Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Δεσποινίς έμπνευση

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 1 Οκτωβρίου 2015.

Tags:
  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Οι 120 ημέρες των Σοδόμων», Μαρκήσιος Ντε Σαντ

     

    Η αντικαταστάτρια της Ευγενίας ήταν η Λουσίλ, συνέχισε η Ντυκλό. Πήρε τη θέση της στην καρδιά μου και στο κρεβάτι μου, αλλά όχι και στις άλλες δραστηριότητες του σπιτιού, γιατί της έλειπαν το φρόνιμο ήθος και η υποτακτικότητα. Όπως και να ‘ναι ωστόσο, στα χέρια της εμπιστεύτηκα σε λίγες ημέρες τον ηγούμενο των Βενεδικτίνων, που ερχόταν να μ’ επισκεφτεί από καιρό σε καιρό και που τον διασκέδαζε συνήθως η Ευγενία. Ο άγιος αυτός πατέρας, αφού έκανε γλειφομούνι για κάμποση ώρα και βύζαινε για καλά το στόμα του κοριτσιού, το έβαζε να του μαστιγώνει ελαφριά τον πούτσο και τα αρχίδια με κάτι λεπτές βέργες και εκσπερμάτωνε χωρίς να μαλακίζεται, αρκούμενος απλώς στο άγγιγμα και στην τριβή που έκαναν οι βέργες πάνω σ’ αυτά τα όργανα. Η μεγαλύτερη ηδονή του τότε ήταν να βλέπει το κορίτσι να τινάζει στον αέρα με τις βέργες του τις σταγόνες του σπέρματος που έβγαινε από την ψωλή του. Ο δούκας, που είχε ανάψει παρακολουθώντας το θέαμα, άρπαξε την Αυγουστίνα και βάλθηκε να της γλείφει την κλειτορίδα, με αποτέλεσμα να την κάνει να χύσει δυο-τρεις φορές, πράγμα που η μικρή εκείνη κατεργάρα, γεμάτη φλόγα και καυλιάρα όπως ήταν, το πέτυχε μέσα σε λίγα λεπτά. Την ώρα που ο δούκας βεβήλωνε με αυτόν τον τρόπο την Αυγουστίνα δεν υπήρχε πιο ευχάριστο θέαμα από το να βλέπεις τον Ντυρσέ να δρέπει τα προϊόντα της απόλαυσης που προκαλούσε κάποιος άλλος, φιλώντας αχόρταγα το στόμα αυτής της όμορφης παιδούλας και καταπίνοντας, ούτως ειπείν, την ηδονή που ο φίλος του διοχέτευε μέσα στις αισθήσεις της.
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ο Μέγας Ανατολικός, Ανδρέας Εμπειρίκος

     

    Αφ’ ενός η διδασκάλισσα έβλεπε την Ειρήνη, όπως εκάθητο, δίπλα της, εις την πραγματικότητα. Αφ’ ετέρου, εν τη φαντασία της, έβλεπε τον λάγνον καμαρότον, να ίσταται μεταξύ αυτής και της μαθητρίας της, με το μέγα πέος του εκτεθειμένον, μακρύ, χονδρόν και καυλωμένον, να αυνανίζεται με πάθος. Η απόστασις που εχώριζε την ψώλαν του από το πρόσωπον της κορασίδος, ήταν τόσο μικρά, ώστε το μέλλον να εκτοξευθή –εν τη φαντασιώσει της- εντός ολίγου σπέρμα, θα έπιπτε επάνω εις το πρόσωπον της ωραίας παιδός, επάνω εις τα χείλη της, επάνω εις τα μάτια της, επάνω εις τα μαστίδια της, επάνω εις τα μαλλιά της. Η παιδαγωγός έκαμε το παν για να εκδιώξη την εικόνα αυτήν. Όμως ο νους της εφλέγετο όσον και αι αισθήσεις της, και η λαγνική εικών παρέμεινε μέσα της ζωηροτάτη. Και ενώ έβλεπε η Μαρία, εις το όραμα της, τον θαλαμηπόλον να εξακολουθή με περιπάθεια τον αυνανισμόν και να προσπαθή, προβάλλων την κοιλία του, να εγγίση, με τον σφύζοντα ερωτικόν σωλήνα του, το πρόσωπον της κόρης, προσετίθετο εις την ψευδαίσθησιν της οράσεως της, μια ψευδαίσθησιν της ακοής, και η διδασκάλισσα ήκουσε τον θαλαμηπόλον να λέγη, εν μέσω διαπύρων αναστεναγμών και αναφωνήσεων ηδυπάθειας: «Αααχ!…Αααχ!…Χρυσό μου!… Άγγελε μου!… Για δες την πούτσα μου!… Για δες την ψωλή μου!… Για δες την πώς έγινε για σένα!…Κοίταξε, κούκλα μου, πώς λαχταρά να χύση!….Ωωωχ!…Ωωωχ!…Ααα!…Ααα!…Άνοιξε γρήγορα το στόμα σου…Θέλω να σ΄το γαμήσω… Άνοιξε το γρήγορα…γρήγορα…Θα… θα χύσω…Αααχ!…Άααχ!…Άαα!… Άααα!…Χύνω…!Χύνω…! Πάρε το σπέρμα μου!… Πάρ’ την ψυχή μου!…».
     
