει, παρόλο που πέρα από το χαμούρεμα στο στήθος δεν είχαμε προχωρήσει περισσότερο.

    «Τι θα κάνουμε το βράδυ; Θέλεις να πάμε σινεμά;»
    «Ναι αμέ!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Σε καλοκαιρινό, έτσι;»
    «Εννοείται»
    «Σ’ αγαπάω!» του λέω. Δε χορταίνω να του το λέω και δε χορταίνω να το ακούω.
    «Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου»
    «Λοιπόν, πάω να πάρω τα παιδιά να το κανονίσουμε»
    «Θέλω να βγούμε μόνοι μας» μου λέει.
    «Εντάξει» του απαντάω χαμογελαστή. «Πού θα πάμε;»
    «Δεν έχω ιδέα! Κάτσε να πάω να βρω τη χθεσινή εφημερίδα, Τρίτη είναι σήμερα, δεν αλλάζουν πρόγραμμα. Ρε συ, έχει τη Σιωπή των Αμνών που το χάσαμε το χειμώνα.»
    «Αμέ! Που το παίζει;»
    «Στη Μπομπονιέρα στην Κηφισιά»
    «Με τραινάκι θα πάμε;»
    «Ναι μωρέ, δυο ώρες είναι, δε θα μας πάρει η νύχτα»

    Ο Μάριος σηκώνεται να πάει στο μπάνιο και με πιάνει ο διάολος, πάω και κρύβομαι στο δωμάτιό του. Λίγη ώρα αργότερα ακούω το καζανάκι και το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Βγαίνει από το μπάνιο και πάει στο σαλόνι.

    «Μπίλι;» φωνάζει αλλά δεν απαντάω. «Που στο διάολο πήγε;» τον ακούω να μουρμουράει. Κοντοστέκεται για λίγο και πηγαίνει στην κουζίνα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας» συνεχίζει να μουρμουράει. «Ρε Μπίλι;» φωνάζει ξανά. Έρχεται στο δωμάτιό του και περνάει μέσα, έτσι όπως έχω κρυφτεί δε με βλέπει. Κοιτάζει απορημένος και κάνει να γυρίσει προς το διάδρομο, και τότε του ορμάω από πίσω και σκαρφαλώνω στην πλάτη του ξαφνιάζοντάς τον. «Ρε μαλάκα μου έκοψες το αίμα!» μου λέει ενώ εγώ από πίσω προσπαθώ απελπισμένα να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. «Έτσι είσαι;» μου λέει και πάει και στέκεται στα πόδια του κρεββατιού του, γέρνει προς τα πίσω και πέφτουμε και οι δύο στο κρεββάτι του, εγώ από κάτω και εκείνος με την πλάτη πάνω μου. Προσπαθώ να τον εμποδίσω, παλεύουμε και γελάμε, αλλά τελικά καταφέρνει να γυρίσει και να κάτσει πάνω μου.

    «Παραδίνομαι» του λέω χωρίς να μου το ζητήσει. Τον πιάνω και τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε. Είμαι φουλ ερεθισμένη και με το λεπτό σορτσάκι που φοράει, νιώθω και το δικό του ερεθισμό. Οι γλώσσες μας είναι μπλεγμένες στις άκρες των χειλιών μας και το χέρι του χουφτώνει δυνατά τα στήθη μου. Με ανασηκώνει και με βοηθάει να βγάλω τη μπλούζα μου, είμαι γυμνή από πάνω, και μόνο με ένα κοντό σορτσάκι από κάτω. Αφήνει το στόμα μου και κατεβαίνει στα στήθη μου, αρχίζει να μου γλείφει και να μου πιπιλάει τις ρώγες ενώ εγώ τον πιάνω από το κεφάλι και τον κάνω να κολλήσει πάνω τους.

    Αφήνει τα στήθη μου και ανεβαίνει ξανά προς τα πάνω και ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι. Φέρνει το χέρι του ξανά πάνω στο δεξί μου στήθος και αφού το μαλάζει για λίγο, το παίρνει από εκεί και αρχίζει με χαϊδεύει στα πλευρά, και το χέρι του κατεβαίνει πιο χαμηλά, μέχρι που φτάνει στο σορτσάκι μου. Στέκεται αναποφάσιστος για λίγο, περνάει το χέρι του κάτω από το λάστιχο του σορτς και το κατεβάζει διστακτικά πιο χαμηλά, προσπαθώντας να διαβάσει τις αντιδράσεις μου. Δεν τον σταματάω, φέρνει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου, πάνω από το κιλοτάκι. Με χουφτώνει απαλά, κάνοντας να μου ξεφύγει ένας μικρός στεναγμός απόλαυσης. Νιώθω τη φωτιά να απλώνεται και πάλι στα λαγόνια μου και εκείνος θαρρετά περνάει το χέρι του κάτω από το κιλοτάκι και σχεδόν μου κόβεται η ανάσα, αλλά εκείνος το παίρνει αλλιώς και σταματάει. Κάνει να τραβήξει το χέρι του και του το καπακώνω.

    Είναι φανερό ότι έχει πρότερες εμπειρίες, το χάδι του με ξετρελαίνει, ξέρει που να πιέσει, που να κάνει κυκλικές κινήσεις και πόση δύναμη χρειάζεται να βάλει. Έχω γίνει μούσκεμα, τα δάχτυλά του παίζουν με την κλειτορίδα μου, και νιώθω σα να με διαπερνάει ρεύμα. Βάζει σιγά και προσεκτικά ένα δάχτυλο μέσα μου και το παιχνίδι του αλλάζει, πότε παίζει με την κλειτορίδα μου και πότε μου βάζει δάχτυλο στον κόλπο, κάνοντάς με να χάσω τα μυαλά μου. Είμαι χαμένη τελείως και εκεί συνειδητοποιώ ότι το μόνο που θέλω είναι να μπει μέσα μου. Τρομάζω στη σκέψη, δε νιώθω έτοιμη. «Όχι άλλο» του λέω και αμέσως σταματάει και τραβάει το χέρι του.

    «Δε σου άρεσε;» με ρωτάει.
    «Μου παρα-άρεσε» του απαντάω και χαμογελάει καταλαβαίνοντας.
    «Έλα, πάμε μέσα να συνεχίσουμε το καφεδάκι μας». Πάμε και καθόμαστε στο σαλόνι.
    «Μάριε, το έχεις ξανακάνει αυτό, έτσι;»
    «Ναι, το έχω ξανακάνει» μου απαντάει.
    «Έχεις κάνει έρωτα;»
    «Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ακόμα. Πότε να προλάβω μωρέ Μπίλι, σάμπως στέριωνα και με καμία;»
    «Είναι κι αυτό»
    «Δεν πρόκειται ποτέ να σε πιέσω γι’ αυτό»
    «Το ξέρω μωρό μου» του λέω χωρίς να το σκεφτώ. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρωτάω απορημένη, δεν έχω καν συνειδητοποιήσει ότι τον είπα μωρό μου.
    «Με είπες μωρό σου!» μου λέει και βάζει τα γέλια. «Με είπες μωρό σου!!!!» επαναλαμβάνει ακόμα πιο ενθουσιασμένος και σηκώνεται και έρχεται και με φιλάει. «Σ’ αγαπάω!!!»
    «Κι εγώ σ’ αγαπάω, πολύ-πολύ» του λέω ενθουσιασμένη με τον ενθουσιασμό του. «Σοβαρά σε είπα μωρό μου;»
    «Ναι ρε μαλάκα» μου λέει επιστρέφοντας στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε από παιδιά.
    «Εντάξει ρε μαλάκα!» του λέω και του κάνω «ΜΜΜΜΜ» με τη γλώσσα μου
    «Τι μαλάκας είσαι» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
    «Ο δικός σου μαλάκας… Η Μπίλι σου» του λέω τρυφερά.
    «Η Μπίλι μου» μου απαντάει εξίσου τρυφερά. «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»

    Οκτώβριος
    Εδώ και λίγες μέρες έχουν ξεκινήσει τα μαθήματα στη σχολή. Έχουμε διαφορετικό πρόγραμμα, ωστόσο καταφέρνουμε να τα κανονίσουμε ώστε να πηγαίνουμε μαζί και να φεύγουμε μαζί. Όταν επιστρέφουμε, φροντίζουμε κάθε μέρα να κάτσουμε τουλάχιστον μία ώρα να κάνουμε ο καθένας επανάληψη τα μαθήματα που κάναμε στη μέρα, διαβάζαμε σπίτι του ή σπίτι μου, και οι γονείς μας -που δεν τους το είχαμε πει- συνέχισαν να μην υποψιάζονται τίποτα, όσο τους αφορούσε, και με διακοπή ενός χρόνου, ήταν και πάλι business as usual, διαβάζαμε μαζί από μικρά παιδιά και με τους βαθμούς μας, και ο ένας, και ο άλλος, τους είχαμε αποδείξει ότι όντως διαβάζαμε, δεν το ρίχναμε στην παλαβή.

    Όταν ανακοινώσαμε στην παρέα, εκεί στη Σκιάθο, ότι ήμασταν ζευγάρι, μόνο η Κατερίνα είχε πέσει από τα σύννεφα, οι άλλοι τρεις είχαν πει «Επιτέλους, Ανάσταση!» κάνοντάς μας αμφότερες να νιώσουμε ελαφρώς μαλάκες, πώς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι ο Μάριος έτρεφε ακριβώς του ίδιου τύπου αισθήματα με μένα; Δε βαριέσαι, κάλιο αργά παρά ποτέ. Από εκείνη τη βραδιά και μετά περίμενα την κάθε νέα μέρα με ανυπομονησία, να βρεθούμε και πάλι κοντά, να τον δω, να με πάρει στην αγκαλιά του, να φιληθούμε, να χαϊδευτούμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, να γελάσουμε, ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της μέχρι τότε μου ζωής.

    Βαγγέλης και Κλαίρη πέρασαν στις δεύτερές τους επιλογές -και οι δύο Αθήνα- αλλά η πτώση των βάσεων στην πρώτη δέσμη βοήθησε το Νίκο να περάσει στην πρώτη δική του, και από τα μέσα του Σεπτέμβρη είχε κατέβει Ηράκλειο, στη σχολή Επιστήμης Υπολογιστών. Σήμερα η Κατερίνα μας είπε ότι θα ερχόταν μαζί και ο Θανάσης, συμφοιτητής της, πρωτοετής και αυτός στη Νομική. Μου είχε πει ότι τη φλέρταρε, και επειδή κι εκείνης της άρεσε πολύ, τον κάλεσε να βγούμε μαζί, να γνωρίσει και την παρέα.

    Αποφασίζουμε να ανέβουμε Νέο Ψυχικό, εκεί που έμενε ο Θανάσης, και να τον βρούμε εκεί. Στριμωχτήκαμε και οι πέντε στο αυτοκίνητο του πατέρα του Μάριου και ξεκινήσαμε. Περάσαμε όμορφα και όταν γυρίζουμε για να αφήσουμε τους υπόλοιπους στα σπίτια τους, η Κατερίνα μου λέει πως ο Θανάσης στο τέλος της βραδιάς της ζήτησε να βγουν οι δυο τους. Έχουμε και οι δύο ορεξούλες, οπότε αφού αφήνουμε και την Κατερίνα σπίτι της, πάμε στα εργοστάσια απέναντι από το 26ο, στην αρχή της Φιλικών, και σταματάμε σε ένα απόμερο σημείο.

    Βγαίνουμε για λίγο από το αυτοκίνητο και τραβάμε τα μπροστινά καθίσματα μπροστά για περάσουμε στο πίσω. Κλειδώνουμε τις πόρτες, ο Μάριος με τραβάει προς το μέρος του, και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Κάθε φορά κάνουμε τα ίδια πράγματα, με την ίδια σειρά, μα κάθε φορά είναι σα να είναι η πρώτη φορά. Φιλιόμαστε και με χουφτώνει στα στήθη και μετά με γλείφει στα αφτιά και στο λαιμό, και μετά με γδύνει από πάνω και παίζει τα στήθη μου με το στόμα του για πολλή ώρα. Μετά ανεβαίνει και πάλι και με φιλάει, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, αν φοράω κάποιο με κουμπιά η φερμουάρ, ή περνάει το χέρι του από κάτω, αν φοράω κάτι πιο ελαστικό, και με παίζει.

    Έχω πιεί λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο μου και είμαι αρκετά χαλαρωμένη, απολαμβάνω όπως κάθε φορά το χάδι των χεριών του στην κλειτορίδα και τον κόλπο μου, μα σήμερα το νιώθω ακόμα πιο έντονα. Ο Μάριος παίρνει θάρρος και μου κατεβάζει το παντελόνι και το κιλοτάκι μου και εγώ τον αφήνω. Με ρωτάει αν μου επιτρέπει να μου τα βγάλει και με πιάνει ένας στιγμιαίος πανικός. «Τι θέλεις να κάνεις;» τον ρωτάω αλλά η ματιά του με καθησυχάζει. «Θα δεις» μου λέει.

    Μένω τελείως γυμνή από κάτω και με βάζει να ξαπλώσω στο κάθισμα, σηκώνοντας μου ψηλά τα πόδια. Με πιάνει και πάλι πανικός αλλά ο Μάριος δεν κάνει κίνηση να κατεβάσει το παντελόνι του, αντιθέτως σκύβει προς εμένα και χώνει το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου. Μου ξεφεύγει ένας δυνατός αναστεναγμός όταν παίρνει απαλά την κλειτορίδα μου στα χείλη του και αρχίζει να την πιπιλάει. Και μετά ακολουθεί η γλώσσα του, και το πάνω-κάτω της στην κλειτορίδα μου, κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου.

    Ο οργασμός δεν μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τότε που άρχισα να παίζω με τον εαυτό μου, αλλά αυτόν που μου πρόσφερε με το στόμα του δεν έχω λόγια να τον περιγράψω. Το σώμα μου τραντάζεται σαν να το διαπερνούν χιλιάδες βολτ, οι αναστεναγμοί μου γίνονται αναφιλητά, και στην κορύφωση τεντώνομαι τόσο πολύ που νιώθω ότι θα σπάσω. Είναι τόσο δυνατό που γίνεται σχεδόν αφόρητο, μα έχει κι άλλο, με κάνει σχεδόν να μου κοπεί η ανάσα. Τραβιέται απαλά και η ένταση σιγά-σιγά καταλαγιάζει, έχω κλείσει τα μάτια και προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου. Με βοηθάει να φορέσω και πάλι το εσώρουχο και το παντελόνι.

    «Σ’ άρεσε;» με ρωτάει με τρυφερή φωνή.
    «Δεν το κατάλαβες;» του απαντάω γελαστή
    «Δεν το είχα ξανακάνει αυτό…»
    «Τόσες τσόντες που έχεις δει…» τον πειράζω
    «Τι μαλάκας είσαι ρε Μπίλι» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
    «Άλλος έβλεπε τις τσόντες!» του υπενθυμίζω, συνεχίζοντας το πείραγμα.
    «Όταν έβλεπα τις τσόντες δεν ήμουν μαλάκας… μετά γινόμουν» απαντάει, και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
    «Αλήθεια, εσένα στο έχουν κάνει ποτέ αυτό;» τον ρωτάω μετά από λίγο.
    “Nope” μου απαντάει μονολεκτικά. «Να σου πω… θέλω να πάμε κάπου ένα διήμερο οι δυο μας, τι θα έλεγες για Ναύπλιο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
    «Μέσα!!!!» του απαντάω χαμογελαστή. Θα είχα και την ευκαιρία μου να πραγματοποιήσω ένα από τα όνειρα που έκανα, να κοιμηθώ στην αγκαλιά του και να ξυπνήσω στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπάω»
    «Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά στο πρόσωπο.

    Γέρνω προς το μέρος του και αρχίζουμε και φιλιόμαστε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά αναλαμβάνω εγώ την πρωτοβουλία. Τον τραβάω πάνω μου όταν κάνει να τραβηχτεί, και παίρνω το χέρι του και το ακουμπάω στο στήθος μου. Φιλιόμαστε και πάλι με το χέρι του να μου σφίγγει δυνατά το στήθος, σταματάω το φιλί και του βγάζω τη μπλούζα, και είμαι εγώ αυτή τη φορά που σκύβω και του πιπιλάω τις ρόγες. Σηκώνομαι ξανά προς τα πάνω και τον φιλάω στο λαιμό, το χέρι μου τον χαϊδεύει στα πλευρά, και μετά κατεβαίνει στα μπούτια του. Το περνάω πάνω από το παντελόνι του, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω, αλλά σήμερα προχωράω παρακάτω. Του ξεκουμπώνω το παντελόνι χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσω να του πιπιλάω το λαιμό. Περνώ το χέρι μου πάνω από το εσώρουχό του και τον αγγίζω πάνω από το ύφασμα. Η ανάσα του γίνεται πιο βαριά και τότε περνάω το χέρι μου κάτω από το εσώρουχό του και πιάνω για πρώτη φορά στα γυμνά μου χέρια το όργανό του.

    Το χαϊδεύω και ενστικτωδώς το αγκαλιάζω με τη χούφτα μου και αρχίζω να την κουνάω αργά πάνω κάτω. Δε με βολεύει έτσι, τον βοηθάω να κατεβάσει το παντελόνι και το εσώρουχό του, και παίρνω ξανά το όργανό του στο χέρι μου. Έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος με κλειστά μάτια και δείχνει να το απολαμβάνει. Δεν είχε δει μόνο ο Μάριος τσόντες, κι εγώ είχα δει, για την ακρίβεια κάμποσες τις είχαμε δει παλιότερα μαζί στη ζούλα, κάνοντας χαβαλέ και σχολιάζοντας. Μπορεί να ήμουν ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια -και ας το συνειδητοποίησα μόλις στα δεκάξι μου- ωστόσο ο Μάριος πρώτα απ’ όλα ήταν ο καλύτερός μου φίλος, όπως κι εγώ η δική του. Παίρνω την απόφαση να είμαι η πρώτη που θα του το κάνει, και ο Θεός βοηθός!

    Χωρίς να σταματήσω να τον παίζω αργά και ρυθμικά, χαμηλώνω το κεφάλι μου πάνω από το όργανό του και τον παίρνω διστακτικά στο στόμα μου. «Μπίλι;» με ρωτάει έκδηλη έκπληξη στη φωνή του. «Σσσσς» του κάνω και τον ξαναπαίρνω στο στόμα μου. Η μυρωδιά του και η γεύση του με κάνουν να υγρανθώ ξανά, είναι υπέροχες… είναι… δεν ξέρω κι εγώ τι είναι. Όταν το είχα δει στις τσόντες είχα αηδιάσει, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται τελείως διαφορετική, όχι απλά δεν νιώθω αηδία , απολαμβάνω και από πάνω την αίσθησή του του οργάνου του μέσα στο στόμα μου.

    Προσπαθώ να θυμηθώ τι κάνανε στις τσόντες, σφίγγω απαλά τα χείλη μου γύρω από το όργανό του και κατεβάζω το κεφάλι μου, μέχρι που φτάνει στο σημείο να νιώσω το gag reflex. Πνίγομαι και σταματάω για λίγο αλλά αρχίζω και πάλι, προσέχοντας να τον παίρνω στο στόμα μου όσο με παίρνει. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος -δηλαδή νομίζω, σάμπως έχω ανάλογες εμπειρίες;- πρέπει να είναι γύρω στους 15 πόντους, καταφέρνω να τον πάρω σχεδόν μέχρι τη μέση χωρίς να πνιγώ. Αρχίζω και ανεβοκατεβάζω ρυθμικά το κεφάλι μου, προσέχοντας να μην του τον ακουμπήσω με τα δόντια, και μετά θυμάμαι τις τσόντες, τον αγκαλιάζω με τη χούφτα μου από τη βάση του και αρχίζω να τον παίζω. Μου παίρνει λίγο να καταφέρω να συντονίσω τις κινήσεις χεριών και στόματος, αλλά γρήγορα βρίσκω το ρυθμό μου.

    Ακούω τις ανάσες του που έχουν γίνει κοφτές, που και που του ξεφεύγουν μικροί στεναγμοί και βογγητά. Σταματάω για λίγο και τον κοιτάζω, έχει ξαπλώσει στην πλάτη του καθίσματος και έχει κλείσει τα μάτια του, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Αρχίζω και πάλι τις ρυθμικές κινήσεις, και έχοντας βρει το ρυθμό μου, αρχίζω να επιταχύνω κάνοντάς τον να αυξήσει την ένταση και τη συχνότητα των βογγητών του. Βάζει το χέρι του στην πίσω μεριά του κεφαλιού μου και με γραπώνει, δίνοντάς μου πιο γρήγορο ρυθμό. Το χάνω για λίγο στην αρχή, αλλά καταφέρω να συντονίσω τις ωθήσεις του με τις κινήσεις μου, και τα βογγητά του γίνονται ακόμα πιο δυνατά αλλά εκεί με σταματάει.

    «Μπίλι…αν συνεχίσουμε έτσι θα τελειώσω» μου λέει.
    «Αυτή είναι η ιδέα» του απαντάω χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου και τον ξαναπαίρνω στο στόμα.
    «Είσαι σίγουρη;»
    «Μχ» του απαντάω μπουκωμένη, συνεχίζοντας από εκεί που είχα σταματήσει. Δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω αφού τελειώσει, από τη μια δεν τρελαίνομαι στην ιδέα να καταπιώ, αλλά από την άλλη δε μου κάνει καρδιά να τα φτύσω, για το πού θα τελειώσει ούτε λόγος, δε θα τον κόψω στο καλύτερο, ή κάνουμε μια δουλειά ή δεν την κάνουμε.

    Με γραπώνει και πάλι από την πίσω πλευρά του κεφαλιού και μου δίνει πιο γρήγορο ρυθμό, κι όπως είμαι και άπειρη ζορίζομαι λίγο, αλλά καταφέρνω να τον ακολουθήσω. Παρόλο που έχει αρχίσει να με κουράζει, η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει, και όχι μόνο λόγω του πόσο δείχνει να το απολαμβάνει, μου αρέσει η ίδια η πράξη. Κοίτα να δεις! Συνεχίζω για λίγη ώρα έτσι και τον ακούω να βογκάει δυνατά και νιώθω το όργανό του να αναδεύεται μέσα στο στόμα μου. Με κρατάει ακίνητη, βογκάει ακόμα πιο δυνατά, και το όργανό του αρχίζει να κάνει σπασμούς μέσα στο στόμα μου, με κάθε σπασμό να τον συνοδεύει και μια ριπή σπέρματος και τελικά καταπίνω, γλυκούτσικο είναι, δεν έχει δυσάρεστη γεύση. Το όργανό του σταματάει να κάνει σπασμούς, έχοντας αδειάσει ό,τι ήταν να αδειάσει. Καταπίνω ό,τι έχει μείνει και τραβιέμαι απαλά.

    «Κάτσε, σου φέρνω χαρτομάντηλο από μπροστά» μου λέει.
    «Τι να το κάνω;» τον ρωτάω χωρίς να το σκεφτώ.
    «Κατάπιες;» με ρωτάει με γουρλωμένα μάτια.
    «Εσύ τι λες, να τα κράτησα για να κάνω γαργάρες;» του απαντάω και βάζει τα γέλια.
    «Είσαι μεγάλος μαλάκας!» μου λέει ακόμα γελώντας.
    «Έμαθα δίπλα στον καλύτερο» του λέω πειραχτικά.
    «Χαχαχα, αυτό ξαναπέστο»
    «Έμαθα δίπλα στον καλύτερο!» του λέω και του βγάζω τη γλώσσα.
    «Χαχαχα, είσαι όργιο!»

    Σηκώνει τη λεκάνη του και βάζει ξανά εσώρουχο και παντελόνι. Βάζω κι εγώ τη μπλούζα μου και με παίρνει στην αγκαλιά του και με σφίγγει πάνω του. Τραβιέμαι και τον κοιτάζω στα μάτια.

    «Μπορεί να είμαι όργιο αλλά είμαι και κάτι παραπάνω...» του λέω. «Είμαι η Μπίλι σου»

    Χανόμαστε και πάλι σε ένα βαθύ, ατελείωτο φιλί.

    1992
    Ιανουάριος

    «5…4…3…2…1… Χρόνια πολλά, ευτυχισμένο το 1992!!!!!»

    Κόβουμε τη βασιλόπιτα. Του σπιτιού, του Χριστού, του μπαμπά, της μαμάς, της μεγάλης Βασιλικής, μόνο οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου με φωνάζουν Μπίλι, του θείου του Κώστα, της θείας της Αρετής, του Αλέκου και της μικρής Βασιλικής. Το φλουρί πέφτει στη θεία την Αρετή και χειροκροτούμε όλοι χαρούμενοι. Το πραγματικό φλουρί σε μένα έπεσε εκείνη την όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά στη Σκιάθο. Θέλοντας χρονιάρα μέρα να κάνω το χατίρι της μητέρας μου που το έχει καημό, σήμερα φοράω το ένα από τα δύο μου φορέματα, αυτό που έχω για όταν είναι να πάμε σε κανένα γάμο ή βάφτιση. Δεν είναι ότι δεν φοράω ποτέ μου φουστάνι, εξακολουθώ ωστόσο να προτιμώ τα unisex ρούχα γιατί τα έχω συνηθίσει τόσα χρόνια και μου φαίνονται πιο βολικά. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μου πάει το φόρεμα και αυτό που βλέπω στον καθρέφτη μου αρέσει.

    Στην πρώτη δημοτικού, το μακρινό 1979, ήταν υποχρεωτικές ακόμα οι ποδιές, πρώτα καταργήθηκε για τα αγόρια και δύο χρόνια αργότερα για τα κορίτσια. Είχαμε μεγάλα δράματα, γιατί με την ποδιά δε μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο στα διαλείμματα και δε μου άρεσε καθόλου! Τα πρώτα τρία χρόνια ήταν απαίσια, και όχι τίποτε άλλο αλλά έπρεπε να κερδίσω ξανά το δικαίωμα να παίζω με τ’ αγόρια μπάλα, και στο 35ο που πήγαινα δεν ήξερα και κανέναν, όλοι οι υπόλοιποι στη γειτονιά μου πήγαιναν στο 26ο και η αλήθεια είναι ότι μέχρι που μου εξήγησαν οι γονείς μου δεν είχα καταλάβει το γιατί. Αν πήγαινα στο 26ο, μετά θα πήγαινα στο 12ο Γυμνάσιο το οποίο δεν είχε λύκειο, και τους έστελναν από εκεί στο Λόφο ή στο ΙΑ. Από το 35ο θα πήγαινα κατευθείαν στο ΙΑ για γυμνάσιο και λύκειο, διατηρώντας όσες παρέες είχα κάνει από το δημοτικό, από μακροπρόθεσμο προγραμματισμό έχω να το λέω, οι δικοί μου σκίζανε!

    Είμαι αριστερόχειρας, και στην αρχή είχαμε δράματα και σ’ αυτό καθώς η δασκάλα ντε και σώνει ήθελε να με μάθει να γράφω με το δεξί. Μουλάρωσα και η δασκάλα θεώρησε καλό να φωνάξει τους δικούς μου. Πραγματικά δεν το καταλάβαινα, κοντά στο Μάριο είχα αρχίσει να μαθαίνω και να γράφω και να διαβάζω από πέρσι, και χρησιμοποιώντας το αριστερό μου χέρι όχι απλά έγραφα πιο γρήγορα αλλά και τα γράμματά μου ήταν πολύ πιο όμορφα. Μα ο βασικότερος λόγος που είχα μουλαρώσει ήταν πως στη Μαράσλειο, που πήγαινε ο Μάριος, όταν ξεκίνησαν την πρώτη δημοτικού η δασκάλα τους τούς είχε κάνει μάθημα πως να γράφουν τα γράμματα αν χρησιμοποιούν το δεξί χέρι, και πως αν χρησιμοποιούν το αριστερό. Σε μένα δηλαδή γιατί;

    Ο πατέρας μου, αφού του είπε η δασκάλα τι συμβαίνει, ζήτησε από τη μαμά να με πάρει έξω. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να φωνάζει τόσο δυνατά και όταν βγήκανε έξω η δασκάλα ήταν σα δαρμένο σκυλί. Πήγανε στο διευθυντή του σχολείου και όταν βγήκανε έξω ο μπαμπάς μου είπε «Θα γράφεις όπως σου αρέσει καλύτερα, αγάπη μου», και αυτό ήταν! Η δασκάλα μουλάρωσε με τη σειρά της και προσπάθησε φιλότιμα να μου κάνει τη ζωή δύσκολη, στις αρχές δηλαδή, αλλά έπεσε στην περίπτωση, ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, οπότε κάποια στιγμή συμφιλιώθηκε με το «ζαβό μου» τρόπο και από το «ζαβό» έγινα το καλό παράδειγμα!

    Καθόμαστε περίπου μέχρι τις 01:00 και μετά ο καθένας από τα παιδιά έχει να βγει με την παρέα του. Αποφασίζω τελικά να μην αλλάξω και ας είναι ανοιξιάτικο το φόρεμα, φοράω παλτό από πάνω και στην τελική με αυτοκίνητο θα πάμε εκεί που έχουμε κανονίσει. Αλέκος και Βασιλική έχουν φύγει και εγώ κάθομαι περιμένοντας το Μάριο να περάσει να με πάρει. Χτυπάει το κουδούνι, του ανοίγω και περνάει μέσα. «Χρόνια πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος» λέει σε όλους και με αγκαλιάζει και φιλιόμαστε στα μάγουλα, καθώς ακόμα δεν έχουμε πει τίποτα στους δικούς μου. «Είσαι κούκλα» μου λέει ψιθυριστά. Χαιρετάει και τους γονείς μου και τους θείους μου και κατεβαίνουμε κάτω, θα περάσουμε να πάρουμε την Κατερίνα και θα πάμε στο Παλένκε, εκεί θα μας βρει ο Θανάσης, που από τον Οκτώβρη είναι το αγόρι της. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ανέβηκε και ο Νίκος με την κοπέλα του την Ντίνα, συμφοιτήτριά του στη σχολή και η οποία μένει επίσης Αθήνα, και θα έρθουν μαζί με τον Βαγγέλη και την Κλαίρη.

    «Πώς και με φόρεμα;» με ρωτάει η Κατερίνα.
    «Καλά έκανε, είναι κούκλα!» υπερθεματίζει ο Μάριος.
    «Γιατί, είπα εγώ τίποτα;» του ανταπαντάει.
    «Λόγω της ημέρας» τους λέω «μη σας ανοίγει όρεξη»
    «Τώρα πάει, πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή!» με πειράζει ο Μάριος.
    «ΜΜΜΜΜΜ» του κάνω βγάζοντας τη γλώσσα μου.
    «Είστε όργια» λέει γελώντας από πίσω η Κατερίνα.
    «Πώς της επιτρέπεις να λασπολογεί έτσι;» ρωτάει ο Μάριος.
    «Τι να την κάνω που την αγαπάω;»

    Είναι πολύ όμορφα στο Παλένκε, έχει πολύ όμορφο πρόγραμμα κυρίως Λάτιν αλλά βάζει και Disco και Rock’n’Roll και τότε είναι που σηκωνόμαστε να πάμε να χορέψουμε κι εμείς. Κάποια στιγμή βάζει ταγκό και σηκώνονται δύο-τρία ζευγάρια να χορέψουν. Έχω γείρει στην αγκαλιά του Μάριου και τα θαυμάζω, είναι τόσο όμορφα!

    «Ουφ ζηλεύω» του λέω.
    «Είναι υπέροχος χορός» μου λέει συμφωνώντας και συνεχίζει «αλλά προτιμώ τη Μπίλι μου που με χορεύει στο ταψί!»
    «Χαχαχα, εγώ σε χορεύω στο ταψί βρε αθεόφοβε;»
    «Που λέει ο λόγος βρε μωρό μου!»
    «Άχουτο, με είπε μωρό μου πάλι!»
    «Τι μαλάκας είσαι» λέει κι επιστρέφουμε γελώντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
    «Ο ρομαντισμός θα μας φάει!»
    «Στο λαιμό να του κάτσουμε! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου» μου λέει και με χαϊδεύει τρυφερά.
    «Και κανείς σαν τον Μάριο μου» του λέω και χάνομαι στα μάτια του.

    Το ΠΣΚ έχουμε κανονίσει ομαδική εκδρομή στο Πήλιο, όλα τα ζευγάρια. Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα, εγώ ο Μάριος, η Κατερίνα και ο Θανάσης με το αυτοκίνητο του Μάριου, οι γονείς του πήραν καινούργιο και του άφησαν το παλιό, μια δίπορτη Zetta του 1985, και Νίκος, Ντίνα, Βαγγέλης και Κλαίρη με το αυτοκίνητο της Ντίνας. Είναι η πρώτη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί. Στη Σκιάθο ο Βαγγέλης με την Κλαίρη ήταν ζευγάρι, οπότε αναγκαστικά εγώ και η Κατερίνα μοιραζόμασταν το ένα δωμάτιο και ο Μάριος με το Νίκο το άλλο, και ούτε καταφέραμε να πάμε και αυτή τη ρημάδα τη διήμερη στο Ναύπλιο. Δε βαριέσαι, το «κάλιο αργά παρά ποτέ» είχε γίνει το μότο της σχέσης μας.

    Δεν έχουμε προχωρήσει περισσότερο από όσο πήγαμε εκείνη τη βραδιά πίσω από τα εργοστάσια, αλλά παρόλο που δε μας έχει δοθεί ακόμα η ευκαιρία, νιώθω πλέον έτοιμη για το επόμενο μας βήμα. Ουσιαστικά ο μόνος λόγος που δεν το έχουμε κάνει ακόμα είναι γιατί ούτε ο Μάριος ούτε κι εγώ θέλουμε να γίνει στο αυτοκίνητο ή σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο της μιας βραδιάς, «γαμηστρώνα» που λέει και ο ίδιος. Θα μου πεις τα σπίτια τι τα έχουμε, αλλά από εκείνη την ημέρα που παραλίγο να με τσακώσει η μητέρα μου γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο, τα πιο προχωρημένα μας παιχνίδια τα κάνουμε μόνο στις βραδινές μας εξόδους τις Παρασκευές ή τα Σάββατα, και πάντα στο αυτοκίνητο, εκεί στα εργοστάσια της Τσαλαβούτα. Δεν βολεύει και πολύ στο αυτοκίνητο αλλά better safe than sorry, σπίτι μόνο χαμούρεμα και αυτό φορώντας όλα μας τα ρούχα. Καλά το λένε, όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.

    Χμμμ… τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια! Στα τέλη του Νοέμβρη σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει ένας συμφοιτητής, του είχα κάνει πίπα στην τουαλέτα. Είχαμε πάει με το Θανάση και την Κατερίνα και μιας και ο Μάριος δεν οδηγούσε εκείνη την μέρα, τα είχαμε κοπανίσει λίγο παραπάνω. Είχε βάλει slow και όπως λικνιζόμασταν με τον Μάριο, αρχίσαμε το μπαλαμούτι. Βάλε το χάδι του στα στήθη μου, βάλε την έξαψη του ότι αυτό γινόταν δημόσια, έστω και στα σκοτάδια, βάλε και ότι ήμουν στη δεύτερη μέρα της περιόδου μου και με απίστευτες ορέξεις, δεν ήθελε και πολύ. Βασικά για άλλο σκοπό είχα πάει τουαλέτα, να κατουρήσω ήθελα, αλλά όταν μπήκε μαζί μου και ο Μάριος και έκλεισε την πόρτα στριμώχνοντάς με πάνω της, τα ξέχασα όλα.

    Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και σήκωσε σχεδόν βίαια τη μπλούζα και το σουτιέν και άρχισε να μου μαλάζει δυνατά τα στήθη, και παρόλο που ήταν ευαίσθητα λόγω της περιόδου -ή ίσως εξαιτίας του- το έκανε ακόμα πιο ερεθιστικό. Μετά γύρισε και ακούμπησε εκείνος την πλάτη του στην πόρτα και με γύρισε κι εμένα προς την πλάτη, φιλώντας με στο σβέρκο και χουφτώνοντάς με ακόμα πιο δυνατά. Πέρασα το χέρι μου προς τα πίσω και άρχισα να του χαϊδεύω το όργανο πάνω από το παντελόνι. Σταμάτησε ίσα ίσα για να το ξεκουμπώσει, και έτσι κατάφερα να περάσω το χέρι μου από μέσα, βγάζοντάς τον από το εσώρουχό του, και άρχισα να του τον παίζω. Με σταμάτησε και αφού με γύρισε προς το μέρος του, με πίεσε απαλά στους ώμους προς τα κάτω. Ήταν η πρώτη φορά που μου το ζήτησε ενεργητικά, μέχρι τότε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία να τον πάρω στο στόμα μου και… και καύλωσα… καύλωσα απίστευτα!

    Γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου, και με την εξάσκηση είχα βελτιώσει και την τεχνική μου, δεν μπορούσα να τον πάρω ακόμα όλο στο στόμα μου, αλλά μπορούσα να τον πάρω αρκετά πιο βαθιά από την πρώτη φορά. Συνήθως με άφηνε να δώσω εγώ το ρυθμό και με γράπωνε από το κεφάλι μόνο προς το τέλος, αλλά εκείνη την ημέρα όλα ήταν διαφορετικά. Δεν μου πήρε ούτε μερικά λεπτά για να τον κάνω να τελειώσει και ευτυχώς που είχε μπει ξανά πιο γρήγορη μουσική γιατί θα ακουγόταν. Κατάπια, σηκώθηκα, με φίλησε, και τον έτζασα με συνοπτικές διαδικασίες, γιατί καλή η πίπα και μου άρεσε που του άρεσε, αλλά για άλλο σκοπό είχα πάει αρχικά στην τουαλέτα και κόντευα να σκάσω!

    Το μέρος που έχουμε κλείσει δεν είναι ακριβώς ξενοδοχείο. Είναι ένα μεγάλο δίπατο με μπαρ, μεγάλη σάλα και τζάκι στον ισόγειο και από την κεντρική σκάλα ανεβαίνεις πάνω και έχει περιμετρικά οχτώ μεγάλα δωμάτια, το καθένα με το δικό του τζάκι, ιδιωτικό μπάνιο και μικρό μπαλκόνι. Είναι ψηλά στο βουνό και από κάτω βλέπεις, σαν σε πιάτο, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Αύριο το πρωί θα πάμε στις Μηλιές και το απόγευμα θα κατέβουμε στο Βόλο, αλλά σήμερα πρώτη μέρα θα κάτσουμε εκεί.

    Εδώ και ένα μήνα έχω αρχίσει κι εγώ τα μαθήματα για να βγάλω δίπλωμα αλλά ο Μάριος το έχει κάνει από πέρσι και είναι και καλός οδηγός. Παρά το γεγονός ότι το αυτοκίνητό τους είναι πειραγμένο, σιγά μη το άφηνε ο κύριος Ανδρέας έτσι, ο Μάριος δεν είναι ούτε νευρικός, ούτε τρέχει, σε όλο το ταξίδι μια φορά το άνοιξε για να μας δείξει ότι πάει μέχρι 170 και μετά έκοψε, δεν πήγε πάνω από 120. Οι άλλοι, μάθαμε αργότερα, το έκαναν σερί, εμείς αντιθέτως πήγαμε με την ησυχία μας, κάνοντας στάση για καφεδάκι στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο ίδιο μέρος που είχαμε πιει και τους καφέδες μας τον Αύγουστο πριν επιβιβαστούμε στο καράβι για Σκιάθο. Όταν φτάσαμε αργά το απόγευμα στο ξενοδοχείο, βρήκαμε τους άλλους τέσσερεις στη σάλα μπροστά από το τζάκι.

    Καθόμαστε και πίνουμε τους καφέδες μας και μετά τρώμε κιόλας, στον ξενώνα που είμαστε σερβίρουν και τα τρία γεύματα, και κατά το βραδάκι όλα τα ζευγάρια ανεβαίνουμε στα δωμάτιά μας. Μπήκα πρώτη στο μπάνιο εγώ για να κάνω ένα ντουζάκι και όταν βγήκα ακολούθησε και ο Μάριος. Έχει ζέστη μέσα στο δωμάτιο οπότε ντύνομαι με ένα απλό φανελάκι από πάνω, χωρίς σουτιέν και με ένα μποξεράκι από κάτω, τα λατρεύω τα μποξεράκια γιατί έχουν ταυτόχρονα ρόλο κοντού σορτς και εσώρουχου, αλλά κυρίως γιατί τονίζουν τα οπίσθιά μου και ο Μάριος λατρεύει το θέαμα.

    «Μου αρέσει που τα έχεις αφήσει να μακρύνουν λίγο παραπάνω» μου λέει βγαίνοντας από το μπάνιο και βλέποντάς με να στεγνώνω τα μαλλιά μου. Η αλήθεια είναι ότι στα δικά μου μάτια έχουν παραμακρύνει.
    «Να τα αφήσω κι άλλο, λες;»
    «Αν θέλεις… αλλά εμένα μου αρέσουν πολύ σ’ αυτό το μήκος που είναι τώρα!»
    «Χμμμ…» λέω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη σκεπτική και φυσάω ένα τσουλούφι που μου πέφτει μπροστά. Έχω σκούρο ξανθό μαλλί και μετά από επιμονή της Κατερίνας είχα αλλάξει το κοντό à la garçon σε πιο μακρύ στυλ pixie και η αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο που είχε φαγωθεί, μου πήγαινε πολύ με το σχήμα προσώπου που έχω.
    «Και μπορώ να σε γραπώνω πιο εύκολα, αυτό που το πας;»
    «Δικέ μου την πάτησες, ε! Έκλεισες τάφο ρε; Εμένα ένας που είπε ότι θα με γραπώσει τον έκανα αφίσσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ' τον τοίχο» του λέω αντιγράφοντας τον Μίκη από το The Kopanoi, το είχαμε δει πριν κανένα μήνα στο βίντεο και δε μας είχε μείνει άντερο.
    «Μη μου λες τέτοια και φρικάρω! Να μάθεις να μη μου λες πώς θα κουρεύεται η έτσι μου! Ποιος είσαι ρε και μας κάνεις υποδείξεις, ο Ροκαβλόν;» μου απαντάει αντιγράφοντας με τη σειρά του τον Γκόγκο, και βάζουμε και οι δύο τα γέλια.

    Έρχεται προς τα μένα και σκύβοντας από πάνω μου με φιλάει τρυφερά στο κεφάλι και μετά σηκώνεται και αρχίζει να μου κάνει απαλό μασάζ στους ώμους, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας σιγανός στεναγμός ευχαρίστησης. «ΜΜΜΜ» του κάνω και σηκώνω τους ώμους μου κλείνοντας τα μάτια και ο Μάριος παίρνοντας θάρρος από την αντίδρασή μου συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Αχ, είναι υπέροχα! «Μήπως να αλλάξεις καριέρα;» τον ρωτάω. «Θα γλιτώσεις και την εξεταστική του Γενάρη»

    «Α, ναι;» με ρωτάει με τη σειρά του. «Θέλεις να με δεις να κάνω μασάζ και σε άλλες;»
    «Εχμ! Αυτό ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφτεί!»
    «Αλλά τώρα που το λες…»
    «Δε τη λυπάσαι τη μανούλα σου που θα σε κλάψει;»
    «Ζηλιάρα!»
    «Καλά κάνω! Άντε μη σε δείρω καλά-καλά δεν ήρθαμε!»
    «Κοίτα μη σου φύγει κανένας πόντος!»
    «Έχω προνοήσει, γι’ αυτό δε φοράω ποτέ καλτσόν!»
    «Ψεύτρα, φορούσες προχθές με το φόρεμα!»
    «Τι πας και θυμάσαι κι εσύ…»
    «Ξεχνιέσαι εσύ Μπίλι μου;»
    «Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να κάνεις μασάζ σε άλλες!»
    «Εγώ ρε μαλάκα; Εσύ μου το πρότεινες, και θα γλιτώσω και την εξεταστική, αυτό που το πας;»
    «Αυτό ήταν, θα σε δείρω τώρα!» του λέω και σηκώνομαι και του ορμάω και -κλασσικά εικονογραφημένα- μετά από μια σύντομη πάλη βρίσκομαι ανάσκελα στην παχιά φλοκάτη, με το Μάριο από πάνω μου.
    «Παραδίνεσαι;»
    «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι» του λέω παλεύοντας να ξεφύγω αλλά καταφέρνει και με ακινητοποιεί, και δε μου είχε διαφύγει από τότε που αρχίσαμε να παίζουμε και πάλι «ξύλο» πόσο μας ερέθιζε και τους δύο όταν το έκανε αυτό.
    «Είσαι στο έλεός μου, μουαχαχαχα» κάνει γελώντας σατανικά και το κωλόπαιδο μου στρίβει τις ρόγες, και ήμουν με ένα απλό φανελάκι, κάνοντάς με να τσιρίξω, δεν το περίμενα καθόλου, και ο γάιδαρος βάζει τα γέλια χωρίς ούτε στιγμή να πάψει να με κρατάει βιδωμένη στην απαλή φλοκάτη.

    Σταματάει και μου βάζει τα χέρια πίσω και σκύβει πάνω μου και με φιλάει παθιασμένα, κάνοντάς με μούσκεμα, πραγματικά όμως! Συνεχίζοντας να με κρατάει ακίνητη, αρχίζει και με φιλάει και με δαγκώνει στο σαγόνι, και μετά στο λαιμό, και συνεχίζει δαγκώνοντας τα στήθη μου πάνω από το φανελάκι, κάνοντάς με να ξεφωνίσω, και όχι γιατί πόνεσα! Που πόνεσα δηλαδή, αλλά το ξεφωνητό μόνο πόνου δεν είναι. Μου σηκώνει τη φανέλα προς τα πάνω και αρχίζει και με φιλάει στην κοιλιά, και αφήνοντας τα χέρια μου τελείως ελεύθερα, μου χουφτώνει και ξεκινάει να μαλάζει ταυτόχρονα και τα δυο μου στήθη. Κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά και χωρίς να σταματήσει να με χουφτώνει, κατεβαίνει ανάμεσα στα πόδια μου και με χουχουλιάζει πάνω από το ύφασμα και… σταματάει.

    «Μη σταματάς» του λέω με κομμένη την ανάσα. «Μη σταματάς σε παρακαλώ»
    «Δεν σκοπεύω» μου λέει χαμογελαστός και προς στιγμή μπερδεύομαι. Σηκώνεται και με βοηθάει να σηκωθώ. «Όχι στη φλοκάτη, όμως!»

    Ξαπλώνω στο κρεββάτι και έρχεται από πάνω μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου με ξετρελαίνει, τον αρπάζω και τον τραβάω προς το μέρος μου και φιλιόμαστε παθιασμένα, οι γλώσσες μας σχεδόν παλεύουν στις άκρες των χειλιών μας. Σταματάει το φιλί, με ανασηκώνει και σηκώνω κι εγώ τα χέρια μου, βοηθώντας τον να μου βγάλει το φανελάκι. Σταματάει για λίγο, κλείνει το φως του δωματίου και ανάβει το πορτατίφ. Από πάνω είναι γυμνός και από κάτω φοράει το μποξεράκι με τον Ταζ που του έκανα δώρο μια μέρα που είχα πάει ψώνια με την Κατερίνα, το ερωτεύτηκα με το που το είδα!

    Αρχίζει και με φιλάει στο λαιμό και στα αυτιά και χαμηλώνει και πάλι προς τα στήθη μου, αλλά αυτή τη φορά είναι πιο τρυφερός, το δάγκωμά του είναι πιο απαλό, το χάδι της γλώσσας του πιο γλυκό. Πιπιλάει για λίγη ώρα τη ρόγα του ενός μου στήθους και μετά κάνει το ίδιο και στην άλλη, και όταν τελειώνει ξεκινάει να κατεβαίνει προς τα κάτω γλείφοντας και πιπιλώντας μου την κοιλιά. Φτάνει λίγο πάνω από το μποξεράκι μου, κοντοστέκεται για μερικές στιγμές και πάει να το κατεβάσει. Ανασηκώνω τη λεκάνη μου για να τον βοηθήσω και λίγες στιγμές αργότερα, για πρώτη φορά, βρίσκομαι τελείως γυμνή μπροστά του.

    Με γλείφει στην κορυφή της ήβης και κατεβαίνει πιο χαμηλά αλλά δεν πηγαίνει εκεί που λαχταρώ, αντιθέτως πιπιλώντας στο σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, κατεβαίνει σιγά σιγά, πότε φιλώντας, και πότε δαγκώνοντας, στο εσωτερικό των μηρών, και μετά πιο κάτω, μέχρι που φτάνει σχεδόν στα πόδια μου. Μου σηκώνει το πόδι και μου φιλάει τρυφερά την πατούσα και μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Μου γελάει και εκείνος και μετά παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του και κάνει το ίδιο, και ακολουθώντας ανάποδη φορά, φτάνει ξανά ανάμεσα στα πόδια μου. Νιώθω τη γλώσσα του πάνω στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένας δυνατός στεναγμός, στεναγμός που γίνεται ακόμα πιο δυνατός, όταν αρχίζει να παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα.

    Φέρνω τα χέρια μου στο κεφάλι του και του σφίγγω τα μαλλιά, κάνοντας να κολλήσει το πρόσωπό του πάνω μου. Με χουχουλιάζει και η καυτή του ανάσα στα χαμηλά μου, κάνει το σώμα μου να τεντωθεί άθελά μου σαν τόξο. Τον θέλω! Τον θέλω μέσα μου! Είμαι η Μπίλι του, είναι ο Μάριος μου, θέλω να είναι ο πρώτος μου, ο πρώτος που θα περάσει το άβατο των άβατων.

    «Σε θέλω… σε θέλω μωρό μου… σε θέλω… σε θέλω μέσα… μέσα μου»
    «Κι εγώ σε θέλω Μπίλι μου… σ’ αγαπάω!»
    «Ναι… είμαι η Μπίλι σου… κάνε με δική σου…»

    Σηκώνεται για λίγο και πάει στην τσάντα του και βγάζει ένα κουτί προφυλακτικά και το ανοίγει. Σαν κάτι να σκέφτεται και πηγαίνει προς το μπάνιο, γυρίζει με μια πετσέτα. «Σήκω λίγο μωρό μου να τη βάλουμε από κάτω» μου λέει και επιτέλους στροφάρω, είμαι παρθένα και δε θέλουμε να λερώσουμε νυχτιάτικα τα σεντόνια. Κάνω λίγο στο πλάι και μου στρώνει την πετσέτα και γυρίσω ξανά και ξαπλώνω πάνω της. Αφήνει το κουτί με τα προφυλακτικά στο κομοδίνο, και γυρίζοντας στο κρεββάτι ξαπλώνει και με φιλάει.

    Γδύνεται τελείως, φοράει προσεκτικά το προφυλακτικό, ανεβαίνει πάνω μου και ανοίγω τα πόδια μου για να τον διευκολύνω. Ξέρω ότι θα πονέσω αλλά από μικρή έχω μάθει να αντέχω, ο πόνος ποτέ δε με φόβισε. Δεν χρειάζομαι κανένα άλλο προκαταρκτικό, είμαι έτοιμη. Δεν είναι αστείο; Μπορεί να ταραζόμουν μερικές φορές στη σκέψη αλλά στην πραγματικότητα ήμουν έτοιμη από εκείνη την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά στη Σκιάθο. Δεν ξέρω τι φοβόμουν, δεν ξέρω τι περίμενα, δεν ξέρω… το μόνο που ξέρω είναι ότι τον θέλω, τον λαχταρώ. Οδηγεί το όργανό του στα χείλη μου αλλά διστάζει, φοβάται μη με πονέσει. Με κοιτάζει στα μάτια. «Είμαι έτοιμη…» του λέω απλά. Αρχίζει και σπρώχνει προσπαθώντας να μπει μέσα μου και νιώθω οξύ πόνο καθώς ο παρθενικός μου υμένας του παραδίνεται. Μου ξεφεύγει μια φωνούλα, αλλά ο πόνος δεν είναι παρά μια ιδέα, μπροστά στην πληρότητα που νιώθω εκείνη τη στιγμή, τίποτα… τίποτα δεν έχει σημασία.

    Ξεκινάει να κινείται με αργές, ρυθμικές κινήσεις και είναι τόσο όμορφο που το τσούξιμο δεν είναι παρά μια μικρή, ασήμαντη ενόχληση. Νιώθω πολύ όμορφα, πολύ τρυφερά, οι ηδονικοί στεναγμοί του κάνουν την ψυχή μου να πετάει και παρά το τσούξιμο, η αίσθηση του μέσα μου είναι…δεν ξέρω… δεν είναι τόσο έντονη όσο όταν με παίζει με τη γλώσσα του και το δάχτυλό του αλλά είναι πιο βαθιά, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς. Οι ανάσες του γίνονται κοφτές, αρχίζει να επιταχύνει και οι στεναγμοί μου συνοδεύουν τους δικούς του, και κινείται ακόμα πιο γρήγορα, και ακόμα πιο γρήγορα, μέχρι που μια στιγμή τεντώνεται και μένει ακίνητος με τα μάτια κλειστά και νιώθω το όργανό του να κάνει σπασμούς μέσα στον κόλπο μου. Του ξεφεύγει ένα παρατεταμένο «ΑΑΑΑΑΑΑΧ», σα να έχει κρατήσει την αναπνοή του, σα να έχει ξεχάσει πως εκπνέουν. Δεν τραβιέται, ανοίγει τα μάτια του και σα να βυθίζεται στα δικά μου. Του χαϊδεύω το ιδρωμένο του πρόσωπο.

    «Είμαι η Μπίλι σου»
    «Είμαι ο Μάριος σου»

    Είναι 3 του Γενάρη του 1992, δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μέρα όσο ζω.

    Απρίλιος
    Είναι 27 Απρίλη, Δευτέρα του Πάσχα, και έχω τα γενέθλιά μου, σήμερα κλείνω τα 19. Στο σπίτι μου έχουν έρθει τα ξαδέρφια μου και έχει μαζευτεί και όλη η παρέα, ακόμα και ο Νίκος με τη Ντίνα, που λόγω Πάσχα έχουν έρθει Αθήνα.

    «Να ζήσεις ρε Μπίλι και χρόνια πολλά μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μία σοφός»
    «ΦΦΦΦΦΦ» κάνω και σβήνω τα δύο κεριά που σχηματίζουν τον αριθμό 19 και όλοι χειροκροτούν ενθουσιασμένοι.

    Τρώμε την τούρτα και πάμε όλοι μαζί έξω, ανεβαίνουμε στην Κηφισιά να παίξουμε bowling. Είμαστε όλοι τελείως άσχετοι και το γέλιο που ρίχνουμε δεν λέγεται, και το κλου της βραδιάς ήταν όταν ο φουκαράς ο Αλέκος κάποια στιγμή έφυγε μαζί με τη μπάλα. Έτρεξα προς το μέρος του, ανήσυχη μεν, μην μπορώντας να συγκρατήσω τα γέλια μου δε.

    «Είσαι καλά ξαδερφούλη;»
    «Δε βαριέσαι» λέει με το αιώνιό του ατάραχο ύφος. «Έχω πάθει και χειρότερα!»

    Ήμασταν 12 χρονών εγώ, 10 η Βασιλική και 13 εκείνος και είχαμε σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, όταν ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ» και ο Αλέκος βρέθηκε στο χώμα, τα είχα χρειαστεί πολύ άσχημα. Κατέβηκα σχεδόν κουτρουβαλώντας αλλά ο Αλέκος είχε σηκωθεί και τιναζόταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Είσαι καλά;» «Εντάξει μωρέ, καλά είμαι. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω σώβρακο, αλλά εντάξει, ευτυχώς δεν πάθαμε και τίποτα»

    «Έχεις φέρει σώβρακο μαζί σου;» τον ρωτάω γελώντας ακόμα.
    «Όχι, αλλά φοράω καφέ παντελόνι» απαντάει με το αιώνιο ατάραχό του ύφος, και νομίζω ότι πρέπει να έφτυσα το συκώτι μου και ίσως και λίγο σπλήνα.

    Τους αφήνουμε Κηφισιά και φεύγουμε, για σήμερα ο Μάριος έχει σπέσιαλ πρόγραμμα, θα πάμε σε δωμάτιο με τζακούζι. Από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, εκεί στο Πήλιο, είχαμε γίνει αν όχι τακτικοί, τουλάχιστον συχνοί, πελάτες σε διάφορα «πονηρά» ξενοδοχεία ανά την Αθήνα. Σπίτια μας ακόμα δεν τολμούσαμε, εκείνο το μεσημέρι που γύρισε η μητέρα μου χωρίς να την περιμένουμε, και παραλίγο να με πιάσει στα πράσα την ώρα που του έκανα πίπα, μας είχε σημαδέψει! Ο Μάριος δεν είχε προλάβει καν να φορέσει το παντελόνι του, είχε χωθεί κάτω από το γραφείο κάνοντας ότι διαβάζει, κι εγώ είχα κάτσει αριστερά του, σκύβοντας πάνω από το γραφείο, προσπαθώντας να τον καλύψω. Αν η μητέρα μου είχε μπει μέσα στο δωμάτιο αντί να μας ρωτήσει από την πόρτα αν θα καθόταν ο Μάριος να φάει μαζί μας, θα μας είχε πιάσει με τα παντελόνια κατεβασμένα! Κυριολεκτικά!

