Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Επιδρομή

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος savra, στις 27 Μαϊου 2009.

  1. savra

    savra Guest

    Το λεωφορείο σταμάτησε στην στάση. Χωρίς καμία αποσκευή, μπήκα στο λεωφορείο και κατευθύνθηκα ασυναίσθητα στην γαλαρία. Κάθισα δίπλα στο παράθυρο της πλευράς του οδηγού. Έστρεψα το βλέμμα μου για λίγο, έξω από το παράθυρο για να κοιτάξω άλλη μια φορά το τοπίο της στάσης. Ένα λιβάδι που ήταν ορατό μακριά με λίγες αγελάδες, παρδαλές που έβοσκαν ήρεμες. Παραδίπλα ένας χώρος σαν στάβλος, ενωμένος με μαντρί από την άλλη πλευρά, του οποίου όμως η περίφραξη εξωτερικά διαχώριζε τον στάβλο με το μαντρί. Τα δέντρα ήταν ελάχιστα και όταν φυσούσε τα φύλλα έβγαζαν έναν αρμονικό ήχο που σου προκαλούσε μία δόση νύστας και χαλάρωσης. Ο δρόμος μου έδινε την εντύπωση πως ήταν έρημος, σαν τα οχήματα που περνούσαν αποτελούσαν ένα σπάνιο οπτικό φαινόμενο. Ήταν πάντως ντάλα μεσημέρι, περίπου τρεις και τέταρτο.

    - Κοίτα το όσο προλαβαίνεις γιατί φεύγουμε! Μου είπε ένας χοντρός κύριος, φαλακρός με γένια και δυνατά γαλάζια μάτια που καθόταν στην άλλη πλευρά της γαλαρίας, γύρω στα εξήντα-πέντε με εβδομήντα. Πάντως ξέρεις που πάμε ε?

    Τον κοίταξα προβληματισμένος, για την ερώτηση που μου έκανε. Ήθελα να διαπιστώσω κατά πόσο ήταν ένα φιλικό λογοπαίγνιο, η τελευταία ερώτηση που μου έκανε. Τον κοίταξα με ένα φιλικό χαμόγελο και του απάντησα, δίχως καθυστέρηση.

    - Ναι.
    - Ξέρεις, τέτοια τοπία είναι όλα μοναδικά, έχουν μια δική τους ξεχωριστή ομορφιά.

    Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και του έκλεισα τα μάτια. Το λεωφορείο ξεκίνησε. Ένας από τους επιβάτες πιο μπροστά σηκώθηκε για λίγο από το κάθισμά του για να πάρει την εφημερίδα που είχε στο ντουλάπι πάνω από το κάθισμα, όταν κοίταξε στο πίσω παράθυρο και γούρλωσε τα μάτια του. Άμεσα γύρισε στον οδηγό και του είπε:

    - Κάποιος δεν πρόλαβε και τρέχει από πίσω. Κάνει νόημα να σταματήσουμε για να τον πάρουμε μαζί μας.
    - Πρόβλημά του, να πάρει το επόμενο, είπε κοφτά ο οδηγός.

    Ο επιβάτης παρατήρησε για λίγο τα μάτια του οδηγού από τους καθρέφτες και αρπάζοντας την εφημερίδα του ξανακάθισε στο κάθισμα.

    Ο κύριος που καθόταν απέναντί μου στην γαλαρία ξαναπήρε τον λόγο.

    - Πόσο χρονών είσαι παλληκάρι, αν επιτρέπεται?
    - Τριάντα.
    - Εντάξει, δεν είσαι και πιτσιρικάς, αλλά στα μάτια μου φαίνεσαι αρκετά.

    Τον κοίταξα και πάλι. Ομολογώ πως με τσάκωσε.

    - Πως ονομάζεσαι, νεαρέ?
    - Νάσιο. Εσείς?
    - Μίλα μου στον ενικό. Παρασκευάς λέγομαι.
    - Χαίρομαι, του απάντησα.

    Αισθανόμουν κάτι υπερβολικά οικείο και φιλικό με τον άνθρωπο που μόλις γνώρισα.

    - Νιώθεις ελεύθερος, Νάσιο?
    - Κάπου άκουσα πως όταν αισθάνεσαι πραγματικά ελεύθερος και είσαι έτοιμος να κάνεις τα πάντα, την ίδια ώρα συνειδητοποιείς πως δεν είσαι καθόλου ελεύθερος. Ειλικρινά, δεν ξέρω.
    - Μην το εγκλωβίζεις μονάχα σε μία κατεύθυνση. Αν εγκλωβιστείς πως θα μπορέσεις να αποκοπείς?
    - Μάλλον όλα θέλουν χρόνο και λίγο σκέψη, τι να πω…
    - Ο ίσιος δρόμος και ο λάθος δρόμος, κινούνται παράλληλα μέσα στην σκέψη σου.
    - Ο καθένας να αισθανθεί την απόλαυση της διαδρομής. Μόνο τότε είναι σε θέση να απελευθερωθεί μέσα του.

