Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ο τελευταίος Μονόκερως

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 26 Νοεμβρίου 2008.

  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο μονόκερως, ή μάλλον η μονόκερως, αφού ήταν θηλυκός, ζούσε σε ένα μενεξεδί δάσος και ζούσε ολομόναχη. Ήταν πολύ μεγάλη στα χρόνια, αν και η ίδια δεν το ήξερε, και δεν είχε πια το ανέμελο χρώμα του αφρού της θάλασσας αλλά μάλλον το χρώμα του χιονιού που πέφτει κάποια φεγγαροφώτιστη νύχτα. Όμως τα μάτια της ήταν πάντα καθάρια και ζωηρά και οι κινήσεις της αέρινες σαν σκιά πάνω στη θάλασσα.

    Δεν ήταν σε καμία περίπτωση σαν άλογο με κέρατο, όπως απεικονίζουν συχνά τους μονόκερους, αφού ήταν πιο μικροκαμωμένη και με σχιστές οπλές κι αφού είχε εκείνη την πανάρχαιη, άπιαστη χάρη που κανένα άλογο ποτέ δεν απόκτησε, που τα ζαρκάδια κατέχουν σαν ταπεινή και φτωχή απομίμηση και που οι κατσίκες τη διαθέτουν σαν παρωδία. Ο λαιμός της ήταν μακρύς και λεπτός, έτσι που το κεφάλι της έδειχνε ακόμα μικρότερο από όσο ήταν στην πραγματικότητα, και η χαίτη της, που έπεφτε σχεδόν ως τη μέση της ράχης της, ήταν απαλή σαν χνούδι πικραλίδας και αιθέρια σαν ανάριο σύννεφο. Είχε μυτερά αυτιά και λεπτά πόδια με τούφες άσπρο τρίχωμα στις αρθρώσεις. Και το μακρύ κέρατο πάνω από τα μάτια της γυάλιζε και έλαμπε με ένα δικό του κοχυλένιο φως ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια της νύχτας. Με αυτό το κέρατο είχε σκοτώσει δράκους και είχε γιατρέψει κάποτε ένα βασιλιά, που το τραύμα του, ποτισμένο δηλητήριο, δεν έλεγε να κλείσει, και είχε τινάξει ώριμα κάστανα από τις καστανιές για να τα φάνε μικρά αρκουδάκια.

    Οι μονόκεροι είναι αθάνατοι. Είναι στη φύση τους να ζουν μόνοι και να ζουν συνέχεια στον ίδιο τόπο. Συνήθως σε ένα δάσος κοντά σε μια λίμνη με κρυστάλλινα νερά, ώστε να μπορούν να καθρεφτίζονται - γιατί είναι κάπως ματαιόδοξα ζώα, αφού ξέρουν ότι είναι τα πιο όμορφα πλάσματα σ΄ ολόκληρο τον κόσμο και επιπλέον μαγικά. Πολύ σπάνια ζευγαρώνουν, και δεν υπάρχει πιο μαγικό μέρος από εκείνο όπου έχει γεννηθεί κάποιος μονόκερος. Την τελευταία φορά που η συγκεκριμένη είχε δει όμοιό της, οι νεαρές παρθένες, που συνέχιζαν να έρχονται προς αναζήτησή της κατά καιρούς, την καλούσαν σε άλλη γλώσσα. Αλλά, πάλι, δεν είχε καμιά συναίσθηση από μήνες και χρόνια και αιώνες ή ακόμα κι από εποχές. Στο δάσος της βασίλευε πάντα η άνοιξη…

    ……………………………..

    Ο μακρύς δρόμος δε βιαζόταν να φτάσει κάπου και δεν είχε τελειωμό. Περνούσε μέσα από χωριά και κωμοπόλεις, από κάμπους και βουνά, από πετρώδη χερσοτόπια και λιβάδια που ξεπηδούσαν ανάμεσα από τα βράχια, αλλά δεν ανήκε σε κανένα από όλα αυτά ούτε κουραζόταν ποτέ του. Παρακινούσε τη μονόκερω να προχωρήσει κι άλλο, κι άλλο, τραβώντας τη σαν την παλίρροια από τα πόδια, τσιγκλώντας τη, μην αφήνοντάς τη να ησυχάσει και ν’ ακούσει τον αέρα, όπως συνήθιζε άλλοτε…

    Νωρίς κάποιο πρωί, καθώς ετοιμαζόταν να βγει από το δρόμο για να κοιμηθεί, είδε έναν άνθρωπο να σκαλίζει τον κήπο του. Και μ’ όλο που ήξερε ότι θα ‘ταν καλύτερα να κρυφτεί, στάθηκε ακίνητη και τον παρακολουθούσε να δουλεύει, μέχρι που εκείνος ανασηκώθηκε κάποια στιγμή και την είδε… «Ω!» είπε. «Ω, μα εσύ είσαι όμορφο!»

    Όταν ο άντρας έβγαλε τη ζώνη του, την έκανε θηλιά και άρχισε να πηγαίνει αδέξια προς το μέρος της, η μονόκερως πιο πολύ ευχαριστήθηκε παρά που τρόμαξε. Ο άντρας ήξερε τι ζώο ήταν αυτό και ήξερε επίσης για τι ήταν εκείνος φτιαγμένος: για να φυτεύει γογγύλια και να λαχταράει ότι γυάλιζε. Και η μονόκερως ήξερε ότι μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα απ’ αυτόν. Παραμέρισε στην πρώτη του απόπειρα να της ριχτεί με τόσο ανάλαφρο βήμα, λες και ήταν ο άνεμος που την είχε σπρώξει μακριά του. «Στα παλιά χρόνια, τα δικά μου, με κυνηγούσαν με σάλπιγγες και σημαίες» του είπε. «Οι άνθρωποι ήξεραν ότι ο μόνος τρόπος να με κυνηγήσουν ήταν να κάνουν το κυνήγι τόσο θαυμαστό, ώστε να πλησιάσω να δω από κοντά. Ακόμα κι έτσι, δε με πιάσανε ούτε μια φορά».