    Εκείνο το βράδυ στο Πήλιο κάναμε άλλες τρεις φορές έρωτα και σταματήσαμε μόνο όταν ξεμείναμε από προφυλακτικά. Αναπληρώσαμε την επόμενη μέρα που κατεβήκαμε Βόλο και την Κυριακή το πρωί δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Ήταν πολύ όμορφα και μετά από αυτό, άντε βολέψου στο αυτοκίνητο! Όχι ότι δεν το είχαμε κάνει κι αυτό, ψεύτρα μην είμαι, αλλά το κρεββάτι είναι πιο βολικό και άσε τους άλλους να λένε. Και το Zeta του αν και δίπορτο, δεν το λες και μικρό, πώς στο διάολο τα βολεύουν η Κατερίνα με τον Θανάση στο Autobianchi του;

    Πάντως ομολογώ πως οι γαμιστρώνες έχουν την πλάκα τους, ειδικά όταν έχει αναμονή, κάμποσες φορές έχουμε φάει σχεδόν το μισό χρόνο σχολιάζοντας τα ζευγάρια που είδαμε κάτω, αλλά το καλύτερο ήταν τη φορά που στο διπλανό δωμάτιο ήταν δύο ζευγάρια μαζί, αντί να βγάλουμε τα μάτια μας, είχαμε στήσει αυτί και μετά ο Μάριος μου έκανε αναπαράσταση από Γερμανικές τσόντες και στο τέλος ξεχάσαμε γιατί είχαμε βρεθεί εκεί εξ αρχής. Δε βαριέσαι, είναι από τις ιστορίες που θα λες στα εγγόνια σου. Ναι, δεν θα λες ακριβώς στα εγγόνια σου, αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε.

    Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο έχει ένα μεγάλο στρογγυλό τζακούζι στη μέση. Μέχρι να γεμίσει νερό, ξεκινάμε τον πρώτο γύρο και έχουμε τέτοιες ορέξεις που το πρώτο γκολ μπαίνει σχεδόν με την έναρξη και ο Μάριος γίνεται κόκκινος σαν παντζάρι.

    “Well, this is awkward” λέει, βγάζοντας το προφυλακτικό που δεν είχε φορέσει ούτε καν ένα λεπτό πριν.
    “You better come home, Speedy Gonzales” ξεκινάω να του τραγουδάω και τον κάνω να φτύσει τα πνευμόνια του από τα γέλια.
    «Τι μαλάκας είσαι ρε αδερφάκι μου» λέει προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
    «Είναι που έχω μαθητεύσει κοντά στον καλύτερο!»
    «Μωρέ θα σε τουλουμιάσω!» μου λέει και μου ορμάει και προσπαθεί να με γυρίσει ανάποδα, ενώ εγώ παλεύω γελώντας, και που και που, τσιρίζοντας. Ναι, δε μου αρέσει να το κάνω αυτό αλλά μερικές φορές είναι υπεράνω δυνατότητας ελέγχου μου. Καταφέρνει να με γυρίσει μπρούμητα και μου σκάει μια στον κώλο που με κάνει να χοροπηδήσω.
    «Θα σε σκίσω!» του φωνάζω από κάτω.
    «Καλά, γύρνα πρώτα!» μου λέει και μου χώνει και δεύτερη και με αφήνει και εκεί συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ θέλω να μ’ αφήσει.
    «Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω τσιγκλώντας τον και καταπίνει το δόλωμα μέχρι τον οισοφάγο.

    Με ακινητοποιεί ξανά και μου ρίχνει και τρίτη και μετά τέταρτη και ο κερατάς ρίχνει δυνατές. Έλα όμως που μ’ αρέσει! Πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει; Αμ εκείνος πάει πίσω; Του έχει γίνει κατάρτι. Με αφήνει να σηκωθώ και τον αιφνιδιάζω πετώντας τον στο κρεββάτι, και του ορμάω και τον παίρνω στο στόμα μου με τέτοια μανία, που λίγη ώρα αργότερα μπαίνει και το δεύτερο γκολ. Ο Μάριος δε λέει τίποτα αλλά το όλο σκηνικό δεν του έχει διαφύγει. Το τζακούζι έχει γεμίσει, οπότε μπαίνουμε μέσα και ανοίγουμε το μηχανισμό. Δεν ξέρω τι περίμενα αλλά τελικά το τζακούζι μου φάνηκε πολύ κακό για το τίποτα. Το δωμάτιο είναι για τρεις ώρες και τη μιάμιση την περνάμε εκεί, του Μάριου του αρέσει και δε θέλω να του το χαλάσω.

    «Θέλω να δοκιμάσουμε κάτι μετά»
    «Μήπως να με μαστιγώσεις;» του λέω κάνοντας χαβαλέ.
    «Σε πείραξε; Νόμιζα ότι σου άρεσε! Ρε συ Μπίλι…» πάει να πει και τον κόβω.
    «Σε πειράζω ρε ούφο. Αμάν αδερφάκι μου ώρες-ώρες είσαι πιο αργός και από παραπληγικό σαλιγκάρι»
    «Ρε μαλάκα μερικά πράγματα δεν είναι αστεία!»
    «Εντάξει, εντάξει, συγνώμη! Όχι απλά δε με πείραξε, σου πέταξα το δόλωμα και το κατάπιες σα χάνος!» του εξομολογούμαι.
    «Τι εννοείς;»
    «Το “έκλεισες τάφο ρε;”»
    «Πουλάκι μου!!!!» μου λέει στροφάροντοντας επιτέλους.
    “I have the right to remain silent”
    «Μωρή Μεσσαλίνα! Μωρή Λουκρητία Βοργία!»
    «Τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις» τον πειράζω. «Για πες τώρα, τι θέλεις να δοκιμάσουμε;»
    «Θα δεις!» μου λέει και γελάει. «Ή μάλλον δε θα δεις!»
    «Ε;» του κάνω μην καταλαβαίνοντας.
    «Όλα εν καιρώ, σήμερα θα πληρώσεις όλες σου τις αμαρτίες!»
    «Κατούρα και λίγο ρε! ΟΧΙ ΕΔΩ!» του κάνω και βάζει τα γέλια.

    Βγαίνουμε από το τζακούζι και αφού σκουπιζόμαστε πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και ξεκινάμε το μπαλαμούτι αλλά σταματάει και σηκώνεται από το κρεββάτι.

    «Πού πας;» τον ρωτάω απορημένη αλλά αντί να μου απαντήσει, γυρνάει με τη μπλούζα του στο χέρι. Την τυλίγει και έρχεται και μου τη δένει πάνω από τα μάτια κλείνοντάς τα. Με γυρίζει μπρούμητα, μου βάζει τα χέρια μπροστά, σκύβει από πάνω μου και αρχίζει να με δαγκώνει απαλά στην πλάτη κάνοντάς με τούρμπο, αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Κατεβαίνει πιο κάτω, μέχρι που φτάνει στους γλουτούς μου, εκεί τους δαγκώνει πιο δυνατά και μετά… και μετά… μετά νιώθω τη γλώσσα του πίσω μου και μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα, κράμα καύλας και έκπληξης, η αίσθηση είναι απίστευτη! Σταματάει να με γλείφει, περνάει το χέρι του από κάτω μου, βυθίζει το μεσαίο του δάχτυλο μέσα και ξεκινάει να με παίζει. Με γυρνάει ανάσκελα και αφού παίζει για λίγο την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα του, μου βυθίζει μέσα πρώτα τον αντίχειρα και στη συνέχεια το μέσο κάνοντάς με να νιώσω σα να με περνάει ρεύμα… μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που έγινε στη συνέχεια. Κρατώντας τον αντίχειρά του μέσα στον κόλπο μου, βάζει το δείκτη του πίσω μου και εκεί δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δυνατό ηδονικό στεναγμό, και αρχίζει να τα βάζει μέσα έξω και ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και είναι …εκκωφαντικός! Με αφήνει να βρω τις ανάσες μου αλλά ούτε μια στιγμή δε βγάζει το δάχτυλό του από πίσω μου.

    «Σ’ αρέσει;»
    «Πολύ!» του απαντάω σχεδόν ξεψυχισμένα.
    «Μπίλι… θέλεις… θέλεις να δοκιμάσουμε αλλιώς;»
    «Θέλω!» του απαντάω χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό.
    «Εννοώ…» πάει να πει αλλά τον κόβω.
    «Κατάλαβα τι εννοείς. Ναι, θέλω» του λέω ξανά.

    Μην είμαι ψεύτρα, από τότε που κάναμε για πρώτη φορά έρωτα, είχα κάνει αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, τι θα έκανα αν μου ζητούσε να με πάρει από πίσω; Ήξερα ότι του άρεσαν πολύ τα οπίσθιά μου, δεν έχανε ευκαιρία να μου το λέει. Από κανονικά το είχαμε κάνει με όλους τους δυνατούς τρόπους, το κλασσικό, στα πλάγια, στα τέσσερα, ξαπλωμένη μπρούμητα, από πάνω του με πρόσωπο προς αυτόν, από πάνω του με γυρισμένη την πλάτη, μέχρι και ανάσκελα ξαπλωμένη πάνω του, το τελευταίο ήταν αξιοσημείωτα δύσκολο, του έβγαινε συνεχώς και τελικά το παρατήσαμε. Κάνοντας σεξ δεν είχα νιώσει ακόμα οργασμό αλλά δε με πείραζε, αφενός η πράξη μου άρεσε, έστω και χωρίς οργασμό, και αφετέρου ο Μάριος ποτέ δε με άφηνε χωρίς να με ικανοποιήσει, πριν ή μετά, με το στόμα του.

    Και αν είχα κάνει την ερώτηση στον εαυτό μου, ήξερα την απάντηση. Αντιδραστική ή όχι, αγύριστο κεφάλι ή όχι, ο Μάριος ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο δε μπορούσα να πω όχι, το είχε κερδίσει με το σπαθί του από τότε που ήμουν 11 χρονών κοριτσάκι, από τότε που είπε ότι προτιμάει να κάτσει μαζί μου και να μου κάνει παρέα, από το να βγει έξω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς. Από τότε που είπε ότι δεν είχε σημασία που ήμουν κορίτσι γιατί ήμουν καλύτερη απ’ όλα τ’ αγόρια μαζί. Ήταν ο Μάριος, ο Μάριος μου, αυτός που μέχρι τα 19 του δεν μπορούσε να στεριώσει σε καμιά σχέση γιατί καμία δεν του έκανε την καρδιά να χτυπήσει, γιατί καμία δεν ήταν σαν τη Μπίλι του.

    Με βάζει να ξαπλώσω μπρούμητα, μου βάζει ένα μαξιλάρι κάτω από την κοιλιά μου, και ξεκινάει να με γλείφει και πάλι από πίσω. Ανεβαίνει από πάνω μου και βυθίζει το όργανό του μπροστά μου. Δε φοράει προφυλακτικό αλλά δεν έχει σημασία, εκεί που θα μπει αργότερα δεν κινδυνεύουμε από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

    «Σ’ αγαπάω» μου λέει.
    «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου. Σ’ αγαπάω τόσο που σχεδόν με πονάει»
    «Καλομελέτα κι έρχεται» μου λέει, κάνοντας ακόμα και εκεί χαβαλέ ο αθεόφοβος. Πώς να μην είμαι ερωτευμένη μαζί του;

    Νιώθω το όργανό του πίσω μου, προσπαθεί να με ανοίξει σιγά, προσπαθώντας να με πονέσει όσο λιγότερο γίνεται. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δόντια μου, με πιέζει πιο έντονα, ο πόνος αυξάνεται απότομα και ξαφνικά ο σφικτήρας μου υποχωρεί και δεν μπορώ να πνίξω ένα βογγητό. «Μη σταματάς» του λέω ψιθυριστά, δε θέλω να φοβηθεί και να σταματήσει, θέλω να του δώσω αυτό που ζητάει. Αρχίζει με σιγανές ρυθμικές κινήσεις και ο πόνος σταδιακά υποχωρεί, χάνεται στο βάθος και γίνεται μια απλή ενόχληση. Αρχίζει να κινείται πιο γρήγορα, νιώθω την ανάσα του καυτή στο σβέρκο μου και η ενόχληση γίνεται ευχαρίστηση και η ευχαρίστηση γίνεται ηδονή, τα βογγητά μου παύουν να είναι βογγητά πόνου, γίνονται απόλαυσης.

    Σταματάει και τραβιέται από μέσα μου αλλά πριν προλάβω να τον ρωτήσω γιατί σταμάτησε, μου ζητάει να κάτσω στα τέσσερα. Κάνω αυτό που θέλει, τον ξαναβάζει μέσα μου και ο πόνος επιστρέφει για μερικές στιγμές. Αρχίζει και κινείται πάλι αργά και μου ξεφεύγει ένας στεναγμός πόνου κι ευχαρίστησης. Με γραπώνει από τους γλουτούς και τον βυθίζει μέσα μου όσο πάει και δεν μπορώ να πνίξω μια μικρή κραυγή πόνου και σταματάει. «Μη σταματάς» του λέω και αρχίζει και κινείται και πάλι. Αφήνει τους γλουτούς μου και με πιάνει από τη μέση και αρχίζει να επιταχύνει και το αίσθημα ηδονής μου επιστρέφει και πάλι. Μου ρίχνει μια σιγανή σφαλιάρα στον αριστερό γλουτό και το «ΜΜΜ» που μου βγαίνει είναι απόλαυσης. Ρίχνει και δεύτερη, και τρίτη, σταματάει, με γραπώνει από τους ώμους και καρφώνεται και πάλι μέσα μου, κάθεται ακίνητος μερικές στιγμές και ξεκινάει και πάλι, επιταχύνοντας το ρυθμό του.

    Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα συμβεί με αυτό τον τρόπο αλλά έχω γίνει πύραυλος, όσο αυξάνει το ρυθμό του και τη δύναμη με την οποία μπαινοβγαίνει μέσα μου, τόσο αυξάνεται και η ένταση των δικών μου στεναγμών. Ο ρυθμός του έχει γίνει φρενήρης και πάνω στο κρεσέντο κοκκαλώνει μέσα μου και τελειώνει βογκώντας δυνατά. Τραβιέται από μέσα μου και μου ρίχνει μια τελευταία σιγανή στον αριστερό γλουτό. Ξαπλώνει δίπλα μου και κάνει να μ’ αγκαλιάσει. «Εχμ, μισό λεπτάκι, με ειδοποιούν απ’ το control!» του λέω και φεύγω σίφωνας για το μπάνιο. Δε λέω, ωραίο ήταν, αλλά στο τέλος ένιωσα σα να μου κάνουν κλύσμα. Γελάω στη σκέψη, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αφού τελειώνω, κάνω ένα γρήγορο ντουζ και επιστρέφω στο κρεββάτι τυλιγμένη σε μια πετσέτα και έχουμε αλλαγή βάρδιας. Κάνει και αυτός το ντουζάκι του και επιστρέφει.

    «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» με ρωτάει.
    «Θα σε δείρω;» τον ρωτάω πειρακτικά.
    «Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει στο ίδιο ύφος. «Αυτό… αυτό που κάναμε, το φαντασιώνομαι εδώ και πολλά χρόνια!»
    «Κάπως δεν εκπλήσσομαι καθόλου, καλά σε είχα κόψει για μεγάλο μαλάκα!» του λέω και βάζει τα γέλια.
    «Είσαι απίθανη ρε Μπίλι» μου λέει ακόμα γελαστός.
    «Γι’ αυτό μ’ αγαπάς!»
    «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»

    Μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της, και είναι η πιο υπέροχη αγκαλιά του κόσμου γιατί κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου. Είναι δικός μου και είμαι δική του, είναι ο Μάριος μου και είμαι η Μπίλι του.

    2007
    Με το Μάριο χωρίσαμε στα τέλη του 1996 και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα κάνει μέχρι τότε στη ζωή μου. Κέρδισε υποτροφία για μεταπτυχιακά στο MIT, δε μπορούσε να πει όχι, και όσο και αν με πόνεσε, δεν θα τον άφηνα να πει όχι. Μου στοίχησε ο χωρισμός μας, μου στοίχησε πολύ, δεν έχασα μόνο το αγόρι μου, έχασα μαζί και τον καλύτερό μου φίλο, τον άνθρωπο που από τα πέντε μου ήμασταν συνέχεια μαζί. Ήταν αφόρητο, αποφασίσαμε τελικά να διακόψουμε τελείως τις επαφές γιατί ήταν μια πληγή που δεν έκλεινε. Μάθαινα νέα από τους γονείς του, κάποια στιγμή παντρεύτηκε και έκανε και μια κορούλα. Την ονόμασε Χριστίνα-Βασιλική, όταν το έμαθα έκλαψα όσο δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου.

    Προχώρησα κι εγώ τη ζωή μου αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που ήταν ο Μάριος πριν τα φτιάξουμε, καμία μου σχέση δε στέριωνε. Στον πανικό και την απελπισία μου έκανα το μεγαλύτερο λάθος και ταυτόχρονα το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει ως τώρα στη ζωή μου, παντρεύτηκα και έκανα κι εγώ κόρη, την Μαριάννα, που βαφτίστηκε ως Άννα-Μαρία. Δεν ξέρω αν το έμαθε ποτέ, όπως το έμαθα κι εγώ για το όνομα της δικής του κόρης, και ποτέ δε γύρεψα να το ανακαλύψω, άλλωστε είχα πάψει να μαθαίνω νέα του από τη στιγμή που οι γονείς του, συνταξιούχοι πια, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Ζάκυνθο, τον τόπο καταγωγής του πατέρα του.

    Μπορεί ο γάμος μου να ήταν λάθος αλλά δεν το μετανιώνω, δε θα είχα αλλιώς στη ζωή μου το αγγελούδι μου. Αν και τον Ανδρέα τον πλήγωσε πολύ ο χωρισμός μας, το διαζύγιο βγήκε φιλικά, και έχω να το λέω, είναι τύπος και υπογραμμός, πολύ καλός πατέρας και πάντα συνεπής. Παντρεύτηκε ξανά πριν από δύο χρόνια και εδώ και ένα χρόνο η Μαριάννα έχει και αδερφούλη, τον Πάρη, και πέντε χρονών σκατό, έχει πάρει το ρόλο της μεγάλης αδερφής πολύ στα σοβαρά. Ο Ανδρέας την έχει δύο σαββατοκύριακα και μία εβδομάδα το μήνα καθώς και ένα μήνα το καλοκαίρι. Από τότε που γεννήθηκε ο Πάρης τον παρακάλεσα να την έχει και μια έξτρα εβδομάδα τα Χριστούγεννα για να τα περνάει η Μαριάννα μαζί με το αδερφάκι της, και ο Ανδρέας μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα από τη χαρά του, με συγκίνησε ο άτιμος.

    Έκανα μεταπτυχιακά κι εγώ, στο École Polytechnique Fédérale στη Λοζάνη, αλλά μετά το διδακτορικό γύρισα πίσω. Δουλεύω σε μια μεγάλη κατασκευαστική αλλά αρνήθηκα να ακολουθήσω την καριέρα του manager, προτεραιότητα στη ζωή μου πλέον έχει η Μαριάννα, και θέλω να τη μεγαλώσω εγώ και ο πατέρας της -και ας είμαστε χωρισμένοι- και όχι οι γονείς μου. Βέβαια δε μου κακοπέφτει που την έχουν τα πρωινά και πηγαίνουν και την φέρνουν εκείνοι από τον παιδικό σταθμό, αλλά το αργότερο 18:00 κάθε μέρα σχολάω και γυρνάω σπίτι.

    Όσο ήμουν στη Λοζάνη οι γονείς μου έδωσαν αντιπαροχή το σπίτι, και το ίδιος έκανε και ο διπλανός μας, και στη θέση τους χτίστηκε μια μεγάλη, μοντέρνα πολυκατοικία, με είσοδο από δύο δρόμους. Ακόμα και τώρα μου λείπει το παλιό μας σπίτι με την αυλή του και τον κηπάκο με τη λεμονιά και τις τριανταφυλλιές, αλλά τέλος πάντων, δε θέλω να γίνω συναισθηματική γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά και ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το κλάμα. Πήραμε αντιπαροχή δύο διαμερίσματα και δύο θέσεις parking, οι δικοί μου μένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενώ εγώ και η κόρη του γείτονα έχουμε πάρει τα δύο ρετιρέ. Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, όταν γυρίσω στο σπίτι το απόγευμα σκοπεύω να πάω να κάτσω έξω στη βεράντα. Είναι τέλη Ιούνη και ο καιρός είναι ακόμα γλυκός, δεν έχουν πιάσει οι ζέστες. Θα φάω και μετά θα βγω έξω να πιώ το κρασάκι μου διαβάζοντας.

    Το απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, πηγαίνω στο super market, σήμερα με έπιασε η όρεξη να φάω γαριδομακαρονάδα και δεν έχω γαρίδες. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω αλλά τελικά γεμίζω ένα καρότσι, καλά το λένε, μην πας να κάνεις ποτέ ψώνια πεινασμένη! Είμαι στο διάδρομο με τα ρύζια και τα κοιτάζω και αναρωτιέμαι μήπως αντί για μακαρονάδα να φάω τελικά κινέζικο, όταν ακούω μια φωνή να λέει το όνομά μου, μια φωνή που με κάνει να κοκαλώσω. Είναι μια φωνή που έχω να την ακούσω έντεκα ολόκληρα χρόνια, μια φωνή που δε θα ξεχάσω ακόμα και αν δεν την ακούσω ποτέ ξανά όσο ζω.

    «Μπίλι;»

    Δε μπορεί! Δε γίνεται. Γυρίζω και τον κοιτάζω μην πιστεύοντας στα μάτια μου. Ο γελαστός άνδρας που με κοιτάζει είναι ο Μάριος!

    «Μάριε;» του λέω με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό μου.
    «Αυτοπροσώπως» μου λέει ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
    «Τι κάνεις;» τον ρωτάω τελικά, ενώ χίλιες ερωτήσεις γυρνάνε μέσα στο κεφάλι μου.
    «Καλά είμαι. Δεν το ξέρεις ε; Που να το ξέρεις. Έχω γυρίσει εδώ και μερικούς μήνες Ελλάδα, διδάσκω στη σχολή μας»
    «Δεν… δεν είχα ιδέα. Τι κάνεις; Τι κάνει η γυναίκα σου και η κόρη σου;»
    «Ναι…» μου λέει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Έχουμε χωρίσει… δηλαδή τι χωρίσαμε, με παράτησε και εξαφανίστηκε… και δεν είναι ότι παράτησε μόνο εμένα, παράτησε και την κόρη μας, να φανταστείς την επιμέλεια την πήρα ερήμην της»
    «Ωχ μωρέ Μάριε, πολύ λυπάμαι» του λέω στεναχωρημένη.
    «Δε βαριέσαι. Βέβαια μου χάλασε και λίγο τα σχέδια, για να μην έχω το άγχος μην εμφανιστεί ξαφνικά σα φάντης μπαστούνι, πήρα τη Χριστίνα και γυρίσαμε Ελλάδα… αλλά τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω»
    «Τι είναι αυτά που λες ρε Μάριε, άκου με ζαλίζεις. Πού είναι η κόρη σου τώρα;»
    «Διακοπάρει με τους παππούδες της στο νησί, πριν μια εβδομάδα την πήγα»
    «Μάριε… άκου… αν δεν έχεις να κάνεις κάτι, γιατί δεν έρχεσαι να φάμε μαζί, να κάνουμε και catch-up?»
    «Δεν έχω να κάνω κάτι» μου λέει με πρόσωπο που λάμπει και πάλι. «Αλλά σίγουρα δε σε βάζω σε κόπο;»
    «Θα σου έλεγα τι μαλάκας είναι, αλλά αυτό πάλιωσε» τον πειράζω και βάζει τα γέλια. «Και θα δεις και τον Ηλία και την Άννα»
    «Τι κάνουν οι δικοί σου;»
    «Θα σου τα πουν οι ίδιοι!» του απαντάω. «Λοιπόν, τέλειωσες με τα ψώνια σου;»
    «Όχι αλλά δε γαμιέται, καλά είμαι! Εσύ;»
    «Εγώ προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα πάρω ρύζι να κάνω τις γαρίδες με κινέζικο ή να τις φτιάξω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα!»
    «Κάτσε, σπίτι σου θα φάμε;»
    «Γιατί, φοβάσαι μη σε δείρω πάλι;» τον ρωτάω πειράζοντάς ξανά και βάζει ξανά τα γέλια.
    «Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει, ακόμα γελαστός.

    Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι η καρδιά μου δεν έκανε χίλιες τούμπες μέσα στα στήθη μου. Δεν είχα πάψει ποτέ να τον σκέφτομαι, δεν είχα πάψει ποτέ να τον αγαπάω… δεν είχε πάψει ποτέ να μου λείπει. Είχε γκριζάρει, φορούσε γυαλάκια, αλλά στα μάτια μου ήταν ακόμα ο ίδιος. Κι εγώ μεγάλωσα, πλέον δε φοράω αμιγώς unisex ρούχα -αν και εξακολουθώ να προτιμώ τα παντελόνια- και εδώ και αρκετά χρόνια φοράω γόβες, βάφομαι, βάφω τα νύχια μου και καμιά φορά και τα μαλλιά μου. Κούρεμα ποτέ δεν άλλαξα, ακόμα έχω το pixie που με είχε φάει να κάνω η Κατερίνα.

    Όταν φτάσαμε σπίτι Ηλίας και Άννα δεν ήταν εκεί, κάπου είχαν ξεπορτίσει τα πουλάκια μου. Είπα στον Μάριο να βάλει το αυτοκίνητό του στη θέση του δικού μου και εγώ πάρκαρα στη θέση των γονιών μου, όταν ερχόντουσαν ας με παίρναν τηλέφωνο.

    «Πόσα χρόνια είχα να περάσω από τη γειτονιά, δε θα την αναγνώριζα» μου είπε ο Μάριος, κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο του, και ερχόμενος στο δικό μου, για να με βοηθήσει να πάρω πάνω τα ψώνια.
    «Οι μονοκατοικίες μας με τις αυλές τους και τους κήπους έγιναν πολυκατοικίες. Ξέρεις, το σκεφτόμουν πριν, ακόμα μου λείπει το παλιό μου σπίτι»
    «Κι εμένα» μου είπε ο Μάριος. «Καμιά φορά θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια και η νοσταλγία είναι σχεδόν αφόρητη»

    Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μου και ο Μάριος βλέπει τις φωτογραφίες της Μαριάννας και πλέον έχω και του Πάρη. Έχουμε φωτογραφίες και εγώ με τον Ανδρέα και τη Μαριάννα αλλά και φωτογραφίες της Μαριάννας με τον Ανδρέα, τον Πάρη και την Αλεξάνδρα, τη δεύτερη γυναίκα του, και ο Μάριος μπερδεύεται.

    «Πάμε να μου κάνεις παρέα να μαγειρέψω και θα σου λύσω όλες τις απορίες» του λέω. Πάμε στην κουζίνα και βάζω τα πράγματα στα ντουλάπια. «Παντρεύτηκα τον Ανδρέα το 2001 και το 2002 κάναμε τη Μαριάννα»
    «Μαριάννα;» ρωτάει ο Μάριος.
    «Άννα-Μαρία τη βαφτίσαμε»
    «Α, Μαρία λένε την άλλη γιαγιά;»
    «Όχι, Μάριο λέγανε τον πρώτο μου έρωτα και καλύτερό μου φίλο»
    «Μήπως εγώ είμαι καλύτερος; Η Χριστίνα… η Χριστίνα έχει βαφτιστεί Χριστίνα-Βασιλική»
    «Το ξέρω, μου το είπαν οι δικοί σου. Όσο είχα κλάψει όταν χωρίσαμε άλλο τόσο έκλαψα όταν έμαθα πως έχεις ονομάσει την κόρη σου. Τέλος πάντων, ο γάμος μου με τον Ανδρέα μπορεί να ήταν λάθος αλλά δεν το μετάνιωσα. Δυο χρόνια αφού χωρίσαμε εκείνος παντρεύτηκε ξανά, αυτή που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Αλεξάνδρα. Πέρσι έκαναν και παιδάκι, τον Πάρη. Με τον Ανδρέα χωρίσαμε πολύ φιλικά και έχουμε πολύ καλή επαφή και επικοινωνία, οπότε στο σπίτι έχω φωτογραφίες και από τις δύο οικογένειες που έχει πλέον η Μαριάννα»
    «Μπράβο σας ρε Μπίλι. Μακάρι και η Liz να είχε έστω και το 1/100 από τα δικά σου μυαλά. Με παράτησε με ενός χρόνου παιδί ρε φίλε, η Χριστίνα δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει τη μάνα της. Τέλος πάντων»

    Φτιάχνω το φαγητό και του προτείνω να πάμε να κάτσουμε στη βεράντα. Τρώμε και πίνουμε το κρασί μας προσπαθώντας να κάνουμε catchup μετά από σχεδόν 11 χρόνια. Κάποια στιγμή η κουβέντα γυρίζει ξανά στα τέλη του 1996 και το χωρισμό μας.

    «Μου στοίχησε πολύ ρε Μπίλι» μου λέει. «Πόσες και πόσες φορές δεν συγκράτησα τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια από το να πάρει το πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσει Ελλάδα; Δεν είχα χάσει μόνο το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος από τα δώδεκα μου, είχα χάσει και την καλύτερή μου φίλη»
    «Το καταλαβαίνω, πίστεψέ με. Κι εμένα μου στοίχησε Μάριε, κι εγώ έχασα εκτός από το αγόρι μου και τον καλύτερό μου φίλο. Έριξα εκείνο τον καιρό όσο κλάμα δεν είχα ρίξει μέχρι τα 23 μου, μου έλειπες φριχτά»
    «Δεν αλλάζουμε θέμα γιατί, μα τω Θεώ ρε Μπίλι, η πληγή μου αυτή είναι ακόμα ανοιχτή κι ας λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα»
    «Αυτό ξαναπές το» του λέω. «Να σου εξομολογηθώ κάτι; Μου πήρε πάνω από χρόνο για να το πάρω απόφαση να προχωρήσω, και προσπάθησα, δεν είναι ότι δεν προσπάθησα, αλλά διαπίστωσα ότι έπαθα ότι είχες πάθει κι εσύ, καμία σχέση δε μου στέριωνε. Θα σου φανεί χαζό αλλά με έπιασε πανικός, τον Ανδρέα τον παντρεύτηκα μέσα στο χρόνο, όχι γιατί τον ερωτεύτηκα αλλά επειδή έκανε απλά την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο. Αλλά… αλλά κανείς δεν ήταν…» του λέω και σταματάω.
    «Σαν τον Μάριο σου;»
    «Σαν τον Μάριό μου» του απαντάω, και με πολύ κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου.

    Η νύχτα δεν έχει πια τη σιγαλιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά θαρρείς και όλοι οι ήχοι έχουν σταματήσει. Αναστενάζω και πίνω μια γουλιά από το κρασί μου. Ο Μάριος με κοιτάζει, με κοιτάζει με αυτό το βλέμμα που με είχε κοιτάξει εκείνη την αυγουστιάτικη νυχτιά κάτω από τ' ολόγιομο φεγγάρι. Βλέπω στα μάτια του τη λαχτάρα, και για λίγες στιγμές η ψυχή μου ταξιδεύει εκεί… εκεί που τόσα λαχταρούσε χρόνια να βρεθεί ξανά. Μου είχε λείψει, Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει…

    «Μπίλι, τι κάνουμε εδώ;» με ρωτάει με τρεμάμενη φωνή.
    «Τι… τι εννοείς;» τον ρωτάω με εξίσου τρεμάμενη φωνή και με την καρδιά μου να βουλιάζει. Παρασυρθήκαμε, δίκιο έχει ανόητη, τι αναμοχλεύεις το παρελθόν, τι σκαλίζεις;
    «Τι κάνουμε; Τι κάνουμε εδώ;» με ρωτάει ξανά
    «Δεν… δεν σε καταλαβαίνω» του λέω, με φωνή που ακόμη τρέμει.
    «Θέλεις… θα ήθελες το Σάββατο το βράδυ να βγούμε για ποτό; Οι δυο μας;»

    Διστάζω παρά τη λαχτάρα που νιώθω. Δεν είμαστε ανέμελα παιδιά πλέον, αυτά τα χρόνια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όσο και αν το θέλω, όσο και αν το λαχταρώ, μπορούμε; Μπορούμε να βρεθούμε ξανά εκεί;

    «Θέλω» του διστακτικά. «Αλλά…»
    «Αλλά;»
    «Δεν ξέρω ρε Μάριε. Δεν είμαστε παιδιά… δεν ξέρω καν αν είμαστε οι ίδιοι...»
    «Το ξέρω Μπίλι μου. Όλο το είναι μου ουρλιάζει να σε πάρω αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου, να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω… αλλά ναι… δεν είμαστε παιδιά, γι’ αυτό… αντί να κάνω αυτά που λαχταρώ, σου ζητάω να βγούμε απλά για ένα ποτό. Και μετά, αν θέλουμε, και για δεύτερο και για τρίτο, και για όσα χρειαστούν… Νιώθω… νιώθω σαν το σύμπαν να μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία… Θα είναι αμαρτία να τη χάσουμε. Αν… αν δε νιώθεις το ίδιο… οκ… Αλλά αν το νιώθεις… αν το νιώθεις κι εσύ, έστω και λίγο, έλα μαζί μου το Σάββατο, πάμε να πιούμε ένα ποτό οι δυο μας… όπως παλιά… όπως τότε… Θέλεις;» με ρωτάει και βλέπω ξανά τη λαχτάρα στο πρόσωπό του.
    «Θέλω!» του απαντάω γνέφοντας δακρυσμένη. «Το θέλω πολύ!».
    “It's a date then!” μου λέει χαμογελαστός.
    «Μάριε;»
    «Πες μου»
    «Με είπες… με είπες Μπίλι σου»
    «Ποτέ δεν έπαψες να είσαι η Μπίλι μου» απαντάει χαμογελώντας μου μελαγχολικά.
    «Και…;» τον ρωτάω ναζιάρικα. Με κοιτάει για λίγο, και το χαμόγελό του γίνεται και πάλι το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που είχα ερωτευτεί από τότε που πήγαινα ακόμα γυμνάσιο.
    «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»

    Έχει δίκιο, το σύμπαν μας έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία, μα όσο και αν η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει από χαρά και προσμονή, δεν είμαστε πλέον παιδιά να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, όσο δικαιολογημένος και αν είναι. Θα πάμε για ένα ποτό, και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, θα πάμε και για δεύτερο και μετά για τρίτο… ένα βήμα τη φορά… Άλλωστε, ακόμα και ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων, όσο απότομα και αν σταμάτησε, ένα βήμα χρειάζεται για να ξεκινήσει και πάλι… ένα μικρό βήμα.

    Μπορεί... μπορεί ν' αποδειχτεί ότι όλα όσα νιώθουμε τούτη τη στιγμή δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός που τον πυροδότησαν οι αναμνήσεις μας, αλλά θα το κάνω αυτό το βήμα, θα το κάνω μαζί του, και όπου μας βγάλει. Γιατί όσα χρόνια και αν πέρασαν, όσο και αν αλλάξαμε οι ίδιοι, υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε…

    Ποτέ δεν έπαψε να είναι ο Μάριος μου… Ποτέ δεν έπαψα να είμαι η Μπίλι του.

    --- ΤΕΛΟΣ ---
     
    Last edited: 16 Ιανουαρίου 2024
  2. her-ald

    her-ald Regular Member

    Εξαιρετικό!
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Obligatory cover

     
     
  4. slave32

    slave32 Contributor

    Ωραιις θοδωρα
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Σημείωση: Από το αρχικό κείμενο έχουν γίνει κάμποσα revisions ώστε κάποια πράγματα να μπουν σε πιο σωστή χρονολογική σειρά και έχουν προστεθεί και κομμάτια της ιστορίας που κατά τη γνώμη μου προσφέρουν μεγαλύτερη συνοχή... οπότε όσοι πιστοί...

    (edit)
    Προστέθηκε και το τέλος που είχα εξ αρχής στο μυαλό μου
     
    Last edited: 15 Ιανουαρίου 2024
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Πρόσθεσα κομμάτια στην ιστορία που έλειπαν και παρακάτω είναι τα τελευταία κεφάλαια. Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει πλήρη την τελική ιστορία (μαζί με ενδιάμεσες τροποποιήσεις/προσθήκες) από την αρχή μπορεί να τη βρει στη σελίδα μου, https://cynically-disposed.blogspot.com/2024/01/tomboy.html αλλά ουσιαστικά με τα παρακάτω η ιστορία είναι ολοκληρωμένη.

    ----------

    2007
    Όσα φέρνει μια στιγμή...
    Με τον Μάριο χωρίσαμε στα τέλη του 1996 και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα κάνει μέχρι τότε στη ζωή μου. Κέρδισε υποτροφία για μεταπτυχιακά στο MIT, δε μπορούσε να πει όχι, και όσο και αν με πόνεσε δεν θα τον άφηνα να πει όχι. Μου στοίχησε ο χωρισμός μας, μου στοίχησε πολύ, δεν έχασα μόνο το αγόρι μου, έχασα μαζί και τον καλύτερό μου φίλο, τον άνθρωπο που από τα πέντε μου ήμασταν συνέχεια μαζί. Στην αρχή είχαμε κάποια επικοινωνία αλλά τελικά αποφασίσαμε να διακόψουμε τελείως τις επαφές γιατί η πληγή δεν έκλεινε, ήταν αφόρητο, και μάθαινα τα νέα του από τους δικούς του, μέχρι που και αυτοί έφυγαν, γυρίζοντας στη Ζάκυνθο, τόπο καταγωγής του πατέρα του.

    Προσπάθησα κι εγώ να προχωρήσω τη ζωή μου αλλά βρέθηκα στην ίδια θέση που είχε βρεθεί και ο Μάριος πριν τα φτιάξουμε, καμιά μου σχέση δε στέριωνε γιατί με κανέναν δεν κατάφερνα να νιώσω το παραμικρό. Η πρώτη μου σχέση που κράτησε περισσότερο από μερικούς μήνες ήταν με τον Ανδρέα, τον πρώην σύζυγό μου. Δεν τον ερωτεύτηκα αλλά έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο, και στον πανικό και την απελπισία μου βιάστηκα να τον παντρευτώ και στο χρόνο πάνω κάναμε και την κορούλα μας, τη Μαριάννα, που βαφτίστηκε ως Άννα-Μαρία. Μπορεί όλα όσα οδήγησαν στο γάμο να ήταν ένα τεράστιο λάθος που γρήγορα οδήγησε στο διαζύγιο αλλά δεν το μετανιώνω, χωρίς αυτό δε θα είχα στη ζωή μου το αγγελούδι μας.

    Αν και τον Ανδρέα τον πλήγωσε πολύ ο χωρισμός μας, το διαζύγιο βγήκε φιλικά, και έχω να το λέω, είναι τύπος και υπογραμμός, πολύ καλός πατέρας και πάντα συνεπής. Παντρεύτηκε ξανά πριν από δύο χρόνια μια εξαιρετική κοπέλα που λατρεύει τα παιδιά και εδώ και ένα χρόνο η Μαριάννα έχει και αδερφούλη, τον Πάρη, και πέντε χρονών σκατό, έχει πάρει το ρόλο της μεγάλης αδερφής πολύ στα σοβαρά. Η Μαριάννα περνάει με τον πατέρα της δύο σαββατοκύριακα και μία εβδομάδα το μήνα καθώς και ένα μήνα το καλοκαίρι και από τότε που γεννήθηκε ο Πάρης και μια έξτρα εβδομάδα τα Χριστούγεννα για να είναι μαζί με το αδερφάκι της. Ήμουν εγώ που το πρότεινα σε Ανδρέα και Αλεξάνδρα και η τελευταία έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της, με συγκίνησε πραγματικά!

    Όταν τέλειωσα τη σχολή κέρδισα υποτροφία για μεταπτυχιακά στην École Polytechnique Fédérale στη Λοζάνη αλλά μετά το διδακτορικό γύρισα πίσω. Δε με τράβηξε η ακαδημαϊκή καριέρα, εργάζομαι σε μια μεγάλη κατασκευαστική αλλά αρνήθηκα να ακολουθήσω το managerial path, από τη στιγμή που τη φέραμε στον κόσμο προτεραιότητα στη ζωή μου έχει η Μαριάννα, και θέλω να τη μεγαλώσουμε εγώ και ο πατέρας της -και ας είμαστε χωρισμένοι- και όχι οι γονείς μου. Βέβαια δε μου κακοπέφτει που την έχουν τα πρωινά και πηγαίνουν και την φέρνουν εκείνοι από τον παιδικό σταθμό, αλλά το αργότερο 18:00 κάθε μέρα σχολάω και γυρνάω σπίτι.

    Όσο ήμουν στη Λοζάνη οι δικοί μου έδωσαν αντιπαροχή το σπίτι, και το ίδιο έκανε και ο διπλανός μας, και στη θέση τους χτίστηκε μια μεγάλη, μοντέρνα πολυκατοικία, με είσοδο από δύο δρόμους. Ακόμα και τώρα μου λείπει το παλιό μας σπίτι με την αυλή του και τον κηπάκο με τη λεμονιά και τις τριανταφυλλιές, αλλά τέλος πάντων, δε θέλω να γίνω συναισθηματική γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά και ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το κλάμα. Πήραμε αντιπαροχή δύο διαμερίσματα και δύο θέσεις parking, οι δικοί μου μένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο ενώ εγώ και η κόρη του γείτονα έχουμε πάρει τα δύο ρετιρέ. Είναι η εβδομάδα που η Μαριάννα είναι με τον πατέρα της, όταν γυρίσω στο σπίτι το απόγευμα σκοπεύω να πάω να κάτσω έξω στη βεράντα. Είναι τέλη Ιούνη και ο καιρός είναι ακόμα γλυκός, δεν έχουν πιάσει οι ζέστες. Θα φάω και μετά θα βγω έξω να πιώ το κρασάκι μου διαβάζοντας.

    Σήμερα μου την έδωσε από το πουθενά να φάω γαριδομακαρονάδα και έτσι το απόγευμα, φεύγοντας από το γραφείο, πηγαίνω για ψώνια σ’ ένα κοντινό συνοικιακό super market, καθώς πέρα από γαρίδες και σοκολάτες -είμαι στις μέρες μου- δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνω αλλά τελικά γεμίζω όλο το καλάθι, καλά το λένε, μην πας να κάνεις ποτέ ψώνια πεινασμένη. Είμαι στο διάδρομο με τα ρύζια και τα κοιτάζω και αναρωτιέμαι μήπως αντί για μακαρονάδα να φάω τελικά κινέζικο, όταν ακούω μια φωνή να λέει το όνομά μου, μια φωνή που με κάνει να κοκαλώσω, μια φωνή που έχω να την ακούσω έντεκα ολόκληρα χρόνια, μια φωνή που δε θα ξεχάσω ακόμα και αν δεν την άκουγα ποτέ ξανά όσο ζω.

    «Μπίλι;»

    Δε μπορεί! Δε γίνεται! Γυρίζω και τον κοιτάζω μην πιστεύοντας στα μάτια μου. Ο γελαστός άνδρας που με κοιτάζει είναι ο Μάριος. Μεγάλωσε, οι κρόταφοί του έχουν αρχίσει να γκριζάρουν και φοράει γυαλάκια αλλά σάμπως εγώ δε μεγάλωσα; Δε φοράω αμιγώς unisex ρούχα -αν και εξακολουθώ να προτιμώ τα παντελόνια- και εδώ και αρκετά χρόνια φοράω γόβες, βάφομαι, βάφω τα νύχια μου και καμιά φορά και τα μαλλιά μου. Το μόνο που δεν έχω αλλάξει είναι το κούρεμα μου, ακόμα τα κόβω σε στυλ pixie.

    «Μάριε;» του λέω χωρίς καλά-καλά να πιστεύω στα μάτια μου, δεν είναι άλλος, δεν μπορεί να είναι άλλος!
    «Αυτοπροσώπως» μου απαντάει χαμογελώντας.

    Χίλιες ερωτήσεις γυρνάνε μέσα μυαλό μου μα δε βρίσκω τι να πω. Τι μπορούσα να πω; Απέναντί μου δεν έχω κάποιον τυχαίο παλιό γνωστό που έτυχε να συναντήσω μετά από καιρό, απέναντί μου είναι ο μόνος άνθρωπος που ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Δεν είχα πάψει ποτέ να τον σκέφτομαι, δεν είχα πάψει ποτέ να τον αγαπάω, δεν είχε πάψει ποτέ να μου λείπει.

    «Τι κάνεις;» τον ρωτάω τελικά. «Πώς και είσαι Ελλάδα;»
    «Καλά είμαι. Δεν το ξέρεις ε; Που να το ξέρεις. Έχω γυρίσει εδώ και μερικούς μήνες Ελλάδα, διδάσκω στη σχολή μας, στο Πολυτεχνείο»
    «Δεν… δεν είχα ιδέα. Τι κάνεις; Τι κάνουν η γυναίκα σου και η κόρη σου;»
    «Ναι…» μου λέει και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Έχουμε χωρίσει… δηλαδή τι χωρίσαμε, με παράτησε και εξαφανίστηκε… και δεν είναι ότι παράτησε μόνο εμένα, παράτησε και την κόρη μας, να φανταστείς την επιμέλεια την πήρα ερήμην της»
    «Ωχ μωρέ Μάριε, πολύ λυπάμαι» του λέω στεναχωρημένη.
    «Δε βαριέσαι. Βέβαια μου χάλασε κάμποσο τα σχέδια καθώς δεν το είχα πρόγραμμα να επιστρέψω Ελλάδα, ωστόσο για να μην έχω το άγχος να εμφανιστεί ξαφνικά σα φάντης μπαστούνι, πήρα τη Χριστίνα και γυρίσαμε… αλλά τέλος πάντων, μη σε ζαλίζω»
    «Τι είναι αυτά που λες ρε Μάριε, άκου με ζαλίζεις. Πού είναι τώρα η κόρη σου;»
    «Διακοπάρει με τους παππούδες της στο νησί, την πήγα με το που κλείσαν τα σχολεία. Για πες τώρα, εσύ τι κάνεις; Έχω να μάθω νέα σου από τότε που έφυγαν οι γονείς μου για Ζάκυνθο»

    Αν ήταν ο οποιοσδήποτε θα του απαντούσα ένα «Καλά είμαστε και το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς» και θα τον έστελνα στην ευχή του Θεού αλλά δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι ο πρώτος τυχόντας, είναι ο Μάριος… ο Μάριος …μου. Ναι, τυπικά δεν είναι πια «μου» αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν έπαψε ποτέ να είναι ο Μάριος μου.

    «Μπίλι;» με ρωτάει καθώς δεν του έχω απαντήσει ακόμα.

    Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι η καρδιά μου δεν έκανε χίλιες τούμπες μέσα στα στήθη μου. Η τυχαία συνάντησή μας έχει πυροδοτήσει μέσα μου συναισθήματα που είχα χρόνια να τα νιώσω και που κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Σαν κάποιος άλλος Οδυσσέας που μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια περιπλανήσεων ξύπνησε το πρωί και κατάλαβε ότι βρισκόταν και πάλι πίσω στην Ιθάκη του.

    «Μάριε… άκου… αν δεν έχεις κανονίσει κάτι, θες μετά τα ψώνια να πάμε να σου κάνω το τραπέζι και να τα πούμε;»
    «Σπίτι σου;» με ρωτάει ελαφρά ξαφνιασμένος.
    «Γιατί, φοβάσαι μη σε δείρω πάλι;» τον πειράζω χωρίς να το σκεφτώ.
    «Μπορείς να προσπαθήσεις!» μου απαντάει με χαμόγελο που κάνει το πρόσωπό του να φωτιστεί. «Δεν έχω κανονίσει κάτι… Ναι, πολύ θα το ήθελα, αλλά σίγουρα δε σε βάζω σε κόπο;»
    «Θα σου έλεγα τι μαλάκας είναι, αλλά αυτό πάλιωσε» τον πειράζω με περισσότερο θάρρος και δικαιώνομαι, αυτή τη φορά δε χαμογελάει απλά, γελάει! «Και θα δεις και τον Ηλία και την Άννα»
    «Τι κάνουν οι δικοί σου;»
    «Θα σου τα πουν οι ίδιοι!» του απαντάω. «Λοιπόν, τέλειωσες με τα ψώνια σου;»
    «Ναι, ένα πακέτο ρύζι κατέβηκα να πάρω, εσύ;»
    «Εγώ προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα πάρω ρύζι να κάνω τις γαρίδες με κινέζικο ή να τις φτιάξω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα όπως έλεγα στην αρχή!»
    «Ό,τι σου είναι πιο εύκολο. Προτιμώ να κάτσουμε να τα πούμε, μη σου πω να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα αν είναι!»
    «Όχι δα!» του κάνω. «Ωραία, ούτε κι εγώ έχω κάτι άλλο να πάρω, πάμε!»
    «Δεν έχω έρθει με το αυτοκίνητο, μένω πολύ κοντά, αλλά ξέρεις κάτι; Πάμε με το δικό σου και το πολύ πολύ φεύγω με ταξί»
    «Σιγά μη σ’ αφήσω να φύγεις με ταξί, θα σε φέρω εγώ και δεν ακούω κουβέντα!»

    Όταν φτάνουμε σπίτι Ηλίας και Άννα δεν ήταν εκεί, κάπου είχαν ξεπορτίσει τα πουλάκια μου, το αυτοκίνητό τους έλειπε. Βάζω το δικό μου στο parking και κατεβαίνουμε.

    «Πόσα χρόνια είχα να περάσω από τη γειτονιά, δε θα την αναγνώριζα!» μου λέει ο Μάριος, ερχόμενος να βοηθήσει να πάρουμε πάνω τα ψώνια.
    «Οι μονοκατοικίες μας με τις αυλές τους και τους κήπους έγιναν πολυκατοικίες. Ξέρεις, το σκεφτόμουν πριν, ακόμα μου λείπει το παλιό μου σπίτι»
    «Κι εμένα…Καμιά φορά θυμάμαι τα παιδικά μας χρόνια και η νοσταλγία γίνεται σχεδόν αφόρητη»

    Ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μου και ο Μάριος βλέπει τις φωτογραφίες της Μαριάννας και πλέον έχω και του Πάρη. Έχουμε φωτογραφίες και εγώ με τον Ανδρέα και τη Μαριάννα αλλά και φωτογραφίες της Μαριάννας με τον Ανδρέα, τον Πάρη και την Αλεξάνδρα, τη δεύτερη γυναίκα του, και ο Μάριος μπερδεύεται.

    «Πάμε να μου κάνεις παρέα να μαγειρέψω και θα σου λύσω όλες σου τις απορίες». Πάμε στην κουζίνα και βάζω τα πράγματα στα ντουλάπια. «Θα τις κάνω μακαρονάδα με ντομάτα και φέτα που σου άρεσε»
    «Σ’ ευχαριστώ βρε Μπίλι, αλλά αν θες κινέζικο δεν έχω πρόβλημα, στη Βοστώνη έφαγα πολύ κινέζο…»
    «Ένας λόγος παραπάνω!»
    «Εντάξει τότε!» μου λέει χαμογελαστός. «Λοιπόν, για πες μου τώρα, γιατί η αλήθεια είναι ότι έχω μπερδευτεί. Δεν έγινες χίπισσα σε κοινόβιο, έτσι;»
    «Χαχαχα όχι!» του λέω ξεκινώντας την προετοιμασία του φαγητού. «Παντρεύτηκα τον Ανδρέα το 2001 και το 2002 κάναμε τη Μαριάννα»
    «Μαριάννα;» ρωτάει ο Μάριος.
    «Άννα-Μαρία τη βαφτίσαμε»
    «Α, Μαρία λένε την άλλη γιαγιά;»
    «Όχι, Μάριο λένε εσένα» του απαντάω μελαγχολικά κάνοντάς τον να χαμογελάσει κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο.
    «Πιάσε κόκκινο… Τη Χριστίνα… τη Χριστίνα τη βαφτίσαμε Χριστίνα-Βασιλική»
    «Ναι, το έμαθα» του αποκρίνομαι χαμογελώντας κι εγώ μελαγχολικά, «μου το είπαν οι δικοί σου και με είχαν πάρει τα ζουμιά, και ξέρεις, δεν το έχω και εύκολο! Τέλος πάντων, ο γάμος μου με τον Ανδρέα μπορεί να ήταν λάθος αλλά δεν το μετάνιωσα. Δυο χρόνια αφού χωρίσαμε εκείνος παντρεύτηκε ξανά, αυτή που βλέπεις στις φωτογραφίες είναι η δεύτερη γυναίκα του, η Αλεξάνδρα. Πέρσι έκαναν και παιδάκι, τον Πάρη. Με τον Ανδρέα, παρά το γεγονός ότι του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι, χωρίσαμε φιλικά και όχι μόνο αυτό, έχουμε και πολύ καλή επαφή και επικοινωνία. Η Μαριάννα έχει πλέον δύο οικογένειες οπότε, στο σπίτι μας τουλάχιστον, έχω φωτογραφίες και από τις δύο»
    «Μπράβο σας ρε Μπίλι. Μακάρι και η Liz να είχε έστω και το 1/100 από τα δικά σου μυαλά. Με παράτησε με ενός χρόνου παιδί ρε φίλε, η Χριστίνα δεν έχει ουσιαστικά γνωρίσει τη μάνα της…»
    «Λυπάμαι ρε συ Μάριε, πολύ λυπάμαι»
    «Δε βαριέσαι… Τέλος πάντων, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, εννοώ να το είχε κάνει αυτό με τη Χριστίνα πιο μεγάλη από ενός χρόνου»

    Φτιάχνω το φαγητό και του προτείνω να πάμε να κάτσουμε στη βεράντα. Τρώμε και πίνουμε το κρασί μας προσπαθώντας να κάνουμε catchup μετά από σχεδόν 11 χρόνια. Κάποια στιγμή η κουβέντα γυρίζει ξανά στα τέλη του 1996 και το χωρισμό μας.

    «Μου στοίχησε πολύ ρε Μπίλι. Έχασα το μέτρημα πόσες φορές συγκράτησα τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια για να μην πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Ελλάδα. Δεν είχα χάσει μόνο το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος από τα δώδεκα, έχασα μαζί και την καλύτερή μου φίλη»
    «Σε πιστεύω. Κι εμένα μου στοίχησε Μάριε, κι εγώ έχασα εκτός από το αγόρι μου και τον καλύτερό μου φίλο. Με ξέρεις από παιδί, ποτέ δεν το είχα εύκολο το κλάμα, αλλά τότε έριξα τόσο κλάμα όσο δεν έχω ρίξει σε όλη μου τη ζωή. Μου έλειπες, που έλειπες φριχτά…»
    «Δεν αλλάζουμε θέμα γιατί, μα τω Θεώ ρε Μπίλι, η πληγή αυτή δεν λέει να κλείσει, είναι ακόμα ανοιχτή, κι ας λένε ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα»
    «Αυτό ξαναπές το. Να σου εξομολογηθώ κάτι; Μου πήρε πάνω από χρόνο για να το πάρω απόφαση να προχωρήσω, και προσπάθησα, δεν είναι ότι δεν προσπάθησα, αλλά πάθαινα ότι πάθαινες κάποτε κι εσύ, καμιά σχέση δε μου στέριωνε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που δε στέριωνε και σε σένα. Θα σου φανεί χαζό αλλά με έπιασε πανικός, τον Ανδρέα τον παντρεύτηκα μέσα στο χρόνο, όχι γιατί τον ερωτεύτηκα αλλά επειδή έκανε απλά την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο. Αλλά κανείς… κανείς δεν ήταν…δεν ήταν…» του λέω και κομπιάζω καθώς κοντεύω να βουρκώσω.
    «Σαν τον Μάριο σου;» με ρωτάει χαμογελώντας μου πικρά.
    «Σαν τον Μάριό μου» του απαντάω και με πολύ κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου.

    Η νύχτα έχει πάψει εδώ και χρόνια να έχει τη σιγαλιά των παιδικών μας χρόνων, αλλά θαρρείς και όλοι οι ήχοι έχουν σταματήσει. Αναστενάζω και πίνω μια γουλιά από το κρασί μου. Ο Μάριος με κοιτάζει, με κοιτάζει με αυτό το βλέμμα που με είχε κοιτάξει εκείνη την αυγουστιάτικη νυχτιά κάτω από τ' ολόγιομο φεγγάρι. Βλέπω στα μάτια του τη λαχτάρα, και για λίγες στιγμές η ψυχή μου ταξιδεύει εκεί… εκεί που τόσα χρόνια λαχταρούσε να βρεθεί και πάλι... Μου είχε λείψει, Θεέ μου, πόσο μου είχε λείψει…

    «Μπίλι, τι κάνουμε εδώ;» με ρωτάει αναστενάζοντας.
    «Τι… τι εννοείς;» τον ρωτάω με τρεμάμενη φωνή και με την καρδιά μου να βουλιάζει.

