Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Βιβλιοκριτική

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος vautrin, στις 10 Οκτωβρίου 2010.

  1. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

    Η συμφωνία των ονείρων
    Θέμελης Νίκος

    Όνειρα… όνειρα που μιλούν για επίγειες και επουράνιες εξουσίες και μας στοιχειώνουν, μας καθοδηγούν, μας παρασύρουν. Όνειρα του ύπνου και του ξύπνιου, στον αντίποδα της πραγματικότητας και του πώς αυτή ξετυλιγόταν· ανήμπορα να βοηθήσουν το κράτημα των δεσμών μιας οικογένειας αλλά και των ανθρώπων της, καθώς σπαράσσονταν και χάνονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ίσως επειδή το έφερναν οι περιστάσεις αλλά και επειδή οι ίδιοι τις έφτιαχναν με τα μυαλά που κουβαλούσαν. Διαδρομές ζωής στη Μεταπολεμική Ελλάδα για την αναζήτηση της λύτρωσης, της δικαίωσης και της δικαιοσύνης μέχρι τα άκρα των αντοχών της κοινωνίας. Τέσσερις εκδοχές ονείρων

    κατά την ταπεινή μου γνώμη ένα καλό βιβλίο....
     
  2. vautrin

    vautrin Contributor

    Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος Του Θανάτου.

    Η ιστορία ενός λεηλατημένου αλήτη

    Η ζωή και ο θάνατος του Αριστείδη Παγκρατίδη, του μυθιστορηματικού και για μερικούς ηρωοποιημένου δράκου του Σέιχ Σου, γίνεται αφορμή για μια μυθοπλασία μέσα από την οποία αναβιώνει η σκληρή μετεμφυλιακή δεκαετία 1950-60 στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Ελλάδα


    Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010 TO BHMA



    Πριν από 43 χρόνια ο Αριστείδης Παγκρατίδης, καταδικασμένος τετράκις εις θάνατον από το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την κατηγορία του «σίριαλ κίλερ», εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. «Μανούλα μου, είμαι αθώος» ήταν οι τελευταίες λέξεις του προτού οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος τον ξαπλώσουν νεκρό στο δάσος του Σέιχ Σου, από το οποίο πήρε το προσωνύμιο «δράκος του Σέιχ Σου».

    Σαράντα χρόνια μετά αποδείχθηκε ότι ο Αριστείδης Παγκρατίδης, Αρίστος γι΄ αυτούς που τον ήξεραν, δεν ήταν δολοφόνος αλλά θύμα. Ο πραγματικός «δράκος» ανήκε σε καλή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, είχε πληρώσει και είχε διαφύγει.

    Ο Θωμάς Κοροβίνης στήνει ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα στηριγμένο στα ντοκουμέντα και στην ιδιαίτερη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη. Μιλούν γι΄ αυτόν επινοημένα πρόσωπα που τον γνώρισαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συναγελάστηκαν μαζί του, άνθρωποι φιλικοί και εχθρικοί προς αυτόν. Και μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και της πορείας κατάβασης στον θάνατο του Παγκρατίδη περνάει η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ΄50. Εκεί εστιάζει ο μυθιστοριογράφος αλλά και παραμυθάς, συλλέκτης, τραγουδιστής αλλά και ερευνητής συγγραφέας.

    Η δεκαετία του ΄50 στη Θεσσαλονίκη είναι σκληρή, προσδιορισμένη ιστορικά. Τη χρονιά που δικάζεται ο Παγκρατίδης, 1963, είναι η χρονιά της δολοφονίας του Λαμπράκη από το παρακράτος. Οι νικητές του Εμφυλίου έχουν διαμορφώσει ένα καθεστώς εκτός θεσμών, εκτός δικαιοσύνης, εκτός νομιμότητας, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των υπηρετών του νόμου και της τάξης. Ο Παγκρατίδης ήταν χαμένος από χέρι. Δεν ήταν ευυπόληπτος, ήταν ένας αλήτης. Ηταν φτωχός, αδύναμος κοινωνικά, ευάλωτος ψυχικά, ένοχος συναισθηματικά. Το παρακράτος με τη βοήθεια της Αστυνομίας- που ζητούσε εξιλέωση για την υπόθεση Λαμπράκη- έστησε τον μηχανισμό κατασκευής ενός ενόχου. Τύπος, καθεστηκυία τάξη, Αστυνομία και δικαστές ήταν εκτελεστές ενός σχεδίου με ήρωα έναν άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε σε μια υπόθεση που θύμιζε Ντίκενς και Γιάννη Αγιάννη του Ουγκό.


    Ντυμένος με κουρέλια


    Γεννήθηκε το 1940 στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του Χαράλαμπος, λοχαγός του Ελληνικού Στρατού, δολοφονείται από τον ΕΑΜ. Η οικογένεια, ο Αρίστος, η αδελφή του Μαρία, ο αδελφός του Παγκράτης και η μητέρα τους μετακομίζουν το 1945 στη Θεσσαλονίκη. Ζουν σε παράγκες και αργότερα σε φτωχόσπιτα. Η μητέρα του δουλεύει ως πλύστρα, γνωρίζεται με τον εισπράκτορα Ευγένιο Αλεξιάδη και συζούν σε ένα σπίτι στην Ανω Τούμπα. Ο Αρίστος φοίτησε μόνο σε δύο τάξεις του δημοτικού σχολείου.

    Η ζωή του ήταν ένα με την αλάνα. Ντυμένος με κουρέλια, βρώμικος, έπαιζε όλη μέρα με τα χώματα και τις πέτρες. Με τους φίλους του, όπως τα περιγράφει ένας από αυτούς, έκαναν τρέλες, ενοχλούσαν τον κόσμο με την μπάλα και τις φωνές τους. Θαύμαζαν τον Ταρζάν. Μόλις μεγάλωσαν κατέβηκαν στο κέντρο της πόλης, πήγαιναν σινεμά να δουν αστυνομικά και καουμπόικα, χάζευαν τις πληθωρικές γυναίκες και κυνηγιόνταν με τους αστυνομικούς. Η οικογένεια του Αρίστου είναι από τις πιο φτωχές οικογένειες του μαχαλά, έτσι μπαίνει από μικρός στη βιοπάλη. Δουλεύει κατ΄ αρχάς σε παντοφλάδικο και μετά σε τσαγκαράδικο. Μετά δούλεψε ως χαμάλης-αχθοφόρος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως το 1955. Κλέβουν με έναν φίλο του δύο ποδήλατα για να πάνε στην Αθήνα αναζητώντας καλύτερη ζωή. Συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο Αναμορφωτήριο Ανηλίκων στο Βίδον της Κέρκυρας.

    Δύο χρόνια μετά βγαίνει από το Αναμορφωτήριο και επιστρέφει στην Τούμπα. Αρχίζει να δουλεύει πάλι δεξιά και αριστερά. Καταλήγει πάλι χαμάλης στο λιμάνι. Αργότερα και λίγο προτού πάει φαντάρος το 1959 δουλεύει στον «γύρο του θανάτου». Είναι το περίφημο ξύλινο βαρέλι που στα εσωτερικά του τοιχώματα μοτοσικλετιστές έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα. Ο ιδιοκτήτης της «επιχείρησης» έχει να το λέει για το πόσο υπάκουος και καλός δουλευτής είναι ο Αρίστος. Θα παρουσιαστεί στον στρατό το 1959, θα περάσει άσχημα, θα λιποτακτήσει, θα συλληφθεί, θα καταδικαστεί αλλά τελικά θα πάρει απολυτήριο ως ψυχικά διαταραγμένος.


    Η τριπλή σεξουαλικότητα


    Η δίκη Παγκρατίδη ήταν ένα από τα μεγάλα στόρι της εποχής Η σεξουαλική του ζωή ήταν αυτή που τον πρόδωσε, πάνω στην αταξία της σεξουαλικότητάς του βασίστηκε το «κοινό αίσθημα» αλλά και η Ασφάλεια για να τον καταδικάσει. Μικρό παιδί τον αποπλανεί ένας χημικός, μάρτυρας αργότερα στη δίκη. Τον δελεάζει με χρήματα για να ασελγεί πάνω του. Αργότερα στα δεκατέσσερά του ασελγεί πάνω του ο Βασίλης Τενεκετζής. «Δεν ευχαριστιόταν αλλά το δεχόταν για τις 15-20 δραχμές που είχε ανάγκη όταν έμενε άνεργος» θα πει στο δικαστήριο ο μάρτυρας Τενεκετζής. Ο Μαμούνας, ένας βαρκάρης που πούλαγε μαμούνια, δηλαδή δολώματα για ψαράδες, τον έπεισε να πάει μαζί του για 30 δραχμές. Ενας άλλος εργάτης παραδέχεται ότι τον έπεισε να κοιμηθεί μαζί του δωροδοκώντας τον με ένα πιάτο φασολάδα. Ο Αρίστος λέει ότι από το 1957 ως και το 1959 πήγαινε με πόρνες πίσω από το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ αλλά καμιά φορά και σε φτηνά ξενοδοχεία. Μερικές φορές πηγαίνει και με άνδρες, του αρέσει να είναι αυτός ενεργητικός. Συχνάζει στην ταβέρνα «Η πεθερά», όπου σχετίζεται με τραβεστί. Μαθαίνει και συνηθίζει στην ηδονοβλεψία αλλά και να καπνίζει χασίς. Ενα κορμί ήταν ο Αρίστος που το σέρνανε δεξιά κι αριστερά.


    Η κατηγορία, η δίκη, η καταδίκη


    Ο Αριστείδης Παγκρατίδης θα κατηγορηθεί για «απόπειρα ανθρωποκτονίας μετά ληστείας εις βάρος του ζεύγους Αθανασίου Παναγιώτου και Ελεονώρας Βλάχου εις το Σέιχ Σου. Ανθρωποκτονία μετά ληστείας εις βάρος του ζεύγους Κωνσταντίνου Ραΐση και Ευδοκίας Παληογιάννη εις αγροτική περιοχή του αεροδρομίου Μίκρας και ανθρωποκτονία μετά ληστείας εις βάρος της Μελπομένης Πατρικίου εις οικίσκον του Δημοτικού Νοσοκομείου». Υπάρχει η ομολογία του που την πήραν με συνεχείς εκβιασμούς από έναν άνθρωπο που φοβόταν και είχε χάσει το λογικό του.

    Ο εισαγγελέας της έδρας Μιχαήλ Σγουρίτσας θα πει: «Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για την ενοχή του. Γι΄ αυτό και προτείνω να του επιβληθεί όχι η θανατική ποινή αλλά η ποινή των ισοβίων». Ο Παγκρατίδης στερήθηκε όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά την προδικασία. Τον πίεσαν ψυχολογικά και σωματικά για να δημιουργήσουν με το υλικό της προδικασίας το φανταστικό πρόσωπο του «δράκου» που ταίριαζε στις προσδοκίες των εφημερίδων και του «κοινού». Μία και μοναδική μάρτυς υπήρξε και αυτή δεν τον αναγνώρισε, αγνοήθηκε σωματικό υλικό που βρέθηκε σε πτώμα και τον απέκλειε από δράστη γιατί δεν του ανήκε, η «ομολογία» του είναι μνημείο κατασκευής αλλά αυτός ήταν τόσο χαμένος που δεν ήξερε τι έλεγε, προσπαθούσε να είναι συνεπής με την «ομολογία του».

    Ο Αριστείδης Παγκρατίδης οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, στο δάσος του Σέιχ Σου, εκεί που σαν παιδί γνώρισε τις μόνες χαρούμενες μέρες του, τα ξημερώματα της 16ης προς 17η Φεβρουαρίου 1966. Στράφηκε προς τους άνδρες του αποσπάσματος: «Παιδιά, σας παρακαλώ, σκοπεύστε με καλά για να μην τυραννιέμαι». Λίγο πριν τον ήχο των όπλων θα φωνάξει: «Μανούλα μου, είμαι αθώος».


    Το μυθιστόρημα


    Ο Αριστείδης Παγκρατίδης,ο «δράκος του Σέιχ Σου» (δεξιά), συνομιλεί με δικηγόρο ή δημοσιογράφο της εποχής Ο Θωμάς Κοροβίνης,εκτός από τα ρεπορτάζ της εποχής και κάποια λίγα επίσημα κείμενα από εφημερίδες και υλικά της δίκης,οργάνωσε την αφήγησή του με βάση τις επινοημένες αφηγήσεις ανθρώπων που γνώρισαν τον Παγκρατίδη: της μητέρας του,ενός παιδικού φίλου,μιας παραδουλεύτρας που γνώριζε την οικογένεια,ενός παρακρατικού γείτονα του Αρίστου,ενός χωροφύλακα δημοκρατικών φρονημάτων της εποχής,ενός αστού της παραλίας, των κατά καιρούς αφεντικών του, μιας πόρνης,μιας γνωστής του Αρίστου τραγουδίστριας.Ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον ήρωα από το ΄55 ως το ΄60,από 15 ως 20 χρόνων,με φλασμπάκ στο παρελθόν του και αναφορές στο ολέθριο μέλλον του.Αυτές οι παράλληλες αφηγήσεις μπορεί να έχουν ως επίκεντρο επιφανειακά τον Παγκρατίδη,στην πραγματικότητα όμως ξεδιπλώνουν εικόνες μιας εποχής,μιας κοινωνίας και των ανθρώπων που τη διαμόρφωσαν ή διαμορφώθηκαν από αυτήν.Είναι η ιστορία της δεκαετίας του ΄50,λίγο πριν από την αντιπαροχή,με τον φόβο του αστυφύλακα,το κυνήγι των κομμουνιστών, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις,τη φτώχεια και την ανέχεια.Ηταν η κοινωνία των χαμηλών επαγγελμάτων, των μεροκαματιάρηδων αλλά και η κοινωνία τού «έξω καρδιά»,της ευτυχίας που μπορούσε να προσφέρει μια βόλτα με πασατέμπο και μαλλί της γριάς,δύο ώρες σινεμά με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ και η παρακολούθηση του «γύρου του θανάτου».Εκπληκτικό το κεφάλαιο του Ιωάννη Χαλεπλή,ιδιοκτήτη του συγκροτήματος «Γύρος του θανάτου»,που αφηγείται τις κοινωνίες των χωριών που επισκεπτόταν και τις τοπικές κουλτούρες.Εντυπωσιακό το κεφάλαιο όπου μια τραβεστί,η Λολό,διηγείται σε καλιαρντά τον κύκλο της και πώς τα ΄φτιαξε με τον Αρίστο ή εκείνο το κεφάλαιο όπου η Σύλβα, μια τραγουδίστρια σε λαϊκό κέντρο, διηγείται τη σύντομη αλλά πολύ δυνατή γνωριμία της με τον Αρίστο.Η Σύλβα θα πει και τον τελικό λόγο για τον αδικοχαμένο αγαπημένο της:

    «Αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή,καρντάση μου,όπως κυνηγούσαν οι μοτοσικλέτες τον κίνδυνο σ΄ εκείνο τον τρελό το γύρο του θανάτου».


