Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αγαπημένα …

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος anasia, στις 3 Νοεμβρίου 2006.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  2. Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
    σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
    που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
    Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
    κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
    που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

    Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
    οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
    όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
    χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

    Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
    Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
    άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
    ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

    Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
    δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
    Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
    να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
    Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
    Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
    μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

    Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
    Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
    Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
    και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

    ~

    Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

    Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
    όνομα. Εύα από την Κίο.
    Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
    και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.

    Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
    όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
    φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
    άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

    Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
    ή το γέρο νάνο απ' την Καντώνα.
    Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
    πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

    Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
    Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
    Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
    και φυλλομετρά τον καζαμία.

    Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
    Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
    Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
    έχει και στην κόλαση μπορντέλο.
     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  4. Iagos

    Iagos Contributor

  5. tithon

    tithon Contributor

    Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια.
    Στὸ χέρι σου χλωρὸ κλαρί, χαρτὶ κι ἕνα φτερό.
    Τέσσεροι κάμανε καιροὶ τὰ ροῦχα σου κουρέλια.
    Νὰ σὲ σκεπάσω θέλησα, γλιστρᾶς καὶ δὲ μπορῶ.

    Κοράλλι ὁ κατραμόκωλος βαστάει νὰ σὲ φιλέψει.
    Γιατί μπήγεις τὰ νύχια σου στὴ σάπια κουπαστή;
    Εἶν᾿ ἕνα φάδι ἀθώρητο καὶ μοῦ μποδάει τὴ βλέψη.
    Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο καὶ σταχτί.

    Παρακαλῶ σε κάθησε νὰ ξημερώσει κάπως.
    Χρῶμα νὰ βρῶ, τὸ πράσινο καὶ τίντες μυστικές.
    Κι ἀπέ, τὸ θρύλο νὰ σοῦ πῶ ποὺ μοῦ ῾πε μαῦρος κάπος
    τὴ νύχτα ποὺ μᾶς ἔγλειφε φωτιὰ στὸ Μαρακές.

    Ἀκόμα ξέρω τὸν ἀρχαῖο σκοπὸ τοῦ Μινικάπε,
    τὴ φοινικιὰ ποὺ ζωντανὴ θρηνεῖ στὸ Παραμέ.
    Μὰ ἕνα πουλὶ μοῦ μήνυσε πὼς κάποιος ἄλλος στά ῾πὲ
    κάποιος, ποὺ ξέρει νὰ ἱστορᾶ καλύτερα ἀπὸ μέ.

    Κάματος εἶναι ποὺ μιλᾶ στενόχωρα καὶ κάψα.
    Πεισματική, καὶ πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
    ὅμως δὲν εἴμαστε παιδιὰ νὰ πιάσουμε τὴν κλάψα.
    Τί θά ῾δινα - «Πάψε, Σεβάχ» - γιὰ νά ῾μουνα παιδί!

    Αὐγή, ποιὸς δαίμονας Ἰνδὸς σοῦ μόλεψε τὸ χρῶμα;
    Γυρίζει ὁ ναύτης τὸν τροχὸ κι ὁ γύφτος τὴ φωτιά.
    Καὶ μεῖς, ποὺ κάμαμε πετσὶ τὴν καραβίσια βρόμα,
    στὸ πόρτο θὰ κερδίσουμε καὶ πάλι στὰ χαρτιά.
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

  10. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Σαν πρώιμο σταφύλι η Μαρία
    Πριν πατήσει ακόμα καν τα δεκατρία
    Τους άντρες έκανε τυφλά να την ποθούν
    Σαν τα μυγάκια που πετούν γύρω απ’ τη φλόγα
    Όταν αντίκριζαν τη ροδαλή της ρώγα
    Γύρω της τρέχαν για να τσουρουφλιστούν

    Κατεβαίνει απ’ το χωριό της στην Αθήνα
    Γερμανοί παντού και λύσσαξε στην πείνα
    Τι άλλο θα βρω για να σας πω ένα παραμύθι
    Λόγω πείνας της αμβλύνθηκαν τα ήθη
    Στην Αθήνα της Μαρίας η εμορφιά
    Ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά
    Ένας δοσίλογος την έχει ερωτευτεί
    Κι αυτή του δίνεται χωρίς να το σκεφτεί

    Μία μέρα ένας άντρας την πλευρίζει
    "Κακομοίρα μου", στ’ αυτί της ψιθυρίζει
    "Μ’ αυτόν που είσαι το κεφάλι σου θα φας,
    Γυρεύοντας κοπέλα μου το πας (pass)"
    Σηκώθηκε ένα βράδυ απ’ το κρεβάτι
    "Προς νερού μου" λέει "πάω" στο συνεργάτη
    Βιαζότανε αυτός να την πηδήσει
    Μα τον πείθει πως αμέσως θα γυρίσει

    Από κάτω περιμέναν οπλισμένοι
    Δυο της όπλα και στο κόμμα οργανωμένοι
    Τους ανοίγει, ανεβαίνουνε επάνω
    Και σκοτώνουν στο κρεβάτι τον ρουφιάνο
    Φχαριστήθηκε ο κοσμάκης κι η Μαρία
    Άστε ντούε βγήκε στην παρανομία
    Μα την ψάχνανε παντού οι Γερμανοί
    Φεύγει εκείνη στο βουνό για να κρυφτεί

    Με αντάρτες στο βουνό κάνει παρέα
    Γνωρίζει κάποιονε ονόματι Αντρέα
    Τα γένια του μυρίζανε θυμάρι
    Μαυροσκούφης ήτανε του Άρη
    Της υπόσχεται, μόλις λευτερωθούνε
    Με το καλό θα ήθελε να παντρευτούνε
    Ενώ μπαίναν στην Αθήνα οι Εγγλέζοι
    Δως του εκείνος για παντριά να την πιέζει