  3. Λύσανδρος

    Λύσανδρος Hide' n' seek... Contributor

    ...τι να πει κανείς... Δεν σε ξέρω Madeileine Rk αλλά είσαι το κάτι άλλο όπως εκφράζεσαι.

    Κοπλιμέντο είναι αυτό. Αθώο, όχι με ερωτική χροιά.
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor


    .
    ∆εν είναι
    πόζα ή ψέμα,
    δικαιολογία από ιστορία άλλη,
    λύση ανάγκης.
    .
    Η αφή,
    κόκαλο δανεικό,
    το έχεις ξεχάσει
    κάτω απ ́ το δέρμα.
    .
    Το σώμα είναι.
    .
    Όταν λάμπει,
    τις αμαρτίες του
    πληρώνει —
    βρέξει χιονίσει

    .
    ════════════
    .
    Λίνα Φυτιλή,Αίνιγμα,συλλογή Μυθική μέρα,Ενδυμίων,2014
    .

     
     
  5. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    August Stramm
    August Stramm: Wunder
    Du steht! Du steht!
    Und ich
    Und ich
    Ich winge
    Raumlos zeitlos wäglos
    Du steht! Du steht!
    Und
    Rasen bäret mich
    Ich
    Bär mich selber!
    Du!
    Du!
    Du bannt die Zeit
    Du bogt der Kreis
    Du seelt der Geist
    Du blickt der Blick
    Du
    Kreist die Welt
    Die Welt
    Die Welt!
    Ich
    Kreis das All!
    Und du
    Und du
    Du
    Stehst
    Das

     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Νύχτα εξοντωτική, το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
    Κι΄ αν είναι να μην έρθει απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
    να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
    Καταβροχθίσαμε τον πόνο, τι άλλο μας μένει,
    μπορούμε να φύγουμε...


     

    Νίκος Καρούζος
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Αφηγούμαι το μέλλον
    Κατεβαίνω στο υπόγειο
    και ανασύρω μνήμες
    Ανεβαίνω στη σοφίτα
    και ζωγραφίζω όνειρα
    Εδώ, στο ισόγειο
    συνήθως τρέφομαι
    Οι όροφοι δεν μου άρεσαν ποτέ
    Κελί μονό, εξάγωνο
    χτισμένο από Πέτρες Πλαγκτές
    Η παρέα του έφυγε
    χωρίς φύλακα έμεινε
    Πάει χρόνος από τότε
    Δε γαυγίζει κανείς
    εγώ μοναχή μου γρυλίζω
    Σκύλλα και Χάρυβδη μαζί
    Να με προσέχεις..

