Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Βιβλιοκριτική

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος vautrin, στις 10 Οκτωβρίου 2010.

  1. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

    Ανακρούσεις
    Να 'ναι κορίτσια που χορεύουν, να 'ναι αδέσποτα σκυλιά: Δοκίμιο
    Συγγραφέας : Βαρτζιώτης Δημήτρης Π.

    Από τη μια στιγμή στην άλλη μία έκπληξη μπορεί να καρτερεί. Το απροσδόκητο χαρούμενο ή το λυπητερό παίρνει τη θέση του συνηθισμένου. Τρελές, θολοί σοφοί κι άλλοι πολλοί περνούν και φεύγουν. Μερικοί φεύγουν από νωρίς, άλλοι με τους πρώτους ήλιους, κάποιοι στις μπόρες του καλοκαιριού ή με τις σταλαματιές του φθινοπώρου. Οι τελευταίοι ως συνήθως τους χειμώνες. Όπως οι ξαφνιασμένες λέξεις που κατρακυλούν στις κατηφόρες, όπως οι καλλονές οι μαθηματικές που ζωγραφίζουν σχήματα και ιερογλυφικά. Ύστερα δε θα μπορείς να ξεχωρίζεις για να πεις: "Είναι κορίτσια που χορεύουν ή είναι αδέσποτα σκυλιά;". Άστα και φύγε. Φύγε μακριά.
    Όμως μια ανάκρουση αρκεί. Εκεί θα 'ρθουν οι ηδονές και οι μορφές ισχύος, οι στέγες και τα καλοκαίρια, ο Wittgenstein, η θάλασσα, ο Godel και ο Cantor και ο τελευταίος γρύλλος του καλοκαιριού
     
  2. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    OI AΛΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ - ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ

    Η περιπέτεια μιας οικογένειας, ενός χειρογράφου και μιας
    αποκάλυψης που κρύβει.
    Οι αλήθειες του καθένα μας απέναντι στις αλήθειες των άλλων.
    Άλλοτε η δύναμη και άλλοτε η αδυναμία μας να τις πλησιάσουμε
    ή να τις ανεχτούμε. Οι αντοχές μας απέναντι στον άλλον, στον
    διαφορετικό και σε ό,τι πιστεύει.
    Η διαδρομή από την κατανόηση στη δύσκολη ανοχή, μέχρι την
    εύκολη βία.
    Οι αντικατοπτρισμοί από τον μεγάλο κόσμο στον μικρόκοσμο των ηρώων.
    Όνειρα και επιδιώξεις που πότε ευδοκιμούν και πότε ανατρέπονται
    από τη συγκυρία ή τη διαδρομή της Ιστορίας.
    Ιδεολογήματα, πάθη, ευαισθησίες, τραύματα που κουβαλιούνται επώδυνα
    αλλά και καθοδηγούν σε δύσκολους καιρούς.
    Η προσπάθεια και η παραίτηση, η νίκη και η ήττα, η διάψευση και
    ο συμβιβασμός.
    Λονδίνο, Αϊβαλί, Μυτιλήνη, Κομοτηνή, Αθήνα από δεκαετία σε
    δεκαετία στην καρδιά του 20ού αιώνα.


     
     
  3. vautrin

    vautrin Contributor

    TA NEA Σάββατο, 28 Μαΐου 2011

    Η καχεξία της αστικής τάξης

    Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης


    Παναγιώτης Κονδύλης: ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ



    Ηταν ένας από τους κορυφαίους διανοούµενους τον οποίο η ελληνική πανεπιστηµιακή κοινότητα δεν εδέησε να κάνει µέλος της. Η αναγνώρισή του όµως σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν µεγάλη. Σήμερα o Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) επιστρέφει στο προσκήνιο.

    Αν ο Κώστας Αξελός το 1954 στο «Η µοίρα της σύγχρονης Ελλάδας» (πρόσφατα επανεκδόθηκε από την Εστία) επιχειρηµατολογούσε γιατί η Ελλάδα δεν είναι νεωτερική κοινωνία, εδώ ο Παναγιώτης Κονδύλης καταδεικνύει γιατί η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ αστική κοινωνία. Κάτι που κατά τη γνώµη µου είναι το ίδιο. Το µικρό από άποψη µεγέθους και τεράστιο από άποψη ιδεών αυτό βιβλίο είχε δηµοσιευθεί το 1991 ως εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Η παρακµή του Αστικού Πολιτισµού» (εκδ. Θεµέλιο).

    Για τον Κονδύλη, η αιτία της παρακµής και των δεινών της χώρας δεν οφείλεται στους αστούς αλλά στην απουσία τους. Στην Ελλάδα ο όρος αστική τάξη εισήχθη µε την αρνητική σηµασία του, δηλαδή ως ο αντίπαλος της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, στη ∆υτική και Κεντρική Ευρώπη ο αστός εµφανίζεται ιστορικά ως ο κύριος κοινωνικός αντίπαλος της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας. Αυτή η έλλειψη θα ήταν το λιγότερο, αν δεν συνοδευόταν από την απαξίωση των αξιών του αστισµού και της νεωτερικότητας. Από τον ελληνικό ορίζοντα του νόθου αστισµού απουσιάζει η προµηθεϊκή διάσταση του αστικού πολιτισµού, σύµφωνα µε την οποία ο αστός είναι ο καινοτόµος φορέας της πειθαρχηµένης ζωής και των µακροπρόθεσµων στόχων, όπως αυτός – θα πρόσθετα – περιγράφεται στο «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο». Η απελευθερωµένη από την οθωµανική κυριαρχία Ελλάδα ήταν µια τερατογένεση, αποτέλεσµα της διασταύρωσης των πιο προηγµένων τότε πολιτικών θεσµών, όπως ο κοινοβουλευτισµός και η καθολική ψηφοφορία, µε µια κοινωνία διεπόµενη από πατριαρχικές σχέσεις, αξίες και νοοτροπίες. Η όποια εγχώρια αστική τάξη γεννήθηκε από αυτές τις πατριαρχικές σχέσεις και όχι ως άρνηση του φεουδαλισµού. Είχαµε εποµένως µια αστική τάξη ανοµοιογενή και αδύναµη, στον ρόλο του διαµεσολαβητή των συµφερόντων – κυρίως εµπορικών – των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

    Στον βαθµό που οι υπάρχουσες αστικοκαπιταλιστικές σχέσεις δεν µπορούσαν να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες των ευρύτερων µαζών που συνέρρεαν από την ύπαιθρο στην πόλη, ο κοινοβουλευτισµός και το πολιτικό σύστηµα για να διατηρηθούν στην εξουσία δεν είχαν άλλοδρόµο να διαλέξουν από αυτόν της δηµιουργίας ενός πανίσχυρου κράτους- εργοδότη. Για τους ίδιους λόγους, σήµερα οι συντεχνίες και τα τµήµατα του πολιτικού συστήµατος αγωνίζονται να διατηρήσουν αυτό το κράτος.


    Εφόσον ο µόνος µαζικός εργοδότης ήταν το κράτος, η κατάκτησή του και η νοµή του έγινε το κύριο µέληµα των πολιτικών κοµµάτων. Επειδή όµως – για να µη ξεχνάµε– όλα αυτά γίνονταν στο έδαφος µιας πατριαρχικής κοινωνίας, το µόνο µέσο για την εφαρµογή αυτής της πολιτικής ήταν οι πελατειακές σχέσεις. Επίσης για να είναι σε θέση το πολιτικό σύστηµα να ικανοποιήσει τα πολυάριθµα πελατειακά αιτήµατα, υποχρεώθηκε να δίνει χαµηλές αµοιβές και να προσλαµβάνει τη µεγάλη µάζα των δηµοσίων υπαλλήλων από στρώµατα καθυστερηµένα ως προς την πολιτισµική άποψη. Ετσι, αν και έχουµε έναν διογκωµένο δηµόσιο τοµέα, δεν έχουµε µια ικανή γραφειοκρατική ελίτ. Πόσο σηµαντικό είναι αυτό το βλέπουµε σήµερα που οι όποιες µεταρρυθµίσεις σκοντάφτουν και στην αδυναµία της ∆ιοίκησης να τις εφαρµόσει.

    Στη µεταπολεµική Ελλάδα – και όχι στη µεταπολιτευτική που οι συνήθεις απλουστεύσεις προτείνουν– τα κόµµατα δεν µοιράζουν πλέον µόνο θέσεις αλλά υποχρεώνονται να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην «υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτηµάτων από οπουδήποτε και αν προέρχονται». Ετσι, υποστηρίζει προφητικά ο Κονδύλης, υποτιµήθηκε η απλούστερη σκέψη πως η εθνική ανάπτυξη µπορεί να γίνει µόνο µε την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων ή, αλλιώς, µε τον περιορισµό της βασιζόµενης σε δάνεια κατανάλωσης.

    Η άποψη του Κονδύλη πρέπει να εµπλουτιστεί και µε την ανάλυση τού πόσο έχει βλάψει τον τόπο η απουσία της αριστοκρατικής τάξης και της ευγένειας που την ακολουθεί (Νόρµπερτ Ελίας, «Η εξέλιξη του Πολιτισµού») ως µέσο για τον µετριασµό της βίας. ∆ανεισµός και βία, τα δύο µεγαλύτερα προβλήµατα της σηµερινής Ελλάδας.

    Θέλουµε καλύτερη απάντηση για το πόσο έβλαψαν τον τόπο όσοι για παράδειγµα αντιστάθηκαν διαχρονικά στους όποιους αναγκαίους εκσυγχρονισµούς; Μάλλον όχι.
     
