Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

BLONDambition

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος lara, στις 25 Ιουλίου 2008.

  1. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Από το βιβλίο BLOND ambition της Τζούλης Αγοράκη

    Η μάνα μου
    ή
    Τα δύο παιδιά του γείτονα​


    Πώς τη βλέπω

    Εγώ δεν έχω πατρίδα, έχω μητρίδα, κι έτσι πατρίδα καμιά. Εμένα μου χάρισαν κάποτε μια άγκυρα, μου είπαν «ρίξ' την όπου αγαπάς» και τότε είδα εμπρός μου μια μήτρα ενδοτική, είχε μια κάμψη εξωτική, είχε οπίσθια θέση και ήτο και δίκερως, άρα μήτρα σπάνια και εκλεκτή - κάπως εξεζητημένη, μα όχι εκκεντρική. Είπα «α, ωραία, εδώ θα κατοικήσω». Έδεσα πρώτα το χέρι μου, υστέρα το πόδι μου, χρόνια τώρα κατοικώ στη σάρκινη σπηλιά της. Η σάρκινη μέγγενη με συνθλίβει. Μαθαίνω όμως τους τρόπους να λέω «μητέρα» πονετικά. Και όταν πια τα καταφέρνω, εκείνη με κλείνει αεροστεγώς κι εγώ κάπως έτσι μισοϋπάρχω. Κατοικώ στη μάνα μου, με ό,τι αυτό σημαίνει. Μιλώντας για τη μητέρα μου είναι σαν να μιλάω για ένα τοπίο που δεν υπάρχει, για ένα ταξίδι που δεν έκανα, για τη γη εκείνη που δεν πάτησα ποτέ. Η μάνα μου είναι πληθυντική, όπως το σύμπαν. Είναι η κατασκευή μου, η συρραφή μου, το πιο φιλόδοξο σχέδιο μου. Είμαι περικυκλωμένη από τη φύση της.

    Το χάδι της εγκαυστικό, καταπραϋντικό, μα σπάνιο. Άθελα μου της ανήκω όπως τα μακρύλεπτα και κάπως ξηρά στις άκρες δάχτυλα της. Της ανήκω όπως εκείνο το άσχημο κότσι στο όμορφο πόδι της, σαν την αρρώστια στο δυνατό της σώμα. Στιγμές νομίζω ότι την επινόησα μια μέρα με βροχή. Η ύπαρξη μου έπληττε, ζήτησα από το δημιουργό μια μάνα και αυτή ήρθε κεραυνόσταλτη. Ισχυρίζομαι ότι τη γέννησα προτού με γεννήσει. Μεγαλώνοντας η αθώα μαμά μεταλλάχτηκε σε μάνα μου, και ο νοών νοείτο. Εδώ και καιρό δεν έχουμε ασφαλείς ενδείξεις αν το έργο της αγάπης της απέδωσε καρπούς, έχουμε όμως μια καινούρια συνταγή για πολύ σπυρωτό πιλάφι.

    Όταν την επισκέπτομαι, είναι πάντα άρρωστη. Ήρεμα ανήσυχη, ετοιμοκίνδυνη, κατά βάση φοβισμένη. Μιλάμε λίγο για την αρρώστια της, δίνει στη Σβετλάνα εντολή, το τραπέζι πάντα έτοιμο. Η φροντίδα της όλη σε κάτι που μυρίζει τροφή. Την κοιτάω με μάτια παρακαλετά, θέλω να της πω «γέννησε με, ρε μάνα, να τελειώνουμε. Αποφάσισε τι θέλεις από μένα να ξεμπερδεύουμε - και πυρηνικό φυσικό, και σύζυγο εφοπλιστή, και γόβες ψηλοτάκουνες, και Μπριζίτ Μπαρντό, αλλά και elegant Όντρεϊ δε γίνεται, διάλεξε μία από τις πολλές σου θεωρίες πάνω στο πράγμα άνθρωπος-γυναίκα-ύπαρξη, να μάθω τον τραχύ σου ρόλο σαν υπάκουη κορούλα, να τελειώνουμε».

    Εκείνη συνεχίζει πάντα το έργο της αποκαθήλωσης. Μου θυμίζει συστηματικά τα πολλά μου χρέη, τις πολλές πιστωτικές κάρτες, τις συνέπειες και τις οφειλές μου˙ στην τρίτη μπουκιά αναζητώ εκείνη τη μάνα την πονετική, που όλα τα αντέχει και όλα τα συγχωρεί. Επιθυμώ εις μάτην να με βλέπει τέλεια, να μη μιλάει για τις προεξοχές μου, για τις αναβολές μου, να μη βλέπει μόνιμα την κακοραμμένη μέσα φόδρα.
    Θέλω να λέει συγκινητικά «προχώρα», να λέει «δεν πειράζει», αχ, θέλω να λέει «δεν πειράζει». Μα στο δικό της καθεστώς όλα πειράζουν. Συχνά μου δίνει την ποινή και δίκη καμιά. Στο τέλος της λέω «παράτα με, ρε μάνα»• τότε ακούω εκείνο το μητρικό-ανυπόφορο «για το καλό σου». Και κάπως έτσι παίρνω το δρόμο της αναχώρησης.