    «Κάπου θα στραβοπάτησα» είπε ο άντρας. «Στάσου τώρα, ομορφούλα μου».

    «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω» μονολόγησε η μονόκερως, καθώς ο άντρας άρχισε πάλι να ετοιμάζεται να της ριχτεί «τι σκέφτεστε να με κάνετε, έτσι και με πιάσετε». Ο άντρας πήδησε και πάλι προς το μέρος της κι εκείνη ξεγλίστρησε μακριά του σαν βροχή. «Δε νομίζω πως ξέρετε τους εαυτούς σας» είπε.

    «Έλα τώρα, ήσυχα, ήσυχα, στάσου ακίνητη, έλα, ομορφούλα». Το ιδρωμένο πρόσωπο του άντρα ήταν λερωμένο από λάσπες. Δυσκολευόταν να πάρει ανάσα από το λαχάνιασμα. «Ομορφούλα» αγκομάχησε. «Ομορφούλα φοραδίτσα!»

    «Φοράδα;» Η μονόκερως σάλπισε τη λέξη τόσο τσιριχτά, που ο άντρας σταμάτησε να την κυνηγάει και σκέπασε τα αυτιά του με τις παλάμες του. «Φοράδα;» έκανε θυμωμένα. «Εγώ άλογο; Για άλογο, λοιπόν, με πέρασες; Αυτό βλέπεις σε μένα;»

    «Καλό αλογάκι» έκανε λαχανιασμένα ο άντρας. Ακούμπησε βαριά πάνω στο φράχτη και σκούπισε το πρόσωπό του. «Θα σε ξυστρίσω, θα σε βουρτσίσω και θα γίνεις η πιο όμορφη φοράδα του κόσμου». Στάθηκε και πάλι όρθιος και άπλωσε το χέρι του με τη ζώνη. «Θα σε πάω στο παζάρι» είπε. «Έλα, αλογάκι μου καλό, έλα».

    «Άλογο» είπε η μονόκερως. «Αυτό πολεμούσες να πιάσεις τόσην ώρα. Μια άσπρη φοράδα με τη χαίτη της γεμάτη κολλιτσίδες». Ο άντρας την πλησίασε. Εκείνη πέρασε το κέρατό της μέσα από τη θηλιά της ζώνης του, την πήρε από τα χέρια του με ένα τίναγμα του κεφαλιού της και την πέταξε στην άλλη μεριά του δρόμου, πάνω σε κάτι μαργαρίτες. «Άλογο είμαι, λοιπόν;» ρουθούνισε έξαλλη. «Άλογο, μα την αλήθεια!»

    (Peter S. Beagle, «Ο Τελευταίος Μονόκερως», μετάφραση Αυγουστίνος Τσιριμώκος. Αθήνα: Εκδόσεις Anubis, 2003)
     
  2. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    Αλιγορικο,μα καλο.δεν μας ειπες το τελος ομως.ζησανε καλα για να ελπιζουμε και εμεις?
     
  3. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Κάργα αλληγορικό, πανέξυπνο πλασματάκι (μα πότε πρόλαβες: )

    Να μην ελπίζετε σε τίποτα.

    Παρόλα αυτά, ζήσανε καλά. (Κάνε υπομονή βρε). 
     
  4. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    That gardening kind-of-guy really needs to learn some good old-fashioned manners... And so does she.
     
  5. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    το νιωθουν πολλοι στην ζωη τους.οτι ειναι κατι το μοναδικο,μεχρι που να ερθει καπιος και να τους προσγιωση αποτομα.συνυθως ειναι μελος τις οικογενιας τους..
     
  6. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Από τότε και μετά, η μονόκερως απόφευγε τις πόλεις ακόμα και τις νύχτες, εκτός κι αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τις παρακάμψει. Ακόμα κι έτσι, βρέθηκαν μερικοί να την κυνηγήσουν, αν και πάντα σαν αδάμαστο λευκό άλογο και ποτέ με τον ιλαρό και συνάμα σεβαστό τρόπο που ταιριάζει στο κυνήγι ενός μονόκερω. Έρχονταν με σκοινιά και με δίχτυα και με κύβους ζάχαρης για δόλωμα και της σφύριζαν και τη φώναζαν Μπες ή Νέλι. Μερικές φορές βράδαινε σκόπιμα τον καλπασμό της, τόσο που να μπορέσουν τα άλογά τους να πιάσουν την μυρωδιά της, ώστε να τα βλέπει αμέσως μετά να κάνουν πίσω και να τσινάνε και να φεύγουν μακριά μαζί με τους τρομοκρατημένους αναβάτες τους. Γιατί τα άλογα πάντα την αναγνώριζαν…

    Ώσπου κάποιο απόγευμα πετάρισε μπροστά της μια αρσενική πεταλούδα, που η πνοή του αγέρα την έφερε και ήρθε και κάθισε πάνω στην άκρη του κέρατού της. Ήταν σαν να ήταν φτιαγμένο από βελούδο όλο του το σώμα, σκούρος με το χρώμα του ξερού χώματος, με χρυσές πιτσιλιές στα φτερά του και λεπτός σαν ροδοπέταλο. Άρχισε να χορεύει πάνω στο κέρατό της και τη χαιρέτησε με τις καμπυλωτές κεραίες του. «Είμαι ένας περιπλανώμενος τυχοδιώκτης. Πώς είστε;»

    Η μονόκερως γέλασε για πρώτη φορά από τότε που άρχισε το ταξίδι της. «Πεταλούδε, τι κάνεις εδώ έξω με τέτοιον αέρα;» ρώτησε. «Θα αρπάξεις κανένα κρυολόγημα και θα πεθάνεις πριν την ώρα σου».