    Θωμάς Κοροβίνης

    Ο Θωμάς Κοροβίνης,φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση,ερευνά εδώ και χρόνια πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού,καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους.Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.Εγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ΄ Αμούρ,Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου,Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες,Κωνσταντινούπολη- Λογοτεχνική ανθολογία: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι. Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη,Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν,Τακίμια. Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.

    Ο ίδιος πιστεύει ότι η πολυσχιδής δημιουργικότητά του οφείλεται και στην ανάγκη να αποφύγει την ανία και την τριβή με την επανάληψη.Δηλώνει ότι έχει καημό να διασώσει τη ζώσα μνήμη και όχι μόνο της Θεσσαλονίκης. Πιστεύει ότι η δουλειά του διαφυλάσσει ένα κομμάτι από την κουλτούρα εποχών που είχαν κάτι να μας πουν.
     
    Last edited: 8 Ιανουαρίου 2011
  3. vautrin

    vautrin Contributor

    ΕΡΩΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

    Η διαφθορά θριαμβεύει, η αρετή ταπεινώνεται

    Σε νέα μετάφραση η εικονοκλαστική «Ζυστίν» του Μαρκησίου ντε Σαντ, μια δυστυχισμένη συνείδηση που πραγματώνει το απαραίτητο ταμπού του σαδικού ερωτισμού

    ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ | Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011 ΤΟ ΒΗΜΑ


    Ο σαδισμός είναι το χονδροειδές (χυδαίo) περιεχόμενο του σαδικού κειμένου Ρολάν Μπαρτ Για τον Σαντ (1740-1814) έχουν σχεδόν όλα ειπωθεί. Ιδιαίτερα κατά τη χρονική περίοδο της εξέγερσης του Μάη του ΄68 και περίπου ως τα τέλη του ΄70 όπου το θέμα των αγώνων χειραφέτησης συνδέθηκε- καλώς ή κακώς- με εκείνο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ο Σαντ βρέθηκε στο προσκήνιο φιλοσοφικών και θρησκειολογικών (Κlossowski, Βataille), ψυχαναλυτικών (Lacan) και λογοτεχνικο-θεωρητικών (Βlanchot, Sollers) μελετών, η πρόσληψη των οποίων θα προξενούσε ερμηνευτικό ίλιγγο στον σημερινό soft αναγνώστη. Αλλά και γενικότερα, από την εποχή του Διαφωτισμού και της εξαγγελίας του θανάτου του Θεού, δηλαδή από τότε που η σεξουαλικότητα άρχισε να συνδέεται με τη βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπου (Φουκό) και η σάρκα να αποτελεί σκοτεινό σημείο του ορθού λόγου, το όνομα του Σαντ επανέρχεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, σηματοδοτώντας μέσω της επίκλησής του ό,τι ο κοινός νους αποκλείει ως τερατώδες και ανήθικο. Σε ένα εύστοχο σχόλιό του για τη Νέα Ζυστίν (1797), ο Βlanchot γράφει ότι αν οι βιβλιοθήκες είχαν μια κόλαση είναι εξαιτίας αυτού του βιβλίου του Σαντ, το οποίο καταλαμβάνει στην εν λόγω τελευταία εκδοχή 4.000 σελίδες. Και ο Κlossowski μας εξηγεί τον λόγο: «Από την αρχή μέχρι το τέλος η διαφθορά θριαμβεύει και η αρετή ταπεινώνεται».

    Ποια είναι ή μάλλον τι εκπροσωπεί η Ζυστίν (2η εκδοχή 1791) με την οποία εγκαινιάζεται στις εκδόσεις Νεφέλη η νέα σειρά Ερωτική λογοτεχνία από τον ποιητή Δούκα Καπάνταη; Απαντήσεις θα βρει κανείς στις αξεπέραστες μελέτες του γάλλου φιλοσόφου, συγγραφέα και ζωγράφου Κlossowski, τις οποίες μετέφερε στα ελληνικά με ανεπανάληπτο τρόπο ο μελετητής του Δη μήτρης Γκινοσάτης, μεταφραστής επίσης της Ζυστίν.


    Φερέφωνο της χριστιανικής ηθικής

    Η ενάρετη Ζυστίν και η ακόλαστη αδελφή της Ζυλιέτ αποτελούν μάσκες του σαδικού ελευθέριου πνεύματος, η μεν με το να υφίσταται το κόστος του, η δε με το να το εφαρμόζει στην πράξη· η μεν με το να πληρώνει ακριβά τη πίστη της στη θεία πρόνοια, η δε με το να απολαμβάνει ακόμη και τις χειρότερες συνέπειες της απουσίας του Θεού. Ενδεχομένως, γράφει ο Κlossowski, ο χαρακτήρας της Ζυστίν να χρησίμευσε στον Sade ως μέσον για να εκφράσει την οδύνη και την πικρία της δικής του συνείδησης, συνεπεία των ταπεινώσεων, των κατατρεγμών και των φυλακίσεων επί 30 έτη που υπέμεινε εξαιτίας της ελευθεροστομίας του. Πράγματι, η μοιραία κατάληξη της Ζυστίν, η οποία μέσα στην αφελή ευαισθησία της προσωποποιεί τη χριστιανική ηθική, θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατοπτρίζει τη μοίρα εκείνου που, έχοντας εξαγάγει μία προς μία όλες τις ηθικές συνέπειες της δικής του ομολογίας της αθεΐας, έμελλε να βρεθεί εκτεθειμένος σε κάθε είδους διώξεις από την πλευρά μιας φαινομενικά χριστιανικής κοινωνίας. Η Ζυστίν γίνεται η ίδια το πρόσχημα και η αφορμή για την εκτύλιξη όλων των αισχροτήτων, όλων των διαστροφών, όλων των εγκλημάτων, εν ολίγοις όλων των «ανωμαλιών». Η έλξη που αυτή ασκεί σε άνδρες και γυναίκες δεν είναι δίχως αντίτιμο, καθώς αναγκάζεται να υποκύψει κάθε φορά σε πρωτόγνωρες μορφές διαστροφικής συμπεριφοράς. Συνεπώς, η Ζυστίν προσωποποιεί και πραγματώνει το απαραίτητο ταμπού του σαδικού ερωτισμού. Είναι τοδιαρκώς κατατρεγμένο, βεβηλωμένο και πάντοτε απελπισμένο φερέφωνο των κανόνων και θεσμών της χριστιανικής κοινωνίας. Παραφράζοντας ψυχαναλυτικά τον Εγελο, ο Κlossowski ισχυρίζεται ότι η Ζυστίν είναι μια «δυστυχισμένη συνείδηση» επειδή ακριβώς δεν αποδέχτηκε ποτέ την απόλυτη πραγματικότητα του Κακού στην ίδια της τη σάρκα, ούτε την εγγενή διαστροφικότητα της φύσης της: γι΄ αυτήν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη ταπείνωση από το να επιτρέψει στον εαυτό της να αντλήσει ηδονή από τις απαγορευμένες απολαύσεις στις οποίες την υποβάλλουν οι δυνάστες της.

    Η πρωτοτυπία του συγγραφέα Sade συνίσταται στο γεγονός ότι η περιγραφή αυτού του πειράματος εκδιπλώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο αναγνώστης να είναι σε θέση να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή, σαν συνένοχος, τον αντίκτυπο των εκάστοτε δοκιμασιών στη συνείδηση της ηρωίδας, έως ότου τη δει τελικά, εκτός εαυτού, να βάλλει κατά των ίδιων των αρχών της συνείδησής της: «Καταδικασμένη πάντοτε να παραπαίω ανάμεσα στη φαυλότητα και την αρετή, αναρωτιέμαι μήπως για να βρω επιτέλους τον δρόμο προς την ευτυχία, θα πρέπει να παραδοθώ άνευ όρων στην ακολασία!..».


    Το ερωτικό σώμα μετά τον Ντε Σαντ


    Ο σημερινός αναγνώστης,έχοντας στη διάθεσή του τις μελέτες για τον Σαντ,μπορεί όχι μόνο να αποφύγει την αγιοποιήσή του, αλλά και να τον εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του,αφήνοντας κατά μέρος τις γενικεύσεις περί υπερ-ιστορικών ή πανανθρώπινων αληθειών που υποτίθεται πως διατυπώνονται στο έργο του.O Φουκό,λόγου χάριν,είχε τη διαύγεια να καταγγείλει τη σύνδεση του σαδικού ερωτισμού με τον ναζισμό στις κινηματογραφικές φαντασιώσεις του Παζολίνι (Σαλό) και της Λιλιάνας Καβάνι (Ο θυρωρός της νύχτας),αλλά και το θάρρος να κατονομάσει τα όρια του μεγάλου αυτού ανατόμου του οργανικού σώματος,όταν διατεινόταν ότι ο Σαντ περιέγραψε έναν άκρως μηχανικό και άκαμπτο ερωτισμό που δεσπόζει στην πειθαρχική κοινωνία την οποία έχουμε πλέον εγκαταλείψει.Το νέο ερωτικό σώμα χωρίς όργανα έχει αποποιηθεί τις πειθαρχικές ρυθμίσεις της σαδικής ιεραρχικής κοινωνίας χάριν ενός πιθανοκρατικού λογισμού που υπακούει σε ό,τι ο θεωρητικός του χάους Ρrigogine ονόμασε «μετασχηματισμό του αρτοποιού»: την τεχνική ανοίγματος και αναδίπλωσης του ζυμαριού.Το νέο ερωτικό σώμα αποκτά μια ευκαμψία και ελαφρότητα την οποία ο Φουκό γνώριζε μάλλον από πρώτο χέρι,ο δε Μπαρτ την απέδιδε (λανθασμένα  ακόμη στον Σαντ,όταν αποφαινόταν ότι η ύψιστη κατάσταση του ερωτικού σώματος είναι η αίσθηση ότι κολυμπάς: όταν το ένα σώμα εισρέει στο άλλο και ενώνεται με αυτό.Ενωση που στη μουσική ορολογία λέγεται «φραζάρισμα».

    Ο κ.Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
     
  4. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

     

    Οι άνθρωποί μου-Θεοδωράκης Σταύρος
    "Πάντα αναρωτιόμουν για τις ζωές των ανθρώπων που έβλεπα. Ωραία, τέλειωσε ο χτίστης το ρετιρέ, σε τι σπίτι γυρνάει; Πώς αγκαλιάζει ο "μπάτσος" και πώς ο κρατούμενός του; Η καλόγρια τι όνειρα βλέπει το βράδυ; Κάποια στιγμή άρχισα να ξεστρατίζω και να αναζητώ νέες εικόνες. Το πάθος της παρατήρησης έγινε σιγά σιγά επάγγελμα. Θυμάμαι με πόση έκπληξη έζησα το 1989 την εξέγερση στο Κόσσοβο. Με είχαν στείλει από την "Πρώτη" με κομμουνιστικές οδηγίες. Να γράψω πόσο καλοί είναι οι μεν και πόσο κακοί είναι οι δε. Και εγώ έγραφα ότι δεν βλέπω κανένα καλό. Το ένα χωριό το έκαιγαν οι μουσουλμάνοι, το άλλο οι χριστιανοί, εγώ σε ποιο στρατόπεδο να μπω; Αλλωστε, αν το καλοσκεφτείς, αυτός είναι ο δημοσιογράφος. Ο τρίτος άνθρωπος σε έναν "πόλεμο". Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είχε έναν μεγαλύτερο τίτλο. "Εκατό ειδικοί συμβουλεύουν", ή "Οδηγίες επιβίωσης". Γιατί θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: τα σκουπίδια τα ξέρει καλύτερα ο σκουπιδιάρης. Τον έρωτα οι ποιητές και οι πουτάνες. Τον θάνατο αυτοί που έχουν ανυπόφορα πονέσει. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτοί που τα έχουν στερηθεί. Ειλικρινά πιστεύω ότι η ζωή μας θα ήταν καλύτερη αν μπορούσαμε να ακούμε αυτούς που έχουν ζήσει για αυτά που έχουν ζήσει. Σας το λέω εγώ, ο τυχερός, που πολλές φορές για μέρες ολόκληρες κοιμάμαι με διαφορετικές φωνές στα αυτιά μου. Και είναι φορές που γίνεται βουητό και προσπαθώ να το δαμάσω. Την εύκολη απόφαση να βγάλω "ένα βιβλίο με τους Πρωταγωνιστές" διαδέχθηκε ένα δύσκολο ερώτημα: Με ποιους από όλους τους Πρωταγωνιστές; Αυτομάτως εξαίρεσα τους επαγγελματίες της επικοινωνίας. Πολιτικούς που έχουν απαντήσεις-κονσέρβες, επώνυμους που έκαναν πρόβες στον καθρέφτη πριν μου μιλήσουν. Και πάλι όμως έμειναν πολλοί. Σχεδόν τυχαία τελικά επέλεξα εκατό και τους έβαλα σε αυτό το βιβλίο. Οι υπόλοιποι πιστεύω ότι μπορούν να περιμένουν"
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

    Μαρκήσιος ντε Σαντ

    Η ηθική του Κακού

    Από τον Αλκη Γούναρη

    Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνος προγράμματος του «φιλοσοφικού καφενείου Dasein».

    Ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής



    Πριν από λίγες ημέρες, έπεσε στα χέρια μου ο πρώτος τίτλος από την καινούρια σειρά, των εκδόσεων Νεφέλη Ερωτικής λογοτεχνίας, σε διεύθυνση Δούκα Καπάνταη. Πρόκειται, απ' όσο φαίνεται, για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα, το οποίο ξεκινάει εντυπωσιακά με την έκδοση της εμβληματικής Ζυστίν του Μαρκησίου ντε Σαντ, σε νέα, ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση του Δημήτρη Γκινοσάτη. Η όλη αισθητική του τόμου, που περιλαμβάνει τις γκραβούρες της πρωτότυπης γαλλικής έκδοσης και κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη με το ιδιαίτερα ευρηματικό του εξώφυλλο, προϊδεάζουν (θέλω να πιστεύω) για μια εξίσου εντυπωσιακή συνέχεια.

    Παίρνοντας το βιβλίο, διασκέδασα με τη σκέψη ότι κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία «επικίνδυνα» πλησίον των εορτών, ενδεχομένως ως «κατάλληλο» χριστουγεννιάτικο ανάγνωσμα. Τελικά, ίσως ναι! Οπως το συνολικό έργο του Ντε Σαντ, έτσι και η Ζυστίν μπορεί να ιδωθεί ως ένα βιβλίο για την ηθική που, πιθανώς, αν θέλει κάποιος να προβοκάρει, να ανιχνεύει και μια βαθύτερη σχέση με τον χριστιανισμό. Και φυσικά δεν εννοώ αφηγηματικά -όπως, για παράδειγμα όταν το μικρό κορίτσι καταφεύγει στο μοναστήρι για να εξομολογηθεί και τελικά μετατρέπεται σε αντικείμενο των σεξουαλικών διαστροφών των καλογήρων- αλλά καθαρά φιλοσοφικά.

    Γραμμένη λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, η νουβέλα του Ντε Σαντ αποκαλύπτει, όπως έχει υποστηριχθεί, την εκλεκτή συγγένεια του συγγραφέα με τον Hobbes, καθώς προβάλει με επιτυχία την εγγενώς «κακή» -σε εισαγωγικά, το τονίζω- φύση του ανθρώπου. Αντίθετα με τον σύγχρονό του, Ζακ-Ζακ Ρουσό, που θεωρούσε ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του αγαθός κι ευγενής, ο Ντε Σαντ υπερασπίζεται την ατομική ηδονή ως το μέγιστο αγαθό μιας κατά τ' άλλα εγωιστικής και α-ήθικης οντότητας. Η πρωταγωνίστριά του, η δωδεκάχρονη αρχικά Ζυστίν, αναζητώντας την αρετή, εμπλέκεται σε μια σειρά από εξωφρενικές περιπέτειες: βοηθώντας ένα θύμα ληστείας, καταλήγει φυλακισμένη σε ένα μπουντρούμι, ζητώντας το έλεος ενός δικαστή εξευτελίζεται δημόσια, και τόσες άλλες, ων αληθώς ουκ έστιν αριθμός, και υποκύπτοντας πάντα τελικά στη σεξουαλική κακοποίησή της. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για μια αμιγώς τραγική ηρωίδα, και πως η ίδια η φύση παρεμβαίνει τελικώς στην κάθαρση και απελευθέρωσή της...

    Για τον Ντε Σαντ, η χωρίς φραγμούς εναρμόνισή μας με τη φύση -και δη με την ανθρώπινη φύση μας- οδηγεί στην υπέρτατη μορφή ελευθερίας. Για να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό, είναι απαραίτητη η απεξάρτηση από κάθε μορφή κοσμικής ή υπερβατικής εξουσίας, που επιβάλλει τις αρχές και ορίζει το Καλό και τα Κακό. Απελευθερωμένος ο άνθρωπος από τις «έξωθεν» επιταγές, μπορεί να επιλέξει το Κακό, όπως και το Καλό, χωρίς αυτή του η επιλογή να φέρει καμιά ηθική βαρύτητα. Πιθανότατα όμως στο τέλος θα επιλέξει το κοινώς νοούμενο «κακό», επειδή έτσι επιβάλλεται από την εγγενώς «κακή» φύση του. Πράττοντας όμως κάποιος σύμφωνα με τη φύση του, η κάθε του πράξη χάνει το αξιολογικό και -συνεπώς- ηθικό της φορτίο. Με αυτόν τον τρόπο το «κακό» νομιμοποιείται και η διεκδίκησή του γίνεται δικαίωμα όλων.

    Πέραν όμως μιας τέτοιου τύπου οντολογικής θεμελίωσης του «κακού» ως εγγενούς ιδιότητας του ανθρώπινου είδους, έχουν επιχειρηθεί και ορισμένες αμιγώς ηθικές προσεγγίσεις στο έργο του μαρκήσιου.

    Δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θέσεις προέρχονται από δύο γνωστούς γάλλους διανοητές: τον σύγχρονο Μισέλ Ονφρέ και τον «κλασικό» πλέον Ζακ Λακάν. Ο πρώτος ερμηνεύει τον Ντε Σαντ με γνώμονα τη σκληροπυρηνική χριστιανική ηθική του Αποστόλου Παύλου και ο δεύτερος, μέσω μιας απροσδόκητης σύγκρισης με την κατηγορική προσταγή του Ιμάνουελ Καντ.

    Ο Ονφρέ αναγνωρίζει στον Ντε Σαντ κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «χριστιανικό θανατοφιλικό πάθος». Μέσω της άρνησης του άλλου, της απόρριψης του σώματός του, ως ταυτόσημου με την ηθική του προσωπικότητα -απέναντι στην οποία έχουμε δικαιώματα και υποχρεώσεις-, συντηρείται, σύμφωνα με τον Ονφρέ, ο χριστιανικός μηδενισμός της σάρκας, και μαζί όλα τα συνεπακόλουθα ενός φοβικού δόγματος. Με μια, υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, ανάγνωση, θα μπορούσε εύκολα να διαπιστωθούν ομοιότητες της σαδικής απόλαυσης του πόνου με τη χριστιανική τιμωρία της σάρκας, του φαινομενικού σαδικού μίσους για τις γυναίκες με τον αντίστοιχο νευρωτικό (κατά τον Ονφρέ) μισογυνισμό ( ; ) του Αποστόλου Παύλου, την ηδονή εκ βασανισμού με την υπερβατική έκσταση του θρησκευτικού μαρτυρίου κ.ο.κ.

    Ο Ντε Σαντ, λέει ο Ονφρέ, συνδέει την αγαλλίαση με τον θάνατο, την απόλαυση με τον βασανισμό, τη μακαριότητα με τη δολοφονία, την ηδονή με το μαρτύριο. Το νόημα του σαδικού ερωτισμού είναι εν τέλει η εκμηδένιση και ο θάνατος, και αυτό συνάδει με το χριστιανικό πνεύμα του μηδενιστικού ερωτισμού, που οδηγεί στην αναζήτηση του ανύπαρκτου σώματος, ταυτόχρονα με την επιθυμία κακομεταχείρισης -βασανισμού- άρνησης του υπαρκτού σώματος.

    Ο θάνατος συνιστά έναν κοινό παρονομαστή της θέσης του Ονφρέ με τη λακανική προσέγγιση του Ντε Σαντ, παρότι ο Λακάν διαχωρίζει τον υπαρξιακό από τον φυσικό θάνατο. Το ενδιαφέρον ωστόσο έγκειται στην κατά Λακάν καντιανή ανάγνωση του έργου του Ντε Σαντ. Ο Καντ, στην προσπάθειά του να απαλλάξει την ηθική από τη λεγόμενη φυσιοκρατική πλάνη -στην οποία οδηγεί με ακρίβεια η αναζήτηση του μέγιστου αγαθού- εισηγήθηκε μια ηθική προσταγή ως επιστέγασμα αυτού που ονόμασε πρακτικό λόγο. Σε αντίθεση με τον θεωρητικό λόγο, που προσανατολίζεται στη γνώση και βασίζεται στην εμπειρία, ο πρακτικός λόγος του Καντ προσανατολίζεται στην ηθική πράξη και βασίζεται, όχι στην εμπειρία, αλλά στην ελεύθερη βούληση. Για να είναι μια πράξη ηθική, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής αρχών και να υπακούει στην περίφημη κατηγορική προσταγή: «Πράξε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί να καταστεί συγχρόνως καθολικός νόμος». Αυτή η καθολικότητα αποτέλεσε τη βάση για την κατασκευή μιας αντίστοιχης -καντιανού τύπου- σαδικής προσταγής από τον Λακάν.

    Ο Λακάν υποστηρίζει ότι το ηθικό μέρος της φιλοσοφίας τού Ντε Σαντ συνοψίζεται σε μια αρχή, όπως: «Εχω το δικαίωμα να χρησιμοποιώ και να απολαμβάνω το σώμα σου -μπορεί να μου πει οποιοσδήποτε- και θα ασκώ αυτό το δικαίωμα χωρίς κανένα όριο να περιορίσει την παρορμητικότητα τής βούλησής μου για κορεσμό». Αυτή η αρχή, ανάλογα με την κατηγορική προσταγή, είναι δυνάμει καθολικοποιήσιμη, αφού εμπεριέχει τη σημείωση «μπορεί να μου πει ο καθένας», εγκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο μια αρχή αμοιβαιότητας. Δεν είναι μόνο το ότι μπορώ να πω στον άλλον ότι έχω το δικαίωμα να απολαύσω το σώμα του, αλλά ότι και ο άλλος μπορεί να πει το ίδιο σε μένα. Ο Ντε Σαντ δεν παρουσιάζει μια κοινωνία όπου ο άρχων λέει «έχω το δικαίωμα να απολαύσω τα κορμιά όλων των υπηκόων μου», αλλά αντιθέτως υποστηρίζει ότι όλοι μπορούν να πουν το ίδιο στον άλλον, και αυτό είναι εν τέλει συνεπές με το πνεύμα ισότητας και ελευθερίας, που προβάλλει ως αίτημα της εποχής.

    Σε τούτο όμως το σημείο διαφαίνεται και αυτό που ο Λακάν ονομάζει σαδικό παράδοξο. Στην πραγματικότητα, το όριο της παρορμητικότητάς μου, στη χρήση του σώματος του άλλου, δεν υπάρχει, και συνεπώς μπορεί να επεκταθεί μέχρι θανάτου. Και φυσικά είναι αδύνατο να σκεφτούμε μια κοινωνία στην οποία μπορεί να ισχύει ένας τέτοιος νόμος, γιατί η καθολικοποίηση του ίδιου του δικαιώματος της χρήσης του σώματος του άλλου μέχρι θανάτου θα οδηγούσε την ίδια την κοινωνία σε εξαφάνιση.

    Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολύσημης ερμηνείας μιας, κατά κάποιους αδαείς, «βλάσφημης», «προκλητικά πορνογραφικής» ή και «βαρετής» (έχει ειπωθεί και αυτό!), νουβέλας αναδύεται εύλογα το ερώτημα του Νίτσε, για το αν η φιλοσοφία εν τέλει δεν συνίσταται παρά σε μια ερμηνεία και μια παρερμηνεία του σώματος. Ενός σώματος, που εμπλέκεται αυθαίρετα, θα μπορούσαμε ίσως να συμπληρώσουμε, σε αξιολογικές και ηθικές κρίσεις. *
     
  6. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική



    There are probably a few different ways one could approach “What Worse Place Can I Beg in Your Love?” I prefer to read Syd McGinley’s brief, startling tale as a story of the triumph of the true self. But McGinley writes with a spare elegance that permits enough ambiguity to challenge thoughtful readers to draw their own conclusions about the unnamed protagonist’s adventures, without preaching to them or dictating any set interpretation.

    The story, tightly narrated in the protagonist’s voice, follows a submissive cartographer from his imprisonment after he lands with a team of military personnel on a little-known planet, through his adoption and training as a pet by one of its formidable denizens. Images of the planet itself, and even of the aliens themselves, are delivered with admirable restraint. The protagonist’s thoughts are more fully fleshed, and proceed smoothly as a series of comparisons. He compares (favorably) his own fitness to survive captivity with that of his fellow prisoner, the military liaison who was supposed to protect him. He compares (again favorably) his training as a pet in the home of his alien master to his unsatisfying experiences getting topped back home. He compares the cultures of his home planet and the new planet, and he compares his old self to his new, by which point all comparisons have become irrelevant. Though he loses one of the most important traits of humanness—the ability to communicate using symbols—his inner life never suffers, and it’s fascinating to watch a fully sentient, critically thinking person adapt to deeply alien circumstances.

