Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

To be or not to be

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 3 Δεκεμβρίου 2009.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

    Η ιστορία θα σε αποκαταστήσει, σκέφτηκε ο Ρουμπάσωφ, αλλά δεν ήτανε και απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Τι ξέρει η ιστορία γι’ αυτούς που τρώνε τα νύχια τους;...
    Βέβαιοι δεν ήσαν, αλλά άλλο δε μπορούσαν να επικαλεστούν εκτός από κείνο το ξεγελαστικό μαντείο που λέγεται ιστορία και που εκφράζει την κρίση του μονάχα όταν αυτός που την επικαλείται έχει ήδη από καιρό λιώσει στο χώμα. ...Ίσως γι’ αυτό η ιστορία είναι περισσότερο μαντείο και λιγότερο επιστήμη.

    Το κόμμα είναι η ενσωμάτωση της επαναστατικής ιδέας μέσα στην ιστορία. Η ιστορία δεν έχει τύψεις. Δεν έχει ούτε τύψεις ούτε δισταγμούς. Αδιάφορη και αλάθητη κυλάει προς το σκοπό της. Σε κάθε στροφή, μες στη διαδρομή της αφήνει πίσω της την ιλύ που κουβαλάει και τα κουφάρια των πνιγμένων. Η ιστορία ξέρει τη δουλειά της και δε σφάλλει, κι όποιος δεν έχει απόλυτη πίστη στην ιστορία δεν μπορεί να ανήκει στις τάξεις του κόμματος… Μα και η ιστορία δεν ήτανε πάντα ένας απάνθρωπος ανήθικος χτίστης, που φτιάχνει τον πηλό του από ψέματα και αίμα και βρωμιά;

    Ο Σατανάς... Διαβάζει Μακιαβέλι, Ιγνάτιο Λογιόλα, Μαρξ και Χέγκελ – είναι ψυχρός και ανήλεος απέναντι στην Ανθρωπότητα, αλλά τούτο οφείλεται σ’ ένα είδος μαθηματικής ευσπλαχνίας.

    Η αυθαίρετη κυβερνητική εξουσία είναι απεριόριστη και δεν έχει προηγούμενο σ’ όλη την Ιστορία... Στήσαμε τον πιο γιγαντιαίο αστυνομικό μηχανισμό, καταστήσαμε τους καταδότες εθνικό θεσμό... Όλοι νομίζαμε πως θα μπορούσαμε να μεταχειριστούμε την Ιστορία σαν ένα πείραμα Φυσικής. Η διαφορά είναι πως στη Φυσική μπορείς να επαναλάβεις το πείραμα χίλιες φορές, ενώ στην Ιστορία το καθετί γίνεται μια φορά.

    Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στη φυλακή όσο η συναίσθηση της αθωότητας. Εμποδίζει τον εγκλιματισμό και υπονομεύει το ηθικό.


    Άρθουρ Καίστλερ: Το μηδέν και το άπειρο
     
  2. vautrin

    vautrin Contributor

    Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σʼ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σʼ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλʼ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ʼχεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ʼφαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω, θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ʼχει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απʼ όπου θα ʼτρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ʼχει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απʼ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ʼχουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μʼ έχει ξεπατώσει, μʼ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μʼ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απʼ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μʼ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μʼ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ʼθελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.

    Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είνʼ όλοι τους γουρούνια, από ποιον νʼ αρχίσω και σε ποιον να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σʼ επίσημες τελετές μπρος σʼ επίσημους μαχαιροβγάλτες… Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στʼ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακό χρόνο να ʼχει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απʼ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γιʼ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια… Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας… Μας τα πήρε όλʼ αυτή… Τι θα μείνει όμως απʼ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είνʼ αυτή όταν δεν θα ʼχει μείνει τίποτʼ από μας;… Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…”



    Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα»