    «Ο θάνατος παίρνει από τον άνθρωπο ό,τι θα’ θελε να κρατήσει» είπε η πεταλούδα «και του αφήνει ό,τι δε θα τον πείραζε να χάσει. Φύσα, χουχούλιασέ με, ανάσανε. Ζεσταίνω τα χέρια μου μπροστά στη φωτιά της ζωής και ανακουφίζομαι τετραπλά». Αχνοφέγγιζε σαν μια πινελιά λυκόφως πάνω στο κέρατό της.

    «Ξέρεις τι είμαι εγώ, πεταλούδε;» ρώτησε με λαχτάρα η μονόκερως, κι εκείνος απάντησε: «Ξέρω. Πολύ καλά. Είσαι γητεύτρα. Είσαι τα πάντα για μένα, είσαι μια ηλιαχτίδα, είσαι μεγάλη και γκρίζα και γλυκιά σαν ύπνος, είσαι η σπυριάρα, φθισική Μέρι Τζέιν». Έκανε μια παύση, τρεμοπαίζοντας τα φτερά του στον άνεμο, και έπειτα πρόσθεσε με ομιλητική διάθεση: «Το όνομά σου είναι χρυσή καμπανούλα, έτοιμη να σημάνει μέσα στην καρδιά μου. Χίλια κομμάτια θα γινόμουνα για να ‘χω την ευκαιρία να σε φωνάξω έστω και μια φορά με το αληθινό σου όνομα».

    «Τότε πες το» τον ικέτευσε η μονόκερως. «Αν ξέρεις ποιο είναι το όνομά μου, πες το μου».

    «Ρουμπελστίλτσκιν» απάντησε εύθυμα ο πεταλούδος. «Χα, σε τσάκωσα! Δεν έχει παράσημο για σένα». Χοροπηδούσε και πετάριζε πάνω στο κέρατό της, τραγουδώντας: «Γύρνα πίσω, Μπιλ Μπέιλι, γύρνα πίσω, εκεί όπου παλιά δεν μπορούσε να πας. Κάνε πίσω, Γουινσόκι, και άντε να πιάσεις κανένα πεφταστέρι. Ο πηλός μένει ακίνητος, αλλά το αίμα ασυγκράτητα κυλάει, γι αυτό να με φωνάζετε διαβολοφονιά σ’ όλη την ενορία». Τα μάτια του άστραφταν κατακόκκινα μέσα στη λάμψη του κέρατου της μονόκερω.

    Εκείνη αναστέναξε και συνέχισε το δρόμο της με βαριά περπατησιά, εύθυμη μαζί και απογοητευμένη. Καλά να πάθεις, έλεγε στον εαυτό της. Να μάθεις να μην περιμένεις από μια πεταλούδα να ξέρει το όνομά σου. Το μόνο που ξέρουν είναι τραγούδια και ποιήματα και ό,τι άλλο ακούνε από δω κι από κει. Είναι καλοπροαίρετες, φυσικά, αλλά δεν μπορούν να κρατήσουνε μια σειρά. Για ποιο λόγο, άλλωστε, αφού ζούνε τόσο λίγο;

    Ο πεταλούδος, όμως, συνέχισε να παίζει τα φτερά του επιδεικτικά μπροστά στα μάτια της, τραγουδώντας: «Ένα, δύο, τρία, παίξε την κυρία» και στριφογυρίζοντας αδιάκοπα. Και συνέχιζε: «Όχι, δεν παίζω, μασκαρά, κοίτα τον άδειο δρόμο. Γιατί, ω, πόσο βαρύς είναι ο χρόνος για τον που παθιασμένα αγαπά κι ωστόσο αμφιβάλλει. Βιάσου, τσαχπίνα μου, και φέρε μαζί σου τις φιλενάδες σου τις όμορφες για να τις διαφεντέψω και να τις βγάλω στο σφυρί για τρεις μονάχα μέρες. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ – α! τι φρίκη, τι φρίκη, ξουτ από δω, μάγισσα, ξουτ από δω, κακό κομμάτι διάλεξες να στραβοπερπατήσεις, ω, θρήνος και κλάμα, θρήνος και κλάμα…» Η φωνή του κουδούνιζε μέσα στο κεφάλι της μονόκερω σαν ασημένια νομίσματα σε μαρμάρινο πάτωμα…

    Ο πεταλούδος πέρασε πετώντας δίπλα από το αυτί της και γέλασε. «Βλέπω εφιάλτες πως σέρνομαι στο χώμα» τραγούδησε. «Τα σκυλάκια, η Τρέι, η Μπλανς και η Σου, μου γαβγίζουνε, τα φιδάκια με απειλούν με συριγμούς, ζητιάνοι πλακώνουνε στην πόλη. Και να που επιτέλους έρχονται οι δειλοί».