    Δίκιο έχει ανόητη, παρασυρθήκαμε… Τι αναμοχλεύεις το παρελθόν, τι σκαλίζεις;

    «Τι κάνουμε; Τι κάνουμε εδώ;»
    «Δεν… δεν σε καταλαβαίνω» του λέω, με φωνή που ακόμη τρέμει.

    Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σα να ψάχνει να βρει τις λέξεις. Ξαφνικά το μυαλό μου γυρίζει πίσω δεκάξι χρόνια… σχεδόν νιώθω το αεράκι πάνω στο κορμί μου…σχεδόν ακούω τους σιγανούς παφλασμούς των κυμάτων στα βράχια…

    «Θέλεις… Θέλεις το Σάββατο το βράδυ να βγούμε για ποτό; Οι δυο μας;»

    Διστάζω, παρά τη λαχτάρα που νιώθω. Δεν είμαστε παιδιά πλέον, τα χρόνια της ανεμελιάς έχουν περάσει, δεν γυρίζουν πίσω. Όσο και αν το θέλω, όσο και αν η καρδιά μου το λαχταρά, μπορούμε; Μπορούμε να βρεθούμε ξανά εκεί; Μπορούμε να ξεκινήσουμε ξανά από εκεί που είχαμε μείνει;

    «Θέλω» του απαντάω διστακτικά. «Αλλά…»
    «Αλλά…;»
    «Δεν ξέρω ρε Μάριε. Δεν είμαστε παιδιά… δεν ξέρω καν αν είμαστε οι ίδιοι...»
    «Το ξέρω Μπίλι μου. Σε παρακαλώ μη θυμώσεις μ’ αυτό που θα σου πω αλλά όλο μου το είναι ουρλιάζει να σε πάρω αγκαλιά, να σε σφίξω πάνω μου, να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω… αλλά ναι… δεν είμαστε παιδιά. Γι’ αυτό… αντί να κάνω αυτά που λαχταρώ, σου ζητάω να βγούμε απλά για ένα ποτό. Και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, και για δεύτερο και για τρίτο…Είναι σαν το σύμπαν να μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία… θα είναι αμαρτία να τη χάσουμε, αμαρτία! Αν… αν δε νιώθεις το ίδιο… οκ… αλλά αν το νιώθεις… αν το νιώθεις κι εσύ, έλα μαζί μου το Σάββατο, πάμε να πιούμε ένα ποτό οι δυο μας… όπως παλιά… όπως τότε… Θέλεις;» με ρωτάει και βλέπω ξανά τη λαχτάρα στο πρόσωπό του.
    «Θέλω!» του απαντάω γνέφοντας δακρυσμένη. «Το θέλω πολύ!»
    “It's a date then!” μου λέει απλά.
    «Μάριε;»
    «Πες μου»
    «Με είπες… με είπες Μπίλι σου»
    «Ποτέ δεν έπαψες να είσαι η Μπίλι μου» απαντάει χαμογελώντας μου μελαγχολικά. «Και ό,τι και αν γίνει ποτέ δε θα πάψεις να είσαι»
    «Και…;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα. Το χαμόγελό του γίνεται και κείνο παιχνιδιάρικο, αυτό το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που είχα ερωτευτεί από τότε που πήγαινα ακόμα γυμνάσιο.
    «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου»
    «Πόσα χρόνια είχα να το ακούσω αυτό» λέω με φωνή γεμάτη νοσταλγία.
    «Κάλιο αργά παρά ποτέ» μου λέει κάνοντας να χαμογελάσω ακόμα περισσότερο, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μας! Αυτό και το «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου / Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριό μου»
    «Στην υγειά μας» του κάνω σηκώνοντας το ποτήρι.
    «Στην υγειά μας, Μπίλι μου»
    «Που θα πάμε;» τον ρωτάω.
    «Έλεγα για κάπου προς τα νότια, να δούμε και λίγο θάλασσα!»
    «Ναι!!!!!» του αποκρίνομαι ενθουσιασμένη.

    Η υπόλοιπη βραδιά κυλάει σα νεράκι, θυμόμαστε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί και για πρώτη φορά μετά από χρόνια μπορώ να μιλάω γι’ αυτές χωρίς να με πνίγει η μελαγχολία, η νοσταλγία από πικρή γίνεται ξανά γλυκιά. Γελάμε και πειραζόμαστε σα να μην πέρασε μια μέρα. Είχε δίκιο! Το σύμπαν μας έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία, μα όσο και αν η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει από χαρά και προσμονή, δεν είμαστε πλέον παιδιά να παρασυρόμαστε από τον ενθουσιασμό, όσο δικαιολογημένος και αν είναι. Θα πάμε για ένα ποτό, και μετά, αν το θέλουμε ακόμα, θα πάμε και για δεύτερο και μετά για τρίτο… ένα βήμα τη φορά… Άλλωστε, ακόμα και ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων, όσο απότομα και αν σταμάτησε, ένα βήμα χρειάζεται για να ξεκινήσει και πάλι… ένα μικρό βήμα.

    Μπορεί... μπορεί ν' αποδειχτεί ότι όλα όσα νιώθουμε τούτη τη στιγμή δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που τον πυροδότησαν οι αναμνήσεις μας, αλλά θα το κάνω αυτό το βήμα, θα το κάνω μαζί του και όπου μας βγάλει. Γιατί όσα χρόνια και αν πέρασαν, όσο και αν αλλάξαμε οι ίδιοι, υπάρχει κάτι που δεν άλλαξε…

    Ποτέ δεν έπαψε να είναι ο Μάριος μου. Ποτέ δεν έπαψα να είμαι η Μπίλι του.

    Η φωτιά που δεν έσβησε
    Είναι Σάββατο, μόλις προχθές ήταν που συνάντησα τυχαία στο super market τον Μάριο μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια. Νιώθω πολύ περίεργα, από τη μια θέλω σαν τρελή να βγούμε και πάλι μαζί όπως παλιά, και από την άλλη νιώθω άγχος, απίστευτο άγχος, λογικό δεν είναι; Όσο και αν το λαχταράμε και οι δύο μπορούμε να ξεκινήσουμε και πάλι; Ναι, νιώθω τη φωτιά να καίει ξανά μέσα μου, η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο, έντεκα ολόκληρα χρόνια είχε να το κάνει, αλλά είναι αυτό αρκετό; Δεν είμαστε πια ανέμελοι έφηβοι… Τέλος πάντων, αυτό είναι κάτι που υποθέτω ότι θα το μάθουμε λίαν συντόμως και γι’ αυτό και το άγχος, γιατί όσο και το μυαλό μας λέει να πάμε προσεκτικά η καρδιά λαχταρά και κάνει όνειρα και αν… Θεέ μου, δε θέλω καν να το σκέφτομαι…

    Ο Μάριος είπε ότι θα περάσει να με πάρει στις 21:00 και από την ανυπομονησία μου είμαι έτοιμη από τις 20:00 και κάθομαι και περιμένω σε αναμμένα κάρβουνα. Αν και φοράω εδώ και χρόνια και φορέματα και γόβες σήμερα προβληματίστηκα στο πως να ντυθώ και αν θα βαφτώ. Στα 22 κατόπιν λύσσας -ποιας άλλης;- της Κατερίνας, έκανα τα νύχια μου με γαλλικό και ο Μάριος είχε ξετρελαθεί. Είχα χρόνια να κάνω γαλλικό, είναι μπελαλίδικο το ρημάδι και το βαριέμαι, αλλά σήμερα κάθισα και το έκανα. Αποφάσισα τελικά να φορέσω ένα απλό μπεζ φόρεμα με λαιμόκοψη που τονίζει διακριτικά τις καμπύλες μου, μην πάει και χαμένος τόσος ιδρώτας που έχω χύσει στο γυμναστήριο για να τις διατηρήσω σε αξιοπρεπή για μένα επίπεδα! Μπορεί να ήμουν ανέκαθεν αγοροκόριτσο αλλά ακόμα και από παιδί την εμφάνισή μου την φρόντιζα και ας φορούσα unisex ρούχα, μια κοκεταρία την έχω!

    Παρόλο που του άρεσε να με βλέπει με μποξεράκι ήξερα ότι του άρεσε ακόμα περισσότερο όταν φορούσα προκλητικά εσώρουχα, και δε βολεύουν π’ ανάθεμά τα. Και ούτε και αυτό δε θα το είχα κάνει αν ο ραδιούργος δεν είχε πάει με τη βοήθεια, εννοείται του ετέρου Καπαδόκη, να μου αγοράσει εκείνος. Τι να τον κάνω που τον αγαπούσα και δε μπορούσα να του χαλάσω το χατίρι; Αυτό που ξέρω πάντως είναι ότι εκείνο το βράδυ μου είχε πετάξει τα μάτια έξω, απορώ που το πρωί μπορούσε να πάρει τα πόδια του γιατί εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα δικά μου! Δεν ξέρω που μπορεί να καταλήξει η βραδιά ωστόσο για παν ενδεχόμενο φοράω ένα ζευγάρι καλά εσώρουχα, καλύτερα να τα έχεις και να μην τα χρειαστείς παρά να τα χρειαστείς και να μην τα έχεις! Και εδώ που τα λέμε σήμερα είναι και η πρώτη μέρα μετά το τέλος της περιόδου μου, δηλαδή πόσα άλλα σημάδια να μας δώσει αυτό το ρημάδι το σύμπαν;

    Κάθομαι και αναπολώ το παρελθόν. Στους γονείς μας είχαμε κρατήσει τη σχέση μας κρυφή για κοντά ένα χρόνο και όταν τους το είπαμε μια κεραμίδα στο κεφάλι τους ήρθε. Όχι ότι άλλαξε κάτι, πλέον ήμασταν μεγάλα παιδιά, ούτε για τις διακοπές δε γκρίνιαξαν, και από τη Σκιάθο και μετά κάθε χρόνο κάναμε μαζί, είτε οι δυο μας είτε με παρέα και οφείλω να ομολογήσω ότι αν κάνω πλέον ακομπλεξάριστα μπάνιο topless το οφείλω στο Μάριο. Ακόμα κάνω, και θα συνεχίσω να το κάνω όσο νιώθω ότι κρατιέμαι καλά, μπορεί το σώμα μου να μην έχει πια τη σφριγηλότητα που είχα στα είκοσι αλλά ακόμα και μετά από τη γέννα δεν έχω παράπονο, μια χαρά κρατιέμαι, φτου μου φτου μου!

    Χθες μιλήσαμε αρκετή ώρα στο τηλέφωνο και στην αρχή ήταν λίγο αμήχανα, η αλήθεια είναι ότι με το Μάριο σπάνια μιλούσαμε στο τηλέφωνο όταν ήμασταν μαζί και τα τηλεφωνήματα μετά το χωρισμό μας δεν συγκαταλέγονται και στις πιο ευχάριστες αναμνήσεις. Μεταξύ μας θα προτιμούσα, ειδικά με το Μάριο, το τετ-α-τετ από το τηλέφωνο αλλά πλέον δεν μέναμε και στα διπλανά σπίτια. Οι γονείς του πούλησαν το σπίτι όταν έφυγαν για Ζάκυνθο και όταν ο Μάριος επέστρεψε έπιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο και στο πρώτο τηλεφώνημα σχεδόν αναλωθήκαμε στην απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που οδήγησαν στο να τρακάρουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

    Πήγε και επέλεξε να μείνει στο Νέο Ηράκλειο ενώ δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή και ούτε είναι κοντά στο πολυτεχνείο. Η εταιρία που εργάζομαι έχει έδρα το Νέο Ηράκλειο. Με έπιασε λιγούρα για γαριδομακαρονάδα στα καλά καθούμενα. Παρότι δεν είχα τη Μαριάννα αυτή την εβδομάδα έφυγα ακριβώς στις 18:00. Αποφάσισα, αντί να πάω στον Σκλαβενίτη στο Περιστέρι, να πάω στο μικρό συνοικιακό που είχε κοντά στα κεντρικά της εταιρίας. Μου ήρθε στα καλά καθούμενα αντί να φάω τις γαρίδες με μακαρόνια, που έλεγα αρχικά, να τις κάνω με κινέζικη συνταγή, και έτσι να φάω γύρω στο δεκάλεπτο μπροστά από τα ρύζια προσπαθώντας να αποφασίσω. Ο Μάριος κατέβηκε να πάρει ρύζι γιατί του είχε τελειώσει. Πραγματικά ήταν σαν το σύμπαν να αποφάσισε για κάποιο λόγο να μας φέρει ξανά τον ένα στο δρόμο του άλλου, δίνοντάς μας έτσι μια δεύτερη ευκαιρία, αν τα βάλεις όλα αυτά κάτω πραγματικά δεν μπορείς να το δεις αλλιώς!

    Κάθομαι ακόμα σε αναμμένα κάρβουνα αλλά μιας και μιλάμε για το Μάριο, και όχι για τον πρώτο τυχόντα, σηκώνω το τηλέφωνο και τον καλώ με χαβαλεδιάρικη διάθεση.

    «Καλώς την!» μου απαντάει.
    «Πού είσαι βρε ρεμάλι;»
    «Σπίτι είμαι!»
    «Ακόμα;»
    «Στις 21:00 δεν είπαμε βρε βάσανο;»
    «Μη μου κάνεις εμένα τον Άγγλο!»
    «Να έρθω πιο αργά;» με πειράζει.
    «Δε μου λες, δε σου έφτανε το ξύλο που έτρωγες μέχρι τα 25 σου;»
    «Ok, το έλαβα το μήνυμα!»
    «Και μπράβο σου αλλά δε βλέπω κίνηση!»
    «Χαχαχα, εντάξει, ξεκινάω!»
    «Εύγε νέε μου! Ψιτ, να προσέχεις, ε;»
    «Ναι μαμά, θα προσέχω!»
    «Μαμούνια!» του λέω και βάζουμε και οι δυο τα γέλια.
    «Τα λέμε σε λίγη ώρα, φιλάκια! Εχμ… δε θα με κουτουλήσεις, έτσι;» με ρωτάει και βάζουμε και πάλι τα γέλια.
    «Θα σας ειδοποιήσουμε! Allez!»

    Ομολογώ ότι το τηλεφώνημα με έκανε να νιώσω πολύ καλύτερα. Μην έχοντας τι να κάνω πάω και ξανακοιτάζομαι στον καθρέφτη να βεβαιωθώ πως όλα είναι τέλεια. Τι να πω, ήμουν άμαθη σε τέτοια κατάσταση, δηλαδή να περιμένω πως και πως ένα ραντεβού με προοπτική σχέσης ή, στην περίπτωσή μας, επανασύνδεσης. Μετά το Μάριο όσες σχέσεις είχα κάνει ήταν στο πνεύμα “fake it until you make it”, και ναι, δεν πήγε καλά αυτό. Ο πρώτος που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο ήταν ο Ανδρέας. In retrospect, αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού και έξαψης θα έπρεπε να μου είχε χτυπήσει τα καμπανάκια, αλλά κάπου είχε αρχίσει να με πιάνει πανικός. Όχι στο να κάνω οικογένεια και να γίνω μητέρα, εκείνη την περίοδο ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε, αλλά στο ότι δεν άντεχα να είμαι άλλο μόνη μου, ειδικά όταν έμαθα ότι ο Μάριος είχε παντρευτεί.

    Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, πραγματικά, όλα αυτά ήταν τελείως εκτός του χαρακτήρα μου. «Ψεύτρα», μάλωσα τον εαυτό μου. «Το ίδιο είχες κάνει και με το Δημήτρη». Τότε ήμουν δεκάξι χρονών, στα εικοσιεπτά μου τι δικαιολογία είχα; Θα μου πεις ότι για τον Ανδρέα ένιωθα κάτι but still, εκείνος με ερωτεύτηκε πολύ και ο χωρισμός μας του στοίχησε, και στο μεταξύ είχαμε κάνει και παιδί από πάνω. Μεταξύ μας, η Μαριάννα μας προέκυψε ως «ατύχημα» αλλά από τη στιγμή που έμαθα ότι είμαι έγκυος δεν υπήρχε επιστροφή, απλά παράτεινε το αναπόφευκτο διαζύγιο, ο Ανδρέας είναι υπέροχος άνθρωπος και δεν του άξιζε να είναι με κάποια που δεν ήταν σε θέση να του ανταποδώσει τα συναισθήματα.

    Παρά το άγχος, βαθιά μέσα μου είμαι σίγουρη ότι η δεύτερη φορά με το Μάριο θα είναι τελείως διαφορετική, με τον καλό τρόπο. Σίγουρα θα είναι διαφορετική από την πρώτη, με την έννοια ότι δεν είμαστε πια παιδιά, ίσα-ίσα έχουμε φέρει στον κόσμο και μεγαλώνουμε τα δικά μας, αλλά αυτή η διαφορά δεν θα έχει αρνητικό πρόσημο. Όσο για τη διαφορά της με τις άλλες απόπειρες που έκανα για σχέση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής με το Ανδρέα, δεν έχω παρά να νιώσω την καρδιά μου που χτυπάει σαν ταμπούρλο και στην έξαψη που νιώθω προσμένοντας να τον δω και πάλι από κοντά.

    Θέλοντας να μην το γρουσουζέψω δεν έχω μιλήσει ακόμα με την Κατερίνα, με την οποία δε χαθήκαμε ποτέ, και χωρίς την οποία πραγματικά δεν ξέρω πως θα την είχα παλέψει όταν χωρίσαμε με το Μάριο. Δεν χαθήκαμε ούτε τα τρία χρόνια που ήμουν Ελβετία από την οποία γύρισα τέλη του ’99. Ήταν η πρώτη από την παρέα που έγινε γονιός, την Ήρα την έκανε το 1998 ενώ τη βαφτιστήρα μου τη Βιολέτα, την έκανε ένα χρόνο αργότερα. Στη δική της αγκαλιά έκλαψα όταν έμαθα ότι ο Μάριος είχε παντρευτεί και στη δική της αγκαλιά έκλαψα όταν έμαθα πως ονόμασε την κόρη του, και φυσικά δεν είμαι μόνο εγώ η νονά της Βιολέτας, η Κατερίνα είναι και η νονά της Μαριάννας. «Huh» σκέφτομαι από μέσα μου, «δεν το είπα αυτό στο Μάριο προχθές! Μακάρι Θεούλη μου να πάνε όλα καλά και η πρώτη που θα το μάθει θα είναι το Κατερινιώ μου, θα της το πούμε μαζί! Θα την καλέσω για να πιούμε καφεδάκι και θα της εμφανίσω το Μάριο από το πουθενά σα φάντη μπαστούνι!»

    Χτυπάει το κινητό μου, είναι ο Μάριος και εννοείται ότι από προχθές που έχω το κινητό του έχει το δικό του ringtone και είναι και mp3, το Ε90 μου που μόλις στις αρχές του μήνα αγόρασα τα υποστηρίζει. Είναι ένα από τ’ αγαπημένα του τραγούδια που του άρεσε να μου αφιερώνει και που απέφευγα επιμελώς να το ακούω από το χωρισμό μας και μετά, κάτι όχι και πολύ εύκολο δεδομένου ότι είναι το πολύ γνωστό και δημοφιλές “Put a spell on you” στην εκτέλεση των CCR. Το αφήνω να χτυπήσει μέχρι να ακουστεί όλη η πρώτη του στροφή και παραλίγο να βουρκώσω.

    I put a spell on you, because you're mine
    You better stop the thing that you're doin'
    I said, "Watch out, I ain't lyin'", yeah


    «Ήρθατε μεσιέ;» του λέω με το που απαντάω στην κλήση.
    «Με ανησύχησες για λιγο, άργησες να το σηκώσεις!»
    «Ήθελα να ακούσω το ringtone!» του απαντάω χαχανίζοντας.
    «Ε, τώρα θέλω να το ακούσω κι εγώ!»
    «Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός! Κατεβαίνω, φιλάκια!»
    «Εγώ δε σου υποσχέθηκα ότι δε θα σε κουτουλήσω!» με πειράζει.
    «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» του κάνω βγάζοντας τη γλώσσα μου και βάζει τα γέλια.

    Βάζω το τούβλο που έχω για κινητό στο μικρό τσαντάκι, κοιτάζομαι μια τελευταία φορά στον καθρέφτη για να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει, και κατεβαίνω. Ο αφιλότιμος μου έχει μια έκπληξη που με κάνει και πάλι σχεδόν να βουρκώσω. Έχει έρθει με την κόκκινη Jetta του, δε μου το είχε πει αλλά κατά τα φαινόμενα την είχε κρατήσει. Βγαίνει από το αυτοκίνητο και με κοιτάζει χαμογελαστός που έχω μείνει άγαλμα και το κοιτάω καθώς μ’ έχουν πλημμυρίσει οι όμορφες αναμνήσεις που έχω απ' αυτό.

    «Δεν το περίμενες, ε;». Δεν του απαντάω καθώς δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου, απλά του γνέφω αρνητικά. Με τα χίλια ζόρια προσπαθώ να κρατηθώ αλλά τελικά δεν τα καταφέρνω, βουρκώνω. «Κλαψιάρα!» με πειράζει τρυφερά.
    «Πάρε με τηλέφωνο» καταφέρνω να του πω με τρεμάμενη φωνή και βγάζω το κινητό μου. «Πάρε και άσ’ το να χτυπήσει»
    “OK, I’ll bite” μου λέει και μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητο και βγαίνει με το κινητό στο χέρι και με παίρνει τηλέφωνο. Ακούει τη μουσική και τον βλέπω, κι αυτός με το ζόρι κρατιέται.
    «Μη μου κάνεις εμένα το σκληρό αντράκι, σε είχα δει που είχες δακρύσει στο νησί της Αφροδίτης» τον πειράζω.
    “I know” μου απαντάει χαμογελαστός και με πλησιάζει να με αγκαλιάσει.

    Χώνομαι στην αγκαλιά του χωρίς να το σκεφτώ, Θεέ μου, σα να γύρισα στην Ιθάκη μου… Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω και χάνομαι για λίγο στο σμαραγδένιο των ματιών του. Σκύβει και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους καθώς τα χείλη μας συναντιούνται ξανά μετά από έντεκα ατελείωτα χρόνια. Δε με νοιάζει που είμαι στην είσοδο της πολυκατοικίας, δε με νοιάζει που έξω υπάρχει κόσμος, είμαι στην αγκαλιά του Μάριου μου και τίποτε άλλο δεν μετράει. Το φιλί μας είναι απαλό, τρυφερό, χωρίς ίχνος δισταγμού. Οι γλώσσες μας συναντιούνται και αυτές για λίγο και μετά τραβιόμαστε απαλά, και οι δυο χαμογελώντας, και οι δυο με δάκρυα στα μάτια. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον σα να μην πιστεύουμε αυτά που βλέπουν τα μάτια μας, σα να φοβόμαστε ότι δεν είναι παρά ένα όμορφο όνειρο το οποίο θα χαθεί στο πρώτο φως του χαράματος χαράματος βυθίζοντάς μας και πάλι στην αβάσταχτη μελαγχολία. Τραβιέται ακόμα πιο πίσω και με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια και εγώ απλά του χαμογελάω.

    «Πάρε με κι εσύ τηλέφωνο» μου λέει παιχνιδιάρικα. Εντάξει, αν δε μου βγει το όνομα σήμερα δε θα μου βγει ποτέ, με το που ακούω τον ήχο δεν μπορώ να κρατήσω τον εαυτό μου, γέρνω ξανά στην αγκαλιά του και ξεσπάω με λυγμούς και ο Μάριος με κρατάει σφιχτά πάνω του. Είναι και αυτό ένα από τα τραγούδια που μου αφιέρωνε… τότε…

    A goddess on a mountain top,
    Was burning like a silver flame.
    The summit of beauty and love,
    And Venus was her name.

    She's got it.
    Yeah, baby, she's got it.
    Well, I'm your Venus,
    I'm your fire, at your desire!


    «Πού πήγαν οι τρόποι σου Μπίλι; Ούτε μια κουτουλιά;» μου λέει και το κλάμα γίνεται κλαυσίγελος.
    «Τι μαλάκας είσαι!» του πετάω χωρίς να το σκεφτώ και βάζει τα γέλια.
    «Σα να μην πέρασε μια μέρα!» μου λέει και με χαϊδεύει στα μαλλιά. «Σα να μην πέρασε μια μέρα!»
    «Μου έλειψες… μου έλειψες τόσο πολύ…»
    «Εσύ να δεις…» μου απαντάει. «Λοιπόν, πάμε να πιούμε το ποτάκι μας… και ιδέα, γουστάρεις μετά boom-boom?»
    «Και μετά Μαβίλη για βρώμικο;» τον ρωτάω δακρυσμένη ξανά.
    «Πάντα!» μου λέει και αφού με φιλάει στο μέτωπο με αφήνει από την αγκαλιά του.

    25 Αυγούστου του 1991 ήταν η πρώτη μας επέτειος, 30 Ιούνη του 2007 θα είναι η δεύτερη. Και τι σύμπτωση και πάλι, όπως τότε έτσι και σήμερα έχει πανσέληνο.

    From here to eternity
    Ο Μάριος προτείνει να πάμε θάλασσα, είναι όμορφη νύχτα, έχει πανσέληνο σήμερα, ακριβώς όπως είχε πανσέληνο και τη νυχτιά που τα φτιάξαμε σχεδόν 16 χρόνια πριν, και δε μας διαφεύγει το γεγονός. Καθόμαστε δίπλα δίπλα στον καναπέ, έχω γείρει στην αγκαλιά του και κοιτάζουμε τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

    «Τι όμορφα που είναι… Πανσέληνος και σήμερα… όπως… όπως τότε…Θυμάσαι;»
    «Δεν το ξέχασα ποτέ Μπίλι μου, ποτέ!»
    «Μπίλι μου… πόσο μου είχε λείψει να το ακούω…»
    «Πόσο μου είχε λείψει να το λέω…»
    «Πες μου ότι δεν είναι όνειρο, πες μου ότι δε θα ξυπνήσω το πρωί και πάλι μελαγχολική…»
    «Δεν είναι όνειρο Μπίλι μου και ας είναι όμορφο σαν όνειρο…»
    «Μάριε, θέλω να το πούμε μαζί στην Κατερίνα!»
    «Χαχαχα, αμέ! Θα της πέσει το σαγόνι και πάλι της κολλητής σου!»
    «Να ήξερες με πόσο ζόρι κρατιέμαι… δεν… δεν ήθελα να το γρουσουζέψω!»
    «Να το γρουσουζέψεις… τι άλλο σημάδι να μας έδινε αυτό το ρημάδι το σύμπαν ότι μας θέλει ξανά μαζί;»
    «Still, όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα οι Θεοί γελούν, το ξέχασες;»
    «Γι’ αυτό δε θα τους βάλουμε σε πειρασμούς, ένα βήμα τη φορά!» μου λέει χαμογελαστός. «Άλλωστε τι, με ένα ραντεβουδάκι μόνο θα τη βγάλουμε;»
    «Εμείς να είμαστε καλά…» του απαντώ. «Ωστόσο… το πρώτο βήμα έγινε, δεν έγινε;»
    «Έγινε, Μπίλι μου»
    «Μπίλι σου!»
    «Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!» μου λέει και γυρίζει και φιλιόμαστε και πάλι σαν ερωτευμένοι έφηβοι.
    «Κάποια στιγμή θα πρέπει να το πω και στον Ανδρέα και δεν θα το πάρει καλά…» του εξομολογούμαι.
    «Γιατί;» με ρωτάει απορημένος.
    «Γιατί ποτέ δεν του είπα για το παρελθόν μου μαζί σου, όσο τον αφορούσε εσύ απλά ήσουν ο παιδικός μου φίλος που στις αρχές του ’97 έφυγες για πάντα στην Αμερική»
    «Γιατί δεν του το είπες; Δεν… δεν σου τη λέω, απλά προσπαθώ να σε καταλάβω»
    «Γιατί Μάριε αν του μιλούσα για σένα με λεπτομέρειες θα καταλάβαινε πόσο δυνατά ήταν τα αισθήματά μου για σένα και πόσο πιο αδύναμα για τον ίδιο. Δεν λέω, έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει και πάλι, όπως δεν είχε κάνει κανείς από το ’98 και μετά, αλλά σε σχέση με αυτά που ένιωθα για σένα ήταν… ήταν τίποτα...»
    «’98;»
    «Ναι… μου πήρε πάνω από χρόνο για να βρω το κουράγιο να κάνω νέα απόπειρα για σχέση. Τέλος πάντων, δεν του το είπα και όρκισα την Κατερίνα να κάνει το ίδιο. Ακόμα χειρότερα -για εκείνον εννοώ- το δεύτερο όνομα της κόρης μας είναι το δικό σου και όταν του πω ότι είμαστε μαζί, χαζός δεν είναι, θα κάνει τη σύνδεση. Ναι, θα μπορούσα να το παίξω Καρέζη στο Τζένη-Τζένη και να του πω “τον είδα και μου φούντωσε” αλλά… δε θέλω… δε θέλω να πω άλλα ψέματα στον πατέρα του παιδιού μου, one lie by omission is enough»
    «Βρε Μπίλι…»
    «Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου που μ’ έχουν κάνει να ντραπώ, αλλά το ότι του έκρυψα το πιο σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος μου είναι ένα από αυτά…»
    «Ό,τι έγινε, έγινε Μπίλι μου, δεν αλλάζει το παρελθόν»
    «Το ξέρω, όπως ξέρω πως θα πληγωθεί και ας μη το δείξει, όπως ξέρω ότι για το καλό της Μαριάννας δε θα πει τίποτα. Είναι πραγματικά υπέροχος άνθρωπος, Μάριε, και αυτό που του έκανα είναι ασυγχώρητο»
    «Τέλος πάντων…» μου είπε αναστενάζοντας «όπως είπα και πριν ό,τι έγινε, έγινε. Και να σου πω κάτι, και ας ακουστεί κάπως… απ’ όλα τ’ αγόρια και τους άντρες που σε επιθύμησαν, πόσοι είχαν την τύχη να σε χαρούν με τον τρόπο που επιθυμούσαν; Θυμάμαι το μέτρημα είχε σταματήσει στα 27 και δεν είχες κλείσει καλά-καλά τα 18…»
    «Μεγαλώσαμε, Μάριε… Δεν αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός υπό την έννοια ότι η άρνησή μου για ραντεβού ήταν αρκετή για να δώσει το μήνυμα ότι εγώ …δεν»
    «Περιπτώσεις που αρχικά βγήκατε για ραντεβού αλλά μετά …δεν;»
    «Ναι, υπήρξαν και αυτές αλλά όχι πολλές. Κοίτα Μάριε, το είχα πάρει το μάθημα μου πως η χαλαρή και άνετη συμπεριφορά μπορεί να παρερμηνευτεί ως ένδειξη ενδιαφέροντος από τη μεριά μου, οπότε φρόντιζα να είμαι πιο μαζεμένη. Δυο-τρεις φορές απέκρουσα προσπάθεια να πάνε να με φιλήσουν στο τέλος του ραντεβού, το σύνηθες ήταν να λέω όχι στο δεύτερο, οπότε και πάλι έπαιρναν το μήνυμα. Βέβαια υπήρξαν και περιπτώσεις που υπήρξε και δεύτερο και τρίτο ραντεβού, ακόμα και ξεκίνημα σχέσης, αλλά δεν κρατούσε πάνω από μήνα, τον πρώτο που κατάφερε να περάσει αυτό το ορόσημο τον παντρεύτηκα…»
    «Αν μου επιτρέπεις, σεξ δεν έκανες; Δεν σου έλειπε; Εσύ… εσύ ήσουν φωτιά και λαύρα!»
    «Μου έλειπε…» λέω με ελαφρά σαρκαστικό τόνο «Κοίτα… δεν μόνασα, έκανα και τις ξεπέτες μου, αλλά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από σεξ για το σεξ, και όπως καταλαβαίνεις αυτό δεν γινόταν με ανθρώπους του περιβάλλοντός μου και ούτε είχαν προοπτική πέραν της μιας βραδιάς… γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
    «Δεν σε κατακρίνω, σε παρακαλώ μη το εκλάβεις έτσι. Σε ξέρω μια ολόκληρη ζωή αλλά μου περιγράφεις κομμάτια του εαυτού σου που απλά δεν τα έζησα… δεν είναι λίγα έντεκα χρόνια, είναι σχεδόν το ένα τρίτο της μέχρι τώρα μας ζωής, και… ναι… είναι περίεργο, είναι σα να μου μιλάς για κάποιον ξένο άνθρωπο και όχι για τη Μπίλι μου που την ξέρω από τα πέντε της»
    «Ναι, είναι κομμάτια της Μπίλι που δε γνώρισες γιατί… γιατί όσο υπήρχες στη ζωή μου απλά δεν υπήρχαν…»
    «Δεν θ’ αλλάξει κάτι. Εννοώ ότι θέλω να μάθω γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής σου, αλλά δε με αφορά, στο βαθμό δηλαδή που δε θα είναι εμπόδιο σ’ αυτό που πάμε να ξεκινήσουμε και πάλι. Μπορώ ωστόσο να σου πω ότι η Μπίλι που είναι αυτή τη στιγμή στην αγκαλιά μου, όσον με αφορά, είναι ακριβώς η ίδια Μπίλι που άφησα πίσω μου. Ξέρεις κάτι; Αν δεν ήταν για τη Χριστίνα, θα έβλεπα την Αμερική ως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Όμως… όμως τώρα έχω το κοριτσάκι μου, πώς θα μπορούσα να το μετανιώσω;»
    «Το καταλαβαίνω… κι εγώ έτσι νιώθω… ξέρεις; Το έβλεπα… δεν ξέρω… το έβλεπα σαν κάτι που μου έδωσε το σύμπαν για να γεμίσει το κενό μέσα μου. Ξέρεις πως μ’ έλεγαν στην εταιρία στις αρχές; Μπορείς να μαντέψεις;»
    «Δολοφόνο;» με ρωτάει χαμογελαστός.
    «Δολοφόνο» του απαντάω. «Όταν γέννησα τη Μαριάννα, όταν άκουσα το πρώτο της κλάμα, όταν μου την έφεραν και την κράτησα στην αγκαλιά μου, έκανε το οτιδήποτε άλλο να μου φανεί τόσο μικρό… τόσο ασήμαντο… Δε σταμάτησα να είμαι καλή στη δουλειά μου, δε σταμάτησα να είμαι απαιτητική με τον εαυτό μου, άλλαξε ωστόσο η ιεραρχία των προσωπικών μου φιλοδοξιών, πρώτη έγινε το να γίνω καλή μητέρα. Με το που γύρισα από την άδεια εγκυμοσύνης το ξέκοψα, στις 18:00 θα φεύγω από το γραφείο. Οκ, δε λέω, υπήρξαν, και ακόμα υπάρχουν, κάποιες έκτακτες περιπτώσεις που χρειάστηκε να κάτσω λίγο παραπάνω αλλά αυτές είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Δεν το κρύβω, μου αρέσει η δουλειά μου και αν δεν υπήρχε η Μαριάννα μπορεί να το τράβαγα μέχρι το βράδυ μόνο και μόνο γι’ αυτό, και μεταξύ μας, την μια εβδομάδα το μήνα που την έχει ο Ανδρέας το κάνω κάποιες φορές…»
    «Αλήθεια, πώς και δεν ακολούθησες ακαδημαϊκή καριέρα;»
    «Αφενός δεν με τράβαγε ιδιαίτερα και αφετέρου το οικονομικό, το μισθό και τα bonus που μου δίνει η εταιρία δε θα μου τα έδινε κανένα πανεπιστήμιο, στην Ελλάδα τουλάχιστον»
    «Γιατί έφυγες από την Ελβετία;»
    «Δεν πήγα εκεί για να μείνω, εξ αρχής ο σκοπός μου ήταν να κάνω το διδακτορικό μου και να γυρίσω Ελλάδα. Και ούτε καν το είχα στο μυαλό μου εδώ που τα λέμε, αρχικά ήθελα να συνεχίσω στο ΕΜΠ αλλά οι γονείς σου… ας πούμε ότι ήταν πειστικοί!»
    «Χαχαχα, ναι, μου το είχαν πει… Βέβαια τότε δεν γελούσα… καταλαβαίνεις…»
    «Καταλαβαίνω, μωρό μου»
    «Με είπες μωρό σου!» μου λέει χαμογελαστός.
    «Το ξέρω!» του απαντάω εξίσου χαμογελαστή. «Είσαι ο Μάριος μου… ποτέ δεν έπαψες να είσαι ο Μάριος μου ακόμα και όταν δεν ήσουν ο Μάριος μου…»
    «Θυμίζει λίγο αντιπρόεδρο Εδεσσαϊκού το παραπάνω!»
    «Δεν τον ξέρω τον κύριο!»
    «Θύμισέ μου κάποια στιγμή να στο δείξω στο YouTube, δε θα σου μείνει άντερο… εχμ, το ξέρεις το YouTube, έτσι;»
    «Μεσιέ, το γεγονός ότι δεν πήγαμε εις τας Αμερικάς δε σημαίνει ότι ζούμε και στις σπηλιές!»
    «Καλά ντε, μη βαράς!»
    «Ό,τι θέλω θα κάνω, τόσα χρόνια που έχω να σε δείρω μού ‘χει λείψει!»
    «Να προσπαθήσεις εννοείς!»
    «Ουφ κι εσύ κάτι λεπτομέρειες που πας και θυμάσαι!»
    «Ξεχνιέσαι εσύ Μπίλι μου;»
    «Όχι και μπράβο μου!»
    «Χαχαχα, τι μαλάκας είσαι!»
    «Τα έχουμε πει αυτά, μαθήτευσα δίπλα στον καλύτερο!»

    Ήπιαμε το ποτό μας, ήπιαμε και δεύτερο ποτό, και ούτε μια στιγμή δεν είχα φύγει από την αγκαλιά του και αυτά τα έντεκα ατελείωτα χρόνια έμοιαζαν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ, γελούσαμε και πειραζόμασταν σαν να μην ήταν ούτε καν πριν λίγες μέρες η τελευταία φορά που είχαμε βγει οι δυο μας για ποτό, όλα μαζί του ήταν τόσο απλά, κυλούσαν σα νερό. Δεν ξέρω, δε μου αρέσουν τα κλισέ, αλλά πραγματικά ήταν σα να είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

    «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει.
    «Πόσο απλό, πόσο εύκολο, πόσο φυσικό είναι που είμαι μαζί σου. Μπορεί να ακουστεί βαρύ αλλά ρε Μάριε… είναι σαν να πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον»
    «Από πέντε χρονών παιδιά κάθε μέρα μαζί, μαζί στο παιχνίδι, μαζί στο διάβασμα, μαζί στις ξένες γλώσσες, από το γυμνάσιο και μετά μαζί στο σχολείο, μαζί στο πολυτεχνείο… Είμαι ο Πυγμαλίωνας σου και είσαι η Γαλάτεια μου, είμαι η Γαλάτεια σου και εσύ ο Πυγμαλίωνας μου. Δεν πλαστήκαμε ο ένας για τον άλλον, Μπίλι μου, εμείς οι ίδιοι πλάσαμε ο ένας τον άλλον…»
    «Μάριε;»
    «Πες μου»
    «Δε θέλω να πάμε στη Boom-boom σήμερα. Δε θέλω κόσμο, θέλω εσένα, μόνο εσένα… έντεκα χρόνια ήταν αρκετά… φτάνει… φτάνει…»
    «Πού θες να πάμε;» με ρωτάει τρυφερά.
    «Δε με νοιάζει… σπίτι σου… σπίτι μου… σε μια ερημική παραλία… δε με νοιάζει… μόνο να είμαστε οι δυο μας, μόνο αυτό…»
    «Ό,τι θέλει η Μπίλι μου» μου λέει και κάνει νόημα στη γκαρσόνα να έρθει. «Σειρά μου» κάνει και πληρώνει εκείνος και σηκωνόμαστε να φύγουμε.

    Τυπικά δική μου σειρά ήταν καθώς στην τελευταία μας έξοδο πριν έντεκα χρόνια πάλι εκείνος είχε πληρώσει, αλλά δε λέω τίποτα, δε θέλω να χαλάσω τη μαγεία της στιγμής κάνοντας χαβαλέ, καλά να είμαστε και στο μέλλον από χαβαλέ άλλο τίποτα. Αυτή τη στιγμή έχω μία ανάγκη και μία ανάγκη μονάχα, να με σφίξει γυμνή στη γυμνή του σάρκα, να νιώσω και πάλι τη ζέστα της στη δική μου, την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου, το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου, να με κάνει και πάλι δική του… και ξανά… και ξανά… και ξανά…

    «Είσαι σίγουρη;» με ρωτάει όταν μπαίνουμε και οι δύο στο αυτοκίνητο.
    «Όσο δεν έχω υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου» του απαντάω.

    Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι του δε μιλάμε, απλά ακούμε μουσική στο ράδιο, το μόνο που κάνω είναι να χαϊδεύω το χέρι του πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων. Το μυαλό μου έχει αδειάσει, δε σκέφτομαι τίποτα, δεν καταλαβαίνω καν πότε φτάνουμε στο νέο Ηράκλειο. Κοίτα να δεις, το σπίτι του είναι δυο τετράγωνα πιο μέσα από τα κεντρικά της εταιρίας. Η πολυκατοικία που μένει είναι νεόκτιστη, βάζει το αυτοκίνητο στο parking δίπλα σε ένα θεόρατο SUV.

    «Τι είναι αυτό καλέ;»
    «Hummer, είναι του Μιχάλη που μένει στο ρετιρέ, πριν καμιά εικοσαριά μέρες επέστρεψε, πηγαινοέρχεται Γερμανία, κάνει το διδακτορικό του εκεί, μηχανολόγος και του λόγου του»
    «Και γιατί πήρε τανκ;»
    «Τι να σου πω, φαίνεται πως το φυσάει το παραδάκι ο κρητίκαρος, το αυτοκίνητο είναι πανάκριβο και το ρετιρέ είναι δικό του, δεν το νοικιάζει, και εδώ που τα λέμε είναι ψηλός και γεμάτος, γιατί να στριμώχνεται σε μικρότερο αφού έχει τα φράγκα για μεγαλύτερο;»

    Ανεβαίνουμε πάνω και βλέπω το σπίτι του για πρώτη φορά. Δεν είναι μεγάλο αλλά είναι επιπλωμένο με γούστο. Στη βιβλιοθήκη στο σαλόνι έχει διάφορες φωτογραφίες με την κόρη του. Χαμογελάω, έχει τα μάτια του πατέρα της αλλά τα χαρακτηριστικά της πρέπει να τα πήρε από τη μητέρα της, είναι ένα κουκλί με ανοιχτά ξανθά μαλλιά. Η Μαριάννα είχε και αυτή μωρό ανοιχτά ξανθά μαλλιά αλλά, όπως συνέβη και σε μένα σ’ εκείνη την ηλικία, έχουν αρχίσει και σκουραίνουν, μάλλον θα γίνει dirty blonde σαν τη μητέρα της. Στα μάτια πήρε τον καλύτερο συνδυασμό από τους δυο μας, έχει το αμυγδαλωτό σχήμα των δικών μου και το σκούρο μπλε του πατέρα της, και η ομορφιά των ματιών του συναγωνίζεται στα ίσια αυτή του Μάριου. Έχει και φωτογραφίες των γονιών του με ή χωρίς τη Χριστίνα αλλά η τελευταία με κάνει να παγώσω. Είμαι… είμαι εγώ, τη θυμάμαι αυτή τη φωτογραφία, την είχαμε τραβήξει στις διακοπές μας στη Σαντορίνη. Είναι απόγευμα της τελευταίας μέρας πριν γυρίσουμε Αθήνα και στη φωτογραφία έχω ένα αδιόρατο τόνο θλίψης.

    «Τη θυμάσαι;» με ρωτάει και απλά του γνέφω καταφατικά, δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου. «Θέλεις να πάμε έξω να πιούμε λίγο κρασάκι;»
    «Ναι, θέλω» του απαντάω χαμογελαστή, βρίσκοντας τη φωνή μου.

    Βγαίνουμε στη βεράντα, το διαμέρισμά του διαθέτει παρόλο που δεν είναι ρετιρέ, και είναι και αρκετά μεγάλη. Είναι γεμάτη γλάστρες και έχει και μια μεγάλη κούνια. Η πολυκατοικία είναι ψηλή, 9όροφη, και το διαμέρισμά του βρισκόμενο στον 8ο, έχει όμορφη θέα.

    «Πού θέλεις να κάτσουμε;» με ρωτάει.
    «Στην κούνια!»
    «Ό,τι θέλει η Μπίλι μου, πάω να γεμίσω τα ποτήρια μας» μου λέει και εγώ κάθομαι στην κούνια και τον περιμένω. Έρχεται μετά από λίγο και αφού μου δώσει το ποτήρι κάθεται δίπλα μου. «Στην υγειά μας, Μπίλι μου» μου κάνει και σηκώνει το ποτήρι του.
    «Στην υγεία μας, Μάριε μου» του κάνω με τη σειρά μου και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.

    Ακούω ένα γυναικείο βογγητό και ο Μάριος βάζει τα γέλια.

    «Ναι, ξέχασα να στο πω, μπορεί να έχουμε και …υπόκρουση. Ευτυχώς που μετακόμισε αφού πήγα τη Χριστίνα στη Ζάκυνθο, ο από πάνω κάθε βράδυ είναι και με διαφορετική, είναι απίθανος ο μπαγάσας!»
    «Ο κρητίκαρος;»
    «Ναι, αυτός! Στις είκοσι μέρες που είναι εδώ έχω δει περισσότερα walks of shame απ’ ότι σε όλες τις σαιζόν του sex and the city, κάθε φορά και διαφορετική και όλες πιτσιρίκες!»
    «Πιτσιρίκες;»
    «Όχι ανήλικες βρε, αλλά τουλάχιστον όλες όσες έχω δει είναι γύρω στα είκοσι… αλλά θα μου πεις και αυτός 23 είναι αν θυμάμαι καλά, μη νομίζεις, δυο-τρεις φορές έχουμε μιλήσει όλες κι όλες, το μόνο που ξέρω είναι η ηλικία του, το ότι έχει καταγωγή από το Ηράκλειο και ότι πριν δύο μήνες ξεκίνησε το διδακτορικό του στο Aachen. Α, και κρίνοντας από τις φωνές, πρέπει να είναι και καλός!!!!» μου λέει χαμογελώντας πονηρά. «Όπως και να έχει μέχρι το Σεπτέμβρη θα πρέπει φτιάξει την ηχομόνωσή του ή να επιστρέψει Γερμανία, γιατί καλά γελάμε, αλλά όταν γυρίσει πίσω και η Χριστίνα δε θα πάει καλά!»
    «Κανείς δεν είναι σαν τον Μάριο μου!»
    «Ο Μάριος σου στο συγκεκριμένο θέλει λαδάκι γιατί έχει σκουριάσει!»
    «Έχεις τουλάχιστον γυμνασμένο το δεξί σου χέρι!»
    «Χαχαχα, τι μαλάκας είσαι…» μου λέει και βάζει και πάλι τα γέλια.
    «Εγώ είμαι ο μαλάκας;» τον πειράζω κάνοντάς τον να κοντέψει να πνιγεί.
    «Σε καλό σου!» μου κάνει όταν βρίσκει και πάλι την ανάσα του. «Α ρε Μπίλι… πώς τα καταφέραμε πάλι και χάσαμε τόσα χρόνια από τις ζωές μας;»
    «Το κάλιο αργά παρά ποτέ ανέκαθεν ήταν το μότο της σχέσης μας, στα γεράματα θ’ αλλάζαμε;»
    «Συμφωνεί και η από πάνω» μου λέει καθώς τα γυναικεία βογγητά έχουν αυξηθεί τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση, κάνοντάς με να βάλω με τη σειρά μου τα γέλια.
    «Άσ’ την αυτήν, έχει πιάσει κουβέντα με το Θεό!»

    Πίνουμε το κρασάκι μας υπό τους ήχους της ερωτικής ραψωδίας που παίζεται στο από πάνω διαμέρισμα αλλά δεν περιμένουμε το κρεσέντο, ο Μάριος σηκώνεται και μου δίνει το χέρι του. Το παίρνω και σηκώνομαι και τον ακολουθώ στο σαλόνι. Πάει στο CD player, το ανοίγει, και αφού ψάξει λίγο, βάζει μέσα ένα δισκάκι.

    Πίνουμε το κρασάκι μας υπό τους ήχους της ερωτικής ραψωδίας που παίζεται στο από πάνω διαμέρισμα αλλά δεν περιμένουμε το κρεσέντο, ο Μάριος σηκώνεται και μου δίνει το χέρι του. Το παίρνω και σηκώνομαι και τον ακολουθώ στο σαλόνι. Πάει στο CD player, το ανοίγει, και αφού ψάξει λίγο, βάζει μέσα ένα δισκάκι.

    «Χορεύετε δεσποινίς;»

    Listen to the wind blow,
    watch the sun rise.
    Run in the shadows,
    damn your love, damn your lies.


    Και έχει επιλέξει το τραγούδι που είχαμε χορέψει στο πάρτι της Κλαίρης αλλά εδώ δεν υπάρχει πια καμιά Βίκυ να μου χαλάσει τη διάθεση. Και εδώ που τα λέμε, εκείνη ήταν που τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που πραγματικά λαχταρούσε ήμουν εγώ και καμιά άλλη. Με αγκαλιάζει σφιχτά από τη μέση και τον αγκαλιάζω κι εγώ σφιχτά, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του, και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε.

    And if you don’t love me now,
    You will never love me again.
    I can still hear you saying
    You will never break the chain.


    Υψώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Χαμηλώνει το κεφάλι του και τα χείλη μας συναντιούνται και πάλι σε ένα βαθύ ερωτικό φιλί ενώ το χέρι του δε σταματάει ούτε μια στιγμή να μου χαϊδεύει την πλάτη. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας αλλά μέσα μου κάθε ίχνος αμφιβολίας έχει διαλυθεί, ό,τι και να συναντήσουμε στο δρόμο μας θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Δεν του είπα ψέματα, νιώθω τόσο σίγουρη όσο δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.

    Λικνιζόμαστε αργά χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσουμε να φιλιόμαστε, χωρίς ούτε μια στιγμή το χέρι του να σταματήσει να με χαϊδεύει τρυφερά στην πλάτη και τα ακροδάχτυλα του αριστερού μου χεριού τα μαλλιά του.

    And if you don’t love me now,
    You will never love me again.
    I can still hear you saying
    You will never break the chain.


    «Σε θέλω» του λέω σταματώντας το φιλί. Δεν απαντάει, με αφήνει και πιάνοντας το χέρι μου με πάει προς τα μέσα ενώ η μουσική παίζει ακόμα…

    Chain keep us together, running in the shadows
    Chain keep us together, running in the shadows
    Chain keep us together, running in the shadows
    Chain keep us together, running in the shadows
    Chain keep us together…


    Πάμε στην κρεβατοκάμαρά του. Το κρεββάτι του είναι υπέρδιπλο και στρωμένο, όλα είναι τακτοποιημένα και στη θέση τους. Δε μου κάνει εντύπωση, ανέκαθεν ο Μάριος ήταν έτσι, εγώ ήμουν πάντα η πιο χύμα. Σταματάμε και με γυρνάει να του έχω πλάτη και αρχίζει να με χαϊδεύει στα πλευρά. Κλείνω τα μάτια μου και φέρνοντας τα χέρια μου πίσω μου, τα σταυρώνω πίσω από το κεφάλι του. Με φιλάει απαλά στο σβέρκο κάνοντάς με να ανατριχιάσω ενώ τα χέρια του είναι το καθένα στο πλάι του κάθε μου στήθους. Μου ξεφεύγει μια δυνατή ανάσα τη στιγμή που φέρνει τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα χουφτώνει απαλά, ενώ το στόμα του παίζει με το λοβό του δεξιού μου αφτιού. Μου μαλάζει τα στήθη για λίγη ώρα και μετά αργά, βασανιστικά αργά, κατεβάζει το ένα του χέρι προς τα κάτω και επιτέλους φτάνει εκεί που λαχταρώ και με χαϊδεύει πάνω από το φόρεμα. Σταματάει και μου το σηκώνει απαλά, ξεσταυρώνω τα χέρια μου από το κεφάλι του και τα σηκώνω ψηλά για να τον βοηθήσω να μου το βγάλει.

    Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και τον βοηθάω να μου το βγάλει. Με τραβάει ξανά προς το μέρος του, ακουμπάω και πάλι πάνω του, και αυτή τη φορά νιώθω τον ερεθισμό του. Φέρνει ξανά τα χέρια του πάνω στα στήθη μου και μου τα μαλάζει, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Έχω σηκώσει και πάλι τα χέρια μου αλλά αυτή τη φορά τα έχω σταυρώσει πίσω από το δικό μου κεφάλι. Παίζει για λίγο με τις ρώγες μου και μετά και με τα δυο του χέρια με χαϊδεύει στα πλευρά και μετά στην κοιλιά και μετά… Μου ξεφεύγει και πάλι ένας δυνατός στεναγμός. Σταματάει και μου κατεβάζει το εσώρουχο και μετά από έντεκα χρόνια βρίσκομαι και πάλι γυμνή μπροστά του.

    Γυρίζω προς το μέρος του και τα χείλη μας συναντιούνται και πάλι ενώ με ένα μου χέρι του ξεκουμπώνω το πουκάμισο. Το βγάζει και βγάζει και το φανελάκι του. Σέρνω τ’ ακροδάχτυλά μου πάνω στο στέρνο του κάνοντάς την άλω του να ανατριχιάσει. Ξεκινάμε να φιλιόμαστε και πάλι και κατεβάζω το χέρι μου προς τα κάτω, τον χουφτώνω πάνω από το παντελόνι του και με το ένα μου χέρι καταφέρνω να του ξεκουμπώσω και τη ζώνη και τα κουμπιά. Περνάω το χέρι μου μέσα από το ανοιχτό παντελόνι και το εσώρουχό του και πιάνω το όργανό του στο χέρι μου.

    Σταματάμε για να τον βοηθήσω να βγάλει παντελόνι και εσώρουχο, βγάζει και τις κάλτσες του, και μένουμε τελείως γυμνοί. Με τραβάει πάνω του και με φιλάει παθιασμένα, επιθετικά, και νιώθω και πάλι να λιώνω στα χέρια του. Κατεβάζω το χέρι μου στο στέρνο του και τον χαϊδεύω. Σταματάω το φιλί στο στόμα και αρχίζω και τον φιλάω και να τον δαγκώνω απαλά στο σαγόνι και στο λαιμό. Συνεχίζω να τον φιλάω στο στέρνο, και στα στήθη του και μετά πιο χαμηλά ενώ ταυτόχρονα λυγίζω τα πόδια μου και χαμηλώνω, και όλο χαμηλώνω, μέχρι που τελικά στέκομαι γονατισμένη μπροστά του.

    Με μεθάει η μυρωδιά του ανδρισμού του και χωρίς να διστάσω ούτε στιγμή τον παίρνω όλο μέσα στο στόμα μου, έχω μάθει εδώ και χρόνια να μπορώ να το κάνω. Ακούω το βογγητό του και συνεχίζω με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό, μπορεί να θέλω να μπει μέσα μου αλλά ακόμα περισσότερο θέλω να του προσφέρω ικανοποίηση, ο Μάριος, πέρα από την Μαριάννα μου, είναι ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου του οποίου τα θέλω τα έβαζα *πάντα* πάνω από οτιδήποτε δικό μου.

    Με σταματάει απαλά και με βοηθάει να σηκωθώ. Ξαπλώνουμε στο κρεββάτι και ανεβαίνει πάνω μου και τον αγκαλιάζω και τον τραβάω προς τα μένα, θέλω να νιώσω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Με φιλάει και μετά κατεβαίνει απαλά στα στήθη μου και μετά ανάμεσα στα πόδια μου. Τον αρπάζω από το μαλλί και τον κολλάω πάνω μου και το άγγιγμα της γλώσσα τους στην κλειτορίδα με κάνει να τεντωθώ άθελά μου.