  4. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

    Η τέχνη και το φετίχ

    Από τον Φώτη Τερζάκη

    Κώστας Μάρας

    Ο φετιχισμός στην τέχνη του εικοστού αιώνα



    Η πρώτη βιβλιογραφική εμφάνιση του Κώστα Μάρα πριν από τρία χρόνια, με το έργο του Η κριτική του λόγου και της μεταφυσικής στον Αντόρνο και τον Νίτσε, έδειξε μια βαθιά εξοικείωση με τη νεωτερική φιλοσοφική παράδοση και μια θεωρητική ωριμότητα αντιστρόφως ανάλογη με το νεαρόν της ηλικίας του. Το έργο αυτό, παρότι γραμμένο αρχικά στα γερμανικά ως διδακτορική διατριβή, κερδίζει μιαν ασφαλή θέση ανάμεσα στην ελληνική ερμηνευτική φιλολογία πάνω στη Σχολή της Φραγκφούρτης, που με οσοδήποτε αργούς ρυθμούς συνεχίζει ν' αυξάνεται. Προσφάτως ο συγγραφέας (που ζει μόνιμα στη Γερμανία κι εργάζεται σε διάφορα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα) παρουσίασε μια δεύτερη μελέτη που απηχεί το άλλο πεδίο στο οποίο από χρόνια ασκείται, παράλληλα με τη φιλοσοφία: την ιστορία της τέχνης και την αισθητική θεωρία. Ο φετιχισμός στην τέχνη του εικοστού αιώνα είναι, βεβαίως και κατ' αρχάς, μια ιστορική περιδιάβαση στο έργο μιας σειράς καλλιτεχνικών πρωτοποριών, εξόχως αμφισβητούμενων μερικές φορές, του εικοστού αιώνα: νέα αντικειμενικότητα, σουρεαλισμός, pop-art, και πολλών ιδιοσυγκρασιακών δημιουργών με κυμαινόμενες σχέσεις προς κάποιο από τα παραπάνω αδρώς διακρινόμενα ρεύματα - Χανς Μπέλμερ, Ανρέ Κέρτεζ, Ρίτσαρντ Λίντνερ, Ρούντολφ Σλίχτερ, Αντολφ Φρόνερ, Αλεν Τζόουνς, ονόματα ίσως ελάχιστα γνωστά στο ελληνικό κοινό έξω από την εικαστική συντεχνία, χωρίς να παραλείπεται ασφαλώς η αναφορά σε «μείζονες» εκπροσώπους, όπως οι Οτο Ντιξ και Γκέοργκ Γκρος, Σαλβατόρ Νταλί, Ρενέ Μαγκρίτ και Μαν Ρέι, Μαρσέλ Ντισάμ, Αντι Γουόρχολ, Ρόι Λιχτενστάιν... Στην εξέτασή του δεν παραλείπει να περιλάβει έργα φεμινιστικής προελεύσεως (Βαλί Εξπορτ, Κάρεν Φίνλεϊ, Σίντι Σέρμαν, Καρολί Σνέμαν), ως καλλιτεχνικές τακτικές υπονόμευσης του ηδονοβλεπτικού φετιχισμού από γυναικεία σκοπιά.

    Από αυτή την άποψη έχουμε μια μελέτη η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως ουσιαστική γνωριμία με έργα και εικαστικές γλώσσες που σε μεγάλο μέρος δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί επαρκώς και βρει τη θέση τους στον εικαστικό κανόνα (αν ο όρος συνεχίζει να έχει κάποιο νόημα μετά τις δραματικές αναταράξεις του καλλιτεχνικού στερεώματος στον 20ό αιώνα...). Το έργο όμως δεν είναι μια συμβατική ιστορία της τέχνης. Προέχει πολύ πιο δεσμευτικά η θεωρητική στιγμή, που συνδέεται με την επιλογή μιας συγκεκριμένης έννοιας, με άξονα την οποίαν επιχειρείται όλη η διαδαλώδης, και δύσβατη σε πολλά σημεία, ανάγνωση κι ερμηνεία, που είναι ο δηλωμένος στόχος της μελέτης: η έννοια του φετιχισμού. Δεν υπάρχει, απ' όσο γνωρίζω, καμία τόσο συστηματική πραγμάτευση της έννοιας του φετιχισμού στην ελληνική βιβλιογραφία όσο αυτή που επιχειρείται στο πρώτο, καθαρά θεωρητικό μέρος (κεφ. 1-3), και η οποία επεκτείνεται ερμηνευτικά στην παρέκβαση «Φαινομενολογία του βλέμματος» (κεφ. 9), που ανακύπτει στο μέσον του βιβλίου διακόπτοντας την ιστορική έκθεση, σε μια προσπάθεια αξιοποίησης ιδεών από τον Μερλό-Ποντί και τον Λακάν. Ο «φετιχισμός» έχει βέβαια σε μεγάλο βαθμό περάσει στην τρέχουσα εκφραστική μας, όπου τον χρησιμοποιούμε χωρίς επίγνωση των πολλαπλών σημασιακών του στρωμάτων και, αντίστοιχα, των διακριτών θεωρητικών του πηγών. Αυτές οι πηγές είναι τρεις: ο μαρξισμός, η εθνολογία (κοινωνική ανθρωπολογία) και η φροϋδική ψυχανάλυση, και αυτές ακριβώς αναλαμβάνει να φωτίσει στα τρία πρώτα κεφάλαια ο συγγραφέας, προσφέροντάς μας μια επείγουσα θεωρητική αποσαφήνιση.

    Η εισαγωγή του όρου στο δυτικό λεξιλόγιο έχει εθνολογικές ρίζες. Προέρχεται από το πορτογαλικό feitico, που αναφερόταν αρχικά στις γλυπτές ξύλινες φιγούρες τις οποίες χρησιμοποιούσαν κάποιες αφρικανικές φυλές σε μαγικοθρησκευτικές τελετουργίες. Ανεπίλυτο παρέμεινε το πρόβλημα του κατά πόσον σε τέτοιες μορφές πρέπει ν' αποδίδεται μια φυσική και αδιαμεσολάβητη δύναμη μαγικών επενεργειών ή, αντιθέτως, να εκλαμβάνονται ως συμβολικοί εκπρόσωποι θεϊκών ή άλλων μη ορατών δυνάμεων και, άρα, να κατανοούνται ως συστατικοί όροι ενός περίπλοκου συστήματος συμβολισμού, μέσα στο οποίο και μόνον αποκτούν το νόημά τους. Μέσω αυτού του διφορούμενου, εν πάση περιπτώσει, ο όρος συνδέθηκε με τη λειτουργία του pars pro toto εν γένει, όπου μια ειδική επί μέρους μορφή καλείται να εκπροσωπήσει κάποια ελλείπουσα ολότητα, και δι' αυτού ακριβώς να υποκατασταθεί στη θέση της. Ο Φρόυντ δανείστηκε τον όρο για να περιγράψει μια ιδιαίτερη διευθέτηση των σχηματισμών επιθυμίας («διαστροφή», κατά την ορολογία των παλαιών ψυχολογικών εγχειριδίων), όπου, στο πλαίσιο των ασυνείδητων παιδικών «θεωριών» περί σεξουαλικότητας, αποδίδεται ένα φαντασιωσικό πέος στη μητέρα: έχοντας τη λειτουργία ν' ανακουφίσει το άγχος ευνουχισμού, που πηγάζει από την ανακάλυψη μιας «έλλειψης» στο γυναικείο σώμα, η πανίσχυρη αυτή παιδική φαντασίωση επιδέχεται μια ολόκληρη σειρά από εικονικές μεταθέσεις -παπούτσια, πίπες, τακούνια, εσώρουχα, μέλη του σώματος, όπως π.χ. όλο το πόδι-, συμβάλλοντας στο ανεξάντλητο ρεπερτόριο των ηδονοβλεπτικών απολαύσεων.

    Στο πλαίσιο της δικής του κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ οικειοποιείται την έννοια του φετίχ για να περιγράψει την υφή και τη λειτουργία του εμπορεύματος. Ο «φετιχισμός του εμπορεύματος» υποσημαίνει τον ρόλο της ανταλλακτικής αξίας (της ξενωμένης μορφής τιμή-χρήμα) στο να εκπροσωπεί και να υποκαθίσταται στη θέση τής μη εμφανιζόμενης χρηστικής αξίας, η οποία παραπέμπει σε ένα πλούσιο δίκτυο κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η απόκρυψη-υποκατάσταση, την οποία επιτελεί το εμπόρευμα, συλλαμβάνεται ακριβώς από τη μαρξιστική έννοια της πραγμοποίησης - οπότε γενικεύοντας μπορούμε να αποδώσουμε την τελευταία σε όλες τις λειτουργίες του φετίχ, σε οιοδήποτε πλαίσιο αναφοράς. Ως υποπεριπτώσεις της μαρξιστικής έννοιας του φετίχ/φετιχισμού ο συγγραφέας παρουσιάζει την ιδέα της «φαντασμαγορίας των εμπορευμάτων» στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και την αμφισημία της αισθητικής μορφής στην Αισθητική θεωρία του Αντόρνο. Σε αυτό το τελευταίο θα επανέλθουμε.

    Πώς μπορούν αυτές οι θεωρητικές προσημειώσεις να αξιοποιηθούν στην κριτική αναμέτρηση με συγκεκριμένα έργα; Αυτό είναι και το πιο δύσκολο πρόβλημα, εν μέρει, κάθε φιλοσοφικά ενήμερης ενασχόλησης με την τέχνη, με το οποίο πασχίζει να αναμετρηθεί ο Κώστας Μάρας. Προς τιμήν του είναι ότι σε κανένα σημείο δεν θυσιάζει την ιδιαιτερότητα των έργων που συζητάει -απέναντι στα οποία διατηρεί μια εντυπωσιακή ευαισθησία και διεισδυτικότητα της ματιάς, εμφανώς προϊόν βαθιάς εξοικείωσης- χάριν μιας ισοπεδωτικής ερμηνείας και εύκολων θεωρητικών αναγωγών. Το ότι επιλέγει να εστιάσει σε λίγα, αντιπροσωπευτικά, έργα βοηθάει σε αυτή την, ας το πούμε έτσι, απόδοση δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο. Γενικά, μιας και δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε εδώ τις κοπιώδεις αναλύσεις του, μπορούμε να πούμε ότι η ψυχαναλυτική έννοια του φετιχισμού αποδεικνύεται περισσότερο χρήσιμη σε σχέση με τις σουρεαλιστικές φαντασιώσεις του σώματος, αλλά και ως προς την εικαστική γλώσσα της pop-art, που προσμειγνύει τις παραστάσεις του σώματος με τον εικονικό χώρο της εμπορευματικής αισθητικής. Η μαρξιστική έννοια του φετιχισμού (του εμπορεύματος), παρ' ότι λιγότερο πρόσφορη γι' αξιοποίηση στην ερμηνεία συγκεκριμένων εικονογραφικών περιεχομένων, προσφέρει όρους για να κατανοηθεί το πολιτισμικό πλαίσιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και, μέσω αυτού, το καλλιτεχνικό ρεύμα της νέας αντικειμενικότητας. Πέραν αυτών, αναζητείται προσεκτικά ο ιδιαίτερος κώδικας κάθε έργου και σε αυτό το επίπεδο προπαντός είναι που κερδίζει την αξία του το εγχείρημα του συγγραφέα. Μοναδική σκιά, οι μικρές κακώσεις σην ελληνική γλώσσα, που προκαλούνται από τη βιαστική μετάφραση μιας σκέψης η οποία εκτυλίσσεται πρωτογενώς στη γερμανική (και θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί με καλύτερη επιμέλεια).