    Για μια στιγμή ακόμα χόρεψε μπροστά της μέσα στο σκοτάδι που βάθαινε. Έπειτα έφυγε πεταρίζοντας και χάθηκε στις βιολετιές σκιές στην άκρη του δρόμου, τραγουδώντας αγέρωχα: «Εσύ ή εγώ, τώρα πια, νυχτοπεταλούδα! Χέρι χέρι και χέρι χέρι…» Η τελευταία εικόνα που είχε απ’ αυτόν η μονόκερως ήταν ένα αδιόρατο στραφτάλισμα ανάμεσα απ’ τα δέντρα, κι αυτό ίσως να ήταν παιχνίδι των ματιών της, αφού η νύχτα είχε γεμίσει τώρα πια με φτερωτά πλάσματα.

    Τουλάχιστον με αναγνώρισε, σκέφτηκε μελαγχολικά. Κι αυτό σημαίνει κάτι. Αλλά, πάλι, απάντησε μόνη της στον εαυτό της: όχι, δε σημαίνει τίποτα, εκτός ίσως απ’ ότι κάποιος κάπου κάποτε έγραψε ένα τραγούδι ή ένα ποίημα για μονόκερους…

    (Peter S. Beagle, «Ο Τελευταίος Μονόκερως»)
     
  7. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    εχε το νου σου μην μπλεψεις και συ στον δικαστικο αγωνα που ξεσπασε για τα πνευματικα δικαιωματα για το εν λογο βιβλιο.
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Κάποια στιγμή, τελικά, απόκαμε και ξάπλωσε πάνω στο κρύο χορτάρι κι αποκοιμήθηκε. Οι μονόκεροι μπορεί να είναι τα πιο προσεκτικά και τα πιο επιφυλακτικά πλάσματα στον κόσμο, αλλά, όταν αποκοιμιούνται, κοιμούνται για τα καλά. Και ωστόσο, αν δεν έβλεπε στα όνειρά της το δάσος της, σίγουρα θα’ χε ξυπνήσει από το θόρυβο που κάνανε οι ρόδες και από τα κουδουνίσματα που σίμωναν μέσα στη νύχτα, όσο κι αν οι ρόδες ήταν τυλιγμένες με κουρέλια για να μην ακούγονται, όσο κι αν τα κουδουνάκια χτυπούσανε πνιχτά, παραγεμισμένα με μαλλί. Όμως εκείνη την ώρα ήταν πολύ μακριά, πιο μακριά απ’ όσο φτάνει ο ήχος από κουδουνάκια, κι έτσι, δεν ξύπνησε.

    Εννιά βαγόνια ήτανε, το καθένα τους τυλιγμένο με μαύρες κουρτίνες και το καθένα τους να το σέρνει ένα κοκαλιάρικο, μαύρο άλογο. Και κάθε φορά που ο άνεμος φούσκωνε τις μαύρες κουρτίνες, αποκαλύπτονταν σιδερένια κάγκελα από κάτω. Το πρώτο πρώτο βαγόνι το οδηγούσε μια κοντόχοντρη γριά και σε κάθε πλάι του, κρεμασμένη πάνω στις κουρτίνες, υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε με μεγάλα γράμματα: ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΜΑ ΦΟΡΤΟΥΝΑ. Κι από κάτω, με μικρότερα γράμματα: Πλάσματα της νύχτας στο φως της μέρας.

    Μόλις το πρώτο βαγόνι έφτασε στο ύψος του σημείου όπου κοιμόταν η μονόκερως, η γριά τράβηξε απότομα τα γκέμια και σταμάτησε το μαύρο άλογό της. Όλα τα άλλα βαγόνια σταμάτησαν πίσω της και περίμεναν ήσυχα, καθώς η γριά πηδούσε στο έδαφος με μια φριχτή γκριμάτσα. Πλησίασε με σβέλτα κι αθόρυβα βήματα τη μονόκερω, την κοίταξε που κοιμόταν για κάμποση ώρα κι έπειτα είπε: «Μπα, μπα, τι βλέπουνε τα μάτια μου! Καλά μου φάνηκε πως είδα την τελευταία του είδους της». Η φωνή της έσταζε μέλι και μπαρούτι συνάμα…

    Γύρισε το κεφάλι της προς τα μαύρα βαγόνια και χτύπησε δυο φορές τα δάχτυλά της. Αυτοί που οδηγούσαν το δεύτερο και το τρίτο βαγόνι κατέβηκαν από τις θέσεις τους και ήρθαν κοντά της. Ο ένας ήταν κοντός και μαυριδερός και χοντροκομμένος σαν κι εκείνη. Ο άλλος ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας με έναν αέρα αποφασιστικότητας. Φορούσε ένα φθαρμένο μαύρο μανδύα και τα μάτια του ήταν πράσινα.

    «Τι βλέπεις: ρώτησε η γριά τον κοντό. «Πες μου, Ρουκ, τι βλέπεις ξαπλωμένο εδώ πέρα;»

    «Ένα ψόφιο άλογο» αποκρίθηκε εκείνος. «Ή μάλλον όχι, δεν είναι ψόφιο. Να το δώσουμε στη σφίγγα ή στο δράκοντα». Το χαχανητό του ακούστηκε σαν σπίρτα που ανάβουνε τριζοβολώντας.

    «Είσαι ανόητος» του είπε η Μάμα Φορτούνα. Έπειτα στράφηκε στον άλλον άντρα. «Κι εσύ, μάγε, προφήτη και θαυματουργέ; Τι βλέπουνε τα μαγικά σου μάτια;»…

    «Ένα άλογο» μουρμούρισε. «Μια άσπρη φοράδα»…

    Η Μάμα Φορτούνα ξαναγέλασε μόνη της.

    «Εντάξει» είπε. «Είναι άσπρη φοράδα. Τη θέλω για το τσίρκο. Το ένατο κλουβί είναι άδειο».