    The alien master, also unnamed, is drawn completely differently. We know nothing of his character or motivations, though we get a more visual sense of him than we do of the protagonist. Painting the two principals with completely different sets of brushes is a bold move for such a short story, but McGinley pulls it off, and it becomes an important element of the story itself: the protagonist knows nothing much of his master, but reveals much about himself, thus engaging our sympathy. The pet may be curious, and so are we, but he doesn’t need to know who his master is deep down, and, ultimately, neither do we readers. The protagonist is one of the most affecting I’ve read in a long time. His desire to submit is something he counts as a strength from the very beginning of the story, and he consoles himself in the confusing, early days of his life as a pet with the knowledge that he already knows how to submit. Whereas in his previous life, he was frustrated in his desire to submit to a master, now he takes pride in his ability to understand the needs and expectations of a master who never seeks his opinions or consent. To many of us, this circumstance would be horrifying; among practitioners of BDSM the issue of consent is critical (even, perhaps especially, between masters and slaves, which relationship the protagonist’s most closely approximates).

    But this isn’t a BDSM story, and the protagonist and his master are not involved in a D/s relationship. There is no negotiated power exchange between equals. And therein lie the most disturbing and most sublime qualities of McGinley’s story. There is very little dialogue in the story, which reinforces the loss of communication, and of selfhood, by the main character. His keen observations more than make up for the lack, and his imagination, fueled by his history of frustrated submission, fills in any gaps. When dialogue comes, it’s jarring, almost unwelcome, and the protagonist’s reaction leads to a very satisfying ending, one that was unimaginable when the story began. Lest you infer from all I’ve said that this is a dark and dour tale, let me assure you that it is indeed dark, but also fast-paced in its dreamlike way, and leavened with unexpected touches of humor (the protagonist trying to puzzle out his new sexual status is especially clever). However, the real triumph of this story is in McGinley’s treatment of the central paradox of the protagonist becoming a fully realized self through the abnegation of his humanness. He, and his nature, find full acceptance among aliens one would expect wouldn’t understand him at all. The will of the pet is the real force in this story.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. vautrin

    vautrin Contributor




    Μολότοφ, ενέδρες και βία - όχι στα Εξάρχεια

    Η σκληρή πραγματικότητα στους τόπους εξορίας των Σιβηριανών Urkas, όπως τη συνέλαβε ο συγγραφέας Νικολάι Λίλιν.

    TA NEA - 14/03/2011 Αγιάτη Μπενάρδου

    Φόβος και παράνοια στη Σιβηριανή εξορία

    Η αλήθεια είναι ότι σίγουρα το «Siberian Education» του Νικολάι Λίλιν πρέπει να με σόκαρε πολύ λιγότερο απ’ όσο τον Σκανδιναβό φίλο μου που μου το χάρισε. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι αφηγήσεις του 30χρονου Λίλιν για την παιδική του ηλικία και ενηλικίωση στην αυτοδιοικούμενη, ουσιαστικά αυτόνομη περιοχή της Transnistria μοιάζει τόσο πολύ με τη ζωή στην Ελλάδα σήμερα. Αλλά σίγουρα δεν απέχει τόσο όσο από μια ευνομούμενη, οργανωμένη κοινωνία του Βορρά.

    Η Trasnistria, μια περιοχή κάπου ανάμεσα στη Μολδαβία και την Ουκρανία, αποτέλεσε και πιθανώς αποτελεί ακόμα τόπο εξορίας των Σιβηριανών Urkas. Η περιοχή κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1990, αλλά δεν αναγνωρίστηκε ποτέ τυπικά ως αυτόνομη. Αρχικά ληστές, οι Σιβηριανοί Urkas για πολλά χρόνια ζούσαν επιτιθέμενοι σε μεταφορές εμπορικών προϊόντων εντός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ενώ κρατικές δυνάμεις τους αντιμάχονταν σθεναρά.

    Οι εξόριστοι κακοποιοί (στο βιβλίο αναφέρονται ως criminals, δηλαδή εγκληματίες) δημιούργησαν στην Transnistria μια ιδιότυπη, βίαιη κοινωνία, η οποία διεπόταν από πολύ αυστηρούς κανόνες. Με εξαιρετικά συγκεκριμένους ηθικούς κώδικες, με απόλυτη αφοσίωση στους κανόνες της κοινωνίας τους και όχι στους κανόνες του κράτους στο οποίο τυπικά ανήκαν, οι εγκληματίες αυτοί θεωρούν τα όπλα τους φυλαχτά και τα τοποθετούν στα εικονοστάσια των σπιτιών τους, μαθαίνουν να χειρίζονται το μαχαίρι από τα έξι χρόνια τους εξασκούμενοι σε χοιρινό κρέας, υπερασπίζουν τις γυναίκες ως πολύτιμα πλάσματα, απευθύνονται στους γηραιότερους με συγκεκριμένο λεξιλόγιο ως ένδειξη σεβασμού.

    Ο Νικολάι Λίλιν γεννήθηκε το 1980 στην Transnistria, όπου και μεγάλωσε. Στα 12 χρόνια του φυλακίστηκε σε τοπικές φυλακές ανηλίκων για απόπειρα δολοφονίας. Πολέμησε με το Ρωσικό στρατό εναντίον των Τσετσένων και, αφού έζησε κάποια χρόνια στην Ιρλανδία, σήμερα ζει στην Ιταλία και εργάζεται ως tattoo artist. Το «Siberian Education» αποτελεί την αφήγηση των χρόνων του στην Transnistria, και από πολλούς έχει θεωρηθεί περισσότερο αποκύημα της φαντασίας του παρά εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων.

    Λίγο με απασχόλησε το συγκεκριμένο ερώτημα. Πράγματι, το βιβλίο αγγίζει σε πολλά σημεία τα όρια της υπερβολής, και επίσης πράγματι, θυμίζει αρκετά το κορυφαίο «Γόμορρα» του Ρομπέρτο Σαβιάνο. Ζώντας, όμως, στην Αθήνα, μια πόλη όπου πριν λίγες ημέρες ακούσαμε για μια φονική ενέδρα εναντίον αστυνομικών με Καλάσνικοφ, όπου σήμερα, Δευτέρα, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο δεν λειτουργεί λόγω επεισοδίων βίας μεταξύ φοιτητικών παρατάξεων, όπου οι μολότοφ είναι στο μηνιαίο πρόγραμμα, όπου πριν 4 ακριβώς χρόνια νεαρός φίλαθλος έπεσε νεκρός από οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, και όπου, βέβαια, ακόμα πιο πρόσφατα, ένα 15χρονο αγόρι έπεσε νεκρό από σφαίρα αστυνομικού, όλα αυτά που περιγράφει ο Λίλιν δεν είναι πια και τόσο εξωτικά. Είναι, απλώς, πολύ ενδιαφέροντα.

    Προσοχή: Οι περιγραφές σκηνών βίας είναι πολλές, σκληρές και εξαιρετικά γλαφυρές. Όποιος δεν αντέχει, καλύτερα να μην δοκιμάσει να διαβάσει το βιβλίο. Ειδικότερα οι περιγραφές σεξουαλικής βίας στις φυλακές ανηλίκων (τις οποίες εγώ θεωρώ και λίαν πραγματικές) θέλουν αρκετά γερό στομάχι. Η ομορφιά του «Siberian Education», αν μπορεί κανείς να μιλήσει για ομορφιά σε ένα τέτοιο βιβλίο, βρίσκεται στις μικρές λεπτομέρειες: Στα πέντε χρόνια του, και έχοντας μάθει πια να χρησιμοποιεί ικανοποιητικά το μαχαίρι, ο μικρός Λίλιν καλείται να σφάξει μια κότα για να φτιάξει η γιαγιά του κοτόσουπα.

    Ο μικρός κυνηγάει και καταφέρνει να πιάσει μια κότα, η οποία τον τσιμπάει και του ξεφεύγει. Ο μικρός επιμένει, την ξαναπιάνει, και αυτή τον τσιμπάει και του ξεφεύγει ξανά. Ο μικρός παραιτείται και ζητάει τη συμβουλή του παππού-μέντορά του. «Ασ’την να ζήσει», του λέει εκείνος, «όποιος πολεμάει τόσο πολύ για την ελευθερία του, αξίζει να ζήσει». «Και τι θα γίνει αν ξαφνικά όλες οι κότες αρχίσουν να μας τσιμπούν και να ξεφεύγουν έτσι;» ρωτάει όλο απορία ο μικρός. «Ε, τότε θα πρέπει απλώς να μάθουμε να ζούμε χωρίς κοτόσουπα».
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

    Ενα μυθιστόρημα σαν μελέτη

    Η επιστημονική φύση του ολοκληρωτισμού

    Από τον Φώτη Τερζάκη

    Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν: Εμείς

    μτφρ.: Ειρήνη Κουσκουμβελάκη, επίμετρο: Δημήτρης Κωνσταντίνου, εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα

    Κάπου σαράντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Πλέθρον), επανεκδίδεται, σε καινούρια καλή μετάφραση, το προφητικό έργο του Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν Εμείς, η πρώτη -και σπουδαιότερη- από τις μεγάλες λογοτεχνικές δυστοπίες του 20ού αιώνα (ο Οργουελ, λένε, άρχισε να γράφει το 1984 συγκλονισμένος από την ανάγνωσή του...). Εκδίδεται μάλιστα στο πλαίσιο μιας αξιοστήρικτης νέας εκδοτικής προσπάθειας, των εκδόσεων Εξάρχεια, συνδεόμενων με τον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Nosotros, σε μια σειρά που περιλαμβάνει το Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας του Howard Zinn, τη συλλογή κειμένων από το παγκόσμιο δίκτυο znet-zmagazine Το πνεύμα της αντίστασης ζει και το Η αρπαγή της σοδειάς της ριζοσπαστικής περιβαλλοντολόγου Vandana Shiva (έργο τεράστιας σπουδαιότητας για τον παγκόσμιο αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού και του κινήματος για την τροφική αυτάρκεια εναντίον των πολυεθνικών τροφίμων, στο οποίο ενδέχεται να επιστρέψουμε σ' αυτές εδώ τις σελίδες).

    Ο Γιεβγκιένι Ιβάνοβιτς Ζαμιάτιν (1884-1937), μηχανικός αεροσκαφών και λογοτέχνης, υπήρξε στρατευμένο μέλος των Μπολσεβίκων τα προεπαναστατικά χρόνια, για να καταλήξει ένας από τους διωχθέντες συγγραφείς της ζντανοφικής περιόδου, μετά την οριστική επικράτηση του Στάλιν στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1927). Με τη μεσολάβηση του Μαξίμ Γκόργκι κατόρθωσε να διαφύγει στο Παρίσι το 1931, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του (συνεργάστηκε επίσης με τον σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ). Το Εμείς δημοσιεύτηκε ακριβώς την κρίσιμη χρονιά του 1927, σε ρωσικό περιοδικό του εξωτερικού, κι επρόκειτο να γίνει, όπως είπα, η αρχετυπική λογοτεχνική δυστοπία της εποχής - μια από τις πειστικότερες, υπό την αμφίεση της «επιστημονικής φαντασίας», καταγγελίες του ολοκληρωτισμού. Το ενδιαφέρον που έχει μια νέα ανάγνωσή του σήμερα, ύστερα από την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας της οποίας έγινε μάρτυρας στην εκπνοή του ο 20ός αιώνας, είναι να ανιχνεύσουμε ποια ακριβώς ταυτότητα του ολοκληρωτισμού αναδύεται από τις σελίδες του.