    Η επιλογή της έννοιας του φετιχισμού ως κλειδιού για την κατανόηση των περιπετειών της σύγχρονης τέχνης στο σύνολό της δεν κατανοείται πλήρως, ωστόσο, πάρα μόνο στο κεφάλαιο περί της pop-art, όπου ο συγγραφέας εκθέτει την προβληματική του Αντόρνο πάνω στην αμφισημία της αισθητικής μορφής. Εδώ ακριβώς είναι που ο φετιχισμός, από εικονιστικό περιεχόμενο, ανατιμάται σε μορφικό ισοδύναμο της τέχνης. Το έργο τέχνης παρουσιάζεται μεν ανταλλάξιμο ως εμπόρευμα, αφού αποτελεί μορφή αξιοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου, ταυτόχρονα όμως λόγω της πρακτικής του αχρηστίας δεν υποτάσσεται αυτοβούλως στις επιταγές της πραγμοποίησης. Από τη μια πλευρά, σαν να λέμε, γίνεται το ίδιο φετίχ, αντανακλώντας την οργανωτική αρχή του καπιταλισμού, την αυτοαξιοποίηση της αξίας, ενώ, από την άλλη, ο ίδιος αυτός «φετιχισμός», νοούμενος ως αυτοαναφερόμενος σκοπός, προστατεύει την τέχνη από το να γίνει άθυρμα κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών ετεροπροσδιορισμών. Η αμφισημία του φετίχ καταλήγει να γίνεται μεταφορά της αμφισημίας της ίδιας της τέχνης: «ο φετιχιστικός χαρακτήρας του έργου είναι παραδόξως η συνθήκη της δυνατότητας που κατέχει η τέχνη να αντιστέκεται στον φετιχισμό του εμπορεύματος και στις δουλείες της αλλοτρίωσης» (σελ. 270-1). Και, δεν χρειάζεται να το πούμε, αυτό ακριβώς το διφορούμενο καθεστώς του έργου τέχνης, που για πρώτη φορά συνειδητοποιήθηκε τόσο δραματικά στον 20ό αιώνα, στάθηκε ο πυρήνας όλων των σύγχρονων συζητήσεων περί της (αδύνατης) κατάργησής του.
     
  5. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

    Νόμος και αναλαμπή μιας νέας εποχής

    Από τον Δήμο Μαρουδή

    Μυρτώ Ρήγου Εκδοχές του Νόμου: Kant, Sade, Kafka



    Με μεγάλο ενδιαφέρον διαβάσαμε το θαυμάσιο βιβλίο της Μυρτώς Ρήγου, καθηγήτριας της Θεωρίας της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκδοχές του Νόμου. Το εν λόγω πόνημα, καρπός πολυετούς δουλειάς της συγγραφέως, αποτελεί μια εμπεριστατωμένη έρευνα σχετικά με τη φύση και τις εκδοχές του νόμου, μια προβληματική που μέσα από κλασικά κείμενα της νεωτερικότητας -και όχι μόνο- έρχεται να προβληματίσει (γι' ακόμα μια φορά) πάνω σε μια σειρά από συναφή με τον κύριο άξονα του βιβλίου θέματα, όπως είναι το νόημα και η φύση της νεωτερικότητας, η εξουσία, οι αξίες και το νεωτερικό υποκείμενο. Η συγγραφέας, πέρα από την πρόθεσή της να περιχαρακώσει από παντού και να τεκμηριώσει το εκτενές υλικό της, επιχειρεί να στοχαστεί με τόλμη και να θίξει περιοχές του φιλοσοφικού λόγου (κλασική οντολογία, πρακτικός λόγος) που σπάνια θίγονται και σχολιάζονται διεξοδικά, καθώς μια τέτοια ψηλάφηση δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μιας τόσο ριψοκίνδυνης προσπάθειας, όπως είναι η σύνταξη του εκτενούς θεωρητικού πονήματος που εμφανίζεται στον περιορισμένο ελληνικό περίγυρο, υπερβαίνει ίσως κατά πολύ τους προφανείς της στόχους, καθώς το βιβλίο Εκδοχές του Νόμου αποτελεί ένα είδος έκκλησης σε καλύτερους καιρούς -που είναι δυνατόν να έρθουν-, τόσο με την ποιότητα όσο και με το περιεχόμενό του, μιλώντας μέσα σ' ένα περιβάλλον ακραίας πολιτικής ένδειας, όπως είναι η νεοελληνική πραγματικότητα.

    Στόχος της εργασίας αυτής είναι: «Να αποσυνδέσει τον νόμο από τη νομιμότητα, προκειμένου να φανεί ο δεσμός του με την "ηθική του πραγματικού". Επιπλέον, να αποκαλύψει τις εκδοχές του, δηλαδή να εμφανίσει τις αντινομίες του. Τέλος, να καταδείξει τη σχέση του με την παράβαση και τη διαστροφή, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η εγγενής του σχέση εντός και εκτός συμβολικών προδιαγραφών, ώστε να καθίσταται δυνατή η εξήγηση φαινομένων που προκύπτουν από την ερμηνεία, την εφαρμογή και τον καταναγκαστικό του χαρακτήρα, όταν νομιμοποιεί τη βία της εξουσίας (Μυρτώ Ρήγου, Εκδοχές του Νόμου, Πλέθρον, σ. 12).

    Διαβάζοντας το βιβλίο, προσπαθήσαμε να επισημάνουμε τις υπόρρητες προϋποθέσεις της πολύ πλούσιας προβληματικής του, κάποιες από τις οποίες θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε.

    Σχετικά με τη νεωτερικότητα· το καρτεσιανό και το καντιανό υποκείμενο

    Η νεωτερικότητα, σύμφωνα με τον Χάμπερμας, υπήρξε ένα «ημιτελές πρόταγμα» και σύμφωνα με τον γερμανό στοχαστή, δεν έμεινε ανολοκλήρωτη, αλλά αδιαφώτιστη. Ως έκφραση μιας πραγματικότητας που δεν δέχεται ν' αγκαλιάσει την ολότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και να μιλήσει ως λόγος ενός ενοποιημένου και αυτοστοχαζόμενου όντος, βυθίζεται στην αυτοκαταστροφική διαδικασία που τόσο εύστοχα σκιαγράφησαν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ και καταλήγει αναπόδραστα στην εργαλειακότητα. Πολλές εικασίες έχουν διατυπωθεί για τούτη την κατάληξη της όψιμης δυτικής σκέψης, θα προσθέταμε ακόμη μία: από τη ratio, η πραγματικότητα εκφράστηκε μόνο αποσπασματικά, ενώ ένας αχανής οντολογικός χώρος αποσιωπήθηκε τελείως. Η επισημανθείσα από τη Μυρτώ Ρήγου αλλά και από τον Δημήτρι Βεργέτη «σχάση στον νόμο», έλκει, θα λέγαμε, την καταγωγή της από μια σειρά εγγενείς με τη νεωτερικότητα αντινομίες, που στιγματίζουν ανεξίτηλα το σώμα του θεσμίζοντος και θεσμιζόμενου δυτικού υποκειμένου, που καταλήγει να ζήσει σε έναν «εγελιανό, εννοιολογικά συγκροτημένο κόσμο» (Κοσμάς Ψυχοπαίδης) μέσα στην έσχατη αλλοτρίωση.

    Ο θεμελιωτής του δυτικού υποκειμένου Καρτέσιος στηρίζει «τη θεσμοθετούσα συνείδηση», το cogito, πάνω σ' ένα υπόβαθρο από πολλές πλευρές ελλειμματικό: Η ανθρώπινη ύπαρξη γνωρίζει τη βάσανο της «υπερβολικής αμφιβολίας» και βυθίζεται στην Αβυσσο· εκεί, η πρώτη βεβαιότητα που μπορεί να βρει η συνείδηση είναι η βεβαιότητά της για τον ίδιο της τον εαυτό - αυτό καλεί ο Καρτέσιος cogito και αυτό είναι μια res cogitans, που θεμελιώνεται πάνω από μια Αβυσσο αλλά και μέσα σε μιαν Αβυσσο. Μέσα στο βάθος του ρήγματος της αμφιβολίας, η ύπαρξη ταλανίζεται από μια σειρά υπαρξιακής φύσεως ερωτήματα - αυτή είναι η στιγμή, ο «οντολογικός χώρος» ανάδυσης της «υπαρξιακής εμπειρίας». Το εγώ ζει τις «Οριακές καταστάσεις» (του Γιάσπερς) και δοκιμάζεται από ένα ασύλληπτο βίωμα αγωνίας και αυτοακύρωσης, που το εξωθεί στην αυτοκτονία, στην τρέλα ή και στον φόνο. Καθώς και η βούληση και η φαντασία είναι αποκλεισμένες από το καρτεσιανό cogito -και δικαίως είναι εκμηδενισμένες κατά τη δοκιμασία της υπερβολικής αμφιβολίας- το εγώ θα προσφύγει αναγκαστικά στον Αλλον -τον οποίο αναγκαστικά θα συναντήσει κατά την ανάβαση του από το Ρήγμα-, από τον οποίο θα ζητήσει «να δανειστεί» τους ανύπαρκτους σ' αυτό το ίδιο το εγώ όρους συγκρότησής του. Ο Αλλος έχει την αυταπάτη πως συναντά ένα ήδη συγκροτημένο εγώ, αφού συναντά μια συνείδηση που έχει συγκροτηθεί «ψευδαισθησιακά» - μέσα από μια δεύτερη αυταπάτη, πως δήθεν επιβίωσε από την επιθανάτιά της οδύνη και από τον κίνδυνο αφανισμού της με αποκλειστικά δικές της δυνάμεις. Αυτό «το ψευδαισθησιακά συγκροτημένο cogito» το ενσωματώνει ο Αλλος στη δική του εμπειρία - το ίδιο το cogito είναι έργο μιας διπλής φαντασίωσης: της φαντασίωσής του ότι συγκροτήθηκε το ίδιο με δικές του δυνάμεις και του ότι, όντας αυτοδύναμο, παραμένει αύταρκες έναντι του Αλλου.

    Αν τούτη η ύπορρητη στο σώμα της νεωτερικής συνείδησης διαλεκτική αποκαλύπτει πλευρές της σχέσης «Κυρίου και δούλου», όπως σκιαγραφήθηκαν από τον Χέγκελ στη διαβόητη «Φαινομενολογία του πνεύματος», άμεσοι είναι οι συνειρμοί που αφορούν τη «φιλοσοφία στο μπουντουάρ», και τον ιδιοφυώς παρεμβατικό λόγο του μαρκησίου Ντε Σαντ, που προσφυώς θέλει να συνεκφέρει την έννοια της απόλαυσης με αυτήν του κακού και της υπονόμευσης του καντιανού νόμου.