    Την συζήτησή μας την διέκοψε μια τύπισσα, λίγα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, που καθόταν πιο μπροστά, με κυριολεκτικά απαράδεκτα άκομψο και άξεστο τρόπο.

    - Καλά ρε σεις, ό,τι σκέψη σας κατεβαίνει θα την πετάτε?

    Αντίκρισα ένα θηλυκό ξανθό ψηλάγκουρο με πράσινα μάτια και ατσούμπαλη κορμοστασιά.

    - Πως σε λένε κυρία μου? Και με ποιο δικαίωμα διακόπτεις την συζήτηση που έχω με τον νεαρό φίλο μου?
    - Λία ονομάζομε.
    - Λία, να είχες και γαλάζια μάτια, κομμάτια να γινόταν. Δεν πιάνεις με δύναμη τις ρόγες απʼ τα βυζιά σου και τραβώντας τες να τραγουδήσεις «Ητάν ενά μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν α-α-αταξίδευτο, που ήταν α-α-αταξίδευτο, οεοέ οεοέεε», άντε κάνε μας την χάρη, σε παρακαλώ…

    Η Λία κοκκίνισε σαν παντζάρι και γύρισε μπροστά το κεφάλι της απαξιώνοντας και τους δυο μας με την ντεμέκ υπεράνω συμπεριφορά της, αγνοώντας πως μόλις ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν, διέκοψε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, βάναυσα χωρίς ίχνος σεβασμού, λες και ήταν κανένας εκλεκτός απόγονος του πολιτισμού των Οστρογότθων.

    - Αγνόησέ την. Είναι που ποτέ δεν έμαθε να βλέπει πέρα από τις άκρες του εαυτού της, μου είπε ο Παρασκευάς.
    - Δεν θίγομαι με κάτι τέτοια, απάντησα. Με προβλημάτισε όμως που αν και δεν γνωρίζεστε, δείχνετε μια οικειότητα ο ένας προς τον άλλο.

    Με κοίταξε κατάματα και ξαναείπε:

    - Είναι που δεν καταλαβαίνουμε τα παράπλευρα. Όλοι νομίζουν πως η λύση θα έρθει με την ζωγραφιά κύκλων και τετραγώνων, όπως διάβασα κάπου αλλού πρόσφατα. Δεν είναι μόνο η περάτωση της εντύπωσης για να επιβεβαιώσουμε την έλλειψη του εγώ μας, πρέπει να βλέπουμε και πέραν του ατόμου μας. Ειδάλλως, αγαπητέ Νάσιο, ο καθένας στα μάτια του κάθε μικρόμυαλου και ηλίθιου θα μπορεί να περηφανεύεται για την ηλιθιότητα που κουβαλάει πάνω του και θα κατηγορεί την φαντασία των άλλων, η οποία μπορεί να είναι αρωγός από μια απλή ατομική αναβάθμιση έως και μια παγκόσμια επανάσταση.
    - Μάλιστα, είπα με ευχαρίστηση προσπαθώντας να απορροφήσω την πληθώρα γνώσης έβγαινε από τα λόγια αυτού του άντρα.
    - Οι ακόμα πιο μικροί, οι άθεοι, κοροϊδεύουν την δημιουργική φαντασία ως κόσμου του μέσα, του εκεί ή του εδώ, του οτιδήποτε, γενικώς. Δεν τους ενδιαφέρει αυτούς γιατί αγαπάνε τις παρωπίδες τους από εγωισμό. Τους απασχολούν τα υλικά, να σαν τα παπούτσια που φοράς. Όλοι τα ίδια φοράτε.

    Κοίταξα τα παπούτσια μου και είπα ένοχα.

    - Ε, όλοι αυτά φοράνε.
    - Ακριβώς αυτό λέω.
    - Ναι αλλά δεν είμαι άθεος.
    - Νάσιο, το ότι διαμαρτύρεσαι δείχνει την ανασφάλειά σου και την ανάγκη σου για να αποδείξεις αυτό που θέλεις. Άρα ντρέπεσαι για τον εαυτό σου. Δεν είσαι απελευθερωμένος. Αν ήσουν θα έπραττες αυτά που ήθελες, δεν θα μιλούσες μαζί μου.

    Η αλήθεια είναι πως αισθάνθηκα λες και ήμουν πολύ μικρότερος απʼ όσο έδειχνα.

