Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

To be or not to be

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 3 Δεκεμβρίου 2009.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

    Στην σκάλα ήταν πάντα εκείνην την παλιά ξύλινη σκάλα στο πατρικό μας, την εσωτερική, που όταν την ανέβαινα ή την κατέβαινα και πριν καλά καλά φτάσω στην μέση, από το σούρουπο ιδίως και μετά, όλα άλλαζαν: μια σκιά έβγαινε και με κυνηγούσε και τσακιζόμουν να ξεφύγω, να πηδήσω όπως όπως τα υπόλοιπα σκαλιά πριν με πιάσει! Ούτε ουρά αλόγου να φύτρωνε στα ξαφνικά από πίσω μου και να τηνν κοίταζα πως κάνει από δεξιά κι αριστερά για να μου δώσει μια στα μούτρα, ούτε τότε δεν θα λαχτάριζα τόσο όσο μ' εκείνην την αόρατη πανίσχυρη σκιά. Πως έπαιρνε όγκο απ' το τίποτα, θρόιζε ή κλαψούριζε, θορυβούσε υπόκωφα... Και παρατρίχα δεν κατάφερνε τον σκοπό της, να με τραβήξει απ' το πόδι, απ' τα μαλλιά, γλύτωνα πάντα την τελευταία στιγμή, την πολύ τελευταία, αν και ακόμα ο νους μου έπλαθε την συνέχεια, αυτό που δεν πρόφτασε να συμβεί κι ασφαλώς μετά απ' αυτό δεν είχε άλλο.

    «Α-μα δουλειά...» μουρμούρισε μια θεία μου που της είχα ιδιαίτερη αδυναμία, αδελφή του πατέρα μου, και μόνο σ΄ εκείνην το εκμυστηρεύθηκα μια μέρα. «Και γιατί δεν την τρομάζεις κι εσύ να σ' αφήσει ήσυχη, τι χαζά είναι αυτά, τι σε πέρασε;» με ρώτησε, λες κι ήταν στο χέρι μου να 'ρθω σε συνεννόηση με μια σκιά, ένα μόρμορο. Επειτα, μιλώντας για την σκιά έτσι η θεία, σαν να μιλούσε για άνθρωπο που δεν στέκεται στα καλά του, μ' έκανε να αισθανθώ πως δεν το είχε πάρει στα σοβαρά. Κι αφού ούτε αυτή, η πιο συμπονετικιά απ' το σόι, δεν μπορούσε να με βοηθήσει, να πει μια γλυκειά κουβέντα, να μου εξηγήσει, τι ελπίδα είχα να το εξομολογηθώ και στους άλλους. Το φύλαξα για μένα, το περνούσα μόνη, ζόρι μεγάλο κάθε φορά. Και πόσο να 'μουν τότε, έξι ετών; επτά; το πολύ εννέα;... Τέλος πάντων, σαν να λέμε εννιά ημερών ο κόσμος, στο ξεκίνημα των καιρών.

    Και μετά από σαράντα χρόνια όμως, βάλε πόσες χιλιάδες μερόνυχτα, αδυνατώ να δώσω μιαν απάντηση ως προς το πότε έγινε η αρχή μ' εκείνον τον φόβο, πόσο κράτησε, τι τον γέννησε. Κάτι σαν ο θάνατος ήταν, ένα τέτοιο πράγμα, που παραφύλαγε να μου κόψει τα ήπατα κι ύστερα πάλι μ' άφηνε. Για να ξανάρθει, να ξαναφύγει... και πάντα έμοιαζε μια πρώτη φορά, δεν είχε παρελθόν αυτή η ιστορία. Κι ούτε γινόταν ν' αποφύγω να περνώ την σκάλα που ένωνε το κάτω με το επάνω πάτωμα. Μ' έστελναν για θελήματα επάνω, να πάω αυτό, να φέρω εκείνο, ήτμουν στο σπίτι η μικρότερη, τα βράδια εκεί κοιμόμασταν, εκεί μου παραχωρήθηκε κι ένα παράμερο δωμάτιο βορεινό να φτιάχνω τα μαθήματά μου από τις πρώτες ως τις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Μα ήταν, ναι, από το σούρουπο και μετά ήταν που ξεθάρρευε η σκιά κι η σκάλα περνούσε για χάρι μου σε άλλα χέρια.