    Κι όμως, με θέλει πάντα όρθια και σε επιφυλακή. Περπατώ στην άσφαλτο της που είναι μαλακιά σαν κουρκούτι και ούτε λόγος για τη δική της ανημποριά. Η μάνα μου τον πόνο τον κάνει πανικό και ό,τι δεν έχει συνοχή δεν το μυρίζει. Η μάνα μου αγαπάει να φτιάχνει προγράμματα. Επτά με εννέα θα γράφεις, στις εννέα θα πας για παγωτό εκεί που έχει πολύ ωραίο παρφέ -σιχαίνομαι το παρφέ-, στις δέκα να πας σινεμά, να γυρίσεις σπίτι σου στις δώδεκα, να διαβάσεις λίγο Καζαντζάκη -έλεος- και να κοιμηθείς νωρίς - έλεος. Σιχαίνομαι ό,τι έχει μέσα τη λέξη πρόγραμμα, τους προγραμματισμένους ανθρώπους, τις τακτικές ζωές.

    Νομίζω ότι δεν έμαθα ποτέ τη μάνα μου, έψαχνα στα μάτια της χρόνια τις άγνωστες αιτίες. Την αναζήτησα σε ψυχαναλυτικά δωμάτια, την εμπιστεύτηκα σε κάτι κυρίους με δίπλωμα και ντοκτορά, την πήγα και στις Ινδίες και σε ό,τι πιο απόκρυφο, την αναζήτησα στον έρωτα. Πήγα πίσω και στη δική της μάνα και έψαξα τυχόν λάθη και παραλείψεις, προσπάθησα να βρω τη δική της μυστική καταγωγή για να ανακαλύψω τις πιθανές ρίζες μου, ψάχνοντας να τη βρω έγινα αυτό που ουσιαστικά ονομάζουμε αντίφαση. Τελικά, βρήκα πως αυτό που ποθούσα σε όλη μου τη ζωή δεν ήταν να ζήσω -αν αυτό που κάνουν οι άλλοι λέγεται ζωή-, αλλά να εκφράσω τον εαυτό μου. Να βρω τη μάνα μου και να την αθωώσω. Η μάνα μου δεν ξέρει να φιλάει, δεν ξέρει να αγκαλιάζει, δεν ξέρει να παρηγορεί. Ξέρει όμως να μαγειρεύει, ήταν πάντα στο προσκεφάλι μου όταν είχα πυρετό, ξυπνούσε αδιαμαρτύρητα τις νύχτες και με ηρεμούσε από κάποιον εφιάλτη. Δεν κρατάει ποτέ της μούτρα. Δεν μπορεί να υπάρξει για εκείνη καλό χωρίς κακό. Κι όμως, την ημέρα είμαι η μάνα μου και τη νύχτα εγώ.

    Πώς είναι

    Ονειρεύομαι εκείνα τα ποταμόπλοια που βλέπω στις ταινίες να διασχίζουν το Μισισιπή. Θα ήθελα σε ένα τέτοιο ποταμόπλοιο να ταξιδεύαμε με τη μαμά και να
    λιαζόμαστε ξαπλωμένες. Να μην πονούσε, να ήταν πάλι νέα και όμορφη, να μη μου γκρίνιαζε, να με άκουγε χωρίς να με διακόπτει. Θα ήθελα να πίναμε δροσερές λεμονάδες και να γελάγαμε. Θα ήθελα να τη ρωτήσω αν είναι ευτυχισμένη, αν έκανε αυτά που ήθελε, αν γέννησε τα παιδιά που ονειρευόταν, αν χόρεψε όλους τους χορούς που της αναλογούσαν, αν γνώρισε τους άντρες που της έπρεπαν. Μα αυτό το ταξίδι δε θα γίνει ποτέ. Θέλω μια μέρα να κοιτάξω μαζί της τα άστρα σε μια καλοκαιρινή νύχτα δίχως σύννεφα, να δω το όμορφο πρόσωπο της ήρεμο, γαληνεμένο από τους πόνους, να την ευχαριστήσω που μου έμαθε να αγαπώ τα βιβλία, που με έκανε αυτό που είμαι σήμερα, που έδωσε στη λέξη «αξιοπρέπεια» αξία. Να της ζητήσω να μου πει ένα παραμύθι και έτσι να κοιμηθώ στην πιο ζεστή αγκαλιά στον κόσμο, να ξυπνήσω και να την πω μανούλα.

    Μου ανοίγει την πόρτα, λέει «έχω κοτόπουλο με κάρυ», «Ινδίες ανύπαρκτες», απαντώ εγώ, κι εκείνη κάνει ένα «ααα...» και μου λέει πόσο ωραία ήταν η εκπομπή της Δρούζα και ότι εκείνη, η κατά τα άλλα συμπαθητική φίλη της από την Κηφισιά, της είπε πως δεν της αρέσει έτσι που με φωτογραφίζει ο Αυγούλης και βγαίνω άσχημη, και πως τα κείμενα μου τα βρίσκει δυσνόητα. Για τη μητέρα μου είμαι όμορφη μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, γράφω ικανοποιητικά αν κάποιος άλλος της το πει. Σαν να ζω μέσα από μια γνώμη. Εγώ τρώω το νόστιμο φαγητό ανόρεκτα, θυμάμαι τον παππού στα τελευταία του που έλεγε «α, ρε ορφάνια». Τότε δεν καταλάβαινα, τώρα ξέρω.

    Υπάρχουν δυο τρόποι για να ειπωθεί κάτι" μιλώντας και σωπαίνοντας. Η μάνα μου σωπαίνει, εγώ πάλι θέλω μια μέρα να κάνει υπερβολές, και χάδια, και λατρείες, και από όλα ονειρεύομαι εκείνη την ημέρα που θα χωρέσω πάλι στην κοιλιά της• ε, ρε γλέντι, σάρκες ξεσκισμένες, το πόδι μου στην καρδιά της, το κεφάλι μου στο φάρυγγα της. Δυο άνθρωποι ξανά... σε ένα!​