    - Μου τη σπάει που οι άθεοι απαξιώνουν, απλά αυτό. Δεν ενδιαφέρονται για το διαφορετικό. Σαν ανδροειδή με ισχυρό ένστικτο επιβίωσης. Κατά βάθος, ένα κενό και μια αναισθησία. Φτάνουν μόνο μέχρι την δυαδικότητα, εντ δατς ιτ. Δεν συνεχίζουν πιο πέρα. Νιώθουν μια ολοκλήρωση και πλέον αισθάνονται πως είναι σε θέση να πλανέψουν και να περηφανευτούν αχόρταγα την ημιμάθειά τους, είπα στον Παρασκευά.
    - Μην σε απασχολεί ο άλλος και ειδικά ο άθεος. Να παίρνεις μόνο αυτό που σου προσφέρει, που συνήθως είναι θεωρητικές απόψεις. Έχουν χρησιμότητα. Μην απορρίπτεις την τεχνοκρατική εξέλιξη του νου. Είναι απαραίτητη για την υλική αναβάθμιση του τόπου.
    - Μερικές φορές αισθάνομαι περίεργα. Είτε σε συγκεκριμένα μέρη, ή σε συγκεκριμένες στιγμές.
    - Εκκλησίες, ναούς, ιερούς τόπους ή κι όχι μόνο. Σωστά?
    - Ακριβώς! Από το στόμα μου το πήρες Παρασκευά…
    - Λοιπόν, αν δεν σε πειράζει, λέω να δοκιμάσω να κοιμηθώ λίγο. Απλά μην είσαι ελλιπής.
    - Τι?
    - Τίποτα.
    - Δεν κατάλαβα?
    - Άστο, μην σε απασχολεί… Ελπίζω να μην ενοχλείσαι που μπορεί να ροχαλίζω, έτσι?

    Χαμήλωσε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε. Σταμάτησα να τον κοιτάω. Έστρεψα το κεφάλι μου στο παράθυρο για να δω προς τα έξω. Άκουγα την μουσική που έπαιζε το λεωφορείο

    «δεν αλλάζω ότι έλεγα χτες
    θες να γίνουμαι επιτέλους εραστές»



    και σκέφτηκα να αποκοιμηθώ κι εγώ.

    Μας ξύπνησαν οι φωνές ενός τρελού τριανταπεντάρη (μπορεί και λιγότερο) με περίεργο πρόσωπο, λες και το τράβηξε κάποιος από πάνω κι από κάτω, που δεν ήταν πριν, όταν μπήκα στο λεωφορείο, γιατί προφανώς μπήκε όσο κοιμόμασταν εγώ και ο Παρασκευάς.
    Όλοι σαστίσανε. Τον κοιτάζανε κι αυτός, αντί να πει κάτι, με πίεση χαμογελούσε, έχοντας το στόμα κλειστό και τα χείλια ανοιχτά, δείχνοντας την οδοντοστοιχία του κι έβγαζε ήχους ζώου, σαν να τον είχανε φορτώσει αμφεταμίνες.

    - Σκασμός! Φώναξε ο οδηγός. Βούλωσέ το να μην σε κατεβάσω κάτω. Τι έπαθες ρε πειραγμένε?
    - Καλά ε, δεν κατάλαβες πως έχω το μυστικό σούπερ σουαουάτσι που με προστατεύει από τα πάντα? Χα χα χα χα χα χα χα χα χα χα…

    Όλοι κοιτούσαμε χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε αν ονειρευόμαστε ή όχι. Η Λία του μίλησε γλυκά.

    - Ηρέμησε, πως σε λένε?
    - Τέντυ! Είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα αρκουδάκι και το έδειχνε σε όλους σαν να είναι ένα πανίσχυρο όπλο.

    Ο Παρασκευάς γύρισε προς εμένα και με κοίταξε έτοιμος να ξεραθεί στα γέλια. Ο «Τέντυ» όμως συνέχισε, χωρίς ίχνος φοβίας.

    - Θέλετε να δείτε το πουλί μου? Είναι πολύ όμορφο!
    - Πετάξτε αυτό το αίσχος από το λεωφορείο, φώναξε ένας ηλικιωμένος άντρας.
    - Να πετάξουν εσένα ρε, είπε με αυταρχικό τρόπο ο Παρασκευάς στον ηλικιωμένο.

    Ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο στην άκρη. Γύρισε στον παρανοϊκό πειραγμένο άντρα και του είπε με συγκρατημένο τρόπο.

    - Θα κάτσεις και δεν θα ξαναμιλήσεις. Αλλιώς στην πρώτη στάση θα σε κατεβάσω κάτω. Ποιος σε είπε, ρε τρελέ, να έρθεις στο λεωφορείο μου? Ε?
    - Η Αλλατίνη και η Λάκτα, χα χα χα χα χα χα χα χα χα…
    - Οδηγέ? Δε βλέπεις ότι ο άνθρωπος έχει πρόβλημα? Νομίζει πως κάνει κάτι σπουδαίο! Είπε ο Παρασκευάς στον οδηγό.