    Η Μυρτώ Ρήγου, δίχως να το δηλώνει ρητά, ψηλαφεί, μέσα από την έννοια του νόμου, το πρόβλημα του νεωτερικού υποκειμένου, καθώς μέσα από την καντιανή κατηγορική προσταγή συναντά το καρτεσιανό υποκείμενο, ολόπλευρα, στις ακρώρειές του. Το καρτεσιανό υποκείμενο δυσκολεύεται να νομοθετήσει - δυσκολεύεται να ορίσει την πραγματικότητα ως κάτι το αμιγές· θα λέγαμε πως κατ' εξοχήν «νομοθετείται» από τον Αλλον όσο και από την επιθυμία του Αλλου, πολύ συχνά και στη σαδική της εκδοχή, «ενός Αλλου που τόσο συνέβαλε στη συγκρότησή του - συγκρότηση που, όπως επισημαίνουμε, είναι σε μεγάλο βαθμό φαντασιωσική και ψευδαισθησιακή· και εδώ περνάμε στον Καντ.

    Το καντιανό υποκείμενο, ολιγόλογο και εργατικό, θέλει να περιορίζεται στις λογικο-εμπειρικές του δυνατότητες, καθώς δυσκολεύεται ν' αποφασίσει ανάμεσα στον πανλογισμό και στον ανορθολογισμό, ορίζεται τελικά μέσα από έναν επτασφράγιστο «σιωπηλό» χώρο - τον χώρο του πράγματος καθεαυτό, έναν χώρο η ύπαρξη του οποίου τού είναι αναγκαία για τη συγκρότησή του. Με την απόφανσή του «Κάθε φυσικό αντικείμενο είναι πλήρως προσδιορισμένο ως προς όλα τα δυνατά κατηγορήματά του» (Κριτική του Καθαρού Λόγου) ο Καντ ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του να προσχωρήσει αποφασιστικά προς την πλευρά της «προσδιοριστικότητας» -γνήσιος επίγονος τόσο του Καρτέσιου όσο και του Πλάτωνα-, προετοιμάζοντας τη δυτική φιλοσοφική παράδοση για το εγελιανό έργο, το κύκνειο άσμα της νεωτερικότητας. Η παράκαμψη της έννοιας «της απροσδιοριστίας» και του αναξιμάνδρειου «απείρου» -παράκαμψη που θα επισφραγιστεί με το καντιανό έργο, σε μια κρίσιμη στιγμή της φιλοσοφικής ιστορίας- δεν θα πάψει ούτε με την ανορθολογίζουσα ανάγνωση που θα επιχειρήσει ο Χάιντεγκερ στον προσωκρατικό φιλόσοφο - ο Καντ όμως θα δώσει μια τολμηρή λύση στην περιορισμένη δραστηριότητα του ερμητικού του υποκειμένου: τον Πρακτικό Λόγο. Ο Καντ αποδεικνύεται γνήσια νεωτερικός, καθώς επαναπροσλαμβάνει την πλατωνική παράδοση του «πολιτικώς πράττειν», τώρα, με την «κατηγορική προσταγή», αποκαλύπτοντας ουσιώδεις πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης: το πρόβλημα της εφαρμογής του Λόγου είναι πρωτίστως ηθικολογικό, αλλά και η ίδια η γνώση δεν συγκροτείται δίχως ηθικοπρακτικούς όρους. Στον καντιανό πρακτικό Λόγο το πρακτικό συνδέεται με το γενικό ως αξία και με την έννοια της αξιοπρέπειας ως νόμου (Ψυχοπαίδης), ο δε νόμος διατυπώνεται μέσω της καθολικής εγκυρότητας της κατηγορικής προσταγής ενάντια σε κάθε επιθυμία του υποκειμένου.

    Τις τρεις εκδοχές του νόμου κατά τη νεωτερικότητα, τον καντιανό φορμαλισμό, τη σαδική ωμότητα και την καφκική ειρωνεία, θα διασχίσει η Μυρτώ Ρήγου στην τολμηρή εξερεύνησή της του χώρου τού πρακτικού Λόγου στη νεωτερικότητα, αλλά και της αυτοδέσμευσής του στο σύγχρονο ψυχαναλυτικό πρόταγμα.

    Ο Ντε Σαντ και η συμβολή του στη συγκρότηση των προϋποθέσεων για την απόκτηση της γνώσης

    Αν η «σαδική» αισθησιοκρατία εμφανίζεται, μέσα από το πρόταγμα της ικανοποίησης των ορμών, να τορπιλίζει την καντιανή «κατηγορική προσταγή», η Μυρτώ Ρήγου επισημαίνει πως, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Λακάν, «Η Φιλοσοφία στο μπουντουάρ προσφέρει την αλήθεια της Κριτικής του Πρακτικού Λόγου» (Μυρτώ Ρήγου, Εκδοχές του Νόμου, σ. 45), συνδυάζοντας τον προβληματισμό του γάλλου ψυχαναλυτή με μια δική της θέση: «Ο σκοπός του Σαντ προφανώς δεν απέχει από την καντιανή στοχοθεσία: ηθικοποιείται η διαστροφή ως πράξη που υπακούει σε μια "ιδέα": στην "ιδέα" του απολύτου κακού. Συμφιλιώνοντας τον νόμο με τη φύση και με τις προσίδιες τυπικές απαιτήσεις της, προτείνει έναν -ανάλογο του καντιανού- φορμαλισμό, τον οποίο υποστηρίζει με άκρα αυστηρότητα (στο ίδιο, σ. 16).

    Οταν, το 1781 ο Ιμάνουελ Καντ πρωτοδημοσίευσε την Κριτική του καθαρού Λόγου, είχε σκεφτεί ν' αφιερώσει ένα τμήμα του συγγράμματός του στο τεράστιο κατ' αυτόν πρόβλημα των «Αντινομιών». Οι καντιανές αντινομίες καταπιάνονται με τα μεγάλα κοσμολογικά θέματα (της ύπαρξης του Θεού και της αναγκαιότητας στον κόσμο, της διαιρετότητας της ύλης κ.λπ.). Εν προκειμένω, η μέθοδος του Καντ συνίσταται στο να συγκροτήσει τα ανωτέρω προβλήματα -θεματικές της σκέψης- ανά ζεύγη αντινομιών. Π.χ., Θέση: στον Κόσμο υπάρχει ένα άπειρο, αιώνιο και απόλυτα αναγκαίο Υπέρτατο Ον. Αντίθεση: Στον κόσμο δεν υπάρχει κάποιο άπειρο, αιώνιο και απόλυτα αναγκαίο Ον. Θέση: Η ύλη είναι σε απεριόριστο βαθμό διαιρετή. Αντίθεση: Η ύλη δεν είναι απεριόριστα διαιρετή. Σύμφωνα με τον γερμανό στοχαστή, σε ανάλογες αποφάνσεις φτάνει η ανθρώπινη σκέψη όταν επιχειρεί να σκεφτεί πέραν αυτού που είναι εμπειρικά προσπελάσιμο, π.χ. δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπειρική γνώση για την πραγματικότητα ή μη του Θεού, κατά συνέπεια, κάτι τέτοιο μπορούμε μεν «να το σκεφτόμαστε», μα δεν μπορούμε με τίποτα να έχουμε σχετικά με αυτό τις όποιες θετικές βεβαιότητες. Αυτό όμως που θέλουμε να επισημάνουμε είναι το εξής: στο σχήμα του Καντ η κάθε πρόταση συνιστά την προϋπόθεση για να διατυπωθεί η αντίθετή της, και αντίστροφα: Δεν μπορούμε να μιλάμε για την απειρότητα του κόσμου όταν δεν υπάρχει το ενδεχόμενο, από μια άλλη σκοπιά, τούτος ο κόσμος να είναι πεπερασμένος. Επίσης, δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν κόσμο μέσα σε όρια, αν δεν υπάρχει και το ενδεχόμενο, τούτος ο κόσμος να είναι άπειρος.

    Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που εντοπίζουμε τη μεγάλη προσφορά των επιχειρημάτων του Ντε Σαντ. Οι θέσεις του για έναν Θεό «βρικόλακα» ή «ανύπαρκτο» ή ακόμη για το ότι οι άνθρωποι πρέπει ανενδοίαστα να φτάνουν στον φόνο, γεννούν, «παράγουν» τις λογικά αντίθετές τους, ήτοι, θέσεις για έναν «θεό αγαθό και σοφό» ή ακόμη, θέσεις που προκρίνουν την οποιαδήποτε θεσμοθετημένη ηθική. Κατ' αυτήν την έννοια, θα λέγαμε πως τούτη η ιδιότυπη διαλεκτική, την οποία μας προτείνει ο γάλλος μαρκήσιος, όχι μόνο δεν ακυρώνει την πρόταξη μιας ηθικής και αξιών, μα αντιθέτως την ενισχύει. Αυτό όμως δεν εξαντλεί τη συνεισφορά του Ντε Σαντ: Ο Ντε Σαντ εμφανίζεται να σχολιάζει όχι μόνο την «Κριτική του πρακτικού Λόγου» αλλά και την «Κριτική του καθαρού Λόγου», υπηρετώντας και στηρίζοντας το ακρογωνιαίο θεμέλιο της «πρώτης καντιανής κριτικής»: τις καντιανές αντινομίες, ένα σχήμα που δεν υφίσταται δίχως την πρόταξη ενός δεσμευτικού γνωσιοθεωρητικού αντίλογου - και ο λόγος του Σαντ είναι και τέτοιας φύσης.

    Αν ο μαρκήσιος Ντε Σαντ διασχίζει σαν φωτεινός μετεωρίτης τις «καντιανές κριτικές», η Μυρτώ Ρήγου εμφανίζεται να γνωρίζει καλά, όχι μόνον την προβληματική των κυρίων μοτίβων της νεωτερικότητας, όσον αφορά τον πρακτικό λόγο, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η κλασική νεωτερική σκέψη· τόσο στον Καντ όσο και στον Χέγκελ είναι κομβική η διατύπωση αντινομιών, όχι τόσο στο πεδίο του πρακτικού λόγου, μα όσον αφορά αυτή καθεαυτήν τη συγκρότηση του γνωστικού αντικειμένου. Η Μυρτώ Ρήγου, δίνοντας βαρύτητα στις προκείμενες των δύο πρώτων καντιανών κριτικών, συντάσσει το κύριο σώμα του συγγράμματός της αντιπαραθέτοντας τις σκέψεις των δύο ευρωπαίων συγγραφέων -του Καντ και του Ντε Σαντ, ο Κάφκα έρχεται σαν λύση της αντινομίας- επιχειρώντας μια ιδιότυπη οντολογία: την οντολογία του Νόμου. Η προβληματική του νόμου εμφανίζεται έτσι σαν λυδία λίθος του κατηγοριακού συστήματος της νεωτερικότητας και συνάμα ένα τολμηρό άνοιγμα στο πολιτικώς σκέπτεσθαι και στο πολιτικώς πράττειν.