    L.N.E

     
     
  8. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

     

    Φιλενάδα
    το σκέφτηκα και έτσι,
    μα το σκέφτηκα κι αλλιώς
    Λέω άλλο λαδάκι να μη βάλω

    Υπάρχει μια στιγμή
    που η ζωή κι εσύ
    ενώ περπατάτε παράλληλα
    πλάι, πλάι
    ξάφνου χάνεστε
    Αρχίζει ένας πανικός,
    ένας αγώνας ταχύτητας
    για να ξαναβρεθείτε

    Κάνεις κύκλους
    ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά,
    ιδρώνεις από αγωνία
    Ψάχνεις παντού για να τη βρεις
    Χτίζεις, γκρεμίζεις, σκάβεις

    Τα νύχια σου γιομίζουν βρωμιά
    Αδιαφορείς
    Ακριβά αρώματα σε προσφορά κυκλοφορούν
    και τα αφρόλουτρα με γάλα και βασιλικό πολτό
    πληθωρικά αφρίζουν

    Δε γρατζουνάς σε σημείο σωστό
    Δε βλέπεις;
    Αν δεν κοκκινίσει το νύχι αγάπη μου,
    δεν βγάζει μάτι
    Ραντεβού σε οίκους περιποίησης δακρύων
    και ο χρόνος να περνά ανεπιστρεπτί

    Ψάχνεις, ψάχνεσαι
    πουθενά ρε παιδί μου η ζωή
    Αλλάζεις δουλειές, γκόμενους
    Αλλάζεις και εσώρουχο,
    πας με τη μόδα
    Μα ούτε εκεί τη βρίσκεις

    Αποφασίζεις να γίνεις μέλος της Green Peace
    Διοργανώνεις ομιλίες για τα δικαιώματα των απανταχού αδικημένων
    Βάζεις υποψηφιότητα σε κόμμα προοδευτικό.. Μάταια
    Ανακαλύπτεις πως η ψυχούλα σου στερημένη είναι από χάδια
    βρίσκεις τον καλύτερο ψυχολόγο και τον πληρώνεις αδρά
    Τα σπας και κανένα βραδάκι στα μπουζούκια
    Ομολόγησέ το, μη το κρύβεις πια από μένα

    Αδειάζει η κλεψύδρα
    Τα βράδια μερικά υπνοστεντόν
    να ξυπνάς και όνειρα να μη θυμάσαι
    Όλα καλώς καμωμένα
    Τί φταις εσύ;
    Το σύστημα φταίει,
    η κοινωνία που γεννήθηκες η καταναλωτική
    Κατάθλιψη και αλκοόλ κέφι για να κάνεις
    κι όσο για τα παράσημα που στη δουλεία σου πήρες,
    με δυο παλάμες ανοιχτές στραμμένες προς τα σένα
    ορθώς σου τα απένειμαν σε ηλικία τρίτη

    Τώρα λοιπόν που οι δυο μας μείναμε,
    τώρα που χρόνο πια δεν έχουμε περίσσιο,
    ήθελα κάτι να σου πω
    Μία μόνο απάντησή σου επιθυμώ πριν φύγω
    Βγάλε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας
    Ναι, βγάλε και το ακουστικό, δεν θα σου χρειαστεί
    Κλείσε αν θες και το κινητό
    κι έλα να περπατήσουμε λιγάκι με το πι

    Ότι κι αν απέκτησες
    φυλάσσεται με συναγερμούς τελευταίας τεχνολογίας
    από τους κληρονόμους
    Μην ανησυχείς για τίποτα

    Τσιγάρο θες;
    Πάρε
    Η ευθύνη δική μου
    Φιλενάδα θυμάσαι;
    Με έψαχνες

    Με βρήκες;