    Ο «Τέντυ» χαζεμένος κουνούσε το αρκουδάκι του και του ψιθίριζε:

    - Να δεις τι θα σε κάνει ο «Μπρρρρμμμμμ», βλάκα…
    - Ποιος είναι ο «Μπρρρρμμμμμμ»? Ρώτησε ο οδηγός.

    Και τότε ο «Τέντυ» ξεράθηκε στα γέλια…

    - Χα χα χα χα χα χα χα χα… Ουάχα χα χα χα χα χα … Ο ηλίθιος δεν ξέρει ποιος είναι ο «Μπρρρρμμμμμμμ»!
    - Τέρμα, απάντησε ο οδηγός.

    Τσάκωσε τον «Τέντυ» από τον γιακά και τον οδήγησε έξω από το λεωφορείο και συνέχισε.

    - Πιο κάτω έχει στάση, στα εκατό μέτρα, αλλιώς κάνε οτοστόπ κι όποιος τρελός σε πάρει, με γεια του με χαρά του, άντε!

    Έκλεισε τις πόρτες και έβαλε μπρος το λεωφορείο, αναπτύσσοντας ταχύτητα.

    - Καλά δεν νιώθεις τύψεις οδηγέ? Φώναξε ο Παρασκευάς.
    - Αν θες να σε κατεβάσω κι εσένα να τον κάνεις παρέα, είπε με οργή ο οδηγός.

    Ο Παρασκευάς αντί να δώσει συνέχεια, έγειρε απλά το κεφάλι προς το παράθυρο. Οι σκέψεις με περιέλαβαν, αντί απλώς να απαξιώσω αυτό το άτομο. Ίσως να οφειλόταν στην συζήτηση που είχα προηγουμένως με τον Παρασκευά. Σαν να συμπέρανα πως δεν υπάρχει τρελός. Κανείς δεν είναι πιο τρελός του άλλου, απλά κάποιοι μένουν στάσιμοι σε ένα επίπεδο σκέψης που ενδεχόμενος να σχετίζεται σε κάποια συγκλονιστική εμπειρία της ζωής τους, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να την ξεπεράσουν έτσι όπως θέλουν ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την πνευματική τους εξέλιξη. Αν ήμουν συγγραφέας θα έγραφα σαν δεκαπεντάχρονος μόνο και μόνο για να αποδείξω πως οι ντεμέκ απελευθερωμένοι είναι αυτοί που ποτέ δεν κατανοούν αυτούς που χρειάζονται ψυχολογική στήριξη και συμπαράσταση, πόσο μάλλον λίγη κατανόηση. Οι πανεπιστήμονες που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελίτ φυλές. Ένας τρελός είναι πολύ εύκολο να ξετρελαθεί, αρκεί να του δώσεις αυτό που χρειάζεται, αντί της απαξίωσης και της περιφρόνησης.

    - Παρασκευά καπνίζεις?
    - Κάνω μόνο τράκα. Ποτέ δεν αγοράζω δικό μου πακέτο, απάντησε. Γιατί, έχεις τσιγάρα?
    - Δεν καπνίζω.

    Αποφάσισα να αλλάξω σκέψη και να μην ασχοληθώ άλλο. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και πάνω που αποκοιμήθηκα με ξύπνησε το προηγούμενο περιστατικό. Χωρίς να σκεφτώ άλλο χάθηκα στα δικά μου. Το ροχαλητό του Παρασκευά ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουγα. Σε περίπου μία ώρα θα κάναμε στάση για να ξεπιαστούμε και να πάρουμε ανάσες από καθαρό αέρα.

    Κατέβηκα από το λεωφορείο γεμάτος ανυπομονησία να πάω να κάτσω στο συνοικιακό ταβερνάκι και να ξεχαστώ. Δεν φαντάστηκα πως κάποιος άσχετος που δεν γνώριζα στη ζωή μου θα με ξενέρωνε σε ανελέητο βαθμό, λες κι αυτή ήταν η μοναδική του ιδιότητα για την οποία (κρυφό του καμάρι) θα περηφανεύεται όλη την ζωή του. Πριν ακόμη παραγγείλω τα εκλεκτά ορεκτικά, έσκασε η πατάτα που μου άφησε μια περίεργη αίσθηση.

    Όλη μου την ζωή καταλαβαίνω πως πρέπει κάποιοι να είμαστε παντρεμένοι με τις τύψεις και τις ενοχές, προκειμένου άλλοι να αρπάζουν όλο το νόημα της καθημερινής πραγματικότητας. Δεν φαντάστηκα πως πρέπει να ντρεπόμαστε για την σκέψη μας. Ναι, είναι αλήθεια, γεννηθήκαμε για να είμαστε οι μαλάκες. Ευτυχώς κάποιοι έχουν σωστή σκέψη, είναι οι σωστοί άνθρωποι με όλα τα δικαιώματα του κόσμου.

    Υπερευαίσθητοι είναι όσοι δίνουν αξία σε υπεραναίσθητους. Φυσικά, θα πρέπει να καταλαβαίνουμε πως όταν κάποιος θέλει να πει κάτι, έχει δίκιο. Εμείς έχουμε άδικο. Γι αυτό γεννηθήκαμε, για να μας δείχνουν. Ο Γλάρος Ιωνάθαν πετούσε χαμηλά…

    Ούτε τα ορεκτικά δεν πρόλαβα να τελειώσω. Μια στιγμιαία αιώνια κόλαση. Μα τι θέλει ο άνθρωπος? Έφυγα τσατισμένος, χωρίς να τελειώσω το γεύμα μου. Σφάλμα? Έλλειψη κατάλληλης εκτόνωσης, μου είπε κάποιος. Μπούχτησα!

    Τέχνη, σεξ, καταχρήσεις, αθλητισμός, διάλογος, περίπατος, εμβάθυνση, διαλογισμός, γιόγκα... Τίποτα, όλα χαρακτηρίζονται ψευδαίσθηση, ή χάσιμο χρόνου. Οι "πίνω μπάφους και παίζω προ" μας ξευτελίζουν. Και αναφερόμαστε σε αυτούς λες και ούτε κι αυτοί έχουν αξία. Είμαστε όλοι χαζοί.
    Αποφάσισα να πάω στο «Γιατρό», αυτός ξέρει...

    - Λοιπόν γιατρέ? Θα ζήσω?
    - Φυσικά. Μα δεν έχετε τίποτα. Είστε υγιέστατος. Μια απλή τενοντίτιδα ήταν στον δεξί σας αγκώνα είναι.
    - Γιατρέ, είδα φρικαλέα οράματα και εφιάλτες.
    - Όπως?
    - Είδα καρχαρίες να με κατασπαράζουν στον απύθμενο βυθό της θαλασσινής αβύσσου. Είδα νταλίκα να με τσαλαπατάει και να κάνει όπισθεν. Είδα μια γυναίκα λίγο πριν τα τριάντα, καστανή με πράσινα μάτια, να θέλει να με παντρευτεί. Είδα απαίσια πράγματα, γιατρέ.
    - Ηρεμήστε, όλα είναι στην σκέψη σας. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε ένα χαλαρωτικό ντους και να ηρεμήστε. Βρείτε κάποιο σπορ, κάποιο χόμπι, να περνάτε γενικά, ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο σας. Πολύ φοβάμαι πως η αρνητική σκέψη μέσα σας επηρεάζει την καθημερινότητά σας.
    - Να διαβάσω βιβλία. Το κάνω από μικρός.
    - Αυτό που χρειάζεστε αγαπητέ, είναι να ξεφύγετε. Ο οργανισμός σας χρειάζεται λίγο δράση, αλλιώς θα ξανακυλήσετε. Θα πονάει ο αγκώνας σας και θα ονειρεύεστε απόκοσμα όντα να σας εξαπολύουν ανελέητα κυνηγητά.
    - Να γίνω οικοδόμος. Θα κτίζω σπίτια.
    - Δεν το έχετε μέσα σας, λυπάμαι. Η οικοδομή απαιτεί τραχιά χέρια και χοντροκομμένα χυδαία αστεία.
    - Ξέρω να τραγουδάω. Οι οικοδόμοι που τραγουδάνε είναι περιζήτητοι παντού. Διπλάσιες απολαβές τους δίνουν.
    - Υπάρχει και η παγκόσμια κρίση.
    - Δεν έχω πρόβλημα, είμαι δημόσιος υπάλληλος. Τι σας χρωστάω?
    - Εξήντα ευρώ η εξέταση. Μην ξεχάστε την συνταγή για τα χάπια. Αλλιώς ο αγκώνας θα πονάει.
    - Ευχαριστώ, γιατρέ. Πραγματικά ευγνωμονώ καλοκάγαθους ανθρώπους που βοηθάνε τους αγνούς συνανθρώπους τους.
    - Ωωωω, δεν κάνει τίποτα, υποχρέωσής μου. Η δουλειά μου είναι τέτοια.

    Αποφάσισα να πάω να παρακολουθήσω τα άλογα στον ιππόδρομο και άμα λάχει να στοιχηματίσω μερικά λεφτά σε κάποιο άλογο που θα μου άρεζε. Πριν φτάσω εκεί είδα έναν μουσάτο ζητιάνο να με κοιτάει και να μου λέει:
    - Παλικάρι δώσε μου ένα δίευρο να πάρω μία μπύρα σε παρακαλώ.
    - Κάτσε να σε κεράσω κι ένα πιτόγυρο, μην τις πιεις και βγάλεις κεφάλι.
    - Αγόρι μου με σκλαβώνεις, μου είπε χωρίς να πιστεύει αυτά που άκουσε.
    - Πάρε εφτά ευρώ, όλα μου τα ψιλά, και κάνε τα κουμάντα σου.

    Με ευγνωμόνησε κι έφυγε.

    Μπήκα στον Ιππόδρομο και κατευθύνθηκα στα ταμεία, σαν πραγματικός πρίγκιπας όπως ένιωθα.

    - Που να στοιχηματίσω? Ρώτησα.
    - Επάνω βλέπεις τους αθλητές.

    Κοίταξα τους περήφανους αθλητές και ξενέρωσα. Ήταν έξι. Ο ξανθός καπετάνιος που είχε να κερδίσει πέντε χρόνια, ο αιώνιος πούστης που σε κάθε αγώνα έβγαινε ντοπέ, ο κουτσομπόλης κουραμπιές που ήταν φαβορί, ο σάλιας μάλιας που δεν τερμάτιζε ποτέ, ο ξεπουπουλιασμένος κοτόπουλος, φαβορί κι αυτός και τέλος, το αιώνιο αουτσάιντερ, ο παρατηρητής κάφρος τζέντλεμαν. Απογοητεύτηκα και σκέφτηκα να μην πετάξω τα λεφτά μου για έξι ανύπαρκτους αθλητές που αποτελούσαν μέχρι και περίγελο του Ιπποδρόμου, απλά δεν είχε κανείς τα κότσια να το σχολιάσει μπροστά τους. Ίσως για να συνεχίσουν να αγωνίζονται και να έχει το κοινό αντικείμενο αρνητικής συζήτησης, γεγονός απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο που παρουσιάζει ασέβεια και υποτίμηση της προσωπικότητας του αθλητικού ιδεώδους.

    Τελικά έφυγα άρων άρων και πήρα την οδό Συμφοράς και κατέβηκα την λεωφόρο. Στα μάτια μου είδα ένα τρακτέρ και έναν φαλακρό χοντρό με μαύρα μαλλιά να με κοιτάει με σπινθηροβόλο βλέμμα. Άλλαξα το βλέμμα μου αποφεύγοντας να δώσω δικαίωμα. Ένιωσα πως άρχισε να με ακολουθεί με το τρακτέρ. Όταν γύρισα το κεφάλι μου να δω τι συμβαίνει τον είδα να μου χαμογελάει. Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Επιτάχυνα το βήμα μου και αυτός αμέσως γκάζωσε το τρακτέρ. Χώθηκα σʼ ένα στενάκι και κρύφτηκα όταν άκουσα τον περαστικό ήχο του τρακτέρ να χάνετε και ανακουφίστηκα. Αποφάσισα να κρυφτώ και να ζητήσω προστασία στην αποθήκη που η πόρτα μπροστά μου, φαινόταν χαμηλά στα σκαλιά. Προσπάθησα να γυρίσω το πόμολο και για καλή μου τύχη, η πόρτα άνοιξε. Λες και ετοιμαζόμουν να εισέλθω στην κόλαση. Έκανα ησυχία και περπατούσα στα τέσσερα με το αθόρυβο βήμα του αίλουρου. Η σκιά ήταν ο καλύτερός μου πλέον φίλος. Κοίταξα ψηλά και είδα κρίκους και αλυσίδες. Είδα κρεβάτια με λουριά και δερμάτινες στολές κρεμασμένες, αισθανόμενος την ανατριχίλα της αίσθησης πως η προστασία που αναζήτησα βρισκόταν στο υπόγειο ενός θεότρελου σαδιστή που η σχιζοφρένεια δεν είχε όριο. Είδα μια γυναικεία φιγούρα με μαύρες μπότες να περιφέρεται. Κρύφτηκα κάτω από ένα κρεβάτι μέσα σε σκιά. Άξαφνα άκουσα την πόρτα που κάποιος χτύπησε με δύναμη. Η γυναικεία φιγούρα κατευθύνθηκε προς τα κει, όταν πριν προλάβει να φτάσει το πόμολο αργά αργά άνοιξε και ένιωσα τον φόβο να κατατροπώνει ακόμη και τους βάναυσους εφιάλτες των πιο σκοτεινών μου ονείρων. Η πόρτα άνοιξε! Η ψηλή γυναίκα με το αυταρχικό ντύσιμο έκθαμβη αντίκρισε το μοναδικό γεγονός. Απέναντί της στεκόταν ο χοντρός αγρότης με το σπινθηροβόλο βλέμμα.

    - Τι είνʼ δω?
    - Εσένα τι σου φαίνεται?
    - Για σταύλος, μι φαίνετʼ μωρή.
    - Μωρή να πεις στα παιδιά σου. Με πιο δικαίωμα μπήκες στο dungeon μου έτσι?
    - Βρʼ μη με μλας ιέτς, μην πάρʼ την τσουγκράνʼ κι σι πιράσʼ κανά οβελό, μωρή.
    - Βρες άει στο διάολο παλιομάλακα ξεκουμπίσου μην πάρω την αστυνομία και σε χώσει μέσα, καραγκιόζη.

    Ο αγρότης εξαφανίστηκε. Η άξεστη γυναίκα χωρίς να πει τίποτα παραπάνω έκλεισε την μεταλλική πόρτα και την κλείδωσε, γεγονός που με ανατρίχιασε για άλλη μια φορά, καθότι θα έπρεπε να βρω άλλη διέξοδο, ή έστω τα κλειδιά που θα ξεκλείδωναν την συγκεκριμένη πόρτα για να καταφέρω να αποδράσω. Ήταν βραδάκι και άρχισε πλέον να σκοτεινιάζει για τα καλά έξω, το διαισθανόμουν. Ίσως θα ήταν καλύτερα να περιμένω ήσυχος κι αθόρυβος στην κρυψώνα μου και απλά να περιμένω την αυταρχική γυναίκα με άξεστο χαρακτήρα να φύγει. Μετά ο χώρος θα ήταν ολόδικός μου για όλη νύχτα.

    Άκουσα ομιλίες από μέσα, οπότε συμπέρανα πως η εν λόγω κυρία δεν ήταν πια μόνη. Σύρθηκα σαν καταδρομέας, (μια τεχνική που ονομάζεται έρπιν) ενωμένος με το πάτωμα και με τις άκρες των ματιών διέκρινα άλλες δυο φιγούρες. Έναν κοντοπίθαρο και μια νεότερη γυναίκα με έντονο σεξ-απίλ. Κάπως καργιόλα, η παλιοψώλα. Η κυρία με απότομο χαρακτήρα εξηγούσε στους άλλους δυο για το συμβάν με τον αγρότη. Λες κάποιο θαμένο απόκρυφο βαθύ μυστικό κρυβόταν, ένα μυστικό που ξεκινάει πολλά πολλά χρόνια πριν. Ξαφνικά ο κοντούλης της είπε:

    - Αχχχ, κυρία Λένα. Μην με πειράξετε, σας παρακαλώ! Σας αγαπάω, δε μπορώ άλλο να μην μου δίνετε σημασία, δεν αντέχω πια, θα κάνω ό,τι μου πείτε. Θα χορέψω μονάχα με το σώβρακο μπρέηκ-ντανς μπροστά στο δημαρχείο της Αθήνας. Θα κάνω στριπτίζ στο κέντρο του Μαρακανά πέντε λεπτά πριν τον τελικό του Μουντιάλ.

    Ξανασύρθηκα πίσω στην κρυψώνα μου ευχόμενος να μην κάνω θόρυβο και αποκαλυφθώ. Έμεινα κουρνιασμένος εκεί βαθιά, στην καινούρια μου «φωλιά», χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, περιμένοντας την ώρα να περάσει και οι ιδιώτες του χώρου που βρισκόμουν παράνομα να αποχωρούσαν δίχως να γίνω αντιληπτός. Προσευχήθηκα από μέσα μου…

    Το μέρος ήταν θεοσκότεινο. Πριν μισή ώρα άκουσα τις φωνές να χάνονται και την πόρτα να κλειδώνει. Έμεινα στην “φωλιά” μου για αρκετή ώρα ώστε να είμαι ήσυχος και σίγουρος πως ακόμη κι αν ξεχνούσαν κάτι και επέστρεφαν να μην με αντίκριζαν. Πεινούσα και ήθελα να πιω νερό ή καμιά μπυρίτσα. Έψαξα με τα ακροδάχτυλά μου τους τοίχους για να βρω τον διακόπτη με το φως. Όταν πια άναψε είδα το χώρο. Δεν είχα ξαναδεί dungeon ποτέ μου ξανά. Κοίταξα να βρω το ψυγείο στο διπλανό δωμάτιο. Είχε φέτες του τοστ, φέτες guda και δυο Amstel. «Εδώ είμαστε, lets eat» σκέφτηκα και όρμησα να φάω και να πιω.