    Θα παρακάμψω στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης τα υφολογικά ζητήματα που οφείλουν να απασχολούν την εξέταση κάθε λογοτεχνικού έργου, για να επικεντρωθώ στην πλευρά που συνδέεται αποκλειστικά με το παραπάνω ερώτημα: την αξία του δηλαδή ως μαρτυρίας. Οσοι θα είχαν την αφέλεια να διαβάσουν το έργο απλώς ως καταγγελία του σταλινισμού -πόσω μάλλον όσοι θα διέπρατταν το ιλιγγιώδες ατόπημα να εκλάβουν τον σταλινισμό ως κομμουνισμό- θα πρέπει να προσέξουν καλύτερα εκείνα τα σημεία που στοχεύουν την ουσία του ολοκληρωτισμού σε όλες του τις μορφές, και προπαντός στη δεσπόζουσα εκείνη του τεχνικοποιημένου καπιταλισμού, με ή χωρίς κοινοβουλευτικό προκάλυμμα. Διότι ακόμα και οι εκλογικές διαδικασίες έχουν χώρο στο καφκικό σύμπαν τού Εμείς, αρκεί να είναι προδικασμένο το αποτέλεσμά τους: «Εννοείται ότι αυτό δεν έχει καμία ομοιότητα με τις χαώδεις και ανοργάνωτες εκλογές των αρχαίων χρόνων όπου -γελοίο ακόμη και να το λες- δεν μπορούσαν πριν από τις εκλογές να γνωρίζουν το αποτέλεσμα. Υπάρχει τίποτε πιο ανόητο από το να βασίζεις ένα κράτος στην απολύτως απρόβλεπτη τύχη, στα τυφλά; Παρ' όλ' αυτά, φαίνεται ότι χρειάστηκε να περάσουν αιώνες πριν αυτό γίνει αντιληπτό» (σελ. 167). Πέρ' από τη σπαρταριστή ειρωνεία που αναβλύζει από την αριστοτεχνική μίμηση μιας αφοπλιστικής αφέλειας, δεν θυμίζει αυτό την περίφημη ρήση του Κίσινγκερ (δικαιολογώντας το πραξικόπημα στη Χιλή): «Δεν μπορούμε ν' αφήσουμε μια χώρα να κυλήσει στον κομμουνισμό μόνο και μόνο επειδή οι κάτοικοί της είναι ανεύθυνοι»;

    Κατανοώντας βαθύτερα απ' όλους τους συγγενείς του συγγραφείς την ουσία του ολοκληρωτισμού, ο Ζαμιάτιν εστιάζει απ' ευθείας στην καρδιά του: την τεχνοεπιστημονική του φύση. Ως ιδεώδες της απόλυτης ετερονομίας, του απεριόριστου προγραμματισμού που δεν ανέχεται το παραμικρό ίχνος αυθορμητισμού και ζωτικής αταξίας, ο ολοκληρωτισμός βρίσκει το αρχέτυπό του στην ίδια τη λογική / μαθηματική τάξη, στον ανόργανο κόσμο των καθαρών αριθμών: «Η υψηλότερη ικανότητα του ανθρώπου είναι η λογική του και δουλειά της είναι, σε τελική ανάλυση, ο συνεχής περιορισμός του απείρου, τεμαχίζοντάς το σε βολικές, εύπεπτες μερίδες: διαφορικός λογισμός. Ακριβώς αυτό συνιστά τη θεϊκή ομορφιά του αντικειμένου μου, των μαθηματικών» (σελ. 83)· «Ο πίνακας πολλαπλασιασμού είναι σοφότερος και πιο απόλυτος από τον αρχαίο Θεό. Ποτέ -επαναλαμβάνω, ποτέ- δεν κάνει λάθος» (σελ. 85)· «Εάν δεν κατανοήσουν ότι τους φέρνουμε μια μαθηματικά σίγουρη ευτυχία, έχουμε την υποχρέωση να τους επιβάλουμε να γίνουν ευτυχισμένοι. [...] Ζήτω το Μονοκράτος! Ζήτω οι Αριθμοί! Ζήτω ο Ευεργέτης!» (σελ. 7-8). «Αριθμοί», άλλωστε, αποκαλούνται οι άνθρωποι στο φανταστικό Μονοκράτος του. Και βέβαια, το πνεύμα της μαθηματικής αναγκαιότητας βρίσκει την ύψιστη εκπλήρωση και τον έσχατο σκοπό του στη λατρεία της μηχανής: «Ξαφνικά, είδα την ομορφιά αυτού του μεγαλειώδους μηχανικού μπαλέτου, υπό το φως του αξιολάτρευτου, γαλανόχρωμου ήλιου. Μα γιατί -συνέχισαν οι σκέψεις μου- γιατί είναι όμορφο; Γιατί είναι ο χορός αυτός όμορφος; Απάντηση: επειδή είναι μια μη ελεύθερη κίνηση, γιατί όλη η θεμελιώδης αξία του χορού βρίσκεται ακριβώς στην αισθητική του υποταγή, στην ιδανική έλλειψη ελευθερίας» (σελ. 11).

    Σε ποια φιλοσοφία αντιστοιχεί άραγε το ολοκληρωτικό όνειρο του απεριόριστου ελέγχου (της ανθρωπότητας και της φύσης) που περιγράφει εδώ ως πραγματωμένο ο συγγραφέας; Ιδού μια εύγλωττη αποστροφή: «Σήμερα, αυτό το πρόβλημα των ηθικών μαθηματικών θα λυνόταν σε μισό λεπτό [...], αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το λύσουν. Ολοι οι Καντ τους μαζί δεν μπορούσαν να το λύσουν (γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε κάποιος από τους Καντ να κατασκευάσει ένα σύστημα επιστημονικής ηθικής - δηλαδή βασισμένο στην αφαίρεση, την πρόσθεση, τη διαίρεση και τον πολλαπλασιασμό)» (σελ. 22). Στην πραγματικότητα, υπήρξε πριν από τον Καντ κάποιος που το σκέφτηκε (μολονότι δεν θεωρούσε ακόμα την επιστήμη της εποχής του αρκετά προηγμένη γι' αυτό): ήταν ο Λάιμπνιτζ, ο επινοητής του απειροστικού λογισμού, τον οποίον (από κοινού με τον Καρτέρσιο) προσκυνούν όλοι οι σύγχρονοι θετικιστές, λογικοί εμπειριστές, αναλυτικοί, οι πραγματικοί κληρονόμοι του οράματος ενός κόσμου προγραμματιζόμενων αυτομάτων (που επίσης πραγματοποιήθηκαν στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών). Εδώ πρέπει ν' αναζητηθεί το αληθινό φιλοσοφικό απείκασμα του ολοκληρωτισμού, περισσότερο απ' ό,τι σε όλες μαζί τις ντεσιζιονιστικές θεωρίες...

    Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία που δείχνουν όλοι αυτοί οι συσχετισμοί, ιδού μια άλλη διακλάδωση της παραπάνω σκέψης: «Ούτε μία χαμένη χειρονομία, καμπύλη ή στροφή. Χωρίς αμφιβολία, ο Τέιλορ ήταν η ιδιοφυΐα της αρχαιότητας. Βεβαίως, ποτέ δεν του ήρθε η ιδέα να προεκτείνει τη μέθοδό του στο σύνολο της ζωής, σ' όλες τις κινήσεις που γίνονται μέσα στο εικοσιτετράωρο [...] Αλλ' ακόμη κι έτσι, πώς μπόρεσαν να γράψουν ολόκληρες βιβλιοθήκες για κάποιον σαν τον Καντ και ν' αδιαφορήσουν για τον Τέιλορ - τον προφήτη που μπορούσε να δει δέκα αιώνες μπροστά;» (σελ. 45). Η αναφορά είναι βέβαια στον Frederick Winslow Taylor (1856-1915), τον εισηγητή του επιστημονικού μάνατζμεντ, που πρότεινε την οριζόντια κατάτμηση της εργασίας σε μικρά μηχανικά τμήματα κινήσεων χάριν της αυξήσεως της αποδοτικότητας (δηλαδή, της μεγιστοποίησης του κεφαλαιοκρατικού κέρδους, με τίμημα την απεριόριστη μηχανοποίηση του σώματος του εργάτη): η πρότασή του εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία Ford και ο όρος τεϊλορισμός-φορντισμός έγινε συνώνυμο της αλυσίδας παραγωγής, κύριου μοντέλου οργάνωσης της βιομηχανικής εργασίας στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Συνώνυμο, δηλαδή, της κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας, της στρατιωτικά διευθυνόμενης δομής του μοντέρνου εργοστασίου, που στάθηκε -όπως διορατικά έλεγε ο Κώστας Παπαϊωάννου- το μεγάλο σχολείο του ολοκληρωτισμού.
     
  9. vautrin

    vautrin Contributor

    Επτά, Κυριακή 8 Μαΐου 2011

    Δύο Νόμπελ, πολλές παρεξηγήσεις

    TΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

    Οταν πριν από λίγο καιρό, χάρη σε ρεπορτάζ της «Ε», αποκαλύφθηκαν οι φθορές στο Μουσείο Θεόφιλου στη Λέσβο και οι απαράδεκτες συνθήκες μέσα στις οποίες εκτίθενται δεκάδες πίνακες του «μεγάλου λαϊκού ζωγράφου», προκλήθηκε σάλος.

    Το 1947, ωστόσο, όταν ο Σεφέρης εγκαινίαζε με ομιλία του την έκθεση Θεόφιλου στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας, ο σάλος που είχε προκληθεί ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Αν στα μάτια του ποιητή ο αυτοδίδακτος αυτός καλλιτέχνης ήταν η απόδειξη «της πολύ καλλιεργημένης ομαδικής ψυχής του ελληνικού λαού», στα μάτια άλλων δεν ήταν παρά ένας αγαθός μπογιατζής, μια «μπλόφα». Για τους αριστερούς της εποχής, η ανακάλυψη του λαϊκού από αστούς διανοουμένους είχε κάτι το επίπλαστο, το αριστοκρατικό. Και ο Σεφέρης κι η γενιά του, η περίφημη γενιά του '30, βρίσκονταν γι' άλλη μια φορά στο στόχαστρο ως «κουβαρντάδες των σαλονιών»...

    Από επιθέσεις σαν τις παραπάνω σφυρηλατήθηκε «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα» υποστηρίζει ο Δημήτρης Τζιόβας στο ομώνυμο, ογκώδες δοκίμιό του (εκδ. Πόλις) -επιθέσεις που την κατήγγειλαν ως «φερέφωνο των δυτικών αξιών και του ξενόφερτου κοσμοπολιτισμού», στηλιτεύοντας κατά καιρούς την «έλλειψη επαφής» της με την ντόπια πραγματικότητα και τις απόπειρές της να «χειραγωγήσει την πνευματική ζωή». Σήμερα μπορεί να φαίνεται παράδοξο γιατί η αίγλη της θεωρείται δεδομένη- από τους κόλπους της άλλωστε αναδείχθηκαν τα δυο μοναδικά μας Νόμπελ. Ωστόσο, «καμιά δεν αποθεώθηκε και δεν πολεμήθηκε ταυτόχρονα με τόση σφοδρότητα», μας θυμίζει ο Τζιόβας, όσο η γενιά που αναδείχθηκε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο χώρο της λογοτεχνίας και των ιδεών, που ήρθε σε βίαιη ρήξη με το παρελθόν, αναζήτησε μ' επιμονή τις ελληνικές της ρίζες, βρήκε νέους τρόπους να συνομιλήσει με την παράδοση και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση αυτού που αποκαλούμε «νεοελληνικό πολιτισμό».

    Το βιβλίο, ωστόσο, του καθηγητή νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, με τον ειδοποιό υπότιτλο «Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία», δεν εμφορείται από κατεδαφιστικές διαθέσεις. Το αντίθετο. Από τις πρώτες του σελίδες άλλωστε γίνεται σαφές πως η κληρονομιά του Σεφέρη, του Ελύτη, του Γκάτσου, του Εγγονόπουλου, του Μυριβήλη, του Καραγάτση καθώς και των επιγόνων τους στη μουσική, τη ζωγραφική και το σινεμά -από τον Μόραλη και τον Τσαρούχη ώς τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- προσεγγίζεται σαν το βαρόμετρο των πνευματικών μεταλλάξεων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα κι εξακολουθούν, με μεγαλύτερη ίσως ένταση, να μας απασχολούν. Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι η γενιά του '30 προσέφερε τις τελευταίες δεκαετίες το «εθνικό αντίβαρο» στις απειλές της παγκοσμιοποίησης, του ατομικισμού, του ευδαιμονισμού.

    Οπως επισημαίνει ο Τζιόβας, έχει πια εμπεδωθεί η αίσθηση πως η γενιά του '30 δεν μπορεί ν' αντιμετωπιστεί ως ένα ομοιογενές και συμπαγές σύνολο. Στους κόλπους της συνυπάρχουν ρεαλιστές και μοντερνιστές, άθεοι και θρησκευόμενοι, συντηρητικοί όπως ο Μυριβήλης αλλά και ρηξικεύλευθοι όπως ο Ν. Κάλας, πρόεδροι Δημοκρατίας όπως ο Κ. Τσάτσος αλλά και κομμουνιστές όπως ο Κοσμάς Πολίτης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Εγγονόπουλος, εν έτει 1974, τόνιζε πως δεν είχε καμμιά απολύτως σχέση μαζί της, ενώ κι ο Ελύτης σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στους Νιάρχο και Φωστιέρη της «Λέξης» τη δεκαετία του '80, δήλωνε «ορφανός»: «Δεν έχω, δυστυχώς, αν εξαιρέσω κάπως τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τίποτε το κοινό με τους συναδέλφους μου. Και λέω "δυστυχώς" επειδή, κακά τα ψέματα, τη μοναξιά είναι δύσκολο να την αντέξεις»...

    Μήπως λοιπόν πρόκειται για «κατασκευή»; Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται «υπερβάλλοντας και κυριολεκτώντας» ο Τζιόβας, έχοντας προηγουμένως ξεδιπλώσει το πώς διαμορφώθηκε και το τι αντιπροσώπευε από την περίοδο του Μεσοπολέμου ως τις μέρες μας ο όρος «γενιά του '30», αρχής γενομένης από το ιδρυτικό γι' αυτήν δοκίμιο «Ελεύθερο πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά. Η γενιά που πέρασε στη συλλογική μας συνείδηση ως αυτή που πάντρεψε τον Μακρυγιαννη με τον Ελιοτ, τον Θεόφιλο με τον υπερρεαλισμό, τον Κόντογλου με τον Παρθένη και το ρεμπέτικο με την κλασική μουσική, αυτή που αγάπησε τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγκιόζη, την λαϊκή αρχιτεκτονική και τη βυζαντινή ζωγραφική, «δεν υπήρξε ποτέ», διαβάζουμε. «Απλώς εφευρέθηκε ο μύθος της, σε διάφορες εκδοχές, ως άλλοθι και πεδίο για να συγκρουστούν ιδεολογίες και αισθητικές απόψεις, να αποκτήσουν έρεισμα βαθύτερες κοινωνικές αντιθέσεις και προκαταλήψεις, και να κριθούν πολιτισμικές επιλογές».