    L.N.E
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    <p>στάθηκα μετέωρη σε συλλογισμούς</p><p>μετακινήθηκα να μάθω αλήθειες</p><p>δεν ανακάλυψα καμία</p><p>λίγη γνώση μόνο αποκόμισα</p><p>ο ζυγός κατά το βάρος γέρνει</p>κι αυτό εμείς δικαιοσύνη τ' ονοματίζουμε<p> </p><p>μετατόπισα ξανά το σώμα μου</p><p>αλλού τώρα στράφηκε το τίμιο</p><p>δανείστηκα έναν καθρέφτη</p><p>τον τοποθέτησα στη γη</p><p>κι από ψηλά παρατηρούσα</p>τα είδωλα που χάραξε ο χρόνος<p> </p><p>αντικείμενο της εργασίας μου το αλφάβητο</p>- αμετάκλητη διατριβή συνήθειας -<p> </p><p>τέλειος κώδικας δεν πλάστηκε</p><p>ο λόγος ακάλυπτους μας άφησε</p><p>η σκέψη κατέχει ακόμα τα σκήπτρα</p><p>χωρίς κανόνες η φαντασία χαμογελά</p><p>και προηγείται πάντα</p><p>ενώ μέσα σ' ένα πλαίσιο</p><p>οι κρεμασμένες αναμνήσεις</p>φιγούρες νεκρές να ρέουν απ' τα μάτια<p> </p><p>κατασκευαστικό λάθος δεν υπήρξε</p><p>αποσυναρμολόγησα ένα ένα τα κομμάτια μου</p><p>ελάσματα, βίδες, καρφιά</p><p>το δοχείο με το κόκκινο υγρό,</p><p>μια μποτίλια θάλασσα,</p><p>όλα σ' ένα κιβώτιο τα τοποθέτησα</p><p>είπα, ας δοκιμάσω να με στήσω απ' την αρχή</p><p>μύρια τα εξαρτήματά μου</p><p>και οι οδηγίες χρήσεως</p><p>σε άγνωστη γραφή</p><p>σχίζω το χαρτί</p><p>κόπος πολύς ν' απαλλαγεί το κτήνος</p>απ' τις συμφύσεις<p> </p><p>αλλάζω τα άκρα μου</p><p>κουμπώνουν οι κλειδώσεις</p><p>χαίρομαι</p><p>πάω να κάνω ένα βήμα και σωριάζομαι</p><p>με το γνώριμο, βάδιζα τουλάχιστον</p><p>τεντώνω χέρια</p><p>τεντώνω πόδια</p><p>όρθια</p><p>πάλι</p>στα τέσσερα<p> </p><p>ασταθές έδαφος τα σύννεφα</p><p>ας χαμηλώσω λίγο το νου</p><p>ξεβιδώνω τον πόνο</p><p>αν τον αφήσω έξω απ' το σχέδιο</p>δίχως κορμί, θα γίνει άραγε λίπασμα;<p> </p><p>ευτυχώς που και το γνήσιο λειψό πλάστηκε</p><p>να σφραγιστεί απ' τ' όνειρο</p><p>αλλιώς χαμένος θα ήσουν</p><p>σε διαστήματα μεταξύ ορατών και αοράτων στιγμάτων</p>θα σε πλάνευα<p> </p><p>ακόμα και τώρα ασύλληπτα τρέχω</p><p>παραμερίζω τη μνήμη</p><p>αφαιρώ κι άλλα γράμματα</p><p>διογκώνω το αύριο με κενά</p><p>να πατήσει πάνω του το σήμερα</p><p>να πορευτεί μ' ελπίδα</p>σημειώνω οδηγίες ασυνάρτητες<p> </p><p>οι κλειδώσεις κούμπωσαν σωστά</p><p>το θυμάσαι αυτό;</p><p>διψώ</p><p>στεγνώνουν τα χείλη</p>κάθε που σου γράφω<p> </p><p>δεν σώπασα ούτε απόψε</p><p>δεν ησύχασα</p><p>ίσως το μόνο που κατάφερα</p><p>να ήταν</p><p>η απαγγελία ενός τερατόμορφου ποιήματος</p><p>που κι αν ανάστροφα το διαβείς</p>πάλι θα μ' ανταμώσεις