    Στο μεταξύ, επειδή έπρεπε να μαθαίνω να κάνω και δουλειές στο σπίτι, κανονικές δουλειές κι όχι απλά θελήματα, με βάλανε μια μέρα οι μεγαλύτερες αδελφές μου να σφουγγαρίσω αυτήν την σκάλα, να την τρίψω καλά με την βούρτσα κι από πάνω ένα δεύτερο χέρι με καθαρό υγρό πανί. Δεν θυμάμαι τι εποχή ήταν, όχι αναγκαστικά κατακαλόκαιρο. Σήκωσα τα μανίκια, έδεσα πίσω τα μαλλιά μου κι άρχισα να τρίβω, να τρίβω... κι όταν κοντευα πια στα χαμηλότερα σκαλοπάτια, με το νερό στον κουβά να 'χει μαυρίσει, ένοιωσα ξαφνικά να κυλάει στον κράτοφο μου μια σταγόνα ιδρώτα, πράγμα που με ανάγκασε να σταθώ ακίνητη, ενεά και συγκλονισμένη, ως να επρόκειτο για ροή αίματος στο πιο απίθανο -ή μάλλον πρόσφορο- σημείο του προσώπου: ίδρωνα για πρώτη φορά, ίδρωνα λοιπόν «σαν τους μεγάλους», στάθηκα άξια. Το βίωσα σαν υπέρτατη τιμή και ηδονή, αληθινή εμπειρία, και μάλιστα -τι σκέψη γέννησε ένα σταγονίδιο, τι θαρρετή υπόνοια- ήταν λέει η σκιά που μου 'κανε αυτό το δώρο, το αντίδωρο ή όπως ονομάζεται, για όλο εκείνο το μακρύ διάστημα που μόνο στόχο της είχε τα άλλα!... Αφησα την βούρτσα μες στο νερό κι ανέβηκα πίσω την σκάλα σιγά σιγά, με μιαν αβάσταχτη αδημονία και το κεφάλι γερτό στο πλάι σαν να μου σπάσαν τον λαιμό, μην τυχόν πέσει η σταγόνα απ' τον κρόταφο και δεν προλάβω να την δω και στον καθρέφτη.



    Ζυράννα Ζατέλη Ηδονή στόν κρόταφο
     
  2. Απάντηση: To be or not to be



    Having spent the day with pain
    Am I going to spend the night with pain
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. vautrin

    vautrin Contributor

    Τον άφησα να το καταλάβει και κατάλαβα και η ίδια ότι αυτός δεν θα ησύχαζε μέχρι να κοιμότανε μαζί μου. Όταν μιά μέρα ο κύριος πρόεδρος ήταν ταξίδι στο Βερολίνο, έβαλα σε ενέργεια το σχέδιό μου.

    "Κυρία Βαρώνη" της είπα "γιατί δεν καλείτε μερικούς επισκέπτες;"

    "Επισκέπτες; Ποιούς;"

    "Να, για παράδειγμα, τον κύριο φον Γιούνα"

    Με κύτταξε καχύποπτα και είπε "Α, αυτόν όχι, όχι αυτόν"

    Δεν θα τα καταφέρω, σκέφτηκα. Κι όμως μετά από δυό μέρες τον κάλεσε για φαγητό, στην βίλα που μέναμε τότε. Τους σερβίρισα εγώ, αλλά δεν απάντησα στα βλέμματά του και μετά το σερβίρισμα ζήτησα την άδεια για να αποσυρθώ. Έπειτα ξαναπήγα στα κρυφά ως την τραπεζαρία για να δω τι γίνεται. Αυτοί οι δύο είχαν πάει τώρα στο σαλόνι και κάθονταν ήσυχοι. Το βλέμμα που είχαν τα ερωτιάρικα μάτια του έδειχνε ότι αυτός βαριότανε. Καθώς αυτή του σερβίριζε τον καφέ, αυτός προσπάθησε να της πιάσει το χέρι, να την χαϊδέψει, αλλά αυτή τραβιότανε.