    Το μόνο κοινό γνώρισμα που αναγνωρίζει σ' αυτήν ο Τζιόβας είναι πως υπήρξε ανδροκρατούμενη. Κι όπως δεν εντοπίζει τη συνοχή της στα λογοτεχνικά επιτεύγματά της -την εισαγωγή στην Ελλάδα του ποιητικού μοντερνισμού, τη στροφή από το διήγημα στο μυθιστόρημα- άλλο τόσο δεν αντιμετωπίζει μονοδιάστατα εκείνους που θεωρούμε εκπροσώπους της, ως πολυταξιδεμένους και ατσαλάκωτους αστούς. Τοποθετώντας στον σκληρό πυρήνα της τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Θεοτοκά και τον Τερζάκη, χάρη στο δοκιμιακό τους έργο κυρίως, ο Τζιόβας αναδεικνύει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της «το αίτημα της πνευματικής ελευθερίας και την αντίσταση στην ιδεολογική στράτευση και σε κάθε είδους δογματισμούς».

    Για την τόσο παρεξηγήσιμη δε έννοια της «ελληνικότητας» που συνδέθηκε μαζί της, αυτή «δεν σημαίνει πολιτισμική περιχαράκωση ή εθνική εσωστρέφεια», επιμένει, αλλά «την ανάδειξη της ελληνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας για να μπορεί η Ελλάδα να έχει μια αξιόλογη παρουσία στον πολιτισμικό της ανταγωνισμό, χωρίς να επικαλείται διαρκώς το κλασικό της παρελθόν». Γι' αυτό η αίγλη της γενιάς του '30 παραμένει αξεπέραστη ώς τώρα, λέει ο Τζιόβας: επειδή λειτούργησε ως «ο ιδεότυπος του πνευματικού ανθρώπου», κι ως ιδανικός εξισορροπιστής ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, στο εθνικό και το παγκόσμιο, το εμείς και το εγώ.
     
  10. DragonLady

    DragonLady Regular Member

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

    Ο ΖΥΓΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

    Εδώ και αιώνες η γυναίκα έζησε, κι ακόμη ζει, στην σκιά του άνδρα.
    Στην Ανατολή, το τσαντόρ και η μπούρκα είναι το σύμβολο της πλήρους υποταγής της. Στη Δύση, αν και τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει, δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Η θρησκεία, ο μεγαλύτερος εχθρός της γυναίκας, την έκαψε κατά χιλιάδες στην πυρά της ανδρικής μισαλλοδοξίας τον Μεσαίωνα του κυνηγιού των Μαγισσών...
    Όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες, τιθάσευσαν δια της βίας, δια του φόβου και του τρόμου την ισχυρή γυναικεία φύση, δαιμονοποιώντας την σεξουαλικότητά της ώστε να χρησιμεύσει αποκλειστικά και μόνο για τους δικούς τους σκοπούς. Και την υπέταξαν ενσπείροντάς της τον 'φόβο του Θεού', δηλαδή του Άνδρα...

    Ένα συγκλονιστικό βιβλίο που καταγράφει την ιστορία του γυναικείου φύλου δια μέσου των αιώνων, φέρνοντας την γυναίκα αντιμέτωπη με την ιστορία της αλλά και με το μέλλον της.
     
  11. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 21 Μαΐου 2011

    Ο νεοφιλελευθερισμός ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας

    Από τον Φώτη Τερζάκη

    Naomi Klein

    Το δόγμα του σοκ

    Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής

    μετ. Αγγελος Φιλιππάτος, εκδ. Λιβάνη

    Σε μία ακαλαίσθητη έκδοση από τον οίκο Λιβάνη, με γράμματα σε διαστάσεις νυχτερινής επιγραφής, με το κακόγουστο λογότυπο της λέξεως ΣΟΚ να θυμίζει αόριστα ΠΑΣΟΚ (αποτρέποντάς σε από το ν' αγοράσεις το βιβλίο) και με την υπενθύμιση «Διεθνές best seller» κάτω από τον υπότιτλο, σε αξιοπρέπεστατη πάντως μετάφραση, κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το όντως πολύκροτο έργο της καναδής δημοσιογράφου και ακτιβίστριας (επίτιμης διδάκτορος, επίσης, του King College της Νέας Σκωτίας) Naomi Klein. Το μέγεθός του, 718 σελίδες στα ελληνικά, συναγωνίζεται τη φήμη του αλλά και την αγοραστική του επιτυχία: μαζί με την Αυτοκρατορία, των Negri και Hardt, είναι το πιο πολυσυζητημένο, μεταφρασμένο και διαβασμένο πολιτικό βιβλίο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Σε αντίθεση όμως με την απογοητευτική Αυτοκρατορία, της οποίας οι πολλές θεωρητικές αστοχίες θα φαίνονταν μετέωρες πριν περάσει δεκαετία, το έργο της Naomi Klein αποδεικνύεται, θα το πω απερίφραστα κι εκ των προτέρων, ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία για τον προσανατολισμό στην παρούσα παγκόσμια πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολίτης του σύγχρονου κόσμου που να μην το έχει διαβάσει, υποστηρίζω - πράγμα που καθόλου δεν υπονοεί, φυσικά, ότι δεν επιδέχεται κριτική (και θα δούμε σε ποια σημεία). Αν συμφωνούμε όμως κατ' αρχήν πως προαπαιτούμενο της πολιτικής ιδιότητας είναι η καλή γνώση της Ιστορίας, ιδίως της πρόσφατης, αυτή είναι η πρώτη, και ίσως η σπουδαιότερη, υπηρεσία που το βιβλίο προφέρει στον αναγνώστη του: εξονυχιστική πληροφόρηση, στηριγμένη σε επιτόπια δημοσιογραφική έρευνα όσο και σε μελέτη αρχείων και πηγών δύσκολα προσιτών στο ευρύ κοινό (που υποβάλλει κάποιον βαθμό συλλογικής εργασίας πίσω του), αναφορικά με το τι έχει συμβεί στον κόσμο μας τούτες τις τελευταίες, σκοτεινές και δυσεξιχνίαστες, τέσσερις δεκαετίες. Τι ακριβώς συνέβη στη Χιλή και στις χώρες του «Νοτίου Κώνου» της αμερικανικής ηπείρου, τι εξελισσόταν παράλληλα και σε αμοιβαία τροφοδότηση στην οικονομική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου και στα εργαστήρια επιστημονικών βασανιστηρίων της CIA, τι έγινε στην Ινδονησία μετά την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ μαζική σφαγή των κομμουνιστών, τι διαδραματίστηκε στο κοινοβουλευτικό σκηνικό Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας εγκαινιάζοντας μιαν αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων σε όλες τις αναπτυγμένες λεγόμενες χώρες (δηλαδή: που ελέγχουν μονοπωλιακά τον παγκόσμιο πλούτο, κρατώντας στα χέρια τους τη μοίρα των λαών), τι συνέβη στην Κίνα μετά τη «στροφή» του Τενγκ Σιαοπίνγκ και σε Ρωσία και Πολωνία μετά την«περεστρόικα», τι συνέβη στη Νότιο Αφρική μετά την πτώση του απαρτχάιντ, τι διακυβεύτηκε στη χρηματιστηριακή κρίση της Νοτίου Ασίας, τι έγινε στο Ιράκ, στο Πακιστάν και πάλι στο Ιράκ ύστερ' από τη διάλυση της χώρας, στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα εδάφη, τι συνέβη μετά το τσουνάμι στον Ινδικό, ιδίως στη Σρι Λάνκα και τις Μαλδίβες, καθώς και στη Νέα Ορλεάνη μετά το τρομακτικό πλήγμα του τυφώνα, τι συνέβη στο Μεξικό μετά την προσχώρησή του στη NAFTA, τι εξακολουθεί να συμβαίνει στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτείων, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δίνοντας τον βηματισμό σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες ενός ραγδαία ομογενοποιούμενου κόσμου...

    Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το βιβλίο της Naomi Klein διαβάζεται ως βιβλίο πρόσφατης Ιστορίας - που ανταποκρίνεται μάλιστα στο πρώτιστο καθήκον του επαρκούς ιστορικού, να υποδείξει ένα οδηγητικό νήμα ικανό να δέσει τις πολλές επιμέρους αλληλουχίες συμβάντων σε μία ενοποιημένη αφήγηση... Σ' ένα δεύτερο επίπεδο, μπορεί και οφείλει να διαβάζεται ως συντριπτική τεκμηρίωση του τεράστιου, ανεξαγόραστου εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, συγκρίσιμου μόνο με τη ναζιστική θηριωδία αλλά και πάλι πολύ πιο κολοσσιαίων διαστάσεων, που αντιπροσώπευσε η μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία: τον ανατριχιαστικό φάκελο μιας δίκης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που οφείλει να διεξαχθεί εν πρώτοις στις συνειδήσεις όλων των κατοίκων του πλανήτη, για να εξουσιοδοτήσει εν συνεχεία τα μέσα δράσης και προπαντός την ανυποχώρητη βούληση ν' αγωνιστούν για τη συντριβή του τέρατος αυτού που γέννησε ο καπιταλισμός στο απόγειο της κυριαρχίας του.

    Δεν ξέρω αν η συγγραφέας είχε στο μυαλό της αυτή ακριβώς τη δεύτερη ανάγνωση· εκείνο που πιο απερίφραστα πάντως σκοπεύει, ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης που αντιπροσωπεύει και την καταδηλωμένη οπτική της, είναι μια μεθοδική αποκάλυψη-καταγγελία του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού: του οικονομικού δόγματος του Μίλτον Φρίντμαν (που ήταν ο ίδιος θαυμαστής των κοινωνικών θεωριών του Φρίντριχ Χάγιεκ), το οποίο εκπονήθηκε στα ερευνητικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήδη από τη δεκαετία του 1950, εφαρμόστηκε πιλοτικά με προσωπική εμπλοκή του ίδιου του Φρίντμαν στη Χιλή του Πινοτσέτ, για να υιοθετηθεί ως επίσημο κυβερνητικό δόγμα από τον Ατλαντικό άξονα επί Ρίγκαν και Θάτσερ και να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από μια χούφτα ζηλωτών-μαθητών του Φρίντμαν (με τη στήριξη, δεν χρειάζεται να το πω, των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων...). Αποτέλεσμα ήταν η παράδοση ολόκληρου του πλανήτη, κρατικών μορφωμάτων, λαών και γήινων οικοσυστημάτων στον απόλυτο έλεγχο λίγων εταιρειών-γιγάντων, σε στρατηγική σύμπραξη με τους διαχειριστές του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου (που, όλως τυχαίως, βρίσκεται συσσωρευμένο σε λίγα δυτικά κέντρα) και τα θεσμικά του όργανα καταναγκασμού -Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου- οδηγώντας σε μια αλυσίδα ανείπωτα καταστροφικών συνεπειών: οδύνη, επιδημίες, βασανισμούς, ακρωτηριασμούς κι εξοντώσεις σε αστρονομική κλίμακα, εκτοπισμό, λιμοκτονία, εκπόρνευση, πολιτισμική κατάρρευση και κοινωνική εξαθλίωση για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, ραγδαία επεκτεινόμενη φτώχεια και ανισότητα, ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων και μη αναστρέψιμη βιοκλιματική καταστροφή...

    Το πιο εφιαλτικό σε αυτή την ιστορία, στο οποίο δίνει ειδική έμφαση η συγγραφέας (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου), είναι ότι όλη αυτή η αποκαλυψιακή καταστροφή δεν ήταν το αθέλητο αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης θεωρητικής σύλληψης: ήταν εξαρχής μέσα στις προβλέψεις, και μάλιστα στον συνειδητό σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων του νεοφιλελευθερισμού. Γνώριζαν καλά ότι μαζικές κρίσεις ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των μοντέλων τους, έβλεπαν εξαρχής τις κρίσεις ως «ευκαιρίες» και, ως εκ τούτου, τις μεθόδευσαν -και τις μεθοδεύουν- ψυχρά και συστηματικά. Διορατική είναι επίσης η επισήμανση του άκρως «επιστημονικού», ακριβώς θετικιστικού, τρόπου σκέψης του Φρίντμαν και των οπαδών του («Ο Φρίντμαν οδηγήθηκε στα οικονομικά εξαιτίας της αγάπης του για τους αριθμούς και τα συστήματα...», σελ. 78 κ.ε.). Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα βασίζεται σε μια κλειστή μαθηματική αξιωματική, αντικείμενο εκστατικού θαυμασμού από τους πιστούς του, που ενοχλείται αφόρητα από την ύπαρξη πραγματικών δρώντων, ανθρώπων με υλικές ανάγκες, αισθήματα, αποβλέψεις, απροσχεδίαστους τρόπους δράσης και κίνητρα αλληλεγγύης, παράγοντες τους οποίους πρέπει ακριβώς ν' αποκλείσει. Και πώς αλλιώς να τους αποκλείσει κάποιος όταν καλείται να εφαρμόσει το μοντέλο στην πρακτική ζωή, παρά εξοντώνοντάς τους απλά και καθαρά; Οι διορατικές εκείνες σελίδες όπου η συγγραφέας πασχίζει να μπει στο εργαστήρι του οικονομολόγου, να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του, μαρτυρούν όχι μόνο τη φενάκη που ενυπάρχει στη σύλληψη της «οικονομίας» ως αυτοτελούς, θετικής επιστήμης, αλλά και, βαθύτερα, την καταγωγική συνάφεια επιστημονικού (ακριβέστερα, μαθηματικού) πνεύματος και όλων των μορφών τυραννίας και ολοκληρωτισμού που γέννησε ο 20ός αιώνας. (Ο Φρίντμαν θα προσυπέγραφε υποθέτω -μ' ενθουσιασμό βέβαια, και όχι με θλίψη- τη ρήση του Αντρέ Γκορζ: «[στον ύστερο καπιταλισμό] τα εμπορεύματα παράγουν ανθρώπους».)