    Ελένη Γούναρη - (L.N.E)
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα
    Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, nλiθια, πρόσωπα
    του δρόμου, σε είδα απόψε Kωστή Παλαμά,
    σεργιανίζοντας πάνω-κάτω
    στη μεθυσμέvn μου απογοήτευση
    γυρεύovτας μια πόρνη ή ένα φίλo ή τηv ανάσταση.
    Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής – λογής βολτάρουν τη νύχτα και σιδερένια σκυλιά
    που κορνάρουν
    γάτες στoυς σκουπιδοτενεκέδες
    και συ παραμυθά Βερν
    τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
    Νιώθω τις σκέψεις σου Kωστή Παλαμά, άμυαλε γερoξεφαvτωτή
    καθώς έμπαινες μέσα στo μπαρ γλυκοκοιτάζοντας τις πουτάνες και πiνovτας ένα διπλό ουiσκι.
    Σ’ ακoλoύθησα μέσα από ομiχλες από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυvαικεiων μαλλιών μου. Κάθισα να με κεράσεις
    πάνω στo σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά καθισμένα αγάλματα.
    -Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
    Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
    Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
    κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
    απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
    Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
    θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
    να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
    σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
    της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
    Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
    δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
    ρου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω.

    Λευτέρης Πούλιος
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    στην κόνωνος
    by verajfrantzh

     

    Καθώς πλησιάζεις με το τον τελευταίο συρμό της μέρας τον Πειραιά, κατάκοπος και τελευταίος μεταξύ των τελευταίων, έχεις αυτήν την επίγευση·

    το προεόρτιο σάλιο,

    στυφή υδροχλωρική ανακατωσούρα.

    Στο προσώπο σχηματίζεται ένα λιαστό μειδίαμα από τον ορυμαγδό, την Τρούμπα, τους νταήδες,

    «το σπίτι μου».

    Το γλυφό παράστημα των κτιρίων, σαν καλοαναθρεμμένες απάντρευτες κόρες, που λιάζονται τα πρωινά στην Σκυλίτση. Έπειτα, βγαίνουν για κουτσομπολιό με τη ρόμπα δεμένη σφιχτά κάτω από τα κρεμασμένα στήθη, τα αβύζαχτα.

    Τα κουφάρια της παλιάς βιομηχανικής συνοικίας σαν στίφος τρομαγμένων γυναικόπαιδων, σαν πρόσφυγες βολοδέρνουν στη χτισμένη στέπα.

    Μια γριά, η πόλη αυτή.

    Σάπιοι τοίχοι πέφτουν στα κεφάλια μας,

    τα κρατάμε με τα χέρια μας για να αντέξουν.

    Εκεί πιο κάτω, που η γιαγιά μου,

    πιο κάτω,

    γνώρισε τον παππού μου τον αστυνομικό.

    Περιπολούσε και την είδε στο μπαλκόνι, 36 χρονών γυναίκα. Πρωτότοκη στη σκιά των αγοριών, λουσού για το σαλόνι της και το υπνοδωμάτιο της, μαγείρισσα για τον εαυτό της. Τα αδέρφια της ναυτικοί.

    Κρατάω την ιστορία με τις λέξεις να την πω στα εγγόνια μου για την καταγωγή από την Καστέλλα.

    Στην Κόνωνος, μισοφωτισμένος ένας όροφος ανάμεσα στο μνήματα-κτίρια. Καναπάδες με σφιχτή μάλλινη επένδυση, ατμόσφαιρα από χυλωμένο φως, κουρτίνες βαριές και καραβίσιες, τραβηγμένες να μπαίνει το φως των αυτοκινήτων.

    Δυο άνθρωποι μόνοι.

    Εστία ναυτικών.

    Ο ένας σε απόσταση από τον άλλον χιλιόμετρα. Ο ένας στριφογυρνάει το μπεγλέρι και κοιτά την λεωφόρο. Ο άλλος παρακολουθεί τηλεόραση με το σώμα του ακουμπισμένο σε μια ξύλινη καρέκλα τραπεζαριας.

    Είναι δώδεκα παρά.

    Δυό άνθρωποι μόνοι.

    Έπειτα, εγκαταλελειμένα δωμάτια στις πέρα πολυκατοικίες παράλληλα με τον σταθμό. Στο ισόγειο αμπαρωμένα άδεια μαγαζιά. Κάποτε πωλούσαν προϊόντα ντόπια από τα νησιά, μουσικά όργανα, κλωστές… με τι κρατούσαν επιχείρηση οι άνθρωποι;!

