Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

echoes

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος echo, στις 23 Ιανουαρίου 2009.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

     

     



    Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

    Οι γυναίκες που πλήγωσαν τον Μουνκ

    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ

    Ακόμα κι αν στην έκθεση με έργα του Εντβαρντ Μουνκ, που ανοίγει σήμερα στο Μουσείο Ηρακλειδών (στον αριθμό 16 της ομώνυμης οδού στο Θησείο) δεν συμπεριλαμβάνεται η περίφημη «Κραυγή» του Νορβηγού μετρ, το ενδιαφέρον της παραμένει εξαιρετικό.


    Παρουσιάζονται περισσότερα από 80 έργα χαρακτικής του από τη συλλογή Κράμερ του Μουσείου Τέχνης του Τελ Αβίβ. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά συγκαταλέγεται σίγουρα η «Μαντόνα», έργο ιδιαίτερα γνωστό, που μια εκδοχή του είχε κλαπεί το 2004 από το Μουσείο Μουνκ της Νορβηγίας μαζί με την διάσημη «Κραυγή». Δύο χρόνια μετά, ευτυχώς, βρέθηκαν.

    Η ένταση, το πάθος, η υπαρξιακή αγωνία, η ασθένεια και ο θάνατος, θέματα κυρίαρχα στην τέχνη του, είναι εμφανή, ίσως, με δραματικότερο τρόπο στη χαρακτική του εξπρεσιονιοστή και συμβολιστή ζωγράφου. Και στην εκδοχή της «Μαντόνα» που βλέπουμε στην Αθήνα, η αποτύπωση του θρησκευτικού θέματος είναι τολμηρή, με τη γυναικεία φιγούρα να έχει μισόκλειστα μάτια και να αποπνέει αισθησιασμό. Στη λιθογραφία της «Μαντόνα» έχει επίσης προστεθεί μια διακοσμητική μπορντούρα με σπερματοζωάρια και έμβρυα, κάτι που συνέβαλε στο γεγονός να τη θεωρήσουν πολλοί ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη.

    Η αντιφατική, δύσκολη και συχνά τραυματική σχέση του Εντβαρντ Μουνκ με τις γυναίκες κυριαρχεί στα περισσότερα έργα της έκθεσης. Ανάμεσα στις θαμπές ή ξεκάθαρες αποτυπώσεις των μορφών του αναγνωρίζονται η παντρεμένη γυναίκα, με την οποία έζησε μια θυελλώδη σχέση όταν ήταν 22 ετών, αλλά και η φιγούρα της αδελφής του, που πέθανε σε ηλικία 15 ετών από φυματίωση, γεγονός που τον σημάδεψε για πάντα. Την οδύνη για την απώλειά της παρατηρείς και στο έργο «Θάνατος στο δωμάτιο της άρρωστης», με την αδελφή του Σοφί να απεικονίζεται καθισμένη πάνω σε μια καρέκλα.

    Κορυφαίο έργο είναι το «Αγχος», του 1896, που παραπέμπει περισσότερο απ' όλα στην «Κραυγή». Ξεχωρίζει κυρίως από τον τρόπο που ο ζωγράφος έχει αποτυπώσει τα πρόσωπα αλλά και από το φόντο με τις κόκκινες γραμμές.

    Τα χαρακτικά του Μουνκ δημιουργήθηκαν σε μια περίοδο σχεδόν πενήντα χρόνων, από τότε που έκανε τις πρώτες χαλκογραφίες στο Βερολίνο, τέλη φθινοπώρου του 1894, μέχρι τις τελευταίες λιθογραφίες που χάραξε λίγο πριν από τον θάνατό του, αρχές του 1944.

    * Διάρκεια έως τις 27 Φεβρουαρίου.
     
  2. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: echoes

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. echo

    echo ***

    Ο Φρόυντ πέρασε το καλοκαίρι του 1876 στην Τεργέστη
    ερευνώντας τον ερμαφροδιτισμό στα χέλια.
    Στο εργαστήριο του ζωολόγου Κάρλ Κράους

    ανέταμε
    πάνω από χίλια χέλια για να διαπιστώσει αν είχαν όρχεις.

    «Όλα τα χέλια που τεμάχισα ανήκουν στο ασθενές φύλο»,
    ανέφερε αφού είχε εξετάσει τα πρώτα 400.
    Στο μεταξύ

    Οι νέες θεές της Τεργέστης είχαν αποδειχθεί
    απρόσιτες.
    «Αφού

    δεν επιτρέπεται
    να ανατέμνουμε ανθρώπινα όντα
    δεν θέλω να έχω μια σχέση μαζί τους», εκμυστηρεύτηκε σε μια επιστολή.