    «Πάω να φέρω σκοινί» είπε ο Ρουκ. Έκανε να φύγει, αλλά η γριά τον σταμάτησε.

    «Το μόνο σκοινί που θα την κρατούσε» του είπε «θα ήταν εκείνο που είχαν οι παλιοί θεοί για να δένουν το λύκο Φενρίρ. Κι εκείνο ήταν φτιαγμένο από ανάσα ψαριού, σάλιο πουλιού, τρίχες από τα γένια γυναίκας, νιαούρισμα γάτας, νεύρα αρκούδας και κάτι ακόμα…Α, ναι, θυμήθηκα: από ρίζες βουνών. Μια και δεν έχουμε τίποτε από όλα αυτά, ούτε νάνους να μας τα πλέξουν, θα πρέπει να βολευτούμε με ό,τι έχουμε, δηλαδή με τα σιδερένια κάγκελα. Εγώ θα ρίξω μια γητειά ύπνου πάνω της – να, έτσι». Και τα χέρια της Μάμα Φορτούνα άρχισαν να κάνουν με ταχύτητα σχέδια στον αέρα της νύχτας, ενώ από το λαρύγγι της ήχησαν μερικές κακόηχες κι ακατανόητες λέξεις. Μια μυρωδιά κεραυνού τύλιξε τη μονόκερω μόλις η γριά τέλειωσε τη γητειά της.

    «Τώρα βάλτε τη στο κλουβί» είπε στους δυο άντρες. «Θα κοιμάται ως την ανατολή, όση φασαρία κι αν κάνετε – εκτός κι αν, μέσα στη συνηθισμένη βλακεία σας, την αγγίξετε με τα χέρια σας. Λύστε το ένατο κλουβί, φέρτε τα κομμάτια του και ξαναχτίστε το γύρω της, αλλά προσέξτε! Το χέρι που αγγίζει έστω και φευγαλέα το τρίχωμά της θα γίνει αμέσως γαϊδουρινή οπλή, όπως του αξίζει!»…

    Όταν η γριά έφυγε αρκετά μακριά. Γλιστρώντας ξανά πίσω στο βαγόνι της, σε απόσταση όπου δεν μπορούσε πια να τους ακούσει, ο Ρουκ έφτυσε και είπε γεμάτος περιέργεια: «Λοιπόν, αναρωτιέμαι τι την έπιασε και φοβάται τόσο – τι σημασία θα είχε αν αγγίξουμε ή όχι το ζώο;»

    Ο μάγος του απάντησε με φωνή που σχεδόν δεν ακούστηκε. «Το άγγιγμα ανθρώπινου χεριού θα την ξεσήκωνε κι από τον πιο βαθύ ύπνο που θα της είχε ρίξει πάνω της ο ίδιος ο διάβολος. Και η Μάμα Φορτούνα δεν είναι διάβολος».

    «Αν και θα της άρεσε να πιστεύαμε το αντίθετο» δυσανασχέτησε ο χοντρός, σκούρος άντρας… «Και γιατί θα έσπαγαν τα μαγικά, παρακαλώ; Αφού δεν είναι παρά μια γέρικη φοράδα»…

    Τους πήρε όλη την υπόλοιπη νύχτα να διαλύσουν το ένατο βαγόνι, κάγκελα και πάτωμα και σκεπή, και έπειτα να το συναρμολογήσουν ξανά γύρω από την κοιμισμένη μονόκερω. Ο Ρουκ δοκίμασε την πόρτα, κουνώντας τη για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά κλειδωμένη, όταν τα γκρίζα δέντρα στην ανατολή άρχισαν να αντιφεγγίζουν και η μονόκερως άνοιξε τα μάτια της. Οι δυο άντρες έφυγαν βιαστικά μακριά της, αλλά ο ψηλός μάγος γύρισε και έριξε μια ματιά, προφταίνοντας να δει τη μονόκερω να σηκώνεται στα πόδια της και να κοιτάζει τα σιδερένια κάγκελα, με το κεφάλι της σκυφτό να ταλαντεύεται σαν το κεφάλι ενός γέρικου, λευκού αλόγου.

    (Peter S. Beagle, "Ο Τελευταίος Μονόκερως")
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο άντρας με το όνομα Ρουκ περιηγούσε ένα τσούρμο χωρικούς, πηγαίνοντάς τους αργά αργά από το ένα βαγόνι στο άλλο και παρουσιάζοντας με σοβαρό ύφος τα ζώα που ήταν κλεισμένα μέσα. «Από δω βλέπετε τη σφίγγα. Έχει κεφάλι ανθρώπου, σώμα λιονταριού και ουρά σκορπιού. Αιχμαλωτίστηκε μεσάνυχτα, την ώρα που έτρωγε λυκάνθρωπους για να γλυκάνει το στόμα της. Σας δείχνουμε πλάσματα της νύχτας, για πρώτη φορά ιδωμένα στο φως της μέρας. Από δω έχουμε το δράκοντα. Βγάζει φωτιά από το στόμα του πότε πότε – συνήθως με στόχο όσους τον πειράζουνε, μικρέ. Τα σωθικά του είναι σκέτη κόλαση φωτιάς, αλλά το δέρμα του είναι τόσο παγωμένο, που σε καίει. Μιλάει δεκαεφτά γλώσσες, όχι καλά, και υποφέρει από αρθριτικά. Εδώ έχουμε το σάτυρο. Κυρίες, το νου σας, λίγο πιο πίσω, παρακαλώ. Είναι πραγματικός μπελάς. Τον πιάσαμε κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες, που μπορούμε να περιγράψουμε μόνο στους κυρίους, αν θέλουν να πληρώσουν κάτι παραπάνω μετά την παράσταση. Σας δείχνουμε πλάσματα της νύχτας»….