    «Σε θέλω…κάνε με δική σου και πάλι… σε θέλω… σε θέλω…» του λέω με πνιχτή φωνή, και σταματάει για λίγο.
    «Μπίλι μου… δεν… δεν έχω προφυλακτικό… δεν πίστευα ότι θα το χρειαστώ…»
    «Δεν πειράζει» του λέω. «Είναι η πρώτη μου μέρα μετά τους Ρώσσους» του λέω και επιστρέφει στο έργο του κάνοντάς και πάλι το σώμα μου να τεντωθεί και παρόλο που του είπα ότι θέλω να μπει μέσα μου δε σταματάει, συνεχίζει με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και τη γλώσσα του τη συνοδεύουν και τα δάχτυλά του, και όπως και την πρώτη φορά που μου τα έβαλε ταυτόχρονα μπροστά και πίσω, ο οργασμός μου έρχεται από το πουθενά και ξεπληρώνουμε τις φωνές της από πάνω με τόκο! Σταματάει και βρίσκω με κάποια δυσκολία τις ανάσες μου. «Σε θέλω!» του λέω και πάλι. «Κάνε με δική σου… κάνε με δική σου και πάλι!»
    «Δώσε μου μερικά λεπτάκια…»
    «Κουράστηκες;» τον ρωτάω.
    «Όχι, αλλά άμα ξεκινήσω όπως είμαι τώρα θα αρχίσεις και πάλι να τραγουδάς για το Speedy Gonzalez» μου λέει και βάζω τα γέλια.
    «Don’t care! Δε μπορώ να περιμένω άλλο, δε θέλω να περιμένω άλλο!»

    Αντί απάντησης κουνάει το κεφάλι του γελαστός και έρχεται προς το μέρος μου. Ανεβαίνει από πάνω μου και ανοίγω τα πόδια μου για να τον υποδεχτώ. Στέκεται ακίνητος για μερικές στιγμές και μετά σχεδόν γλιστράει μέσα μου, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή και την πληρότητα. Ανοίγω και πάλι τα μάτια μου και τον κοιτάω όπως είναι όλος μέσα μου, ακίνητος. «Σ’ αγαπάω» μου λέει. «Σ’ αγαπάω» του απαντάω και αρχίζει και κινείται απαλά και τα μάτια μου κλείνουν από μόνα τους και οι χτύποι της καρδιάς μου είναι τόσο δυνατοί που θαρρείς πως καλύπτουν τις κοφτές του ανάσες καθώς μπαινοβγαίνει με υπνωτικό σχεδόν ρυθμό μέσα μου. Αρχίζει και επιταχύνει σταδιακά και οι ανάσες μου γίνονται στεναγμοί και μετά βογγητά και στο τέλος αναφιλητά αλλά δεν είναι κλάματος, είναι ηδονής.

    Νιώθω να έχω αρπάξει φωτιά και ο Μάριος όλο και συνεχίζει να επιταχύνει και παρά τους φόβους του συνεχίζει για αρκετή ώρα, τόση που νιώθω ότι δε θα αντέξω, θα του μείνω, δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τόσο έντονη ευχαρίστηση με απλή διείσδυση, και γίνομαι ξανά σαν την από πάνω, τα αναφιλητά μου γίνονται φωνές και πάνω στην κορύφωση του οργασμού μου έρχεται και ο δικός του, καρφώνεται μέσα μου και μένει ακίνητος και νιώθω το όργανό του να σπαρταράει κυριολεκτικά μέσα μου, πλημμυρίζοντάς με. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάναμε σεξ χωρίς προφυλακτικό και τελείωνε μέσα μου, και ούτε ήταν η πρώτη φορά που είχα οργασμό μόνο με διείσδυση, αλλά ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει κάτι τόσο δυνατό, τόσο έντονο…

    «Μείνε μέσα μου, σε παρακαλώ μην τραβηχτείς…» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
    «Δεν πάω πουθενά!» μου αποκρίνεται χαμογελαστός και νιώθω και πάλι το βάρος του κορμιού του καθώς ξαπλώνει πάνω μου.

    Κάθεται για λίγη ώρα έτσι και μετά ξαπλώνει και μου ανοίγει την αγκαλιά του και χώνομαι μέσα της ξαπλώνοντας το κεφάλι μου ανάμεσα στο χέρι και το στέρνο του. Μπορεί να μην είναι παρά το πρώτο βήμα αλλά η πληρότητα που νιώθω με γεμίζει αισιοδοξία.

    Έντεκα ολόκληρα, έντεκα ατελείωτα χρόνια μετά, ο Μάριος μου είναι και πάλι με τη Μπίλι του.

    Σήμερα
    Αρπάξαμε από τα μαλλιά τη δεύτερη ευκαιρία που τόσο απλόχερα μας χάρισε το σύμπαν αλλά, παρά το πόσο δυνατό και γερό ήταν αυτό το πρώτο βήμα που κάναμε, πέρα από την Κατερίνα δεν είπαμε σε κανέναν τίποτα μέχρι να βεβαιωθούμε ότι πατούσαμε στέρεα στα πόδια μας. Δεν ήταν όλα ρόδινα, μη γίνομαι ψεύτρα, ο Ανδρέας όπως είχα προβλέψει ψυχράνθηκε στην αρχή και παρόλο που συνεχίσαμε να έχουμε καλές σχέσεις για χάρη της Μαριάννας, από τη στιγμή που του είπα ότι ήμουν ξανά με το Μάριο, και μαζί όλη την αλήθεια που του είχα κρύψει, δεν ήτανε ποτέ ξανά ο ίδιος.

    Έχοντας παιδιά το να βάζεις ανθρώπους στη ζωή τους δεν είναι απλή υπόθεση και παρά το γεγονός ότι είπα στον Ανδρέα σχετικά γρήγορα ότι ήμουν ξανά με το Μάριο, περιμέναμε και οι δυο μας πάνω από τρεις-τέσσερις μήνες για να το ανακοινώσουμε στα δυο κορίτσια. Η Μαριάννα ήταν πεντέμισι χρονών και η Χριστίνα σχεδόν επτά. Έχω πει επανειλημμένα ότι δεν το έχω εύκολο το κλάμα, αλλά την πρώτη φορά που η Μαριάννα είπε το Μάριο «μπαμπά» και η Χριστίνα εμένα «μαμά» άνοιξαν οι βρύσες και δεν έκλειναν, όχι δηλαδή ότι ο Μάριος πήγε πίσω, να τα λέμε αυτά.

    Όταν αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί, συμφωνήσαμε να μείνουμε στο δικό μου διαμέρισμα, καθώς εκείνο που νοίκιαζε ο Μάριος στο Νέο Ηράκλειο ήταν μικρό για τετραμελή οικογένεια. Ευτυχώς η Μαριάννα δεν είχε ξεκινήσει ακόμα το σχολείο, οπότε αποφασίσαμε να τη γράψουμε εκεί που πήγαινε σχολείο και η Χριστίνα, στο Αρσάκειο στην Δροσιά. Το σχολείο δεν είναι φτηνό ωστόσο ο Ανδρέας δεν παραπονέθηκε. Αποφασίσαμε τελικά πως όταν ο Πάρης θα πήγαινε σχολείο θα ερχόταν και αυτός στο ίδιο σχολείο με την αδερφή του και πως τα δίδακτρα της Μαριάννας θα έβγαιναν κατευθείαν από το δικό μου πορτοφόλι ώστε να μπορέσουν να κάνουν κι εκείνος με την Αλεξάνδρα το ίδιο και για τον Πάρη.

    Τον Ιούλη του 2010 φέραμε στον κόσμο και τα δίδυμα, τον Ηλία και την Ανδριανή, και πλέον το σπίτι δε μας χωρούσε, οπότε αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στα βόρεια προάστεια. Νοικιάσαμε ένα καλό σπίτι με μεγάλο κήπο στη Δροσιά και από τότε μένουμε εκεί, και μάλιστα πέντε χρόνια αργότερα το αγοράσαμε. Η ζωή μας δεν είναι παραμύθι, αλλά είναι όμορφη, είναι πλήρης, και αν ο έρωτας είναι κάτι που ξεθωριάζει με τον καιρό, η αγάπη δύο ανθρώπων, που λες και πλάστηκαν ο ένας για τον άλλον, μόνο να δυναμώσει μπορούσε, και αυτό έκανε, δυνάμωσε.

    Ο ένας στο πρόσωπο του άλλου δε βρήκαμε απλά το χαμένο μας έρωτα, βρήκαμε ξανά και τον καλύτερο μας φίλο, τον άνθρωπο που μεγαλώσαμε μαζί και μας καταλάβαινε ίσως καλύτερα απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Καλά το λένε, όσα φέρνει μια στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος! Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχε συμβεί εκείνη η απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας έκανε σχεδόν να πειστούμε πως το σύμπαν ήθελε να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία; Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.

    Μαριάννα και Χριστίνα έχουν γίνει ολόκληροι κορίτσαροι και σπουδάζουν, αν και τα ενδιαφέροντά τους είναι διαφορετικά από αυτά των γονιών τους. Η Χριστίνα σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο, πέρσι πήρε το πτυχίο της και φέτος έχει ξεκινήσει και μεταπτυχιακό, στο Μετσόβιο κι αυτό, ενώ η Μαριάννα είναι στο τέταρτό της έτος στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και έχει βάλει και εκείνη στο πρόγραμμα να κάνει μεταπτυχιακό. Ηλίας και Ανδριανή φέτος ξεκίνησαν τη δευτέρα γυμνασίου, ενώ ο Πάρης είναι στο πρώτο του έτος στο τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών στο Ηράκλειο. Κοίτα πως τα φέρνει η ζωή, ο Νίκος, ο παιδικός μας φίλος, θα είναι καθηγητής του.

    Παρά το γεγονός ότι η σχέση του Ανδρέα με το Μάριο ήταν και παραμένει αρκετά περίεργη, τα πέντε μας παιδιά έχουν στενές σχέσεις μεταξύ τους από μικρά, δε θα ξεχάσω που Χριστίνα -που είναι και η πιο τσαμπουκαλού- δώδεκα χρονών παιδί τότε, σήκωσε το Αρσάκειο στο πόδι επειδή κάποιο πρωτάκι έκανε bullying στον Πάρη, που κι εκείνος τότε πήγαινε πρώτη. Το καλοκαίρι, και με αφορμή το ότι ο Πάρης είναι στο Ηράκλειο, Χριστίνα και Μαριάννα έχουν κανονίσει θα κατέβουν Κρήτη για να κάνουν οι τρεις τους διακοπές.

    Η Κατερίνα ήταν εκείνη που μας πάντρεψε το 2013 και εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια είναι δικαστίνα και πέρσι έγινε και γιαγιά, και πρόσφατα έγινε παππούς και ο Νίκος! Πώς πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβουμε; Πότε προλάβαμε να γίνουμε παππούδες και γιαγιάδες; Έχουν περάσει πάνω από 45 χρόνια μα το θυμάμαι σα νά ‘ταν χθες…

    Περιστέρι, 1978

    Είναι απόγευμα και μόλις έχω γυρίσει από τον παιδικό σταθμό. Βγαίνω έξω και στα σκαλιά του σπιτιού μου κάθεται ένα αγόρι που δεν το έχω ξαναδεί και κοιτάζει τους υπόλοιπους που παίζουν μπάλα.

    «Γεια σου!» του κάνω. «Πώς σε λένε;»
    «Μάριο» μου απαντάει και μου χαμογελάει. «Εσένα;»
    «Μπίλι! Γιατί δεν παίζεις μπάλα;»
    «Τώρα βγήκα έξω και είχαν αρχίσει»
    «Ναι και;» τον ρωτάω με απορία. «Πάμε να παίξουμε;»
    «Τι να παίξουμε;»
    «Μπάλα!»
    «Παίζεις μπάλα;»
    «Αμέ! Λοιπόν, πάμε;»
    «Θα με παίξουν;» με ρωτάει αβέβαια.
    «Γιατί να μη σε παίξουν; Εδώ παίζουν εμένα!»

    Πάω εγώ στη μια ομάδα και ο Μάριος στην άλλη και ξεκινάμε το παιχνίδι.

    Ρε συ αυτός είναι καλός!

    --- ΤΕΛΟΣ ---
     
    Last edited: 30 Ιανουαρίου 2024
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Τρία επιπλέον κεφάλαια για την πληρότητα της ιστορίας, δεν αλλάζουν ουσιαστικά κάτι, απλά περιγράφουν πιο αναλυτικά κάποιες καταστάσεις στη ζωή της Μπίλι. Τόσο του 1990, όσο και του 1991 προηγούνται των υπόλοιπων σε εκείνες τις χρονιές.

    Όπως πάντα στο https://cynically-disposed.blogspot.com/2024/01/tomboy.html είναι η πλήρης ιστορία.

    1988
    Επιμερισμός
    Π
    ρώτη λυκείου. Το λέω και δεν το πιστεύω, πρώτη λυκείου! Πότε πέρασαν τα χρόνια έτσι; Πότε πήγα και πότε τέλειωσα το δημοτικό, πότε πήγα και πότε τέλειωσα το γυμνάσιο; Προχθές είχαμε τον αγιασμό, χθες πήραμε τα βιβλία και σήμερα έχουμε και τα πρώτα μαθήματα. Σήμερα είναι Τετάρτη και την πρώτη ώρα έχουμε γεωμετρία και ο καθηγητής μας, αφού μας κάνει τις συστάσεις και του λέμε και εμείς τα ονόματά μας, ξεκινάει το μάθημα θέλοντας να μας εξηγήσει την αναγκαιότητα θεμελίωσης των μαθηματικών με βάση ορισμούς και αξιώματα από τα οποία παράγονται τα θεωρήματα.

    «Ορίστε, θα σας πω ένα απλό παράδειγμα. Μπορείτε να αποδείξετε την αντιμεταθετική ιδιότητα, δηλαδή ότι α+β=β+α αν α και β είναι πραγματικοί αριθμοί; Σας δίνω πέντε λεπτά να το σκεφτείτε»

    Σε αντίθεση με τους περισσότερους συμμαθητές μου που βαριούνται τη ζωή τους το πρόβλημα με ιντριγκάρει και αρχίζω να γράφω στο τετράδιο. Μου έρχεται μια ιδέα και χαμογελάω και ο Κωσταντόπουλος, ο καθηγητής, με βλέπει. Σηκώνω το χέρι μου.

    «Για πες μας…»
    «Μαρκετάκη» του υπενθυμίζω. «Δεχόμαστε ότι ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση και ότι για την τελευταία ισχύει η προσεταιρεστική ιδιότητα; Αν ναι τότε μπορούμε να αποδείξουμε ότι α+β=β+α. Αν όχι… όχι!» λέω και ο Κωσταντόπουλος χαμογελάει.
    «Ας πούμε ότι το δεχόμαστε. Για σήκω στον πίνακα να μας δείξεις»

    Συνηθισμένη να σηκώνομαι στον πίνακα καθότι από την πρώτη γυμνασίου και έπειτα ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στο σχολείο, μόνο πέρσι μου έφαγε την πρωτιά ένα πρωτάκι, σηκώνομαι στον πίνακα και παίρνω την κιμωλία στο χέρι.

    «Αρχικά χρησιμοποιούμε την υπόθεση πως ο πολλαπλασιασμός είναι επιμεριστικός ως προς την πρόσθεση» λέω στην υπόλοιπη τάξη και γράφω στον πίνακα.

    2(α+β) = (1+1)(α+β) <=> 2α+2β = α+β+α+β <=> α+α+β+β = α+β+α+β

    «Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η πρόσθεση είναι προσεταιρεστική, προσθέτουμε από αριστερά το -α και από δεξιά το -β και στα δύο σκέλη της ισότητας» τους εξηγώ και γράφω στον πίνακα.

    -α+(α+α+β+β)-β = -α+(α+β+α+β)-β <=> (-α+α)+(α+β)+(β-β) = (-α+α)+(β+α) +(β-β) <=> α+β = β+α

    «Εξαιρετικά» λέει ο Κωνσταντόπουλος που χαμογελάνε μέχρι και τα μούσια του. «Ωστόσο, όταν θα πάτε στην 3η λυκείου -και όσοι ακολουθήσετε την 1η δέσμη- θα μάθετε τις έννοιες της ομάδας, του δακτυλίου, και του σώματος και θα καταλάβετε ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, η επιμεριστική είναι πιο σύνθετη ιδιότητα και από την προσεταιρεστική και από την αντιμεταθετική, καθότι συνδυάζει δύο πράξεις. Τούτου λεχθέντος ο συλλογισμός σου Μαρκετάκη ήταν εξαιρετικός. Μπορείς να κάτσεις!» μου λέει και κάθομαι με τα μάγουλα κόκκινα από τον ενθουσιασμό. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου εγώ δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα ούτε να συμπαθώ καθηγητή ούτε να γίνομαι η συμπάθειά του.
    «Ωραία, τώρα πρόσθεσες και καθηγητή στους θαυμαστές σου» με πειράζει η Κατερίνα.
    «Ναι, το έχω αυτό» της λέω και της βγάζω τη γλώσσα.
    «Και είναι και κούκλος!» συνεχίζει.
    «Μπα, τον ξεπέρασες τον Αλέκο;» συνεχίζω να την πειράζω.
    «Μαρκετάκη, τι λες, θα συνεχίσουμε το μάθημα;» με επαναφέρει στην τάξη ο καθηγητής και γίνομαι κόκκινη σαν ινδιάνα.

    Στο διάλειμμα ωστόσο είχα την πρώτη εμπειρία να ακούσω να μιλάνε αγόρια για μένα και ομολογώ ότι δε μου άρεσε καθόλου.

    «Είχε δεν είχε μας πέταξε τα μάτια έξω η Μαρκετάκη» ακούω κάποιον να λέει.
    «Ναι ρε μαλάκα, τι κωλαράκι είναι αυτό; Μπορεί να σηκώνεται κάθε μέρα στον πίνακα;»
    «Θα το λέμε και δε θα μας πιστεύει κανείς, η ωραιότερη γκόμενα στο σχολείο είναι φύτουλας και παίζει ποδόσφαιρο!»
    «Μην κάνεις καμιά μαλακία και της πετάξεις τίποτα τέτοιο στη μπάλα, θα σε κλάψει η μανούλα σου!»
    «Λες να μην το ξέρω; Από το δημοτικό είμαστε μαζί…»

    Με είδαν και έκανα ότι δεν τους άκουσα και έκαναν ότι δε μιλούσαν για μένα. Δεν ξεκινήσαμε καλά…

    1990
    Δάσκαλε που δίδασκες
    Είναι αρχές Μάρτη και ο μήνας δεν έχει μπει καλά. Ο Μάριος εδώ και δύο εβδομάδες τα έχει φτιάξει με την Αναστασία, μια συμμαθήτριά μας στα Γαλλικά, και βρίσκομαι και πάλι να βράζω στο ζουμί μου. Ήμουν που ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήρθε και εκείνο το φιλί στην Πυθία και με αποτελείωσε. Και δεν μου έφτανε και ο πόνος μου, είχα και τους θαυμαστές που δε φαίνεται να λάμβαναν το μήνυμα «αγόρια, δεν ενδιαφέρομαι» και συνέχιζαν να μου ζητάνε να τα φτιάξω μαζί τους και εγώ συνέχιζα να μοιράζω χυλόπιτες, και δεν ένιωθα καθόλου καλά όταν αναγκαζόμουν να το κάνω. Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το συναίσθημα της απόρριψης, ένιωθα τύψεις όταν ήμουν εγώ εκείνη που έκανε το αγόρι που μου ζητούσε να τα φτιάξουμε να το αισθανθεί.

    «Γαμώτο, λες και έχουν βάλει στοίχημα ποιος θα με ρίξει» λέω εκνευρισμένη σε Μάριο και Κατερίνα, λίγη ώρα μετά τη χυλόπιτα που είχα ρίξει στον Αργύρη.
    «Ξέρεις πόσες σε ζηλεύουνε;» με ρωτάει ο Μάριος.
    «Ευχαρίστως να ανταλλάξουμε θέσεις, όποιος είναι έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρει» του απαντάω γεμάτη πίκρα. «Για όνομα του θεού, έχω αναγκαστεί να ρίξω πάνω από είκοσι χυλόπιτες, δεν το έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρομαι;»
    «Έχουν πάρει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφέρεσαι για αυτούς που τους έχεις ρίξει χυλόπιτα» απαντάει ξανά ο Μάριος. «Καθένας ελπίζει ότι θα είναι εκείνος που θα ακούσει το ναι»
    «Πώς ρε Μάριε; Με τους περισσότερους δεν έχω ανταλλάξει περισσότερες από μερικές κουβέντες, δηλαδή τι πιστεύουν, ότι θα τους ερωτευτώ εξ αποστάσεως; Και να πεις ότι είμαι καμιά απλησίαστη ή ακατάδεχτη όπως αυτή η μαλάκω η Σοφία;»
    «Αυτή και αν σε ζηλεύει!» μου λέει η Κατερίνα.
    «Να πάει να γαμηθεί και αυτή και ο γρύλλος της»
    «Στο πάρτι της Κλαίρης την είχες κάνει τούρμπο, πάντως» συνέχισε η Κατερίνα.
    «Μου ζήτησε ο Ανδρέας να τον βοηθήσω και το έκανα. Του το είπα του μαλάκα ότι δεν θα κερδίσει τίποτα έτσι, ας πρόσεχε. Τέλος πάντων, χέστηκα τι κάνει και τι δεν κάνει η Σοφία με τους θαυμαστές της, με τους δικούς μου να δω τι θα κάνω!»

    Φυσικά η συζήτηση αυτή δεν έβγαλε πουθενά, περισσότερο να ξεσπάσω ήθελα παρά κάτι άλλο. Αντιθέτως με το τι μπορεί να πίστευε ο καθένας δε μου άρεσε που η εμφάνισή μου ήταν αυτή στην οποία επικεντρώνονταν τα αγόρια στο σχολείο ή στις ξένες γλώσσες. Και να πεις ότι προκαλούσα όπως μερικές συμμαθήτριες που τα πέταγαν όλα έξω ή που φτιασιδωνόντουσαν και ερχόντουσαν στο σχολείο λες και είναι σε πασαρέλα; Ούτε το ένα έκανα, ούτε το άλλο, φορούσα απλά unisex ρούχα και μπορεί μια κοκεταρία να την έχω αλλά αυτή περιοριζόταν στο να φοράω ρούχα που ταιριάζουν μεταξύ τους και να έχω περιποιημένα μαλλιά και νύχια, και δεν τα έβαφα καν, όπως πολλές άλλες. Ξέρω ότι είμαι φυσικά όμορφη αλλά ποτέ δεν έκανα κάτι για να το τονίσω και δεν είχα κανένα σκοπό να γίνω γριά μάγισσα μπας και σταματήσουν να μου την πέφτουν, ας πάνε στο διάβολο όλοι τους.

    Δύο εβδομάδες τώρα που ο Μάριος είναι με την Αναστασία δεν περνάω καλά στις εξόδους μας, με πονάει να τον βλέπω μαζί της και να πρέπει να το παίξω και χαρούμενη. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά με τα πολλά η Κατερίνα κατάφερε και τον Αλέκο, οπότε βρίσκομαι να κρατάω το φανάρι και στους τέσσερείς τους από πάνω, οπότε όταν ένας συμμαθητής μας από τα Γαλλικά, ο Δημήτρης, μου ζητάει να βγούμε το Σάββατο για καφέ, βιάζομαι να δεχτώ. Δε μου περνάει κάτι κακό από το μυαλό, με το Δημήτρη έχουμε βγει ξανά για καφέ. Ο Δημήτρης είναι και αυτός στην ηλικία μου, μένει προς το Μπουρνάζι και πηγαίνει στο ΚΓ. Είναι λίγο πιο κοντός από τον Μάριο, πολύ γλυκούλης στο πρόσωπο, και παρόλο που δεν τον λες και ανοιχτό άνθρωπο, με όσους νιώθει άνετα είναι μεγάλος πλακατζής. Φανατικός ΑΕΚτζής, σε αντίθεση με εμένα και το Μάριο που είμαστε φόλα Παναθηναϊκοί, πειραζόμαστε συνεχώς στα αθλητικά.

    «Το Σάββατο λέμε να πάμε 100» μου λέει ο Μάριος.
    «Με τις ευχές μου, εγώ θα βγω με το Δημήτρη για καφέ, μπορεί να περάσουμε μετά να σας βρούμε!»
    «Μπα-μπα, και άλλο καφέ με τον Δημητράκη;» με ρωτάει πειρακτικά.
    «Γιατί, ζηλεύεις;» τον πειράζω με την σειρά μου.
    «Καλός μαλάκας είσαι αλλά άμα σου ζητήσει να τα φτιάξετε μην παραπονιέσαι!»
    «Έχουμε βγει τρεις φορές για καφέ, αν ήταν να μου την πέσει δεν θα το είχε κάνει ήδη; Και ξέρεις κάτι; Σε αντίθεση με τους άλλους αυτός τουλάχιστον έχει πάτημα. Και μιλάμε, και τον συμπαθώ και μου αρέσει.»
    «Σου αρέσει; Δε μας τα είχες πει αυτά Βασίλω!» με τσιγκλάει αποκαλώντας με «Βασίλω» που ξέρει ότι με διαολίζει.
    «Θα σού λεγα τώρα τίποτα βαρύ!»
    «Χαλάρωσε ρε μαλάκα, σε πειράζω. Τι να σου πω, με το καλό τότε και κράτα μου κανένα κανελί!» μου λέει χρησιμοποιώντας ακριβώς την ίδια φράση που είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ όταν μου είπε ότι τα έφτιαξε με την Αναστασία, διαολίζοντάς με ακόμα περισσότερο. «Έτσι είσαι πουλάκι μου;» λέω μέσα μου. Θα μου πεις ο Μάριος δε με βλέπει έτσι, και εγώ ήμουν η πρώτη που έλεγα ότι το να προσπαθείς να κάνεις τον άλλο να ζηλέψει για να σε προσέξει είναι κακή ιδέα, αλλά τώρα έχω πεισμώσει.

    Το Σάββατο το απόγευμα που πάω για καφέ με τον Δημήτρη, και εκμεταλλευόμενη τις ζέστες που κάνει τις τελευταίες μέρες, φοράω μέχρι και το φόρεμα που μου είχε διαλέξει η Κατερίνα, κάνοντας τη μητέρα μου να σταυροκοπηθεί μερικές φορές. Έχω μουλαρώσει τόσο άσχημα που αυτή τη φορά είμαι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσω όλα τα όπλα που έχει η φαρέτρα μου, θέλω να κάνω το Μάριο να δει τι χάνει. Βέβαια λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, καθότι δεν το έχω καθόλου σίγουρο ότι ο Δημήτρης θα μου την πέσει, αλλά όπως λένε οι συγκυρίες ευνοούν τον προετοιμασμένο. Με το Δημήτρη έχουμε δώσει ραντεβού στις 19:00 στην πλατεία 25ης Μαρτίου για να πάμε Fame, όπως και τις προηγούμενες τρεις φορές, και όταν φτάνω τον βρίσκω εκεί.

    «Καλώς την» μου λέει ο Δημήτρης κοιτάζοντάς με από την κορυφή μέχρι τα νύχια, δε με είχε ξαναδεί με φόρεμα.
    «Συγνώμη που άργησα λίγο, δε βολεύουν οι ρημάδες!» του είπα εννοώντας τις γόβες.
    «Σου πάνε πολύ όμως» μου είπε χαμογελώντας από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. «Είσαι κούκλα!»
    «Ευχαριστώ» του λέω χαμογελώντας του ελαφρά αμήχανα.
    «Λοιπόν πάμε;» με ρωτάει και μου προτείνει το μπράτσο του να πάμε αγκαζέ, κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Χμμμ…
    «Ναι, πάμε» του λέω και τον πιάνω και προχωράμε αγκαζέ.

    Η Fame είναι στη συμβολή της Βάρναλη με τη Μεγάλου Αλεξάνδρου, καμιά εκατοστή μέτρα δηλαδή από εκεί που δώσαμε ραντεβού, οπότε ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε και ανεβαίνουμε πάνω. Έχει αρκετό κόσμο -και όλες γνωστές φάτσες- αλλά βρίσκουμε να κάτσουμε σε τραπέζι. Συνήθως με το Δημήτρη καθόμασταν απέναντι ο ένας από τον άλλον, αλλά σήμερα μου προτείνει να περάσω προς τα μέσα, το οποίο σημαίνει ότι θέλει να κάτσουμε δίπλα. Με σφίγγει το στομάχι μου, είναι η αλήθεια, γιατί όλα δείχνουν ότι θα γίνει αυτό που με προειδοποίησε ο Μάριος, και παρά το γεγονός ότι αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση στο σχέδιό μου να κάνω τον τελευταίο να ζηλέψει, δεν αισθάνομαι καλά. The things we do for love… Περνάω μέσα και κάθεται δίπλα μου.

    Ο Δημήτρης στην αρχή είναι νευρικός και τον έχω συλλάβει κάμποσες φορές να κοιτάζει το μπούστο μου αλλά κάνω τα στραβά μάτια, στην τελική-τελική, εγώ ήμουν εκείνη που επέλεξε να φορέσει φόρεμα. Νιώθω κι εγώ νευρικότητα, μη λέω ψέματα, είμαι πλέον σχεδόν σίγουρη ότι θα μου ζητήσει να τα φτιάξουμε και παρά τα μεγάλα μου λόγια δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Γαμώτο, είναι καλό παιδί, δεν του αξίζει κάτι τέτοιο αλλά θέλοντας και μη έρχομαι στα λόγια του Ανδρέα στο πάρτι, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Προσπαθώ να είμαι χαλαρή και μάλλον τα καταφέρνω γιατί ο Δημήτρης λύνεται και με κάνει και γελάω, λύνοντάς μου έτσι τη νευρικότητα. Αν το καλοσκεφτείς ο Δημήτρης τα έχει όλα, τον συμπαθώ πολύ, μου αρέσει εμφανισιακά και με κάνει και γελάω. Αν δεν υπήρχε ο Μάριος είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τσιμπηθώ μαζί του αλλά αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν θα ήτανε πατίνι.

    «Μπα σε καλό σου» του λέω κάποια στιγμή γελώντας ακόμα, «κόντεψες να με πνίξεις!»
    «Μ’ αρέσει να σε κάνω να γελάς» μου απαντάει χαμογελώντας μου ντροπαλά. Δεν έχω τι να του απαντήσω, του χαμογελάω κι εγώ ελαφρά αμήχανα. «Μπίλι… μου αρέσεις, μου αρέσεις πολύ…» μου λέει και κομπιάζει.
    «Κι εμένα μου αρέσεις» του απαντάω για να του δώσω θάρρος, μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Ταυτόχρονα αισθάνομαι ντροπή για τον εαυτό μου, μπορεί να μην είναι τελείως ψέμα αυτό που του είπα, όντως μου αρέσει ο Δημήτρης, αλλά όχι γι’ αυτό που έχει στο μυαλό του. Δάσκαλε που δίδασκες…
    «Αλλά;» με ρωτάει.
    «Τι αλλά;» τον ρωτάω. «Δεν έχει αλλά»
    «Μπίλι, εννοώ μου αρέσεις σαν κοπέλα…» λέει και κομπιάζει για λίγο… «Θέλεις… θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;»

    Ή ταν ή επί τας

    «Θέλω» του απαντάω και τον πιάνω απροετοίμαστο, μάλλον περίμενε ότι θα φάει και αυτός χυλόπιτα. Με κοιτάζει σα να μην πιστεύει αυτό που άκουσαν τ’ αφτιά του και η έκφραση απορίας του με κάνει να χαχανίσω. «Δημήτρη ζεις;» τον πειράζω.
    «Μισό λεπτάκι, έμφραγμα είναι, θα μου περάσει!» μου λέει με ένα χαμόγελο από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
    «Αν με κάνεις χήρα καλά-καλά δεν τα φτιάξαμε, θα σε σκοτώσω!» τον πειράζω και βάζει τα γέλια.

    Μου πιάνει το χέρι και μου το χαϊδεύει. Με κοιτάζει στα μάτια και γέρνει προς το μέρος μου, θέλει να με φιλήσει. Ναι, εγώ δεν θέλω ακριβώς, αλλά αφού μπήκα στο χορό θα χορέψω. Τα χείλη μας συναντιόνται, το φιλί του είναι τρυφερό και δεν έχει βάλει γλώσσα, δόξα τω Θεώ. Δεν είναι άσχημο αλλά τα αισθήματα που νιώθω δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που είχα νιώσει όταν με είχε φιλήσει ο Μάριος. Νιώθω πολύ άσχημα με τον εαυτό μου, ούτε δυο λεπτά δεν έχουν περάσει από το «Ναι» μου και το έχω ήδη μετανιώσει. Θυμάμαι αυτό που είχα πει στον Ανδρέα και νιώθω ακόμα χειρότερα.

    «Τι κάνεις; Τι κάνεις;» με μαλώνει ο εαυτός μου. «Λες μαλάκω τη Σοφία αλλά σάμπως του λόγου σου είσαι καλύτερη; Χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο που τον συμπαθείς και δε σου φταίει σε τίποτα για να κάνεις τι; Τον Μάριο να ζηλέψει; Ο Μάριος δε σε θέλει με τον ίδιο τρόπο που τον θες εσύ, ξεκόλλα και προχώρα παρακάτω. Δεν του αξίζει του Δημήτρη κάτι τέτοιο, σταμάτα τα παιδιαρίσματα και είτε χάλασέ τα μαζί του επιτόπου είτε δώσ’ του μια ευκαιρία»

    Είναι κάμποσοι συμμαθητές μας στην Fame και μας κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Ο Δημήτρης γέρνει να με φιλήσει και πάλι και ανταποδίδω με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και αυτή τη φορά συμμετέχουν και οι γλώσσες μας. Νιώθω και πάλι τσίμπημα των τύψεων στα στήθη μου για τον ίδιο λόγο, το φιλί του δε με κάνει να νιώσω όπως με το Μάριο στην Πυθία. Σταματάμε το φιλί και αντλώ μια μικρή ικανοποίηση από τα ζηλόφθονα βλέμματα των συμμαθητών μου. «Που θα με πείτε λεσβία, μαλακιστήρια», σκέφτομαι μέσα μου με μια δόση κακίας. «Όχι ρε μαλάκες, δεν είναι άγουρα τα σταφύλια!»

    «Δημήτρη, θέλεις μετά να πάμε στην 100; Θα είναι εκεί και ο Μάριος με την Αναστασία και η Κατερίνα με τον Αλέκο»
    «Ναι αμέ! Επιτέλους να γνωρίσω κι εγώ την κολλητή σου και τον ξάδερφό σου!» μου λέει χαμογελαστός.

    Καθίσαμε μέχρι τις 22:00 στην Fame και μετά κατηφορίζουμε σιγά-σιγά προς το Μπουρνάζι. Φτάνουμε λίγη ώρα αργότερα εκεί και βρίσκουμε τα δύο ζευγάρια και δεν τους διαφεύγει φυσικά το γεγονός ότι κρατιόμαστε χέρι-χέρι και το καλόκαρδο δούλεμα πάει σύννεφο. Ο Δημήτρης κυριολεκτικά πετάει στα σύννεφα και όσο περνάει η ώρα τόσο χειρότερα με κάνει να νιώθω. Χορεύουμε και φιλιόμαστε, και ευτυχώς ο Δημήτρης δεν έχει προσπαθήσει να με χαϊδέψει στο στήθος ή, ακόμα χειρότερα αλλού, γιατί πραγματικά δεν ήξερα πως θα αντιδράσω αλλά το πιο πιθανό ήταν «καθόλου καλά». Στην αρχή ο Μάριος έδειξε σαν να πειράχτηκε αλλά γρήγορα μου κόπηκε το θάρρος, μάλλον απλά είχε εκπλαγεί, μετά από 23 χυλόπιτες ο Δημήτρης ήταν το πρώτο αγόρι στο οποίο είχα πει το «ναι». Στην Κατερίνα δεν είχα πει το σχέδιό μου ότι θέλω να κάνω το Μάριο να ζηλέψει αλλά νομίζω ότι το καταλαβαίνει, μπορεί ο Μάριος να με ξέρει από πέντε χρονών αλλά η Κατερίνα μπορεί να με διαβάσει καλύτερα.

    «Για πες τώρα» μου λέει κάποια στιγμή που πάμε οι δυο μας στην τουαλέτα.
    «Τι να σου πω;»
    «Πως έγινε και τα έφτιαξες με το Δημήτρη»
    «Ε, πώς γίνονται αυτά τα πράγματα;»
    «Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις»
    «Γιατί ρε Κατερίνα, κακό είναι;»
    «Αν τα έφτιαξες με το Δημήτρη γιατί σου αρέσει, όχι δεν είναι καθόλου κακό, ίσα-ίσα» μου λέει και με κοιτάζει σταθερά στα μάτια, κάνοντάς με να χαμηλώσω το βλέμμα μου. «Καλά το κατάλαβα…»
    «Μου αρέσει, δεν είναι ότι δε μου αρέσει» λέω προσπαθώντας να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Δε μου απαντάει. «Το έχω μετανιώσει ήδη…» της εξομολογούμαι τελικά.
    «Και δεν κρύβεται σε όποιον έχει μάτια να δει»
    «Ο Μάριος είναι αλλού… πρέπει να προχωρήσω παρακάτω, δε με βλέπει όπως τον βλέπω εγώ. Τι να κάνω ρε Κατερίνα; Τουλάχιστον… τουλάχιστον με το Δημήτρη… έχει νόημα να κάνω μια προσπάθεια…»
    «Δεν είναι fair αυτό για το Δημήτρη» μου λέει.
    «Το ξέρω, λες να μην το ξέρω;»
    «Άκου Μπίλι, αν σου αρέσει πραγματικά ο Δημήτρης, αν πραγματικά πιστεύεις ότι έτσι μπορείς να ξεκολλήσεις από το Μάριο, δώσ’ του την ευκαιρία. Αν όμως… αν όμως το έκανες απλά και μόνο από αντίδραση, όσο νωρίτερα το σταματήσεις τόσο καλύτερα για την ψυχική σας υγεία, και τη δική σου, και τη δική του».

    Δύο μέρες άντεξα με τον εαυτό μου. Την επόμενη φορά που τον είδα, στο μάθημα των Γαλλικών, του ζήτησα να χωρίσουμε και εκεί διαπίστωσα πως αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο από το να ρίξω χυλόπιτα. Ο Δημήτρης, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν το πήρε καλά, που να του έλεγα δηλαδή και την πλήρη αλήθεια. Μου την είπε, μου είπε ότι δεν είχε σκοπό να μου ζητήσει να τα φτιάξουμε, νόμιζε ότι δεν μου άρεσε με αυτό τον τρόπο -και δίκιο είχε εδώ που τα λέμε- και πως ήμουν εγώ που τον παρέσυρα -που και πάλι είχε δίκιο- και τελικά και με το Μάριο έκανα μια τρύπα στο νερό, και έχασα και ένα φίλο.

    Ας πρόσεχα.

    1991
    Σαν κάποιο γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο
    Πενταήμερη! Μπορεί να μην αισθάνομαι την ίδια έξαψη που αισθάνονται οι συμμαθητές μου αλλά δεν είμαι και αδιάφορη. Πρώτη φορά θα είμαι κάπου όπου δε θα έχω περιορισμό με ποιους θα βγω και τι ώρα θα γυρίσω. Η χρονιά είναι δύσκολη με το φροντιστήριο και τα διαβάσματα για τις πανελλήνιες και με το Supérieur-3 από πάνω, αλλά εδώ που τα λέμε βοήθησαν οι φετινές καταλήψεις, για ενάμιση σχεδόν μήνα το πρωί δεν είχα σχολείο, οπότε όλο αυτό το χρόνο τον αφιέρωνα στο διάβασμα. Με το Μάριο δεν έχουμε χαθεί τελείως, κάποια απογεύματα έρχεται και διαβάζουμε ο καθένας μας τα δικά του μαθήματα, και φυσικά έχουμε και τα γαλλικά και τις εξόδους μας Παρασκευές και Σάββατα. Ούτε με την Αναστασία στέριωσε, ούτε με τις υπόλοιπες που ακολούθησαν, ωστόσο η αλήθεια είναι πως σε αντίθεση με τη Βίκυ δεν το είχε πάρει και πολύ βαριά. Εγώ, από την άλλη, είχα σκυλομετανιώσει τη μαλακία που έκανα με το Δημήτρη αλλά πλέον ήταν αργά για δάκρυα, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει.

    Τέλος πάντων, είμαστε πρώτη μέρα στη Ρόδο, στο Cosmopolitan, και σε αντίθεση με κάποια σχολεία που βρίσκονται στο κεντρικό κτήριο, εμείς μένουμε σε bungalows. Στο δικό μου είμαι φυσικά με την Κατερίνα και άλλες δύο συμμαθήτριες μας, αλλά με δαύτες πέρα από ένα καλημέρα/καλησπέρα δεν έχω άλλες επαφές. Είναι ακόμα 27 Μαρτίου αλλά έχει πολύ καλό καιρό και ζέστη και με το που φτάνουμε στο ξενοδοχείο και ταχτοποιούμαστε, όσοι έχουμε θάρρος, πάμε και βουτάμε στη θάλασσα. Αν και ξέρω ότι ενδέχεται να ακούσω και πάλι τουλάχιστον άγαρμπα σεξιστικά σχόλια για το σώμα μου, φοράω το μαγιό μου, και αν εξαιρέσουμε και μια άλλη συμμαθήτριά μου, είμαι η μόνη που βάζει μπικίνι, οι υπόλοιπες φοράνε ολόσωμο. Βουτάω καρφί στη θάλασσα, αφενός για να με δουν όσο λιγότερο γίνεται οι συμμαθητές μου με μπικίνι και αφετέρου γιατί αν το πήγαινα αργά-αργά μάλλον δε θα έβρισκα το κουράγιο να μπω μέσα.

    Ναι, κακή ιδέα, και in retrospect το μπικίνι ακόμα χειρότερη, η θάλασσα ήταν παγωμένη και νομίζω ότι δεν απογοήτευσα το φιλοθεάμον κοινό όπως είχαν πετρώσει οι ρώγες μου από το κρύο. Κάποιοι και κάποιες έκαναν μπάνιο και τις επόμενες μέρες, για μένα μία ήταν αρκετή. Ακόμα και αν δεν ήταν το νερό παγωμένο, τα σχόλια για το σώμα μου που έφτασαν στ’ αφτιά μου -και παρόλο που τα περίμενα καθώς θα ήταν η πρώτη φορά που οι συμμαθητές μου θα μ’ έβλεπαν με μαγιό- ήταν από μόνα τους λόγος αρκετός για να μην το αποτολμήσω ξανά.

    Το βράδυ πήγαμε ποδαράτο σε ένα κοντινό κλαμπ και ήταν η πρώτη φορά που αν το ήθελα θα μπορούσα να κάτσω μέχρι να κλείσει το μαγαζί. Σχεδόν όλες οι συμμαθήτριές μου είχαν ντυθεί λες και θα έβγαιναν σε πασαρέλα, εγώ πάλι και παρά τη γκρίνια της Κατερίνας αποφάσισα να ντυθώ πιο συντηρητικά, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εννοώ, γιατί για τα γούστα μου το ντύσιμο που επέλεξα παρά είναι προκλητικό, ανθρακί κοντομάνικη μπλούζα με πολύ ανοιχτό ντεκολτέ, χωρίς σουτιέν, που δένει με κόμπο κάτω από το στήθος και που αφήνει την κοιλιά έξω, συνοδευόμενη από ασορτί εφαρμοστό υφασμάτινο παντελόνι. Αμ δε φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που την είχα ακούσει που είχε λυσσάξει και την αγόρασα, αν την έβλεπαν οι δικοί μου θα πάθαιναν εγκεφαλικό, εδώ κόντεψα να πάθω η ίδια την πρώτη φορά που με είδα στον καθρέφτη του δοκιμαστηρίου.

    «Ρε συ Κατερίνα, μήπως είναι too much?» τη ρωτάω γεμάτη αμφιβολία κοιτάζοντάς με στον καθρέφτη.
    «Αμάν ρε Μπίλι, ξεκόλλα!»
    «Φαίνεται πολύ το στήθος μου…»
    «Ναι, και; Κλεμμένο το ‘χεις; Οι πιο πολλές θα σκοτώναμε να έχουμε το σώμα σου κι εσένα σε πιάνουν οι ντροπές;»
    «Θα αρχίσουν τα σχόλια πάλι…»
    «Στ’ αρχίδια σου»
    «Εμ αυτό είναι το θέμα, δεν είναι στ’ αρχίδια μου!»
    «Να γίνει! Ξεκόλλα, λέμε!»

    Μια κουβέντα ήταν αυτό, αλλά τέλος πάντων. Το club είναι γεμάτο, δεν είμαστε το μόνο σχολείο που έχει έρθει πενταήμερη. Είναι και το ΚΓ εδώ, βλέπω σε μια φάση το Δημήτρη αλλά εκείνος κάνει ότι δε με βλέπει και μεταξύ μας δεν τον αδικώ. Είμαστε με την Κατερίνα στην πίστα και χορεύουμε αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση, οπότε φεύγω από εκεί και πάω και κάθομαι στο μπαρ να πιώ το ποτό μου. Κάποια στιγμή ο μπάρμαν μου δίνει ένα σφηνάκι που δεν έχω παραγγείλει.

    «Δεν ζήτησα ποτό!» του λέω.
    «Είναι κερασμένο από τον νεαρό εκεί» μου λέει και μου δείχνει έναν πολύ όμορφο ξανθούλη με μακρύ μαλλί. Μου χαμογελάει και μου σηκώνει το ποτήρι και το χαμόγελό του κάνει την κακή μου διάθεση να διαλυθεί σα σαπουνόφουσκα. Του ανταποδίδω το χαμόγελο και πίνω το σφηνάκι, snaps ήταν! Ο νεαρός παίρνοντας θάρρος με πλησιάζει.
    “Hello” μου κάνει χαμογελαστός.
    “Hello” του αποκρίνομαι κι εγώ χαμογελαστή.
    “Bien sûr, Jean-Claude, es-tu Français?” του απαντάω στα γαλλικά βασιζόμενη στην προφορά του.
    “Non, je suis Canadien” μου αποκρίνεται έκπληκτος, μάλλον δεν περίμενε να του απαντήσω στα γαλλικά. “Parles-tu français?”
    “Oui, je parle couramment, nous pouvons donc continuer en Français, si tu veux” του αποκρίνομαι εξηγώντας του ότι μιλάω καλά τα γαλλικά οπότε εφόσον το θέλει και ο ίδιος μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση εκεί.
    «Πώς σε λένε εσένα;» με ρωτάει στα γαλλικά.
    «Μπίλι» του απαντάω διασκεδάζοντας με το ξάφνιασμά του. «Ναι, το ξέρω ότι είναι αγορίστικο όνομα αλλά έτσι με φωνάζουν οι φίλοι μου από μικρή»
    «Γοητευμένος» μου απαντάει. «Διακοπές;»
    «Εκδρομή με το σχολείο, εσύ;»
    «Σπουδάζω στη Σορβόννη αλλά είναι κλειστά λόγω του Πάσχα και ήρθαμε με κάποιους συμφοιτητές μου εδώ για μίνι διακοπές. Χθες ήρθαμε και θα κάτσουμε μέχρι και την ερχόμενη Δευτέρα»
    «Εμείς ήρθαμε σήμερα και θα φύγουμε την Κυριακή το βράδυ»
    «Από που είσαι;»
    «Από Αθήνα, εσύ;»
    «Από το Μόντρεαλ» μου απαντάει.
    «Τι σπουδάζεις;»
    «Ιατρική, είμαι στο τρίτο έτος. Εσύ;»
    «Εγώ φέτος θα δώσω εξετάσεις, πηγαίνω ακόμα στην τρίτη λυκείου. Θέλω να σπουδάσω στη σχολή Μηχανολόγων-Μηχανικών του Πολυτεχνείου. Πόσων χρονών είσαι;»
    «Εικοσιένα, εσύ;»
    «Είμαι σχεδόν δεκαοκτώ, τα γενέθλιά μου είναι ακριβώς σ’ ένα μήνα από σήμερα»

    Εκείνη τη στιγμή έρχεται και με βρίσκει η Κατερίνα.

    «Jean-Claude, να σου συστήσω την Κατερίνα, είναι η καλύτερή μου φίλη, αλλά δε μιλάει γαλλικά, θα πρέπει να της μιλήσεις αγγλικά!»
    “Hello Catherine, nice to meet you” της απαντάει χαρίζοντάς της ένα γλυκό χαμόγελο.
    “Hello Jean-Claude, nice to meet you too” του λέει και μετά γυρίζει σε μένα. «Μωρή, πότε πρόλαβες και τον ψώνισες τον παίδαρο;»
    «Εγώ δεν έκανα τίποτα, αυτός με κέρασε ποτό και πιάσαμε την κουβέντα!» της είπα και μετά γύρισα να ζητήσω συγνώμη στον Jean-Claude που μιλούσαμε στα ελληνικά.
    “Ok, I’m returning to the dance floor, I lost your track and for a while I got worried that you ‘ve returned to the hotel” μας λέει η Κατερίνα και σπεύδει να φύγει για να μας αφήσει μόνους.
    «Θέλεις να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο;» με ρωτάει ελαφρά απογοητευμένος.
    «Όχι βέβαια, αυτής της μπήκε η ιδέα ότι θέλω να φύγω!»
    «Θες να πάμε να χορέψουμε;»
    «Να πιούμε πρώτα το ποτό μας; Δε θέλω να το αφήσω χωρίς κάποιος να το προσέχει!»
    «Ναι, καλά κάνεις! Ωραία, με περιμένεις να φέρω κι εγώ το δικό μου;»
    «Βεβαίως!» του λέω χαμογελώντας του σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας.

    Νιώθω πραγματικά κεραυνοβολημένη, ο Jean-Claude μου αρέσει πολύ, αλλά μιλάμε για πολύ, όμως! Μου αρέσει τόσο πολύ που για μερικές στιγμές ξεχνάω τελείως το Μάριο και όταν τον θυμάμαι ξανά, για κάποιο ακατανόητο λόγο, νιώθω τύψεις. Θυμώνω με τον εαυτό μου, από που και ως που νιώθω τύψεις που μ’ αρέσει ένας άλλος άνδρας; Στην τελική-τελική ο Μάριος δε με θέλει όπως τον θέλω εγώ. Δεν είμαστε με τα καλά μας!

    Ο Jean-Claude επιστρέφει μετά από λίγη ώρα και καθόμαστε στο bar και πίνουμε τα ποτά μας μιλώντας για τους εαυτούς μας προσπαθώντας να ανακαλύψουμε ο ένας τον άλλον. Με ρωτάει αν έχω κάποιο αγόρι και του αποκρίνομαι πως δεν έχω. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι με κάνει να του πω όλη την αλήθεια, πως είμαι ερωτευμένη με τον παιδικό μου φίλο και πως εκείνος δε με βλέπει έτσι. Εκείνος μου λέει ότι είχε μια κοπέλα στον Καναδά αλλά χωρίσανε όταν πήγε στο Παρίσι για σπουδές. Εκεί έκανε μια-δυο σχέσεις με συμφοιτήτριές του αλλά αυτό τον καιρό δεν ήταν με κάποια. Όταν ήπιαμε τα ποτά μας πήγαμε στην πίστα και αρχίσαμε να χορεύουμε οι δυο μας μη δίνοντας δεκάρα για τα βλέμματα που τραβούσαμε πάνω μας. Η αλήθεια είναι πως ο Jean-Claude ήταν ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει η Κατερίνα, παίδαρος, περίπου στο ύψος του Μάριου, με σκούρο μακρύ ξανθό μαλλί και υπέροχα ανοιχτά γαλάζια μάτια.

    Και στην πρώτη μπαλάντα που έβαλε ο DJ, αλλάζοντας για λίγο το πρόγραμμα, με πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του, τον έσφιξα κι εγώ σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο και αρχίσαμε να λικνιζόμαστε χωρίς να σταματήσουμε ούτε μια στιγμή. Είχα χάσει πραγματικά τα μυαλά μου, δεν μου είχε τύχει ποτέ κάτι τέτοιο, και όταν έσκυψε και με φίλησε του ανταπέδωσα χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό. Όσο για το φιλί… Θεέ μου! Δε σταματήσαμε να φιλιόμαστε παρά μόνο όταν άλλαξε το πρόγραμμα και έβαλε και πάλι χορευτικά. Καθίσαμε μέχρι τις 05:00 το πρωί και όταν φύγαμε του είπα ότι μέναμε στο Cosmopolitan και δώσαμε ραντεβού στην είσοδο του ξενοδοχείου στις 11:00 για να πάμε για καφεδάκι.

    «Μωρή εσύ την έχεις δαγκώσει κανονικά και με το νόμο!» μου είπε η Κατερίνα όταν πέσαμε να κοιμηθούμε αφού της διηγήθηκα τα καθέκαστα.
    «Ρε συ πραγματικά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε!»
    «Αυτό που σου λέω σ’ έπιασε, τη δάγκωσες κανονικά και με το νόμο. Εντάξει, δεν σε αδικώ, είναι παίδαρος ο Καναδός σου!»
    «Είναι π’ ανάθεμά τον!»
    «Και ο Μάριος;»
    «Ο Μάριος… ο Μάριος δεν είναι εδώ» της απαντάω στενάζοντας.
    «Καλά, αν ούτε ο Jean-Claude δεν σε κάνει να ξεχάσεις το Μάριο, δεν έχεις ελπίδα!»
    «Δυστυχώς τον Jean-Claude θα τον χάσουμε από την Κυριακή»
    «Ξέρεις κάτι; Ζήσ’ το αλλιώς θα το μετανιώνεις μια ζωή! Ζήσ’ το!»
    «Το ακριβώς αντίθετο φοβάμαι, ότι θα μετανιώνω μια ζωή που το έζησα!»
    «Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες»
    «Πώς τα καταφέρνω και ελκύομαι από αγόρια που δεν είναι διαθέσιμα γαμώ τη μου μέσα; Ο Μάριος δε με θέλει έτσι και με τον Jean-Claude δεν υπάρχει κανένα μέλλον»
    «Μπορεί, αλλά υπάρχει παρόν, ζήσ’ το γιατί σε βλέπω να κοπανάς το κεφάλι σου αλλά θα έχει πετάξει το πουλί»
    «Αυτό σκοπεύω να κάνω και ο Θεός βοηθός» της αποκρίνομαι και πέφτουμε για ύπνο.

    Στις 11:00 το πρωί, και όπως είχαμε συμφωνήσει, ο Jean-Claude έρχεται και με βρίσκει στην είσοδο του ξενοδοχείου όπου είχαμε δώσει ραντεβού.

    «Καλημέρα!» μου λέει χαμογελαστός και με παίρνει στην αγκαλιά του και με φιλάει απαλά στα χείλη.
    «Καλημέρα και σε σένα» του λέω μετά το φιλί, χαμογελώντας με τη σειρά μου. Με παίρνει αγκαλιά και πάμε σε μια κοντινή καφετέρια και καθόμαστε και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.
    «Πώς κοιμήθηκες;» με ρωτάει.
    «Σαν πουλάκι» του απαντάω. «Εσύ;»
    «Εμένα άργησε να με πάρει λίγο ο ύπνος, δε μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου» μου εξομολογείται κάνοντάς με να χαμογελάσω σα χαζή.
    «Κι εγώ σε σκεφτόμουν» του εξομολογούμαι με τη σειρά μου. «Ήταν πολύ όμορφα χθες!»

    Αντί απάντησης σκύβει προς το μέρος μου και φιλιόμαστε και πάλι αδιαφορώντας για τα βλέμματα που τραβάμε, στην καφετέρια υπάρχουν κάμποσοι από το σχολείο. Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημέρι και μετά επιστρέψαμε, πήραμε την Κατερίνα και πήγαμε και βρήκαμε τους φίλους τους και φάγαμε όλοι μαζί. Το βράδυ πήγαμε με πούλμαν σε άλλο κλαμπ και ο Jean-Claude ήρθε με την παρέα του και μας βρήκε εκεί. Σήμερα με παραίνεση της Κατερίνας -δηλαδή με το να μου πιπιλάει τα αφτιά μέχρι να πω ήμαρτον- είχα φορέσει το φόρεμα που μου είχε διαλέξει και αν πετύχαινα και πάλι τον Δημήτρη στο κλαμπ τι καλά που θα πήγαινε.