    Φρόυντ (1ο σχεδίασμα)-Anne Carson
     
  4. Απάντηση: echoes



    Did you fall into that raven night
    With sigh and woe and lonely path ?

    This song is for the demons
    That haunted you in those loveless lonely nights
    And for the shadows that stained your soul
    For the echoes of your loss
    This song is for your forgiveness
    For the sadness I knifed in your heart
    For the road that lies ahead
    With fear and hope, loss and salvation

    Did you wake with a sigh and not a smile, did you ?
    Did you hear the ravens woe in this exaulted night ?
    This very night

    This song is for the demons
    That haunted me in those loveless lonely nights
    And for the shadows that stained my soul
    For the echoes of my loss
    This song is for my forgiveness
    For the sadness you knifed in my heart
    For the road that lies ahead
    With fear and hope, loss and salvation
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. Απάντηση: echoes




    «Κάναμε ουρά για να πεθάνουμε».

    "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας", Σελίν


    «Λένε πως υπάρχει μια ευγενής ράτσα αλόγων, που όταν έχουν πυρώσει και καταπονηθεί πολύ, μπήγουν τα δόντια από ένστικτο και ανοίγουν μια τους φλέβα, για να μπορέσουν να ανασάνουν πιο ελεύθερα. Το ίδιο νιώθω κι εγώ πολύ συχνά: θα 'θελα να τρυπήσω μια φλέβα μου για να εξασφαλίσω την αιώνια ελευθερία».

    "Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου", Γκαίτε
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Όποιος γράφει δεν είναι ποτέ αρκετά μόνος, γι αυτό και δεν είναι ποτέ αρκετή η ησυχία που τον περιβάλλει. Ακόμα και η νύχτα δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα.


    ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ


     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. Απάντηση: echoes




    My face is finished, my body's gone.
    And I can't help but think standin' up here in all this applause and gazin' down at all the young and the beautiful.
    With their questioning eyes.
    That I must above all things love myself.

    I saw a girl in the crowd,
    I ran over I shouted out,
    I asked if I could take her out,
    But she said that she didn't want to.

    I changed the sheets on my bed,
    I combed the hairs across my head,
    I sucked in my gut and still she said
    That she just didn't want to.

    I read her Eliot, read her Yeats,
    I tried my best to stay up late,
    I fixed the hinges on her gate,
    But still she just never wanted to.

    I bought her a dozen snow-white doves,
    I did her dishes in rubber gloves,
    I called her Honeybee, I called her Love,
    But she just still didn't want to. She just never wants to.

    I sent her every type of flower,
    I played her guitar by the hour,
    I patted her revolting little chihuahua,
    But still she just didn't want to.

    I wrote a song with a hundred lines,
    I picked a bunch of dandelions,
    I walked her through the trembling pines,
    But she just even then didn't want to. She just never wants to.

    I thought I'd try another tack,
    I drank a litre of cognac,
    I threw her down upon her back,
    But she just lay up and said that she just didn't want to.

    I thought I'd have another go,
    I called her my little ho,
    I felt like Marcel Marceau
    must feel when she said that she just never wanted to. She just didn't want to.

    I got the no pussy blues.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. Απάντηση: echoes