    Η μονόκερως σχεδόν δεν τον άκουγε. Στριφογύριζε νευρικά μέσα στο κλουβί της και μαζευόταν κάθε φορά που ακουμπούσε τις σιδερένιες μπάρες που την περιστοίχιζαν. Κανένα πλάσμα της νύχτας δε συμπαθεί το ψυχρό άγγιγμα του σίδερου, και μ’ όλο που η μονόκερως μπορούσε να υποφέρει την παρουσία του, η φριχτή μυρωδιά του την καταρράκωνε σε τέτοιο βαθμό, που θαρρούσε πως τα κόκαλά της γίνονταν σκόνη και το αίμα της νερό της βροχής…

    «Πες μου τι βλέπεις» είπε ο μάγος, όπως του είχε πει κι εκείνου η Μάμα Φορτούνα. «Κοίτα τους άλλους μυθικούς συντρόφους σου και πες μου τι βλέπεις».

    Η φωνή του Ρουκ ακούστηκε καμπανιστή μέσα στο ασθενικό απογευματινό φως. «Ο άγρυπνος φρουρός στις πύλες του κάτω κόσμου. Με τρία κεφάλια και μια πλούσια χαίτη από όχεντρες, όπως βλέπετε. Τελευταία φορά που είχε φανεί στον πάνω κόσμο ήταν στα χρόνια του Ηρακλή, ο οποίος τον είχε σύρει στον κόσμο μας με το ένα χέρι. Εμείς καταφέραμε να τον δελεάσουμε να ξαναφανεί στο φως του ήλιου, δίνοντάς του την υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή. Μάλιστα, κυρίες και κύριοι, ιδού ο Κέρβερος. Κοιτάξτε αυτά τα έξι προδομένα, κόκκινα μάτια. Ίσως να τα ξαναδείτε κάποια μέρα»…

    Η μονόκερως κοίταζε πίσω από τα σίδερα του κλουβιού της το ζώο που βρισκόταν στο άλλο κλουβί και τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, μην πιστεύοντας αυτά που έβλεπαν. «Δεν είναι παρά ένας σκύλος» ψιθύρισε. «Ένας πεινασμένος και δυστυχισμένος σκύλος με ένα και μοναδικό κεφάλι και καθόλου χαίτη, σχεδόν μαδημένος, μάλιστα, ο φουκαράς. Πώς γίνεται και πιστεύουν ότι βλέπουν τον Κέρβερο; Είναι όλοι τους τυφλοί;»

    «Κοίτα ξανά» είπε ο μάγος.

    «Και ο σάτυρος» συνέχισε η μονόκερως. «Ο σάτυρος είναι ένας κοινός πίθηκος, γερασμένος και με ζαβό το ένα του πόδι. Όσο για το δράκοντα, δεν είναι άλλο από κροκόδειλος, που από το στόμα του το πολύ να βγάλει ψαρίλα, όχι φλόγες. Για να μην πω για τη σφίγγα, που είναι ένα απλό λιοντάρι – υγιέστατο και γερό, σίγουρα, αλλά όχι πιο τερατώδες από τα άλλα λιοντάρια. Δεν καταλαβαίνω»…

    Ο Ρουκ τώρα είχε σταθεί μπροστά από ένα κλουβί με μόνο μια μικρούλα, καφετιά αράχνη μέσα του, που έφτιαχνε ένα συνηθισμένο ιστό στο μεσοδιάστημα που άφηναν τα κάγκελα. «Η Αράχνη από τη Λυδία» έλεγε στους θεατές. «Εγγυημένα η καλύτερη υφάντρα του κόσμου – απόδειξη η κακή της μοίρα. Είχε την κακοτυχία να κερδίσει τη θεά Αθηνά σε έναν αγώνα υφαντικής αναμεταξύ τους. Η Αθηνά δεν ανέχτηκε την ήττα της, και ιδού τώρα η Αράχνη μπροστά σας μεταμορφωμένη σε έντομο, να φτιάχνει τα υφαντά της μόνο για το Τσίρκο του Μεσονυκτίου της Μάμα Φορτούνα, έπειτα από ειδική συμφωνία. Στημόνι από χιόνι και υφάδι από φλόγα τα υφαντά της, και δε βγάζει ποτέ δυο φορές το ίδιο σχέδιο. Μάλιστα, κύριοι. Η Αράχνη».

    Περασμένος στον αργαλειό που σχημάτιζαν τα κάγκελα, ο ιστός ήταν εντελώς απλός και σχεδόν άχρωμος, παρεκτός από κάποιους φευγαλέους ιριδισμούς κάθε φορά που η αράχνη έτρεχε πάνω του για να ισιάσει κάποιο νήμα του. Κι ωστόσο τραβούσε τα βλέμματα των παρευρισκομένων – όπως και το βλέμμα της μονόκερω – μπρος πίσω και όλο πιο βαθιά, μέχρι που έμοιαζαν να κοιτάζουν στα έγκατα του κόσμου, σε πελώρια χάσματα μαύρα κι άραχλα, που πλάταιναν αδιάκοπα χωρίς ωστόσο να καταρρέουν, όσο υπήρχε ο ιστός της Αράχνης να κρατάει τον κόσμο σε συνοχή. Η μονόκερως τίναξε το κεφάλι της για να καθαρίσει το βλέμμα της και να δει και πάλι τον πραγματικό ιστό. Συνέχιζε να είναι εντελώς απλός και σχεδόν άχρωμος.