    Δεν μπορώ, και δεν χρειάζεται να υπεισέλθω εδώ σε όλο το διαπλεκόμενο κουβάρι των εφιαλτικών ιστοριών που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας το βιβλίο. Το αφηγηματικό χάρισμα δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές της συγγραφέως, και είναι ένα από τα στοιχεία που δίνουν την ομολογουμένως ασυνήθιστη αποτελεσματικότητά του στο εγχείρημά της. Τα όσα λέει είναι ούτως ή άλλως σημαντικά· ακόμη σημαντικότερα όμως είναι, νομίζω, όσα χωρίς να λέει ρητά (ή ενδεχομένως να έχει η ίδια σκεφτεί) μας επιτρέπει να σκεφτούμε. Την κατάρριψη της φιλελεύθερης αυταπάτης από δύο πλευρές, για παράδειγμα. Βεβαίως ο νεοφιλελευθερισμός, ένα οικονομικό δόγμα, είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τον κλασικό φιλελευθερισμό, μια πολιτική θεωρία περί αστικών δικαιωμάτων, ωστόσο διατηρούν ως κοινό έδαφος κάποιες σκληρά ιδεολογικές παραδοχές (που έχουν πληγεί ήδη από την εποχή του Μαρξ). Πρώτον, ότι οικονομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι συνεχόμενες κι επάλληλες (αλληλοενισχυτικές) έννοιες. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ελευθερία» έχει ριζικά διαφορετική σημασία στο οικονομικό και στο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς: στο πολιτικό σημαίνει αυτοκαθορισμό και συλλογική λήψη των αποφάσεων, έννοια που αληθεύει εξ ορισμού για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας· στο οικονομικό, απεναντίας, σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβαλλοντικών όρων προς ίδιον όφελος, αυξανόμενη κατ' ευθείαν αναλογίαν προς την κατοχή κεφαλαίου, αληθεύει εξόχως ανίσως δηλαδή μεταξύ των μελών μιας συλλογικότητας (και χωρίς την εν λόγω ανισότητα θα έχανε το περιεχόμενό της). Εμπράκτως, η οικονομική «ελευθερία» είναι θανάσιμος εχθρός της πολιτικής ελευθερίας, και αυτό αποδεικνύεται θεαματικά από τις πολιτικές προϋποθέσεις (και συνέπειες) του νεοφιλελευθερισμού: δικτατορίες, παραβιάσεις εκλογικών αποτελεσμάτων, αστυνομοκρατία και ολοκληρωτικός έλεγχος των συνειδήσεων είναι παντού το βασικό ρεπερτόριο μέσων για την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Δεύτερον, που είναι η άλλη όψη του πρώτου, το ιδεολόγημα ότι ο (νεο)φιλελευθερισμός επιζητεί «λιγότερο κράτος». Στην πραγματικότητα, επιζητεί περιστολή μόνο μίας, πολύ ειδικής λειτουργίας του κράτους: των μηχανισμών αναδιανομής. Ποιος αλήθεια εκδίδει το χρήμα κι εγγυάται την αξία του ώστε να παιχτεί το παιχνίδι της «φιλελεύθερης» αγοράς, ποιος διασφαλίζει τα συμβόλαια και τους τίτλους ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης, ποιος ρυθμίζει τις νομισματικές αντιστοιχίες (που είναι ωμές σχέσεις διακρατικής επιβολής σε αφηρημένη μορφή), ποιος προστατεύει κυρίως την ιδιωτική ιδιοκτησία και κρατάει σε καταστολή την εργασιακή δύναμη - αν όχι ένα ισχυρό κράτος; Εκείνο που οι αφελείς κριτικοί του νεοφιλελευθερισμού στις ημέρες μας (περιλαμβανομένου πολύ μεγάλου κομματιού της Αριστεράς) δεν στάθηκαν ικανοί να δουν, είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν σήμαινε αποδυνάμωση του ισχυρού παρεμβατικού κράτους τής προηγούμενης περιόδου (του λεγομένου «προνοίας») αλλά μια μεταβολή στρατηγικής εκ μέρους του. Τα στοιχεία της Naomi Klein δείχνουν αφοπλιστικά πόση και τι είδους κρατική βία χρειάστηκε ώστε να παραδοθεί ο παγκόσμιος έλεγχος στις γιγάντιες εταιρείες - το κράτος εκχώρησε σε αυτές, τελικά, εκείνο που είχε προηγουμένως υφαρπάξει από την ίδια την κοινωνία.

    Και φτάνουμε έτσι στην τελευταία σειρά σκέψεων, που αφορούν πλέον τους περιορισμούς τής ίδιας της συγγραφέως. Η Naomi Klein δομεί την αφήγησή της σαν ένα μυθιστόρημα τρόμου με πρωταγωνιστή έναν εγκληματικό αντι-ήρωα: τον Μίλτον Φρίντμαν και τα Chicago boys του. Το ερώτημα είναι: πώς το θλιβερό ανθρωπάριο που άκουγε στ' όνομα Μίλτον Φρίντμαν στάθηκε ικανό να επιβάλει τα διεστραμμένα οράματά του πρώτα στις ισχυρότερες κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου κι εν συνεχεία, μέσα από κλιμακούμενες μεθοδεύσεις, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Είτε θα πρέπει να ήταν προικισμένο με υπεράνθρωπες (εωσφορικές) δυνάμεις ή θα πρέπει να υπήρχε κάποιος δομικός λόγος γι' αυτό - πράγμα που σημαίνει, και αν η συγκεκριμένη φιγούρα δεν υπήρχε, ένας «Φρίντμαν» θα είχε δημιουργηθεί...

    Ολα δείχνουν προς τη δεύτερη εκδοχή. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια αλλαγή στρατηγικής του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όχι όμως και μια αλλαγή στόχων, οι οποίοι από γενέσεως καπιταλισμού παραμένουν αμετάβλητοι: απεριόριστη εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης χάριν της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους, και ακόμη πιο πέρα, χάριν της αέναης κερδοφορίας του κεφαλαίου/ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία προσλαμβάνει πλέον τη μορφή «αντικειμενικού» μηχανισμού που καθυποτάσσει στην κίνησή του τα ίδια τα ενεργούμενά της. Η παραπάνω αλλαγή στρατηγικής υπαγορεύτηκε από τη δομική κρίση που πλήττει τον καπιταλισμό ήδη από τη δεκαετία του 1970, συνέπεια μερικώς της περιβαλλοντικής εξάντλησης αλλά προπαντός τής γενικευμένης εφαρμογής του αυτοματισμού, κρίση η οποία επιδεινώνεται διαρκώς έκτοτε και μεταφράζεται σε ανυποχώρητα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους τού κεφαλαίου. Δεν θα συνεχίσω εδώ αυτή την ανάλυση,1 αλλά είναι προφανές ότι για να εξηγηθεί ικανοποιητικά η ανάδυση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου χρειάζεται μια μακροϊστορική κατανόηση του καπιταλισμού, έργο που φαίνεται ότι ξεπερνάει τη Naomi Klein. Της λείπει εμφανώς η βαθιά μαρξιστική παιδεία που θα της επέτρεπε ν' αναπλαισιώσει σ' ένα ευρύτερο κοινωνιοϊστορικό συμφραζόμενο τα σπουδαία ευρήματά της - πράγμα που εξηγεί γιατί στο βάθος ολόκληρης της πραγμάτευσής της υποφώσκει μια κεϊνσιανή νοσταλγία. Ισως αυτό εξηγεί επίσης γιατί από την παγκόσμια επισκόπησή της απουσιάζει εντυπωσιακά η Ευρωπαϊκή Ενωση (εκτός από μια εν παρόδω αναφορά στο Μάαστριχτ): το κεϊνσιανό παρελθόν της Ευρώπης, ένας μύθος που όπως φαίνεται έχει ακόμα ισχύ στους ριζοσπάστες του Νέου Κόσμου, την εμποδίζει να δει σε αυτήν ένα από τα πιο ανησυχητικά, οιονεί ολοκληρωτικά μορφώματα των ημερών μας που, μέσω των Συμφώνων Σταθερότητας και Ανταγωνιστικότητας, αναπαράγει το νεοαποικιακό μοντέλο μέσα στην ίδια την καρδιά του αναπτυγμένου λεγόμενου κόσμου. Δεν αντιλαμβάνεται προφανώς η συγγραφέας μας ότι κεϊνσιανισμός-νεοφιλελευθερισμός έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ' όσα η ρητορική τους επιτρέπει ν' αντιληφθούμε, ως δύο διαδοχικές στρατηγικές του καπιταλισμού, προκειμένου ν' αποφύγει μια επικείμενη κατάρρευση σε εναλλασσόμενα ιστορικά περιβάλλοντα. Και, για να παραφράσω τη γνωστή φράση του Max Horkheimer περί καπιταλισμού και ολοκληρωτισμού (στη ναζιστική εκδοχή του, τότε): όποιος δεν θέλει να μιλήσει για καπιταλισμό, καλά θα έκανε να σωπαίνει και για τον νεοφιλελευθερισμό.
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 21 Μαΐου 2011

    ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΙΒΛΙΟ

    Μια σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού

    Από τον Ιγνάτη Χουβαρδά και τον Γιάννη Ε. Στάμο

    Georges Bataille Το γαλάζιο του ουρανού

    μτφρ.: Ειρήνη Τσολακέλλη

    εκδόσεις Αγρα, σ. 240, ευρώ 16,15

    Με εμφανείς τις αδυναμίες σύνθεσης, το Γαλάζιο του ουρανού, βιβλίο άνισο, αφήνει ένα ανάμεικτο αίσθημα στο τέλος της ανάγνωσης: δεν είσαι γοητευμένος, αλλά νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις σε αρκετές σελίδες που μοιάζουν επιφανειακές, αλλά δεν είναι. Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι είναι ότι ο αφηγηματικός λόγος είναι προσχηματικός· πίσω από την επίπεδη ροή της ιστορίας ο Μπατάιγ κρύβει ένα βαρύ φορτίο αναφορών στα σκοτεινά μονοπάτια του ερωτισμού. Ο γάλλος διανοητής χρησιμοποιεί την ιστορία σαν απλουστευτικό παράδειγμα μιας βαθιάς στοχαστικότητας γύρω από το κρυφό και αχανές βάθος ενός ερωτισμού που φλερτάρει με τα όρια των ανθρώπινων αντοχών και κοιτάζει στα μάτια τον θάνατο. Η φιλοσοφία του Νίτσε, που διευρύνει τα όρια της δύναμης του ανθρώπου, και ο σεξουαλικός ολοκληρωτισμός του Μαρκήσιου ντε Σαντ είναι τα βέλη που προσθέτει στη φαρέτρα του ο Μπατάιγ, για να τολμήσει αυτό το πείραμα της κλιμακωτής παρέκκλισης των αισθήσεων προς την πλευρά του κακού. Αν προσθέσουμε στα σύνεργα του συγγραφέα τον μεγεθυντικό φακό της ψυχανάλυσης και την παρορμητική ενέργεια του υπερρεαλισμού, νομίζω φωτίζεται πιο σφαιρικά η δυναμική που ενεδρεύει στο αφήγημα Το γαλάζιο του ουρανού του Ζορζ Μπατάιγ.

    Ο ήρωας του κειμένου συνειδητά αφήνεται σε μια κραιπάλη των αισθήσεων, με μια ύπουλη σαδιστική τάση ν' αγγίξει τον θάνατο, κίνηση που γι' αυτόν αποτελεί εφαλτήριο ηδονής. Συλλαμβάνει τον εαυτό του να επιδιώκει να κάνει παρέα με γυναίκες που είναι εγκατελειμμένες στην παρακμή, που μαδάνε τα ελάχιστα τριαντάφυλλα της ομορφιάς τους φτάνοντας στα όρια της αυτολύπησης, γυναίκες που η ελάχιστη ικμάδα ομορφιάς τους φλερτάρει με την ιδέα να συρθεί στα λασπόνερα της βρομιάς και της δυστυχίας. Ενα τέτοιο σκηνικό, μοτίβο φθοράς που προετοιμάζει τον θάνατο, την ίδια στιγμή που απωθεί την ερωτική γοητεία, μ' έναν περίεργο-σκοτεινό-ανάκατο τρόπο μοιάζει παράλληλα να μηρυκάζει μια βαθύτερη ανομολόγητη φλέβα σεξουαλικής έλξης, όπου η ηδονή απορρέει από τη σταδιακή αύξηση του σωματικού πόνου.

    Ο τίτλος «Γαλάζιο του ουρανού» είναι εκείνος ο πόλος της αντίθεσης, καίριος, απαραίτητος, ως αντίπαλο δέος, ως το καταραμένο απόθεμα, για να μεταχειριστούμε έναν εμβληματικό όρο του Μπατάιγ (τον πιο ρηξικέλευθο), ως η ελάχιστη συστάδα αγνότητας και αμόλυντης αγάπης, που είναι αναγκαία προκειμένου παράλληλα να βρει ζωτικό χώρο για ν' αναπτυχθεί η εκφυλιστική και αποτρόπαιη μορφή ενός άλλου ερωτισμού, τελείως αποκρουστικού αλλά υπαρκτού, μια βαθύτερη αλήθεια που διστάζουμε ν' αποδεχθούμε.