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. Απάντηση: echoes

    [...]
    "Ορκίζομαι στην πρώτη μέρα του Θεού
    Ορκίζομαι και στη στερνή ημέρα του,
    Ορκίζομαι στην ήττα του εγκλήματος,
    Στης αιωνίας αληθείας τον θρίαμβο·
    Ορκίζομαι στης πτώσης μου το βάσανο,
    Στον κατακάθαρο της νίκης ρεμβασμό·
    Ορκίζομαι σ' αυτή μας τη συνάντηση,
    Στον φρικτό κίνδυνο του ξαναχωρισμού·
    Εις των πνευμάτων τα κοπάδια ορκίζομαι,
    Στην τύχη όλων, που τους είμαι κύριος,
    Εις τις ρομφαίες των αγγέλων των καλών,
    Των ακοιμήτων μου εχθρών,-ορκίζομαι·
    Ορκίζομαι στον ουρανό, στα τάρταρα,
    Σ' ότι η γη έχει ιερό, και εις εσέ·
    Ορκίζομαι στο τελευταίο βλέμμα σου,
    Ορκίζομαι στο πρώτο μου το δάκρυ,
    Εις την πνοή του άκακού σου στόματος,
    Στα κύματα των μεταξένιων σου μαλλιών·
    Μά την ευδαιμονία, μά τα βάσανα,
    Μά και τον έρωτά μου που αισθάνομαι,-
    Αρνήθηκα την παλαιάν εκδίκηση,
    Αρνήθηκα τις σκέψεις τις περήφανες·
    Της πονηράς της κολακείας το κεντρί
    Νου κανενός δεν θα ταράξει στο εξής.
    Να φιλιωθώ εγώ θέλω με τον ουρανό,
    Θέλω να αγαπώ, να κάνω προσευχή,
    Να έχω πίστη πλέον ποθώ στο αγαθό,
    Ποθώ με δάκρυα μετανοίας να σβυσθούν
    Στο μέτωπό μου, το άξιο σου, ολότελα
    Αυτά τα ίχνη της ουράνιας της φωτιάς,
    Κι αυτός ο κόσμος σε μια άγνοια ήσυχη
    Χωρίς εμένα πλέον αιώνια ας ανθεί!
    Μόνον εγώ, ως τώρα, ώ, ναι, πίστεψε,
    Σ' εκτίμησα όπως πρέπει και σ' ενόησα.
    Κι΄ αφού σ' εδιάλεξα ως δικό μου ιερό,
    Την εξουσία μου έθεσα στα πόδια σου.
    Σαν δώρο περιμένω την αγάπη σου,
    Για μια στιγμή, σου δίνω αιωνιότητα.
    Σαν στη κακία, πίστεψε στον έρωτα,
    Ταμάρα. Είμαι μεγάλος κι' αμετάβλητος...
    Σαν τέκνο του αιθέρος εγώ, λεύθερος
    θε να σε πάρω σε μεριές υπέραστρες,
    Και θάσαι κει του κόσμου η βασίλισσα,
    Ω φίλη μου παντοτινή κι αιώνια.
    Χωρίς καμιά λύπη, κι' απο μακρυά
    Θε να κυττάζεις εδώ πάνω εις τη γη,
    Που δεν υπάρχει ούτ' ευτυχί' αληθινή,
    Ούτ' ομορφιά που να βαστά αιώνια,-
    Που μόνο τιμωρία και εγκλήματα,
    Μόνο χυδαία πάθη είναι για να ζουν,-
    Που ούτε καν γνωρίζει κανείς άφοβα
    Ή να μισεί ελεύθερα, ή ν' αγαπά.
    Ή μήπως δεν γνωρίζεις τι είνε τάχατες
    ο έρωτας ο στιγμιαίος των θνητών;-
    Εν' απλό κύμα ζωηρό του αίματος!-
    Αλλά παγώνει και το αίμα με καιρό.
    Ας είναι εις τους άλλους μια παρηγοριά
    Ο κλήρος, που τους έλαχεν εδώ στη γη.
    Τον ουρανό δεν άγγιξαν η σκέψεις των,
    Δεν φθάνουν κόσμο πιο καλύτερο απ' αυτόν.
    Αλλά εσύ, ωραίο δημιούργημα,
    Για άλλα προωρίσθηκες απο καιρό.
    Αλλοιώτικο σε περιμένει βάσανο,
    Κι' άλλων μεγάλο βάθος ενθουσιασμών!
    Τα πνεύματα, πούνε στην εξουσία μου
    Θα φέρω να τα ρίξω μπρος στα πόδια σου.
    Σκλάβες πολλές μαγευτικές, ανάλαφρες,
    Θε να σου φέρω να σου δώσω, ωραία μου.
    Για σένα απο τ' άστρο το ανατολικό
    Θα κόψω ένα στέφανο ολόχρυσο,
    Μεσονυχτάτικη δροσιά απ' τα λούλουδα
    Θε να μαζέψω να τον ράνω με αυτήν.
    Μ' αχτίδα δύσης άλικης το σώμα σου
    Σαν με κορδέλα θα στολίσω ολόγυρα,
    Και θα ποτίσω τον αέρα γύρω σου
    Με άρωμα της πιο καθάριας μυρωδιάς!
    Σε κάθε ώρα με αρμονία θαυμαστή
    Την ακοή σου θα χαϊδεύω πρόθυμος.
    Παλάτια θα σου χτίσω πλούσια, όμορφα,
    Με κεχριμπάρι και πετράδια ακριβά.
    Στης θάλασσας τα βαθιά θε να βουτηχθώ,
    Στα σύννεφα θε να πετάξω αψηλά,
    Και θα σου δώσω όλα, ό,τι έχ' η γη-
    -Αγάπησέ με!..."
    [...]