    «Δεν είναι σαν τις άλλες μαγείες» είπε.

    «Όχι» συμφώνησε απρόθυμα ο Σμέντρικ. «Αλλά μη νομίζεις ότι κι αυτή οφείλεται στο ταλέντο της Μάμα Φορτούνα. Βλέπεις, η αράχνη πιστεύει. Και τα δικά της μάτια βλέπουν ό,τι και των θεατών και νομίζει πως είναι δικά της δημιουργήματα. Η πίστη είναι που κάνει τη διαφορά στις μαγείες του είδους που ασκεί η Μάμα Φορτούνα. Αλήθεια, αν αυτό το τσούρμο τα κουτορνίθια έπαυε να θαυμάζει χάσκοντας, δε θα έμενε τίποτα απ’ όλα τα μαγικά της πέρα από τον ήχο του κλάματος μιας αράχνης. Κι αυτό κανένας δε θα το άκουγε».

    (Peter S. Beagle, "Ο Τελευταίος Μονόκερως")
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η μονόκερως δεν ήθελε να ξανακοιτάξει τον ιστό. Έστρεψε το βλέμμα της στο διπλανό της κλουβί και ξαφνικά ένιωσε την ανάσα μέσα στο σώμα της να γίνεται παγωμένο σίδερο. Γιατί εκεί μέσα, πάνω σε μια κούρνια από οξιά, ήταν κουρνιασμένο ένα πλάσμα με το σώμα ενός θεόρατου μπρούτζινου πουλιού και με το κεφάλι μέγαιρας, που είχε μια έκφραση οργής τόσο σφιγμένη και θανάσιμη όσο και τα γαμψά νύχια που έσφιγγαν το ξύλο. Τα αυτιά της ήταν μαλλιαρά και στρογγυλά σαν της αρκούδας. Αλλά πάνω στους λεπιασμένους ώμους της ξεχύνονταν, για να γίνουν ένα με τα λαμπερά σαν λεπίδια φτερά της, μαλλιά στο χρώμα του φεγγαρόφωτου, πυκνά και όμορφα γύρω από το γεμάτο μίσος, ανθρωπόμορφο πρόσωπο. Έλαμπε ολόκληρη, αλλά όταν την κοίταζες, ένιωθες να χάνεται το φως από τον ουρανό. Τα μάτια της γύρισαν φευγαλέα κατά τη μονόκερω και το στόμα της άφησε έναν ήχο ανάμεσα σε συριστική απειλή και μοχθηρό γέλιο.

    Η μονόκερως είπε σιγανά: «Αυτή εκεί είναι αληθινή. Είναι η άρπυια Κελαινώ»…

    «Καλό θα ήταν να είσαι ελεύθερη όταν ελευθερωθεί κι εκείνη» είπε ο μάγος. «Δεν πρέπει να σε βρει εγκλωβισμένη»…

    «Δε μου έχουν ξανακάνει μάγια» είπε η μονόκερως. Αναρίγησε σύγκορμη. «Ποτέ άλλοτε δεν έζησα σε κόσμο όπου να μη με ξέρουν».

    «Καταλαβαίνω ακριβώς πώς νιώθεις» είπε με ζέση ο Σμέντρικ. Η μονόκερως τον κοίταξε με τα σκούρα και απύθμενα μάτια της κι εκείνος χαμογέλασε νευρικά και χαμήλωσε το βλέμμα του στα χέρια του. «Είναι πολύ σπάνιο να σε παίρνει ο κόσμος γι αυτό που είσαι πραγματικά» είπε. «Όλοι είναι έτοιμοι να σε κρίνουν άδικα. Να, πάρε εμένα. Σε αναγνώρισα από την πρώτη στιγμή που σε είδα και ξέρω ότι είμαι φίλος σου. Κι όμως, εσύ με παίρνεις για παλιάτσο ή για βλάκα ή για προδότη και, αφού με βλέπεις έτσι, έτσι πρέπει να ‘μαι. Η γητειά που σου έκαναν δεν είναι παρά απλά μάγια, που θα διαλυθούν μόλις βρεθείς ελεύθερη, ενώ η γητειά της σφαλερής εκτίμησής σου για μένα είναι κάτι που θα κουβαλάω για πάντα στα μάτια σου. Δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε και πολύ σπάνια εκείνο που ονειρευόμαστε. Κι ωστόσο, κάπου διάβασα ή άκουσα να το τραγουδάνε ότι οι μονόκεροι, τον καιρό που ο Χρόνος ήταν ακόμα νέος, μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο – ανάμεσα στην ψεύτικη λάμψη και την αληθινή, ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο – ανάμεσα στην ψεύτικη λάμψη και την αληθινή, ανάμεσα στα χείλη που γελάνε και στη συντριμμένη καρδιά». Η σιγανή φωνή του δυνάμωνε μαζί με το φως της χαραυγής και για μια στιγμή η μονόκερως έφτασε να μην ακούει πια το κλαψούρισμα των σιδερένιων κάγκελων ή το απαλό μεταλλικό κροτάλισμα από τα φτερά της άρπυιας.

    «Νομίζω πως είσαι στ’ αλήθεια φίλος μου» είπε. «Θα με βοηθήσεις;»

    «Εσένα ή κανέναν στον κόσμο» αποκρίθηκε ο μάγος. «Είσαι η τελευταία μου ευκαιρία».