    Όταν κάποια στο κρεβάτι προσφέρει μόνον τρυφερότητα και ποτέ καύλα, τότε τα πράγματα είναι άσχημα. Η σχέση τους φαίνονταν μάταιη και κατά βάθος τους λυπόμουνα, ιδίως αυτόν που αναγκαστικά είχε δεθεί μ’ αυτήν εξ αιτίας του παιδιού. Αλλά ακόμη πιό κατά βάθος ήμουνα ευχαριστημένη και γι’ αυτόν τον λόγο πήγα και τον περίμενα ανάμεσα στους θάμνους, στην είσοδο του κήπου. Και μόλις αυτός βγήκε από το σπίτι και με είδε, αμέσως, χωρίς κανέναν δισταγμό, ορμήσαμε ο ένας στον άλλον και φιληθήκαμε.

    'Αρπαξα το στόμα του με τα χείλη μου, με τα δόντια μου, με την γλώσσα μου, το άρπαξα τόσο δυνατά που σχεδόν λιποθύμησα κι όμως, παρ’ όλα αυτά, αισθανόμουνα αηδία γι’ αυτόν. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν πέσαμε αμέσως κάτω στο χορτάρι, κι ακόμη λιγότερο δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τον πήρα στο δωμάτιό μου όπως μου ζήτησε αυτός, παρά του είπα: "Πάμε στο εξοχικό σου".

    Αλλά όταν είδα στα μάτια του την λάμψη του τρόμου, την λάμψη της παραφροσύνης που έχει το κυνηγημένο ζώο, κατάλαβα ότι αυτός είχε μιά άλλη γυναίκα εκεί κι εγώ τώρα του ζητούσα κάτι το αδύνατο. Και τότε κατάλαβα ότι η περιέργειά μου να δω τι γίνεται εκεί ήταν πιό δυνατή από την επιθυμία μου για ηδονή.

    Εννοείται ότι αυτός εκεί πέρα ανάμεσα στους θάμνους του κήπου θα μπορούσε να με είχε βάλω κάτω. Αν το είχε κάνει, θα τον είχα ξεχάσει στην συνέχεια, όπως πολλούς άλλους. Αλλά δεν το έκανε. Δεν ξέρω εάν ήταν από αδυναμία ή υστεροβουλία που δεν προχώρησε, εγώ πάντως ήμουνα ξαναμμένη. Έφυγε κι εγώ έμεινα ξαναμμένη να περιμένω και είναι θαύμα πως συγκρατήθηκα και δεν του έγραψα. Αν ήθελε αυτός, ας γύριζε στο δωμάτιό μου, σε μένα. Και πριν περάσει μιά βδομάδα είχα γράμμα. Την διεύθυνση την είχε γράψει με κεφαλαία πάνω σ’ έναν φάκελο από μιά εμπορική επιχείρηση για να μην καταλάβει η κυρία Βαρώνη ότι αυτός αλληλογραφούσε με μένα. Και στο γράμμα μου έλεγε ότι θα με περιμένει στον σταθμό του τραίνου το επόμενο απόγευμα να πάμε βόλτα με την άμαξά του. Ακόμη κι αν η κυρία Βαρώνη έπαιρνε τα ίδια γράμματα απ’ αυτόν, για μένα ήταν μιά νίκη σε βάρος της κυρίας Βαρώνης, παρ’ όλο που δεν έγραφε τίποτα για να πηγαίναμε στο εξοχικό του, διότι εκεί είχε μιά κουφάλα σπιτωμένη. Εγώ την άλλη μέρα πήγα στο ραντεβού και με το που ανέβηκα στην άμαξα του, του είπα κατάμουτρα όλα όσα υποψιαζόμουνα. Αυτός δεν ήθελε να μου δώσει μιά απάντηση και επειδή αυτό ήταν σαν ομολογία του, τον φίλησα και του είπα