    Mikhail Lermontov
    Μτφρ. Γώγου Αγιάσσου
    Εκδοση λογοτεχνικού περιοδικού "Γράμματα" 1916
     
  10. Απάντηση: echoes



     ​
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. Απάντηση: echoes



    πάνω σε κάτι τέτοια πέφτω και και και και και.... να να να να να......... αλλά.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Η φυρή

    Εμενε ασάλευτη για ώρες και το δέρμα της γινόταν σαν το κερί. Οπως μια κούκλα που τη μεταφέρουν οι υπάλληλοι μιας μπουτίκ τη σέρνει η μάνα της κάθε τόσο για να την ξαπλώσει στο κρεβάτι, μακριά την παίρνει απ' τα μάτια των απέναντι. Ακούει τα πάντα εκείνες τις στιγμές, αντιλαμβάνεται καθετί που συμβαίνει κι ας μοιάζει χαμένη. Δεν αλλάζει στάση ακόμη κι αν την πονέσεις, όλα θ' αλλάξουν γύρω μου αν κινηθώ κι αυτό με ταράζει, είπε στον γιατρό.
    Οι επισκέψεις στο σπίτι κόπηκαν. Οι καθαρίστριες έρχονταν μια δυο φορές κι όπου φύγει-φύγει, τρόμαζαν που την έβλεπαν ακίνητη σαν πράγμα. Αλλες φορές την έβρισκε η μάνα της μέσα στην κουζίνα, άνοιγε όλα τα ντουλάπια, καθόταν στο πάτωμα και τα κοιτούσε κλαίγοντας βουβά, ποτέ μη ξέροντας γιατί.

    Ο πατέρας από χρόνια πεθαμένος. Οταν αρρώστησε, κατελήφθη τόσο από τον φόβο του θανάτου, που πέρασε μια δεκαετία «ετοιμοθάνατος» χαϊδεύοντας τη μακριά ουλή στην κοιλιά του. Με άντρα, το κορίτσι, βγήκε μόνο μια φορά, σε μια καφετέρια, όταν πήγε αυτή στην τουαλέτα, σηκώθηκε εκείνος κι έφυγε.

    Ηταν μέρες που δεν έτρωγε τίποτα γιατί φοβόταν μην τη δηλητηριάσουν, αλλά, κι όταν έτρωγε, όλο παραπονιόταν πως το φαγητό ήταν άγευστο. Οταν την έπιανε κρίση, έβγαινε τρέχοντας απ' το διαμέρισμα, κατέβαινε ουρλιάζοντας το κλιμακοστάσιο και κυλιόταν έξω στον δρόμο. Ετρεχε από πίσω η μάνα και τη μάζευε, άμα ήταν πολύ άσχημα φώναζε ασθενοφόρο, την κρατούσαν λίγες μέρες στο νοσοκομείο. Παλιά πήγαιναν καμιά βόλτα ή για φαΐ, όπως άλλοι κοιτάζουν τον ουρανό, κοιτούσε η μάνα το πρόσωπο της κόρης. Της έλεγαν να τη βάλει κάπου, έκοβε στην αρχή της την κουβέντα, κι ας είχε αρχίσει η κόρη της να τη χτυπά, ο γιατρός είδε τα σημάδια, διαταρασσόταν η κοινωνική γαλήνη, το περιβάλλον της άρρωστης ήταν ακατάλληλο, ενημερώθηκε ο εισαγγελέας, θα πρότεινε, απ' ό,τι όλα έδειχναν, άμεσο εγκλεισμό.

    Πλησιάζουν οι μέρες που θα βγει η απόφαση. Εχει καλοκαιριάσει και κάθονται στο καθημερινό. Η μάνα έχει αφήσει λίγο ανοιχτή την μπαλκονόπορτα ο αέρας να ανανεώνεται, κι αφηρημένη, σαν τη μεγάλη ζέστη η δυστυχία, κοιτάζει μια την κόρη της, πιο παρατεταμένα εκεί, και μια κατά την πόρτα τη φυρή, σαλεύει η κουρτίνα σαν να νεύει, η θάλασσα της αιθρίας έξω, σαν να σε καλεί, σε σκέψη αμαρτωλή παραδίδεται, φίδι που δαγκώνει το μυαλό και κατεβαίνει το φαρμάκι στην καρδιά, ξερή μετά αυτή απ' την ενοχή, ενοχή σαν δίστομο μαχαίρι ανάμεσά τους που σαν εκκρεμές την ώρα μετρώντας ταλαντεύεται και τις κόβει και τις δυο, παλάμες της μάνας στιλπνές, σφιγμένες στα μπράτσα της καρέκλας, να κρατηθεί, να κρατηθεί στη ζωή δέρμα φτενό που απ' τη χρήση φεγγρίζει, κι από κάτω, ανάγλυφο ωστόσο, πάει, πυκνώνει σαν σκοτάδι, όλο και πιο αργά κυλάει μαβίζοντας το -όχι, όχι, καμιά την άλλη δεν μπορεί να αποχωριστεί.

    Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Καστοριά