    Εμ δεν έπαιζα καλύτερα έξι νούμερα στο Λόττο; Κάποια στιγμή έβαλε για λίγη ώρα μπαλάντες και φυσικά τις χόρεψα αγκαλιά με τον Jean-Claude φιλώντας τον από το που ξεκινήσαμε να χορεύουμε μέχρι τη στιγμή που η μουσική γύρισε και πάλι σε χορευτική. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου είδα το Δημήτρη να με κοιτάει και η μίξη θλίψης, οργής και απογοήτευσης στο βλέμμα του δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Ομολογώ πάντως ότι το ξεπέρασα γρήγορα, πραγματικά ο Jean-Claude μου είχε πάρει τελείως τα μυαλά σε σημείο να μην σκέφτομαι καθόλου το Μάριο, για το Δημήτρη θα έσκαγα; Πάντως η αλήθεια είναι ότι όταν σκεφτόμουν τον Μάριο δεν αισθανόμουν καλά, ένιωθα τύψεις, ένας Θεός ξέρει γιατί. Καλά το λένε, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

    Το βράδυ της τρίτης μέρας έχουμε πάει πάλι στο κοντινό κλαμπ αλλά κάποια στιγμή ο Jean-Claude μου ζητάει να φύγουμε και να πάμε κάπου έξω οι δυο μας. Βασικά έχω καταλάβει ότι αυτό που θέλει στην πραγματικότητα ήταν να με ξεμοναχιάσει αλλά έλα που κι εγώ θέλω να ξεμοναχιαστώ μαζί του; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πολύ ασφαλής μαζί του, και κάπως έτσι βρισκόμαστε να περπατάμε αγκαλιά νυχτιάτικα στην παραλία, μέχρι που ξεμακραίνουμε από τα φώτα. Σταματάμε σε ένα σημείο και γυρίζει και με φιλάει και ανταποδίδω με ενθουσιασμό, και τελικά καταλήγουμε να ξαπλώσουμε στην άμμο, με εμένα ανάσκελα και εκείνον γυρισμένο στα πλάγια προς το μέρος μου.

    Καθώς φιλιόμαστε το χέρι του κατεβαίνει και αρχίζει με χαϊδεύει στα πλευρά, και μετά γίνεται πιο τολμηρό καθώς περνάει ανάλαφρα πάνω από το δεξί μου στήθος. Δεν αντιδρώ αρνητικά κι εκείνος παίρνοντας θάρρος, το χουφτώνει πιο δυνατά, και χωρίς ούτε μία στιγμή να σταματήσει να με φιλάει, αρχίζει και μου το μαλάζει απαλά. Είναι ο πρώτος που μου το κάνει και η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη και δυνατή, πολύ δυνατή. Τον αφήνω να περάσει το χέρι του κάτω από τη μπλούζα μου, και μιας και δε φοράω σουτιέν, η αίσθηση του στα στήθη μου γίνεται ακόμα πιο έντονη. Μου αρέσει, μου αρέσει πολύ, και παρά το ότι έχω αφεθεί τελείως στα χάδια του, αποφασίζω ότι δεν θα τον αφήσω να προχωρήσει περισσότερο από το στήθος, αλλά δεν κάνει καμιά τέτοια κίνηση, και ούτε προσπάθησε να κάτι περισσότερο και τις επόμενες φορές που ξεμοναχιαστήκαμε.

    Με συνοδεύει στο ξενοδοχείο στο οποίο επιστρέφω γύρω στις 06:00 με την Κατερίνα να έχει ανησυχήσει σοβαρά, και ένα εξάψαλμο τον ακούω, και εδώ που τα λέμε τα είχε τα δίκια της. Εγώ βέβαια είμαι ακόμα στην κοσμάρα μου και της διηγούμαι τα καθέκαστα αναλυτικά, ποιος να το περίμενε ότι εγώ θα ήμουν η πρώτη από τις δυο μας που θα το προχωρούσα πιο πολύ από χάδι στο στήθος πάνω από τα ρούχα! Ναι, είχα πει πως θα το ζήσω και αυτό έκανα στο βαθμό που μπορούσα, παρά το γεγονός ότι ήξερα πως την Κυριακή θα τσούξει. Οι ώρες που περνούσα μαζί του κυλούσαν με ταχύτητα αστραπής, οι μέρες πέρασαν χωρίς καν να το καταλάβω.

    Είναι απόγευμα Κυριακής των Βαΐων και σε λίγη ώρα θα πρέπει να μπούμε στα πούλμαν για να μας πάνε στο λιμάνι. Είμαι στο ξενοδοχείο και περιμένω τον Jean-Claude που θα έρθει για να με αποχαιρετήσει και στη σκέψη ότι δεν θα τον ξαναδώ το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος και είμαι σαν Μεγάλη Παρασκευή. Μα πως διάολο τα καταφέρνω και διαλέγω αυτούς που δεν μπορώ να έχω; Karma is a bitch που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, κάπως έτσι φαίνεται ότι πρέπει να ξεπληρώσω τις χυλόπιτες που είχα ρίξει. «Ή, ακόμα χειρότερα, τη χυλόπιτα που δεν έριξα», σκέφτομαι μέσα μου ενθυμούμενη το Δημήτρη. Κάθομαι σε μια καρέκλα στην άκρη της πισίνας και κλαίω τη μοίρα μου όταν πέφτει πάνω μου μια σκιά, έχει έρθει ο Jean-Claude.

    «Γεια σου, ξανθούλα μου» μου λέει με πλατύ χαμόγελο. Έτσι με φωνάζει, «ξανθούλα του»
    «Πού το βρίσκεις το κέφι;» τον ρωτάω απογοητευμένη.
    «Γιατί είμαι με το πιο όμορφο κορίτσι σε όλο το νησί» μου απαντάει, χαμογελώντας ακόμη, και κλίνει να μου δώσει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη.
    «Για μια ώρα ακόμα» του απαντάω θλιμμένη.
    «Έτσι είναι αυτά, ξανθούλα μου» μου ψιθυρίζει τρυφερά. «Όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν»
    «Και μετά;»
    «Και μετά… μετά μένουν οι όμορφες αναμνήσεις. Κράτησέ τις, ξανθούλα μου, αντί να λυπάσαι γι’ αυτό που χάθηκε, χαμογέλα στη σκέψη του πόσο όμορφο ήταν αυτό που ζήσαμε»
    «Μια κουβέντα είναι αυτή…»
    «Ίσως, αλλά δεν αλλάζουν την αλήθεια αυτού που σου λέω. Είναι ο τρόπος που βλέπω τη ζωή, να απολαμβάνω ό,τι μου δίνει, όσο διαρκεί, και όταν κάτι όμορφο φύγει, να προτιμώ να θυμάμαι πόσο ευτυχισμένο με έκανε, παρά να θρηνώ που δεν το έχω πια. Δες το και έτσι: αν αυτό που σου μένει είναι η πίκρα γι’ αυτό που έχασες, δεν είναι σαν να το μετάνιωσες;»
    «Όχι, είναι σαν να έχασα» του απαντάω.
    «Όλα στη ζωή είναι εφήμερα, ξανθούλα μου. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας, αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, και κάθε ένας αφήνει το δικό του σημάδι σε αυτήν. Εγώ θα σε κρατήσω στην καρδιά μου σα μια όμορφη, μια υπέροχη ανάμνηση, σαν ένα γλυκό ανοιξιάτικο όνειρο» μου λέει και προσπαθώ να κρύψω τα δάκρυά μου.
    «Είσαι υπέροχος» του λέω με σπασμένη φωνή.


    Η τελευταία μας ώρα περνάει σαν αστραπή και μας φωνάζουν να επιβιβαστούμε στα πούλμαν. Τον αγκαλιάζω και τον φιλάω για τελευταία φορά και με κρατάει σφιχτά πάνω του. Τραβιόμαστε και μου σκουπίζει τα δάκρυα που έχουν τρέξει.

    «Αντίο ξανθούλα μου, θα σ’ έχω για πάντα στην καρδιά μου»
    «Αντίο Jean-Claude μου» του κάνω και φεύγω για να πάω να πάρω τα πράγματά μου για να τα πάω στο pullman και πιο δυνατή από το μυθικό Ορφέα καταφέρνω να μη γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Όταν βγαίνω από το bungalow με τα πράγματά μου ο Jean-Claude έχει φύγει.

    Μου είχε ζητήσει να του δώσω τα στοιχεία μου για να μπορούμε τουλάχιστον να αλληλογραφούμε αλλά όσο δύσκολο και αν ήταν, το αρνήθηκα. Ήξερα θα με πονέσει, ήξερα πως δεν θα τον ξαναδώ, οπότε ποιος ο λόγος να το κάνω ακόμα πιο δύσκολο στον εαυτό μου; Και έτσουξε το ρημάδι, έτσουξε πολύ, για μερικές μέρες δε μιλιόμουν. Δεν το μετάνιωσα πάντως, ήταν ακριβώς όπως το είπε και ο Jean-Claude, ένα όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο που διαλύθηκε στο πρώτο φως του χαράματος αλλά με άφησε με το χαμόγελο στα χείλη, και ας είχε μέσα του μια δόση πίκρας. Τι αξία θα είχε άλλωστε κάτι που έχασες αν δεν πένθησες έστω και λίγο την απώλειά του;

    Του είπα όλα του Μάριου, αν και όχι με τόσες λεπτομέρειες όπως στην Κατερίνα. Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα μοιράζεσαι με ένα αγόρι, ειδικά όταν είναι αυτός που αγαπάς. Πέραν του ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, και του πραγματικού λόγου για τον οποίον τα είχα φτιάξει με το Δημήτρη, δεν του είχα κρύψει τίποτε άλλο, δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Κάπου εκεί βεβαιώθηκα ότι με έβλεπε απλά σα φίλη, παρά το ότι δεν μπορούσε να κρυφτεί το πόσο με είχε μαγέψει ο Jean-Claude, δεν έδειξε ούτε να ζηλεύει, ούτε να θυμώνει, το μόνο που έκανε ήταν να με κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του, και τι παράξενο! Όσο δύσκολο κι αν το είχα το κλάμα, άλλο τόσο εύκολα μπορούσα να αφεθώ και να ξεσπάσω τελείως μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά. Μπορεί να μη με αγαπούσε όπως τον αγαπούσα εγώ, αλλά αυτή η αγκαλιά ήταν πάντα ανοιχτή για μένα, πάντα όταν την είχα πραγματική ανάγκη, και κάπως έτσι κατέληξα να τον ερωτευτώ ακόμα περισσότερο.

    Μπράβο μου, όχι μπράβο μου…
     
    Last edited: 12 Φεβρουαρίου 2024
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Και άλλα τρία τελευταία κεφάλαια που δεν αλλάζουν την ιστορία αλλά αφορούν κάποια κομμάτια που έχουν αναφερθεί σε διαφορετικά σημεία της ιστορίας αλλά και σε άλλες ιστορίες.

    Όπως πάντα, στο https://cynically-disposed.blogspot.com/2024/01/tomboy.html μπορείτε να βρείτε όλη την ιστορία.

    1992
    Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι


    Είναι κανένας μήνας που είπαμε επιτέλους στους γονείς μας ότι είμαστε ζευγάρι και ένας νταμπλάς τους ήρθε, να τα λέμε αυτά. H αλήθεια είναι πως ήμασταν τόσα χρόνια φίλοι που οι γονείς και των δυο μας πίστευαν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέρφια. Ναι, καμία σχέση. Έχουμε τελειώσει με την εξεταστική μας, και οι δύο με εξαιρετικούς βαθμούς, ο Μάριος μέχρι στιγμής έχει πάνω από 9,7 μέσο όρο ενώ εγώ είμαι λίγο παρακάτω, στο 9,5.

    Όπως είχε προβλέψει, στα μαθήματα που δίδασκαν οι γονείς του μας πήγαν πίπα-κώλο, και αν τολμούσαμε ας μην παίρναμε αμφότεροι δεκάρια. Όλα καλά, καμία πίεση, αλλά όσο περίμενα την κυρία Χριστίνα να αναρτήσει την βαθμολογία στη «Μηχανική Β» -ούτε για αστείο να πάω να τη ρωτήσω και ας μένει στο διπλανό σπίτι και την βλέπω σχεδόν κάθε μέρα- είχα χεστεί πάνω μου, σχεδόν ένιωθα το ίδιο άγχος με πέρσι τον Ιούλη που περίμενα τη βαθμολογία των πανελληνίων.

    - «Το τσίμπησες το δεκαράκι σου» μου λέει ο Μάριος ξαφνιάζοντάς με καθώς θαυμάζω τον πίνακα των αποτελεσμάτων, μόνο εγώ έχω δεκάρι και οι υπόλοιποι -όσοι δηλαδή το έχουν περάσει- έχουν από οχτώ και κάτω, η κυρία Χριστίνα δεν αστειεύεται.
    - «Ας έκανα κι αλλιώς!»
    - «Εμένα μου λες; Εμένα παραλίγο να μου κόψει μονάδα ο πατέρας μου επειδή έκανα ορθογραφικό λάθος στη Μηχανική ρευστών. Ξέρεις τι άκουσα;»
    - «Σκληρός καργιόλης!» του λέω μη γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή γεννιόταν η φράση μύθος.
    - «Ναι αλλά μη του το πεις!» μου λέει βάζοντας τα γέλια.
    - «Για τρελούς ψάχνεις; Ωραία, τελειώσαμε με τον έναν πεθερό, one to go.»
    - «Καλά θα περάσεις» με προειδοποιεί.
    - “Don’t I know that?” του λέω ξεφυσώντας. «Του χρόνου αυτά, επιτέλους διακοπές!»
    - «Δεν είναι γαμάτο να μην έχεις να δώσεις κανένα μάθημα το Σεπτέμβρη;»
    - «Γι’ αυτό μας έγινε η σούφρα να!» του απαντάω.
    - «Ε, σε βοήθησα κι εγώ λίγο σ’ αυτό!» με πειράζει.
    - «Ρε άντε στο διάολο!» του λέω και βάζω τα γέλια.

    Από εκείνη την ημέρα στο γαμηστρώνα, αν και όχι συχνά, είχε προστεθεί και το παρά φύσιν στο ερωτικό μας ρεπερτόριο, αλλά υπήρξαν και οι φορές που ξεκινήσαμε αλλά το σταματήσαμε γιατί δεν άντεχα τον πόνο, δεν ξέρω, κάποιες φορές με ξετρελαίνει η πράξη, άλλες φορές είναι meh και το κάνω μόνο και μόνο επειδή αρέσει στο Μάριο, αλλά είναι μερικές φορές αδερφάκι μου που δεν αντέχεται με τίποτα.

    Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό δεν είχα πει τίποτα αλλά ο Μάριος το κατάλαβε και άκουσα τον εξάψαλμο, οπότε του υποσχέθηκα ότι όποτε νιώθω ότι δεν αντέχω θα του το λέω και εκείνος θα σταματάει αμέσως. Οκ, το παραδέχομαι, μια-δυο φορές, και μη θέλοντας να του το χαλάσω, έκανα την πάπια αλλά γενικά όταν νιώθω ότι …δεν, απλά του το λέω και σταματάει αμέσως, και ποτέ μα ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε έδειξε να δυσανασχετεί.

    - «Δε μου λες, μαμαζέλ, μιας και ανέφερες τις διακοπές, έχεις καμιά καλή ιδέα για φέτος;»
    - «Αμέ, αλλά θα ήθελα να πάμε οι δυο μας, όπως το Μάη που πήγαμε Ναύπλιο.»
    - «Θα συμφωνήσω μαζί σου, καλή η παρέα, αλλά ρε παιδί μου το να μην έχεις ανάγκη κανέναν για να κάνεις το πρόγραμμά σου είναι ακόμα καλύτερο. Για πες, για πού λες;»
    - «Σαντορίνη έλεγα!»
    - «Χμμμ, εξαιρετική ιδέα!»
    - «Ωραία, να το κανονίσουμε ωστόσο από τώρα γιατί αν τρέχουμε τελευταία στιγμή θα τα εισπράξουμε!»
    - «Ναι, γιατί όχι; Ωραία, αύριο το πρωί με τον καφέ να κάνουμε τα τηλεφωνήματά μας!»
    - «Το βράδυ τι θα κάνουμε; Να πάρω κανένα τηλέφωνο την Κατερίνα;»
    - «Ναι αμέ, πες της άμα είναι πως θα πάμε να πάρουμε εμείς το Θανάση από το Νέο Ψυχικό, έλεγα να πάμε για καμιά μπυρίτσα στο Χαλάνδρι.»
    - «Ωραία, θα την πάρω με το που γυρίσουμε σπίτι.»

    Γυρνάμε στα σπίτια μας και παίρνω την Κατερίνα για να συνεννοηθούμε. Το βραδάκι βγαίνουμε οι τέσσερίς μας για ποτό στο Χαλάνδρι αλλά γύρω στα μεσάνυχτα το διαλάμε, καθώς το πρωί μου ήρθε περίοδος και την πρώτη μέρα οι ενοχλήσεις είναι πιο έντονες, παρόλο που σε σχέση με αυτό που περνάνε άλλα κορίτσια, όπως για παράδειγμα η ίδια η Κατερίνα, είναι βόλτα στο πάρκο.

    Ο Μάριος έχει ορεξούλες αλλά εγώ δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση και έτσι πάμε σπίτια μας. Ουφ, δε μου αρέσει να τον αφήνω έτσι, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα μέσα μου, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ποτέ δεν παραπονέθηκε. Δεν ξέρω… ή μάλλον ξέρω, ο Μάριος είναι ο μόνος άνθρωπος του οποίου τα θέλω είναι πέρα και πάνω από οτιδήποτε δικό μου, αλλά καμιά φορά όσο και αν το πνεύμα είναι πρόθυμο δεν αρκεί… και μετά κάθομαι και βράζω μονάχη στο ζουμί μου.

    Το πρωί ξυπνάω γύρω στις 11:00 και πηγαίνω στο σπίτι του Μάριου που κοιμόταν και άργησε να απαντήσει το κουδούνι. Είναι ντυμένος με ένα μποξεράκι και κουτουλάει, τον στέλνω στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και να πλύνει τα δόντια του και πάω να μας φτιάξω καφέ, τόσα χρόνια έχουμε τόση οικειότητα ο ένας με το σπίτι του άλλου όση με το δικό μας. Ετοιμάζω τους φραπέδες μας, έχουμε τα ίδια γούστα στη ζάχαρη αλλά ο Μάριος τον προτιμάει με λίγο περισσότερο γάλα, και μέχρι να τελειώσει με την πρωινή του τουαλέτα, έχω φτιάξει τους καφέδες και τον περιμένω στο σαλόνι.

    - «Καλημέρα μωρό μου» του λέω και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο στόμα.
    - «Καλημέρα Μπίλι μου» μου απαντάει και καθόμαστε και πίνουμε τα καφεδάκια μας φλυαρώντας.

    Πέρσι είχαν πάει κάποιοι συμφοιτητές του διακοπές στη Σαντορίνη και έτσι μερικά τηλεφωνήματα αργότερα έχουμε και τα τηλέφωνα διάφορων καταλυμάτων αλλά και πρακτορείων. Ο Μάριος ξεκινάει τα τηλεφωνήματα και εκεί ξυπνάει το διαολάκι μέσα μου και αποφασίζω να του κάνω έκπληξη, δίνοντάς του σήμερα αυτό που δεν είχα διάθεση χθες.

    Πλέον έχουμε ξεπεράσει τη φοβία μας μη μας πιάσουν στα πράσα, τουλάχιστον στο σπίτι του, μέχρι και έρωτα έχουμε κάνει, οπότε την πίπα μπορείς να την πεις και business as usual. Βέβαια ο Μάριος δεν περίμενε κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον την ώρα που μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά και μόνο η φάτσα του όταν γονάτισα μπροστά του και του κατέβασα το μποξεράκι, ήταν priceless, και προς στιγμή τα χάνει.

    - «Τι κάνεις εκεί;» με ρωτάει με μια δόση πανικού, σκεπάζοντας το ακουστικό.
    - «Εσύ τι λες ότι κάνω;» του απαντάω πειρακτικά και τον παίρνω στο στόμα μου και για μερικές στιγμές τον αφήνω μαλάκα. Βέβαια, τυπικά μιλώντας, μαλάκα θα τον άφηνα αν το σταματούσα εκεί, αλλά δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση. Ο Μάριος ακόμα με κοιτάει καλά-καλά έχοντας σκεπασμένο το ακουστικό, οπότε σταματάω. «Εσύ τη δουλειά σου» του λέω και τον παίρνω και πάλι στο στόμα.

    Ναι, αν και η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μια δυσκολία στη συνεννόηση την είχε, δεν τον χάλασε καθόλου τον κύριο, αυτό θα του έλειπε. Είχα μάθει με τα πολλά να τον παίρνω όλο στο στόμα μου και η περιποίηση που του πρόσφερα σήμερα ήταν έξτρα σπέσιαλ, τον ξετρέλαινε όταν τον έγλειφα με τη γλώσσα από τη βάση μέχρι το κεφαλάκι, και σήμερα τον έκανα να πει το δεσπότη Παναγιώτη.

    Τελικά δεν άντεξε, με γράπωσε από τα μαλλιά και με πίεσε με τόση ένταση που κόντεψε να μου φτάσει μέχρι το στομάχι, αλλά κυρία εγώ, αφού κατάφερα να μην πνιγώ -και το κυριότερο να μην του κόψω κανένα κομμάτι- συνέχισα το θεάρεστο έργο μου ενώ ο Μάριος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί τις τιμές.

    Εδώ και καιρό είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πότε κοντεύει να φτάσει σε κορύφωση και δε διαψεύστηκα, έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, και ευτυχώς που είναι πρωί και οι από πάνω έλειπαν, γιατί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα βογγητά του καθώς τελείωνε στο στόμα μου, και όχι τίποτε άλλο, είχαμε να αμαρτάνουμε κάμποσες μέρες και κόντεψε να με πνίξει.

    - «Θα με τρελάνεις εσύ!» μου είπε προσπαθώντας ακόμα να βρει τις ανάσες του.
    - «Έχεις χάσει τη φόρμα σου» του λέω. «Που πήγε ο μαλάκας που αγάπησα; Να με πνίξεις κόντεψες!» του λέω και βάζει τα γέλια.
    - «Σ’ αγαπάω!» μου λέει και με βοηθάει να σηκωθώ.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου πολύ-πολύ, και ο θεός να με κάψει αν παραπονεθώ, αλλά τράβα και καμιά παχιά ρε αδερφάκι μου, τι τα μαζεύεις;» του λέω και ξαναβάζει τα γέλια.
    - «Για να μου λες όπως τις προάλλες ότι ήταν ύποπτα λίγα;»
    - «Εμ, δεν το κλείνω το ρημάδι μου ο μαλάκας!» του λέω γελώντας, πράγματι του το είχα πει σε μια προηγούμενη πίπα.
    - «Αυτή είναι η ιδέα μωρό μου» με πειράζει και βάζω με τη σειρά μου τα γέλια.
    - «Δε μου λες, πέτυχες καμιά καλή τιμή ή θα πονέσουν τα κωλαράκια μας;»
    - «Το δικό σου θα πονέσει για άλλους λόγους» μου λέει πειρακτικά αλλά μετά σοβαρεύει. «Δεν ήταν ιδιαίτερα φτηνό αυτό που έκλεισα αλλά μην σε ανησυχεί αυτό, εσύ όσα έχεις στο budget σου, τα υπόλοιπα τα καλύπτω εγώ!»
    - «Κατάλαβα…» τον πειράζω «τα υπόλοιπα σε είδος!»
    - «Γαμώτο, με πήρε πρέφα!»
    - «Γι’ αυτό μου λες ότι θα πονέσει το κωλαράκι μου μωρή λινάτσα;»
    - “I’m pleading the fifth” μου λέει και κάνει ότι σφυρίζει αδιάφορα.
    - «Έκλεισες τάφο ρε;» του λέω και του ορμάω και για λίγη ώρα παλεύουμε και προσπαθούμε να γαργαλήσουμε ο ένας τον άλλον αλλά, όπως πάντα, λίγες στιγμές αργότερα βρίσκομαι στο πάτωμα με τον Μάριο από πάνω μου.
    - «Παραδίνεσαι;»
    - «Ποτέ!» του κάνω προσπαθώντας να ξεφύγω και αρχίζει και με γαργαλάει μέχρι που κόντεψα να κατουρηθώ πάνω μου. «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι» του λέω κάποια στιγμή που με άφησε να βρω τις ανάσες μου. «Βρε καυλοράπανο;» τον ρωτάω νιώθοντας τον ερεθισμό του.
    - “Guilty as charged” μου λέει και η αλήθεια είναι ότι κι εγώ είμαι τρελά ερεθισμένη.

    Τον τραβάω πάνω μου και αρχίζουμε και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο και λίγες στιγμές αργότερα με σηκώνει και με πάει στο δωμάτιό του. Με γυρνάει να του έχω πλάτη και με χουφτώνει δυνατά στα στήθη ενώ ταυτόχρονα με φιλάει στο σβέρκο. Μου βγάζει τελείως τη μπλούζα και μένω γυμνή από πάνω και μετά μου κατεβάζει τελείως το σορτσάκι και το εσώρουχο.

    - «Έχω περίοδο!»
    - “Don’t care” μου λέει και με βάζει και σκύβω πάνω στο γραφείο του.

    Με πιάνει από τη μέση και χωρίς πολλά-πολλά μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να ξεφωνίσω από την ηδονή, και όπως είναι και η δεύτερη μέρα της περιόδου μου που τα πονάκια υποχωρούν και με πιάνουν τρελές ορέξεις, την ακούω στέρεο. Δεν φοράει προφυλακτικό, καθώς δεν κινδυνεύουμε για τις επόμενες μέρες από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η αίσθηση του οργάνου του χωρίς αυτό μέσα στον κόλπο μου μού κόβει σχεδόν την ανάσα.

    Έχοντας προηγηθεί πίπα έχει μεγάλη αντοχή και παρόλο που έχει επιταχύνει το ρυθμό του, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας, και φωτιά να πέσει να με κάψει αν παραπονεθώ. Που και που μου ρίχνει και μερικές δυνατές ξυλιές στο κωλαράκι. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό, και από εκείνη τη βραδιά στο γαμηστρώνα, την ημέρα των γενεθλίων μου, είχε μπει στο παιχνίδι, καθώς όσο μου άρεσε εμένα να τις τρώω, άλλο τόσο του άρεσε κι εκείνου να μου τις ρίχνει.

    Σταματάει λίγο, ίσα για να ανοίξει το air-condition, γιατί όπως έχουμε κλειστά τα παράθυρα για να μην ακουστούμε στο δρόμο θα σκάσουμε, και ξαναμπαίνει μέσα μου αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το ρυθμό του. Κάποια στιγμή με γραπώνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα πίσω και κάπου εκεί αρχίζω να πιάνω γραμμή με Βαλχάλα και ο οργασμός μου δεν αργεί να έρθει. Μπορεί να μην κλιμακώνω συχνά με διείσδυση αλλά τις φορές που συμβαίνει, του δίνω και καταλαβαίνει.

    Λίγες στιγμές αργότερα καρφώνεται και εκείνος για τελευταία φορά μέσα μου και κοκαλώνει τελειώνοντας λίαν θορυβωδώς. Κάθεται ακίνητος μέχρι να αδειάσει τελείως και μετά, ρίχνοντάς μου μια αποχαιρετιστήρια στο δεξί κωλομέρι, τραβιέται από μέσα μου. Με γυρίζει προς το μέρος του και κολλώντας με πάνω του με φιλάει παθιασμένα.

    - «Εχμ, πάω να πλυθώ!» μου λέει όταν σταματάμε το φιλί, η αλήθεια είναι ότι το όργανό του είναι κατακόκκινο.
    - «Άντε, πήγαινε» του λέω. «Πάω κι εγώ σπίτι να κάνω ένα ντουζάκι και ν’ αλλάξω σερβιέτα, και μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει.»
    - «Εντάξει Μπίλι μου» μου λέει και πάει προς το μπάνιο.

    Αναστενάζω, μαζεύω από κάτω τα πεταμένα ρούχα μου, ντύνομαι στα γρήγορα και πάω σπίτι μου για να κάνω αυτά που είπα. Όταν φτάνω σπίτι διαπιστώνω ότι στη σερβιέτα έχει τρέξει και σπέρμα, καλά έχει πάει αυτό. Κάνω το ντουζάκι μου και αλλάζοντας και εσώρουχο, ντύνομαι και επιστρέφω στο σπίτι του, όπου περνάμε όλο το υπόλοιπό μας πρωινό ακούγοντας μουσική και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.

    ~.~

    Έχει έρθει Αύγουστος και έχουμε κατέβει στο λιμάνι για να πάρουμε το καράβι και ο Μάριος έχει απίθανα κέφια, από τη στιγμή που ανεβήκαμε στον ηλεκτρικό, μέχρι και τώρα που ετοιμαζόμαστε να επιβιβαστούμε στο πλοίο, του έχει κολλήσει το «Κρουαζιέρα θα σε πάω» και μου έχει πάρει τ’ αφτιά. Τι να τον κάνω που τον αγαπάω το μπαγάσα;

    Αααα, κρουαζιέρα θα σε πάω
    Αααα, γιατί σε νοιάζομαι και σ’ αγαπάω
    Αααα, Μύκονο και Σαντορίνη
    Αααα, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι


    - «Να σου κατεβάσω το παντελόνι να πάμε πιγκουϊνάτο;»
    - «Αν θέλεις να σε κλάψει η μανούλα σου γιατί δεν προτιμάς κάτι πιο απλό, πχ στρυχνίνη;»
    - «Τι πλάκα θα είχε έτσι;» μου λέει και μου σκάει μέσα στον κόσμο μια σφαλιάρα στον κώλο.
    - «Βρε κάτσε ήσυχα και είμαστε σε κόσμο!»
    - «Ποτέ! Οι άλλοι μπορούν να θαυμάζουν το κωλαράκι σου από μακριά, εγώ όχι!» μου λέει και μου σκάει μία ακόμα πιο δυνατή, κάνοντάς με σχεδόν να χοροπηδήσω.
    - «Μάριε!!!!» του λέω προσπαθώντας να τον συμμαζέψω, αλλά η αλήθεια είναι ότι από μέσα μου χαμογελάνε ακόμα και τα μεταφορικά μου μουστάκια, πολύ τον κάνω κέφι.
    - «Μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε;» αρχίζει και τραγουδάει και πάλι.
    - «Ρε τι έχεις πιει; Θέλω κι εγώ!»
    - «Πάω διακοπές στη Σαντορίνη με το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου που το αγαπάω από μικρό παιδί! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου! Τίποτα δεν έχω πιει, είμαι πολύ-πολύ-πολύ happy» μου λέει κάνοντάς με να λιώσω.
    - «Σ’ αγαπάω!» του λέω.
    - «Εγώ να δεις!» μου κάνει και μου ρίχνει άλλη μια σφαλιάρα στο κωλαράκι, ο άτιμος!

    Νομίζω περιττεύει να πω πώς καταφέραμε και γίναμε θέαμα, αλλά δε βαριέσαι, σάμπως μας ξέρανε ή τους ξέραμε; Μπορεί να ήμουν πιο συγκρατημένη αλλά συμμεριζόμουν πλήρως τον ενθουσιασμό του, για δέκα μέρες θα ήμασταν μαζί όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα και θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε και αγκαλίτσα, κάτι που από το Πήλιο και μετά δεν θα το αντάλλαζα ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου.

    Μπορεί να είμαι ακόμα δεκαεννιά και κάτι, ωστόσο δε μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία του, τον θυμάμαι σχεδόν από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν αστειεύομαι, έχω ελάχιστες μνήμες πριν τα πέντε μου και τον Μάριο τον γνώρισα πέντε χρονών και κάτι, ένα απόγευμα που ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε από τον παιδικό σταθμό και τον είδα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού μας και να βλέπει τα υπόλοιπα αγόρια να παίζουν μπάλα.

    ~.~

    - «Μάριε, πόσα έδωσες;» τον ρωτάω με το που μπαίνουμε στο δωμάτιο που νοικιάζουμε. Δηλαδή τι δωμάτιο, κανονικό δυάρι είναι, με ξεχωριστό υπνοδωμάτιο, σαλόνι, και μια τεράστια μπανιέρα, και όχι μόνο αυτό, έχει μέχρι και infinity pool με Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η θέα.
    - «Να μη σε νοιάζει!» μου απαντάει. «Είναι οι πρώτες μας πραγματικές διακοπές που πάμε μόνοι, τις διήμερες εκδρομές δεν τις λογαριάζω, θέλω να μας μείνουν αξέχαστες.»
    - «Δε λέω βρε μωρό μου, αλλά μην ξεπαραδιαστούμε κιόλας!»
    - «Ου φροντίς!» μου κάνει, και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά του είναι πολύ ευκατάστατη οικονομικά. «Και άλλωστε είπαμε, θα το ξεπληρώσεις σε είδος!» μου λέει πειρακτικά!
    - «Θα σου έλεγα τίποτα βαρύ τώρα…» του λέω.
    - «Αλλά…;» συνεχίζει το πείραγμα.
    - «Αλλά… έχω ορεξούλες!» του λέω και του ορμάω. Ούτε στο κρεββάτι δεν καταφέραμε να φτάσουμε, κάναμε έρωτα στο πάτωμα.

    ~.~

    Περάσαμε υπέροχα τις δέκα μέρες που κάτσαμε, γυρίσαμε όλο το νησί, ξενυχτούσαμε κάθε βράδι και σε διαφορετικό κλαμπ, πίναμε τα καφεδάκια μας στην ιδιωτική πισίνα, μέχρι και δημόσιο σεξ κάναμε. Ήταν η τρίτη μας νύχτα και έχουμε γίνει ντίρλα από τα ποτά. Γυρίζουμε στο δωμάτιο και επειδή κάνει πολύ ζέστη, τα πετάμε και οι δυο και πάμε και καθόμαστε στην πισίνα.

    Φέτος, και για πρώτη φορά μετά από πέρσι και το μπάνιο μας στον μικρό Ασέληνο, κατόπιν επιμονής του Μάριου, έχω αρχίσει και κάνω μπάνιο τόπλες. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω μια ενόχληση από τα βλέμματα που τραβάω αλλά από την άλλη, του Μάριου του αρέσει τόσο πολύ και όπως είπα και πριν, είναι ο μόνος άνθρωπος τα θέλω του οποίου βάζω πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε δικό μου. Όπως και να έχει δεν βουτάμε για πρώτη φορά τελείως τσίτσιδοι στην πισίνα, άλλωστε οι δυο μας είμαστε, αλλά όλες τις φορές ήμασταν φρόνιμοι καθότι το μπαλκόνι φαίνεται από τα διπλανά διαμερίσματα.

    Ε, ναι, σήμερα δεν είμαστε, καθόλου όμως, χωρίς να δώσω τον παραμικρό λογαριασμό, τον βάζω και κάθεται στο πεζούλι με τα πόδια μέσα στην πισίνα και τον παίρνω στο στόμα μου. Παρά το γεγονός ότι έχουμε κλείσει τα φώτα η σκέψη του ότι αυτό γίνεται δημοσίως μας έχει κάνει και τους δύο πύραυλους. Ξεκινάω με σκοπό να τον κάνω να τελειώσει στο στόμα μου αλλά ο Μάριος έχει άλλες ιδέες. Με σταματάει και βουτάει και εκείνος στην πισίνα και με παίρνει και στεκόμαστε στην άλλη άκρη της πισίνας, που βλέπει στο γκρεμό. Με γυρίζει να του έχω πλάτη και χουφτώνοντάς μου τα στήθη αρχίζει να μου τα μαλάζει δυνατά, φιλώντας με ταυτόχρονα στο σβέρκο.

    - «Σε θέλω» του λέω έχοντας χάσει τα αυτά και τα πασχάλια. «Σε θέλω μέσα μου!» Αντί απάντησης οδηγεί προσεκτικά το όργανό του μέσα στον κόλπο μου και αρχίζει να κινείται. Μπορεί να είμαι ντίρλα αλλά δεν είμαι τόσο ντίρλα! «Μωρό μου δεν έχεις φορέσει προφυλακτικό.»
    - “Guess why!” μου ψιθυρίζει χωρίς ούτε μια στιγμή να σταματήσει να μπαινοβγαίνει, και το υπονοούμενο με κάνει να ερεθιστώ ακόμα περισσότερο. «Θέλω το κωλαράκι σου» μου δηλώνει, πάλι ψιθυρίζοντας ερεθισμένος.
    - «Ό,τι θες εσύ» του απαντάω στον ίδιο ακριβώς τόνο.

    Ο Μάριος τραβιέται από μπροστά μου και τον ακουμπάει πίσω μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου, πάντα με πονάει στην αρχή ακόμα και όταν μετά το ευχαριστιέμαι. Μου κλείνει το στόμα και τον βυθίζει σιγά-σιγά μέσα μου, ο σφικτήρας μου του παραδίνεται κάνοντάς με σχεδόν να βελάξω, πονάει, πονάει πολύ, αλλά να με πάρει ο διάολος αν τον σταματήσω. Ναι… είναι μία από αυτές τις φορές που θα κάνω την πάπια.

    Ο Μάριος δεν έχει καταλάβει πόσο με πονάει και έτσι όπως είναι και τέρμα ερεθισμένος, σχεδόν καρφώνεται μέσα μου στην κάθε του κίνηση. Κάποια στιγμή ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί και μπορεί σήμερα να μην είναι από τις φορές που το ευχαριστιέμαι κι εγώ, ωστόσο το ευχαριστιέται εκείνος και αυτό είναι αρκετό για μένα.

    Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι μόνο στην αίσθηση της αφής και της ακοής, έτσι όπως με κρατάει αυτή τη στιγμή από τα στήθη μπαινοβγαίνοντας μέσα μου, και όπως ακούω τις κοφτές του ανάσες και τους στεναγμούς της ηδονής του. Επιταχύνει κι άλλο το ρυθμό του, τα χέρια του σφίγγουν τα στήθη μου ακόμα πιο δυνατά, και ξαφνικά καρφώνεται όλος μέσα μου και μένει ακίνητος και με ένα δυνατό βογγητό τελειώνει βαθιά μέσα στο κωλαράκι μου.

    Καθόμαστε για μερικές στιγμές τελείως ακίνητοι και νιώθω τις δονήσεις του οργάνου του μέσα μου, μέχρι που τελικά σταματάει. Με φιλάει τρυφερά στο σβέρκο και τραβιέται απαλά από μέσα μου.

    - «Σου άρεσε μωρό μου;» τον ρωτάω.
    - «Πολύ!» μου απαντάει σχεδόν ξέπνοος.
    - «Αξέχαστες διακοπές ήθελε ο Μάριος μου, αξέχαστες διακοπές θα έχει» του λέω και με τραβάει πάνω του και φιλιόμαστε σα να μην υπάρχει αύριο.

    ~.~

    Το απόγευμα της τελευταίας μέρας μας στο νησί έχει συννεφιά και ασορτί με τον καιρό είναι και η μελαγχολική μου διάθεση στη σκέψη της επιστροφής στην πεζή καθημερινότητα. Ο Μάριος μου ζητάει να με βγάλει μια φωτογραφία, εκεί στην παραλία, και προσπαθώ να χαμογελάσω γιατί δε θέλω να του χαλάσω τη διάθεση. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, φαντάζομαι ότι θα το διαπιστώσουμε όταν εμφανιστούν οι φωτογραφίες. Δε βαριέσαι, ακόμα και αν δεν βγήκε καλή, θα τραβήξουμε άλλες, το μέλλον είναι δικό μας!


    1995
    Τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά σου


    Σήμερα και για πρώτη φορά στη ζωή μου έβαψα τα νύχια μου, για την ακρίβεια με πήγε η Κατερίνα σε μια μανικιουρίστα και μου τα έκανε. Όπως πάντα γκρίνιαξα και όπως πάντα τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Το βάψιμο λεγόταν γαλλικό, όλο το νύχι σε ένα απαλό ροζ και η κορυφή του σε άσπρο. Και φυσικά μιας και φτιάξαμε τα νύχια πήγαμε και για πέδιλα, και παρόλο που δεν πετάω τη σκούφια μου για τακούνι, πήρα ένα υπέροχο ζευγάρι με λεπτό χαμηλό τακούνι. Μετά με έσουρε να μου δείξει ένα αμάνικο μαύρο midi φόρεμα, που είχε σταμπάρει.

    - «Ωραίο είναι, θα σου πηγαίνει» της λέω.
    - «Ναι, δεν είναι για μένα, εσύ θα το πάρεις!»
    - «Τα ίδια θα έχουμε πάλι;»
    - «Μπίλι, θα το πάρεις που θα το πάρεις, μη μου τα σκοτίζεις! Πάμε μέσα να το δοκιμάσεις!»
    - «Ρε ουστ!»
    - «ΠΑΜΕ ΜΕΣΑ ΤΩΡΑ!» μου λέει τονίζοντας τις λέξεις. Ρε μπελά που βρήκαμε!

    Η αλήθεια είναι ότι και πάλι είχε δίκιο, μου πήγαινε πολύ το φόρεμα και ταίριαζε πολύ και με τα πέδιλα.

    - «Είδες που με γκάστρωσες;»
    - «Βασικά εσύ με γκάστρωσες, αλλά έχεις δίκιο, το ομολογώ!» της είπα παίρνοντας την απόφαση να αγοράσω και το φόρεμα.

    Πληρώνουμε και φεύγουμε να πάμε στην Όαση όπου έχουμε δώσει ραντεβού με το Μάριο, ο οποίος δεν έχει έρθει ακόμα. Καθόμαστε στον κήπο και παραγγέλνουμε τα καφεδάκια μας.

    - «Δε μου λες, τι κανονίσατε με το Μάριο για του αγίου πνεύματος;»
    - «Δε μου έχει πει, μου το φυλάει, λέει, για έκπληξη. Α, ήθελα να στο πω, δε θα κάτσουμε μέχρι αργά στο πάρτι, οπότε θα μείνετε μοναχούλια!»
    - «Γιατί έτσι;»
    - «Γιατί αφενός μόλις χθες μου τελείωσε η περίοδος και αφετέρου οι γονείς του έχουν πάει Ζάκυνθο και θα κάτσουν όλη την εβδομάδα, οπότε το σπίτι του θα είναι όλο δικό μας!»
    - «Χαχαχα, μπούτι δε θα σ’ αφήσει να κλείσεις!»
    - «Ενώ εσύ με τον Θανάση να πούμε έχεις γίνει καλόγρια!»
    - «Εμένα τουλάχιστον το ποπουδάκι μου είναι αγνό και παρθένο, όχι σαν μερικών-μερικών!»
    - «Εσύ χάνεις!» την πειράζω.
    - «Με το Θανάση δε θέλω να μάθω» μου λέει και βάζω τα γέλια. Μου είχε πει ότι είναι αρκούντως προικισμένος, είχε ζοριστεί πολύ τις πρώτες φορές που έκαναν έρωτα, όχι ότι του Μάριου ήταν μικρή και τριανταφυλλένια, αλλά είκοσι πόντοι δεν ήταν με την καμία.
    - «Αλήθεια, το καλοκαίρι θα πάτε πάλι σόλο;»
    - «Όχι, φέτος λέμε να σας παίξουμε κι εσάς!»
    - «Αχ, τι καλοί που είστε, με σκλαβώνετε. Πάντως, κι εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, εγώ δεν πρόκειται να τα πετάξω!»
    - «Εντάξει, κι εγώ είχα ζοριστεί λίγο στις αρχές αλλά, όπως έλεγε και μια ψυχή στην πενταήμερη, δεν τα έχω και κλεμμένα!»
    - «Εμ, δεν το κρατάω κι εγώ κλειστό το ρημάδι!»
    - «Εσύ που στόμα έχεις και μιλιά δεν έχεις;» την ρωτάω πειρακτικά. «Εσείς τι θα κάνετε του αγίου πνεύματος;»
    - «Προσευχή και περισυλλογή, έχουμε και εξεταστική που έρχεται ποδοβολώντας.»
    - «Γιατί μωρή, εγώ κι ο Μάριος δεν έχουμε;»
    - «Εσείς είστε φύτουλες, δεν έχετε ανάγκη, λίγο λίπασμα, λίγο ήλιο και είστε μια χαρά!»
    - «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου!»
    - «Κάπως έτσι κι εγώ, αλλά με πολύ καφέ και καθόλου θάλασσα!»
    - «Αλλά τ’ αγόρι, αγόρι!»
    - «Ε, στο είπα, θα γαμηθούμε στο διάβασμα!» μου λέει και βάζουμε τα γέλια.
    - «Αλήθεια, εσύ πού γύρναγες το πρωί;»
    - «Είχα δουλειές, γι’ αυτό σου είπα να δώσουμε ραντεβού στο δημαρχείο.»
    - «Τι δουλειές;»
    - «Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω!»
    - «Σιγά ρε υπερκατάσκοπε των επτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων!» της λέω ειρωνικά και εκείνη την ώρα έρχεται και ο Μάριος να μας βρει κρατώντας δυο τσάντες στο χέρι. «Καλώς το μου» του λέω και σκύβει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλάκι.
    - «Τι κάνετε τσούπρες; Πώς πήγε το ρεκτιφιέ;»
    - «Δεν χρειάστηκε να τη δείρω πολύ» του απαντάει η Κατερίνα, «κάθισε φρόνιμη και δεν δάγκωσε τη μανικιουρίστα!»
    - «Για να δω!» μου λέει ο Μάριος και του δείχνω τα χέρια μου και μετά σηκώνομαι όρθια να δει και τα πόδια μου, δεν είχα φορέσει φυσικά τα πέδιλα, αλλά είχα πάει με σανδάλια.
    - «Σ’ αρέσει;»
    - «Πολύ! Αμάν ρε κορίτσι μου, πότε θα μάθεις να την ακούς την Κατερίνα;»
    - «Αυτό της λέω κι εγώ!» σιγοντάρει ο έτερος Καπαδόκης.
    - «Δε συμφέρεις, κάθε φορά που με πας επειδή κάτι σου γυάλισε τσούζει μετά ο κώλος μου, έχεις και ακριβά γούστα!»
    - “You pay peanuts, you buy monkeys!”
    - «Γιατί, τι πήρατε;» ρωτάει ο Μάριος.
    - «Πήρα και ένα ζευγάρι χαμηλοτάκουνα πέδιλα και ένα φόρεμα!»
    - «Έλα χριστέ και παναγία, πήρες φόρεμα;»
    - «Τι να πω, με απείλησε πολύ πειστικά!» του λέω και βάζει τα γέλια. «Μην ξερογλείφεσαι, υπομονή και θα το δεις το βράδυ!»
    - «Καλά ντε, δε σου ζήτησα να πας και στην τουαλέτα ν’ αλλάξεις!»
    - «Ικανό σε είχα!»
    - «Όχι ότι θα με χαλούσε!»
    - “Tu m'en diras tant!” του απαντάω ειρωνικά στα γαλλικά το ισοδύναμο του αγγλικού “imagine my surprise”. «Δε μου λες, εσύ τι πήρες;»
    - «Για μένα πήρα ένα παντελόνι, και για σένα πήρα αυτό!» μου είπε και μου έδωσε την μια τσάντα.
    - «Τι είναι αυτό;» τον ρωτάω με απορία και πάω να το ανοίξω αλλά με σταματάει.
    - «Ναι, δε θα έλεγα ότι είναι καλή ιδέα να το ανοίξεις εδώ!» λέει και σκάει στα γέλια και το ίδιο κάνει υπόπτως και η Κατερίνα.
    - «Εσύ μωρή γιατί γελάς, ξέρεις τι μου πήρε;»
    - «Κομμάτι…» μου κάνει και βάζει ξανά τα γέλια.
    - «Πουλάκια μου… αυτές ήταν μωρή οι δουλειές που είχες να κάνεις το πρωί;»
    - «Όχι, το πρωί πραγματικά είχα δουλειές.»
    - «Και τότε πώς ξέρεις τι έχει μέσα η τσάντα;»
    - «Γιατί δεν είναι μόνο δικός σου κολλητός, μωρή! Το παιδί μου ζήτησε βοήθεια προχθές κι εγώ του την πρόσφερα απλόχερα! Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει *και* εξαιρετικό γούστο, θα τα λατρέψεις!»
    - «Ποια;»
    - «Τα περιεχόμενα της τσάντας, την οποία καλό θα είναι να μην τα ανοίξεις εδώ, και προπάντων να *μην* τα βάλεις στο πλυντήριο με τα υπόλοιπα ρούχα γιατί βλέπω την Άννα να παθαίνει αποπληξία!» μου λέει χαμογελώντας σκανταλιάρικα.
    - «Δε θα χρειαστεί, σήμερα τουλάχιστον» λέει ο Μάριος. «Πριν από λίγο τα πήρα από το καθαριστήριο και σας το ορκίζομαι ρε παιδιά, με κοίταξε πολύ περίεργα η ταμίας!» συμπλήρωσε και έβαλε τα γέλια.

    ~.~

    Καθίσαμε εκεί μέχρι το μεσημεράκι και όταν γυρίσαμε στα σπίτια μας βρήκα την ευκαιρία να δείξω στη μητέρα μου τα νύχια μου και τα καινούργια μου πέδιλα, για το φόρεμα δεν της είπα τίποτα, ήθελα να της κάνω έκπληξη, και φυσικά για τα εσώρουχα που μου πήρε ο Μάριος, ούτε λόγος!

    - «Καλά που πήγα και πήρα ψωμί το πρωί, δηλαδή, δε θα έχει μείνει φούρνος για φούρνος στη γειτονιά!» μου λέει πειράζοντάς με. «Φτου-φτου, κούκλα είσαι!»
    - «Είναι που πήρα από τη μαμά μου» της λέω και την παίρνω αγκαλιά και τις σκάω ένα τρυφερό φιλάκι. «Αλήθεια, τι θα φάμε σήμερα;»
    - «Μπαρμπούνια, βρήκε κάτι θρεφτάρια ο πατέρας σου άλλο πράγμα!»
    - «Μην ξεκινήσεις, πάω να αλλάξω και θα έρθω να σε βοηθήσω» της λέω. Βασικά θέλω να της κάνω έκπληξη με το φόρεμα, αλλά μετά όντως σκοπεύω να κάτσω να της κάνω παρέα και να τη βοηθήσω. Πηγαίνω στο δωμάτιό μου και βάζω το φόρεμα και τις γόβες. «Μαμά, κλείσε τα μάτια σου!»
    - «Γιατί;»
    - «Κλείσε και θα δεις!»
    - «Άσε με βρε διάολε γριά γυναίκα!»
    - «Ε όχι και γριά, μπουμπούκι είσαι! Έλα, κλείσε τα μάτια σου»
    - «Ορίστε, τα έκλεισα» μου λέει και μπαίνω στην κουζίνα. «Άνοιξέ τα!»

    Ανοίγει τα μάτια της και με βλέπει με το φόρεμα και γουρλώνει τα μάτια της.

    - «Πήρες φόρεμα;»
    - «Ναι! Δηλαδή η Κατερίνα με έσουρε και πάλι, κλασσικά εικονογραφημένα, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε!»
    - «Αχ, το κοριτσάκι μου έγινε ολόκληρη γυναίκα!» λέει και δακρύζει, η μαμά το έχει εύκολο το κλάμα, καθόλου δε μου έχει μοιάσει. «Ηλία! Ηλία!» λέει φωνάζοντας τον πατέρα μου.
    - «Τι τρε…» πάει να πει αλλά μένει στη μέση βλέποντάς με το φόρεμα. «Ο χριστός και η παναγία! Βασιλικούλα μου είσαι καλά; Να σου βάλουμε θερμόμετρο;» μου λέει πειράζοντάς με.
    - «Σ’ αρέσει;»
    - «Πώς μεγάλωσες έτσι, π’ ανάθεμά σε; Μέχρι χθες ήσουν μισό μέτρο σκατό, πότε πρόλαβες κι έγινες ολόκληρη γυναίκα;»

    ~.~
    Όπως είχα πει και στην Κατερίνα, το βράδυ θα πηγαίναμε αρχικά στο πάρτι και μετά στο σπίτι του Μάριου. Όταν φόρεσα τα εσώρουχα που μου πήρε, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή στραβοκατάπια, μαύρο ημιδιάφανο δαντελένιο σουτιέν με ασορτί δαντελένιο string, και δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου string. Δεν είμαι ιδεολογικά αντίθετη ούτε με τις φούστες, ούτε με τα σέξι εσώρουχα, απλά βρίσκω τα παντελόνια και τα απλά εσώρουχα πολύ πιο βολικά και είμαι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τη βολή τους. Το string με ενοχλεί λιγάκι αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω τον μούργο και δε μπορώ να του χαλάσω χατίρι;

    - «Μαμά, μπαμπά, θα αργήσω λίγο σήμερα, έχουμε να πάμε σε πάρτι που κάνει ένας συμφοιτητής μας»
    - «Ποιος θα οδηγάει;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
    - «Κανείς, ο συμφοιτητής μας μένει κοντά στο ΙΚΑ, με τα πόδια θα πάμε. Λοιπόν πάω να πάρω το Μάριο και φεύγουμε, λογικά γύρω στις 05:00 θα έχουμε γυρίσει!»
    - «Να περάσετε όμορφα» μου λέει η μητέρα μου και βγαίνω και πάω δίπλα και χτυπάω το κουδούνι.
    - «Μπίλι, έλα λίγο μέσα, δεν έχω τελειώσει» μου απαντάει ο Μάριος στο θυροτηλέφωνο. «Κάτσε, τελειώνω το ξύρισμα και έρχομαι» τον ακούω να μου λέει μέσα από το μπάνιο. Κάθομαι στο σαλόνι και πράγματι μερικά λεπτά αργότερα βγαίνει από το μπάνιο. «Έτοιμος κι… Θεέ μου» μου λέει και παγώνει. «Θεέ μου, είσαι κούκλα!»
    - «Σ’ αρέσει;» του λέω χαμογελώντας από το ένα αφτί μέχρι το άλλο.
    - «Είσαι… είσαι… δεν έχω λόγια!» μου αποκρίνεται και όπως είχα σηκωθεί έρχεται και με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του και μου δίνει ένα βαθύ φιλί. Απομακρύνεται και με ξανακοιτάζει πάλι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Εγώ λέω να μην πάμε στο πάρτι!» μου λέει πονηρά!
    - «Εσύ να είσαι φρόνιμος και να τελειώνεις, μας περιμένει η Κατερίνα!»
    - “Party pooper!”
    - «Καλά κάνω!»
    - «Καλάθια, να μην μου παραπονιέσαι μετά αν σε στρυμώξω πάλι σε καμιά τουαλέτα!»
    - «Πότε σου παραπονέθηκα βρε αχάριστε;» τον πειράζω. Από εκείνο το φοιτητικό πάρτι που του είχα κάνει πίπα στην τουαλέτα, το είχαμε βρει ως φετιχιστικό παιχνίδι, σε κάθε πάρτι που πηγαίναμε βρίσκαμε ευκαιρία να κλειστούμε στην τουαλέτα και δεν είχαμε μείνει μόνο σε πίπα, είχαμε βγάλει και κάμποσες φορές τα μάτια μας.
    - «Τα φόρεσες αυτά που σου πήρα ή έχεις ακόμα τα ρούχα σου;»
    - «Τι να σε κάνω που σε αγαπάω; Τα φόρεσα, χθες ήταν η τελευταία μου μέρα!»
    - «Ω ρε μάνα μου!» λέει ενθουσιασμένος καθώς, σήμερα τουλάχιστον, δε θα χρειαστεί να φορέσει και προφυλακτικό.
    - «Σάτυρε!»
    - «Λοιπόν, πάμε γιατί αν συνεχίσουμε την κουβέντα δε μας βλέπω να φεύγουμε!»

    Πήγαμε και πήραμε Κατερίνα και Θανάση και μετά ανηφορίσαμε στο σπίτι που έμενε ο συμφοιτητής μας.

    ~.~

    Γύρω στις 01:00 βρίσκουμε την ευκαιρία και πάμε στο μπάνιο και ο Μάριος σχεδόν μου ορμάει, αλλά η αλήθεια είναι πως και του λόγου μου είμαι φοβερά ερεθισμένη. Ψαχουλευόμαστε για λίγη ώρα και μετά με βάζει να γονατίσω και να τον πάρω στο στόμα μου. Βασικά άλλο θέλαμε και οι δύο αλλά ούτε προφυλακτικά έχουμε φέρει μαζί μας και ούτε φυσικά φοράω σερβιετάκι, το στρινγκάκι δεν είναι για τέτοια, οπότε προς το παρόν περιοριζόμαστε στην πίπα, και ήταν ήδη τόσο ερεθισμένος που δεν μου πήρε ούτε πεντάλεπτο για να τον κάνω να τελειώσει, και ήταν και πάλι σεβαστή η ποσότητα που χρειάστηκε να καταπιώ, τρομάρα του!
    - «Πού χαθήκατε εσείς;» με ρωτάει η Κατερίνα με το που γυρνάμε.
    - «Άμα σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω» της απαντάω και βάζει τα γέλια, τόσα χρόνια φίλες δεν έχουμε μεταξύ μας μυστικά. Βέβαια δεν είναι μόνο δική μου κολλητή, είναι και του Μάριου, αλλά εντάξει, υπάρχουν και κάποια πράγματα που τα κοριτσάκια τα λέμε μόνο μεταξύ μας.

    Γύρω στις δύο τους καληνυχτίζουμε, Κατερίνα και Θανάσης θα κάτσουν και άλλο, και επιστρέφουμε στο σπίτι του Μάριου, όπου ο ποδολάγνος μέσα του ξεσάλωσε!

    - «Εχμ, είμαι και η υπόλοιπη εδώ» του λέω κάποια στιγμή. Αν και στην αρχή μου είχε φανεί περίεργο, είχα αρχίσει να το συνηθίζω, και δεν λέω, μου άρεσε που μου πιπιλούσε και μου έγλειφε τα δάχτυλα αλλά σήμερα ειδικά το είχε παραξηλώσει.