    Κάποιος βρέθηκε να την διαφωτίσει
    Ο Φώτης, και τα μάτια της να ανοίξει
    "Ο Αντρέας ήταν", λέει, "Τροτσκιστής,
    Γι’ αυτό δεν πρέπει να τον ξαναδείς"
    Του χώσανε λοιπόν μία παγίδα
    Του αντάρτη κι αν τον είδατε, τον είδα
    Πάει τον έφαγε το μαύρο το σκοτάδι
    Κατά διαταγήν του Ζαχαριάδη

    Και μια νύχτα σκοτεινή πάνω στο Γράμμο
    Ο Φώτης την εζήτησε σε γάμο
    Ο Φώτης βρέθηκε μετά στη Βουλγαρία
    Κι αυτή να σέρνεται μες στα στρατοδικεία
    Ο επίτροπος ζητά την εσχάτη των ποινών
    Μα επεμβαίνει, ευτυχώς, κάποιος γιος εφοπλιστών
    Την είχε δει σε μια εφημερίδα
    "Την ερωτεύτηκα μπαμπά", του λέει, "μόλις την είδα"

    Κι όταν σκότωσαν τον Νίκο Μπελογιάννη
    Στη Μητρόπολη γινήκανε οι γάμοι
    Ο φάκελός της σαν σκιά εξαφανίστηκε
    Σε κολυμπήθρα εθνική ξαναβαφτίστηκε
    Από τότε κολυμπάει στα πλούτη μέσα
    Η Μαρία είναι τώρα ναυαρχέσα
    Έχουν δίκιο της ζωής οι βετεράνοι
    Στόλους σέρνει άμα θέλει το φουστάνι

    Έχουν δίκιο όταν λένε οι παλιοί
    Στόλους σέρνει άμα θέλει, (νανανα.. τιντιντιν....)

    (Λέει ο Εγγλέζικος θηρεός, "Ας είναι ντροπιασμένος όποιος σκέφτεται άσχημα"...
    Τι σκεφτήκατε;; )

     
  11. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Πια δε στέλνει Σπυριδούλες η επαρχία
    Η Αθήνα ζει μες τη μελαγχολία
    Σκηνικό μοιάζει σε φιλμ καταστροφής
    Που’ ν τα χρόνια εκείνα προ της κατοχής
    Η Αθήνα που’ χει τώρα τα λεφτά
    Εχει βίλες και Μπε Εμ Βε και γουνικά
    Κι υπηρέτρια από τις Φιλιππίνες
    Κι έτσι βρέθηκε η Μαρία εν Αθήναις

    Είν’ αλήθεια της πληρώσαν το εισιτήριο
    Μα της κράτησαν μετά το διαβατήριο
    Μη τους φύγει σ’ άλλο σπίτι για να πάει
    Και κλειδώναν το ψυγείο να μη φάει
    Κι όταν έφευγαν τ’ αφεντικά
    Της την έπεφτε ο γιος στα μουλωχτά
    Μα γυρνά μια μέρα ο γέρος αιφνιδίως
    “Την ερωτεύτηκα μπαμπά” του λέει ο γελοίος

    Κατά μέρους παίρνει ο γέρος τον γελοίο
    Αντρας μ’ άντρα του ξηγιέται στο γραφείο
    Κάνε πέρα που σου λέω έχω πείρα
    Τη μάνα σου κι εγώ έτσι την πήρα
    Κι ο γελοίος πάει έξω και σπουδάζει
    Και ο γέρος τη Μαρία εκβιάζει
    “Με αποπλάνηση ανηλίκου φυλακή”
    Κι αναγκάζεται αυτή να του δοθεί

    Κάποιος όμως τα’ πε όλα στην κυρία
    Την κυρία της κι αυτή την λεν Μαρία
    Ηταν κάποτε φτωχιά κατατρεγμένη
    Είναι μία ιστορία μπερδεμένη
    Κι είναι νόμος όσοι λύσσαξαν στις φάπες
    Γίνονται ύστερα οι πιο φριχτοί σατράπες
    Στο καζίνο ούτε ξέρει τι αφήνει
    Και στο γέρο λέει πως τα’ φαγε εκείνη

    Εφτυσε αίμα δύο χρόνους η Μαρία
    Μα σκεφτόταν μ’ ένα “μάλιστα κυρία”
    Είναι χάος η ψυχή του Ασιάτη
    Και κυρίως όταν μαγειρεύει κάτι
    Και το κάτι άμα λάχει εν προκειμένω
    Ήταν ρύζι μ’ αστακό ξεγυρισμένο
    Ένα έδεσμα δουκών και μαρκησσίων
    Και κρετίνων των βορείων προαστίων

    Κι όπως κάνουν οι κρετίνοι όταν πεινάνε
    Πέσαν όλοι τον αγλέορα να φάνε
    Η γλυκόξινη η σάλτσα τους αρέσει
    Και σκεπάζει του καθάρσιου τη γεύση
    Το τι έγινε μετά δέκα λεφτά
    Είναι αδύνατο να σας το πω καλά
    Μια λεκάνη για σαράντα τι να κάνει
    Παίρναν θέση στο μπαλκόνι στο ντιβάνι

    Κι η κυρία που δεν πρόλαβε να φάει
    Τη ζωή της όλη ανάποδα μετράει
    Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη μέσα η μνήμη
    Τη Μαρία συμβουλεύει να του δίνει
    Κι ούτε λόγος για το σκάνδαλο στο πάρτι
    Όλοι κάναν πως κανείς δεν ξέρει κάτι
    Τι να πούνε και σε ποιον οι καλεσμένοι
    Όχι τώρα θα μιλάνε κι οι χεσμένοι


     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor