Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καθαρά Δευτέρα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος savra, στις 28 Φεβρουαρίου 2009.

  1. savra

    savra Guest

    Βρήκα μία εξαιρετική ιστοσελίδα στο χώρο του διαδικτύου  



    Μ

    μαγκάρω: βεν. mancar: κοπάζω, σταματώ, αποτυγχάνω,
    σφάλλω

    μαϊνάρω: ιταλ. mainare: υποστέλλω, κατεβάζω τα πανιά


    μακαράς, ο: τουρκ. makara: τροχαλία, καρούλι που
    σηκώνει τις πόρτες

    μαλαφράντζα, η: ιταλ. mal di Francia: η γαλλική
    αρρώστεια, η σύφιλη

    μανούβρα, η: βεν. manovra: χειροσμός διεύθυνσης του
    σκάφους

    μαρέα, η: ιταλ. marea: παλίρροια

    μαρκόνης, ο: ασυρματιστής (εκ του εφευρέτη του
    ασυρμάτου )

    μάσκα, η: λατ. masca: η παρειά της πλώρης

    ματίζω: ενώνω, μπαλώνω

    ματικάπι, το: τουρκ. matkap: τρυπάνι

    ματσακόνι, το: ιταλ. mazza: σφυρί γιά να βγάζουν το
    χρώμα ή τη σκουριά από τις λαμαρίνες

    μαύρη μπάλλα: υψώνεται στον πρωραίο ιστό ως σημάδι
    αγκυροβολίας, ενώ δύο μπάλλες υψωμένες στον ιστό πάνω από τη γέφυρα σημαίνουν
    ακυβερνησία

    μαυρομάτα, η: η μαύρη μύτη της πέννας, η πέννα

    μεσηνέζα, η: αλιευτικό νήμα (εκ της ιταλικής πόλεως
    Μεσσίνας)

    μετζαρόλι, το: βεν. mezzaruola: φιαλίδιο με άμμο γιά
    το κανονισμό των ωρών των δυτών, είδος κλεψύδρας

    μόλα ιπάντο: ιταλ. molla in bando: χαλάρωσε, αμόλα τα
    σκοινιά

    μονιτάρως : καιρός-τώρα

    μοράβια, η : ιταλ. moravia: εκλεκτή βαφή, χρώμα
    εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται γιά τη βαφή των υφάλων του πλοίου

    μουράγιο, το: βεν. muragia: προκυμαία

    μπάγκος, ο: ιταλ. banco: ξέρα, ύφαλος

    μπαλόνια, τα: βεν. balon: παραβλήματα σφαιρικά γιά προστασία
    των πλαϊνών των πλοίων

    μπαρκάρω: ιταλ. imbarcare: επιβιβάζομαι, φεύγω με
    πλοίο ως ναυτικός

    μπαρκέττα, η: ιταλ. barchetta: βαρκούλα -όργανο
    μέτρησης ταχύτητος

    μπάρκο, το: ιταλ. barco: παλιό ιστιοφόρο -το
    μπαρκάρισμα, το φορτίο

    μπαρούμα, η: ιταλ. baroma: σκοινί με τό οποίο
    προσδένεται η βάρκα σε κάποιο στα0ερό σημείο στην ξηρά ή σε άλλο σκάφος, γιά να
    το τραβήξουμε

    μπάσσες, οι: αμπασσαδούρες, μπάσσες στεριές (βλ.λ.)


    μπαστούνι, το: βεν. baston: το δόρατο των ιστιοφόρων


    μπατάρω: ιταλ. battere: ανατρέπομαι κι ανατρέπω,
    τουμπάρω -αλλάζω πέτασμα στα πανιά κατά τη βόλτα (βλ.λ.)

    μπάφα, η: ιταλ. baffo: ο θηλυκός κέφαλος, απ' όπου
    βγαίνει το αυγοτάραχο, αλλά και το ψαρόλαδο με το οποίο περνούσαν τα σύρματα
    -βαριά μυρωδιά

    μπίγα, η: ιταλ. biga: φορτωτήρας, γερανός

    μπίντα, η: ιταλ. bitta: η δέστρα

    μπουάμπης, ο: αράπης θυρωρός

    μπουγάζι, το: τουρκ. bogaz: στενό μέρος θάλασσας
    μεταξύ δύο στενών, δίαυλος, κανάλι -η μπούκα, το στόμιο των ιχθυοτροφείων

    μπουκαπόρτα, η: βεν. bucaporta: θυρίδα φόρτωσης

    μπουλμές, ο: τουρκ. bolme: ξύλινο εσωτερικό χώρισμα
    του πλοίου, μή μόνιμο, γιά ειδικές φορτώσεις

    μπουνάτσα, η: βεν. bonazza: η νηνεμία, η γαλήνη:
    μπουνατσάρω=γαληνεύω

    μπούσουλας, ο: ιταλ. bussola: η πυξίδα, ο
    προσανατολισμός

    μπρατσόλι, το: ιταλ. bracciolo: στήριγμα σε σκάφος

    μπριγκαντίνι, το: ιταλ. brigantino: είδος καϊκιού

    Ν

    ναύλος, ο: φορτίο πληρωμένο γιά μεταφορά -αντίτιμο
    φόρτωσης-μεταφοράς

    νιτσεράδα, η: ιταλ. incerata: αδιάβροχο από μουσαμά


    ντόκος, ο: αγγλ. dock: νηοδόχος, τμήμα εμπορικού
    λιμανιού μεταξύ του βασικού κρηπιδώματος και των προβλητών του -είδος υφάσματος


    ντοκουμάνης, ο: αγγ. donkeyman: αρχιθερμαστής,
    λοστρόμος της μηχανής

    ντουανιέρης, ο: ιταλ. dogana=τελωνείο: τελωνειακός,
    φορτοεκφορτωτής τελωνείου

    ντούγα, η: ιταλ. doga: ή σιδηρά κορδέλα που
    συγκρατεί σανίδες βαρελιού

    ντούκια, τα: βεν. ducia: σπείρες σκοινιού ή
    συρματόσκοινου -ύπνος

    ντράγα, η: ιταλ. draga: φαγάνα, βαθυκόρος=πλωτό
    μηχάνημα γιά τον καθαρισμό του βυθού ή την εκβάθυνση λιμανιών

    Ξ

    ξαγερίζω : βγάζω στον αέρα, διαλαλώ

    ξάϊ , το: λατ. exagium: ανταπόδοση, αμοιβή

    ξεκαπελλώνω: βγάζω τους κάβους (βλ.λ.) από τις μπίντες
    (βλ.λ.)

    -βλέπε και καπελλώνω

    ξελιμπάρω: ξε + ιταλ. libare: ελαφρώνω το πλοίο
    ξεφορτώνοντας μέρος του φορτίου σε άλλο μικρότερο που θα μπεί στα ρηχά νερά, μτφ.
    τελειώνω, αδειάζω, ξοφλάω

    ξεμπαρκάρω: αντιθ. μπαρκάρω (βλ.λ.)

    ξενερίζω: χάνω τα νερά μου, βγαίνω από την επιφάνεια
    της θάλασσας, αλλάζω το νερό γιά να φύγει η αρμύρα κι η πικρίλα, συνέρχομαι από
    μεθύσι, ουρώ

    ξεραποξυλώνομαι: πέφτω ξερός σαν ξύλο -κοιμάμαι
    άκαμπτος- πεθαίνω

    ξεστελλιάζω: διαλύω, ξεμοντάρω

    ξίδι (ο καιρός): δριμύς σορόκος

    Ο

    όκιο, το: ιταλ. occhio: τρύπα απ' όπου περνάει η
    αλυσίδα της άγκυρας

    Ολλαντέζος, ο: ολλανδικό πλοίο

    οργυιά, η: αρχ. ελ. ορέγω: αγγλική μονάδα μήκους ίση
    με 1,83 μ.

    ορθοπλωρίζω: βάζω πλώρη πάνω στο καιρό

    όρτσα: ιταλ. orza: στρέψε τη πλώρη προς τον άνεμο

    οχτώ-δέκα, η: βάρδια, τετραωρία

    Π

    παίρνω κάτω: κατεβάζω πανί ή σημαία -διοπτεύω

    παλινώριο, το: όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα
    το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδιασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του
    πλάτους

    πανιόλο, το: ισπ. panyolo: πλάτος βάρκας -μτφ. πάτος
    σκεύους

    παράλλαξη, η: η διαφορά ανάμεσα στη διεύθυνση του
    Βορρά που δείχνει η πυξίδα και στην πραγματική θέση -τρόπος ελέγχου του πλου με
    αναφορά σε κάποιο σημείο της ακτής

    παραπέτο, το: ιταλ. parapetto: το στηθαίο της γέφυρας


    παρατιμονιά, η: κακός χειρισμός του τιμονιού

    πασσατζέρικο, το: ιταλ. passaggio: πλοίο με σταθερό
    δρομολόγιο

    παταράσο, το: βεν. patarazzo: ο παράτονος, το σκοινί
    του μεγάλου επιστυλίου του πλοίου

    παχτώνας, ο: τετράγωνη λέμβος χωρίς καρίνα

    πεθαμένος, ο: κατώτατης ποιότητας λαθραίο που κάποιος
    το πουλάει πολύ φθηνά, το ''σκοτώνει''

    πεισματική, η: σφύριγμα πλοίου

    πιλότος, ο: αγγλ. piloτ: οδηγός βαποριού, πλοηγός

    πιλοτίνα, η: ιταλ. pilotina: η πλοηγίς, το πλοιάριο
    που μεταφέρει τον πιλότο στο πλοίο που πρόκειται να αναλάβει.

    πινά, τα: ιταλ. pennone: τα εξώτατα άκρα του κέρατος
    του επιδρόμου

    πινέλλο, το: είδος σπαστής άγκυρας

    Πισανέλλο, ο: μικρό φανάρι στο πίσω μέρος της γέφυρας

    πλευρικά, τα: δύο φανοί που αποτελούν μέρος των
    πλοϊκών φανών του πλοίου

    ποδίζω: μένω προσωρινά σε απάνεμο μέρος λόγω
    κακοκαιρίας - απομακρύνω την πλώρη από την κακοκαιρία του ανέμου

    ποδόσταμο, το: το κοράκι (βλ.λ.) πρύμνης

    πόμπα, η: ιταλ. pompa: αντλία

    Πορτολάνες, οι: ναυτικοί χάρτες

    ποστάλι, το : ιταλ. postale : επιβατηγό ή ταχυδρομικό
    πλοίο

    πότζι, το: ιταλ. poggia: ταλάντευση, υποστροφή του
    πλοίου

    πούσι, το: τουρκ. pus: ομίχλη, καταχνιά

    πρατιγάρω: ιταλ. pratigare: παίρνω πράτιγο,
    ελευθεροκοινωνώ

    πριάρι, το: βάρκα που σπρώχνουν με κοντάρι

    προβέτζο, το: βεν. provenza: απότομη μεταβολή ανέμου
    από νότιο σε δυνατό βόρειο

    προβολή, η: σύστημα χαρτογραφικής παράστασης σε
    επίπεδο της καμπύλης επιφανείας της Γης

    προπέλα, η: αγγλ. propeller: έλικας γιά την ώθηση του
    πλοίου

    προυσαλίδικο, το: χασίς Προύσας, φημισμένο γιά την
    ποιότητά του

    πρύμα: καλώς -άνεμος από την πλώρη

    πρύμα πλώρα: σ' όλο το μήκος του πλοίου

    Ρ

    ράδα, η: ιταλ. rada: ανοικτό κι ευρύχωρο αγκυροβόλι,
    ανοικτός προλιμένας

    ρέλι, το: αγγλ. rail: κιγκλίδωμα

    ρεμούρκιο, το: βεν. remurchio: ρυμούλκημα, ρυμουλκό
    πλοίο -είδος σκοινιού

    ρεμούσκο, το: βορειανατολικός ψυχρός άνεμος -υποψία,
    εικασία- ρίσκο,

    ρεμπάρτα, η: ιταλ. ribalta: καταπακτή -άνοιγμα
    παντελονιού

    ρέστα, τα: ιταλ. resto: σειρά μεταλλικών βιδών
    ενωμένων σε επίμηκες σχήμα

    ρεστία, η: ιταλ. rastiare: παλινδρόμηση του κύματος
    από την ακτή, ακανόνιστος κυματισμός, αντιμάμαλο

    ρεφόρτσο, το: ιταλ. rinforzo: ενδυνάμωμα,
    ενίσχυση σχοινιών, σφίξιμο σφηνών τιμονιού

    ρίγλα, η: λατ. regula: ο χάρακας, γραμμή χαραγμένη στο
    χάρτη, ο παράλληλος

    ρεσάλτο, το : ιταλ. risalto: έφοδος, επίθεση πειρατών
    στο πλοίο -ρισάλτο-

    ρολάρω: ιταλ. rollare: κάνω πότζι (βλ.λ.)

    ρότα, η: ιταλ. rota: πορεία πλοίου

    ρουφόλυμπες, οι: ρουφήχτρες

    Σ

    σαλαμάστρα, η: ιταλ. salmastra: πλέξιμο , σκοινί
    πλεγμένο

    σάλπα, η: το σαλπάρισμα

    σαλτάρω: ιταλ. saltare:πηδάω, ξεφεύγω

    Σαμπάν, το: μικρό ποταμόπλοιο κινεζικών ακτών,
    σκεπασμένο & χρησιμοποιείται σα κατοικία

    σαμπάνι, το: σκοινί που δένονται βαριά αντικείμενα γιά
    ανύψωση ή οι βάρκες

    σάνταλο, το: φορτηγό πλοίο που μοιάζει με σκούνα

    σαρανταποδαρούσα, η: μακρύ τηλεγραφικό σήμα

    σημαδούρα, η: κάθε είδους όργανο σήμανσης

    σινιάλο, το: βεν. signal: συνθηματική ειδοποίηση απ'
    το πλοίο προς τους ναύτες στη ξηρά

    σιψάντε(ς) ο: αγγλ. shipside: χώρος ανεφοδιασμού
    -προμηθευτής τροφίμων

    σκάλα, η: ιταλ. scala: επίνειο

    σκαλιέρες, οι : ιταλ. scala: μικρά σκοινιά που
    δένονται οριζόντια στα ξάρτια ώστε να σχηματίζουν σκαλοπατάκια

    σκανταγιάρω: ιταλ. scandagliare: βυθομετρώ, ρίχνω
    σκαντάγιο (=οργανο βυθομέτρησης)

    σκάντζα βάρδια, η : βεν. scansa la vardia! : αλλαγή
    βάρδιας

    σκαντζάρω: βεν. scansar: αλλάζω (φρουρούς ή πόδες
    πανιών )

    σκάπουλος, ο: βεν. scapolo: ο ένας από τους δύο ναύτες
    της βάρδιας που περιμένει ν' αντικαταστήσει τον άλλο - αυτός που κάνει κοπάνα -
    ελεύθερος

    σκαρμός, ο: η σταμίνα του νομέα

    σκαρτάρω: ιταλ. scartare: πετάω τα άχρηστα

    σκουλάρω: ιταλ. scolare: παίρνω στροφή σε ακρωτήρι
    -αδειάζω τα νερά της θάλασσας από τους σωλήνες και το κατάστρωμα