     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. vautrin

    vautrin Contributor

    "…Φέρτε τα πυρωμένα τα σίδερα, μα φέρτε τα γρήγορα, για να κάψουμε με την περιφρόνηση και την ταπείνωση τη σάρκα αυτή την τρυφερή και την αμάλαγη. Φέρτε τα σίδερα τα πυρωμένα να χαρακώσουμε της όμορφης σκλάβας τα τριανταφυλλένια μάγουλα. Και τις αλυσίδες φέρτε τις ασήκωτες του Πόνου, για ν’ αλυσσοδέσουμε τα χυτά της μπράτσα και τα παιδιακίσια της πόδια. Και φέρτε να ζώσουμε μ’ αυτές τη μέση της τη δαχτυλιδένια και να μοιάζει έτσι τ’ αγκάλιασμα του αντρός που δεν αγαπά, μα που αγαπιέται. Αλυσσίδες σκλαβιάς ταπεινής τα χέρια του τ’ αντρίκεια, θα ζώσουνε τη μέση μου, κ’ η σκλάβα μου ψυχή θα λιγοθυμήσει από την ηδονή που θα της δώσει τ’ αγαπημένου αντρός τ’ αγκάλιασμα…"

    Γαλάτεια Καζαντζάκη «Γέλα Παλιάτσο» 1909.
     
  4. Hold your horses, μέουη.




    Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. vautrin

    vautrin Contributor














    «Είναι ταπεινωτικό, φρικτό, είναι μια ντροπιαστική αναγκαιότητα να παλεύεις γα να ζήσεις. Μόνο για να ζήσεις. Μόνο για να σώσεις το τομάρι σου. Παύει να είναι η πάλη ενάντια στη σκλαβιά, η πάλη για την ελευθερία, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την τιμή. Είναι μια πάλη ενάντια στην πείνα. […] Όταν οι άνθρωποι παλεύουν για να ζήσουν, τα πάντα, ακόμη κι ένα άδειο κουτάκι, ένα αποτσίγαρο, μια πορτοκαλόφλουδα, μια κόρα ψωμί μαζεμένη από τα σκουπίδια, ένα ξεψαχνισμένο κόκαλο, τα πάντα έχουν γι’ αυτούς μια τεράστια, μια αποφασιστικής σημασίας αξία. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για οποιανδήποτε ανανδρία, προκειμένου να ζήσουν· για όλες τις ατιμίες, για όλα τα εγκλήματα, προκειμένου να ζήσουν».

    Κούρτσιο Μαλαπάρτε Το Δέρμα
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    «Εις οιωνός άριστος. Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;

    Ημήνθυσαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους; Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι 'γυφτοχαρατζήδες', τώρα σε 'αθεώνουν' οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι.

    Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν 'φούρνους με καρβέλια', δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν.


    Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού…

    Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ' επιδεξιώτερον τον κόθορνον.

    Αμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Αμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.

    Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

    Και σήμερον, νέο έτος άρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα. Μόνον ο λαός λέγει: "Κάθε πέρσι καλύτερα". Ας ευχηθώμεν το αρχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον».



    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

    Από το άρθρο του «Οιωνός» στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (1η Ιανουαρίου 1896)
     
  7. Απάντηση: To be or not to be



    ζζζντουπ
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    "...και πρόσθεσε μ' ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο, δεν είχαμε πει πως θα περνούσαμε λίγες στιγμές σαν οικογένεια μαζί; Κι εκείνος γέλασε, μαμά, δεν είναι παιχνίδι, πόλεμος είναι, κι εκείνη, εξαιτίας αυτής της υπεροπτικής του στάσης -και του πατέρα του και του αδελφού του, που έστηναν χορό γύρω από τις πιο ευαίσθητες χορδές της-, ανταπέδωσε λέγοντας πως δεν είναι ακόμα πεπεισμένη πως το αντρικό μυαλό μπορεί να διακρίνει ξεκάθαρα ανάμεσα στον πόλεμο και το παιχνίδι".