    (Peter S. Beagle, "Ο Τελευταίος Μονόκερως")
     
  11. MastersHammer

    MastersHammer Regular Member

    [nomedia=""]YouTube - Broadcast Yourself.[/nomedia]
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ο μάγος γύρισε το κλειδί και το λουκέτο άνοιξε απότομα με ένα τελευταίο, περιφρονητικό γρύλισμα. Ο Σμέντρικ άνοιξε διάπλατα την πόρτα του κλουβιού και είπε χαμηλόφωνα: «Πέρνα έξω, κυρία μου. Είσαι ελεύθερη».

    Η μονόκερως πάτησε ανάλαφρα στο χώμα και ο Σμέντρικ ο Μάγος τραβήχτηκε με ξαφνικό δέος. «Ω!» ψιθύρισε. «Αλλιώς φαινόσουνα με τα κάγκελα ανάμεσά μας. Έδειχνες πιο μικροκαμωμένη και όχι τόσο – Ω! Ω, θεούλη μου…»

    Η μονόκερως δεν έβλεπε. Είχε βγει από τον κύκλο των βαγονιών, πίσω από το μακρύτερο κλουβί, εκείνο της σφίγγας, που γρύλιζε και κλαψούριζε, ξαπλωμένη και με το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά της πόδια. Ακούμπησε την άκρη του κέρατού της στο λουκέτο του κλουβιού και έφυγε για το κλουβί του δράκοντα, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Το ένα μετά το άλλο, ελευθέρωσε όλα τα ζώα – το σάτυρο, τον Κέρβερο, το Φίδι του Μίντγκαρντ. Τα μάγια που τα περιέβαλλαν εξαφανίστηκαν από πάνω τους την ίδια στιγμή που τα ζώα ένιωσαν ελεύθερα. Τρέχοντας, πηδώντας ή έρποντας, χάθηκαν στα σκοτάδια της νύχτας με την πραγματική τους μορφή – λιοντάρι, πίθηκος, φίδι, κροκόδειλος, παιχνιδιάρικος σκύλος. Κανένα τους δε στάθηκε να ευχαριστήσει τη μονόκερω κι εκείνη δεν τα κοίταξε που έφευγαν.

    Μόνο η αράχνη δεν έδωσε σημασία στο κάλεσμα της μονόκερω να βγει από την ανοιχτή πόρτα του κλουβιού της. Η Αράχνη ήταν απασχολημένη να φτιάχνει έναν ιστό που στα μάτια της φάνταζε σαν να είχε αρχίσει ο Γαλαξίας να πέφτει στη Γη νιφάδες νιφάδες. Η μονόκερως της ψιθύρισε: «Υφάντρα, η ελευθερία είναι πιο όμορφη, πολύ πιο όμορφη», αλλά η αράχνη πηγαινοερχόταν αδιάκοπα στο σιδερένιο αργαλειό της χωρίς να την ακούει. Ούτε στιγμή δεν σταμάτησε, ούτε ακόμα κι όταν η μονόκερως της φώναξε: «Είναι πραγματικά όμορφο το υφαντό σου, Αράχνη, αλλά δεν είναι τέχνη». Ο καινουριοφτιαγμένος ιστός αργοσάλεψε στα κάγκελα σαν χιόνι…

    Η άρπυια έβγαλε ένα γουργουριστό ήχο ευχαρίστησης, που έκοψε τα ήπατα του μάγου. Αλλά η μονόκερως του ξανάπε: «Έλα μαζί μου» και μαζί οι δυο τους απομακρύνθηκαν αργά από το Τσίρκο του Μεσονυκτίου. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί, αλλά για τα μάτια του μάγου φεγγάρι ήταν η μονόκερως, ψυχρή και λευκή και πανάρχαια, που του φώτιζε το δρόμο προς τη σωτηρία ή προς την τρέλα. Την ακολουθούσε χωρίς να ρίξει ούτε ματιά πίσω του, ούτε ακόμα κι όταν άκουσε το απελπισμένο τρεχαλητό από βαριά πόδια, τον ήχο μεταλλικών φτερών και την άγρια κραυγή του Ρουκ να κόβεται απότομα.

    «Έτρεξε» του είπε η μονόκερως. «Δεν πρέπει ποτέ να τρέχεις για να ξεφύγεις από πλάσμα που είναι αθάνατο. Τραβάς την προσοχή του». Η φωνή της ήταν απαλή αλλά χωρίς οίκτο. «Ποτέ δεν τρέχεις» ξανάπε. «Περπατάς αργά και κάνεις ότι σκέφτεσαι κάτι άλλο. Τραγούδα, αν θέλεις, πες ένα ποίημα, κάνε τα μαγικά σου, αλλά πάντα προχωρώντας αργά. Μπορεί να μη σε ακολουθήσει. Περπάτα αργά, μάγε».

    Κι έτσι, έφυγαν μαζί μέσα στη νύχτα, βήμα βήμα, ο ψηλός άντρας με τα μαύρα ρούχα και το λευκό, κερασφόρο ζώο. Ο μάγος τραβιόταν όσο πιο κοντά στο φως της μονόκερω τολμούσε να πάει, γιατί πέρα απ’ το φως της έβλεπε να σαλεύουν πεινασμένες σκιές, οι σκιές των ήχων που έβγαζε η άρπυια καθώς κατέστρεφε τα ελάχιστα που απόμεναν να καταστραφούν από το Τσίρκο του Μεσονυκτίου. Αλλά και πολλή ώρα μετά που έσβησαν αυτοί οι ήχοι, τους ακολούθησε ώσπου χάραξε στον άγνωστο δρόμο που είχαν πάρει – ήταν ο αδιόρατος, ξερός ήχος μιας αράχνης που έκλαιγε.

    (Peter S. Beagle, "Ο Τελευταίος Μονόκερως")