    Ναι, δε με άφησε παραπονεμένη, να τα λέμε αυτά, μωρέ μ’ έβαλε κάτω και μου άλλαξε τα φώτα. Δεν είχα βγάλει το φόρεμα, ήμουν ακόμα καθιστή στο κρεββάτι, όπως μου είχε ζητήσει, και τόση ώρα που ήταν γονατισμένος γλείφοντάς μου τα δάχτυλα, απόρησα πως δεν τον είχε πιάσει η μέση του. Μου ζητάει να σηκωθώ και να φορέσω ξανά τα πέδιλά μου και στην αρχή δεν καταλαβαίνω το γιατί, η ιδέα είναι να βγάλουμε τα ρούχα μας, όχι να τα βάλουμε. Βέβαια, όταν σηκώθηκε και ήρθε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στο σβέρκο μαλάζοντάς μου δυνατά τα στήθη πάνω από το φόρεμα, το έπιασα το υπονοούμενο.

    Καθώς το φόρεμα είναι ανοιχτό και επιτρέπει ζογκλερικά, μου το σηκώνει και με βάζει να σκύψω πάνω από το γραφείο του. Γονατίζει και πάλι, και τραβώντας ελαφρά το στρινγκάκι αρχίζει και με γλείφει από πίσω και ταυτόχρονα έχει περάσει το χέρι του μπροστά και με παίζει, κάνοντάς με πύραυλο. Με βάζει να γονατίσω και πάλι και να τον πάρω στο στόμα μου για λίγη ώρα και μετά με σηκώνει και με βάζει και πάλι να σκύψω πάνω από το γραφείο, όπου μου σηκώνει και πάλι το φόρεμα και αυτή τη φορά μου κατεβάζει το στρινγκάκι.

    - «Σιγά-σιγά μωρό μου» του λέω έχοντας πολύ καλή ιδέα του τι ήθελε να κάνει, του αρέσει πολύ να με παίρνει από πίσω και δε θέλω να τον παρασύρει ο ενθουσιασμός του. Όσο και αν μου αρέσει να του δίνομαι με τον τρόπο που επιθυμεί, το από πίσω πονάει στην αρχή και θέλει τη ρέγουλά του.
    - «Θα προσέχω μωρό μου» με διαβεβαιώνει. «Και έχω και αυτό!»
    - «Ποιο;» τον ρωτάω.
    - «Πήρα λιπαντικό!» μου λέει μα πριν προλάβω να απορήσω νιώθω το δάχτυλό του σχεδόν να γλιστράει μέσα στο κωλαράκι μου.

    Πάντα το έκανε αυτό πριν ξεκινήσει, αλλά σε αντίθεση με το σάλιο ή τα κολπικά μου υγρά, το δάχτυλό του μπαίνει πολύ πιο άνετα μέσα μου. Έχω κλείσει τα μάτια μου και αρχίζω να το απολαμβάνω σε βαθμό που δεν περίμενα, όχι τόσο γρήγορα. Το από πίσω είναι λίγο περίεργο, άλλες φορές με κάνει σχεδόν να βελάξω, κάμποσες φορές έχουμε σταματήσει γιατί απλά δεν άντεχα τον πόνο, άλλες φορές είναι απλά ενοχλητικό και το κάνω μόνο και μόνο γιατί ξέρω πόσο του αρέσει, αλλά υπάρχουν και φορές που μετά από λίγη ώρα αρχίζει να μου αρέσει.

    Ε, σήμερα άρχισε να μου αρέσει με το που μου έβαλε σχεδόν το δάχτυλο, κοίτα να δεις τι διαφορά μπορεί να σου κάνει το λιπαντικό, που για να έχουμε καλό ρώτημα από που το πήρε; Θα το μάθω αργότερα, δεν θέλω να τον κόψω τώρα! Τραβάει το δάχτυλό του και ακουμπάει το όργανό του στην πίσω μου τρυπούλα και παρά τον ερεθισμό που νιώθω, κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω τα δόντια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου. Ναι, υπάρχει και πάλι πόνος αλλά είναι ασύγκριτα μικρότερος με τις άλλες φορές, το βογγητό που μου ξεφεύγει δεν είναι πόνου, είναι ηδονής!

    - «Σε πόνεσα μωρό μου;» με ρωτάει σταματώντας.
    - «Αν σταματήσεις τώρα βρες λαγούμι να κρυφτείς!» του λέω πειραχτικά.
    - «Βρε αθεόφοβη!»
    - «Σκάσε και γάμα με!»
    - «Μωρέ θα σε κάνω άλογο!» μου λέει και τραβώντας με από τα μαλλιά καρφώνεται πίσω μου.

    Το είπε και το έκανε, αυτό έχω να πω, και δεν ήταν μόνο η δύναμη με την οποία καρφωνόταν όλος μέσα μου, πέφταν και τα δυνατά χαστούκια στα κωλομέρια, και αν ήμουν μία φορά πύραυλος πριν, έγινα δέκα. All-in-all απόψε ήταν πολύ μακράν του δεύτερου το καλύτερο από πίσω που είχαμε κάνει ποτέ, και ευτυχώς να λέω, καθώς λόγω της πίπας που είχε προηγηθεί στο πάρτι του πήρε κάμποση ώρα να τελειώσει.

    - «Σ’ αρέσει μωρό μου;» με ρωτάει αγκομαχώντας.
    - «Πολύ… πολύ…» του λέω σχεδόν ξεψυχισμένα κάνοντάς τον να επιταχύνει κι άλλο και λίγη ώρα αργότερα, τραβώντας με δυνατά από τα μαλλιά και καρφώνοντάς τον μέσα μου όσο δεν πήγαινε, κάθεται ακίνητος και τελειώνει με ένα παρατεταμένο βογγητό. Τραβήχτηκε και έφυγα τρέχοντας για το μπάνιο αλλά με το που τελείωσα και βγήκα, τον βρήκα να με περιμένει έξω από την πόρτα.
    - «Θέλεις να κάνουμε ντουζάκι;»
    - «Αμέ!» του λέω χαμογελαστή και γδύνομαι σε χρόνο ρεκόρ, και το ίδιο κάνει και εκείνος.

    Στο ντουζ έχει και δεύτερο γύρο, με βάζει και πάλι να σκύψω αλλά αυτή τη φορά μπαίνει μπροστά μου. Δεν κλιμακώνω, σπάνια συμβαίνει αυτό με διείσδυση, αλλά ήταν πολύ όμορφο, και το κυριότερο ήταν ότι τέλειωσε μέσα μου, και τη λατρεύω αυτή την αίσθηση. Δε βρέξαμε τα μαλλιά μας και έτσι μετά από ένα γρήγορο σκούπισμα πάμε και ξαπλώνουμε γυμνοί στο κρεββάτι του. Μακάρι να μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε, λατρεύω να κοιμάμαι και να ξυπνάω στην αγκαλιά του, αλλά δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή μια εβδομάδα.

    - «Δε μου είπες, που θα πάμε του αγίου πνεύματος;»
    - «Πόζαρ!» μου λέει και σχεδόν χοροπηδάω από τη χαρά μου. Πέρσι, η Κατερίνα με το Θανάση είχαν πάει διακοπές στη Χαλκιδική και βρήκαν μια μέρα ευκαιρία και πήγαν στα Πόζαρ και είχαν ξετρελαθεί. «Έχω ήδη κλείσει ξενοδοχείο.»
    - «Αχ ναι!!! Υπέροχα!!!»
    - «Μόνο που θα πρέπει να μοιράσουμε λίγο την οδήγηση.»
    - «Κανένα πρόβλημα, μωρό μου!» του λέω ενθουσιασμένη. Ναι, στις αρχές μας φαινόταν λίγο περίεργο που λέγαμε ο ένας τον άλλον μωρό μου, και συχνά βάζαμε τα γέλια, αλλά με τα πολλά το είχαμε συνηθίσει.

    Γέρνει πάνω μου και αρχίζει και με φιλάει ενώ τα χέρια του μου χαϊδεύουν απαλά τα στήθη. Φιλιόμαστε για λίγη ώρα και μετά αρχίζει να με γλείφει και να με δαγκώνει απαλά στο λαιμό και στο σαγόνι και συνεχίζει έτσι μέχρι που φτάνει στα στήθη μου, κάνοντάς με και πάλι να ανατριχιάσω από την απίστευτα όμορφη και δυνατή αίσθηση. Μου γλείφει και μου πιπιλάει τις ρόγες εναλλάξ ενώ εγώ τον χαϊδεύω απαλά στα μαλλιά. Σταματάει και συνεχίζοντας τα απαλά δαγκώματα φτάνει μέχρι κάτω, βάζοντας και πάλι φωτιά στα λαγόνια μου.

    Παίζει την κλειτορίδα μου με τη γλώσσα και τα χείλη του, ενώ ταυτόχρονα μου μαλάζει δυνατά και τα δυο στήθη και, πότε-πότε, μου τσιμπάει και τις ρώγες, αλλά σε αντίθεση με τις φορές που μου το κάνει αιφνιδιαστικά, κάνοντάς με να τσιρίξω ενώ ο γάιδαρος ξεκαρδίζεται στα γέλια, ο πόνος είναι πιο γλυκός και έχει μια απίστευτα ηδονική χροιά. Το σώμα μου τεντώνεται άθελά μου, νιώθω σα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα.

    - «Σε θέλω…» καταφέρνω να ψελλίσω. «Μέσα μου… σε θέλω μέσα μου…»

    Δεν απαντάει, συνεχίζει για λίγη ώρα το βασανιστικά ηδονικό του παιχνίδι και μετά σταματάει και ανεβαίνει πάνω μου. Αν και σωματικά μ’ ερεθίζει πολύ περισσότερο το να είμαι στα τέσσερα ή να τον καβαλάω, η αλήθεια είναι ότι το να νιώθω το βάρος του κορμιού του πάνω στο δικό μου και το να μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια την ώρα που με κάνει δική του, δεν συγκρίνεται με τίποτα!

    - «Κάνε με δική σου μωρό μου!» σχεδόν τον εκλιπαρώ.
    - «Δική μου… μόνο δική μου» μου λέει τρίβοντάς σαδιστικά το όργανό του στα κάτω μου χείλη.
    - «Δική σου… μόνο δική σου… είμαι η Μπίλι σου» του λέω και μπαίνει μέσα μου κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένας ηδονικός στεναγμός.

    Είναι υπέροχα, υπέροχα! Κινείται μέσα μου χωρίς βιάση και συνεχίζει έτσι για πολλή ώρα. Οι στεναγμοί μου γίνονται βογγητά και όταν αρχίζει να επιταχύνει, τα βογγητά γίνονται αναφιλητά, και μπορεί να μην τελειώνω συχνά με αυτό τον τρόπο, αλλά σήμερα είναι μια από αυτές τις φορές! Το νιώθω, το καταλαβαίνω από τη φωτιά που έχει απλωθεί στα λαγόνια μου και με καίει, το καταλαβαίνω από τους σπασμούς που κάνει άθελά μου το κορμί μου. Κοιταζόμαστε στα μάτια και η ψυχή μου λες και πετάει, η φωτιά γίνεται πυρκαγιά και η πυρκαγιά έκρηξη, είναι τόσο δυνατός ο οργασμός μου που νιώθω σχεδόν την ψυχή μου να μ’ εγκαταλείπει και βυθίζομαι στο σμαραγδένιο των ματιών του.

    - «Μπίλι μου… Μπίλι μου…» σχεδόν φωνάζει κοκκαλώνοντας μέσα μου.
    - «Ναι μωρό μου… ναι… η Μπίλι σου… η Μπίλι σου» βρίσκω τη δύναμη να πω ενώ το όργανό του κάνει σπασμούς βαθιά μέσα μου και η αίσθηση χωρίς το προφυλακτικό είναι… είναι απερίγραπτη.

    Δεν τραβιέται αμέσως, ξαπλώνει προσεκτικά πάνω μου και χανόμαστε και πάλι σ’ ένα ατελείωτο φιλί.

    - «Σ’ αγαπάω… Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπάω!» μου λέει κοιτάζοντάς με στα μάτια.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Μάριε, σ’ αγαπάω όσο δε φαντάζεσαι, κι άλλο τόσο, κι άλλο τόσο» του λέω χαϊδεύοντας τον τρυφερά στο πρόσωπο.
    - «Θες σοκολάτα;» με ρωτάει από το πουθενά και βάζω τα γέλια.
    - «Ναι, γιατί όχι;» του απαντάω χαμογελαστή, και σηκωνόμαστε και οι δύο τσίτσιδοι και πάμε στην κουζίνα μέσα στη μαύρη νύχτα για να φτιάξουμε καλοκαιριάτικα ζεστή σοκολάτα. Και μετά…

    Και μετά ακολούθησε και τρίτος γύρος, και τέταρτος, και πέμπτος και έκτος. Μου έδωσε και κατάλαβα, ήταν ακριβώς όπως το είχε προβλέψει η Κατερίνα, μπούτι δεν μ’ άφησε να κλείσω όλο το βράδυ, και απορώ που στο τέλος της βραδιάς μπορούσε να πάρει τα πόδια του, γιατί εγώ, στις 05:00 που έφυγα για να γυρίσω σπίτι, με δυσκολία μπόρεσα να πάρω τα δικά μου.

    2008
    Reunions


    Πρώτη φορά που κάνουμε διακοπές μαζί με το Μάριο και τα παιδιά και αποφασίσαμε να πάμε Κρήτη, κάτι που είχαμε σχεδιάσει να κάνουμε το 1997 αλλά μας πρόλαβε ο χωρισμός μας. Δεν πειράζει, κάλιο αργά παρά ποτέ, το κάνουμε φέτος έντεκα χρόνια αργότερα, ακριβώς όσο κάναμε για να βρεθούμε μαζί και πάλι. Ακόμα καλύτερα, φέτος θα δούμε, και μετά από πολλά χρόνια, τον παιδικό μας φίλο το Νίκο που πλέον είναι καθηγητής στη σχολή της επιστήμης υπολογιστών.

    Εκεί μας περίμενε μια ακόμα έκπληξη, ο Ανδρέας ο Πολιτάκης είναι και αυτός καθηγητής στο τμήμα βιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης και όχι μόνο αυτό, είναι και παντρεμένος με τη Φοίβη τη Μαρτίνου, το πρωτάκι που μου είχε πάρει την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο, η οποία είναι συνάδελφος του Νίκου, καθηγήτρια και εκείνη στην ίδια σχολή.

    Ο Νίκος έχει παντρευτεί μια κοπέλα από το Ηράκλειο, και από το 2000 είναι μπαμπάς, έχει μια κορούλα στην ηλικία της Χριστίνας και ένα αγοράκι τεσσάρων χρονών. Όπως μας είπε και ο Ανδρέας με τη Φοίβη έχουν δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το κορίτσι είναι έξι και μισό, σαν την Μαριάννα, ενώ το αγόρι είναι και αυτό τεσσάρων. Ο Νίκος μας έχει καλέσει στο σπίτι του και εκεί γνωρίζουμε τη Σοφία, τη σύζυγό του, και τα παιδάκια τους, και όπως καθόμαστε στη βεράντα μετά το φαγητό, μας πετάει την ιδέα να εμφανιστούμε από το πουθενά στον Ανδρέα τον Πολιτάκη.

    - «Λοιπόν, θέλετε να τον τρελάνουμε τον Πολιτάκη;»
    - «Τι σκέφτεσαι;» τον ρωτάει ο Μάριος.
    - «Να του παρουσιαστείτε σα φάντης μπαστούνι στο γραφείο του στο ΙΤΕ.»
    - «Θα μας θυμάται;» τον ρωτάει ο Μάριος
    - «Για σένα δεν παίρνω όρκο, αλλά τη Μπίλι αποκλείεται να την έχει ξεχάσει, και ας του πήρε τα μυαλά η Φοίβη. Εντωμεταξύ την θυμάστε αυτήν; Αν τη δείτε θα σας πέσει το σαγόνι κάτω!»
    - «Ομολογώ πως δεν τη θυμάμαι φατσικά» του απαντάω. «Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι την είχα άχτι γιατί για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο. Βέβαια μετά πήγα λύκειο οπότε επέστρεψα στις εργοστασιακές μου ρυθμίσεις.»
    - «Δεν εκπλήσσομαι, η Μαρτίνου είναι μια κατηγορία μόνη της, το ξέρετε ότι κέρδισε σε μαθηματικό διαγωνισμό τους συναδέλφους μας σε Μαθηματικό και Φυσικό; Εντάξει, θεωρία υπολογισμού είναι ο τομέας της but still…»
    - «Από τη μία η Μπίλι, από την άλλη η Μαρτίνου, στο τέλος θα με κάνεις να νιώσω μειονεκτικά!» τον μαλώνει η γυναίκα του.
    - «Εσύ είσαι εκτός συναγωνισμού αγάπη μου, τώρα μιλάω για τις υπόλοιπες …μη κοινές θνητές!» της λέει ο Νίκος σώζοντάς το.
    - «Το καλό που σου θέλω!» τον ψευτομαλώνει κάνοντάς μας να χαμογελάσουμε.
    - «Και τα παιδιά;» ρωτάω εγώ.
    - «Μην σ’ ανησυχεί αυτό, θα τα κρατήσω εγώ» απαντάει η Σοφία.
    - «Βρε, μη σε βάζουμε σε φασαρία…»
    - «Σιγά τη φασαρία, σε δασκάλα μιλάτε!» μας υπενθυμίζει. «Κι έχω μια ακόμα καλύτερη ιδέα για αύριο, να πάω τα παιδιά στην Αμμουδάρα για μπάνιο και έρχεστε και μας βρίσκετε εκεί.»
    - «Σίγουρα βρε Σοφία;»
    - «Ναι σου λέω! Και μετά το μπάνιο πάμε για φαγητό στον Πετούση που έχει και παιδότοπο!»
    - “Sold!” απαντάει για λογαριασμό και των δυο μας ο Μάριος. «Αλήθεια, το απόγευμα λέμε να πάμε για μπανάκι, και είναι η πρώτη μας μέρα εδώ και δεν τα ξέρουμε τα κατατόπια, που προτείνετε;»
    - «Αν δεν βαριέστε θα σας πρότεινα να πάτε στο Μπαλί, προς το Ρέθυμνο. Αν δε θέλετε να απομακρυνθείτε πολύ, και μιας και αύριο θα πάμε Αμμουδάρα, θα πρότεινα Καρτερό ή Κοκκίνη Χάνι» μας λέει ο Νίκος. «Αλήθεια, πόσο θα κάτσετε;»
    - «Τρεις εβδομάδες» του απαντάει ο Μάριος. «Ή έρχεσαι Κρήτη ή δεν έρχεσαι!»
    - «Χαχαχα, καλά τα λες αλλά εγώ είμαι εδώ από το ’91 και ανάθεμά με αν έχω καταφέρει να τη γυρίσω όλη.»
    - «Εδώ δεν το έχω καταφέρει εγώ που είμαι και γέννημα θρέμμα!» μας λέει η Σοφία. «Πάντως οι τρεις εβδομάδες είναι το απολύτως απαραίτητο για να μπορείς να πεις ότι πήρες μια καλή μυρωδιά της Λεβεντογέννας.»
    - «Να προσέχετε πολύ στο δρόμο, αν νομίζετε ότι μόνο στην Αθήνα οδηγούν εγκληματίες σας περιμένει δυσάρεστη έκπληξη, οι κρητίκαροι είναι μια κατηγορία μόνοι τους!» μας προειδοποιεί ο Νίκος. «Εντωμεταξύ ρε μπαγάσα, συγκινήθηκα που είδα ξανά τη Jetta σου!»
    - «Εγώ να δεις πως έκανα όταν ήρθε και με πήρε να πάμε για ποτό μετά από έντεκα χρόνια, έκλαιγα σαν παιδάκι!» τους λέω ντροπαλά.
    - «Εσύ; Έκλαιγες εσύ;» με ρωτάει ο Νίκος με το σαγόνι στο πάτωμα.
    - «Ε, το παθαίνω κι εγώ που και που, και άλλωστε έλα στη θέση μου μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια και τόσα ταξίδια που είχαμε κάνει μαζί της.»
    - “Story time!!!” λέει ενθουσιασμένος ο Νίκος. «Πολύ χάρηκα που έμαθα ότι είστε και πάλι μαζί αλλά ρε παιδιά πείτε μας όλη την ιστορία!»
    - «Μην ξεκινήσετε ακόμα, καφεδάκι πρώτα!» μας λέει η Σοφία. «Έχουμε γαλλικό αλλά μπορώ να πάρω τηλέφωνο εδώ σε μια καφετέρια που έχουν και άλλα είδη καφέ αν θέλετε.»
    - «Για μένα μια χαρά είναι ο γαλλικός» της κάνω και το ίδιο απαντάει και ο Μάριος. Η Σοφία φεύγει και επιστρέφει μετά από δέκα λεπτά με τους καφέδες και εκείνη τη στιγμή έρχεται και η Χριστίνα στη βεράντα, είχαμε αφήσει τα παιδιά μέσα να παίζουν.
    - «Μαμά» μου κάνει «θυμάσαι αν πήραμε μαζί μας το τετράδιο ζωγραφικής;»
    - «Ναι αγάπη μου, στην τσάντα είναι, πάμε μέσα να στο δώσω» της κάνω.

    ~.~

    Την πρώτη φορά που η Χριστίνα με είπε «μαμά», πέρσι τα Χριστούγεννα, με πήραν τα ζουμιά και το κοριτσάκι μου, που δεν είχε προλάβει καλά-καλά να γνωρίσει την βιολογική της μητέρα, δε χόρταινε να μου το λέει, αλλά σάμπως χόρταινα του λόγου μου να τ’ ακούω; Το ακόμα καλύτερο ήταν ότι με τη συμπεριφορά της παρέσυρε και τη Μαριάννα η οποία άρχισε να φωνάζει τον Μάριο μπαμπά, και γίναμε Βενετία γίναμε!

    Οι δυο τους είχαν κολλήσει εξαιρετικά και έκαναν τα πάντα μαζί, και κάπως έτσι ο Ανδρέας -ο οποίος όπως το είχα προβλέψει δεν το είχε πάρει καλά όταν επιτέλους του είπα την πλήρη αλήθεια για το Μάριο- πείστηκε πως ο Πάρης θα έπρεπε να αρχίσει να βλέπει σαν αδερφή του και τη Χριστίνα.

    Επιπλέον, μιας και η τελευταία είχε ήδη αρχίσει το σχολείο, πήγαινε στο Αρσάκειο στη Δροσιά, αποφασίσαμε από κοινού το Σεπτέμβρη που Μαριάννα θα ξεκινήσει δημοτικό να πάει και εκείνη στο Αρσάκειο, και όταν έρθει η ώρα να πάει εκεί και ο Πάρης. Το Αρσάκειο δεν είναι φτηνό και ο Ανδρέας με την Αλεξάνδρα δεν έχουν τη δική μας οικονομική άνεση, οπότε συμφωνήσαμε πως όταν ξεκινήσει σχολείο και ο Πάρης, τα δίδακτρα της Μαριάννας θα τα πληρώνω αποκλειστικά εγώ.

    Το πρόγραμμα των Χριστουγέννων δεν άλλαξε, η Χριστίνα που στην αρχή ήταν διστακτική, ξετρελάθηκε τη μια εβδομάδα που πέρασε μαζί με τη Μαριάννα και τον Πάρη, αν και μεταξύ μας, η Αλεξάνδρα η οποία αγαπάει πολύ τα παιδιά, παίζει να ήταν αυτή που πέρασε καλύτερα απ’ όλους.

    Επιπλέον, και προκειμένου τα παιδιά να δυναμώσουν περισσότερο τις μεταξύ τους σχέσεις, αποφασίσαμε να έχουμε τουλάχιστον δυο φορές το μήνα κοινές δραστηριότητες, και μέχρι στιγμής αυτό έχει πάει εξαιρετικά, παρόλο που η σχέση του Μάριου με τον Ανδρέα είναι αρκετά περίεργη. Εδώ βοηθάει και η αγάπη που έχει η Αλεξάνδρα για τα παιδιά, όσα περισσότερα παιδιά έχει γύρω της, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην προσωπική της νιρβάνα, δεν είναι τυχαίο που μέχρι και η Χριστίνα τη φωνάζει «mommy» ενώ δεν έχει πει ποτέ τον Ανδρέα «daddy» ή κάτι αντίστοιχο.

    Η άλλη πρωτιά που είχαμε φέτος ήταν οι διακοπές της Μαριάννας με τους γονείς του Μάριου στη Ζάκυνθο, και παρά το αρχικό μου άγχος, και όπως έχει γίνει αυτοκόλλητη με τη Χριστίνα, είδαμε και πάθαμε να την ξεκολλήσουμε από τους τέταρτους παππούδες της για να πάει διακοπές με την οικογένεια του πατέρα της. Όσον αφορά τους γονείς μου… αντί για ένα ξανθό τερατάκι πλέον έχουν δύο ξανθά τερατάκια, οπότε ποιος τη χάρη τους.

    ~.~
    Βγάζω από την τσάντα το μπλοκ ζωγραφικής και το δίνω στη Χριστίνα που πάει τρέχοντας να βρει τα υπόλοιπα παιδιά στο δωμάτιο της Ελένης, της κόρης του Νίκου και της Σοφίας. Εγώ γυρίζω στη βεράντα όπου όλοι με περιμένουν για να τους διηγηθούμε την ιστορία της επανασύνδεσής μας με το Μάριο.

    - «Λοιπόν, είμαστε όλο αφτιά!» μας λέει η Σοφία.
    - «Από που ν’ αρχίσω… Λοιπόν, όπως ίσως ξέρετε ο μεσιέ εδώ πήρε υποτροφία από το MIT και αρχές του 1997 πήγε Αμερική…»
    - «Αυτά τα ξέρουμε» με κόβει ο Νίκος. «Για την επανασύνδεση πείτε μας!»
    - «Είναι σαν το ίδιο το σύμπαν να οδήγησε τον ένα προς τον άλλον» λέει ο Μάριος. «Δεν αστειεύομαι, αν δείτε την απίστευτη αλυσίδα των συμπτώσεων που μας οδήγησε να τρακάρουμε ο ένας στον άλλον μετά από έντεκα χρόνια, το ίδιο θα πείτε. Μπίλι, πες τα εσύ!»
    - «Από που να το πρωτοπιάσω... Όταν ο Μάριος επέστρεψε Ελλάδα πήγε και νοίκιασε σπίτι στο Νέο Ηράκλειο, παρόλο που ούτε κοντά στο Πολυτεχνείο είναι, ούτε είχε ποτέ του καμία σχέση με την περιοχή. Εγώ από τότε που γύρισα από την Ελβετία δουλεύω σε μια μεγάλη κατασκευαστική που πριν τέσσερα χρόνια μετακόμισε τα κεντρικά της από το Χαλάνδρι στο Νέο Ηράκλειο, και το σπίτι που νοίκιαζε ο Μάριος ήταν δύο-τρία τετράγωνα πιο μέσα. Ήταν η εβδομάδα που η Μαριάννα περνάει με τον πατέρας της, και όταν την έχει ο Ανδρέας αρκετές φορές κάθομαι μέχρι αργά στο γραφείο, εκείνη την ημέρα αντιθέτως έφυγα στις έξι ακριβώς. Μου ήρθε από το πουθενά διάθεση να φάω γαριδομακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας και φέτα και δεν είχα γαρίδες. Είχα περίοδο και για το λόγο αυτό αποφάσισα να πάω σε ένα μικρό συνοικιακό σούπερ μάρκετ κοντά στα κεντρικά και όχι στο μεγάλο Σκλαβενίτη που πάω συνήθως. Το μεσημέρι ένιωθα λίγο βαρύ το στομάχι μου και δεν τσίμπησα κάτι, με αποτέλεσμα όταν πήγα το απόγευμα να ψωνίσω να είμαι πεινασμένη, και έτσι να σηκώσω το μισό μαγαζί, τρώγοντας περισσότερο χρόνο απ' όσο αρχικά υπολόγιζα. Πάνω που τέλειωνα τα ψώνια, μου ήρθε, πάλι από το πουθενά, η ιδέα να κάνω τις γαρίδες με τηγανητό ρύζι, με αποτέλεσμα να φάω άλλο ένα δεκάλεπτο στο διάδρομο με τα ρύζια και τα όσπρια, προσπαθώντας να αποφασίσω πως θα κάνω τις γαρίδες. Του Μάριου του είχε τελειώσει το ρύζι και κατέβηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στο σούπερ μάρκετ και με πέτυχε πάνω που είχα τελικά αποφασίσει και ήμουν έτοιμη να φύγω.»
    - “Woah” έκανε ο Νίκος.
    - «Woah δε θα πει τίποτα, ήταν σαν το σύμπαν να αποφάσισε για κάποιο δικό του λόγο να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία» είπε με τη σειρά του ο Μάριος. «Με το που μπήκα στο διάδρομο είδα τη Μπίλι και κοκάλωσα, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που έβλεπαν τα ίδια μου τα μάτια. “Μπίλι;” τη ρώτησα διστακτικά και γύρισε και με κοίταξε και της έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, εκεί πείστηκα πως δεν έκαναν πουλάκια τα μάτια μου, μπροστά μου ήταν όντως η Μπίλι. “Μάριε;” με ρώτησε με τη σειρά της χωρίς καλά-καλά και η ίδια να πιστεύει στα μάτια της. Πιάσαμε για λίγο την κουβέντα και η καρδιά μου πρέπει να χτύπησε 200άρια, όχι ότι η κυρία πήγε πίσω. Μου πρότεινε να μου κάνει το τραπέζι για να κάνουμε catchup and the rest is history.»
    - «Α, δε θέλω τέτοια!» λέει η Σοφία! «Όλες τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες! Πώς ήταν; Πώς νιώσατε;»
    - «Κεραυνοβολημένοι» της απαντάω εγώ. «Είχαμε βγει στη βεράντα και πίναμε το κρασάκι μας και η συζήτηση έφτασε στο χωρισμό μας και εκεί συνειδητοποιήσαμε, ο καθένας για τον άλλον, αυτό που ξέραμε για τους ίδιους μας τους εαυτούς, η φωτιά έκαιγε ακόμα μέσα μας, ποτέ δεν είχε σβήσει. Με τα χίλια ζόρια κρατηθήκαμε και δεν ορμίσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και αντί αυτού αποφασίσαμε να το πάμε σιγά-σιγά και να δούμε πως θα πάει, άλλωστε ήμασταν και οι δύο σε κατάσταση συναισθηματικού σοκ, ευχάριστου μεν, σοκ δε, οπότε εκείνη τη στιγμή δεν ήμασταν για να πάρουμε σοβαρές αποφάσεις. Βγήκαμε το Σάββατο αλλά ένα ραντεβού ήταν τελικά αρκετό, θέλαμε ακόμα ο ένας τον άλλον, και άλλωστε, παρά τα έντεκα χρόνια που είχαν περάσει, δεν είμασταν δυο άγνωστοι, μεγαλώσαμε μαζί, τον ξέρω και με ξέρει από τότε που ήμουν πέντε χρονών και ο Μάριος έξι. Η Κατερίνα, κοινή παιδική μας φίλη, οι τρεις μας ήμασταν αχώριστοι από τότε που πηγαίναμε γυμνάσιο και με την οποία είμαστε κολλητές μέχρι και σήμερα που μιλάμε, ήταν για κάμποσο καιρό η μόνη που γνώριζε πως εγώ και ο Μάριος επανασυνδεθήκαμε.»
    - «Το τρίο Stooges, έτσι τους φωνάζαμε» λέει νοσταλγικά ο Νίκος.
    - «Χαχαχα, πόσα χρόνια είχα να το ακούσω» λέει ο Μάριος γελώντας.
    - «Στην Κατερίνα κάναμε το ίδιο που πρότεινες να κάνουμε στον Ανδρέα, την κάλεσα σπίτι για να πιούμε ένα κρασί και είχα κρύψει τον Μάριο μέσα. Όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της σα φάντη μπαστούνι της έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα, και όταν συνειδητοποίησε ότι πλέον είμαστε ξανά μαζί, άρχισε να κλαίει σαν κοριτσάκι.»
    - «Ενώ εμείς να πούμε, τέρατα ψυχραιμίας…» λέει ο Μάριος ειρωνικά.
    - «Καλά ναι, δεν το συζητάω, από τρίο Stooges για κανένα δεκάλεπτο γίναμε και οι τρεις Μάρθα Βούρτση στα καλύτερά της!» συμπληρώνω εγώ.
    - «Αλήθεια, τι κάνει η Κατερίνα;» ρωτάει ο Νίκος.
    - «Μια χαρά είναι, έχει και αυτή δυο κοριτσάκια, την Ήρα που φέτος κλείνει τα δέκα και τη Βιολέτα, που είναι ένα χρόνο μικρότερη. Και πλέον δεν είμαστε απλά κολλητές, έχουμε γίνει και κουμπάρες, εγώ είμαι η νονά της Βιολέτας και η Κατερίνα είναι η νονά της Μαριάννας. Τέλος πάντων, για να συνεχίσω από εκεί που είχαμε μείνει, για λίγους μήνες το ήξερε μόνο η Κατερίνα, στη συνέχεια το είπαμε πρώτα στους γονείς μας και μετά… μετά ήταν τα ζόρια γιατί έπρεπε να το πω και στον Ανδρέα.»
    - «Γιατί ζόρια;» ρωτάει παραξενεμένη η Σοφία.
    - «Γιατί… γιατί στον Ανδρέα του είχα κρύψει το παρελθόν μου με το Μάριο, όσο τον αφορούσε ο τελευταίος δεν ήταν παρά ο παιδικός μου φίλος που το 1997 έφυγε για πάντα στην Αμερική.»
    - «Γιατί το έκανες αυτό ρε Μπίλι;» ρώτησε ο Νίκος.
    - «Θυμάσαι που πριν τα φτιάξουμε με το Μάριο δε μπορούσε να στεριώσει σε σχέση γιατί αυτή που ήθελε πάνω απ’ όλες ήμουν εγώ; Ε, το ίδιο έπαθα κι εγώ μετά το Μάριο, δε μπορούσα να στεριώσω σε καμία σχέση γιατί… γιατί κανείς δεν ήταν σαν τον Μάριο μου. Ο πρώτος που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει έστω και λίγο ήταν ο Ανδρέας και φοβήθηκα πως αν του μιλούσα για το Μάριο θα καταλάβαινε πόσο αδύναμα ήταν σε σύγκριση τα συναισθήματά μου προς τον ίδιο. Μαλακία μου, το ξέρω, κάπου με είχε πιάσει πανικός και απελπισία.»
    - «Κάτι μου θυμίζει» λέει ο Νίκος.
    - «Ναι, τον Δημήτρη…» του λέω αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν απλά ότι του είχα αποκρύψει το παρελθόν μου, η Μαριάννα έχει βαφτιστεί ως Άννα-Μαρία, και το Μαρία δεν το πήρε από την άλλη της γιαγιά, αν με αντιλαμβάνεστε.»
    - «Και η Χριστίνα δύο ονόματα έχει, την βαφτίσαμε ως Χριστίνα-Βασιλική» λέει με τη σειρά του ο Μάριος.
    - «Άλλος γύρος κλάματος όταν το είχα μάθει, τέλος πάντων, με την ψυχή στα δόντια είπα την αλήθεια στον Ανδρέα και παρόλο που για χάρη της Μαριάννας δεν είπε τίποτα, ξέρω ότι πληγώθηκε και ήμουν εγώ που τον πλήγωσα για ακόμα μια φορά…» είπα αναστενάζοντας.
    - «Αχ βρε Μπίλι» λέει η Σοφία.
    - «Κάπου στα τέλη του Οκτώβρη το είπαμε και στα δυο κορίτσια και η αλήθεια είναι ότι το πήραν ακόμα καλύτερα απ’ όσο είχαμε τολμήσει να ελπίσουμε, και οι δύο ενθουσιάστηκαν στην ιδέα ότι θα αποκτήσουν αδερφούλα και κόλλησαν μεταξύ τους από την πρώτη στιγμή. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα η Χριστίνα με είπε για πρώτη φορά «μαμά» και παρέσυρε -με την καλή έννοια- και την Μαριάννα που άρχισε λίγο μετά να λέει τον Μάριο «μπαμπά.»
    - «Φαντάζομαι ότι λερώσατε τα βρακιά σας, ε;» ρωτάει ο Νίκος.
    - «Αν τα λερώσαμε, λέει; Εκεί να δεις κλάμα!» του απαντάω. «Τέλος πάντων, δεν είναι και όλα εύκολα, μια εβδομάδα το μήνα η Μαριάννα είναι με το μπαμπά της, και όπως σας είπα με τη Χριστίνα έχουν γίνει από την πρώτη μέρα αυτοκόλλητες, οπότε στις αρχές ένα δράμα το είχαμε. Ευτυχώς η Αλεξάνδρα, η δεύτερη σύζυγος του Ανδρέα, λατρεύει τα παιδιά και έτσι ακόμα και την εβδομάδα που έχουν τη Μαριάννα, οι αδερφές Μπρόγιερ βρίσκονται μεταξύ τους, και άλλωστε από το Σεπτέμβρη που ανοίγουν τα σχολεία θα είναι όλα τα πρωινά μαζί.»
    - «Μπράβο ρε παιδιά, πολύ χαίρομαι για εσάς» μας λέει ο Νίκος.

    ~.~

    Καθίσαμε εκεί μέχρι νωρίς το απόγευμα και μετά, όπως μας πρότειναν, πήγαμε για μπάνιο στο Κοκκίνη Χάνι και οι μικρές ξελύσσαξαν, κάτσαμε μέχρι που έπεσε ο ήλιος. Το επόμενο πρωί, όπως είχαμε συμφωνήσει, περάσαμε και αφήσαμε τις μικρές στην Σοφία και πήγαμε οι τρεις μας στο ΙΤΕ. Φτάσαμε έξω από το γραφείο του Ανδρέα και ο Νίκος μας έκανε νόημα να κάνουμε σιωπή. Χτυπάει την πόρτα και ο Ανδρέας του λέει από μέσα να περάσει.

    - «Βρε καλώς τον!» ακούμε τη φωνή του Ανδρέα να λέει από μέσα όταν πέρασε στο γραφείο του ο Νίκος. «Αν ψάχνεις τη Φοίβη σήμερα είναι στο γραφείο της, στην Κνωσσό.»
    - «Βασικά για σένα ήρθα, σου έχω μια έκπληξη!»
    - «Τι έκπληξη;» τον ρωτάει ο Ανδρέας γεμάτος περιέργεια.
    - «Δε φαντάζεσαι ποιοι έχουν έρθει οικογενειακώς εδώ για διακοπές…»
    - «Για να το λες έτσι, φαντάζομαι πως τους ξέρω!»
    - «Εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, από το σχολείο για την ακρίβεια, απλά δεν τους ήξερες σα ζευγάρι, τα φτιάξανε μετά το λύκειο!»
    - «Από το σχολείο;» ρωτάει με έξαψη που δεν κρύβεται. «Εντάξει, θα με πεθάνεις τώρα!»
    - «Παιδιά, για ελάτε μέσα!» μας κάνει και μπαίνουμε στο γραφείο.
    - «Α, στο διάολο!» λέει ο Ανδρέας. «Μπίλι;»
    - «Μας γνώρισες βρε θηρίο;»
    - «Ελπίζω να μην το πάρει στραβά ο άντρας σου, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομά του, αλλά ξεχνιέσαι εσύ ρε Μπίλι;»
    - «Χαχαχα, το ίδιο τους είπα κι εγώ χθες!» λέει ο Νίκος.
    - «Και ο Μαλεβίτης!!!» φωνάζει ενθουσιασμένος ο Ανδρέας παθαίνοντας ξαφνική έκλαμψη. «Ο Μάριος ο Μαλεβίτης!!!»
    - «Πάνω που θα σε καλούσα σε μονομαχία, στο τσακ το έσωσες!» του λέει χαμογελώντας ο Μάριος και ο Ανδρέας σηκώνεται από το γραφείο του και έρχεται και μας αγκαλιάζει και τους δύο με ενθουσιασμό.
    - «Φαντάζομαι ότι ο Νίκος σας τα είπε για μένα και τη Φοίβη, στο γυμνάσιο πήγαινε και εκείνη στο ΙΑ, τη θυμάστε;» ρωτάει αφού κάτσαμε και οι τρεις.
    - «Αμ μπορώ να την ξεχάσω;» τον πειράζω. «Μανιάτικο το έχω που για ένα δωδέκατο μου έφαγε την πρωτιά της καλύτερης μαθήτριας στο γυμνάσιο.»
    - «Να δεις που δεν θα τη γλιτώσουμε τη μονομαχία τελικά!» λέει ο Ανδρέας κάνοντάς μας να γελάσουμε όλοι. «Πόσο θα κάτσετε;»
    - «Τρεις εβδομάδες» του απαντάει ο Μάριος.
    - «Τότε οπωσδήποτε να περάσετε από το σπίτι να σας δούμε, θα χαρεί πολύ και η Φοίβη.»
    - «Θα μας θυμάται;» τον ρωτάω.
    - «Εσένα αρκετά πιθανό, τον Μάριο σίγουρα, μπορεί να είχε κρασάρει μαζί μου στο γυμνάσιο αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν της είχε περάσει καθόλου απαρατήρητος, μου τα ομολόγησε όλα η Μεσσαλίνα! Καλά, όχι ότι εγώ είμαι καλύτερος…»
    - «Εσύ με την μαλάκω την Ποταμιάνου δεν ήσουν ερωτευμένος;» τον ρωτάω γεμάτη απορία.
    - «Ναι βρε, δεν λέω κάτι άλλο, εννοώ ότι παρόλο που ήμουν ερωτευμένος με τη Σοφία δε μου είχες περάσει απαρατήρητη, πώς άλλωστε, ήσουν μακράν της δεύτερης το πιο όμορφο κορίτσι στο σχολείο! Και να σου εξομολογηθώ κάτι; Πριν την Σοφία, για κάνα χρόνο, την είχα δαγκωμένη πολύ γερά τη λαμαρίνα με την πάρτη σου.»
    - «Ποιος ήρθε;» τον ρωτάω έκπληκτη.
    - «Guilty as charged… απλά εσύ ήσουν απλησίαστη!»
    - «Ε, όχι και απλησίαστη, αν εξαιρέσεις την Κατερίνα και την Κλαίρη μόνο με αγόρια έκανα παρέα!»
    - «Υπό την έννοια ότι ήταν ολοφάνερο, για μένα τουλάχιστον, πως εσύ δεν είχες μάτια για κανέναν άλλον πέρα από το Μάριο!»
    - «Μόνο εγώ δεν το έβλεπα…» λέει ο Μάριος αναστενάζοντας.
    - «Σάμπως μέχρι το πάρτι της Κλαίρης το έβλεπα εγώ;» λέω αναστενάζοντας με τη σειρά μου.

    Τελικά δεν τον αφήσαμε να κάνει δουλειά, είχε ενθουσιαστεί με την απρόσμενη έκπληξη και καθίσαμε στο γραφείο του λέγοντας ιστορίες από τα μαθητικά μας χρόνια. Πήρε στο τηλέφωνο και τη Φοίβη, η οποία μας θυμόταν και τους δύο, και έτσι για αύριο κανονίστηκε και δεύτερο reunion, στο σπίτι τους κάπου προς την Κνωσσό.

    Όταν φύγαμε, και όπως είχαμε κανονίσει από χθες, πήγαμε στην Αμμουδάρα και βρήκαμε την Σοφία με τα παιδιά, και αφού κάναμε το μπάνιο μας πήγαμε στο εστιατόριο που μας είχε πει η Σοφία και φάγαμε του σκασμού. Μιας και με τη Φοίβη και τον Ανδρέα είχαμε κανονίσει να τους βρούμε αύριο το μεσημέρι, το πρωί της επόμενης πήραμε τα κορίτσια και πήγαμε να δούμε το Cretaquarium και οι μικρές ξετρελάθηκαν.

    ~.~

    Είναι μεσημέρι όταν φτάνουμε στο σπίτι των παιδιών, το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα πολύ μεγάλο κτήμα, ο Ανδρέας μας περιμένει απ’ έξω καθώς όπως είχαμε συμφωνήσει, τον πήραμε στο κινητό με το που πλησιάσαμε. Μας κάνει νόημα να βάλουμε το αυτοκίνητο μέσα και κλείνει την γκαραζόπορτα. Κατεβαίνουμε όλη η τετράς από το αυτοκίνητο και πάμε στο σπίτι όπου στην είσοδο μας περιμένει η Φοίβη -δεν την αναγνώρισα αλλά ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;- μαζί με τα δυο τους κουκλιά.

    Εντάξει, η Φοίβη είναι τσίρκο, τελείως όμως, κάποια στιγμή νομίζω ότι μας έπιασε η κοιλιά μας από τα γέλια. Την συμπάθησα σχεδόν αμέσως, δεν την ήξερα σα χαρακτήρα, στο γυμνάσιο δεν είχαμε επαφές, πηγαίναμε άλλωστε σε διαφορετικές τάξεις και η ίδια τότε ήταν τελείως κλεισμένη στον εαυτό της. Μας είπαν για τον πρώτο τους χορό στο πάρτι της αδερφής του Ανδρέα και δεν είναι να απορείς πως μέσα σε ένα βράδι τον έκανε να ξεχάσει τη μαλάκω τη Σοφία.

    - «Στο κράταγα μανιάτικο, ξέρεις, που μου είχες φάει την πρωτιά για ένα δωδέκατο!» της λέω κάποια στιγμή.
    - «Ναι, μου τα μετέφερε χθες το καμάρι μου. Εγώ τι να πω που δεν ήξερα καν ότι ο κύριος πριν τη Σοφία, την είχε δαγκώσει μαζί σου;»
    - «Ήταν μια στιγμή αδυναμίας!» λέει ο Ανδρέας.
    - «Που κράτησε ένα χρόνο!» τον πειράζει η Φοίβη.
    - «Τι να πω, ήταν μεγάλη στιγμή!» λέει ατάραχος ο Ανδρέας κάνοντάς μας να βάλουμε όλοι τα γέλια, αμ δεν είναι μόνο η Φοίβη τσίρκο, αλλά θα μου πεις αν δεν ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε!
    - «Για πείτε ρε παιδιά, εσείς τι κάνετε; Πού είστε τώρα;» ρωτάει η Φοίβη.
    - «Σαν εσάς, έτσι κι εγώ, είμαι κι εγώ καθηγητής στη σχολή που σπούδασα, στο ΕΜΠ.»
    - «Εγώ δεν το έχω με τη διδασκαλία οπότε με το που τέλειωσα το διδακτορικό και επέστρεψα Ελλάδα, έπιασα δουλειά σε μια κατασκευαστική.»

    Εκείνη τη στιγμή έρχεται η μικρή της, η Χριστιάνα, και με τραβάει από το μανίκι.

    - «Κυρία Μπίλι, παίζετε σκάκι;»
    - «Όχι αγάπη μου, εγώ δεν παίζω σκάκι, παίζει όμως ο κύριος Μάριος!» της απαντάω δίνοντάς τον στεγνά.
    - «Βρε διαόλι άσε τα παιδιά ήσυχα!» τη μαλώνει τρυφερά η Φοίβη.
    - «Κύριε Μάριε, θέλετε να παίξουμε μια παρτίδα;» ρωτάει η Χριστιάνα τον Μάριο γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη Φοίβη.
    - «Αμέ!» της λέει ο Μάριος και η μικρή χειροκροτεί τσιρίζοντας ενθουσιασμένη και φεύγει σφαίρα να φέρει μια σκακιέρα.
    - «Μάριε, μη της χαριστείς, θα το καταλάβει αν παίζεις για να χάσεις και θα νευριάσει, παίξε όσο καλύτερα μπορείς και μην την βλέπεις έτσι πιτσιρίκα, κατά πάσα πιθανότητα θα σε λιανίσει» τον προειδοποιεί ο Ανδρέας.
    - “That I have to see” τους λέω.

    Καλά, όχι ότι ο Μάριος είναι κανένας grand master να πούμε, αλλά η Χριστιάνα είναι απίθανη, έγινε ακριβώς αυτό που τον προειδοποίησε ο Ανδρέας, τον λιάνισε και στις τρεις παρτίδες που παίξανε! Ο Μάριος τη σηκώνει στην αγκαλιά του και αρχίζει να την κάνει αεροπλανάκι και η Χριστιάνα τσιρίζει από τον ενθουσιασμό της. Τα υπόλοιπα μικρά την ακούνε και έρχονται και αυτά, και κάπως έτσι ο Μάριος κατεβαίνει από τη βεράντα στον κήπο με τα παιδιά και το κάνει παιδικό σταθμό. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, είναι υπέροχος με τα παιδιά.

    - “Earth to Billy” λέει η Φοίβη βλέποντάς με να τους χαζεύω.
    - «Ρε σεις η Χριστιάνα είναι απίθανη!» τους λέω πραγματικά εντυπωσιασμένη.
    - «Το πήρε από τη μαμά της» λέει ο Ανδρέας και η Φοίβη χειροκροτεί ενθουσιασμένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια, να από που πήρε η κόρη της τη μανιέρα!
    - «Κοίτα πως κάνει!» λέει ο Ανδρέας εννοώντας το Μάριο που το έχει κάνει ροντέο με τα μικρά, τρέχει πάνω-κάτω κυνηγώντας τα μικρά που τσιρίζουν ενθουσιασμένα και όποιο πιάσει το σηκώνει και το κάνει αεροπλανάκι.
    - «Είναι υπέροχος ο άτιμος με τα παιδιά, ώρες-ώρες μου θυμίζει αρσενική εκδοχή της Αλεξάνδρας, της νυν συζύγου του πρώην άντρα μου, κι αυτή έτσι κάνει, δώσ’ της παιδιά και πάρ’ της την ψυχή! Να φανταστείτε μέχρι και η Χριστίνα τη φωνάζει “mommy” ενώ τον Ανδρέα απλά “κύριε Ανδρέα”.»
    - «Αλήθεια, πως τα καταφέρατε και έχετε τόσο καλές σχέσεις;» ρωτάει ο Ανδρέας.
    - «Γιατί ο συνονόματός σου είναι υπέροχος άνθρωπος και δεν βάζει τίποτα πάνω από το καλό των παιδιών. Η Μαριάννα έγινε από την πρώτη στιγμή αυτοκόλλητη με τη Χριστίνα και ο Ανδρέας συνειδητοποίησε ότι θα ήταν πολύ πιο απλό για τον Πάρη να νιώθει ότι έχει δύο αδερφούλες και όχι μία. Και φυσικά είναι και η Αλεξάνδρα η οποία όπως σας είπα λατρεύει τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι είχε εξαιρετικά δύσκολη γέννα, κοντέψαμε να τη χάσουμε όταν γέννησε τον Πάρη, οπότε όπως καταλαβαίνετε δεν πρόκειται να πάνε για δεύτερο, και κάπως έτσι ήρθαν όλα μαζί και κόλλησαν.»
    - «Μπράβο ρε παιδιά, πραγματικά σας θαυμάζω» λέει η Φοίβη.
    - «Σ’ ευχαριστούμε» της απαντάω κοκκινίζοντας ελαφρά από την περηφάνια μου. «Για πείτε μου για εσάς, θα τα πω εγώ στο Μάριο, δεν πρόκειται να ξεκολλήσει από τα μικρά μέχρι να πέσουν ξεροί, είτε αυτά, είτε εκείνος, το πιθανότερο εκείνος!» τους λέω λάμποντας από την αγάπη και τη στοργή που νιώθω γι’ αυτόν τον άνθρωπο.
    - «Κι εμείς όπως κι εσείς ανακαλύψαμε ότι ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον με μια χρονοκαθυστέρηση» λέει η Φοίβη και συνεχίζει. «Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα όσο ζω, ήταν Τετάρτη πρωί, τη δεύτερη εβδομάδα μετά την έναρξη των μαθημάτων, κι έχω πάει στο κυλικείο για να πάρω καφέ. Ο Ανδρέας κάθεται σε ένα τραπεζάκι και πίνει καφέ και τον βλέπω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Φαντάζομαι σας το είπε, ήταν η καψούρα των εφηβικών μου χρόνων, και δεν είχα ιδέα πως από τη βραδιά του πάρτι και μετά είχε τσιμπηθεί κι εκείνος μαζί μου. «Ανδρέα» του κάνω; Και ξέρετε τι έκανε πρώτο πράγμα ο κύριος; Με διαολόστειλε!»
    - «Βρε ψεύτρα, το άει στο διάολο δεν ήταν για σένα!» λέει ο Ανδρέας υπερασπιζόμενος τον εαυτό του.
    - «Κι εμάς μας διαολόστειλε χθες το πρωί!» της λέω χαχανίζοντας.
    - «Ρε άει στο διάολο!» λέει, και αυτή τη φορά το εννοεί, κάνοντάς μας και τις δύο να βάλουμε τα γέλια, με τη Φοίβη να τα συνοδεύει και πάλι με χειροκρότημα, είναι απίθανη η ρουφιάνα!
    - «Λοιπόν, αφού με διαολόστειλε καλά-καλά…»
    - «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» της κάνει ο Ανδρέας κάνοντάς με να κοντέψω να κατουρηθώ.
    - «… καθίσαμε και τα είπαμε και μου προτείνει το βράδυ να βγούμε μαζί και η αλήθεια είναι ότι ένα ντιριντάχτα το έπαθα. «Σαν ραντεβού;» τον ρωτάω. «Όχι, Σαν Φρανσίσκο» μου απαντάει το όργιο» λέει η Φοίβη και βάζω πάλι τα γέλια. «Ε, τρεις μέρες μας πήρε να καταλάβουμε ότι τα είχαμε και δεν το ξέραμε, και το δούλεμα που φάγαμε από τους φίλους μας πήγε σύννεφο.»
    - «Κάλιο αργά παρά ποτέ, αυτό ήταν ανέκαθεν το μότο της σχέσης μου με το Μάριο. Εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί μου από τα δώδεκα του, εγώ από τα δεκατέσσερά μου και τελικά τα φτιάξαμε αφού τελείωσα κι εγώ το λύκειο! Δεν ξέρω, το σύμπαν μας ήθελε μαζί, δε μπορούσε να μας έχει χώρια, και μας έφερε τον ένα πάνω στον άλλον μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια» τους λέω και τους εξηγώ την απίστευτη αλυσίδα συμπτώσεων που έκανε τους δρόμους μας να συναντηθούν και πάλι.

    ~.~

    Τι να πεις, μερικά πράγματα είναι πραγματικά γραφτό να συμβούν, και μέχρι να γίνει αυτό, το σύμπαν δεν κάθεται σε ησυχία. All good things must come to an end λένε, αλλά μερικές φορές ισχύει ακριβώς το αντίθετο, sometimes all good things are around the corner waiting to happen and all you have to do is be patient. After all, the world is a magical place…
     
    Last edited: 4 Μαρτίου 2024
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ναι, δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα από κάποιες από τις ηρωίδες μου. Κάθε φορά πιστεύω "εντάξει, ως εδώ" και κάθε φορά έχει και συνέχεια.

    Την πλήρη ιστορία μπορείτε να τη βρείτε στο https://void-surfer.blogspot.com/2024/01/tomboy.html, στο οποίο έχω ανεβάσει και όλες τις υπόλοιπες (και μου έβγαλαν και την ψυχή να τις φτιάξω, καθώς κάμποσες, με πρώτη και καλύτερη το Daybreak, είναι πολύ-πολύ μεγάλες.

    Τα νέα κεφάλαια έχουν προστεθεί για να δώσουν στην ιστορία πιο λεπτομερείς και ομαλές μεταβάσεις, με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα.
    • 1991, μεταξύ του "Αν δεν έχεις περάσει πρώτη θα φάω τις κοτσίδες μου" και του "Κάτω από την Αυγουστιάτικη Πανσέληνο." Αν και το τελευταίο έχει και αυτό κάποιες αλλαγές, δεν είναι τόσο τρομερές ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως rewrite, οπότε μπορείτε να μείνετε σε αυτό που έχω γράψει ήδη ή, αν θέλετε, μπορείτε να το βρείτε στο blog όπου είναι όλη η ιστορία.
      • Το μεγάλο μυστικό μου,
    • 1992, Μεταξύ του "You better come Home Speedy Gonzalez" και του "Σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι"
      • Αποκάλυψη τώρα
      • Μιγαδικός αριθμός εραστών
      • Be all my sins remember'd
    • 1995, μετά το "Τα πρόστυχα τα sexy τα εσώρουχά σου"
      • Αν μου βάλεις λαδορίγανη με σερβίρεις όπως είμαι
    • 1996 (καινούργιο)
      • Άμστρενταμ-Παρίσι, πράσινο μεθύσι
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    1991
    Το μεγάλο μυστικό μου


    Μετά από πρόταση του Βαγγέλη, αποφασίζουμε να πάμε σε καραόκε. Γαμώτο, κρίμα που λείπει η Κατερίνα, θα ρίξουμε το γέλιο της αρκούδας.