    Εδώ, η σεξουαλική ορμή διαλέγει να εκφραστεί μέσα από την ανάποδη υφή της γοητείας, σαν να διαλέγει ο Μπατάιγ να διατρέξει τον ποταμό της σεξουαλικότητας ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, όχι εκεί όπου κατοικεί η πριγκίπισσα με τα λευκά σεντόνια και τα πολύχρωμα ρούχα, αλλά στην αντίπερα όχθη, εκεί όπου το σκυλί του Χάρου με ηδονική μανία μαδά τα τελευταία υπολείμματα μιας ομορφιάς που ξέπεσε.

    Σε μια τέτοια ανάποδη διαδρομή, όπως είναι φυσιολογικό, ξεπηδάνε οι πιο περίεργες σεξουαλικές παρεκκλίσεις, με κορυφαία τη νεκροφιλία. Ο ήρωας διακατέχεται από την εμμονή να ηδονίζεται από τον ρόγχο της φθοράς, όπως απεικονίζεται στα κοκαλιάρικα σώματα των γυναικών, με σύμμαχο τον πυρετό μιας οποιασδήποτε αρρώστιας, αρκεί αυτή η αρρώστια να φλερτάρει με τον ζόφο του θανάτου. Η εικόνα του ήρωα να διεγείρεται μπροστά στα φέρετρα αγαπημένων νεκρών προοιωνίζεται αργότερα την κορυφαία σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης του άνδρα με τη σύντροφό του μέσα σ' ένα νεκροταφείο, με το σώμα της γυναίκας να βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και σαπίλας, με το χώμα να υπερισχύει της σάρκας. Ολα αυτά σίγουρα είναι ζοφερά και αρρωστημένα, αλλά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Μπατάιγ την τόλμη του να εγκύψει σε μια τόσο αποτρόπαιη και ακραία παρέκκλιση, να τη βιώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε το σώμα (το δικό του, των γυναικών που συναναστρέφεται) να γίνει σημείο μιας ευρύτερης αποσύνθεσης του κοινωνικού συνόλου.

    Η λάσπη του τοπίου συμπληρώνεται από το γκρίζο του ουρανού και ύστερα από την απειλητική ατμόσφαιρα των πόλεων που κλυδωνίζονται από επαναστάσεις, η ορμή και η ενέργεια όσων εξεγείρονται μοιάζει να γίνεται βορά στα σαγόνια ενός υπέρτατου θανάτου.

    Μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Ζενέ και ο Παζολίνι, συνδύαζαν κι αυτοί τη βαθύτερη διάσταση της σεξουαλικής ενόρμησης με την πολιτική της διάσταση. Στον Μπατάιγ η κοινωνική διάσταση αυτής της αποκλίνουσας ερωτικής συμπεριφοράς είναι η ναζιστική λαίλαπα που διαμορφωνόταν εκείνα τα χρόνια στην Ευρώπη. Στον Μπατάιγ ο ναζισμός ταυτίζεται με τον άνθρωπο που αναζητεί την ερωτική του ταυτότητα στην υπέρβαση των ορίων, ηδονιζόμενος με την όξυνση του σωματικού πόνου, με το σώμα να γίνεται θελκτικό την ώρα που πεθαίνει, όταν οι τελευταίες γραμμές της ζωής υποχωρούν μπροστά στο σχήμα του θανάτου. Βιώνοντας με αυτόν τον μονομερή τρόπο τη ναζιστική ιδεολογία, ο Μπατάιγ αποδεικνύεται ωστόσο προφήτης, γιατί προβλέπει στο συγκεκριμένο αφήγημα τις θηριωδίες της ναζιστικής νεολαίας λίγα χρόνια πριν συμβούν πραγματικά. Ετσι θα λέγαμε πως η εμμονή του στην ερωτική διάσταση μιας ακραίας κοινωνικής συμπεριφοράς όπως ο ναζισμός, τον δικαιώνει.

    Ο Μπατάιγ κατανόησε τη βαθύτερη διάσταση του ναζισμού καθώς τον βίωσε ερωτικά. Ενιωσε τη σκοτεινή γοητεία του ναζισμού, σαγηνεύτηκε, ηδονίστηκε, τρόμαξε και τον απέρριψε κατηγορηματικά. Να αμφισβητείτε, υπαινίσσεται ο Μπατάιγ, εκείνους που απορρίπτουν κάτι, χωρίς να γνωρίζουν τι πραγματικά είναι. Και η άρνηση του Μπατάιγ στον ναζισμό έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα γιατί προέρχεται από έναν μυστικιστή και προφήτη που τόλμησε και είδε κατάματα την άλλη πλευρά του φεγγαριού. Το διαφωτιστικό κείμενο του Νίκου Ηλιάδη στο επίμετρο της έκδοσης συμβάλλει ευεργετικά στην κατανόηση της σκέψης του Μπατάιγ.

    Ι. Χ

    Το δόγμα της ανατροπής

    Τη δεκαετία του '30 και ενώ οι μεσσιανικές εξαγγελίες και ο σχηματισμός ολοκληρωτικών καθεστώτων από τον Στάλιν και τον Χίτλερ ενέτειναν το έκρυθμο πολιτικό σκηνικό, ο Ζορζ Μπατάιγ θα αποτυπώσει το δικό του Γαλάζιο, ένα απειλητικό πέπλο τρόμου, αληθινό, «καθάριο» και οικουμενικό όπως το φως του ήλιου, που αποτελεί την άλλη όψη της ονειροπόλησης και του αποπροσανατολισμού, που προκαλεί το πέρασμα μιας έναστρης νύχτας.

    Γραμμένο το 1935, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ισπανία με τον ζωγράφο Αντρέ Μασόν και λίγο πριν από το ξέσπασμα του Ισπανικού εμφυλίου, Το Γαλάζιο του ουρανού θα παραμείνει 22 χρόνια στα συρτάρια του γάλλου συγγραφέα, για να εκδοθεί μόνο μετά τις έντονες προτροπές των οικείων του. Ο ισπανικός εμφύλιος και το μετέπειτα ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ώθησαν τον συγγραφέα στην προσωρινή απόρριψη του εν λόγω κειμένου, καθώς θεωρούσε ότι η αμεσότητα της εμπόλεμης πραγματικότητας το αποδυνάμωνε μέχρι σημείου ακύρωσης. Το Γαλάζιο του ουρανού εξήγαγε ένα προανάκρουσμα εκμηδένισης και καταστροφής, που απορρίπτει ουσιαστικά κάθε στοιχείο ανθρωπισμού.

    «Μπροστά στην ίδια την τραγωδία, τι σημασία να δώσεις στα προμηνύματά της;»

    Η υπόθεση τοποθετείται στην Ισπανία, παραμονές του εμφυλίου πολέμου, με τον αναγνώστη να παρακολουθεί τα προσωπικά, φιλοσοφικά και σεξουαλικά αδιέξοδα του πρωταγωνιστή Τροπμάν, την αδράνεια και την αποστασιοποίησή του από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Ο Τροπμάν, παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο άκρα πολιτικού ακτιβισμού, εξαναγκάζεται σε αινιγματική απάθεια και ανικανότητα.

    Το περιβάλλον του καταρρέει, και κλυδωνίζοντας τον ψυχικό του κόσμο, διαχέει μια οσμή υλικής και ηθικής αποσύνθεσης.

    Η προσχηματική πλοκή του έργου σπάει τους κανόνες της αφήγησης ενώ κατά ομολογία του ίδιου του Μπατάιγ, «η ακαταστασία και η ανωμαλία αποτελούν θεμέλιο λίθο του έργου».

    Το Γαλάζιο του ουρανού , ωστόσο, αποτελεί πολύ περισσότερο από εφιαλτικό προανάκρουσμα και επικαιρική εξαγγελία, ένα διαχρονικό αριστούργημα, όπου το ατομικό αντανακλά το συλλογικό, ο έρωτας συνοδοιπορεί με την πολιτική και τον θάνατο, ενώ το ανθρώπινο υποσυνείδητο διατηρεί μια αμφίδρομη σχέση με τα εξωτερικά γεγονότα.

    Οι εσχατολογικοί τόνοι, το νοσηρό περιβάλλον, τα προμηνύματα σεξουαλικής παρέκκλισης και ζωώδους ηδονισμού, η διάχυση της υλικής και της ηθικής αποσύνθεσης, συνδυάζονται με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μοντέρνας λογοτεχνίας, όπου η μνήμη συγχέεται με το υποσυνείδητο και η επινόηση με την αλήθεια.

    Ο ταραχώδης προσωπικός βίος του πρωταγωνιστή Τροπμάν, οι νευρώσεις και οι σεξουαλικές του παρεκκλίσεις, εξελίσσονται παράλληλα και συναντώνται με τις τελευταίες πρόβες για την παράσταση μιας παγκόσμιας τραγωδίας, την έναρξη του πολέμου. Η νοσηρή καθημερινότητα και η ανάλογη ψυχοπαθολογία του αποτελούν, ταυτόχρονα με προμήνυμα των ιστορικών εξελίξεων, αντανάκλαση και απόρροια της κοινωνικής πραγματικότητας.

    Ο Μπατάιγ ταυτίζει την εσωτερική περιοχή τού «εγώ» με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, προβάλλοντας την κοινή έλλειψη λογικής και σαφούς προσανατολισμού. Η προβληματική του, το πέρασμα δηλαδή από το ατομικό στο συλλογικό, δεν αποτελεί ένα αμιγές λογοτεχνικό σύμβολο αλλά καταδεικνύει ταυτόχρονα την επαφή του Μπατάιγ με το έργο του Φρόυντ καθώς και την ψυχαναλυτική εμπειρία που είχε ο γάλλος συγγραφέας μετά τον οδυνηρό χωρισμό από τη σύντροφό του.

    Το έργο του Φρόυντ Τοτέμ και ταμπού διαπερνά τόσο έντονα το Γαλάζιο του ουρανού που σε ορισμένα σημεία του φαντάζει να είναι η ανάλυση του λογοτεχνικού κειμένου.

    Υιοθετώντας τις θεωρίες του αυστριακού επιστήμονα, ο Μπατάιγ αντιλαμβάνεται τις νευρώσεις ως τον ουσιαστικό τελεστή ανάγνωσης του «κοινωνικού συμβάντος». Ο νευρωτικός πρωταγωνιστής εκφράζει τη δυσαρμονία και την εκρηκτική συνύπαρξη ενόρμησης -κυρίως σεξουαλικής- και «πολιτισμού», των επίκτητων δηλαδή και ως εκ τούτου ψευδεπίγραφων κανόνων (ηθικών, θρησκευτικών, γλωσσικών κ.ά.). Η συνολική αποστροφή του Τροπμάν αποκαλύπτει όσα δεν μπορούν να ομολογήσουν οι υπόλοιποι χαρακτήρες, και εκφράζει ό,τι είθισται να αποκαλείται στην ψυχολογία «Δυσφορία του Πολιτισμού» (βλ. Σίγκμουντ Φρόυντ Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, εκδόσεις Επίκουρος). Η παραίτηση, η απόρριψη των παγιωμένων ηθικών κανόνων, η κατάδειξη του μηδενισμού και της ματαιοπονίας, καθώς και η αμέτοχη στάση του στα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα της εποχής δεν συνιστούν αδιαφορία αλλά υπέρθεση.

    Οι σεξουαλικές σχέσεις του πρωταγωνιστή εκφράζουν κυρίως τη συζυγία του έρωτα και του θανάτου. Αντίθετα, το στοιχείο της πολιτικής και ιδιαίτερα της επαναστατικής δράσης, προκύπτει από την επαφή του με την εμβληματική Λαζάρ, όπου το σεξουαλικό στοιχείο απουσιάζει. Με όνομα ιδιαίτερα δηλωτικό, η ηρωίδα του Μπατάιγ φέρει ζωή και θάνατο, την ίδια τη νεκρανάσταση, και αποτελεί την πλέον αινιγματική φιγούρα του έργου. Απόκοσμη και μυστηριακή, ηγείται της επανάστασης και ενώ θέλγει τον κεντρικό ήρωα, του προκαλεί ταυτόχρονα τα πιο αποκρουστικά συναισθήματα. Η αμφιθυμία του Τροπμάν προβάλλει τη μετέωρη στάση του μεταξύ δράσης και αδράνειας, ενώ η απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών της Λαζάρ εκφράζει υπαινικτικά την ουτοπία της επανάστασης.

    Η επαφή του Μπατάιγ με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και το έργο του Φρόιντ Η ερμηνεία των ονείρων διακρίνεται, μεταξύ άλλων, στα τρία όνειρα του πρωταγωνιστή, που αποτελούν τα μονοπάτια που οδηγούν στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Η εξομολόγηση των ονειρικών εικόνων ωστόσο δεν εξιλεώνει, δεν προκαλεί αυτογνωσία ή κάθαρση κατά τα ψυχαναλυτικά πρότυπα, αλλά εντείνει την ενοχή και την αγωνία, την πρόκληση και την έκλυση.

    Το Γαλάζιο του ουρανού αποτελεί σπουδή στην ετερότητα, ανθολόγιο νευρώσεων και φιλοσοφικό δοκίμιο, αλλά συνοπτικά και πρώτιστα ένα αριστουργηματικό λογοτεχνικό έργο, στο οποίο καταδεικνύεται ότι οποιαδήποτε μορφή βίας, από όποια ιδεολογία και αν υποβαστάζεται, καταργεί τον ορθό λόγο.

    Γ.Ε.Σ.