    Νταβίντ Γκρόσμαν Στο τέλος της γης
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ένα πράγμα ξέρω, που ποτέ δεν το είχα φανταστεί, είπε εκείνος κάποια στιγμή μέσα σ' αυτές τις ώρες, ενώ το κεφάλι της αναπαυόταν πάνω στο στήθος του.
    Μμμ;
    Πως μπορεί να ζήσει κανείς μια ολόκληρη ζωή χωρίς νόημα.
    Δηλαδή έτσι είναι; ανασηκώθηκε στον αγκώνα της και τον κοίταξε: πραγματικά χωρίς κανένα νόημα;
    Κάποτε, όταν ακόμα υπήρχα, αιωνία μου η μνήμη, αν μου έλεγες πως αυτό με περίμενε, μια ολόκληρη ζωή έτσι, θα αυτοκτονούσα επιτόπου. Σήμερα ξέρω πως δεν είναι τόσο τρομερό. Πως είναι απολύτως δυνατό. Ζωντανή απόδειξη.
    Τί σημαίνει όμως, εξήγησέ μου, μια ζωή χωρίς νόημα;
    Εκείνος συλλογίστηκε και είπε: πως τίποτα δεν πονάει πραγματικά ούτε χαροποιεί αληθινά. Ζεις επειδή ζεις. Επειδή κατά τύχη δεν πεθαίνεις.
    Εκείνη κατάφερε να κρατηθεί και δεν τον ρώτησε πώς θα ένιωθε αν κάτι συνέβαινε στον Όφερ.
    Όλα περνούν απλά από μπροστά σου, είπε εκείνος, εδώ και πολύ καιρό πλέον.
    Όλα;
    Δεν υπάρχει επιθυμία, είπε εκείνος.

    Νταβίντ Γκρόσμαν, Στο τέλος της γης
     
  10. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: To be or not to be

    ... Γύριζα απ' το αγρόκτημα στο Σαν Φρανσίσκο, με τον ξάδελφό μου, Μπερνάρδο Αέδο.
    Γυρίζαμε καβάλα στ' άλογα και τραγουδούσαμε, και δεν ήταν μόνο αυτό που μ' έκανε να νιώθω ευτυχισμένος.
    Μετά από μια αποπνικτική μέρα, μια τεράστια σταχτιά θύελλα είχε σκεπάσει τον ουρανό.
    Την επιβράδυνε ο νοτιάς, όμως τα δέντρα είχαν αρχίσει κιόλας ν' αναδεύονται σαν τρελά.
    Είχα ενα φόβο (μια ελπίδα) πως η νεροποντή θα μας έπιανε στο ύπαιθρο.
    Καλπάζαμε σαν να κάναμε κούρσα με τη θύελλα ...

    (Φουένες, ο μνήμων, Μπόρχες Χόρχε Λουίς)
     
  11. vautrin

    vautrin Contributor

    «Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζουμε κάτι και ταυτόχρονα να το αρνούμαστε;»

    «Είναι ο νόμος της ζωής, καλή μου κυρία. Το σώμα ζει γιατί αποσυντίθεται, όχι όμως εντελώς. Αν δεν αποσυντίθετο ανά πάσα στιγμή, θα ήταν ορυκτό. Η ψυχή ζει γιατί βρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος του πειρασμού, παρότι ανθίσταται. Οτιδήποτε ζει εναντιώνεται σε κάτι. Και εγώ είμαι αυτός προς τον οποίο εναντιώνονται τα πάντα. Αλλά, αν δεν υπήρχα, τίποτα δεν θα υπήρχε, γιατί δεν θα υπήρχε κάτι στο οποίο να εναντιωθεί κανείς, όπως το περιστέρι του μαθητή μου του Καντ, το οποίο επειδή πετάει εύκολα στον ελαφρύ αέρα, θεωρεί ότι θα μπορούσε να πετάξει καλύτερα στο κενό».

    «Η μουσική, το σεληνόφως και τα όνειρα είναι τα μαγικά όπλα. Ωστόσο ως μουσική δεν πρέπει να νοείται μόνον η μουσική που παίζεται, αλλά κι εκείνη που δεν θα παιχθεί ποτέ. Ούτε και ως σεληνόφως πρέπει να νοείται αυτό που προέρχεται από τη σελήνη και κάνει τα δέντρα να φαίνονται μεγαλύτερα. Υπάρχει κι άλλο σεληνόφως, που δεν το εξουδετερώνει ούτε και ο ίδιος ο ήλιος, και σκοτεινιάζει καταμεσήμερο αυτό που τα πράγματα παριστάνουν ότι είναι. Μόνο τα όνειρα είναι πάντοτε αυτό που είναι. Είναι εκείνο το μέρος του εαυτού μας όπου γεννηθήκαμε και όπου είμαστε πάντοτε εμείς, ο εαυτός μας».

    «Αλλά, αν ο κόσμος είναι δράση, πώς γίνεται και το όνειρο αποτελεί μέρος του κόσμου;»

    «Είναι γιατί το όνειρο, καλή μου κυρία, είναι δράση που έγινε ιδέα, και γι' αυτόν το λόγο διατηρεί τη δύναμη του κόσμου απορρίπτοντας την ύλη, δηλαδή το να υπάρχει κανείς μέσα στο χώρο. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι μέσα στο όνειρο είμαστε ελεύθεροι;»

    «Ναι, και τι θλίψη να ξυπνάει κανείς...»

    «Ο καλός ονειροπόλος δεν ξυπνά. Δεν ξύπνησα ποτέ. Ο ίδιος ο Θεός πιστεύω πως κοιμάται διαρκώς. Μου το είπε κάποτε...».

    Εκείνη τον κοίταξε αναρριγώντας και ξαφνικά ένιωσε φόβο, ένα συναίσθημα από τα κατάβαθα της ψυχής της που ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει.

    «Μα επιτέλους, ποιος είστε; Γιατί είστε έτσι μεταμφιεσμένος;»

    «Θα απαντήσω με μία μόνο απάντηση και στις δύο σας ερωτήσεις. Δεν είμαι μεταμφιεσμένος».

    «Πώς;»

    «Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι, είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μην τρομάζετε».

    Και με μια τρομαγμένη ματιά, στην οποία κρυφόκαιγε μια πρωτόγνωρη ηδονή, εκείνη αναγνώρισε ξαφνικά πως ήταν αλήθεια.

    «Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ' αλήθεια ο Διάβολος, και γι' αυτό δεν κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου, στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δεν γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ, τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι' αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα πρόσβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δεν μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο.

    »Υπάρχω από την αρχή του κόσμου και ήμουν ανέκαθεν είρων. Αλλά, όπως θα γνωρίζετε, όλοι οι είρωνες είναι ακίνδυνοι, εκτός κι αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν την ειρωνεία για να υπαινιχθούν κάποια αλήθεια. Εγώ ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι θα πω την αλήθεια σε κανέναν - αφενός γιατί δεν χρησίμευε σε τίποτα, και αφετέρου γιατί δεν τη γνωρίζω. Κι ούτε ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο παντοδύναμος Θεός, πιστεύω πως τη γνωρίζει. Αλλά αυτά είναι οικογενειακές υποθέσεις.

    »Ισως δεν ξέρετε γιατί σας έφερα εδώ, σ' αυτό το ταξίδι που δεν έχει πραγματικό προορισμό ούτε συγκεκριμένο σκοπό. Δεν είναι, όπως ίσως νομίσατε, για να σας βιάσω ή να σας αποπλανήσω. Αυτά συμβαίνουν στη γη, μεταξύ των ζώων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, και φαίνεται ότι προσφέρουν ηδονή ακόμη και στα θύματα, απ' ό,τι με πληροφορούν από εκεί κάτω.

    »Αλλωστε θα μου ήταν αδύνατο. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν στη γη γιατί οι άνθρωποι είναι ζώα. Είναι αδιανόητα για τη δική μου κοινωνική θέση στο σύμπαν - όχι γιατί η ηθική είναι καλύτερη, αλλά γιατί εμείς οι άγγελοι δεν έχουμε φύλο. Και αυτό αποτελεί, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, τη μεγαλύτερη εγγύηση. Μπορείτε συνεπώς να είστε ήσυχη, θα επιδείξω σεβασμό. Γνωρίζω ότι υπάρχουν δευτερεύουσες και ανώφελες ασέβειες, όπως αυτές των συγχρόνων μυθιστοριογράφων και των γηρατειών. Αλλά ακόμη κι αυτές δεν μπορώ να τις διαπράξω, γιατί η έλλειψη φύλου σ' εμάς υπάρχει από απαρχής κόσμου και ποτέ δεν με απασχόλησαν αυτά τα θέματα. Λένε ότι πολλές μάγισσες είχαν πάρε-δώσε μαζί μου, αλλά είναι ψέματα. Ισως όμως και να μην είναι ψέματα. Ισως όμως και να μην είναι ψέματα γιατί αυτός με τον οποίο είχαν πάρε-δώσε ήταν η φαντασία τους, που, κατά κάποιον τρόπο, είμαι εγώ.

    »Μείνετε το λοιπόν ήσυχη. Διαφθείρω, είναι βέβαιο, γιατί κάνω τους άλλους να φαντάζονται. Αλλά ο Θεός είναι χειρότερος, κατά μία έννοια τουλάχιστον, γιατί έπλασε το φθαρτό σώμα, το οποίο από αισθητική άποψη είναι πολύ κατώτερο. Τα όνειρα τουλάχιστον δεν σαπίζουν. Παρέρχονται. Δεν είναι καλύτερα έτσι;»


    Φερνάντο Πεσσόα, Η ώρα του Διαβόλου
     
  12. vautrin

    vautrin Contributor

    Why Socialism?

    Albert Einstein

    Is it advisable for one who is not an expert on economic and social issues to express views on the subject of socialism? I believe for a number of reasons that it is.

    Let us first consider the question from the point of view of scientific knowledge. It might appear that there are no essential methodological differences between astronomy and economics: scientists in both fields attempt to discover laws of general acceptability for a circumscribed group of phenomena in order to make the interconnection of these phenomena as clearly understandable as possible. But in reality such methodological differences do exist. The discovery of general laws in the field of economics is made difficult by the circumstance that observed economic phenomena are often affected by many factors which are very hard to evaluate separately. In addition, the experience which has accumulated since the beginning of the so-called civilized period of human history has—as is well known—been largely influenced and limited by causes which are by no means exclusively economic in nature. For example, most of the major states of history owed their existence to conquest. The conquering peoples established themselves, legally and economically, as the privileged class of the conquered country. They seized for themselves a monopoly of the land ownership and appointed a priesthood from among their own ranks. The priests, in control of education, made the class division of society into a permanent institution and created a system of values by which the people were thenceforth, to a large extent unconsciously, guided in their social behavior.

    But historic tradition is, so to speak, of yesterday; nowhere have we really overcome what Thorstein Veblen called “the predatory phase” of human development. The observable economic facts belong to that phase and even such laws as we can derive from them are not applicable to other phases. Since the real purpose of socialism is precisely to overcome and advance beyond the predatory phase of human development, economic science in its present state can throw little light on the socialist society of the future.

    Second, socialism is directed towards a social-ethical end. Science, however, cannot create ends and, even less, instill them in human beings; science, at most, can supply the means by which to attain certain ends. But the ends themselves are conceived by personalities with lofty ethical ideals and—if these ends are not stillborn, but vital and vigorous—are adopted and carried forward by those many human beings who, half unconsciously, determine the slow evolution of society.

    For these reasons, we should be on our guard not to overestimate science and scientific methods when it is a question of human problems; and we should not assume that experts are the only ones who have a right to express themselves on questions affecting the organization of society.

    Innumerable voices have been asserting for some time now that human society is passing through a crisis, that its stability has been gravely shattered. It is characteristic of such a situation that individuals feel indifferent or even hostile toward the group, small or large, to which they belong. In order to illustrate my meaning, let me record here a personal experience. I recently discussed with an intelligent and well-disposed man the threat of another war, which in my opinion would seriously endanger the existence of mankind, and I remarked that only a supra-national organization would offer protection from that danger. Thereupon my visitor, very calmly and coolly, said to me: “Why are you so deeply opposed to the disappearance of the human race?”

    I am sure that as little as a century ago no one would have so lightly made a statement of this kind. It is the statement of a man who has striven in vain to attain an equilibrium within himself and has more or less lost hope of succeeding. It is the expression of a painful solitude and isolation from which so many people are suffering in these days. What is the cause? Is there a way out?

    It is easy to raise such questions, but difficult to answer them with any degree of assurance. I must try, however, as best I can, although I am very conscious of the fact that our feelings and strivings are often contradictory and obscure and that they cannot be expressed in easy and simple formulas.