    «Μπρος, πάμε οπουδήποτε, εχτός από το εξοχικό, δυστυχώς». Τότε μου λέει αυτός

    «Την επόμενη φορά θα πάμε στο εξοχικό»

    Εγώ τον ρώτησα, αν αυτό ήταν μια υπόσχεση και αυτός μου είπε «ναι».

    «Θέλεις πραγματικά να την διώξεις» τον ρώτησα κι αυτός είπε πάλι «ναι».

    Και για να είμαι εντελώς σίγουρη τον ρώτησα εάν η άλλη έβαφε τα νύχια της.

    «Ναι» μου είπε έκπληκτος «Γιατί;»

    Τότε έβγαλα τα γάντια μου και του έδειξα τα χέρια μου και του είπα

    «Αυτά είναι χέρια πλύστρας»

    Αυτός χαμήλωσε το βλέμμα και κύτταξε τα χέρια μου, ήταν ήρεμος και δεν φαίνονταν εάν τον είχα προσβάλει ή όχι

    «Πάντως» είπε «κάθε άνθρωπος χρειάζεται καλά, δυνατά χέρια για να τον πλύνουν από τις ενοχές»

    Έπειτα πήρε τα χέρια μου και τα φίλησε, αλλά στον καρπό, όχι εκεί που ήταν κοκκινισμένα. Κι επειδή ένοιωθα την καρδιά μου να χτυπά πολύ δυνατά, το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν

    «Πάμε»

    Ήμουνα έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Διασχίσαμε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε θερισμένα χωράφια και το βλέμμα μου άλλοτε έπεφτε πέρα μακριά κι άλλοτε πάνω στο χορτάρι του μονοπατιού με τα ίχνη από τις ρόδες. Δεν συνέβη τίποτα σ’ όλη την διαδρομή. Αυτός είχε ζέψει ένα μαύρο άλογο. Ένα μαύρο άλογο δεν είναι σαν τα άλλα, παίρνει τον άνθρωπο μαζί του στο σκοτάδι. Όταν του το είπα, αυτός γέλασε και είπε

    «Μου φαίνεται ότι εσύ είσαι το χωράφι μου και το σκοτάδι μου»

    κι αυτό μου έκανε να αισθανθώ τόσο όμορφα που σφίχτηκα πάνω του. Ακόμη και σήμερα που έχω γεράσει νοιώθω εκείνη την κάψα της επιθυμίας που με είχε συνεπάρει, νοιώθω ακόμη εκείνη την επιθυμία για παιδί που αυτός έπρεπε να μου έκανε, κι όχι μόνον ένα, πολλά. Όχι, όχι δεν τον είχα ερωτευτεί. Απλά ήθελα να τον δεχτώ μέσα μου, όχι να τον ερωτευτώ. Αυτός ήταν σκοτεινός και απόμακρος, ένας απαίσιος. Κι όταν μετά νύχτωσε, και βρεθήκαμε μέσα στην ψύχρα του δάσους, δεν άφησα τον εαυτό μου να ποθήσει. Αυτός είχε σταματήσει την άμαξα, αλλά εγώ δεν κατέβηκα και για να κάνω και τους δυό μας να πονέσουμε του θύμισα ότι έπρεπε να γυρίσω αμέσως γιατί έπρεπε να φροντίσω το παιδί του.