    σπατσάρω: ιταλ. spazzare: σκουπίζω -ξεμπερδεύω- γελώ
    υπερβολικά

    σπιράγιο, το: βεν. spiragio: φεγγίτης, αναφωτίς

    σταβέντο, το: ιταλ. sottovento: απάνεμος, πλεύση σε
    απάνεμη πλευρά

    σταντάρδο, το: αγγλ. standard: το κοντάρι της σημαίας


    στήμη, η: επιμήκη τμήματα διπλωμένου σκοινιού -το
    κοράκι (βλ.λ.)

    στοιβαδόρος, ο: ναύτης που στοιβάζει τα εμπορεύματα
    των εμπορικών πλοίων

    στόκολος, ο: αγγλ. stokehold: λεβητοστάσιο,
    θερμαστήριο

    στούφα, η: μυοκτονία

    στράλια, τα: ιταλ. straglio: οι ανάδρομοι κι οι
    πρότονοι, σκοινιά που στερεώνουν τα επιστήλια των ιστών

    στροφές, οι: ο αριθμός των περιφορών του προωστήρα του
    ατμοπλοίου ανά λεπτό

    στρωμάτσα, τα: ιταλ. stramazzo : παράβλημα κρεμασμένο
    στα πλευρά του πλοίου γιά να το προφυλάσσει από ενδεχόμενες συγκρούσεις με άλλα
    πλοία ή την προκυμαία

    σφήνες, οι: προθέματα του τιμονιού γιά να σφίγγει όταν
    χαλαρώνει κατά τον πλου.

    σφυριξιά, η: δηλώνει δεξιά πορεία

    σφυρίχτρα, η: όργανο που ειδοποιεί γιά την πορεία

    Τ

    ταρσανάς, ο: τουρκ. tersane: ναύσταθμος, ναυπηγείο

    ταρτάν, το: μπάρ στο οποίο συχνάζουν κινέζοι

    τελώνια, τα: φωσφορισμοί που εμφανίζονται σε καιρό
    θύελλας στα άκρα σκοινιών και κεραιών -αερικά, στοιχειά

    τεσσαροχάλι, το : μικρή άγκυρα με τέσσερις βραχίονες


    τζόβενο, το: ιταλ. giovane: μούτσος, ναυτόπαις

    τιμονιέρα, η: ιταλ. timoniera: η πιλοτίνα (βλ.λ.)
    -διαμέρισμα χαρτών στο πίσω μέρος της γέφυρας

    τουρκετί, το: το πλωριό κατάρτι -τριγωνικό πανί του
    λοξού ιστού πλώρης

    τραβέρσο, το: ιταλ. traverso: αναγκαστική πορεία σε
    περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου γιά να αποφύγει
    το πλοίο τα χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του

    τραβέρσωμα, το: στροφή του πλοίου ώστε να στρωθεί
    τραβέρσο (βλ.λ.)

    τραμπάκουλο, το: είδος δαλματικού πλοίου με δύο πανιά


    τρικαντό, το: τρίκωχο καπέλλο των αξιωματικών του
    Πολεμικού Ναυτικού

    τριπόντι, το: ιταλ. tre ponti: πλοίο με τρείς γέφυρες


    τρισίλιο, το: δίπλοκο ή τρίπλοκο αριστερόστροφο
    καννάβινο σκοινί από παλιά κλώσματα

    Τρίτος, ο: ο ανθυποπλοίαρχος

    τρομπαμαρίνα, η: ιταλ. trombamarina: τηλεβόας γιά τη
    μετάδοση ηχητικών σημάτων μεταξύ των πλοίων σε καιρό ομίχλης