    - «Και πού θα βρούμε καραόκε;» ρωτάει ο Μάριος.
    - «Ξέρω ένα στον Άγιο Στέφανο» απαντάει ο Βαγγέλης.
    - «Και πώς θα πάμε εκεί;» ρωτάω εγώ απορημένη.
    - «Με αυτοκίνητο, τι ερώτηση είναι αυτή ρε Μπίλι; Πέντε ήμαστε, χωράμε!» απαντάει ο Μάριος. «Θα πάμε με των δικών μου, δεν έχουν να πάνε πουθενά.»
    - «Ο Θεός να μας λυπηθεί!» λέω κάνοντας χαβαλέ.
    - «Αν τραγουδήσουμε εμείς, σίγουρα!» απαντάει η Κλαίρη γελώντας. «Για σένα, και αν κρίνω από το θεατρικό, μάλλον θα έχει standing ovation!»
    - «Μη μου το θυμίζετε…»
    - «Γιατί ρε μαλάκα, το είχες πει πολύ καλά» απαντάει ο Μάριος.
    - «Ο ψυχούλα μου το ξέρει!»
    - «Δες το θετικά, σήμερα ό,τι και αν αποφασίσουμε να τραγουδήσουμε δε θα έχουμε από κάτω ολόκληρο το σχολείο. Όσο κόσμο και αν έχει, πού τους είδαμε πού τους ξέρουμε.»

    Χωρίς άλλα, γυρνάμε όλοι μαζί από τον Άγιο Αντώνη που είχαμε δώσει αρχικά ραντεβού στη γειτονιά μας για να πάρουμε το αυτοκίνητο. Ο Μάριος ανεβαίνει στο σπίτι του και μερικά λεπτά αργότερα κατεβαίνει με τα κλειδιά. Ο Βαγγέλης είναι πιο ψηλός αλλά μιας και είναι μαζί και η Κλαίρη κάθεται πίσω μαζί μας ενώ μπροστά περνάει ο Νίκος.

    - «Βαγγέλη, ξέρεις που είναι το μπαρ ή θα πάμε ψάχνοντας;»
    - «Ξέρω ότι είναι κοντά στο σταθμό. Ρωτάμε εκεί και μας λένε, δεν μπορεί, κάποιος θα το ξέρει.»

    Ξεκινάμε και ούτε μισή ώρα αργότερα βρισκόμαστε σε μια πλατεία λίγο πάνω από το σταθμό του Αγίου Στεφάνου. Ο Νίκος κατεβαίνει και πηγαίνει σε ένα περίπτερο που έχει εκεί να ρωτήσει που είναι το καραόκε.

    - «Μάριε, πάρκαρε όπου βρεις εδώ» του λέει. «Είναι πολύ κοντά.»

    Πράγματι, αφού παρκάρει στην πλατεία κατεβαίνουμε και πέντε λεπτά αργότερα μπαίνουμε στο μπαρ. Η αισθητική του είναι πολύ seventies, για την ακρίβεια θυμίζει ντισκοτέκ. Παρά το γεγονός ότι είναι σχεδόν τέλη Ιούλη και βρίσκεται και στου διαόλου το κέρατο, έχει αρκετό κόσμο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε τα ποτά μας.

    Έχει όντως πολλή πλάκα, το τι γέλιο ρίχνουμε με αυτούς που τραγουδάνε δε λέγεται, κάποιοι είναι παντελώς ατάλαντοι, αλλά εντάξει, δεν είναι και το «Να η ευκαιρία», για να διασκεδάσει έχει έρθει ο κόσμος. Δεν ξέρω τι είδους κόσμο μαζεύει το μπαρ, αλλά μέχρι στιγμής όλα τα τραγούδια που έχουμε ακούσει, ελληνικά και ξένα, είναι πραγματικές δολοφονίες.

    - «Λοιπόν, κοτάρες, πάω εγώ πρώτος!» λέει ο Νίκος που είναι ο πιο χαβαλές της παρέας καμιά ώρα μετά.
    - «Τι θα μας πεις;» τον ρωτάει ο Μάριος.
    - «Θα το ακούσετε!»
    - «Αυτό φοβάμαι!» απαντάω εγώ και βάζουμε τα γέλια.

    Κάθομαι δίπλα στο Μάριο και καθώς είμαι στο τρίτο white Russian—και όπως είμαι και αμάθητη—έχω αρχίσει να γίνομαι κουδούνι και οι αναστολές μου έχουν αρχίσει να πηγαίνουν περίπατο. Τον αγγίζω, τον σπρώχνω, γέρνω κοντά του και ναι μεν αποκρίνεται, αλλά όχι με τον τρόπο που επιθυμώ πραγματικά.

    Π’ ανάθεμά τον.

    Ο Νίκος έχει επιλέξει να τραγουδήσει το Blaze of Glory, αν και όπως το τραγούδησε το Blaze of shame θα ταίριαζε περισσότερο. Σειρά λίγη ώρα αργότερα παίρνουν μαζί Βαγγέλης και Κλαίρη που προσπαθούν να πουν το “Something’s Gotten Hold Of My Heart” και ενώ η Κλαίρη είναι αξιοπρεπής, ο Βαγγέλης είναι χειρότερος ακόμα και από τον Νίκο, πράγμα αξιοσημείωτο.

    - «Εσύ θα πεις κάτι;» με ρωτάει ο Μάριος.
    - «Αν έχει αυτό που θέλω, ναι, αλλιώς θα μείνετε με την όρεξη!»
    - «Τι θα πεις;»
    - «Θα δείτε,» τους απαντάω και πάω να ζητήσω το τραγούδι στο DJ. Αν δεν είχα πιει τόσο δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να το πω, αφενός ως τραγούδι είναι εξαιρετικά δύσκολο, και αφετέρου αν δεν το έπιανε και τώρα το υπονοούμενο, καλά κρασιά. Πλησιάζω τον DJ, που με κοιτάει από την κορυφή ως τα νύχια με τρόπο που αν δεν ήμουν στην κατάσταση που είμαι, θα μου έκανε το μάτι να γυρίσει ανάποδα. «Έχετε το μεγάλο μυστικό μου;» τον ρωτάω και γουρλώνει τα μάτια του.
    - «Της Δενάρδου;»
    - «Ναι!»
    - «Ναι… ναι το έχω. Θα πρέπει να περιμένεις ωστόσο να γυρίσουμε στα ελληνικά, έχει κάμποσα ξένα ακόμα. Well… this should be interesting» μου απαντάει και επιστρέφω στο τραπέζι μας.
    - «Το έχει αυτό που θέλεις;» με ρωτάει ο Μάριος.
    - «Ναι, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε να γυρίσει στα ελληνικά!»
    - «Τότε να πάω να ζητήσω κι εγώ που θέλω, ξένο είναι!» μου λέει και πηγαίνει στο DJ. Επιστρέφει μετά από λίγο. «Είμαι ο επόμενος, wish me luck!»
    - “Break a leg!” του απαντάω.
    - «Μισό, περίμενε να βρούμε πιρούνια!» του λέει ο Νίκος.
    - «Τι να τα κάνετε;» ρωτάει ο Μάριος.
    - «Να τα καρφώσουμε στ’ αφτιά μας!» απαντάει ο άλλος και βάζουμε όλοι τα γέλια.
    - «Ρε σάλτα fuck!» του λέει και ο Μάριος γελώντας και πηγαίνει στο stand. Λίγη ώρα αργότερα ξεκινάει η εισαγωγή. Χειροκροτώ ενθουσιασμένη, το τραγούδι που έχει επιλέξει είναι από τα αγαπημένα μου και το ξέρει. Είναι το “Everything is coming up roses” του Black.

    You don't believe me
    I can tell it by your eyes
    There's a kind of magic to be had from your lies
    I used to say that today is like tomorrow
    Don't sell it short for truth
    I should have known
    I should have known
    Should have known how
    I should have known
    I should have known by now
    But now
    Everything is coming up roses
    Everything is coming up roses


    Το λέει όμορφα πάντως και τον ακούω σα μαγεμένη. Είναι καλός, είναι πολύ καλός, είμαι κι εγώ ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια, μέχρι και η Κλαίρη μου λέει κάποια στιγμή «Κλείσε το στόμα σου, θα χάψεις καμιά μύγα.»

    Είναι και ο πρώτος στη βραδιά, τουλάχιστον όσο είμαστε εμείς εκεί, που κερδίζει κάτι περισσότερο από ένα ζεστό χειροκρότημα. Κάθεται δίπλα μου χαμογελαστός και αναψοκοκκινισμένος.

    - «Πώς σας φάνηκα;» μας ρωτάει.
    - «Άξιος! Άξιος!» απαντάει ο Νίκος, με τους υπόλοιπους τρεις να συμφωνούμε με ενθουσιασμό.
    - «Άντε, μόνο εσύ έμεινες» λέει ο Μάριος.
    - «Θα έρθει και η σειρά μου» του απαντάω εγώ και μιας και έχει τελειώσει το ποτό μου παραγγέλνω και τέταρτο, και εδώ που τα λέμε, το χρειάζομαι για να πάρω και θάρρος.
    - «Σιγά, θα γίνεις ντέφι!» μου λέει ο Μάριος.
    - «Το ‘χω» τον διαβεβαιώνω.

    Λίγη ώρα αργότερα αλλάζει το πρόγραμμα και ξεκινάνε τα ελληνικά. Το τραγούδι που έχω επιλέξει είναι μπαλάντα οπότε με τα λαϊκά που παίζει τώρα δεν κολλάει ιδιαίτερα, οπότε κάνω υπομονή. Δυο-τρεις δολοφονίες αργότερα, ο DJ μου κάνει νόημα. Πίνω μια γερή γουλιά από το ποτό μου και σηκώνομαι.

    - “Break a leg!” μου ανταποδίδει το πείραγμα ο Μάριος.

    Αν δεν το πιάσει και τώρα το υπονοούμενο το πιο πιθανό πράγμα να σπάσει είναι το κεφάλι του και όχι το πόδι μου.

    Σηκώνομαι και πηγαίνω στο stand. Οι πρώτες νότες πέφτουν και από κάτω ακούγεται ένα “Woa!”—κάποιοι μάλλον το ξέρουν το τραγούδι. Στην αρχή σκόπευα να τον κοιτάζω όσο τραγουδούσα αλλά πάνω στο stand χάνω το θάρρος μου. Ξεκινάω κοιτάζοντας στο πουθενά.

    Το μεγάλο μυστικό μου
    φύλαξέ το λίγο ακόμα
    λυπημένη μου καρδιά.
    Φύλαξέ το άλλη μια μέρα,
    κράτα το άλλη μια βραδιά.
    Φύλαξέ το μην το μάθει,
    κράτησέ το μην το πεις.
    Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
    τι που εγώ τον αγαπώ.


    Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νιώθω πως θα σπάσει. Δεν απλώς ερμηνεύω το τραγούδι—το ζω, το αφήνω να ξεχειλίσει από μέσα μου. Και οι θαμώνες το καταλαβαίνουν. Πέρα από τη μουσική και τη φωνή μου, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος.

    Το μεγάλο μυστικό μου,
    τον κρυφό, πικρό μου πόνο,
    την κρυφή μου τη φωτιά.
    Τρέμω μήπως το προδώσουν
    μια μου λέξη ή μια ματιά.
    Να τα πω εγώ δεν ξέρω,
    ούτε λόγο, ούτε σκοπό.
    Μια κι αυτός δε μ' αγαπάει
    τι που εγώ τον αγαπώ.


    Το τραγούδι τελειώνει αλλά αυτό που συνέβη δεν το περίμενα. Αν ο Μάριος είχε κερδίσει ζεστό χειροκρότημα, μ’ εμένα τα πράγματα κυλάνε αρκετά διαφορετικά. Σηκώνονται και με χειροκροτούν όρθιοι, και το ίδιο κάνει και η παρέα μου. Το βλέμμα του Μάριου είναι ανεξιχνίαστο, αυτό που μπορώ ωστόσο να καταλάβω είναι το πάθος με το οποίο χειροκροτάει.

    Κάνω μια βαθιά υπόκλιση κερδίζοντας ακόμα πιο δυνατά χειροκροτήματα, και χαμογελαστή και συγκινημένη επιστρέφω στο τραπέζι μας, με το χειροκρότημα να μην έχει σταματήσει ακόμα.

    - «ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ ΤΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ;» λέει ο Νίκος χωρίς να μπορεί να κρύψει το θαυμασμό του.
    - “I did my best!” τους απαντάω.
    - «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που δε σ’ αγαπάει, αλλά αν δεν σε έχουν ερωτευτεί όλοι οι θαμώνες να μη με λένε Βαγγέλη!» λέει ο Βαγγέλης.

    Προσπαθώ να μην κοιτάξω το Μάριο για να μην καρφωθώ αλλά αν δεν τον κοιτάξω θα καρφωθώ. Δεν έχω επιλογή.

    - «Δεν έχω λόγια» μου ψιθυρίζει όταν κάθομαι.
    - «Σου άρεσε;» τον ρωτάω κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Βλέπω το βλέμμα του, βλέπω τη λαχτάρα του. Μίλα βρε χριστιανέ μου, γιατί δε μιλάς;
    - «Όσο τίποτα,» μου απαντάει, αλλά δεν κάνει καμία άλλη κίνηση.

    Δεν θέλω να τον φέρω σε πιο δύσκολη θέση οπότε δεν το συνεχίζω. Ό,τι μπορούσα να κάνω από τη μεριά μου το έκανα, αν με θέλει και εκείνος, θα πρέπει να κάνει ο ίδιος το βήμα. Αν δεν το κάνει… είναι και αυτό μια απάντηση, υποθέτω.
    ~.~
    Η «χειραφέτηση» μου δεν περιορίστηκε στην ώρα που θα γυρίζω σπίτι από τις εξόδους μου, για πρώτη φορά φέτος μου επέτρεψαν να πάω και διακοπές μόνη μου. Καλά, όχι ακριβώς μόνη μου, με την παρέα ή τέλος πάντων με όσους είχαμε απομείνει σε αυτή, καθώς άρχισε να σπάει πέρσι με το που οι μεγαλύτεροι τέλειωσαν το λύκειο.

    Έχουμε πια απομείνει έξι από τους αρχικούς δέκα plus, και είπαμε να πάμε Σκιάθο όπου είχε σπίτι η Κλαίρη. Θα είμαι εγώ, ο Μάριος, η Κατερίνα, η Κλαίρη, ο Νίκος και ο Βαγγέλης, που εδώ και έξι μήνες τα έχει με την Κλαίρη. Περίεργο πράγμα όμως, συμμαθητές σε όλο το σχολείο και τα έφτιαξαν αφού το τελείωσαν.
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    1992
    Αποκάλυψη τώρα!


    Είναι Μάης και επιτέλους αποφασίζουμε να κάνουμε αυτή τη ρημάδα την εκδρομή στο Ναύπλιο που λέγαμε από πέρσι, και έχοντας διαθέσιμο εδώ και καιρό το αυτοκίνητο του Μάριου, δε θα μας φάνε και τα ΚΤΕΛ. Εδώ και ένα μήνα, λίγο μετά τα δέκατα-ένατα γενέθλιά μου έβγαλα κι εγώ δίπλωμα οδήγησης, και αν και στις εξόδους μας σχεδόν πάντα οδηγεί ο Μάριος, κάποιες φορές το δίνει και σε μένα ‘για να ξεψαρώσεις’ όπως ισχυρίζεται.

    Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει το περπάτημα και ακόμα και τώρα που μπορώ να πάρω το αυτοκίνητο των δικών μου, προτιμώ να πηγαίνω με τα πόδια όταν έχω να κάνω δουλειές. Στη σχολή πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο του Μάριου οπότε οι ευκαιρίες μου που μου δίνονται να οδηγήσω δεν είναι και πολλές.

    Είμαστε στο δωμάτιό μου και καθόμαστε, ενώ μέσα η μάνα μου μαγειρεύει. Ο μπαμπάς δεν έχει επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά του.

    - «Παραλίγο να μας κάνει τσακωτούς ο πατέρας σου χθες το βράδυ» μου λέει ο Μάριος καθώς όπως είχαμε επιστρέψει μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί—στη γειτονιά ήμασταν πάντα προσεκτικοί μη μας δει κανένα μάτι—τη στιγμή που έβγαινε ο πατέρας μου να πετάξει τα σκουπίδια.
    - «Τουλάχιστον φορούσαμε τα ρούχα μας» του είπα ενθυμούμενη το περιστατικό που παραλίγο να μας τσακώσει η μητέρα μου να του κάνω στοματικό.
    - «Ρε συ, μήπως να τους το πούμε;»
    - «Δεν ξέρω βρε μωρό μου. Αφενός θα πάθουν ταράκουλο αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Τουλάχιστον όσον αφορά Ηλία και Άννα θεωρούν ότι όταν είμαι μαζί σου μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι.»
    - «Και η τύχη τους δουλεύει…» απαντάει κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Ρε συ νομίζουν ότι βλέπουμε ο ένας τον άλλον σαν αδέλφια!»
    - «Γιατί, οι δικοί μου τι νομίζεις ότι κάνουν;»
    - «Λες να τους το πούμε;» αναρωτιέμαι. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχουμε και το Ναύπλιο το ΣΚ.»
    - «Ε, και; Το Γενάρη είχαμε πάει τριήμερο στο Πήλιο!»
    - «Ναι αλλά είχαμε πάει όλη η παρέα. Τώρα ξέρουν ότι θα πάμε οι δυο μας, και θα τους έρθει κάπως αν πάμε σα ζευγάρι.»
    - «Έλα μωρέ Μπίλι τώρα» μου λέει ο Μάριος. «Δε φαντάζομαι οι δικοί σου να πιστεύουν ότι τη φιλάς για το γάμο…»
    - «Καλά, μη παίρνεις και όρκο!» του λέω και βάζει τα γέλια. «Με διέφθειρες και να δούμε τώρα τι σεντόνι θα απλώσω», του λέω πειρακτικά και βάζει τα γέλια.
    - «Καλά, θα σου βρω εγώ ένα κόκορα άλλο πράγμα!» κάνοντάς με να βάλω εγώ τα γέλια αυτή τη φορά. «Δε μου λες, πώς το φαντάζεσαι;»
    - «Κρασάτο με μακαρονάδα, μην πάει χαμένη η θυσία του!»
    - «Πως θα το πούμε στους δικούς μας βρε μπούφο!» του λέω γελώντας.
    - «Ε, πώς τα λένε αυτά τα πράγματα ρε Μπίλι;»
    - «Και που θες να ξέρω βρε μαλάκα, μήπως το έχω ξανακάνει;»
    - «Όχι και μπράβο σου που φυλούσες τον εαυτό σου για μένα, κάποιων γαλλοκαναδών εξαιρουμένων!»
    - «Ξέχνα τον αυτόν, ηράσθειν σφόδρα!»
    - «Δηλαδή;»
    - «Σου είχα πει ότι είναι ερασιτέχνης ζωγράφος, σωστά;»
    - «Και όχι μόνο!» απαντάει αναφερόμενος ότι ήξερε, καθώς του το είχα πει, ότι στον Jean-Claude είχα ποζάρει γυμνόστηθη.
    - «Μην αλλάζεις κουβέντα! Λοιπόν, ο μεσιέ μου τα έγραψε χαρτί και καλαμάρι στο τελευταίο του γράμμα. Ερωτεύτηκε μια κοπελίτσα που πόζαρε για μοντέλο, τη Michele, και είναι με τα μυαλά στο mixer. Κάτσε να σου διαβάσω το σχετικό απόσπασμα!» του λέω και ξεκινάω το διάβασμα, και μιας και ο Μάριος ξέρει γαλλικά δε χρειάζεται και μετάφραση.

    “Ma petite blonde, je suis follement amoureux ! La vérité, c’est que ça m’a pris un peu plus de temps, mais regarde-le autrement : avant Michelle – c’est ainsi qu’elle s’appelle – il y avait toi, et comment pourrais-je t’oublier, toi? Eh bien, Michelle est d’origine irlandaise, elle a mon âge et travaille comme mannequin. C’est ainsi que je l’ai rencontrée : elle posait pour moi. Je t’ai envoyé une photo d’elle, alors quand tu la verras, tu comprendras pourquoi mon cœur a recommencé à faire des cabrioles…”


    Του δείχνω και τη φωτογραφία, είναι από αυτές που τραβιούνται σε κάποιο αυτόματο booth. Κάθονται αγκαλιά και χαμογελάνε. Κοιτάξω ξανά τη φωτογραφία και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους. Δεν ξέρω πως τα είχα καταφέρει αλλά ενώ ήμουν ερωτευμένη από τα 15 μου με το Μάριο, κατάφερα να ερωτευτώ και τον Jean-Claude, γιατί fling ή όχι, είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα μέχρι τα μπούνια, και δεν ήταν μόνο επειδή είναι ο πιο όμορφος άνδρας έχω που δει στη ζωή μου. Ήταν το τρόπος του, ο αέρας του, η αύρα του, που μου είχαν κάνει τα μυαλά πουρέ· τόσο που όταν μου ζήτησε να του ποζάρω γυμνόστηθη τα πέταξα και του πόζαρα χωρίς καν να το σκεφτώ.

    - «Κούκλα είναι,» παραδέχτηκε ο Μάριος. «Καλά, όχι ότι ο Jean-Claude πάει πίσω, το παραδέχομαι πως αν ήμουν γυναίκα θα μου έτρεχαν τα σάλια!»
    - «Όπως και να έχει η Μπίλι-Α κάθησε σε σένα!» του είπα χαμογελαστή, και γνέφοντας με ενθουσιασμό μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη ζούλα. «Λοιπόν, άντε, θα τους το πω σήμερα και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!»
    - «Θα το κάνω κι εγώ. Λοιπόν, την κάνω τώρα και τα λέμε το βραδάκι!»
    - «Αν με αφήσουν να ξαναβγώ από την πόρτα!»
    - «Σιγά ρε Βιολάντη!»
    ~.~
    Μετά από πολλή σκέψη αποφασίζω να μην τους το πω ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό, θα τους το έλεγα το απόγευμα που θα καθόντουσαν στο σαλόνι να δουν τηλεόραση. Όταν έρχεται η ώρα, παίρνω μερικές βαθιές ανάσες για να πάρω κουράγιο, και πηγαίνω και τους βρίσκω στο σαλόνι.

    - «Μαμά, μπαμπά, θέλω να σας πω κάτι!»

    Ο πατέρας μου πατάει mute και γυρίζει και με κοιτάζει. «Ορίστε, πες μας.»

    Αχ, και πώς τα λένε αυτά;


    - «Δεν ξέρω πως να σας το πω αλλιώς, οπότε θα σας το πω όσο πιο απλά γίνεται. Με το Μάριο από τον Αύγουστο δεν είμαστε απλά φίλοι.»

    Νεκρική σιγή.

    - «Είμαι ερωτευμένη μαζί του από τα δεκαπέντε μου, και ο Μάριος ήταν ερωτευμένος μαζί μου ακόμα πιο πριν. Μας πήρε λίγο καιρό να το καταλάβουμε, αλλά τι είναι τρία χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα;» τους είπα προσπαθώντας να αστειευτώ.

    Οι γονείς μου κοιτάζονται μεταξύ τους λες και δεν μπορούν να πιστέψουν στ’ αφτιά τους.

    - «Με λίγα λόγια τα έχουμε!» συνεχίζω, αν και η αλήθεια είναι ότι η σιωπή τους έχει αρχίσει και με ταράζει. Τελικά τη σιωπή τη σπάει ο πατέρας μου.
    - «Να πω ότι περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο, θα πέσει φωτιά να με κάψει. Τόσα χρόνια που είστε φίλοι… σχεδόν αδέρφια… έτσι νόμιζα ότι βλέπετε ο ένας τον άλλον.»
    - «Ναι, το καταλαβαίνω» του απαντάω σιγανά.
    - «Βασιλική μου είστε μεγάλα παιδιά,» συνέχισε αυτή τη φορά η μητέρα μου. «Δε θα σας πούμε εμείς τι να κάνετε αλλά… να προσέχετε καρδούλα μου. Είναι άλλο πράγμα η φιλία, άλλο πράγμα οι έρωτες. Είστε φίλοι από πέντε χρονών παιδιά, κάνετε μαζί τα πάντα. Μη μας ρωτάς αν εγκρίνουμε το Μάριο, για μας είναι σα γιος και το ξέρετε και οι δύο. Μη… μη ρισκάρετε μόνο τη φιλία σας, θα είναι αμαρτία από το Θεό, καρδούλα μου. Αυτό μόνο, δεν έχω να πω κάτι παραπάνω.»
    - «Ό,τι είπε η μάνα σου. Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις—»
    - «Ε, καλά, δεν τού ‘ταξα και γάμο!»
    - «Άλλο θέλω να πω. Μεγάλωσες, έχεις γίνει γυναίκα, λογικό είναι κι εσύ να ερωτευτείς κάποια στιγμή. Ε, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα έκανε το κεφάλι μου να κοιμάται τόσο ήσυχο γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.»
    - «Εγκρίνετε;» τους λέω σχεδόν δακρυσμένη και ο πατέρας μου γελάει.
    - «Έχει σημασία, αγάπη μου;»
    - «Ναι, για μένα έχει!» τους λέω.
    - «Τότε την έχεις την απάντησή σου και η ευχή μου είναι να μη συμβεί ποτέ κάτι που θα χαλάσει τη φιλία σας. Καταλαβαίνω ότι τα μυαλά και των δυο σας είναι αλλού, αλλά κανείς έρωτας δεν αξίζει όσο μια τέτοια φιλία.»
    - «Εκτός και αν συνδυάζεται!» επιμένω εγώ.
    - «Εντάξει,» μου λέει ο πατέρας μου χαμογελαστός.

    Πετάγομαι από την πολυθρόνα και όπως κάθονται στον καναπέ, σκύβω πάνω τους και τους παίρνω αγκαλιά και τους δυο μαζί. Μπορεί να μην το έχω εύκολο το κλάμα, αλλά τα μάτια μου τρέχουν, και ώχου και δε με νοιάζει!

    - «Σας αγαπάω! Σας αγαπάω» τους λέω κατσιάζοντάς τους στα φιλιά.
    ~.~
    Το βράδυ που βγαίνουμε με το Μάριο, με το που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο του λέω τα νέα.

    - «Τα είπα στους δικούς μου!»
    - «Και;»
    - «Η απάντηση του μπαμπά ήταν ‘Απ’ όλους τους γαμπρούς που θα μπορούσες να μας κουβαλήσεις, δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη επιλογή από το Μάριο, δεν υπάρχει άλλο αγόρι που θα έκανε το κεφάλι μου να κοιμάται τόσο ήσυχο γνωρίζοντας ότι είσαι μαζί του.’»
    - «Μας πάντρεψε κιόλας;» με ρώτησε γελώντας.
    - «Τα λέει για να σφίγγουν οι κώλοι!» τον πειράζω. «Εσύ;»
    - «Κι εγώ τα είπα, τους ήρθε ντουβρουτζάς!»
    - «Καλά, μη νομίζεις, και στους δικούς μου κεραμίδα τους είπε όταν τους το μπουμπούνισα, νόμιζα ότι θα μου μείνουν. Όπως και να έχει το μόνο που μου είπαν είναι να προσέχουμε να μη χαλάσουμε τη φιλία μας» του είπα χαμογελώντας ακόμα στην ανάμνηση της κουβέντας.
    - «Ε, τα ίδια ακριβώς μου είπαν Ανδρέας και Χριστίνα. Λοιπόν, οδηγάς εσύ;»
    - «Ναι αμέ!» του λέω χαρούμενη και κάθομαι στη θέση του οδηγού. Περνάμε από την Κατερίνα να την πάρουμε και μετά θα ανέβουμε Χαλάνδρι όπου θα μας περιμένει και ο Θανάσης. «Τάξε μου» της λέω με το που μπαίνει στο αυτοκίνητο και κάθεται στο πίσω κάθισμα.
    - «Ωπ! Τι έχουμε;»
    - «Το είπαμε στους δικούς μας!»
    - «Ώπα-ώπα! Εδώ έχει ψωμί, τι έγινε; Πώς το πήραν;»
    - «Ένα σου λέω, και ους Ηλίας-Άννα-Ανδρέας-Χριστίνα συνέζευξαν Μάριο-Βασιλική μη χωριζέτο! Μόνο στην εκκλησία με το ζόρι δε μας τράβηξαν!»
    - «Καλά, όχι ότι δεν μπορεί και να το σκέφτηκαν!» είπε ο Μάριος και βάλαμε και οι τρεις τα γέλια.

    Έβαλα την πρώτη και ξεκίνησα, η μέρα είχε ξεκινήσει πολύ όμορφα, και συνέχιζε ακόμα καλύτερα.
    ~.~
    Είναι Παρασκευή απόγευμα, έχω μαζέψει τα πράγματά μου και περιμένω το Μάριο να χτυπήσει το κουδούνι για να κατέβω να ξεκινήσουμε. Μην έχοντας τι να κάνω, κάθομαι στο σαλόνι με τους γονείς μου, η μητέρα μου βλέπει τηλεόραση και ο πατέρας μου διαβάζει εφημερίδα.

    - «Έτοιμη κι εγώ» τους λέω αφήνοντας το σάκο που θα πάρω μαζί μου στο χολ.
    - «Πήρες μαγιό;» με ρωτάει η μητέρα μου.
    - «Πήρα αλλά όσο καλό καιρό και αν έχει δεν ξέρω αν θα κάνουμε μπάνιο, η θάλασσα θα είναι μπούζι ακόμα! Στην πενταήμερη νόμιζα ότι βούτηξα μέσα στα παγόβουνα!»
    - «Ε, καλά, τότε ήταν και τέλη Μάρτη αν θυμάμαι.»
    - «Ένα δίκιο το έχεις. Τέλος πάντων, καλού-κακού το πήρα μαζί μου, καλύτερα να το έχω και να μη το χρειάζομαι παρά να το χρειάζομαι και να μην το έχω!»
    - «Να πάτε και Μυκήνες!» μου λέει ο πατέρας μου.
    - «Ναι, το έχουμε κανονίσει για αύριο το πρωί αυτό, εννοείται!»
    - «Που έχετε κλείσει δωμάτιο;»
    - «Δεν έχω ιδέα που έχει κλείσει δωμάτιο ο Μάριος.»
    - «Δωμάτιο;» με ρωτάει ο πατέρας μου και ρίχνω ένα γελάκι.
    - «Γιατί, στο Πήλιο που νομίζεις ότι μείναμε, εγώ μέσα στο κάστρο και ο Μάριος έξω από την τάφρο με τους κροκόδειλους;»
    - «Μη μου δίνεις ιδέες!»
    - «Πού δηλαδή να μην ενέκρινες κιόλας!» συνεχίζω το πείραγμα.
    - «Κάνε παιδιά να δεις καλό!» μουρμουρίζει ο πατέρας μου ενώ η μητέρα μου έχει βάλει τα γέλια. «Ε, βέβαια, μάνα και κόρη έκαναν κόμμα πάλι, και άντε βρες το δίκιο σου φουκαρά Ηλία!» συνεχίζει τη μουρμούρα και χαμογελαστή πάω και του σκάω ένα φιλάκι» και του λέω τραγουδιστά:

    The phone rings in the middle of the night
    my father yells what you gonna do with your life
    oh daddy dear you know you're still number one
    but girls, they want to have fun
    oh girls just want to have fun

    - «Πας να με τουμπάρεις άθλιο θηλυκό! Ίδια η μάνα σου!»
    - «Μόνο στην εμφάνιση, κατά τα άλλα είμαι αγοράκι!» του λέω και βάζω τα γέλια.
    - «Γιατί γελάς;»
    - «Γιατί ο γιος σου είναι gay!» του λέω και βάζουν και οι δυο τα γέλια.

    Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι, οπότε αγκαλιάζω και φιλάω τους γονείς μου, και μετά τα δεκαπέντε ‘να προσέχετε’, ‘να μην πίνετε,’—and good luck with that—και τα ‘καλά να περάσετε,’ παίρνω τα πράγματά μου και κατεβαίνω κάτω.

    Μιγαδικός αριθμός εραστών

    - «Μωρουλίνι μου!» του λέω ενθουσιασμένη—και τελείως out of character—αφήνοντάς τον παγωτό. «Ωχ, μού’ μεινε αυτός!» συνεχίζω γελώντας.
    - «Ρε μη μου τα κάνεις απότομα αυτά!» μου λέει, αλλά το πρόσωπό του λέει άλλα, τα μάτια του λάμπουν.
    - «Είσαι το μωρουλίνι μου, και να σκάσεις!» του λέω κάνοντας ασυνήθιστες γλυκουλινιές, αλλά είμαι τόσο χαρούμενη που δε δίνω δεκάρα για τίποτα.
    - «Και μπράβο μου!» μου απαντάει και με παίρνει αγκαλιά και μου δίνει ένα παθιασμένο φιλί.

    Ορίστε, έχει και τα καλά της η …αποντουλαποποίησή μας, δε χρειάζεται να φιλιόμαστε στη ζούλα όταν είμαστε στη γειτονιά!

    - «Μάριε, να οδηγήσω εγώ; Θέλω να οδηγήσω!»
    - «Να οδηγήσεις …μωρουλίνι μου,» λέει ανταποδίδοντας τις γλυκουλινιές. Πάει, τον χάλασα!
    - «Λοιπόν, move your magnificent ass in και πάμε!»
    - «Αν ο δικός μου είναι μία, τι να πω για τον δικό σου!»
    - «Και να έμενες μόνο στην πάρλα…» τον πειράζω και βάζει τα γέλια.

    Βάζω πρώτη και ξεκινάω, και πέντε λεπτά αργότερα βγαίνουμε στην Καβάλας. Μέχρι το Χαϊδάρι πάμε καλά αλλά από εκεί και πέρα και μέχρι το Σκαραμαγκά είναι άσκηση υπομονής, γίνεται της κακομοίρας. Καλά, όχι ότι μας νοιάζει και ιδιαίτερα, έχουμε βάλει μια κασέτα με δυνατή ροκ να παίζει, και το ρίχνουμε και στην πάρλα, και τελικά ούτε καταλάβαμε πότε φτάσαμε στα διόδια της Ελευσίνας. Η κίνηση είχε σπάσει κάμποση ώρα, αλλά αποφασίσαμε να μην πάμε κατευθείαν, και σταματήσαμε κοντά στον Ισθμό και πήγαμε περπατώντας τη γέφυρα.

    - «Πω-πω, αν πέσεις από εδώ δε θα βρουν ούτε κοκκαλάκι» μου λέει.
    - «Μφφφ,» του κάνω ειρωνικά, «είσαι και μηχανικός τρομάρα σου. Ούτε καν την τερματική ταχύτητα δε θα φτάσεις» συνεχίζω, κάνοντας κάποιους γρήγορους υπολογισμούς στο μυαλό μου. «Κάπου κοντά στα 120 Km/h θα σκάσεις αν πηδήξεις από εδώ, αν θυμάμαι καλά το ύψος της, νομίζω ότι είναι 60 μέτρα. Καλά, όχι ότι θα ζήσεις αν δεν σκάσεις με τα πόδια, και όχι ότι δε θα τα διαλύσεις κατά πάσα πιθανότητα…»
    - «Που λέει ο λόγος ρε μαλάκα!» μου απαντάει ξεχνώντας τις γλυκουλινιές και επιστρέφοντας στις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις.
    - «Να υπενθυμίσω μεσιέ, ότι άλλος έχει χτίσει ολόκληρη καριέρα ως μαλάκας!»
    - «Και έρχεται μια Μπίλι, και πάει περίπατο η καριέρα!» μου λέει κάνοντας με να βάλω τα γέλια.
    - «Μωρουλίνι μου, αν σε καταπιέζω σεξουαλικά, πες το μου και ξαναγίνεσαι μαλάκας σε δευτερόλεπτα!»
    - «Βασικά χρειάζεται μερικά λεπτά, δεν είμαι και ο Speedy Gonzalez—» ξεκινάει να λέει και δαγκώνεται. Μια-δυο βδομάδες πριν, στο ξενοδοχείο, του ήρθε οργασμός με το που μπήκε μέσα μου, και το δούλεμα είχε πάει σύννεφο.
    - «Τι έλεγες;» τον ρωτάω αθώα.
    - «ΓΚΡΡΡΡΡΡΡΡ!»
    - «Αγροίκε μου εσύ!» του λέω και του σκάω ένα φιλάκι στη μύτη.
    - «Πάμε βάσανο!»
    - «Βάσανο εγώ; Η Μπίλι σου;» του κάνω αθώα.
    - «Προχώρα ρε βάσανο!» μου λέει και μου σκάει μια σιγανή στα πισινά που με κάνει να χοροπηδήσω γελώντας. «Επίσης τώρα θα οδηγήσει ο άντρας του σπιτιού, άντε που το κάναμε εδώ ισοπέδωμα το κάναμε! Σουφραζέτα!»
    - «Τεχνικά μιλώντας αυτό δεν είναι suffrage!» τον πειράζω. «Πάμε άντρα του σπιτιού, πάμε κολώνα μου!»
    - «ΡΟΑΡΡΡΡΡ!» μου κάνει και βάζω τα γέλια. Αχ, πως να είμαι τρελά και παλαβά ερωτευμένη μαζί του;

    Γύρω στις οχτώ φτάνουμε στο Ναύπλιο και παρκάρουμε στο λιμάνι. Τα πράγματά μας δεν είναι πολλά και σύμφωνα με το Μάριο το δωμάτιο που έχει νοικιάσει είναι αρκετά κοντά, οπότε κατεβαίνουμε και το παίρνουμε ποδαράτο. Πράγματι, ούτε πέντε λεπτά αργότερα φτάνουμε στο μέρος που έχει κλείσει, και αφού παίρνουμε τα κλειδιά ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, το οποίο είναι πολύ μεγάλο, και διαθέτει ένα πραγματικά τεράστιο υπέρδιπλο κρεββάτι που πάνω του χωράνε πέντε άτομα, αλλά και σαλονάκι. Έχει και ένα μικρό μπαλκόνι, αλλά βλέπει στο δρόμο, οπότε δεν είναι αξιομνημόνευτο.

    - «Έλα να δεις!» μου κάνει και τραβώντας με από το χέρι με πάει στο μπάνιο.

    Οκ, αυτό ήταν αξιομνημόνευτο. Η μπανιέρα είναι τεράστια και επιπλέον είναι και τζακούζι. Καλά, όχι ότι με είχε εντυπωσιάσει αυτό που είχαμε δοκιμάσει, αλλά του Μάριου του άρεσε και δε μπορούσα να μη χαρώ με τον παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό του.

    - «Δε μου λες, θες να κάνουμε ένα ντουζάκι πριν κατέβουμε;» με ρωτάει.
    - «Ντουζάκι το λέμε τώρα;»
    - «Και ντουζάκι!» μου λέει και μου κλείνει πονηρά το μάτι.

    Η αλήθεια είναι ότι έκανε ζέστη και είχαμε ιδρώσει, οπότε ένα ντουζάκι—μετά συνοδευτικών ή άνευ—δεν το έλεγες και κακιά ιδέα. Μείναμε σε χρόνο ρεκόρ με την αδαμιαία περιβολή μας και μπήκαμε στο μπάνιο. Τον άφησα να φτιάξει εκείνος το νερό, γιατί αν το διάλεγα εγώ στη θερμοκρασία που πραγματικά προτιμάω, θα μου γινόταν βραστό κοτόπουλο, και όχι τίποτε άλλο, δεν είναι και γέρος για να έχει και ζουμί!

    Πάντως, παρά τις …απειλές του ότι δε θα κάτσει φρόνιμος, έκατσε φρόνιμος. Μάλλον τον είχε κόψει η πείνα—και ψεύτρα μην είμαι, το ίδιο είχε κόψει και μένα—οπότε αφήσαμε τα τσιλιμπουρδίσματα για αργότερα. Φόρεσα στα γρήγορα ένα αμάνικο και τζιν, αλλά καλού-κακού, πήρα μαζί μου και ένα ελαφρύ τζιν μπουφάν.

    - «Μωρό μου, όχι ότι με χαλάει, αλλά δεν φοράς σουτιέν και φαίνεται το στήθος σου!»
    - «Χμμμ…» είπα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να φορέσω σουτιέν, αλλά πάλι δεν ήθελα να γίνω και ατραξιόν για το φιλοθεάμον κοινό, από σεξιστικά σχόλια για το σώμα μου είχα μπουχτίσει από δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι.
    - «Μπίλι μου, δε στο λέω γιατί ζηλεύω, τη θεωρία μου την ξέρεις, το καλό πράγμα πρέπει να φαίνεται! Για σένα το λέω, για να μη νιώσεις άσχημα!»
    - «Μωρέ δεν πάνε να γαμηθούν όλοι. Ας φάνε τα μάτια ψάρια, ο περίδρομος είναι για σένα και μόνο!»
    - «Τώρα μιλάς σωστά!» μου λέει και παίρνοντάς με αγκαλιά με φιλάει βαθιά. «Λοιπόν, πάμε κοριτσάρα μου;»
    - «Κοριτσάρα σου; Ορίστε, έζησα να το ακούσω κι αυτό!» τον πειράζω.
    - «Αν θες σε λέω και αγορίνα μου, δεν έχω προκαταλήψεις!» μου απαντάει και βάζω τα γέλια.
    - «Πάμε!» του κάνω. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά και από εκεί πιασμένοι χεράκι-χεράκι κατηφορίζουμε για το λιμάνι.
    - «Δε μου λες, θες να πάμε πρώτα για ένα καφέ ή πάμε κατευθείαν για μάσα;»
    - «Δε θέλω άλλο καφέ» του απαντάω. «Πάμε να φάμε, και μετά πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να περπατήσουμε στο λιμάνι!»
    - «Αμέ!» μου κάνει και κατεβαίνουμε στο λιμάνι και αρχίζουμε το σουλάτσο ψάχνοντας να βρούμε που θα φάμε. «Πώς σου φαίνεται εδώ;» με ρωτάει, δείχνοντάς μου ένα όμορφο μαγαζί με θαλασσινά.
    - «Μωρέ καλό είναι, αλλά τις τιμές τις είδες; Δε θα μας πιάσουν απλά τον κώλο, θα μας βάλουν και δάχτυλο!»
    - «Ου φροντίς!»
    - «Καλά, αλλά μη μου λες μετά “Τσούζει Θανάση μου!”»
    - «Δε θα το πω εγώ, εσύ θα το πεις στο τέλος της βραδιάς» μου πετάει τη σπόντα κάνοντάς με να κοκκινήσω. Καλά κρασιά!

    Καλά, όχι ότι δεν μας έπιασαν τελικά τον κώλο, δηλαδή του Μάριου—γιατί εκείνος πλήρωσε αγριοκοιτάζοντάς με όταν έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου, γιατί ‘εγώ σε έφερα εδώ, εγώ πληρώνω, και άντε γιατί άντε’—αλλά άξιζε, το φαγητό ήταν υπέροχο, παρόλο που μετά νιώθαμε και οι δύο σαν κροκόδειλοι που έχουν φάει νεροβούβαλο.

    Τι δεν πήραμε! Καλαμαράκια, χταποδάκι με λαδορίγανη, αχνιστά μύδια, γαύρο—που κακό χρόνο να χουν—ξιδάτο, αθερίνα, μελιτζανοσαλάτα, παντζάρια, πατάτες τηγανητές, βάλε και τη μια μπύρα ο καθένας μας, απορώ πως δεν γίναμε η σκηνή από το meaning of life.

    Μετά κόπων και βασάνων σηκωθήκαμε να περπατήσουμε για να κατέβει και λίγο το φαγητό, αν και μεταξύ μας αμφέβαλα αν θα προλάβαινε να κατέβει ακόμα και αν το κόβαμε ποδαράτο μέχρι την Καλαμάτα. Βρήκαμε την ευκαιρία και σταματήσαμε σε ένα θάλαμο να πάρουμε τηλέφωνο τους δικούς μας να τους πούμε πως φτάσαμε, και μετά κάναμε μια βόλτα μέχρι το τέλος του λιμανιού, και αφού γυρίσαμε, φτάσαμε μέχρι το φάρο και κάτσαμε εκεί, και ο Μάριος δεν έχασε την ευκαιρία να το παίξει γιαπωνέζος τουρίστας, βγάζοντάς με ένα σκασμό φωτογραφίες.

    Και όχι τίποτε άλλο, αλλά όταν γυρίσαμε δεν αμαρτάναμε κακό χρόνο να ‘χει. Πήγα στο μπάνιο αλλά όταν βγήκα έξω γυμνή και με ορέξεις, τον κύριο τον είχε πάρει ο ύπνος, είχε αρχίζει να ροχαλίζει κιόλας. Τον κοίταξα που κοιμόταν και ένιωσα την καρδιά μου να χοροπηδάει και πάλι στα στήθη μου, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο ζεστά…

    Δηλαδή τι ζεστά, είχα ανάψει τόσο πολύ που θα έκανα σουπερνόβα να μοιάζει με δροσούλα, αλλά τι να τον κάνω το μούργο; Μπήκα κι εγώ κάτω από τα σκεπάσματα και χώθηκα ετσιθελικά στην αγκαλιά του. Μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του και χωρίς να ξυπνήσει με έσφιξε πάνω του. Ακουμπισμένη με το κεφάλι μου πάνω στο σημείο που ενώνεται ώμος με στέρνο, έκλεισα τα μάτια μου και έπεσε η παροχή χωρίς να το καταλάβω.

    Όταν ανοίγω τα μάτια μου έχει ξημερώσει για τα καλά. Χαμογελάω, είμαι ακόμα στην αγκαλιά του, και αν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να κοιμάσαι στην αγκαλιά του αγαπημένου σου, είναι να ξυπνάς σε αυτήν. Κοιτάζω το ρολόι μου, λέει 09:02. Δεν κοιμηθήκαμε απλά, σβήσαμε, μας βγήκε όλη η συσσωρευμένη κούραση των διαβασμάτων της σχολής. Γυρνάω προς τη μεριά του και τον φιλάω απαλά για να τον ξυπνήσω.

    - «Καλημέρα!» μου κάνει χαρίζοντάς μου ένα νυσταγμένο χαμόγελο. «Τι ώρα είναι;»
    - «Καλημέρα υπναρά!» τον πειράζω, λες κι εγώ ήμουν καλύτερη να πούμε. «Είναι λίγο μετά τις εννιά!»
    - «Τι ώρα είναι;» είπε και πετάγεται. «Ρε συ, πόση ώρα κοιμόμασταν, ούτε δέκα δεν ήταν όταν γυρίσαμε!»
    - «Εμένα μου λες, γάιδαρε; Που σε άφησα πέντε λεπτά να πάω να ετοιμαστώ για να σου έρθω όμορφη κι εσύ ροχάλιζες του καλού καιρού και έμεινα με την όρεξη!» του είπα και βάζει τα γέλια. «Ωραία, γελάει ο αναίσθητος!»
    - «Συγνώμη κοριτσάρα μου!»
    - «Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά αν δεν πάω για κατούρημα θα σκάσω.»
    - «Ναι;» του λέω και χωρίς καν να το σκεφτώ τον χουφτώνω κερδίζοντας τον άμεσο ερεθισμό του. Κοιτάζοντάς τον προκλητικά τον χαϊδεύω για μερικές στιγμές, και όταν του γίνεται κατάρτι τραβάω το χέρι μου. «Καλό κατούρημα μωρό μου!» του λέω και πετάγομαι από το κρεββάτι.
    - «Θα σε λιανίσω άτιμο γύναιο!»
    - «Νια-νια-νια-νια-νια-νια!» του κάνω και ξεκινάμε το κυνηγητό μέσα στο δωμάτιο, και ανάθεμα και αν κατάλαβα πως δεν το γκρεμίσαμε.
    - «Ωχ θα σκάσω!» μου ξανακάνει. «Πώς θα κατουρήσω μωρή κακούργα τώρα;»
    - «Άρχισε να τραγουδάς ‘ήταν ένα σύννεφο-σύννεφο-σύννεφο’»
    - «Αχ θα τη μαυρίσω!»
    - «Καλά, κάτσε να πάω εγώ πρώτη που μπορώ, και για σένα… έχει ο Θεός!» του λέω και στέλνοντάς του ένα φιλάκι στον πάω στο μπάνιο, αμ δεν ήταν ο μόνος που κατουριόταν. Βγαίνω λίγη ώρα αργότερα έξω που με περιμένει διπλωμένος στα δύο, και, δαγκώνοντάς το δάχτυλό του και απειλώντας ότι θα με σκίσει, μπαίνει τρέχοντας στο μπάνιο και, με τον ερεθισμό που έχει, θα του πάρει λίγη ώρα.

    Να μάθει να κοιμάται και να μ’ αφήνει στα κρύα του λουτρού, ο γάιδαρος!

    Η αλήθεια είναι ότι του πήρε λίγη ώρα ακόμα, και αν και θέλω να πλύνω τα δόντια μου, τον αφήνω στην ησυχία του γιατί εντάξει, το πείραγμα έχει και κάποιο μέτρο, μη μου πάθει και καμιά ζημιά, είχαν περάσει σχεδόν έντεκα ώρες από την τελευταία φορά που είχε πάει στο μπάνιο.

    - «Ξαλάφρωσες μωρό μου;» τον ρωτάω όταν βγαίνει με τα πολλά.
    - «Νιώθω άλλος άνθρωπος!» μου απαντάει σαφώς ανακουφισμένος.
    - «Λοιπόν, πάμε να πλύνουμε δοντάκια και μετά καφεδάκι ν’ ανοίξει το μάτι!»
    - «Δε θα πάμε για μπάνιο;»
    - «Και είναι ανάγκη να πάμε από τώρα βρε χριστιανέ μου; Κάτσε να ζεστάνει λίγο ακόμα η μέρα, να πιούμε και κανένα καφέ!»
    - «Δίκιο έχεις μωρέ!» μου λέει. «Τι θα βάλεις;»
    - «Το γκούτσι φόρεμά μου!»
    - «Άλλο λέω βρε παπάρα!» μου έκανε. «Να βάλουμε μαγιό από τώρα;»
    - «Δε βρίσκω το λόγο! Πέντε λεπτά είναι το λιμάνι, μετά τον καφέ ερχόμαστε και αλλάζουμε!»
    - «Είναι και αυτό» μου κάνει.

    Μπαίνουμε παρέα στο μπάνιο και πλένουμε τα δόντια μας και γυρνάμε για να αλλάξουμε. Δηλαδή να ντυθώ, γιατί ακόμα τσίτσιδη ήμουν από εχθές το βράδυ, ενώ ο Μάριος φορούσε τουλάχιστον το μποξεράκι του. Φοράω το εσώρουχό μου και βάζω ένα από τα σορτς μου που ξέρω ότι του αρέσουν, και τρώω μια …επιβεβαιωτική στα μεριά που με κάνει να χαχανίσω. Ούτε τώρα θέλω να φορέσω σουτιέν, οπότε φοράω απλά ένα κοντομάνικο.

    - «Ορεξούλες;» μου λέει καθώς οι ρώγες μου διακρίνονται καθαρά κάτω από το ύφασμα.
    - «Ορεξάρες, αλλά πρώτα καφέ και μετά κοκό! Εκτός και αν το εννοούσες ότι θέλεις να γυρίσεις στην προηγούμενή σου καριέρα!»
    - «Δεκαεννιά χρόνια μαλάκας!» μου κάνει.
    - «Περήφανος μαλάκας!» τον τσιγκλάω!
    - «Μωρέ αν πετύχει…»
    - «Ναι, δε λέω… αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!» του κάνω και βάζει και πάλι τα γέλια.
    - «Μπίλι μου, πριν τα φτιάξουμε δεν ήμουν μαλάκας, απλά έκανα μιγαδικό σεξ! Γιατί αν το καλοσκεφτείς, τι είναι η μαλακία; Δεν είναι παρά σεξ με μιγαδικό αριθμό συμμετεχόντων, με τον τύπο 1+xi, όπου x οι extra!» μου λέει και αυτή τη φορά είμαι εγώ εκείνη που βάζω τα γέλια! Τον κερατά, που το σκέφτηκε αυτό;

    Κατεβαίνουμε στο λιμάνι, και αφού κάνουμε μια καλή βολτίτσα, αποφασίζουμε πριν πιούμε καφέ να φάμε πρωινό. Καλά, αν δεν πάρω δέκα κιλά μέσα σε δυο μέρες να με φωνάζουν Βασίλω. Όποιος ντρέπεται μένει νηστικός, και επειδή αν μη τι άλλο δεν είμαι από εκείνες που ντρέπονται, δεν άφησα το Μάριο να φάει μόνος του του σκασμού, έφαγα κι εγώ.

    Όταν τελειώσαμε, κάναμε άλλη μια μεγάλη βόλτα στο λιμάνι για να κάτσει το πρωινό, και επειδή λύσσαξε μπήκαμε σε ένα μαγαζί και πήραμε ψάθινα καπέλα. Δε βαριέσαι, όχι ότι θα μου χάλαγε το μαλλί, το pixie cut που κάνω αδιαλείπτως από τα 15 μου, το λες και αναρχοαυτόνομο για στυλ μαλλιού. Δεν είναι το αγορίστικα κοντό pixie cut, τα μαλλιά μου είναι λίγο πιο μακριά, αλλά το στυλ μου δεν το αλλάζω από την πρώτη φορά που το δοκίμασα.

    Καθίσαμε σε μια άλλη καφετέρια για να πιούμε τα καφεδάκια μας, και κάτσαμε εκεί χαζολογώντας και μιλώντας κυρίως για τη σχολή. Η αλήθεια είναι ότι το πολυτεχνείο είναι αρκετά πιο ζόρικο από το σχολείο, και δεν είναι ότι δεν μου τα έλεγε ο Μάριος, απλά άλλο πράγμα να στο λένε και άλλο πράγμα να το ζεις. Στο δεύτερο εξάμηνό μου εγώ, στο τέταρτο ο Μάριος, είχαμε ακόμα πολλά ψωμιά μπροστά μας.

    Από την άλλη από μικρά είχαμε μάθει να διαβάζουμε μαζί, και επειδή τα διαβάσματα ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα με τα οποία δεν έκανε χαβαλέ, συμπαρέσυρε και μένα, γιατί ο Μάριος μπορεί να είναι το κλασσικό nerd, αλλά εγώ ήμουν ανέκαθεν το δυναμικό αλητάκι με τους ματωμένους αγκώνες και τα γόνατα. Στη γειτονιά τον φωνάζαμε «ο ατσαλάκωτος» αλλά ήταν περισσότερο επειδή πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του, παρά για τη συμμετοχή του στα παιχνίδια, αν και πόλεμο δεν έπαιζε ποτέ με εμάς τους υπόλοιπους.

    - «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει κάποια στιγμή.
    - «Ότι είμαστε η Λαίδη και ο αλήτης, από την ανάποδη!» του απαντάω.
    - «Λεβέντη μου και αλήτη μου, δεν πάω απόψε σπίτι μου, μαζί σου θα τα σπάσω!» μου λέει τραγουδιστά, κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Βουγιούκλω μου, εσύ!» του κάνω, και εκεί αρχίζει δεύτερος γύρος.
    - «Έχω ένα μυστικό κρυμμένο στις καρδιάς τα βάθη» αρχίζει και μου τραγουδάει με λεπτή φωνή και δε μου μένει άντερο, γινόμαστε πραγματικό θέαμα. Ατσαλάκωτος ή όχι, ήταν ελάχιστα πράγματα τα οποία τα έπαιρνε πραγματικά στα σοβαρά. Είχα χάσει το μέτρημα το πόσες φορές στο τραίνο μας έκανε την Αλίκη πηγαίνοντας από στύλο σε στύλο και τραγουδώντας, πότε το έχω ένα μυστικό, πότε το γλάρο, κάνοντας όλους τους επιβάτες να βάζουν τα γέλια με τα καμώματά του.
    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Το μάθαμε κυρία μου το μεγάλο μυστικό σου!»
    - «Το ακόμα μεγαλύτερο μυστικό είναι πως κρατήθηκα και δε σου άνοιξα το κεφάλι εκείνο το βράδυ!»
    - «Ξέρεις κάτι όμως; Εκείνο το τραγούδι ήταν που με έκανε να βρω τελικά το θάρρος να σου εξομολογηθώ ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου.»
    - «Και ένα μήνα σχεδόν με άφησες να βράζω στο ζουμί μου!»
    - «Το καλό πράγμα αργεί να γίνει… λεβέντη μου!»
    - «Τι να σε κάνω βρε μούργο που σ’ αγαπάω;»
    - «Να μου δώσεις ένα φιλάκι, κατά προτίμηση χωρίς κουτουλιά!» μου λέει και τον αρπάζω, τον φέρνω προς το μέρος μου, και κολλάω τα χείλη μου στα δικά του. Έχοντας πάρει τη δόση μας τον αφήνω μερικές στιγμές αργότερα, γιατί εντάξει, έχει και κόσμο με παιδιά.