    Man is, at one and the same time, a solitary being and a social being. As a solitary being, he attempts to protect his own existence and that of those who are closest to him, to satisfy his personal desires, and to develop his innate abilities. As a social being, he seeks to gain the recognition and affection of his fellow human beings, to share in their pleasures, to comfort them in their sorrows, and to improve their conditions of life. Only the existence of these varied, frequently conflicting, strivings accounts for the special character of a man, and their specific combination determines the extent to which an individual can achieve an inner equilibrium and can contribute to the well-being of society. It is quite possible that the relative strength of these two drives is, in the main, fixed by inheritance. But the personality that finally emerges is largely formed by the environment in which a man happens to find himself during his development, by the structure of the society in which he grows up, by the tradition of that society, and by its appraisal of particular types of behavior. The abstract concept “society” means to the individual human being the sum total of his direct and indirect relations to his contemporaries and to all the people of earlier generations. The individual is able to think, feel, strive, and work by himself; but he depends so much upon society—in his physical, intellectual, and emotional existence—that it is impossible to think of him, or to understand him, outside the framework of society. It is “society” which provides man with food, clothing, a home, the tools of work, language, the forms of thought, and most of the content of thought; his life is made possible through the labor and the accomplishments of the many millions past and present who are all hidden behind the small word “society.”

    It is evident, therefore, that the dependence of the individual upon society is a fact of nature which cannot be abolished—just as in the case of ants and bees. However, while the whole life process of ants and bees is fixed down to the smallest detail by rigid, hereditary instincts, the social pattern and interrelationships of human beings are very variable and susceptible to change. Memory, the capacity to make new combinations, the gift of oral communication have made possible developments among human being which are not dictated by biological necessities. Such developments manifest themselves in traditions, institutions, and organizations; in literature; in scientific and engineering accomplishments; in works of art. This explains how it happens that, in a certain sense, man can influence his life through his own conduct, and that in this process conscious thinking and wanting can play a part.

    Man acquires at birth, through heredity, a biological constitution which we must consider fixed and unalterable, including the natural urges which are characteristic of the human species. In addition, during his lifetime, he acquires a cultural constitution which he adopts from society through communication and through many other types of influences. It is this cultural constitution which, with the passage of time, is subject to change and which determines to a very large extent the relationship between the individual and society. Modern anthropology has taught us, through comparative investigation of so-called primitive cultures, that the social behavior of human beings may differ greatly, depending upon prevailing cultural patterns and the types of organization which predominate in society. It is on this that those who are striving to improve the lot of man may ground their hopes: human beings are not condemned, because of their biological constitution, to annihilate each other or to be at the mercy of a cruel, self-inflicted fate.

    If we ask ourselves how the structure of society and the cultural attitude of man should be changed in order to make human life as satisfying as possible, we should constantly be conscious of the fact that there are certain conditions which we are unable to modify. As mentioned before, the biological nature of man is, for all practical purposes, not subject to change. Furthermore, technological and demographic developments of the last few centuries have created conditions which are here to stay. In relatively densely settled populations with the goods which are indispensable to their continued existence, an extreme division of labor and a highly-centralized productive apparatus are absolutely necessary. The time—which, looking back, seems so idyllic—is gone forever when individuals or relatively small groups could be completely self-sufficient. It is only a slight exaggeration to say that mankind constitutes even now a planetary community of production and consumption.

    I have now reached the point where I may indicate briefly what to me constitutes the essence of the crisis of our time. It concerns the relationship of the individual to society. The individual has become more conscious than ever of his dependence upon society. But he does not experience this dependence as a positive asset, as an organic tie, as a protective force, but rather as a threat to his natural rights, or even to his economic existence. Moreover, his position in society is such that the egotistical drives of his make-up are constantly being accentuated, while his social drives, which are by nature weaker, progressively deteriorate. All human beings, whatever their position in society, are suffering from this process of deterioration. Unknowingly prisoners of their own egotism, they feel insecure, lonely, and deprived of the naive, simple, and unsophisticated enjoyment of life. Man can find meaning in life, short and perilous as it is, only through devoting himself to society.