    τσίμα, η: ιταλ. cima: κορυφή, άκρη

    τσιφάρι, το: αραβ. ziffar: σιφόνι, αντλία

    τσούρμο, το: ιταλ. ciurma: κωπηλάτες στις γαλέρες,
    κατάδικοι -πλήρωμα πλοίου

    Φ

    φανάρι, το: φάρος, φανός -κόμπος που κατασκευάζεται
    γιά τα σφοντύλια των χειραγωγών, γιά τη συγκράτηση των σχοινένιων λαβών των
    κάδων

    φαναριέρα, η: η φανοδόχη και το φανάρι της κόφας

    Φάτα Μοργκάνα, η: βρ. μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata
    Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιληά Αρθούρου, στην ιστορία των
    Ιππότων της στρογγυλής τραπέζης : μτφ. αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια της
    θάλασσας , όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το νερό είναι πιό ψυχρό απ' ότι στα
    ψηλότερα στρώματα. Ο ίδιος ο Ν. Καββαδίας λέει ''....συμβαίνει στης Σικελίας το
    στενό ή στη Νάπολη απ' έξω , νύχτα τρεις η ώρα, και παρουσιάζει τρείς γυναίκες
    που χορεύουν στον ορίζοντα. Βαστάει ένα δύο λεπτά κι ύστερα χάνεται...'' Είναι
    και το "ματι του κυκλώνα" δηλαδή το σημείο εκείνο στο κέντρο ενός τέτοιου
    φαινομένου, όπου επικρατεί πρόσκαιρη καλοκαιρία, μέχρι το επόμενο κύμα που
    συνήθως είναι χειρότερο από το πρώτο!

    φατούρα, η: ιταλ. fattura: ετικέττα -τιμολόγιο
    εμπορευμάτων

    φιγούρα, η: ιταλ. figura: το ακρόπρωρο, ξόανο

    Φορ πηκ, μικρή δεξαμενή

    φούντο, το: λατ. fundus: o βυθός -πόντισμα, βύθισμα


    φριγκορίφικο, το : ισπ. frigorifico: πλοίο-ψυγείο

    φριζερέτα, η: αγγλ. freezer: μικρό ψυγείο

    φυρονεριά, η: το τράβηγμα των νερών, άμπωτη

    Χ

    χάβαρο, το : αχιβάδα, φαγώσιμο όστρακο -αιδοίο- μτφ.
    βραδύνους

    χαλώ: κατεβάζω βάρκα -αγκυροβολώ μ' ανάστροφη του
    εργάτη ή του βιντσιού- μαϊνάρω (βλ.λ.)

    χαμαλίκα, η: τουρκ. hamal(=αχθοφόρος): πάνινο
    επίστρωμα στην πλάτη του αχθοφόρου , μτφ. επιρ. αγγαρεία, άδικα

    χαμσίνι, το: αραβ. chamsin (=πενήντα): ριπές ορμητικού
    βορείου ανέμου που πνέει ώρες μεταφέροντας σύννεφα σκόνης

    Ψ

    ψηλώνω: ανεβαίνω κατά μήκος της λίνιας (βλ.λ.)

    ψωμάκια, τα: τραπουλόχαρτα


    Reference: http://www.omogenia.com/forums/printthread.php/Board/UBB13/main/17356/type/post





    Επίσης, όσοι σκέφτεστε την "Καθαρά Δευτέρα" να φάτε όστρακα να προσέξτε (ή να προσευχηθείτε). Πολλά ακούγονται τελευταία με τα φαγώσιμα είδη. Σε περίπτωση που αισθανθείται πως "κάτι δεν πάει καλά" από κάτω σας παραθέτω λεπτομερή λίστα που μπορεί να είναι σωτήρια  

    http://www.ekab.gr/hospitals.html
     
  2. Y13

    Y13 Regular Member

    ...........φανταστικο,ειδικα για μενα που ειμαι ναυτικος,ΟΣΟ για το ΕΚΑΒ μην εισαι τοοοοοσο σιγουρος οτι η επεμβαση του μπορει να ειναι σωτηρια..............