    Την ώρα που απολάμβανα τα τέσσερα τοστ μου παρέα με τις μπυρίτσες μου, είδα κάποια DVDs και ένα labtop. Η περιέργεια μου να δω τι περιείχαν με ανάγκασε να ανοίξω το labtopκαι να βάλω το DVD. Είδα ένα περίεργο πρόγραμμα και κάποιους απόκρυφους κωδικούς. Ήταν το μυστικό που μάλλον δεν έπρεπε ποτέ να δείξω πως ήξερα. Αφού απομνημόνευσα τα τρομακτικά μυστικά, πράγματα που ίσως κανείς δεν πρέπει να μάθει, ανίχνευσα τον χώρο για να δω πως θα ξεφύγω πλέον. Ήταν υπόγειο και δεν είχε παράθυρα, οπότε έπρεπε να βρω εφεδρικά κλειδιά. Είδα και τις στολές, άλλες δερμάτινες κι άλλες άσχετες με τον σαδομαζοχισμό. Σκέφτηκα να γίνω μπάτσος. Δεν έβρισκα το γκλομπ. Έπρεπε οπωσδήποτε να έβρισκα τρόπο να ξεφύγω. Προσπαθούσα να σκεφτώ πως ξεκίνησαν όλα.

    Φαγωμένος και σκασμένος από τα τοστ και τις μπύρες, μόλις ρεύτηκα δυνατά, ξάπλωσα ανάσκελα στο πάτωμα και προσπάθησα να ηρεμήσω όταν είδα μια επιδρομή σκέψεων. Με πήρε ο ύπνος και άκουγα φωνές…

    «Το ζητούμενο είναι να προσφέρω κι όχι να προσπαθήσω. Κατά βάθος πρέπει την Ρένα να την ζηλεύω, γι αυτό τα κάνω όλα αυτά. Οι γλίτσες της άλλης όχθης. Η μάζα των σκατών. Μπήκα παρθένα, έκανα τσιμπούκια κι έγινα πρόεδρος, ψηφίστε την Σούπερ Κατίνα! Έχω και φωτό, άμα κάνεις register να τις κρεμάσεις στον τοίχο ή να τις προωθήσουν στα λεωφορεία στα ταξί στο πλάι, δεν είμαι ψώνιο. Πάντως οι χοντρές έχουν ακόμη το πάνω χέρι κι ας μην φαίνετε. Το παίζει τρέλα και την είδε και σοφός. Γι αυτό μου την δίνει. Γι αυτό τον πάω. Κοίτα τον μαλάκα που δεν έχει με τι να ασχοληθεί. Ο καραγκιόζης το παίζει άνετος για αυτό κι εγώ βάζω λόγια στους άλλους και τον κοροϊδεύουν από πίσω. Όλους τους βάζει λόγια και τους χαζεύει συνειδητά και άμα λίγο τον πειράξεις, μετά παθαίνει κρίση υστερίας και σπιλώνει και κουτσομπολεύει, γιατί είναι μουρόχαυλος και σκατόφλωρος. Ο κάφρος, που είναι η κομπλεξάρα του αιώνα τρελαίνεται με όλους και το κρύβει. Μας το παίζει και περήφανος. Την τριχωτή αλγοριθμική οχιά μη την ακούτε. Τρώει και σφαλιάρες από την δήθεν σκλάβα του και το παίζει άτομο. Ε βέβαια, ο μαλάκας ήρθε να μας το παίξει και ιντελέκτουαλ, ενώ είναι κάφρος. Γαμημένα τιποτένια σκουπίδια, πιάνετε στο στόμα σας ενώ από μπροστά παριστάνετε τους σοβαρούς, τους αδιάφορους και τους υπεράνω. Θρασυδειλίες. Μην σπιλώνετε άτομα που δεν γνωρίζετε και που δεν ασχολήθηκαν μαζί σας. Και μόνο που θα σε κοιτάξω στα μάτια θα καταλάβω τι μαλάκας είσαι. Ανυπόφορες Σιχαμένες Αηδίες χωρίς προσωπική ζωή! Ιπποκόμοι του Μαλάκα. Σκασμός πια!»
    Λήθη, ήρθε ο ύπνος…



    Ξύπνησα, πρέπει να άρχισε να ξημερώνει. Έπρεπε να φύγω. Έπρεπε πάση θυσία να φύγω πριν με βρουν τα γκομενάκια και το τυπάκι. Είδα έναν πίνακα στον τοίχο. Ο ζωγράφος πρέπει να ήταν πολύ νευρικός. Σκέφτηκα να αφήσω ένα ευχαριστήριο σημείωμα για τα τοστ, τις μπύρες και την περίθαλψη. Είδα τον πίνακα και πάλι. «Γαμώτο δεν μπορώ να τον πάρω», σκέφτηκα. Τελικά δεν έγραψα τίποτα. Βρήκα ένα αντικλείδι στο μπωλ με τα μπρελόκ. Ξεκλείδωσα την πόρτα, βγήκα, κλείδωσα, έβαλα το κλειδί κάτω από το χαλάκι, πήρα την λεωφόρο Ηρεμίας και εξαφανίστηκα πριν ξημερώσει για τα καλά.

    Φανταστικό τραγουδάκι, χαλαρωτικό και με πολύ ωραίες εικόνες:
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014