    Ο Κάφκα και η γραφή

    Η Μυρτώ Ρήγου ξεκινά ως εξής, στο τρίτο μέρος του συγγράμματός της, την αναφορά στον Κάφκα: «Κι εφόσον η ανάγνωση που προτείνω διαβάζει τα κείμενα του Κάφκα ως ανακοινωθέντα ενός εσωτερικού πολέμου, όχι μόνο του συγγραφέα με τον χαρακτήρα του, αλλά και με τις προκαταλήψεις του καιρού του, τότε παράλληλα με την προσωπική ιστορία του ανακοινώνεται και η ιστορία της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού. Προφανώς, στα μυθιστορήματα και στις νουβέλες διαλέγονται με τον λογοτέχνη τόσο ο Καντ όσο και ο Σαντ» (Μυρτώ Ρήγου, Εκδοχές του Νόμου, σ. 388). Ο Φραντς Κάφκα, πρωτεργάτης του μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, αλλά και πιονιέρος ενός νέου ύφος, που επρόκειτο να λάμψει και να κυριαρχήσει, απασχολεί τη Μυρτώ Ρήγου ως συντάκτης ενός κειμένου που, μαζί με τα όμοιά του κορυφαία λογοτεχνήματα του περασμένου αιώνα, όχι μόνον εκφράζουν, μα και συγκροτούν, θεσμοθετούν, μια ολόκληρη εποχή. «Ο νόμος του Κάφκα, όπως και ο καντιανός νόμος, δεν είναι ο νόμος του Θεού, ούτε του Αγαθού, αλλά η καθαρή μορφή του» (στο ίδιο, σ. 106), σημειώνει η συγγραφέας, επιχειρώντας έξοδο, «λύση» της αντινομίας Καντ - Σαντ μέσα από τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.

    Αν και το «ρηγματώδες» καρτεσιανό υποκείμενο αδυνατεί να συγκροτήσει, σε πρώτη φάση, θεσμικά και νοηματικά έναν αμιγή Κόσμο, εν τούτοις δεν παύει να σκέφτεται και να μιλά. Καθώς δεν είμαστε πάντα «κύριοι» των σκέψεών μας και των λεγομένων μας, στον νου των κατοίκων τούτου του κόσμου σχηματίζονται σκέψεις - καθώς και στα στόματά τους σχηματίζονται λόγια - αρχικά ως «πρωτονοήματα» (αποσπασματική και εν πολλοίς «ασχημάτιστη» σκέψη αλλά και λόγος). Με τη συνεπικουρία των ασυνείδητων συνειρμών και τελικά με την τελική καταγραφή των σκέψεων σε κείμενο, συγκροτείται ένα «αχανές σύγγραμμα», αυτό που καλούμε ο Κόσμος ως Κείμενο. Τούτο το κείμενο, όντας μια εκατό τοις εκατό ζωντανή οντότητα, συγκροτείται από το ανθρώπινο υποκείμενο, ενώ με τη σειρά του συγκροτεί το υποκείμενο σε μια διαλεκτική ακατάλυτη σχέση. Το κείμενο του Κάφκα ή του Τζόις νομοθετείται από το υποκείμενο, ενώ, σε μια κυκλική διαδικασία, με τη σειρά του, νομοθετεί το υποκείμενο, ως κομμάτι του αχανούς Κοσμικού Κειμένου, αλλά και ως πρωτεργάτης τούτης της διαλεκτικής της νομοθεσίας, σαν λογοτεχνικό αριστούργημα. Ο Κάφκα τόσο ως προσωπικότητα όσο και ως έργο εκφράζει εύγλωττα τα ρήγματα ενός υποκειμένου που, αμήχανο μπροστά στις προκλήσεις μιας δύσκολης εποχής, επιχειρεί, σαν μαριονέτα, να δώσει νόημα σ' εκείνον που την κινεί, ανανεώνοντας την ακατάλυτη σύμβαση γράφοντος και αναγνώστη.

    Αν και το βιβλίο της Μυρτώς Ρήγου Εκδοχές του Νόμου ενέχει τον χαρακτήρα μιας ολοκληρωμένης πραγματείας, ο προσεκτικός αναγνώστης είναι δυνατόν «ανάμεσα από τις γραμμές» να διακρίνει κάτι ακόμα: τη σαφή νύξη της όλης προβληματικής όσον αφορά το αξιακό πρόβλημα, πρόβλημα δεσπόζον σε μια κοινωνία όπως η σημερινή, μια κοινωνία δίχως νόρμες και πρότυπα, καθώς και το άνοιγμα ενός ολόκληρου διαλόγου που είναι δυνατόν ν' ακολουθήσει και που αφορά το πολιτικώς σκέπτεσθαι αλλά και το πολιτικώς πράττειν. Διαβάσαμε την τολμηρή προσπάθεια της Μυρτώς Ρήγου σαν ένα εγχείρημα που δεν σχολιάζει απλώς κάποιες κεντρικές όψεις της νεωτερικότητας, μα που ρισκάρει να προλειάνει το έδαφος για ένα επερχόμενο μέλλον και που μονάχα ως νοερή αναλαμπή το υποψιαζόμαστε. Ευχαριστούμε τη συγγραφέα για τη θαυμάσια προσπάθειά της. *
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Ελευθεροτυπία, Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

    Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει

    Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ

    Maryanne Wolf Ο Προυστ και το καλαμάρι

    μτφρ.: Βιλελμίνη Σωσώνη-Δασκαλάκη

    «ΠΑΤΑΚΗΣ», σελ. 408

    Αναζητάτε ένα βιβλίο που να συνοψίζει με τρόπο εύληπτο τα όσα γνωρίζει μέχρι σήμερα η επιστήμη σχετικά με τις ψυχοβιολογικές προϋποθέσεις και τις λειτουργίες της ανάγνωσης; Τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσετε το βιβλίο της Μέριαν Γουλφ που κυκλοφορεί, άριστα μεταφρασμένο, και στα ελληνικά.

    Η ανάγνωση, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι μια από τις μεγαλύτερες ηδονές που μας επιτρέπει να βιώνουμε ο πολύπλοκος εγκέφαλός μας! Κάτι που βιωματικά το γνωρίζει κάθε φανατικός βιβλιοφάγος, ενώ το αγνοεί όποιος δεν υποκύπτει σε ανάλογους πειρασμούς.

    Η ανάγνωση και η γραφή, που θεωρούνται σήμερα δύο απολύτως «φυσιολογικές» ανθρώπινες ικανότητες, στην πραγματικότητα δεν ήταν ανέκαθεν ούτε νευροφυσιολογικά ούτε βιολογικά δεδομένες! «Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να διαβάζουμε». Με αυτή την προκλητική δήλωση ξεκινά το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της η Wolf, η πιο διάσημη σήμερα Αμερικανίδα ερευνήτρια των νευροψυχολογικών και των εγκεφαλικών προϋποθέσεων της αναγνωστικής μας ικανότητας.

    Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της εξηγεί λεπτομερώς το γιατί και το πώς η γραφή και η ανάγνωση δεν αποτελούν «εκ γενετής» ικανότητες, αλλά «επίκτητα» ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και μολονότι οι άνθρωποι επινόησαν αυτές τις αξιοπερίεργες πρακτικές μόλις πριν από λίγες χιλιάδες χρόνια, αυτές αποδείχτηκαν τόσο ισχυρές και αποτελεσματικές ώστε σταδιακά εξελίχθηκαν και τελικά επικράτησαν μαζικά.

    Η επινόησή τους, πάντως, επέφερε δραματικές αλλαγές στη δομή και την οργάνωση του ανθρώπινου εγκεφάλου. Πώς θα επηρεαστεί, άραγε, ο ανθρώπινος εγκέφαλος από τη μαζική εισβολή των νέων ψηφιακών-εικονικών μέσων επικοινωνίας; Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει με το βιβλίο της η Wolf.
     
  7. vautrin

    vautrin Contributor

    Μάριο Βάργκας Λιόσα: «Το όνειρο του Κέλτη»

    Της Μικέλας Χαρτουλάρη


    TA NEA - Σάββατο, 9 Ιουλίου 2011


    Τα βιβλία δεν ανατρέπουν καθεστώτα όμως επηρεάζουν τη ζωή μας, λένε συνήθως οι μεγάλοι των γραμμάτων. Ωστόσο έχουν υπάρξει εξαιρέσεις. Η «Γαλάζια Βίβλος» του Ιρλανδού Ρότζερ Κέισμεντ σχετικά με την υπερεκμετάλλευση των ιθαγενών του Πουτουμάγιο από τις επιχειρήσεις εμπορίας καουτσούκ στον περουβιανό Αμαζόνιο, προκάλεσε το 1913 την κατάρρευση μιας παντοδύναμης οικονομικής αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιούσε ως μαριονέτα την κυβέρνηση του Περού και στην οποία είχε συμφέροντα η αφρόκρεμα της βρετανικής αριστοκρατίας. Κι αυτό, με το καλώς έχειν της βρετανικής κυβέρνησης που διέσωσε το ηθικό προφίλ της ενθαρρύνοντας τις επιτόπιες έρευνες του συγγραφέα της, προξένου τότε των Αγγλων.

    Γύρω από αυτόν τον άνθρωπο κέντησε το καινούργιο του μυθιστόρημα, «Το όνειρο του Κέλτη» (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Εκδ. Καστανιώτη), ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Οχι όμως επειδή ο Ιρλανδός ενσάρκωσε το Καλό, αλλά επειδή ενσάρκωσε τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τους υπερασπιστές των δίκαιων υποθέσεων. Και επέτρεψε στον περουβιανό νομπελίστα που έχει κατηγορηθεί για φιλελεύθερη πολιτική στροφή, να καταδικάσει τους μηχανισμούς τόσο της αποικιοκρατίας και της πλουτοκρατίας όσο και της ένοπλης πάλης.

    Οταν τον Δεκέμβριο του 1912 ο Κέισμεντ κλήθηκε να καταθέσει στην Ειδική Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων, προκάλεσε σάλο με τις φωτογραφίες και τις μαρτυρίες που παρουσίασε για τις σαδιστικές τιμωρίες (στον κύφωνα λ.χ.), τους ακρωτηριασμούς, τους βιασμούς, τους εμπρησμούς, την πείνα που επέβαλλαν επί μια τριακονταετία οι υπεύθυνοι της «πολυεθνικής», θα λέγαμε σήμερα, εταιρείας στους Ινδιάνους, προκειμένου να συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες καουτσούκ, μέχρι που τα τρία τέταρτα του πληθυσμού τους εξοντώθηκαν.