    «Ανοησίες» φώναξε, αλλά επειδή δεν ήταν ανοησίες, εγώ συνέχισα άθελα μου να τον πιέζω

    «Αν μου κάνεις δικά μου παιδιά, δεν θα χρειάζεται να ασχολούμαι μ’ αυτό το παιδί»

    Με κύτταξε απορημένος, πάλι μ’ εκείνη την λάμψη του τρόμου στα μάτια του γιατί είχε καταλάβει ότι είχε φορτωθεί μιά τρίτη γυναίκα που είχε νέες απαιτήσεις, ενώ μιά υπηρέτρια δεν πρέπει να έχει απαιτήσεις κι επειδή έβλεπα ότι πάλευαν μέσα του από την μιά ο πόθος του και από την άλλη ο τρόμος του, τον φίλησα μ’ όλη μου την δύναμη σαν αποχαιρετισμό. Χωρίς να τολμήσει να μου πει τίποτα με ξαναπήγε στον σταθμό του τραίνου. Παρ’ όλο που ακόμη ίσχυε η συμφωνία μας να με προσκαλούσε με το επόμενο γράμμα του στο εξοχικό του, εγώ είχα πάψει να το πιστεύω.


    ***

    Ο εβραϊκής καταγωγής αυστριακός συγγραφέας Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στην Αυστρία το 1886 και πέθανε στις ΗΠΑ το 1951. Σπούδασε υφαντουργία και διηύθυνε για είκοσι χρόνια την επιχείρηση υφαντουργίας του πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου την πούλησε για να ασχοληθεί με την λογοτεχνία. Το 1938 αναγκάστηκε λόγω του ναζισμού να καταφύγει στις ΗΠΑ. Συνέβαλε ουσιωδώς στην ανανέωση της αυστριακής και γενικότερα ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το έργο του «Η αφήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε» χαρακτηρίστηκε από την φιλόσοφο 'Αννα 'Αρεντ ως μία από τις μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες που έχουν γραφεί.

    Η ηρωίδα, η Τσερλίνε, είναι υπηρέτρια για πολλά χρόνια στο σπίτι ενός πλούσιου ζευγαριού. Η κύρια απατά τον κύριο με τον φον Γιούνα, ο οποίος είναι οικογενειακός φίλος και ο οποίος επισκέπτεται συχνά το σπίτι. Η κόρη του ζευγαριού είναι στην πραγματικότητα παιδί του εραστή. Ο φίλος αυτός κάποια στιγμή αρχίζει να ενδιαφέρεται για την Τσερλίνε, όπως και αυτή για κείνον. Δημιουργούν ερωτική σχέση και τότε η Τσερλίνε ανακαλύπτει ότι ο φον Γιούνα διατηρεί ταυτόχρονα και άλλη, τρίτη, ερωτική σχέση. Η Τσερλίνε η οποία πιστεύει ότι η ίδια αποτελεί τον μεγάλο του πάθος, απαιτεί απ’ αυτόν να διακόψει κάθε άλλη σχέση, αλλά αυτός διστάζει.

    Λίγο αργότερα ο φον Γιούνα συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι σκότωσε την άλλη φίλη του. Η Τσερλίνε έχει κλέψει από την κυρία της ερωτικά γράμματα που είχε στείλει ο φον Γιούνα. Από τα γράμματα αυτά φαίνεται όχι μόνον ο δεσμός του με την κυρία της, αλλά και η προμελέτη του φόνου. Η Τσέρλινε, για να εκδικηθεί τον φον Γιούνα, στέλνει ανωνύμως τα γράμματα αυτά στον κύριό της ο οποίος είναι ο πρόεδρος του δικαστηρίου που πρόκειται να δικάσει τον φον Γιούνα. Ο κύριός της όμως προτιμά να τα αγνοήσει χάριν της δικής του οικογενειακής γαλήνης και αθωώνει τον φον Γιούνα. Χρόνια μετά η Τσερλίνε αφηγείται όλα αυτά σ’ έναν νεαρό ο οποίος νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι της κυρίας της.