    Τα δώματια αυτά δεν έχουν παντζούρια, ούτε κουρτίνες. Σε εκείνους τους ημιόροφους, υπάρχουν μόνο τρύπες τετράγωνες και ανοχύρωτες προς τον κόσμο.

    Τι να ζηλέψεις από αυτά τα αχούρια;

    Μα τα ζηλεύω.

    Απεγνωσμένες προσπάθειες για “το σπίτι μου”.

    Λάμπες κρεμασμένες στα ταβάνια,

    πασαλλειμένα ντουβάρια με κόκκινη μπογιά, πράσινη, με ψυχή, με λήθη, με πεσμένα δόντια.

    Σεντόνια καρφωμένα, πίνακες έγιναν με παραστάσεις.

    Τα κεφάλια των ανθρώπων δε φαίνονται ποτέ. Τους σκέφτομαι να μπουσουλάνε στο πάτωμα.

    Να μετράνε ψιλά από τη ζητιανειά όλης της ημέρας,

    να καραδοκούν για τον ύπνο στο απάγκιο.

    Είναι το πιο αυτοαναφορικό κομμάτι της χώρας,

    για εμάς που τη ζούμε.

    Εμείς με τα πολλά ταλέντα, τα προσόντα, το εύκρατο κλίμα, τη μεσογειακή διατροφή. Εμείς οι δημαγωγοί, οι γεννήτορες της δημοκρατίας, οι ρομαντικοί, οι κυνικοί, οι ρεαλιστές, οι έξω καρδιά, οι σωκρατικοί φιλόσοφοι, οι καρεκλοκένταυροι, οι ληστές των δεικτών του ρολογιού, οι δύτες των συναισθημάτων, οι παρατηρητές των μικρολεπτομερειών, οι σχολιαστές της ροής.

    Παίρνουμε στα χέρια μας θάλασσα και την κάνουμε σκοτάδι.

    Παίρνουμε έναν ευλογημένο τόπο και την κάνουμε σπίτι. Μετά δεν πληρώνουμε ενοίκιο, δεν ταυτιζόμαστε και περιφερόμαστε σαν αιμομίκτες και παραβατικοί.

    Φεύγουμε.

    Αφήνουμε τη ραδιενέργεια να κάνει τη δουλειά της.

    Φεύγουμε.
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    [Λευκή Σελίδα] Του Γιώργου Κακαέ


     


    Ταξιδεύει συχνά με αυτοκίνητο
    – είναι αυτή η άνεση –
    αν και το μισεί.
    Πόσος καπιταλισμός χωράει σε τέσσερις λαμαρίνες;
    Τα τρένα την κουράζουν
    – αργά και φασαριόζικα –
    αλλά διασχίζουν αγαπημένα της τοπία.
    Τα πλοία τής αρέσουν πολύ
    – όπως και τα καλοκαίρια –
    μα αυτό το συναίσθημα της επιστροφής στο λιμάνι
    δε λέει ακόμα να το συνηθίσει.
    Απ’ την άλλη, δεν αντέχει ούτε τα υπεραστικά.
    Προσπαθεί μάταια να κοιμηθεί
    δίπλα σε φαντάρους, μετανάστες κι ερωτευμένους
    μέχρι τη δεκάλεπτη στάση σε ξεχασμένο καφέ της εθνικής,
    όπου κατεβαίνει μόνο για τουαλέτα
    – είναι φορές που παρακαλάει
    να την έπαιρνε κι αυτήν το καζανάκι.
    Τα αεροπλάνα δεν τα φοβάται,
    αλλά σιχαίνεται την αναμονή στις αίθουσες αναχωρήσεων.
    Της θυμίζουν πάντα την καθυΣτέρηση
    στη δικιά της ζωή.
    Αν τη ρωτήσεις ποτέ
    ποιο είναι το αγαπημένο της μέσο μεταφοράς,
    τούτο θα σου πει:
    το πιο οικονομικό,
    χωρίς ρόδες, μηχανή ή καύσιμα,
    το καθάριο χαρτί,
    που όποτε θέλει αυτή το βρωμίζει
    και μεμιάς ξεκινά άλλο ένα αλαργινό ταξίδι.