    Be all my sins remember'd

    Τελικά καθόμαστε μέχρι τις 12:30 και κάπου εκεί αποφασίζουμε να πάμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στη θάλασσα. Βοηθάει και η μέρα, για μέσα Μάη έχει ασυνήθιστη ζέστη, οπότε πηγαίνουμε ελπίζοντας ότι δε θα γίνουμε ανθρώπινα παγάκια. Το μαγιό που έχω φέρει μαζί μου είναι και αυτό με το οποίο είχε προκαλέσει τα σχόλια του Νίκου—που αν του συγχώρησα τα παντελώς άξεστα σεξιστικά σχόλια που είχα ακούσει στην τουαλέτα είναι γιατί δεν το έκανε επίτηδες, είναι φύσει κάφρος—και αυτό με το οποίο είχε θαυμάσει το φιλοθεάμον κοινό στην πενταήμερη.

    Από τότε που άρχισαν να αναπτύσσονται τα στήθη μου, εκεί γύρω στα έντεκα, και μέχρι που γνώρισα και την Κατερίνα, φορούσα πάντα ολόσωμα μαγιό, γιατί η αλήθεια είναι ότι ήμουν αρκετά αναπτυγμένη και ντρεπόμουν. Δεν είμαι ιδιαίτερα ψηλή, το ύψος μου είναι 1,67, και αν και οι αναλογίες μου είναι κανονικές, το στήθος μου είναι ελαφρά μεγαλύτερο για το μπόι μου, είναι αυτό που Αμερικάνοι λένε d-cup. Για την ακρίβεια είμαι μεταξύ του c-cup και του d-cup και μερικές φορές βρίσκω το διάολο μου σε σουτιέν και μαγιό, γιατί τα μεν c-cup με τείνουν να με πιέζουν ενώ τα d-cup τα νιώθω αρκετά χαλαρά.

    Όπως και να έχει, το μαγιό με πήγε σούρνοντας να το πάρω όταν της είχα δείξει το ολόσωμο που είχα μέχρι τότε, και μιας και από τα 15 δεν αναπτύχθηκα άλλο, δεν έκανα τον κόπο να εμπλουτίσω την γκαρνταρόμπα μου, σε μαγιό τουλάχιστον. Βρίσκω που βρίσκω το διάολο μου να βρω τα σωστά σουτιέν, δεν ήθελα να έχω ακόμα ένα πονοκέφαλο. Ο Μάριος λατρεύει τα στήθη μου, και αν τον ρωτούσες δε θα ήθελε να φοράω καθόλου το από πάνω μέρος, τουλάχιστον. Στη Σκιάθο πέρσι, μια-δυο φορές που πήγαμε μόνοι μας για μπάνιο πάντως, μου ζήτησε να το βγάλω, και τη δεύτερη φορά δεν ήμασταν και τελείως μόνοι, είχε και άλλο κόσμο. Οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι η αίσθηση μέσα στο νερό χωρίς το πάνω μέρος είναι πολύ καλύτερη, και χαλάλι να γίνει το θέαμα που προσφέρω.

    Πέντε λεπτά αργότερα είμαστε πίσω στο δωμάτιο, όπου απλά αλλάζω το εσώρουχο με μαγιό και φοράω και το πάνω μέρος του μπικίνι. Κάνει ζέστη, οπότε αποφασίζω να μη φορέσω από πάνω μπλούζα και από κάτω ένα ελαφρύ παρεό αντί για σορτσάκι. Ψάθες, πετσέτες και τα ρέστα, τα έχουμε αφήσει στο αυτοκίνητο, οπότε αφού κάναμε στάση στο περίπτερο να πάρουμε δύο μεγάλα μπουκάλια νερό, κινήσαμε να πάμε στην παραλία που είχε ο Μάριος στο μυαλό του.

    Όταν φτάσαμε στο Κονδύλι χάζεψα λίγο, να τα λέμε αυτά. Προτιμώ το βότσαλο από την άμμο, και το Κονδύλι με τα γαλαζοπράσινα νερά του και το λεπτό του βότσαλο ήταν αυτό ακριβώς που θεωρώ ιδανική παραλία. Είναι και μεγάλη, οπότε παρά το γεγονός ότι έχει κάμποσο κόσμο, υπάρχει μεγάλη άπλα, δε θα είμαστε ο ένας πάνω στον άλλο.

    - «Είδες;» με ρωτάει. «Στα καλύτερα σε φέρνω!»
    - «Είδα το φως το αληθινό!»
    - “So, who da boss?”
    - “You da boss, λαίδη μου!” τον πειράζω.
    - «Ωραία, βγάλε τώρα και το πάνω σου να κάνουμε μπάνιο σαν άνθρωποι!»
    - «Και οφθλαλμόλουτρο οι υπόλοιποι.»
    - «Τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας. Allez, βγάλτα!»
    - «Σας μισώ απαίσια στρουμφάκια» του κάνω και ξεροκαταπίνοντας βγάζω το από πάνω μέρος του μαγιό μου.

    Νιώθω πάνω μου ξελιγωμένα ανδρικά βλέμματα και παρά το ότι νιώθω εξαιρετικά ευάλωτη—και το απεχθάνομαι αυτό—κάνω το κορόιδο. Δηλαδή, μεταξύ μας, πιο πολύ ιδέα μου είναι ότι με κοιτάνε όλοι, ακριβώς λόγω του πόσο ευάλωτη νιώθω, παρά κάτι άλλο. Ο Μάριος πάντως με κοιτάει λες και με βλέπει πρώτη φορά!

    - «Κλείσε το στόμα σου βρε λιγούρη. Εσύ με τη βερμούδα θα μείνεις;»
    - «Εχμ, έχουμε τεχνικές δυσκολίες» μου λέει και βάζω τα γέλια.
    - «Όοοοχι, καργιόλη, εδώ θα υποφέρεις μαζί μου! Εγώ τα πέταξα για σένα, η σειρά σου να πληρώσεις τις συνέπειες!»
    - «Ρε μαλάκα θα γίνω θέαμα!»
    - «Ενώ εγώ ας πούμε δεν έχω γίνει;»
    - «Εσύ είσαι θέαμα που αγαπάει όλος ο κόσμος! Εγώ θα γίνω άλλου είδους θέαμα!»
    - «Η τέχνη απαιτεί θυσίες. Βγάλε τη βερμούδα σου κερατά γιατί την επόμενη φορά που θα πάμε για μπάνιο θα φοράω μπούργκα!»
    - «Έγινα κερατάς κιόλας;»
    - «Όχι αλλά αν συνεχίσεις θα γίνει κι αυτό!» τον πειράζω.
    - «Άπιστο γύναιο! Θα σε σφάξω στο γόνατο!»
    - «Κατούρα και λίγο!»
    - «Σάμπως και μπορώ έτσι όπως είμαι!»
    - «Δεν βλέπω κίνηση!» του λέω, και τι να κάνει ο φουκαράς, βγάζει τη βερμούδα και με το που τον βλέπω βάζω τα γέλια και σηκώνω ψηλά τα χέρια. «Τι, δεν είναι όπλο;» τον πειράζω ξανά και βάζει τα γέλια.

    Περάσαμε υπέροχα, καθίσαμε σχεδόν μέχρι τις 18:00 το απόγευμα στην παραλία. Είχαμε και τα αντηλιακά μας, φορούσαμε και τα καπέλα μας, και έτσι κατορθώσαμε να μη νταλακιάσουμε από τον ήλιο, και αν δε μας είχε κόψει η λόρδα, μπορεί να καθόμασταν ακόμα παραπάνω. Αποφασίσαμε να μη γυρίσουμε σπίτι, να πάμε να φάμε και μετά να πάμε στην Ακροναυπλία, αν και όχι από τα σκαλοπάτια, μετά από τόσες ώρες στην παραλία δεν ήμασταν για τέτοια.

    Με τούτα και με κείνα, γυρίσαμε στο δωμάτιο γύρω στις 22:00, δηλαδή την ίδια ώρα που χθες είχαμε ξεραθεί. Η ιδέα ήταν να κάνουμε ένα γρήγορο ντουζάκι, να ντυθούμε και μετά να κατέβουμε για ποτό, έχοντας φάει σχετικά αργά δεν πεινούσαμε ιδιαίτερα, στη χειρότερη τρώγαμε κανένα σουβλάκι αργότερα.

    Στο μπάνιο αυτή τη φορά δεν περιοριζόμαστε στο ντουζ. Τόσο ο Μάριος όσο κι εγώ έχουμε φοβερές ορέξεις οπότε λίγη ώρα αργότερα βρίσκομαι γονατισμένη και με το στόμα γεμάτο. Δίνω τον καλύτερό μου εαυτό και απορώ που καταφέρνει να συγκρατηθεί, δε με αφήνει να ολοκληρώσω το έργο μου, και λίγες στιγμές αργότερα βρίσκεται εκείνος γονατισμένος και εγώ να έχω πιάσει κουβέντα με το Θεό. Σταματάει μετά από λίγη ώρα και φοράει προφυλακτικό, και αν δεν ακουστήκαμε μέχρι το Τολό να μη με λένε Billy, να με λένε Θρασύβουλα, ξέρω-γω!

    Θεούλη μου, τι ήταν αυτό;


    - «Να δεις τι σού χω για μετά!» μου υπόσχεται κάνοντάς με να ανατριχιάσω σύγκορμη. Αν ζήσω έζησα, και ώχου και δε με νοιάζει!

    Και κοίτα να δεις ποιον πετύχαμε στο Ναύπλιο! Το Δημήτρη με την Ειρήνη, και εκείνη συμμαθήτριά μας στα γαλλικά. Το ήξερα ότι τα έχουν, μου το είχε πει ο Μάριος, γιατί ο Δημήτρης πέρα από μια τυπική και ψυχρή καλημέρα και καλησπέρα, δε μου μιλούσε—όχι ότι τον αδικώ. Ένιωσα φοβερά αμήχανα, ο Μάριος είχε καλές σχέσεις και με τους δύο, οπότε δε μπορούσαμε τουλάχιστον να μην τους χαιρετίσουμε, πόσο μάλλον όταν είχαμε να τους δούμε από πέρσι που τελειώσαμε τα γαλλικά.

    - «Βουνό με βουνό δε σμίγει!» είπε ο Μάριος.
    - «Καλώς τους!» είπε η Ειρήνη.
    - «Μα τι διάολο, πουθενά δε μπορώ να απαλλαγώ από τις φάτσες σας;» μας πείραξε ο Δημήτρης. «Από την Τετάρτη Δημοτικού μέχρι και την Τρίτη λυκείου σας έφαγα στη μάπα!»
    - «Πού να πηγαίναμε και στο ίδιο σχολείο, καπαγαμημένε!» τον πείραξε με τη σειρά του ο Μάριος, η έχθρα μεταξύ του ΙΑ που πηγαίναμε εμείς και του ΚΓ που πήγαινε ο Δημήτρης, ήταν θρυλική.
    - «Εγώ με τους γιωταλήτες και μάλιστα βάζελους; ΟΥΣΤ!»
    - «Αχ, μίλα μου πρόστυχα χανούμα μου! Κούνα μου την κοιλίτσα σου!» συνέχισε το ping-pong ο Μάριος, πειράζοντας με τη σειρά του το Δημήτρη που ήταν φανατικός ΑΕΚτζής. Εγώ από την άλλη έκανα το μαλάκα γιατί αισθανόμουν παντελώς άβολα.
    - «Τι στέκετε όρθιοι ρε βαζέλια; Δε θα ψηλώσετε άλλο!» ήταν η πρόσκληση του Δημήτρη για να κάτσουμε μαζί τους. Ξεροκατάπια, αλλά δε μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση. Αφενός θα καρφωνόμουν και αφετέρου, μπορεί εγώ να τα είχα κάνει σκατά αλλά ο Μάριος δε μου έφταιγε σε τίποτα.

    Καθόμαστε και παραγγέλνουμε και εμείς τα ποτά μας. Αν τον Δημήτρη τον πείραξε που μας είδε μαζί δεν το έδειξε καθόλου. Ίσως πλέον να το είχε ξεπεράσει και πραγματικά να μην τον πείραζε, και ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να ισχύει το δεύτερο. Νιώθω πολύ άβολα, και παρόλο που προσπαθώ να συμμετέχω στην κουβέντα για να μην καρφωθώ, νιώθω σα να κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Κάποια στιγμή επιτέλους βρίσκω το θάρρος.

    - «Δημήτρη, μπορώ να σου πω λίγο;» τον ρωτάω.

    Ο Δημήτρης κοιτάζει το Μάριο, κοιτάζει εμένα, κοιτάζει και την Ειρήνη και μου γνέφει. Σηκωνόμαστε και πάμε λίγο στην άκρη. Δε μου μιλάει, απλά μου κάνει νόημα να μιλήσω. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω.

    - «Δημήτρη, ξέρω ότι αυτό που έκανα είναι ασυγχώρητο. Αν μη τι άλλο σου οφείλω μια εξήγηση.»
    - «Δε μου οφείλεις τίποτα» μου απαντάει κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια, αναγκάζοντας να κατεβάσω τα δικά μου.
    - «Αν δε σου οφείλω εξήγηση, τουλάχιστον σου οφείλω μια μεγάλη συγνώμη» βρίσκω το κουράγιο να του απαντήσω.
    Κλείνει τα μάτια του και κουνάει λίγο αριστερά και δεξιά το κεφάλι του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μου λέει «Μου ράγισες την καρδιά ρε Μπίλι.»
    - «Το ξέρω» του λέω χωρίς περιστροφές. «Μακάρι να μπορούσα να πάρω το χρόνο πίσω, μακάρι να μπορούσα να ξεκάνω τη μαλακία που έκανα. Πλήγωσα έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους που εκτιμούσα και θεωρούσα φίλους. Και δεν ήταν ότι δε μου άρεσες ρε Δημήτρη, μετά τον Μάριο ήσουν ο πρώτος που μου έκανε κάποιο κλικ…»
    - «Δεν έφτανε όμως…»
    - «Όχι, δεν έφτανε» ομολογώ. «For what it matters, δεν υπάρχει κάποιο πράγμα που να έχω κάνει στη ζωή μου και να το έχω μετανιώσει περισσότερο. Συγνώμη Δημήτρη, πραγματικά. Στη ζητάω ειλικρινά ακόμα και αν δε με συγχωρέσεις ποτέ.»
    - «Το μόνο πραγματικά ασυγχώρητο είναι ότι είσαι βάζελος» μου κάνει και χαμογελάω. «Δε γαμιέται, μια ζωή την έχουμε. Όλα περαστικά είναι ρε Μπίλι και όσο και αν ένιωσα ότι με μαχαίρωσες κατάστηθα, τουλάχιστον βγήκα σοφότερος. Καλοί οι έρωτες αλλά χωρίς μια γερή δόση κυνισμού είναι συνταγή για καταστροφή.»

    Παρά το αστείο του αυτό που μου λέει στη συνέχεια με χτυπάει σα γροθιά. Δεν το κάνει για να πάρει το αίμα του πίσω, είναι απλά ωμά ειλικρινής. Ο κυνισμός που αναφέρει είναι δικό μου δημιούργημα. Δικό μου και μόνο.

    - «Τότε δεν έγινες σοφότερος ρε Δημήτρη» του λέω με ραγισμένη φωνή.
    - «Κι όμως, έγινα. Στο τέλος της ημέρας Μπίλι, πρέπει πάντα να κρατάμε κάτι για τον εαυτό μας, αν μη τι άλλο είναι ο μόνος με τον οποίο ισχύει εγγυημένα το ‘till death do us part.’»

    Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω για μια στιγμή, αλλά το κατεβάζω αμέσως, δεν αντέχω να τον δω κατάματα. Σηκώνω και πάλι το κεφάλι μου, τα μάτια μου είναι υγρά αλλά αυτό δε λέγεται με κατεβασμένο κεφάλι.

    - «Συγνώμη» του μουρμουρίζω με τα μάτια μου ακόμα πιο υγρά.
    - «Έλα, όχι κι έτσι» μου κάνει και μου χαμογελάει. «Συγχωρεμένη και sin no more!»
    - «Το εννοείς;» τον ρωτάω ακόμα δακρυσμένη.
    - «Το εννοώ!» μου απαντάει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σαν να αφήνει κάτι πίσω του. Κοιτάζει για μια στιγμή τον ουρανό, σαν να σκέφτεται αν πρέπει να πει κάτι ακόμα. Τελικά, χαμογελάει—όχι με εκείνο το παλιό, πικρό χαμόγελο, αλλά αληθινά. Η φωνή του, όταν μιλάει ξανά, είναι ελαφριά. Μετά, το βλέμμα του αλλάζει, γυρνώντας ξανά στο γνώριμο, άνετο ύφος του. «Και τώρα πάμε πίσω στους δικούς μας, μη νομίζουν ότι το ρίξαμε στην τρελή και με σφάξει η Ειρήνη στο γόνατο. Είναι και λίγο ζηλιάρα…» Κάνει μια παύση και με κοιτάζει με νόημα. «Είσαι κι εσύ… αυτή που είσαι.» Άλλη μια μικρή παύση, λες και συνειδητοποιεί τι πάει να πει. «Τέλος πάντων, μη φάω ξύλο χωρίς λόγο!» συνεχίζει πιο ανάλαφρα, κάνοντας να διαλυθεί τελείως και η δική μου ένταση και μετά από πολλή ώρα χαμογελάω κι εγώ πραγματικά.
    - «Δέρνει;» τον ρωτάω πειρακτικά.
    - «Και δέρνει!» μου απαντάει και βάζουμε και οι δύο τα γέλια και γυρνάμε πίσω, εγώ εμφανώς πιο ξαλαφρωμένη.

    Δεν είχαμε δράματα με την Ειρήνη, με το Μάριο δεν ετίθετο τέτοιο θέμα, χώρια που κατάλαβε χωρίς να του πω γιατί ζήτησα να μιλήσω για λίγο μόνη μου με το Δημήτρη. Καθίσαμε εκεί μέχρι τις 02:00 και τα κοπανίσαμε μέχρι που γίναμε και οι τέσσερις κουδούνια. Από ένα σημείο και μετά, οι συζητήσεις σταμάτησαν να βγάζουν νόημα, τα γέλια έγιναν ανεξέλεγκτα, και το μόνο που είχε μείνει ήταν το αίσθημα ότι όλα ήταν—επιτέλους—εντάξει. Με πρόταση της Ειρήνης πήγαμε όλοι μαζί για σουβλάκια, και στα δικά μου κιτάπια η μόνη απάντηση στην ερώτηση «θέλετε να πάμε για σουβλάκια;» είναι αριθμός, και όχι άρνηση ή κατάφαση. Εγώ και ο Μάριος πάντως, πήραμε από δύο ο καθένας με τα ούλα τους, και κρεμμύδι και τζατζίκι, και τα παπούτσια μέσα άμα λάχει!

    Τι να πω, από ρομαντισμό σκίζουμε και οι δύο! Μωρέ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αυτό ξέρω!

    Μετά τα σουβλάκια αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στο δωμάτιο, ο Μάριος θέλει να κάτσουμε στο τζακούζι και μου λέει ότι μου έχει και έκπληξη. Δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκει, αλλά δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι, και αμ έπος αμ έργο, πέντε λεπτά αργότερα έχουμε επιστρέψει. Με πετάει με τις κλωτσιές από το μπάνιο αλλά του γκρινιάζω ότι κοντεύω να σκάσω, και έτσι μου επιτρέπει να μπω. Καλοσύνη του!

    Εμ, δεν κράτησε και πολύ, καλά-καλά δεν πρόλαβα να σκουπιστώ, και μπήκε μέσα και με έτζασε με συνοπτικές διαδικασίες, ούτε το παντελόνι μου δε με άφησε να ανεβάσω, πιγκουινάτο επέστρεψα στο δωμάτιο. Ρε τι πάθαμε στα καλά καθούμενα! Τι να κάνω η έρμη, και, αφού θα μπω που θα μπω στο μπάνιο, γδύνομαι τελείως και χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα· έχει και δροσούλα και—αν και δεν θα το παραδεχτώ ποτέ ανοιχτά—είμαι αρκετά κρυουλιάρα, και τι καλά που είχε πάει αυτό το μεσημέρι στην παραλία, προς μεγάλη χαρά του φιλοθεάμονος κοινού να προσθέσω, καθώς οι ρώγες μου είχαν γίνει πέτρα.

    Καμιά δεκαριά λεπτά αργότερα, και πάνω που έχω αρχίσει να γλαρώνω και τον βλέπω να μένει με την όρεξη, με φωνάζει να πάω μέσα. Η αλήθεια είναι πως αυτή τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που έχω όρεξη είναι να ξεχουχουλιαστώ, αλλά τι να τον κάνω; Σηκώνομαι και πηγαίνω μέσα. Η μπανιέρα είναι γεμάτη και ο κύριος μου έχει στρογγυλοκάτσει σαν πασάς στα Γιάννενα. Εντωμεταξύ δεν ξέρω τι έχει κάνει, αλλά έχει τόσο αφρό πάνω στο νερό, που μόνο που δεν άρχισα να του τραγουδάω “The party gets groovy and everyone here loses control, yeah!”

    - «Μαντάμ, για γκελ μπουρντά!» μου κάνει. Μπαίνω μέσα και κάθομαι από την αντίθετη πλευρά. “Are you ready to rock?” με ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση ανοίγει το μηχανισμό, και γίνεται της μπουρμπουλήθρας το κάγκελο.
    - «Μόνο ο ελέφαντας λείπει!» τον πειράζω, αλλά η αίσθηση του ρεύματος του ζεστού νερού σε διάφορα σημεία του σώματός μου μού αρέσει. Καμία σχέση με το τζακούζι του 3Χ. «Αχ!» πετάγομαι, καθώς νιώθω από το πουθενά ένα μπαμπέσικο ρεύμα νερού σε πολύ άβολο σημείο της ανατομίας μου.
    - «Χα!» μου κάνει ο γάιδαρος, και μετά μου αρπάζει τα πόδια με το έτσι θέλω και αρχίζει να μου τρίβει τις πατούσες. Εντάξει, τό σωσε! «Τα βρήκατε να υποθέσω με το Δημήτρη;»
    - «Τα βρήκαμε» του απαντάω στενάζοντας. Μπορεί ο Δημήτρης να με είχε συγχωρήσει ωστόσο εγώ δεν είχα συγχωρήσει ακόμα τον εαυτό μου, είχα μπροστά μου δρόμο…
    - «Τότε γιατί μου κάνεις σα δυστυχισμένος τυφώνας;»
    - «Τι γιατί ρε Μάριε; Το γεγονός ότι με συγχώρησε δεν αναιρεί το πόσο τον πλήγωσα τότε, ούτε διώχνει τις τύψεις μου. Ξέρεις τι μου είπε; Ότι βγήκε σοφότερος και πιο κυνικός. Δικό μου έργο.»
    - «Δε στο λέω για να σε παρηγορήσω, αλλά αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάποια άλλη. Καλώς ή κακώς Μπίλι μου, όλους κάποιος μας κάνει σοφότερους και όλοι μας κάνουμε κάποιους σοφότερους. Σάμπως εγώ με τη Βίκυ ήμουν καλύτερος;»
    - «Δεν είναι το ίδιο, Μάριε.» Τα δάχτυλά μου βυθίζονται στο νερό, χαράζοντας σχήματα που διαλύονται αμέσως. «Εσύ δεν τα έφτιαξες με τη Βίκυ για να με κάνεις να ζηλέψω. Τα έφτιαξες μαζί της γιατί το ήθελες—ή τουλάχιστον, πίστευες ότι το ήθελες. Δεν την κορόιδεψες, ούτε κορόιδεψες τον εαυτό σου, ακόμα και αν ήταν εκείνη που σε έκανε τελικά να συνειδητοποιήσεις ότι αυτή που πραγματικά θέλεις είμαι εγώ. Εγώ, από την άλλη, έκανα κάτι ασυγχώρητο. Τον χρησιμοποίησα, και το ήξερα.»

    Η απάντησή του έρχεται τραγουδιστά, με τη φωνή του χαμηλή, σχεδόν παιχνιδιάρικη:

    “Sweet dreams are made of this
    And who am I to disagree?
    I travelled the world and the seven seas
    And everybody is looking for something”

    Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια.

    - «Δεν αλλάζει κάτι αυτό…» του απαντάω χαμηλώνοντας το κεφάλι.
    - «Μπίλι, σε συγχώρησε;»
    - «Ναι, έτσι μου είπε.» Παύση. Μια ανάσα. «Και ξέρεις κάτι; Τον πιστεύω.»
    - «Μπίλι μου, η συγχώρεσή του δε θα έχει καμιά αξία αν δεν συγχωρήσεις και η ίδια τον εαυτό σου. Αν μπόρεσε να σε συγχωρέσει ο Δημήτρης, το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ.»

    Κοιτάζω τη φουσκωμένη επιφάνεια του νερού, σαν να ψάχνω να βρω κάτι εκεί μέσα.

    - «Θα μου πάρει λίγο χρόνο.» Στενάζω, το κεφάλι μου γέρνει στιγμιαία προς το μέρος του.
    - «Εμένα μου πήρε τρία χρόνια να κάνω το ίδιο λάθος ξανά και ξανά, Μπίλι.» Η φωνή του είναι ήρεμη, αλλά ακούω κάτω από την επιφάνεια ένα βάρος που δεν είχε πριν. «Γιατί από εκείνη τη βραδιά που με χώρισε η Βίκυ, ήξερα τι ήθελα. Και αντί να ψάξω μέσα μου να βρω το κουράγιο να έρθω να στα πω στα ίσια, και ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε, τι έκανα; Προσπαθούσα ξανά και ξανά και ξανά. Ξέρεις ποιος είναι ο ορισμός της παράνοιας; Να κάνεις κάθε φορά το ίδιο και να ελπίζεις το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό.»
    - «Δεν είναι το ίδιο, μωρό μου.» Σηκώνω το βλέμμα μου, θέλω να το καταλάβει. «Δεν είχες μόνο τον φόβο της απόρριψης, είχες και τον φόβο του τι επίπτωση μπορεί να είχε αυτή η απόρριψη από κάποιον άνθρωπο που τον θυμάσαι από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου. Δεν χρησιμοποίησες καμία από τις κοπέλες με τις οποίες ήσουν. Προσπάθησες να κάνεις το επόμενο λογικό βήμα, με το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο. Προσπάθησες να πας παρακάτω.»
    Ο Μάριος χαμογελάει πικρά. «Δεν το κάνει λιγότερο λάθος, μωρό μου.» Με κοιτάζει στα μάτια, αλλά η φωνή του είναι σχεδόν ψιθυριστή. «Στο τέλος της ημέρας, το αποτέλεσμα μετράει. The road to hell is paved with good intentions, λένε, και υπάρχει λόγος. Μπορεί ο σκοπός μου να ήταν λιγότερο κυνικός από τον δικό σου, αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Έκανα όλες μου τις σχέσεις σοφότερες, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.»
    Αναστενάζω. «Η πρόθεση εξακολουθεί να μετράει.»
    - «Μπορεί.» Παύση. «Αλλά, Μπίλι μου, ασχέτως των προθέσεων, μετράει και το αποτέλεσμα. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος. Το μόνο που έχει αξία είναι να μην κάνουμε ξανά τα ίδια λάθη.»

    Το στομάχι μου σφίγγεται. Η φωνή μου βγαίνει σχεδόν σιγανή, αλλά απόλυτα ειλικρινής.

    - «Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι.»

    Ο Μάριος με κοιτάζει για λίγο σιωπηλός. Μετά, χαμογελάει—εκείνο το ζεστό, βαθύ χαμόγελο που πάντα με κάνει να νιώθω ότι όλος ο κόσμος συρρικνώνεται σε μια στιγμή.

    - “Alors, ton cœur est exactement là où il doit être.” Η προφορά των γαλλικών του είναι τέλεια, και ο τρόπος που το λέει… είναι σαν να κάνει δήλωση, σαν να μου λέει ότι είμαι σωστή, όπως είμαι.
    - «Το ίδιο και η δική μου.» Μου γνέφει να πλησιάσω. Πλησιάζω.

    Χώνομαι στην αγκαλιά του και ξεσπάω με λυγμούς. Η αγκαλιά του είναι το μόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορώ να διαλυθώ χωρίς να φοβάμαι. Εκεί, μέσα στα χέρια του, καμία από τις άμυνες που έχω μάθει να χτίζω από παιδί δεν έχει σημασία. Δε μου μιλάει, δε μου λέει λόγια παρηγοριάς, δε μου ψιθυρίζει πως όλα θα πάνε καλά. Δεν προσπαθεί να με φτιάξει, απλά με κρατάει. Και αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι.

    Θα έπεφτα και στη φωτιά για εκείνον αν μου το ζητούσε. Ο Μάριος είναι το κέντρο της ύπαρξής μου. Και αυτή η συνειδητοποίηση… όχι απλά δε με τρομάζει—με γαληνεύει. Γιατί είμαι εκεί που θέλω να είμαι. Ανήκω εκεί που θέλω να ανήκω.

    Τι παράξενο… Θέλω να ανήκω.

    Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έκανα του κεφαλιού μου. Έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα και στον διάολο όλα. Γιατί… γιατί δεν άνηκα πουθενά. Ήμουν κορίτσι αλλά ήθελα να είμαι αγόρι. Ήμουν εκείνη που έπρεπε πάντα να κερδίζει με το σπαθί της το πιο βασικό ανθρώπινο δικαίωμα: να ανήκω κάπου. Να μη νιώθω ότι είμαι πάντα η εξαίρεση στον κανόνα.

    Ο Μάριος… Ο Μάριος με είχε αποδεχτεί από έξι χρονών παιδί. Με είχε αποδεχτεί χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «ναι, αλλά…». Για εκείνον ήμουν απλά εγώ.

    Ποτέ δεν τον ένοιαξε αν ήμουν όμορφη.

    Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν ήμουν καλή στη μπάλα και αν ήμουν καλή στα μαθήματα. Το μόνο που μετρούσε για εκείνον ήταν αυτό που είχα κερδίσει με το δικό μου κόπο—και όχι αυτό που μου είχε χαρίσει η φύση.

    Ξέρω ότι με θεωρεί όμορφη. Πάντα μου το έλεγε, σχεδόν μηχανικά, ότι ήμουν το πιο όμορφο κορίτσι που είχε δει ποτέ του. Αλλά το έλεγε όπως λες «ο ουρανός είναι μπλε».
    Η αληθινή ζεστασιά στη φωνή του ερχόταν όταν του έκανα ντρίπλα. Όταν τον έκοβα. Όταν έλυνα το πρόβλημα πριν από εκείνον. Το πρώτο ήταν απλά μια διαπίστωση. Το δεύτερο ήταν θαυμασμός.

    Πάντα.

    - «Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω!» του λέω κλαίγοντας ακόμα πιο δυνατά.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου.»

    Ούτε αγάπη μου, ούτε λατρεία μου, ούτε καμένη μπαταρία μου. Μπίλι μου. Δεν ήμουν μια αφαίρεση. Δεν ήμουν απλώς «η κοπέλα του». Για τον Μάριο αυτή η λεξούλα, το όνομά μου, το παρατσούκλι που μου είχαν κολλήσει τα αγόρια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, σήμαινε τα πάντα.

    Μπίλι του.

    - «Ναι, μωρό μου» του απαντάω, ακόμα κλαίγοντας. «Η Μπίλι σου. Δική σου. Και μόνο δική σου.»
    - «Δική μου. Και μόνο δική μου.»

    Η φωνή του χαμηλώνει, ζεστή και απόλυτη, και με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά του. Δεν χρειάζεται να πει τίποτα άλλο. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο. Απλά μένουμε εκεί. Μέχρι που, σιγά-σιγά, καταφέρνω να ηρεμήσω.

    Σηκώνομαι από το νερό και του δίνω το χέρι μου. Τον θέλω. Τον έχω ανάγκη. Θέλω να νιώσω το βάρος του πάνω μου. Θέλω να νιώσω τη ζέστα του κορμιού του πάνω στο δικό μου. Τον θέλω, τον θέλω μέσα μου. Όχι για να με κάνει δική του, είμαι ήδη δική του—πάντα ήμουν. Θέλω να γίνουμε ένα. Ποτέ δεν είχα νιώσει μεγαλύτερη ανάγκη απ' ότι αυτή τη στιγμή. Σκουπιζόμαστε στα γρήγορα και πάμε και ξαπλώνουμε στο κρεβάτι. Ξεκινάει να με χαϊδεύει αλλά τον σταματάω. Καταλαβαίνει.

    Χάνομαι στα μάτια του καθώς τα σώματα μας γίνονται ένα…

    Ένα… Όπως οι ψυχές μας.

    When all are one and one is all.
    To be a rock and not to roll…
     
    Last edited: 2 Φεβρουαρίου 2025
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    1995
    Αν μου βάλεις λαδορίγανη, με σερβίρεις όπως είμαι.


    Έρχεται το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος αλλά μιας και τα μαθήματα έχουν τελειώσει θα το κάνουμε πενταήμερο, θα ξεκινήσουμε για Πόζαρ την Πέμπτη το πρωί και θα επιστρέψουμε αργά το απόγευμα της Τρίτης. Η εξεταστική του Ιουνίου θα είναι και η τελευταία για το Μάριο, το δέκατο εξάμηνό του αναλώθηκε όλο στην διπλωματική του εργασία καθώς είχε φροντίσει να ξεμπερδέψει με όλα τα υπόλοιπα μαθήματα από το τέλος του ένατου, κάτι το οποίο σκοπεύω να κάνω κι εγώ.

    Οι βαθμοί που έχουμε και οι δύο είναι εξαιρετικοί, ο Μάριος έχει μέχρι στιγμής 9,7 ενώ εγώ 9,4 και εκτός αν ξαναδώσω κάποια μαθήματα, δεν προλαβαίνω να τον φτάσω ακόμα και αν πάρω δεκάρια σε όσα μαθήματα μου έχουν μείνει, όχι ότι έχω καμιά ιδιαίτερη κάψα να το κάνω καθώς ακόμα και αν πιάσω απλά τη βάση σε όσα έχουν μείνει η τελική μου βαθμολογία δεν θα πέσει κάτω από το 9.2.

    Του λόγου του από το επόμενο εξάμηνο θα ξεκινήσει και μεταπτυχιακά, αν και μου εξομολογήθηκε ότι θα ψαχτεί αν μπορεί να πάρει υποτροφία σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Προφανώς και δεν βάζω τίποτα πάνω από το καλό του, αλλά ένας Θεός ξέρει πως θα την παλέψουμε αν φύγει για καμιά Αμερική και δεν βρω κι εγώ κάποια ανάλογη υποτροφία για εκεί. Τέλος πάντων, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, “We will cross that bridge if and when we get there.”
    ~.~
    Τα ξημερώματα της Κυριακής που γύρισα σπίτι δεν μπορούσα να πάρω καλά-καλά τα πόδια μου, με είχε κάνει άλογο το μωρουλίνι μου. Καλά, όχι ότι παραπονιέμαι, αυτό θα έλειπε. Λόγω της ώρας—και πάλι καλά να λέω—οι δικοί μου κοιμόντουσαν, γιατί αν με έβλεπαν πως περπατούσα, δε θα πήγαινε καθόλου καλά. Και όχι τίποτε άλλο, να δω πως θα το έπλενα αυτό το ρημάδι το εσώρουχο, αν το έβλεπε η Άννα θα πάθαινε πολλαπλά εγκεφαλικά.

    Τι να κάνω, άλλαξα σε κάτι πιο βολικό και το καταχώνιασα μέχρι να βρω την ευκαιρία να το πλύνω—και αυτό ήταν το μισό πρόβλημα, το άλλο μισό ήταν που θα το απλώσω να στεγνώσει. Όπως και να έχει έπεσα για ύπνο με όλο το σώμα μου να πονάει, έτσι όπως με κοπανούσε σα χταπόδι όλο το βράδυ ο Μάριος, μόνο η λαδορίγανη έλειπε.

    Το πρωί—λέμε τώρα—και όπως είχαμε κανονίσει με την Κατερίνα πήγαμε στο Μπουρνάζι για καφέ. Δοκίμασα να ξυπνήσω και το Μάριο, αλλά την τρίτη φορά που με απείλησε ότι θα μου κάνει τον κώλο πιο κόκκινο απ’ ότι συνήθως—και με τα παιχνίδια μας γινόταν αρκετά—τον άφησα στη ησυχία του.

    - «Καλώς το μου» μου είπε η Κατερίνα όταν πέρασα να την πάρω από το σπίτι της. «Πώς είσαι;»
    - «Αν μου βάλεις λαδορίγανη, με σερβίρεις όπως είμαι!» της απάντησα και έβαλε τα γέλια.
    - «Κατάλαβα, που σε πονεί και που σε σφάζει, ε;»
    - «Δε λες τίποτα, όταν έφυγα στις 05:00 δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Πονάω σε μέρη που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν!»
    - «Καλά μωρή, τι κάνατε;»
    - «Δεν ρωτάς καλύτερα τι δεν κάναμε; Μικρότερη θα είναι η λίστα,» της απάντησα και έβαλε τα γέλια.
    - «Μήπως να πάμε με αυτοκίνητο και όχι με τα πόδια;»
    - «Αν μπορείς, θα με υποχρεώσεις!» της απάντησα γεμάτη ανακούφιση.

    Δέκα λεπτά αργότερα ήμασταν στην καφετέρια, και είχε και αρκετό κόσμο, π’ ανάθεμά της και αυτή, αλλά βρήκαμε να κάτσουμε σε μια απόμερη γωνιά έξω. Μια χαρά, και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και δε θα μας έτρωγε και η κάπνα.

    - «Μέχρι τι ώρα κάτσατε με το Θανάση;»
    - «Γύρω στις τρεις το διαλύσαμε.»
    - «Και μετά;»
    - «Μετά πήγαμε για φρέσκα.»
    - «Καλά που ορκιζόσουν πως δεν θα το ξανακάνεις σε Autobianchi!»
    - «Όχι Autobianchi. Γαμηστρώνας και πήδημα μέχρι τελικής πτώσεως,» μου απάντησε κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Άξιος!»
    - «Άξιος αλλά θα τον πάρει κανένας διάολος. Έχει λυσσάξει να με πάρει από πίσω!»
    - «Ναι, στο μέγεθος που λες ότι έχει φαντάζομαι θα είναι πρόβλημα. Εδώ υπάρχουν φορές που καλά-καλά ούτε εγώ δεν την παλεύω, που μ’ αρέσει κιόλας, και του Μάριου δεν είναι και κανένας τεράστιος.»
    - «Είδα κι έπαθα να μπορώ να τον πάρω αξιοπρεπώς στο στόμα μου, μα αυτό δεν είναι τσουτσού, είναι από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές στον μεσαίωνα για ανασκολοπισμό!» μου είπε με απελπισία και έβαλα τα γέλια.
    - «Ναι, αλλά τουλάχιστον τώρα πια στο ορθόδοξο το ευχαριστιέσαι!»
    - «Ναι, ψεύτρα μην είμαι. Και στο ορθόδοξο, και στο καθολικό και στο διαμαρτυρόμενο μη σου πω. Στο οθωμανικό έχουμε το πρόβλημα!»
    - «Ε, καλά, δεν είσαι αναγκασμένη να του τον δώσεις κιόλας.»
    - «Εσύ πως την παλεύεις;» με ρώτησε.
    - «Αφενός δεν είναι ανακόντα στο μέγεθος και αφετέρου με προετοιμασία, πολλή προετοιμασία. Σάλιο και υπομονή, που λένε, και ακόμα και έτσι καμιά φορά δεν την παλεύω και σταματάμε. Πάντως χθες… μωρή, κάπου πήγε και πήρε λιπαντικό! Πού το βρήκε;»
    - «Πού θες να ξέρω ρε Μπίλι, πήγαμε μαζί για να σου διαλέξει εσώρουχο, δεν πήγαμε σε sex shop να το σηκώσουμε. Για πες τώρα, λιπαντικό;»
    - «Ναι! Τέλος πάντων, χίλιες φορές καλύτερο και από το σάλιο και από τα κολπικά υγρά. Χθες… όχι απλά δεν πόνεσα ιδιαίτερα, την άκουσα στέρεο, ό,τι πιο κοντά σε οργασμό έχω νιώσει κάνοντας το έτσι!»
    - «Χμμμ… με βάζεις σε σκέψεις!»
    - «Κοιμάται ο Θανάσης και η τύχη του δουλεύει!»
    - «Μωρέ μ’ έκανε και είδα το Χριστό Φαντάρο με στολή παραλλαγής το βράδυ, τ’ αυγά και τα πασχάλια έχασα.»
    - «Τι καλός!»
    - «Δεν ξέρω αν θα του δώσω τελικά τον απαυτό μου… αλλά εδώ και λίγο καιρό δεν μένει παραπονεμένος στο άλλο.»
    - «Ώπα! Ώπα! Αποφάσισες να …γευτείς το νέκταρ του;» τη ρώτησα πειρακτικά.
    - «Και να το γευτώ και να το καταπιώ. Μια ιδέα ήταν τελικά, δίκιο είχες.»
    - «ΤΙ!ΛΕΣ!ΤΩΡΑ! Α, εσύ προχώρησες πολύ!»
    - «Ε, τι, μισές δουλειές θα κάνουμε;» με ρώτησε γελώντας.
    - «Αυτό δε σου έλεγα μωρή κι εγώ και με δούλευες;»
    - «Είδα το φως το αληθινό!»
    - «Και μπράβο σου! Α! Ξέχασα να στο πω, έχεις χαιρετισμούς από τον Jean-Claude, προχθές έλαβα το γράμμα του.»
    - «Μπα, τι κάνει ο Καναδός σου;»
    - «Ζωάρα, τα έχει εδώ και τρία χρόνια με μια κοπελίτσα που του πόζαρε ως μοντέλο, τη Μισέλ, και είναι με τα μυαλά στο μίξερ. Μου έχει στείλει παλιότερα και φωτογραφία που είναι οι δυο τους, είναι κουκλί. Κοκκινομάλλα, Ιρλανδέζα γαρ!»
    - «Ναι μωρή, μου το είχες πει. Τίποτα νεότερο;»
    - «Μπα, τα ίδια, εξακολουθεί να κάνει ζωάρα, αν και τελευταία είναι στο πτυχίο του και του έχει φύγει η ούγια. Και μετά έχει και ειδικότητα.»
    - «Καρδιολόγος δεν ήθελε να γίνει;»
    - «Ναι, καρδιολόγος.»
    - «Καρδιολόγος και καρδιοκατακτητής!»
    - «Εμένα μου λες;» τη ρωτάω αναστενάζοντας.
    - «Σιγά, θα πουντιάσουμε έτσι που ξεφυσάς. Του απάντησες;»
    - «Όχι ακόμα, θα του απαντήσω και θα τον κράξω που πήγε και κούρεψε τα μαλλιά του, ο αχαΐρευτος.»
    - «Και αυτός θράσος, να πάει να κουρευτεί χωρίς να σε ρωτήσει…»
    - «Μα είδες;» της είπα με προσποιητή αγανάκτηση και βάλαμε τα γέλια.

    Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και συνεχίσαμε την πάρλα μέχρι που πήγε σχεδόν 15:00, οπότε πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σήμερα η μάνα μου είχε φτιάξει γεμιστά και πήγα και ξύπνησα και τον αχαΐρευτο για να φάμε. Μωρέ αν δεν ήταν τα γεμιστά ούτε μέχρι το βράδυ δε θα σηκωνόταν, αλλά έλα που τα λατρεύει, ειδικά όπως τα φτιάχνει η Άννα.

    - «Αχ, για στα χέρια σου κυρία Άννα!»
    - «Ναι, αλλά να συνεχίσω να έχω χέρια, έτσι;» τον πείραξε η μάνα μου, γιατί έτσι όπως έτρωγε, κάποια στιγμή φοβηθήκαμε ότι θα φάει κι εμάς!
    - “I’ll to my best!” απάντησε ο αθεόφοβος, συνεχίζοντας να τρώει σα να μην υπάρχει αύριο. «Α, κύριε Ηλία, να τον το ξεχάσω, με πήρε χθες ο πατέρας μου και μου είπε να σου πω ότι τον βρήκε το μηχανικό που ήθελες, και πως όταν μιλήσεις μαζί του, να του πεις ότι είσαι συστημένος.»
    - «Μηχανικό;» ρώτησα εγώ.
    - «Ναι, δεν στο είπα. Μας έκαναν πρόταση για αντιπαροχή!»
    - «Τι;»
    - «Δύο διαμερίσματα, ένα δυάρι και ένα τριάρι, ρετιρέ. Και δύο parking.»
    - «Θέλεις να δώσεις το σπίτι;» τον ρώτησα με απορία.
    - «Να δώσουμε,» απάντησε η μάνα μου. «Θα δώσουμε εκατό τετραγωνικά και θα πάρουμε πίσω εκατόν-εβδομήντα. Δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμα.»
    - «Γι’ αυτό ζήτησα του Ανδρέα να μου πει για το μηχανικό του. Να δει κι αυτός την πρόταση και να την αξιολογήσει,» είπε ο πατέρας μου.

    Εγώ σκοτείνιασα, είναι η αλήθεια, ενώ ο Μάριος δε σχολίασε καθόλου.

    - «Δεν είναι εκατό τετραγωνικά,» επέμεινα εγώ. «Έχουμε και τον κήπο μας!»
    - «Ο κήπος είναι πενήντα τετραγωνικά, όλο το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, είναι εκατόν-πενήντα. Και πάλι μας δίνουν παραπάνω.»
    - «Ναι, αλλά αν θέλαμε θα μπορούσαμε να χτίσουμε και δεύτερο όροφο,» απάντησα εγώ σκαλωμένη. «Και ο δεύτερος όροφος δεν έχει την είσοδο και το γκαράζ, μπορεί να βγει 120 τετραγωνικά!» επέμεινα εγώ.
    - «Και με τι λεφτά θα χτίσουμε το δεύτερο όροφο, Βασιλική;» με ρώτησε ο πατέρας μου. «Για να μην αναφέρουμε ότι το σπίτι είναι από τα μέσα του ’60, ενώ αν πάρουμε αντιπαροχή θα είναι του κουτιού. Πιο μεγάλη αξία θα έχει το δυάρι, το ρετιρέ και τα δύο parking απ’ όσο έχει τώρα το σπίτι μαζί με το οικόπεδο,» απάντησε ο πατέρας μου.
    - «Έχει δίκιο,» είπε ο Μάριος. «Και οι δικοί μου, μη νομίζεις, κάποια στιγμή που θα πάρουν σύνταξη θα το πουλήσουν και θα πάνε Ζάκυνθο να μείνουν.»
    - «Κι εσύ;»
    - «Εκατόν-τριάντα τετραγωνικά είναι πολλά για ένα άτομο. Υποθέτω ότι θα βρω κάπου αλλού.»
    - «Τέλος πάντων, μην προτρέχουμε» είπε ο πατέρας μου συνειδητοποιώντας ότι μου είχε χαλάσει η διάθεση. «Να δούμε πρώτα τι θα μας πει και ο μηχανικός και μετά βλέποντας και πράττοντας. Σου άφησε το τηλέφωνο ο πατέρας σου;» ρώτησε τον Μάριο.
    - «Ναι, βέβαια, το έχω σημειώσει. Πετάγομαι μια στιγμή να το φέρω!»
    - «Κάτσε να φας, βρε!» του είπε η μάνα μου.
    - «Ένα διάλειμμα για να κάνω χώρο το χρειάζομαι,» είπε ο Μάριος και σηκώθηκε. «Επιστρέφω Δημήτριος!»
    - «Κατάλαβα, πάει το βραδινό!» τον πείραξε η μάνα μου.
    - «Μην ανησυχείς, θα φάω και για βράδυ!» της απάντησε ο Μάριος, κάνοντας τους υπόλοιπους να βάλουμε τα γέλια.

    Πέντε λεπτά αργότερα επέστρεψε με το τηλέφωνο του μηχανικού, και κρατώντας λόγο, συνέχισε να τρώει. Πού στο διάολο τα έβαλε, μου λέτε;

    - «Τελικά τι θα κάνετε του Αγίου Πνεύματος;» με ρώτησε ο πατέρας μου.
    - «Λέμε για λουτρά Πόζαρ,» του απάντησα.
    - «Πόζαρ; Στην Αριδαία;»
    - «Ναι, για εκεί λέμε,» του απάντησα.
    - «Και πότε θα πάτε και πότε θα γυρίσετε;»
    - «Λέμε να φύγουμε Πέμπτη πρωί,» απάντησε ο Μάριος. «Να το πάμε με την ησυχία μας, να κάνουμε και δυο-τρεις στάσεις στο δρόμο. Θα είμαστε πίσω Τρίτη βράδυ, ούτε εγώ, ούτε η Μπίλι έχουμε κάτι για την Τρίτη.»
    - «Πολλά χιλιόμετρα. Ναι, καλά θα κάνετε να το πάτε έτσι και να γυρίσετε και έτσι.»
    - «Άλλωστε δε θα το πάρει σερί όλο ο Μάριος, θα οδηγήσω κι εγώ,» τους απάντησα.
    - «Πες το μου έτσι να ησυχάσω!» με πείραξε ο πατέρας μου για να λάβει ένα «ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ» ως μεγαλοπρεπέστατη απάντηση.
    ~.~
    Μετά το φαγητό οι γονείς μου έπεσαν για ύπνο και εμείς πήγαμε σπίτι του

    - «Για πες, τι λέγατε με την Κατερίνα;» με ρώτησε όταν πήγαμε να φτιάξουμε τις φραπεδάρες μας.
    - «Να ξυπνούσες και να ερχόσουν να άκουγες!»
    - «Μπορούσα να πάρω τα πόδια μου έτσι όπως με κατάντησες;» με πείραξε. «Σουραύλι μ’ έκανες!»
    - «Ναι, πες ότι φταίω κι από πάνω!»
    - «Φυσικά και φταις! Είναι δυνατόν να έχω μια γυναίκα σαν εσένα και να είμαι φρόνιμος; Να είμαστε και λογικοί, μην είμαστε και πλεονέκτες!»
    - «Δηλαδή, δε φτάνει που με έβαλες κάτω χθες και με κοπάνισες σα χταπόδι, δε φτάνει που πονάω σε σημεία του σώματος που μέχρι χθες δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν, δε φτάνει που τα μεριά μου έχουν αρπάξει φωτιά από την τριβή, φταίω κι από πάνω!»
    - «Είμαι φλογερός εραστής!»
    - «Μεσιέ, για συμμαζέψου γιατί σε βλέπω να επιστρέφεις στις εργοστασιακές σου ρυθμίσεις!» τον ψευτοαπείλησα.
    - «Καλή η μαλακία, δε λέω, αλλά με το σεξ γνωρίζεις και κόσμο!»
    - «Σάμπως να παραγνωριστήκαμε!»
    - «Να γνωρίσω άλλες;»
    - «Θες να σε φυτέψω επί τόπου;»
    - «Μα…»
    - «Μαμούνια!» του είπα και έσκασε στα γέλια. «Κοριτσάρα μου εσύ! Καμιά δεν είναι σαν τη Μπίλι μου!»
    - «Άντε μη σε βιάσω!»
    - «Τώρα δε μου γκρίνιαζες βρε βάσανο;»
    - «Καλά σου έκανα!»
    - «Είσαι λατρεία!» μου είπε και άφησε τον καφέ στη μέση. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο δωμάτιό του. «Και τώρα θα πληρώσεις τις πομπές σου!»

    Με πέταξε χωρίς πολλά-πολλά στο κρεββάτι, και μου κατέβασε σορτς και εσώρουχο, πέφτοντας πάνω μου με τα μούτρα. Κυριολεκτικά! Τον άρπαξα από το κεφάλι και τον κόλλησα πάνω μου, όπως με έπαιζε με τα χείλη του και τη γλώσσα του, και μπορεί χθες να είχα γίνει χταπόδι από το κοπάνισμα, αλλά με την τέχνη που μου έκανε στοματικό, έκανε τα μάτια μου να γυρίσουν ανάποδα.

    Πέρασε το ένα χέρι του κάτω από το φανελάκι και με γράπωσε στο αριστερό στήθος, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή το παιχνίδι με τα χείλη του και τη γλώσσα του. Μου έσφιξε δυνατά τη ρόγα, κάνοντάς με να ξεφωνίσω από τον πόνο και την ηδονή. Έτσι όπως πηγαίναμε ούτε πέντε λεπτά δε θα άντεχα, ένιωσα το γνωστό μυρμήγκιασμα σε όλο μου το κορμί, και μερικές στιγμές αργότερα τεντώθηκα ξεφωνίζοντας, σα να διαπερνούσαν το στόμα μου χιλιάδες βολτ.

    Και πάνω που έλεγα ότι δεν γίνεται πιο δυνατός οργασμός, μου έβαλε και δάχτυλο πίσω μου, και το λες και θαύμα που δεν του έμεινα, για μερικές στιγμές πίστεψα ότι θα αφήσω πίσω μου το μάταιο τούτο κόσμο, με τόσο ύποπτο χαμόγελο που θα αναγκαζόντουσαν να με θάψουν με κλειστό φέρετρο.

    - «Ζεις;» με ρώτησε όταν τελείωσε. Για μένα δε μιλάμε, είχα τελειώσει με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο.
    - «Μετά βίας!» του απάντησα ξεψυχισμένη.
    - “A job very well done!” μου είπε με το χαμόγελο της Colgate.

    Ανέβηκε προς τα πάνω και χώθηκα στην αγκαλιά του.

    - «Σ’ αγαπάω!»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Μπίλι μου, σ’ αγαπάω όσο τίποτα!»
    - «Μάριε… νόμιζα ότι θα σου μείνω και θα αναγκαστείτε να με θάψετε με κλειστό φέρετρο, γιατί, με το χαμόγελο που είχα, θα γινόμασταν θέαμα!» του είπα και παρά το μακάβριο του αστείου έσκασε στα γέλια.
    - «Τόσο καλά;»
    - «Γδύσου!»
    - «Εχμ, Μπίλι μου…»
    - «Σκάσε και γδύσου!»
    - «Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής. Σάμπως μου έχει μείνει και κανένα υγρό, νιώθω σα μούμια!»
    - «I don’t care, γδύσου!»

    Τι να κάνει, γδύθηκε αναστενάζοντας και κατέβηκα με την μία να τον πάρω στο στόμα μου. Αν και έδωσα όλη μου την τέχνη, φαίνεται πως όντως είχε ξεζουμιστεί χθες το βράδυ, το μηχάνημα δεν έλεγε να πάρει μπρος. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω έτσι—ήθελε δεν ήθελε—οπότε κατέφυγα στα μεγάλα μέσα, τον έβαλα να την παίξει με εμένα σκυμμένη από πάνω του να του γλείφω το κεφαλάκι. Το κόλπο φάνηκε να πιάνει, και του σηκώθηκε και πάλι, αλλά όταν τον ξαναπήρα στο στόμα μου, ο προδόταρος μας άφησε χρόνους.

    - «Κάτσε να δοκιμάσουμε κάτι άλλο,» μου είπε και με έβαλε να ξαπλώσω στο πλάι και τον έβαλε στο στόμα μου και άρχισε να κουνιέται. Κοίτα να δεις που με αυτό ξύπνησε. Με άρπαξε από το μαλλί και άρχισε—κυριολεκτικά—να με γαμάει στο στόμα. Αυτό όλως παραδόξως δεν το είχαμε κάνει όλο αυτό τον καιρό, στο ξαπλωτό εννοώ, με εμένα γονατιστή το είχαμε κάνει κάμποσες φορές έτσι, ειδικά όταν πιεζόμασταν από χρόνο.

    Όπως και να έχει ενέτεινε το ρυθμό του ακόμα περισσότερο αλλά—και όσο και αν είχα μάθει να τον παίρνω πια όλο στο στόμα μου—η όλη στάση με ζόρισε, σχεδόν κοπανούσε το λαρύγγι μου ο λυσσάρης, αλλά εδώ που τα λέμε, εγώ το ξεκίνησα, οπότε σκάσε και ρούφα. Με ανακούφιση—γιατί κόντευα να γίνω μωβ—ένιωσα το όργανό του να δονείται στο στόμα μου, και πράγματι λίγες στιγμές αργότερα με κράτησε ακίνητη και τέλειωσε με σπασμούς.

    Εντωμεταξύ για ξεζουμισμένος η ποσότητα ήταν αξιοσημείωτη, αν και όχι με τη συνήθη υφή ή γεύση, σήμερα παρά ήταν πικρός. Όπως και να έχει δεν έκανα κανένα παράπονο, τα κατάπια όλα, και αφού τον έγλειψα από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση για να τον καθαρίσω από τα σάλια μου, του έδωσα ένα τελευταίο φιλάκι και τον άφησα να πάρει το ρεπό, που—αν μη τι άλλο—το κέρδισε με το σπαθί του!
     
    Last edited: 3 Φεβρουαρίου 2025