    The economic anarchy of capitalist society as it exists today is, in my opinion, the real source of the evil. We see before us a huge community of producers the members of which are unceasingly striving to deprive each other of the fruits of their collective labor—not by force, but on the whole in faithful compliance with legally established rules. In this respect, it is important to realize that the means of production—that is to say, the entire productive capacity that is needed for producing consumer goods as well as additional capital goods—may legally be, and for the most part are, the private property of individuals.

    For the sake of simplicity, in the discussion that follows I shall call “workers” all those who do not share in the ownership of the means of production—although this does not quite correspond to the customary use of the term. The owner of the means of production is in a position to purchase the labor power of the worker. By using the means of production, the worker produces new goods which become the property of the capitalist. The essential point about this process is the relation between what the worker produces and what he is paid, both measured in terms of real value. Insofar as the labor contract is “free,” what the worker receives is determined not by the real value of the goods he produces, but by his minimum needs and by the capitalists’ requirements for labor power in relation to the number of workers competing for jobs. It is important to understand that even in theory the payment of the worker is not determined by the value of his product.

    Private capital tends to become concentrated in few hands, partly because of competition among the capitalists, and partly because technological development and the increasing division of labor encourage the formation of larger units of production at the expense of smaller ones. The result of these developments is an oligarchy of private capital the enormous power of which cannot be effectively checked even by a democratically organized political society. This is true since the members of legislative bodies are selected by political parties, largely financed or otherwise influenced by private capitalists who, for all practical purposes, separate the electorate from the legislature. The consequence is that the representatives of the people do not in fact sufficiently protect the interests of the underprivileged sections of the population. Moreover, under existing conditions, private capitalists inevitably control, directly or indirectly, the main sources of information (press, radio, education). It is thus extremely difficult, and indeed in most cases quite impossible, for the individual citizen to come to objective conclusions and to make intelligent use of his political rights.

    The situation prevailing in an economy based on the private ownership of capital is thus characterized by two main principles: first, means of production (capital) are privately owned and the owners dispose of them as they see fit; second, the labor contract is free. Of course, there is no such thing as a pure capitalist society in this sense. In particular, it should be noted that the workers, through long and bitter political struggles, have succeeded in securing a somewhat improved form of the “free labor contract” for certain categories of workers. But taken as a whole, the present day economy does not differ much from “pure” capitalism.

    Production is carried on for profit, not for use. There is no provision that all those able and willing to work will always be in a position to find employment; an “army of unemployed” almost always exists. The worker is constantly in fear of losing his job. Since unemployed and poorly paid workers do not provide a profitable market, the production of consumers’ goods is restricted, and great hardship is the consequence. Technological progress frequently results in more unemployment rather than in an easing of the burden of work for all. The profit motive, in conjunction with competition among capitalists, is responsible for an instability in the accumulation and utilization of capital which leads to increasingly severe depressions. Unlimited competition leads to a huge waste of labor, and to that crippling of the social consciousness of individuals which I mentioned before.

    This crippling of individuals I consider the worst evil of capitalism. Our whole educational system suffers from this evil. An exaggerated competitive attitude is inculcated into the student, who is trained to worship acquisitive success as a preparation for his future career.

    I am convinced there is only one way to eliminate these grave evils, namely through the establishment of a socialist economy, accompanied by an educational system which would be oriented toward social goals. In such an economy, the means of production are owned by society itself and are utilized in a planned fashion. A planned economy, which adjusts production to the needs of the community, would distribute the work to be done among all those able to work and would guarantee a livelihood to every man, woman, and child. The education of the individual, in addition to promoting his own innate abilities, would attempt to develop in him a sense of responsibility for his fellow men in place of the glorification of power and success in our present society.

    Nevertheless, it is necessary to remember that a planned economy is not yet socialism. A planned economy as such may be accompanied by the complete enslavement of the individual. The achievement of socialism requires the solution of some extremely difficult socio-political problems: how is it possible, in view of the far-reaching centralization of political and economic power, to prevent bureaucracy from becoming all-powerful and overweening? How can the rights of the individual be protected and therewith a democratic counterweight to the power of bureaucracy be assured?

    Clarity about the aims and problems of socialism is of greatest significance in our age of transition. Since, under present circumstances, free and unhindered discussion of these problems has come under a powerful taboo, I consider the foundation of this magazine to be an important public service.



    Monthly Review – May 1949