    Σαράντα οκτώ χρονών τότε, ο Κέισμεντ ήταν ένας Δον Κιχώτης που πέτυχε τη μεταστροφή της κοινωνίας αλλά και των πολιτικών της εποχής του. Ψηλός, ευθυτενής, ήταν καταπονημένος από την ελονοσία, την αρθρίτιδα και την ομοφυλόφιλη αγωνία του, αλλά παλλόταν από την εσωτερική ένταση των ανθρώπων που τα δίνουν όλα στο όραμά τους. Εναν χρόνο νωρίτερα η Μεγάλη Βρετανία τον είχε χρίσει «σερ». Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1916, θα τον χαρακτήριζε «προδότη» και θα τον οδηγούσε στην κρεμάλα. Διότι αυτός ο υπερασπιστής των αδυνάτων είχε αισθανθεί ότι και η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Ιρλανδία, βίωνε την καταπίεση της αποικιοκρατικής Αγγλίας. Και την ίδια εκείνη ώρα που δεχόταν τις βρετανικές τιμές, είχε αποφασίσει να πραγματώσει το κέλτικο όνειρό του: να αγωνιστεί σε πολιτικό επίπεδο όχι για την αυτονομία (Home rule) που ζητούσαν οι μετριοπαθείς Ιρλανδοί, αλλά για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας που διεκδικούσαν οι ριζοσπάστες και το Σιν Φέιν.

    Με αυτόν λοιπόν τον στόχο, από πατριωτικό φανατισμό, στράφηκε το 1913 προς τον εχθρό του εχθρού του, επενδύοντας στην επίθεση του Κάιζερ εναντίον της Βρετανίας. Κι όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ οι Ιρλανδοί πολεμούσαν μαζί με τους Αγγλους και σκοτώνονταν από τα ασφυξιογόνα αέρια στη Φλάνδρα, εκείνος προσπαθούσε να στρατολογήσει τους αιχμάλωτους συμπατριώτες του στο πλευρό των Γερμανών και να οργανώσει μια αποστολή όπλων στην Ιρλανδία - επιχειρήσεις που υπονομεύτηκαν τελικά από τους «συμμάχους» του και κατέληξαν το 1916 σε φιάσκο και στη σύλληψή του. Αντίστοιχη κατάληξη είχε και η παράλληλη Πασχαλινή Εξέγερση των ριζοσπαστών στο Δουβλίνο, η οποία πνίγηκε στο αίμα. Το ευγενικό όνειρο του Κέλτη (έτσι είχε τιτλοφορήσει ένα ποίημά του) κατέληξε να δηλητηριαστεί. Ο αλλοτινός όμως ήρωας υπήρξε και έτσι χρήσιμος στην αυτοκρατορία. Διότι οι Αγγλοι τον ενοχοποίησαν ως υποκινητή των επαναστατημένων και ως έκφυλο (με βάση τα «Μαύρα σημειωματάριά» του) και τον κατέστησαν αποδιοπομπαίο τράγο μιας υπόθεσης που έκλεισε πια το 1948 με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας…


    Το εργαστήριο της κοινωνικής συνείδησης του Κέισμεντ υπήρξε το Κονγκό, η πλουτοπαραγωγική αποικία του βασιλιά Λεοπόλδου του Βελγίου. Εκεί έφτασε στα είκοσί του, το 1884, πιστεύοντας ότι ο πολιτισμός, το εμπόριο και ο χριστιανισμός θα έσωζαν τους πρωτόγονους λαούς από τη δουλεία, τις αρρώστιες, τη βαρβαρότητα, φέρνοντάς τους την πρόοδο. Με αυτό το πνεύμα πήγε να εργαστεί στην αποστολή του ουαλού εξερευνητή Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, «ενός από τους πιο αδίστακτους απατεώνες», γράφει ο Λιόσα, «που είχε ξεράσει η Δύση στην αφρικανική ήπειρο». Δυο δεκαετίες, χιλιάδες μαύρα κορμιά σημαδεμένα με το μαστίγιο, και μια σιδηροδρομική γραμμή αργότερα, οι αυταπάτες του Κέισμεντ θα διαλύονταν οριστικά. Τα συμπεράσματά του αποτυπώθηκαν στη σχετική «Εκθεσή» του προς το Φόρεϊν Οφις και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν διαβαστούν αντιστικτικά με τις απόψεις του συγγραφέα Τζόζεφ Κόνραντ στο περίφημο μυθιστόρημά του «Η καρδιά του σκότους». Αυτό κάνει χάριν του αναγνώστη ο Λιόσα, επισημαίνοντας ότι οι δύο άντρες είχαν συναντηθεί και συμπαθηθεί το 1890 στο Κονγκό. Σύμφωνα λοιπόν με τον Κόνραντ, η Αφρική μετατρέπει σε βαρβάρους τους
    πολιτισμένους Ευρωπαίους, ενώ σύμφωνα με την «Εκθεση Κέισμεντ», είναι οι Ευρωπαίοι που μετέφεραν εκεί τις χειρότερες βαρβαρότητες.

    «Η λογοτεχνία είναι συχνά πιο κοντά στην αλήθεια απ' ό,τι η ιστορία», υποστήριζε ανέκαθεν ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Και γι' αυτό στα «ιστορικά» μυθιστορήματά του όπως η «Γιορτή του τράγου» (για τον δικτάτορα Τρουχίγιο), «Ο παράδεισος στην άλλη γωνία» (για τον Πολ Γκογκέν και την πρώιμη φεμινίστρια γιαγιά του Φλόρα Τριστάν) ή τώρα το «Ονειρο του Κέλτη» (όλα από τον Καστανιώτη), στέκεται στις διαφορές ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και στην εκδοχή τους που υιοθετήθηκε από την επίσημη ιστορική αφήγηση. Σχετικά με την περίπλοκη σεξουαλικότητα του Κέισμεντ λ.χ. και τα εύγλωττα «Μαύρα σημειωματάριά» του όπου ο Ιρλανδός περιέγραφε μια ζωή άγνωστη και στους κοντινότερους φίλους του, με νυχτερινά κυνήγια ερωτικών συντρόφων και σύντομες απολαύσεις, ο Λιόσα το δηλώνει ευθέως: δεν τα θεωρεί όπως άλλοι, πλαστογραφημένα από τις βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες ούτε όμως και απολύτως ρεαλιστικά, αλλά μάλλον μια αποτύπωση καταστάσεων που ο Κέισμεντ ήθελε αλλά δεν μπόρεσε να ζήσει.

    Αυτός ο τόσο σύνθετος χαρακτήρας γίνεται στα χέρια του Λιόσα ένα κλειδί για να εξερευνήσει τις παρεκτροπές της εξουσίας όταν αυτή δεν ελέγχεται, αλλά και την επίδραση της θηριωδίας και του φόβου στην απάθεια που προσβάλλει τις συνειδήσεις. Το μυθιστόρημα περιγράφει την περιπετειώδη ζωή του Κέισμεντ στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ιρλανδία, το πώς αυτή διασταυρώθηκε με τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του καιρού του, αλλά και τους συγχρόνους του. Ο Λιόσα επιμένει (μερικές φορές υπερβολικά) στις λεπτομέρειες, προχωρά με τον τρόπο των ομόκεντρων κύκλων και της αντίστιξης παρελθόντος - παρόντος, και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ανακαλώντας στο μυαλό του επίκαιρα ζητήματα.
     
  8. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

     

    Ποιος πήρε το τυρί μου-εκδοσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

    Το βιβλίο "Ποιός πήρε το τυρί μου;" αποτελεί έναν εκπληκτικό τρόπο για να αντιμετωπίσετε τις αλλαγές στην εργασία σας και στη ζωή σας. Γρήγορο, απλό, και αποτελεσματικό, ειναι γραμμένο από τον Spencer Johnson, το συγγραφέα που τα πολυδιαβασμένα του βιβλία έχουν βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να ανακαλύψουν τις απλές αλήθειες της ζωής.

    *Το διαβασα το 2004 σε μια δυσκολη περιοδο επαγγελματικα για μενα και ηταν πραγματικη βοηθεια....

     
  9. vautrin

    vautrin Contributor

    Βιβλιοθήκη, Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

    Κάπου στο ανατολικό Τέξας

    Εικονοκλαστική ευφορία

    Από τον Κωνσταντίνο Ματσούκα

    Κόρμακ ΜακΚάρθυ

    Ματωμένος Μεσημβρινός ή Το κόκκινο του δειλινού στη Δύση

    μτφρ.: Αύγουστος Κορτώ



    «Το Πνεύμα, το τρομερό και βαθύ, το Πνεύμα της καταστροφής και του μηδενισμού σού μίλησε στην έρημο, και οι Γραφές αναφέρουν ότι σ' έβαλε σε πειρασμό. Αληθεύει αυτό;», ρωτά ο Μέγας ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι. Ερώτημα που αφορά την αναμέτρηση του ανθρώπου με το νόημα το οποίο έχει ανάγκη να προσδώσει στην ελευθερία του. Ερώτημα όχι ανόμοιο με εκείνα που εγείρει ο Σατανάς του Μίλτον ή ο κάπτεν Εϊχαμπ του Μέλβιλ. Ο Δικαστής Χόλντεν στον Ματωμένο Μεσημβρινό του ΜακΚάρθυ είναι μια αντίστοιχα εμβληματική προσωποποίηση του «Κακού». Πολυμαθής και πολυπράγμων (φυσιοδίφης, γεωγράφος, ορυκτολόγος...), υπέρμαχος του πολέμου («...διότι ο πόλεμος φέρνει επιτέλους διά της βίας την ενότητα της ύπαρξης»!) δείχνει να έχει ταξιδέψει παντού και να κατέχει τα πάντα, από ευρωπαϊκές και ντόπιες γλώσσες μέχρι βιολί και χορό. Τεράστιος σε όγκο και ταυτόχρονα φινετσάτος, αρχέγονος και μαζί παιδιάστικος, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης και σωτήρας, αλλά και καταστροφέας, των υπόλοιπων μελών της ομάδας του, αντλεί ηδονή τόσο από την απλή ύπαρξη όσο και από τον εκμαυλισμό και τον φόνο εφήβων, ένας κήρυκας της ύβρεως.

    Το δραματουργικό αντίβαρο του Δικαστή είναι ο Μικρός, ένας δεκαπεντάχρονος φυγάς από το Τενεσί, από την προοπτική του οποίου, κυρίως, παρακολουθεί ο αναγνώστης τα τεκταινόμενα:

    Κι έρχονται τώρα μέρες επαιτείας, μέρες κλοπής. Μέρες καβάλα σε μέρη που, εξόν τη δική του, δεν είχε ψυχή. Εχει αφήσει πίσω του το πευκόδασος και ο ήλιος του δειλινού γέρνει μπρος του πέρα από μιαν ατέλειωτη κοιλάδα και το σκοτάδι έξω πέφτει σαν κεραυνός κι ένας αέρας παγερός κάνει τα αγριόχορτα να τρίζουν σαν δόντια.

    Κάπου στο ανατολικό Τέξας, ο Μικρός ενώνει τη μοίρα του με εκείνην της συμμορίας κεφαλοκυνηγών του Γκλάντον, η οποία θα περιπλανηθεί στις ερήμους των μεξικανικών συνόρων συλλέγοντας τα μακάβρια λάφυρά της. Εκείνο που καθιστά τον Μικρό επάξιο ανταγωνιστή για τον Δικαστή είναι πως είναι ο μόνος που «διατηρεί στην καρδιά του μια μικρή γωνίτσα ευσπλαχνίας για τους βαρβάρους».

    Το βιβλίο, βασισμένο σε ενδελεχή ιστορική έρευνα, έτυχε μάλλον χλιαρής υποδοχής από τους κριτικούς και το κοινό όταν εκδόθηκε, το 1985, έχει όμως έκτοτε αποτιμηθεί ως το κορυφαίο έργο τού σήμερα ογδοντάχρονου ΜακΚάρθυ. Εκτυλίσσεται στην Αμερικανική Δύση το 1849, εποχή που οι κυβερνήτες νεόκοπων Πολιτειών πληρώνουν με το κομμάτι την προμήθεια σκαλπ από Απάτσι. Αν και η πλοκή μοιάζει με ημερολογιακή καταγραφή αυτής της εμπόλεμης αποστολής στα σύνορα της νεοσύστατης Αμερικής, αντιπροσωπεύει εξίσου μια χαρτογράφηση των συντεταγμένων της ανθρώπινης ανομίας. Η απερίφραστη (αλλά και μπαρόκ) ωμότητα, που είναι το σήμα κατατεθέν του ΜακΚάρθυ, διαπνέει το βιβλίο, όπως και η επωδός «Ξεκίνησαν ενώ ήταν ακόμα βαθύ σκοτάδι», που σηματοδοτεί την ατελεύτητη επανάληψη του στοιχήματος για επιβίωση.

    Ο Μεσημβρινός καταλύει την όποια εξιδανίκευση της Αγριας Δύσης και απομυθοποιεί τον πολιτικώς ορθό λόγο περί γενοκτονίας των ιθαγενών, καταδεικνύοντας θύτες και θύματα ως απολύτως ισότιμους σε αγριότητα. Ο συγγραφέας υπονομεύει εξαρχής το στερεότυπο της ηρωικής αναζήτησης καινούριων οριζόντων με τον πιο ζοφερό ρεαλισμό. Πολύ σύντομα, οι λευκοί κυνηγοί κεφαλών σταματούν να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε άμαχους Ινδιάνους, Μεξικανούς χωρικούς και, εν πολλοίς, σε όποιον βρεθεί στον δρόμο τους, αναγνωρίζοντας ως μόνο νόμο το δίκιο του ισχυρότερου. Οι Ινδιάνοι πολεμιστές, από τη μεριά τους, μάχονται ως εξής:

    ...περικύκλωσαν την ίλη και την κόψανε στα δύο κι έπειτα ορθώνοντας και πάλι το κορμί σαν φιγούρες σε πανηγύρι, κάποιοι με πρόσωπα εφιαλτικά μπογιατισμένα στα στήθια τους, να καταπέφτουν στους πεζούς πλέον Σάξονες και να τους τρυπάνε και να τους βαράνε και να πηδάνε απ' τ' άλογά τους με μαχαίρια και να τρέχουν πέρα δώθε μ' ένα περίεργο στραβοκάνικο τρεχαλητό, σαν πλάσματα εξωθημένα σε αλλότριες μορφές κινητικότητας και να γδύνουν τους νεκρούς και να τους αρπάζουν απ' τα μαλλιά και να διατρέχουν με τις λάμες τους το γύρο του κρανίου σε νεκρούς και ζωντανούς συνάμα και να σηκώνουν στον αέρα τα ματωμένα περουκίνια και να κόβουν και να πετσοκόβουν τ' άψυχα κορμιά, διαμελίζοντας κι αποκεφαλίζοντάς τα, ξεκοιλιάζοντας τους αλλόκοτους λευκούς κορμούς και υψώνοντας μεγάλες χούφτες εντόσθια, γεννητικά όργανα, μερικοί απ' τους άγριους τόσο πασαλειμμένοι με αίμα σαν να είχαν κυλιστεί στο αίμα σαν σκυλιά και ορισμένοι που πλάκωναν τους ετοιμοθάνατους και τους σοδόμιζαν με δυνατές κραυγές προς τους συντρόφους τους.

    Χρησιμοποιώντας αντίστοιχης έντασης εικονοποιία, ο συγγραφέας αντικρούει και τον μύθο της φύσης ως παρθενική επικράτεια αμόλυντη (προς ώρας) από τον άνθρωπο. Στην καλύτερη περίπτωση, η φύση είναι απλώς, ολοφάνερα, αδιάφορη προς τον άνθρωπο, είναι η αδιαφορία υψωμένη σε εκθετική δύναμη. Στη χειρότερη, είναι εντολοδόχος της αναίτιας σκληρότητας των ανθρώπων: «...και ο ήλιος όταν ανέτειλε τσάκωσε το φεγγάρι στη δύση έτσι ώστε κρέμονταν αντικριστά πάνω από τη γη, ο ήλιος ένα διάπυρο λευκό και το φεγγάρι ένα χλομό αντίγραφο, σαν να 'ταν οι εκβολές μιας κοινής σήραγγας που στο τέρμα της έκαιγαν κόσμοι πέρα από κάθε νόηση».

    Στο τέλος της ξενάγησης στο υπαίθριο μουσείο ωμοτήτων του Μεσημβρινού, με τη φύση να σφυροκοπά τους χαρακτήρες του με απαξίωση (και την έρημο να μουμιοποιεί τα πληγωμένα μουλάρια τους), η φυγή και διαδικασία ενηλικίωσης του Μικρού αποκαλύπτονται πως δεν ήταν, εντέλει, παρά το πρελούδιο για να θυσιαστεί στον ρυπαρό βωμό του Δικαστή. Παρά την απουσία κάθαρσης, το βιβλίο μεταδίδει μια αίσθηση άγριας, σχεδόν ιλιγγιώδους ευφορίας. Ισως αυτό σχετίζεται με το περιεχόμενο, ήτοι, το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με το ιδεολόγημα του Χαμένου Παραδείσου και με τη Φύση ως αντανάκλαση μιας ηθικής τάξης πραγμάτων. (Με το ερώτημα, κατ' επέκταση, του κατά πόσον και με ποιες επιπτώσεις μπορεί η ανθρώπινη θέληση να λειτουργήσει ως αυτοσκοπός.) Οπωσδήποτε έχει να κάνει με τη γλώσσα του βιβλικού ζόφου, σε δοσολογία, διαύγεια και ρυθμό που εξασφαλίζουν τη συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη.

    Η αναμέτρηση του μεταφραστή Αυγούστου Κορτώ με τη φοκνερική, συχνά μακροπερίοδη και ενίοτε πολύσημη γλώσσα του Μεσημβρινού κάθε άλλο παρά εύκολη πρέπει να υπήρξε. Αναφερόμαστε εδώ τόσο στα ποιητικά κρεσέντο πολλών περιγραφών όσο και σε κάποιες αμφιλεγόμενες φιλοσοφικές ρήσεις του Δικαστή με την ουροβόρο, σχεδόν ασπόνδυλη λογική τους. Ανατρέχοντας στο πρωτότυπο διαπιστώσαμε πως ανταποκρίθηκε στην πρόκληση επάξια.
     
  10. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Πλάθοντας ανθρώπους( The New People Making)- Satir Virginia

     

    Πιστή στην πεποίθησή της ότι τα συγκροτημένα άτομα προέρχονται από αρμονικές και συγκροτημένες οικογένειες, η κορυφαία στο χώρο της οικογενειακής ψυχοθεραπείας Αμερικανίδα Βιρτζίνια Σατίρ εξηγεί στο βιβλίο αυτό την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην οικογενειακή ζωή και στο χαρακτήρα που διαμορφώνει μεγαλώνοντας κάθε παιδί.

    Η συγγραφέας, με σαφή και κατανοητό τρόπο, εξετάζει βασικά θέματα της διάπλασης του ατόμου, των διαπροσωπικών σχέσεων και του κύκλου της ζωής (Αυτοεκτίμηση, Μορφές Επικοινωνίας, Οργάνωση της οικογένειας, Οικογένεια και κοινωνία, κ.ά.), ενώ σκιαγραφεί τα βασικά χαρακτηριστικά της οικογένειας του μέλλοντος.

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
     
  11. tyfeas

    tyfeas In Loving Memory

    Απάντηση: Βιβλιοκριτική

     

    Πώς μπορεί κανείς να είναι βαθύπλουτος τραπεζίτης, κερδοσκόπος και μαζί αναρχικός, απόλυτα συνεπής προς τη θεωρία αλλά και την πράξη του αναρχισμού, αυτό μόνο ο Πεσσόα μπορεί να μας το πει! Το βιβλίο, με τον οξύμωρο τίτλο, γράφτηκε γύρω στα 1922 κι ενώ η πολιτική κατάσταση στην Πορτογαλία ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη.

    Χρησιμοποιώντας την επαγωγική μέθοδο και τον πλατωνικό διάλογο για να προσπεράσει τον αντίλογο που, σαν φυσικό εμπόδιο, θέτει διαρκώς στο δρόμο του ο ανώνυμος συνομιλητής του, ο Πεσσόα χρησιμοποιεί τον αναρχικό τραπεζίτη του, αυτόν τον «μεγαλέμπορο και γνωστό σπεκουλαδόρο» για να σχολιάσει την κοινωνία γύρω του και να επιχειρηματολογήσει πάνω στο πώς μπορεί κάποιος να παραμείνει απόλυτα πιστός στην ιδεολογία του, χωρίς να αγνοήσει όμως την εποχή του. Ο Πεσσόα εξαπολύει δριμύ κατηγορώ κατά του χρήματος, που διαβρώνει τον άνθρωπο και καταργεί την ελευθερία του. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, άλλωστε, ο τραπεζίτης αποφάσισε να αποκτήσει τεράστια περιουσία, ώστε να είναι ελεύθερος! Το σύντομο αυτό διήγημα, επηρεασμένο μορφικά από τα διηγήματα του Πόε, είναι ένα ευφυέστατο πολιτικό κείμενο, συντηρητικό και ανατρεπτικό την ίδια στιγμή, οξυδερκές και μαζί αφελές, και παραμένει απολαυστικό, προκλητικό και μαζί επίκαιρο.
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ

    Ερικ Χόμπσμπαουμ Πώς να αλλάξουµε τον κόσµο.

    TO BHMA 07/01/2012

    Ο διαβόητος επενδυτής Τζορτζ Σόρος στη στροφή του αιώνα πλησίασε σε ένα γεύµα τον ιστορικό Ερικ Χόµπσµπαουµ και τον ρώτησε τη γνώµη του για τον Μαρξ. Ο ιστορικός, θέλοντας να αποφύγει µια λογοµαχία, του απάντησε µε έναν γενικό χαρακτηρισµό, για να συµπληρώσει ο µεγαλοεπενδυτής: «Αυτός ο άνθρωπος ανακάλυψε κάτι για τον καπιταλισµό πριν από 150 χρόνια που οφείλουµε να το προσέξουµε». Το 2008 οι «Financial Times» του Λονδίνου είχαν βάλει πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο καπιταλισµός σε αναταραχή». Ο Χόµπσµπαουµ δεν έχει αµφιβολία, ο Μαρξ γίνεται και πάλι επίκαιρος. Και αυτή την επικαιρότητά του προσπαθεί να αναδείξει στο βιβλίο του Πώς να αλλάξουµε τον κόσµο. Ο Χόµπσµπαουµ πιστεύει ότι υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι για να ξαναδούµε τη θεωρία του Μαρξ. Ο πρώτος είναι ότι η πτώση του «υπαρκτού» απελευθέρωσε τον Μαρξ από τους πάσης λογής ερµηνευτές του και «κυρίως από την καθολική ταύτισή του µε τη λενινιστική θεωρία και τα λενινιστικά καθεστώτα». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατά τη εκτίµησή του «ο παγκοσµιοποιηµένος καπιταλιστικός κόσµος που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1990 ήταν αλλόκοτα παρόµοιος µε αυτόν που προέβλεπε ο Μαρξ στο “Κοµµουνιστικό µανιφέστο”». Ο Ερικ Χόµπσµπαουµ θέτει το έργο του Μαρξ ατόφιο µπροστά του και προσπαθεί να το δει από την αρχή. ∆ιαπιστώνει ότι πολλά από όσα έγραψε ο Μαρξ «είναι παρωχηµένα και κάποια δεν είναι πλέον αποδεκτά». Καταλήγει ότι πρέπει να απορρίψουµε την ιδέα ότι υπάρχει σηµαντική διαφορά ανάµεσα στον «ορθό» και τον «λάθος» µαρξισµό λέγοντας ότι ο τρόπος που ο µαρξισµός εξετάζει τα πράγµατα θα µπορούσε να αποδώσει διαφορετικά συµπεράσµατα και πολιτικές απόψεις.

    Ο Χόµπσµπαουµ θα σταθεί ιδιαίτερα στα σηµεία ανάλυσης του Μαρξ που παραµένουν βάσιµα και ουσιώδη. Το πρώτο αφορά την ανάλυση της παγκόσµιας δυναµικής του καπιταλισµού να αναπτύσσεται καταστρέφοντας όλα όσα προηγήθηκαν, ακόµη και εκείνα από τα οποία ο καπιταλισµός ωφελήθηκε, όπως η δοµή της οικογένειας. Το δεύτερο αφορά την ανάλυση του µηχανισµού της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιτυγχάνεται µε τη γέννηση εσωτερικών αντιφάσεων – ατέρµονες περιόδους εντάσεων και πρόσκαιρες λύσεις.

    Πρόκειται για µια δίχως τέλος «δηµιουργική καταστροφή» όπως έλεγε ο Σουµπέτερ, που θα οδηγούσε σε µια υπερβολικά συγκεντρωτική οικονοµία. Οχι όµως όπως την αντιλαµβάνονταν οι σχεδιαστές της σοβιετικής οικονοµίας αλλά όπως τη γνωρίζουµε σήµερα όπου µερικές χιλιάδες άνθρωποι καθορίζουν σε παγκόσµιο επίπεδο την οικονοµία όλου του κόσµου. Το τρίτο σηµείο, που αποτελεί και διαπίστωση του νοµπελίστα οικονοµίας σερ Τζον Χικς, είναι ότι ο µαρξισµός είναι η αναπόφευκτη θεωρία για όλους όσοι προσπαθούν να εντάξουν σε ένα γενικό πλαίσιο τη γενική διαδροµή της Ιστορίας, καθώς είναι αναγκασµένοι να χρησιµοποιήσουν τις µαρξιστικές κατηγορίες ή κάποια τροποποιηµένη εκδοχή τους, εφόσον είναι ελάχιστες οι διαθέσιµες εναλλακτικές εκδοχές.

    Το ερώτηµα που θέτει ο Χόµπσµπαουµ µε τον τίτλο του βιβλίου του ανακαλεί τη γνωστή ενδέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερµπαχ: «Οι φιλόσοφοι δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να εξηγούν τον κόσµο µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το πρόβληµα είναι να τον αλλάξουµε», για να διαπιστώσει ότι οι ερµηνευτές του Μαρξ απέτυχαν να τον αλλάξουν. Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ έπεσε έξω στην πρόβλεψή του ότι η αντικατάσταση του καπιταλισµού θα πραγµατοποιούνταν από την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», που βασιζόταν στην a priori υπόθεση (και όχι στην ανάλυση του µηχανισµού του καπιταλισµού) ότι η εκβιοµηχάνιση θα δηµιουργούσε πληθυσµούς χειρωνακτών προλετάριων. Ωστόσο, διαπιστώνει ο Χόµπσµπαουµ, η εξαθλίωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Με λίγα λόγια, στην ανάλυση του Μαρξ εντοπίστηκαν ελπίδες για το µέλλον οι οποίες όµως δεν απέρρεαν από αυτήν.



    Το εργατικό κίνηµα και το µέλλον του

    Μια παρερµηνεία επίσης του Μαρξ ήταν η θέση ότι τα εργατικά κινήµατα πρέπει να γίνουν ή να παραµείνουν επαναστατικά.

    Η πράξη απέδειξε ότι «το προλεταριάτο ήταν ή θα γινόταν µια πραγµατικά επαναστατική τάξη ήταν προφανές πως ήταν αβάσιµη». Στις περισσότερες χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού τα εργατικά κινήµατα συµβίωναν µε το ανθηρό οικονοµικό σύστηµα των αρχών του 20ού αιώνα.

    Οι εργάτες, διαπιστώνει ο άγγλος ιστορικός, στη χρυσή εποχή του ρεφορµισµού (1947- 1973) ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα µπορούσαν να φανταστούν και οι πιο αισιόδοξοι εκπρόσωποί τους πριν από το 1914. Μετά το 1970, όµως, οι σοσιαλδηµοκράτες και τα ρεφορµιστικά συνδικάτα έχασαν τα βασικά τους θεµέλια: πρώτον, συρρικνώθηκε η χειρωνακτική εργατική τάξη µε αποτέλεσµα να χάσει τη δυνατότητά της να ενώνει. ∆εύτερον, µε την πτώση του «υπαρκτού» εξέλιπεν ο φόβος του κοµµουνισµού, ο οποίος τροφοδοτούσε τα ρεφορµιστικά συνδικάτα και τρίτον, η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων άρχισε να µειώνεται και να κερδίζει οφέλη ο οικονοµικός φιλελευθερισµός.

    Ο Χόµπσµπαουµ διαπιστώνει όµως ότι και σήµερα εξακολουθεί να υπάρχει χάσµα µεταξύ κοινωνικών οµάδων µε διαφορετικά συµφέροντα, έστω και αν αυτές τις οµάδες δεν τις αποκαλούµε «τάξεις». Το κράτος και οι θεσµοί του είναι αυτοί που διανέµουν το κοινωνικό προϊόν, συνεπώς η πολιτική παραµένει µια απαραίτητη διάσταση του αγώνα.

    Οµως η κρίση δεν σηµαίνει και αναπόφευκτη άνοδο της ιδεολογικής Αριστεράς. Ο άγγλος ιστορικός θυµίζει πως µετά την κρίση του 1929 -1933 σηµειώθηκε µια δραµατική αποµάκρυνση από τα εργατικά κινήµατα και την Αριστερά.

    Πιο προφανές φαίνεται σε αυτή την εποχή του συνδυασµού της παγκοσµιοποίησης και της µεγάλης µαζικής ανεργίας η ανάπτυξη του πολιτικού εθνικισµού που µπορεί να κολακεύει τα ξενοφοβικά και προστατευτικά αιτήµατα της λαϊκής εργατικής τάξης. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Χόµπσµπαουµ από όλους τους µαρξιστές επιλέγει να µνηµονεύσει αναλυτικά τη σκέψη του Γκράµσι, του µόνου θεωρητικού που ανέπτυξε µια πολιτική θεωρία ικανή να δουλέψει για τον κοινωνικό µετασχηµατισµό χωρίς ιδεοληψίες και ανέφικτα οράµατα.

    Ο Χόµπσµπαουµ θα κλείσει το βιβλίο του µε µια αισιόδοξη νότα. Θα πει ότι ανακαλύψαµε και πάλι ότι ο καπιταλισµός δεν είναι η απάντηση αλλά το ερώτηµα και αυτό είναι φανερό από την κατάρρευση των θεωριών του «τέλους της Ιστορίας», την απαξίωση της δήθεν απτόητης νίκης του οικονοµικού και πολιτικού φιλελευθερισµού. Ως ιστορικός θα εκτιµήσει ότι οι απόπειρες του 20ού αιώνα να χειριστεί την ιστορία ως οικονοµικό παιχνίδι µηδενικού αθροίσµατος µεταξύ ιδιωτικού και ∆ηµόσιου απέτυχαν. Οπως απέτυχαν και οι υποσχόµενοι την εναλλακτική λύση του σοσιαλισµού µέσω της επανάστασης της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Και καταλήγει ότι «ένα σύστηµα εναλλακτικό µπορεί να µην είναι στον ορίζοντα, αλλά το ενδεχόµενο της διάλυσης, ακόµη και της κατάρρευσης του υπάρχοντος συστήµατος δεν πρέπει πλέον να αποκλείεται. Καµία πλευρά δεν ξέρει τι θα συνέβαινε ή τι θα µπορούσε να συµβεί στην περίπτωση αυτή». Την πεποίθησή του ότι κάτι µπορεί να αλλάξει τροφοδοτεί η εκτίµηση που δέχονται αριστεροί και δεξιοί ότι η απεριόριστη ανάπτυξη για την επιδίωξη ενός συνεχώς µεγαλύτερου κέρδους αποβαίνει σε βάρος των ανθρώπινων και φυσικών πόρων του πλανήτη.